Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

ᾶται ὑπὸ τὸ χρυσοφαὲς τῆς σελήνης φέγγος τὸ νήδυμον, ἡ τρομώδης φωνὴ τοῦ ἠχηροῦ σημάντρου διαταράσσουσα τὴν νεκρικὴν ἐκείνην σιγὴν καλεῖ τοὺς εὐσεβεῖς ἀσκητὰς εἰς προσευχήν, ὅτε ἡ κατανυκτικὴ βοὴ καὶ τὸ θεσπέσιον μελώδημα τῆς ἱερᾶς ὑμνωδίας, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον κατευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανόν! Ὁ πέπλος ὁ περικαλύπτων τὴν θείαν οὐσίαν ἀποτόμως τότε ἀνασύρεται καὶ ὁ εὐδαίμων θνητὸς ὁμιλεῖ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μετὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός! Δικαίως ἄρα 'τοῖς ἐρημικοῖς μακαρία ζωὴ ἐστι θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις'» (Εὐλογ. Κουρίλα, Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 45-46).

5. Ὁ Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιὸν του

Εἰς αὐτὴν τὴν «κεκρυμμένην καὶ ἀπόκεντρον γωνίαν» μετακινήθηκε ὁ Ἀκάκιος καὶ ἀνεζήτησε τὴν κατοικίαν του εἰς ἕνα μικρὸν Σπήλαιον, τὸ ὁποῖον μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Εἰς τὸ μέρος αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ στήση τὴν Καλύβην του καὶ νὰ κλείση ἐκεῖ τὸν κύκλον τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ταλαιπωρῶν καὶ κατατήκων τὴν σάρκα, ἐν πείνῃ καὶ δίψῃ, ἐν κόποις καὶ μόχθοις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι καὶ μυρίαις ἄλλαις κακοπαθείαις.

Τὸ Σπήλαιον, ποὺ εἶχε μεταβληθῆ εἰς κέντρον πνευματικῆς ἀκτινοβολίας, δεσπόζει σὲ ὅλη τὴ Σκήτη καὶ κατέχει θέσιν ἐξαιρετική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀτενίζει κανεὶς τὴν ἀγέρωχη καὶ ὑπερήφανη κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστραφτερὴ καὶ ἀπέραντη θάλασσα τοῦ Αἰγαίου. Ἡ εἴσοδός του εἶναι στενή. Ἔχει μῆκος πέντε μέτρων καὶ τὸ ἐσωτερικὸν του εἶναι πιὸ εὐρύχωρο, μὲ διαστάσεις 2Χ3 μέτρα. Διατηρεῖται ἀκόμη ἐκεῖ τὸ κρεβάτι τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ κορμοὺς μικρῶν δένδρων καὶ σώζεται τὸ ἐργαστήρι του. Διακόσια καὶ πλέον χρόνια διατηρήθηκε ὡς κειμήλιον ἡ λευκὴ κάπα του (λιάρα). Τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι καὶ αὐτὴ ἦταν τὸ μοναδικὸ στρῶμα καὶ σκέπασμα σὲ ὅλη τὴ ζωή του.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια σώζεται ἀκόμη ἡ λιθόκτιστη κέλλα (κελλίον), τὴν ὁποίαν ἰδιοχείρως ὁ Ἅγιος ἔκτισε, πρὸς μικρὰν ἀνάπαυσιν τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐκάθητο πάντοτε εἰς τὸ σπήλαιον.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν εἰς τὸ Σπήλαιον αὐτὸ εἶχε κατοικήσει πολὺ παλαιότερα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Σκήτη ποὺ συγκροτήθηκε ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια στὴν περιοχὴ αὐτή, ὠνομάσθηκε «Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων» καὶ ἀργότερα «Καυσοκαλύβια». Σχετικὰ μὲ τὴν ὀνομασία τῆς Σκήτης, οἱ βιογράφοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου δὲν κάμνουν λόγον. Τὸ ἀναφέρει ὅμως ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς στὴ βιογραφία τοῦ Ἀκακίου, βασιζόμενος στὴν παράδοσιν, ποὺ τόσο ζωηρὰ διατηρήθηκε ἐπὶ ἑπτακόσια χρόνια περίπου.

Γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀκάκιος ἀσκήτευσε μόνος του εἰς τὸ Σπήλαιον, μὲ τὴν ἐλπίδα πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ μοναδικὴ συντροφιὰ ἕναν εὐχάριστον φτερωτὸν «ἄγγελον παρήγορον», διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἐφαίνετο τὸ πρωῒ ἕνα ὡραιότατον πουλάκι, ὡσὰν τρυγώνι καὶ καθήμενον ἐπάνω εἰς τὸ δένδρον «τὸ ἄριον» ἐμπρὸς εἰς τὸ σπήλαιον, ἐκελάδει μίαν θαυμαστὴν μελωδίαν, ὁποὺ ἀκούοντάς το, ἔφευγε κάθε λύπη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐγέμιζεν ἡ καρδία του ἀπὸ πνευματικὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.

Ποτέ του δὲν εἶδε ἕνα τόσο χαριτωμένο πτηνὸν καὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε τόσο μελωδικὸ κελάηδημα. Ἦταν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ θεία ἐπίσκεψις διὰ τὸν Ὅσιον. Ἔφυγε ὅμως τὸ πουλὶ ὁριστικά, ὅταν ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἄλλοι μοναχοί.

Ἡ περιοχὴ ἦταν ἄνυδρος καὶ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση ὁ Ὅσιος τὴν ἔλλειψιν τοῦ νεροῦ, εἶχε μιὰ στάμνα καὶ τὴ γέμιζε μὲ νερὸ τῆς βροχῆς τὸν χειμῶνα, τὸ δὲ καλοκαίρι ὁ ἅγιος Θεὸς παρηγορώντας τὸν πιστὸν δοῦλον του, ὁπόταν ἤθελε σωθῆ ἡ στάμνα τοῦ νεροῦ, ἐρχόταν ἕνα μικρὸ σύννεφον ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἔβρεχεν ἕως ὁποὺ ἐγέμιζεν ἡ στάμνα καὶ πάλιν ἔφευγε τὸ σύννεφον.

Μοναδική του ἐνδυμασία ἦτο ἕνα παλαιὸν ῥάσον. Αὐτὸ φοροῦσε πάντοτε, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις. Ἀκόμη καὶ ὅταν δεχόταν ἐπισκέψεις, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἀπέφευγε τὶς πολλὲς συναναστροφές, διότι τὸν ἐνοχλοῦσε ἀρκετὰ ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν προσευχόταν τὸν παρακολουθοῦσε συχνὰ ὁ μαθητής του Ἰωνᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπὸ σεβασμὸ παρέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ Σπήλαιον. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς δὲν ἀκουγόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου οὔτε ὁ παραμικρὸς ψίθυρος. Μονάχα ἀναστεναγμοὺς ἤκουε ὁ Ἰωνᾶς νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ μιὰ θαυμάσια γλυκύτατη καὶ μελωδικὴ φωνή.

Ἐξάλλου, ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἀξιόπιστος πνευματικὸς Σίλβεστρος ἐβεβαίωνε, τόσον αὐτός, ὅσον καὶ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἀπὸ τὶς πλησιέστερες Καλύβες, ὅτι εἶδαν πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιον κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα ὅταν ἔλεγε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», νὰ ἐξέρχεται «φλόγα πυρὸς» ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Καὶ προσευχόμενος ἔστεκεν ὡς στύλος ἀκλόνητος καὶ καθήμενος ὅλος ἐκστατικὸς ἐφαίνετο ἔχων ἄνω τὸν νοῦν καὶ τοῦ γηΐνου τούτου σαρκίου οὐδ᾿ ὅλως αἰσθόμενος, ἀλλ᾿ ἔχων πάντοτε τὴν καρδίαν του εἰς τὰς θείας ἀναβάσεις καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν μελλόντων, ὅλος ἐγίνετο θεοειδὴς τῷ πνεύματι καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους χαριέστατος.

Ἀντιπαθοῦσε πολὺ τὸν ὕπνον καὶ συμβουλεύοντας τοὺς μοναχοὺς ἔλεγε· «Οὔτε ἐνδύματα, οὔτε στρώματα, οὔτε τροφή, οὔτε πλοῦτος αὐξάνουν καὶ τρέφουν τὰ πάθη τόσον, ὅσον ὁ ὕπνος... Τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ καταδαμάση τόσον, ὅσον ἡ ἀγρυπνία. Ὁ μοναχὸς περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἀρετὰς πρέπει νὰ μεταχειρίζεται αὐτὰς τὰς δύο, διὰ νὰ νικήση τὴν σάρκα· τὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν νηστείαν».

Ἔλεγε ἐπίσης, ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς ταλαιπωρεῖται, πάσχει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ ὅλες τὶς κακουχίες, ἐνῶ ἔχει ἐξασφαλισμένον τὸν ὕπνο καὶ τὸ φαγητό, τότε ὅλα τὰ ξεπερνᾶ. Ἀντίθετα, μὲ τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴ νηστεία ὑπερνικᾶ ὅλα τὰ πάθη καὶ δὲν παρασύρεται ἀπὸ αὐτά.

Ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν κατεκλίνετο, ἀλλὰ στηριζόμενος στὸ βράχο τοῦ Σπηλαίου, ἢ ἀκουμπώντας στὸ χέρι του, ἢ σὲ κάποιο ἄλλο ἀντικείμενο, ἐκεῖ πρὸς τὰ ἐξημερώματα ἐκοιμᾶτο λίγη ὥρα, τόσο ὥστε νὰ μὴν σκοτίζεται τὸ λογικό του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγρυπνία.

Ἂν καὶ ἔπασχε ἀπὸ σοβαρὸν κάταγμα καὶ ἐντεροκήλην, ἐν τούτοις ἡ προθυμία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδιδαν δύναμιν καὶ ἀντοχὴ ὣς τὰ βαθειά του γηρατειά. Καὶ ὅταν ἐρωτήθηκε πόσο πρέπει νὰ κοιμᾶται ὁ μοναχὸς ἀπήντησε· «Διὰ τὸν ἀληθινὸν μοναχὸν μισὴ ὥρα εἶναι ἀρκετή».

Πολλοὶ μοναχοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴν ὑπεράνθρωπη προσπάθειά του, τοὺς ὑπερβολικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν αὐστηροτάτην ἄσκησιν ἀνησυχοῦσαν, καὶ τὸν ἐσυμβούλευαν καθένας κατὰ τὴν γνώμην του. Ὅμως, αὐτὸς ἠκολούθει τὸν σκοπόν του· καὶ ἐκείνους μὲ τὴν καλὴν του ταπείνωσιν τοὺς ἀνέπαυεν καὶ τοὺς ἀγῶνας του δὲν ἄφηνεν, ἀλλ᾿ ὡς ἄσαρκος ἐσπούδαζε καθ᾿ ἡμέραν νὰ αὐξάνη καὶ νὰ προκόπτη εἰς τοὺς κατὰ Θεὸν ἀγῶνας, ἐνῶ οἱ μισόκαλοι καὶ πονηροὶ δαίμονες, δὲν ἔπαυαν συχνὰ νὰ τὸν πειράζουν, πολεμοῦντες μὲ διαφόρους τρόπους φανερὰ καὶ κρυφίως, πάσχοντες νὰ τὸν πλανέψουν ἀπὸ τὴν ἴσιαν καὶ εὐαγγελικὴν στράταν καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους τὸν ἔθλιβον καὶ ἐστενοχώρουν... Ἀλλ᾿ αὐτὸς γνωρίζοντας τὰς σατανικὰς τέχνας των, ἐσηκώνετο εἰς τὴν προσευχὴν καὶ μὲ αὐτὸ τὸ θαυμάσιον ἅρμα διέλυε τὰς τέχνας καὶ ἐπιβουλάς των, ὡσὰν τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης.

Ὅταν κάποτε ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Σπήλαιον, ἐπιστρέφοντας ἀντίκρυσε μπροστὰ στὴν εἴσοδο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ ἔμοιαζαν μὲ βρωμεροὺς καὶ ἀκάθαρτους γύφτους. Ὅλοι τους, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐργάζονταν φτιάχνοντας χαλκώματα, κόσκινα καὶ ἄλλα παρόμοια, ἐνῶ συγχρόνως θορυβοῦσαν ἀλαλάζοντες μὲ κραυγὲς ἀλλόκοτες καὶ ἐνοχλητικές. Ὁ Ἀκάκιος ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων καὶ μὲ τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του πρὸς τὸν οὐρανόν, προσευχήθηκε λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ λυτρωτὴς καὶ Θεός μου, λύτρωσέ με ἀπὸ τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Σου Μητρός. Ἀμήν». Καὶ κάνοντας τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, διαλύθηκε ἀμέσως ὅλος ἐκεῖνος ὁ συρφετὸς καὶ ἔγινε ἄφαντος ὡσὰν καπνός.

Σὲ μιὰ περίοδο βαρυχειμωνιᾶς ἔπεσε πολὺ χιόνι καὶ ὁ Ὅσιος ἐκρύωνε πάρα πολύ. Διὰ τοῦτο ἄναψε φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ, μὰ δὲν ἐζεσταίνετο, ἀλλ᾿ ὅσον ἐπήγαινε σιμὰ εἰς τὴν φωτιάν, τόσον περισσότερον ἐκρύωνε. Τότε ἐκατάλαβε ὅτι δὲν εἶναι ἡ τόση πολλὴ ψύχρα φυσική, ἀλλὰ σατανικὴ ἐνέργεια καὶ καταπατήσας ἀπέσβεσε τὴ φωτιὰ καὶ καθὼς ἦταν γυμνός, ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ἔπεσε ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι καὶ παρευθὺς τοῦ ἐφάνη πὼς ἦλθε μία θαυμαστὴ δύναμις ἐπάνω του καὶ θεία ἐνέργεια, ἥτις ἐδίωξε τὴν πολλὴν ψύχραν ἐκείνην καὶ τόσον τὸν ἐζέσταινε, ὁποὺ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἐκάθητο μέσα εἰς λουτρὸν καὶ ὄχι ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι.

6. Ἀρετὲς καὶ χαρίσματα

Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἀκακίου καὶ τῆς ἀγγελικῆς του πολιτείας δὲν ἐβράδυνε νὰ διαδοθῆ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ τὸ ὄνομά του νὰ γίνη γνωστὸν παντοῦ εἰς τὴν ὑποδουλωμένην πατρίδα, ἀπ᾿ ὅπου ἄνθρωποι πάσης τάξεως καὶ ἡλικίας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄρχοντες καὶ πτωχοί, νέοι καὶ γέροντες, μοναχοὶ καὶ κοσμικοί, ἀπὸ κάστρα καὶ χώρας κατέφθαναν εἰς τὸ Σπήλαιον διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ θαυμάσουν τὸν ταπεινὸν ἐρημίτην, νὰ συνομιλήσουν μαζί του καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν του.

Βιβλικὴ μορφὴ ὁ Ἀκάκιος, ἐπιβλητική, μὲ πνεῦμα εἰρηνοποιόν, ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ ἱλαρότητα καὶ καλωσύνη καὶ ἐνέπνεε σεβασμὸν ἀπόλυτον καὶ ἐμπιστοσύνην ἀπεριόριστον. Ἦταν θεῖος καὶ θεοειδὴς τῷ πνεύματι καὶ τοῖς ἔξωθεν χαριέστατος. Ἐνέπνεε τόση ἐμπιστοσύνη, ὥστε ἂν ποτὲ κανεὶς ἔπασχε ἀπὸ κάποιο νόσημα ψυχικόν, ἀπὸ σκοτισμὸν τῶν λογισμῶν του, μόλις ἀντίκρυζε τὸ χαριτωμένον πρόσωπόν του, εἰρήνευαν οἱ λογισμοί του. Πολλοὶ ἀκόμη τοῦ ἐμπιστεύονταν καὶ τὰ προβλήματά τους καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἄκουε μὲ προσοχὴ καὶ κατανόησιν καὶ ὡς ἄριστος ψυχολόγος, ἔδιδε στὸν καθένα, μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ περισσὴ ἀγάπη, τὴν πρέπουσα ἀπάντησιν καὶ τὴν καλύτερη λύσιν.

Χάρις στὴν ἐπίμονη ἀτομική του προσπάθεια εἶχε κατορθώσει νὰ ἀποθησαυρίση πλοῦτον γνώσεων, χωρὶς ποτὲ νὰ φοιτήση εἰς τὸ σχολεῖον. Θαῦμα μέγα καὶ ἀξιοδιήγητον διὰ τὸν Ὅσιον, ἀφοῦ ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἀναγιγνώσκη καὶ νὰ κατανοῆ ὄχι μόνον τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον δυσνόητα βιβλία. Δὲν τοῦ διέφευγε ῥητὸν τῆς Θείας Γραφῆς καὶ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀπαντᾶ εὔστοχα καὶ μὲ θαυμαστὴν εὐχέρειαν σὲ ἐρωτήσεις καὶ ζητήματα ποὺ τοῦ ἔθεταν ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ σπουδαῖοι ἐπιστήμονες.

Ἀλλὰ καὶ μὲ προορατικὸν χάρισμα ἀξιώθηκε ὁ Ὅσιος, ὅπως βεβαιώνουν οἱ ὑποτακτικοὶ του καὶ ὅπως εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν. Προέλεγε εἰς πολλοὺς ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοὺς συμβοῦν εἰς τὸ μέλλον καὶ διέκρινε καθαρὰ τὴν ψυχικὴν κατάστασιν τοῦ καθενός. Δηλαδή, ἔβλεπε εἰς τὸν καθένα πὼς εἶχε εἰς τὴν ψυχήν του, εἴτε ἐν ἁμαρτίαις εἴτε εἰς καλὰ ἔργα εὑρίσκετο.

Καὶ ἂν κανεὶς στὶς προσωπικὲς καὶ ἰδιαίτερες συζητήσεις μὲ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον συνέβαινε νὰ ἀποκρύψη κάποιαν σκέψιν ἢ μυστικόν, ἀπὸ ἄγνοιαν ἢ καὶ ἀπὸ ἀπροσεξίαν, τότε ἐκεῖνος μὲ διακριτικότητα καὶ προσοχὴν τὸ ἐφανέρωνε, ὄχι μόνον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ συνομιλητοῦ του καὶ πρὸς κατάπληξιν ὅλων τῶν παρευρισκομένων, ἀλλὰ «καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ τοῦ τοιαύτην χάριν τοῖς θεράπουσιν αὑτοῦ διδόντος» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 76).

Καὶ τί νὰ πολυλογῶ διηγούμενος ἕνα πρὸς ἕνα τὰ τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειπεν καμμία ἀρετή, ἀλλὰ ὅλας τὰς εἶχεν σώας, ὅλας ἀκατηγορήτους, ὁποὺ ἐὰν κανεὶς ἀπὸ κακίαν βιαζόμενος, ἤθελε νὰ εὕρη τίποτε, διὰ νὰ τὸν κατηγορήση, δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρη τίποτε τὸ παραμικρὸν πιάσιμον. Πρὸ πάντων δὲ εἶχεν τὴν ταπεινοφροσύνην τόσον, ὥστε δὲν ὑπέμενε, ὄχι νὰ κάμη ἔργον τι ἢ λόγον νὰ εἰπῆ, ἀλλὰ οὔτε νὰ ἀκούση πρᾶξιν ἢ λόγον ὑπερήφανον.

Εἶχε φθάσει στὰ βαθειὰ γεράματα καὶ ἐπειδὴ οἱ Πατέρες δὲν ἤθελαν νὰ τὸν κουράζουν, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Προηγούμενον τῆς Λαύρας Νεόφυτον, νὰ διορίση καὶ δεύτερον Προεστῶτα ὡς βοηθὸν τοῦ Ἀκακίου εἰς τὴν Σκήτην. Ὁ Νεόφυτος ὅμως ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλον σεβασμὸν εἰς τὸν Ὅσιον τοὺς ἀπήντησε· «Μόνον τὸν Γέροντα θέλω νὰ ἔχετε». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως ἐπέμεναν καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά. Μάλιστα σὲ μιὰ γιορτὴ ποὺ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Πατέρες εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ὅπως συνήθιζαν (ἦταν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀκάκιος), μετὰ τὴ Λειτουργία ἔθεσαν καὶ πάλιν τὸ θέμα τοῦ διορισμοῦ ἐνώπιον τοῦ Προηγουμένου, διὰ νὰ μὴν ἀναγκάζωνται καὶ ἐνοχλοῦν τὸν Γέροντα γιὰ ζητήματα δευτερεύοντα καὶ ἀσήμαντα. Τότε ὁ Προηγούμενος σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ λαβὼν μίαν ῥάβδον ἔδωκεν αὐτὴν εἰς χεῖρας τοῦ Γέροντος καὶ εἶπεν· «Λάβε, Γέρον, ταύτην τὴν ῥάβδον καὶ νὰ εἶσαι ἡγούμενος καὶ προεστὼς εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἐδῶ, μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς».

Ἐκεῖνος ἀσπάσθηκε τὸ χέρι τοῦ Προηγουμένου καὶ ἔλαβε τὴν ῥάβδον, δείχνοντας ἔτσι τὴν πρέπουσα ὑπακοήν. Ὅμως, τί περίεργον! Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ μετά, οὐδέποτε ἔπιασε ῥάβδον στὰ χέρια του, ἂν καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσε ὣς τότε στὸ βάδισμά του, λόγω τῶν γηρατειῶν. Καὶ τὸ ἔκαμε αὐτό, διότι ἤθελε νὰ καταπατήση τὸν δαίμονα τῆς ὑψηλοφροσύνης καὶ νὰ ἀποφύγη κάθε σκέψιν ἐγωϊστική.

7. Ἱδρυτὴς τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων

Ὁ Ἀκάκιος ὑπῆρξε ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ ἀσκητοῦ στὴν πιὸ ἰδανικὴ μορφή. Μοναδικὸς εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ τὸν οὐράνιον βίον εἶχε ἀπονεκρώσει κάθε σαρκικὸν φρόνημα καὶ μετέβαλε τὴν καρδίαν του «εἰς δοχεῖον τῆς θείας χάριτος».

Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀνεδείχθη κατὰ τὸν ὑμνωδὸν «κορυφαῖος τῶν ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».

Ἐξαϋλωμένη μορφή, μὲ πλουσίαν τὴν θείαν χάριν καὶ δωρεὰν εἶχε προσελκύσει εἰς τὸ ἐρημικόν του καταφύγιον, εἰς τὸ Σπήλαιον τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, ὅλους τοὺς Πατέρας ἀπὸ τὰ ἀσκητήρια τῆς «Μεταμορφώσεως» καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀπομεμακρυσμένες περιοχές. Ἔσπευδαν ὅλοι πλησίον του, νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ στηριχθοῦν στοὺς πνευματικοὺς των ἀγῶνες. Συγκεντρώνονταν καὶ κατοικοῦσαν ἄλλοι στὰ γύρω Σπήλαια καὶ ἄλλοι στὶς Καλύβες ποὺ ἔκτιζαν μόνοι τους.

Τότε ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ κτίση μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια μικρὴ Καλύβη γιὰ τὸν ἑαυτόν του (Καλύβη ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα) καὶ μία ἄλλη γιὰ τὸν ὑποτακτικόν του. Ἔλειπαν ὅμως τὰ χρήματα, γιὰ νὰ ἐπεκταθοῦν οἱ ἐργασίες.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ἐπισκεφθῆ τὴ Σκήτη «ὁ ὀνομαστὸς τῆς Μεγίστης Λαύρας Προηγούμενος, ὁ κὺρ Νεόφυτος ὁ Χῖος», ἕνας ἀπὸ τοὺς θαυμαστὰς τοῦ Ἀκακίου. Ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸν Ὅσιον καὶ πῆγε νὰ ἡσυχάση πλησίον του. Κατὰ τὸ χρονικὸν αὐτὸ διάστημα διέθεσε ἀρκετὰ χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερσιν κτηρίων εἰς τὴν Σκήτην. Συγκεκριμένα ἔκτισε, τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτης, τὸν Ξενῶνα, τὸ Κοιμητήριον καὶ τὴν ἰδικήν του Καλύβην ὅπου ἔμεινε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Τὸ Κυριακὸν αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ εἶναι τὸ σημερινὸν τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, διότι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Καλύβες ἦταν ἐλάχιστες, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κτίσθηκε ἕνας τόσος μεγαλοπρεπὴς Ναός. Τὸ πρῶτον Κυριακὸν πρέπει νὰ ἦταν κάποια Καλύβη καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου». Ὁ Ναὸς αὐτὸς εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σημερινὸν Κυριακόν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ πρὸς τὴ ῥίζα τοῦ βράχου. Σχετικὴ σημείωσις σώζεται εἰς τὴν Καλύβην τοῦ Ἀκακίου.

Ὁ Νεόφυτος ἦταν τόσο ταπεινός, ὥστε δὲν ἐπέτρεψε νὰ γραφῆ κάπου τὸ ὄνομά του. Οἱ Πατέρες ὅμως, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμην του, ἔγραψαν ἐπὶ τῆς κάρας του τὴν ἑξῆς ἐπιγραφήν· «1739 Δεκεμβρίου 26 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ μακαρίτης Προηγούμενος κὺρ Νεόφυτος, ὁ ἐκ τῆς νήσου Χίου, ὃς καὶ ἐχρημάτισεν σκευοφύλαξ εἰς Μεγίστην Λαύραν καὶ ἀνεπαύθη εἰς τὸ Κυριακόν, ὅπου αὐτὸς μὲ κόπον καὶ μόχθον ἀνήγειρεν. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη».

Πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ πρώτη σύστασις τῆς Σκήτης δὲν ἀναφέρει ὁ Ἰωνᾶς. Δύο χρονολογίες ὅμως προσδιορίζουν τὰ ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα τοποθετεῖται ὁ χρόνος ἱδρύσεως αὐτῆς· α) «...ὅτι αὕτη ἡ Σκήτη ἐρημώθη ποτὲ καὶ πάλιν κατῳκίσθη καὶ κατ᾿ ὀλίγον ἐμεγαλύνθη ἀπὸ τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον οἰκήτορα τὸν ἱερὸν Ἀκάκιον, ὅστις ἡσύχαζεν αὐτοῦ τώρα εἰς τοὺς δυστυχεῖς καιρούς μας, ἐν ἔτει ᾳψε´ (1705) περίπου εἴκοσι (20) ἔτη...» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τόμ. Α´, σελ. 77), καὶ β) «Τοιαύτη ἡ πρώτη σύστασις τῆς Σκήτης, ἥτις πάντως περὶ τὸ 1720 ὑπῆρχεν, ὡς ἐξάγεται ἐκ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Νικοδήμου καὶ Παχωμίου».

Ἀκόμη εἰς τὸ Ψαλτήριον τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωσις· «1720 μηνὶ Ἀπριλίου 8. Τὸ παρὸν Ψαλτήριον ἀφιερώθη εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα τοῦ Καυσοκαλύβη εἰς μνημόσυνον τῶν γονέων μου καὶ ἀδελφῶν».

Μὲ τὰ πρῶτα αὐτὰ οἰκήματα καὶ μὲ τὶς Καλύβες ποὺ ἔκτισαν καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐμιμήθησαν τὸν Προηγούμενον τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔγινε Σκήτη ἱκανῶν Πατέρων, ἥτις μένει τῇ πρεσβείᾳ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου, καθ᾿ ἑκάστην αὐξάνουσα καὶ πληθύνουσα.

Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξις τῆς Σκήτης ἐμφανίζει κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα·

Τὸ 1772, στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ὑπῆρχαν 30 Καλύβες καὶ πλέον, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 9 εἶχαν καὶ τοὺς μικροὺς Ναούς των. Τὸ 1780, εἰς τὸ σύνολον τῶν Καλυβῶν πρέπει νὰ ὑπολογισθοῦν μόνον 12 Καλύβες μὲ τοὺς Ναούς των. Πρὶν ἀπὸ τὸ 1878, στὰ Καυσοκαλύβια ἀσκήτευαν πάρα πολλοὶ Ῥῶσσοι μοναχοί, ὥστε λίγο ἔλειψε νὰ γίνη ἡ Σκήτη Ῥωσσική. Μὲ τὴν κήρυξιν ὅμως τοῦ Ῥωσσοτουρκικοῦ πολέμου ἔφυγαν ὅλοι οἱ Ῥῶσσοι διότι φοβήθηκαν μήπως κακοποιηθοῦν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ ἔτσι οἱ Καλύβες περιῆλθαν καὶ πάλι στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν. Τὸ 1930 οἱ Καλύβες ἦταν περισσότερες ἀπὸ 40 καὶ μὲ τὰ λίγα ἡσυχαστήρια συγκροτοῦσαν ἕναν ὁλόκληρον ἀσκητικὸν συνοικισμόν. Τὸ 1957 ἡ Σκήτη ἀριθμεῖ 70 μοναχοὺς μὲ 38 Καλύβες συνολικά.

Λεπτομερέστερη ὅμως εἰκόνα τῆς Σκήτης μὲ τὶς δύο πλαγιές της, τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτική, ὅπως τὶς διαχωρίζει ὁ χείμαῤῥος ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, σχηματίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκόλουθον περιγραφὴν τοῦ ἔτους 1964· «Ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς πλαγιᾶς καὶ ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω -γράφει ὁ Καυσοκαλυβίτης ἱερομόναχος μακαριστὸς Ἀντώνιος Μουστάκας- κεῖνται οἱ Καλύβες·

1) Τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν. 2) Τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. 3) Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 4) Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. 5) Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. 6) Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. 7) Τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. 8) Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. 9) Τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. 10) Τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. 11) Τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ. 12) Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 13) Τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου. 14) Τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου. 15) Τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων. 16) Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Ὁσίου Ἀκακίου). 17) Τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου. 18) Τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη. 19) Τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. 20) Τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. 21) Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς· καὶ τρεῖς Καλύβες ἄνευ Ναῶν.

Ἐπὶ δὲ τῆς δυτικῆς πλαγιᾶς (πάλιν ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω) κεῖνται οἱ Καλύβες·

1) Τῶν Ἁγίων Πάντων. 2) Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. 3) Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. 4) Τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. 5) Τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. 6) Τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. 7) Τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου. 8) Τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 9) Τῆς Ἁγίας Ἄννης. 10) Τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. 11) Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. 12) Τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων. 13) Τοῦ Τιμίου Προδρόμου· καὶ δύο Καλύβες ἄνευ Ναῶν. Ἑκατέρωθεν τῆς Σκήτης περὶ τὴν μίαν ὥραν περίπου κεῖνται τὰ Ἡσυχαστήρια τῶν Ὁσίων Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ Νείλου τοῦ Μυροβλύτου· ἄνωθεν αὐτῆς τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου· καὶ ἐν τῇ Νησῖδι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου» (Ἀντωνίου Μουστάκα· «Ἡ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων», Ἅγιον Ὄρος 1964, σελ. 17-18).

Σήμερα στὰ Καυσοκαλύβια ἀσκοῦνται 35 μοναχοὶ καὶ ὑπάρχουν 25 Καλύβες (σπίτια), 25 Ἐκκλησίες καὶ 4-5 κενὲς Καλύβες (χωρὶς μοναχοὺς).

Ἀνέκαθεν ἡ περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων προσείλκυεν πλῆθος ἐπισκεπτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ πολλοὺς λογίους καὶ θαυμαστὰς τῆς Σκήτης. Ἰδοὺ τί ἐσημείωσε μεταξὺ ἄλλων κατὰ τὸ πρόσφατον παρελθὸν ἐπισκέπτης τῆς Σκήτης, ἐγκωμιάζων αὐτήν· «Ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ ἔξω τοῦ κόσμου· ἐν τῷ Ἄθῳ, καὶ ὑπὸ τὸν Ἄθω, εἰς τοὺς τραχεῖς αὐτοῦ πόδας, τοὺς ὁποίους ἡ μαινομένη θάλασσα ἀποῤῥαπίζει ἀφρίζουσα, ὑψοῦται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολις, ἔνθα τὸ μέγα πάνθεον τῶν ἀζύγων, ἡ Ἱερὰ τῶν Καυσοκαλυβίων Σκήτη. Ἐρημική, βασίλισσα, ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ὑπομονῆς τοὺς πόδας ἀπαρασαλεύτως στήσασα, καὶ τὸ στέμμα αὐτῆς διὰ ἱερῶν λίθων, τῶν κύκλῳ αὐτῆς Καλυβῶν, περιηνθισμένον ἐπιδεικνύουσα, βασιλεύει τῆς ἐρήμου μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν, ζῶσα ἀγνοουμένη, ξένη ἐν τῇ ζωῇ, θαυμαστὴ ἐν τῇ ταπεινώσει, πλατυνομένη ἐν ταῖς θεωρίαις, στενουμένη ἐν τῷ ἀσκητισμῷ. Ἐπὶ τῆς πέτρας καθημένη, καὶ τοὺς πύργους τῆς ψυχῆς αὐτῆς ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς πίστεως ἑδράσασα, ἀνυψοῦται τοῖς πτεροῖς τῆς σωφροσύνης, κοιμήσασα τὰ πάθη καὶ τὴν ψυχικὴν λαμπάδα συντηροῦσα ἀνύστακτον· τὰ περικύκλῳ αὐτῆς θάλασσα καὶ φάραγγες καὶ κρημνοὶ καὶ βράχοι. Βράχοι αἰώνιοι βωβοὶ καὶ γαλήνιοι... Καλύβαι τεσσαράκοντα κυκλοῦσι τὴν Σκήτην ὡς στέφανος χρυσοῦς διάλιθος, ἄλλην ἄλλαι ἐκπέμπουσαι ἀστραπὴν φωτὸς καταστράπτοντος τὴν ἔρημον... Καὶ ἰδοὺ σήμερον ἐκ τῆς ἐρημικῆς ταύτης ἐσχατιᾶς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκ τῶν ἀποκρήμνων χαραδρῶν καὶ σπηλαίων ἀναπηδᾶ πηγὴ ζωῆς ἀθανάτου νάματος, τὴν δίψαν καταστέλλουσα» (Ἀντ. Μουστάκα, ὅπως ἀνωτ. σελ. 24).

8. Τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Ὁσίου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια

Ὁμαλὴ καὶ ἀπρόσκοπτη θὰ ἦταν ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἡ πρόοδος τῆς Σκήτης, ἂν ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες οἱ μοναχοὶ δὲν ἀντιμετώπιζαν σοβαρὰ προβλήματα ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν τοῦ νεροῦ. Τὸ ζήτημα τῆς λειψυδρίας ἀπασχολοῦσε σοβαρὰ τὸν Ὅσιον καὶ ὅλους τοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑδρεύωνται ἀπὸ δεξαμενές, μέσα στὶς ὁποῖες συγκέντρωναν τὸ νερὸ τῆς βροχῆς. Τέτοιες δεξαμενὲς σώζονται μέχρι σήμερα στὶς περισσότερες Καλύβες. Ἀπὸ τὴν λειψυδρίαν πολλοὶ ἀσκηταὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν εἰς ἄλλα μέρη.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔτυχε νὰ ἐπισκεφθῆ τὴ Σκήτη γιὰ νὰ ἡσυχάση, ἕνας τεχνίτης (κτίστης καὶ ὑδραυλικὸς) ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Τιμόθεος. Ὁ Ἀκάκιος τὸν ὑποδέχθηκε ὡς πραγματικὸν ἀπεσταλμένον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν ἀπηύθυνε θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν γιὰ τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ ἀνάγκη. Ἀμέσως θεία ὀπτασία ἀποκαλύπτει εἰς τὸν Ὅσιον ὡρισμένην τοποθεσίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ ἀναζητήση νερό. Χωρὶς καθυστέρησιν κατευθύνεται πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν εἰδικὸν καὶ ἔμπειρον τεχνίτην. Ἐκεῖ ἐπικαλεῖται καὶ πάλιν τὸ πανύμνητον ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπευθυνόμενος εἰς τὸν συνοδόν του εἶπε· Τιμόθεε, ἐδῶ σκάψον καὶ θέλεις εὕρει νερόν, τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ καὶ χάριτι.

Ὁ Τιμόθεος ἔκπληκτος πρέπει νὰ ἄκουσε τὴν προσταγήν, διότι τὸ ἔδαφος μπροστὰ του δὲν ἦταν παρὰ ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ πέτρες καὶ ὡς εἰδικός, δικαιολογημένα θὰ εἶχε τὶς ἀντιῤῥήσεις του. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τοῦ Ἀκακίου δὲν ἄφηνε περιθώρια γιὰ συζήτησιν καὶ καθυστέρησιν. Ὑπάκουσε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ σκάπτη συστηματικά, ἀνοίγοντας κτιστὸν μικρὸν λάκκον (λαγούμι). Ἀλλὰ φθόνῳ καὶ ἐπηρείᾳ τοῦ διαβόλου ἔπεσε τὸ λαγούμι, καὶ κτίσας ὁ Τιμόθεος τρεῖς καὶ τέσσερεις φορὲς τὸ λαγούμι, μόλις μὲ τὰς εὐχὰς τοῦ ἁγίου Γέροντος ἐστερέωσε· διότι εἶδε νοερῶς ὁ Ὅσιος τὸν δαίμονα, ὁποὺ ἔκαμνεν ἐμπόδια καὶ τέχνας, διὰ νὰ δυσκολεύση τὸ νερόν· καὶ πηγαίνει ἐκεῖ τὸ ταχὺ καὶ εὑρῆκε τὸν Τιμόθεον καὶ ὅλους τοὺς συνεργάτας του, καὶ ἦταν κατακείμενοι εἰς τὴν γῆν, ὡσὰν παράλυτοι, καὶ νὰ κινηθοῦν δὲν ἠμποροῦσαν. Κάμνει προσευχὴν ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐδίωξε τὸν πειράζοντα.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσε. Καὶ ἰδοὺ τὸ θαῦμα! Ὕδωρ διειδέστατον, ὑγιέστατον καὶ ψυχρότατον ἀναβλύζει ἀπὸ τρεῖς πηγάς... ὁποὺ μέσα εἰς τὸ Ὄρος δὲν εὑρίσκεται καλύτερον...».

Τὸ νερὸ ἦταν τόσο, ὥστε νὰ ἐπαρκῆ γιὰ τὶς ἀνάγκες ὅλων τῶν Καλυβῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξασφαλίζη μέχρι σήμερα τὴ λειτουργία νερομύλου ποὺ τόσο ἀπαραίτητος εἶναι στὴ Σκήτη.

Ἀργότερα ἔγινε βαθειὰ ἐκσκαφὴ μέσα στὸ βουνό, κατασκευάσθηκε ὑδραγωγεῖον καὶ μεταφέρθηκε τὸ νερὸ ὣς τὸ μύλο, ἀπ’ ὅπου διανεμήθηκε ἄφθονο σὲ ὅλες τὶς Καλύβες. Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐργασίες εἶχαν διαθέσει ἀργότερα χρήματα ὁ Προηγούμενος καὶ πρώην Μητροπολίτης Ἄρτης Νεόφυτος, ὁ πρώην Μητροπολίτης Λήμνου Ἰωαννίκιος, πολλοὶ εὐλαβεῖς ἀδελφοὶ καὶ πρὸ παντὸς ὁ Προηγούμενος τῆς Λαύρας Νεόφυτος. Ἡ «τριγωνικὴ» αὐτὴ πηγὴ μὲ τὸ ἄφθονο νερό, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ κυριώτερο στήριγμα τῆς Σκήτης, διατηρεῖται μέχρι σήμερα σὲ βαθειὰ λιθόκτιστη σήραγγα μὲ τὴν προσωνυμία «Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου».

Ἀργότερα ὅταν κτίσθηκε τὸ Κυριακὸν τῆς σημερινῆς Σκήτης, οἱ Πατέρες ἀπὸ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Πανάγαθον Θεὸν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀνευρέσεως τοῦ νεροῦ, γιὰ τὴν πλούσια αὐτὴ δωρεά, ἀφιέρωσαν τὸν Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος.

Ἡ ἁγιορείτικη παράδοσις ἀναφέρει ὅτι τὸ νερὸ ποὺ ἀρχικὰ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὶς τρεῖς πηγές, ἦταν πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι περιγράφεται. Τόσο πολὺ μάλιστα, ὥστε ἡ Παναγία περιώρισε τὴν ποσότητα τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ Πατέρες στὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ ἀναπάντεχου αὐτοῦ πλούτου, μὲ τὴν ἄρδευσιν καὶ καλλιέργειαν τῆς ἄγονης μέχρι τότε γῆς, καὶ παραμελήσουν τὰ πνευματικά τους καθήκοντα.

9. Ἄλλα θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου

α) Προλαμβάνονται διαμάχες

Μεταξὺ τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος ποὺ ἔζησαν ἀσκητικὰ στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, ἦταν καὶ ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρον τῆς Κυνουρίας. Οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης λέγουν ὅτι τὸ μύρον ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Νείλου, ἔφθανε ὣς τὴ θάλασσα, ποὺ ἀπέχει διακόσια καὶ πλέον μέτρα ἀπὸ τὸ Σπήλαιόν του. Στὸ μέρος ἐκεῖνο ἔφταναν οἱ καραβοκύρηδες μὲ τὰ καΐκια τους, ἔπαιρναν τὸ μύρον καὶ τὸ πωλοῦσαν στοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς μάλωναν καὶ δέρνονταν ἄσχημα γιὰ τὸ ποιός θὰ πάρη περισσότερο.

Ἐπειδὴ οἱ φιλονικίες κατέληγαν καὶ σὲ ἐγκλήματα, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Σκήτη καὶ πῆγε στὸ Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Νείλου, ὅπου ἦταν καὶ ὁ τάφος του. Ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσκύνησε μὲ πόνο στὴν καρδιὰ εἶπε·

«Ὅσιε Πάτερ καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ Νεῖλε, ἐσὺ ὅλη σου τὴ ζωὴ τὴν πέρασες μὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ πόνους, ποὺ ἐσὺ καὶ ὁ Θεὸς μόνον γνωρίζει· πέρασες στερήσεις καὶ κακουχίες· δὲν ἀγάπησες ποτὲ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων· ἀγαποῦσες τὴν ἡσυχία· ἤσουν ταπεινὸς καὶ εἰρηνικός· καὶ τώρα μὲ τὸ ἅγιον μύρον, ποὺ σοῦ χάρισε ὁ Θεός, δὲν βλέπεις πόσες φιλονικίες, σκάνδαλα καὶ φονικὰ ἀκόμη γίνονται στοὺς ἀνθρώπους; Σὲ παρακαλῶ, Ὅσιε ἀδελφέ, παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ σταματήση ἡ δωρεὰ αὐτή, γιὰ νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα».

Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη σταμάτησε ἡ ῥοὴ τοῦ μύρου, ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῆς ῥοῆς του ἀπὸ τὰ βράχια ὣς τὴ θάλασσα, διακρίνονται μέχρι σήμερα (Ἀπὸ τὸ βιβλίον «Γεροντικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Μοναχοῦ Ἀνδρέου - Χαραλάμπους Θεοφιλοπούλου, σελ. 167, ἔκδοσις Β´ 1980).

β) Νεαρὸς θεραπεύεται ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος χρησιμοποιοῦσε εἰς τὸ Σπήλαιόν του ὡς προσκέφαλον ἕνα ξύλον, ὡς εἶδος σκαμνίου. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένον ξύλον ὁ ἐνάρετος μοναχὸς Μιχαήλ, ἀπὸ τὴ Σύμη τῆς Δωδεκανήσου, ποὺ εἶχε ἀσκητεύσει εἰς τὰ Καυσοκαλύβια πολλὰ χρόνια, ἀπέκοψε ἕνα τεμάχιον καὶ τὸ πῆρε μαζί του στὴν Ἀθήνα, κατὰ τὴν ἐπίσκεψίν του σὲ μιὰ πολὺ εὐσεβῆ χριστιανὴ οἰκοδέσποινα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς ἔπασχεν ἀπὸ κεφαλαλγίαν. Ὁ πατὴρ Μιχαὴλ ἔβαλε τὸ ξύλον αὐτὸ μέσα εἰς ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ ἔδωσε εἰς τὸ ἄῤῥωστο παιδὶ νὰ πιῆ. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ παιδὶ ἤπιε, ἀπαλλάχτηκε ἀμέσως ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν καὶ ἐθεραπεύθη τελείως (Ἀπὸ τὸ βιβλίον «Τὸ Ἅγιον Ὄρος - Ἄθως» Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Μουστάκα, σελ. 15, Ἀθῆναι 1957).

γ) Μακροχρόνια ἀῤῥώστια θεραπεύεται

Ὁ κύριος Γ.Κ. ἀπὸ τὴν Κόρινθον μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γέροντα τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου γράφει·

Ἐν Κορίνθῳ τῇ 31ῃ (18) Ἰανουαρίου 1981

Σεβαστὲ Γέροντα,

Εὔχομαι ἡ ἐπιστολή μου νὰ σᾶς εὕρη μὲ ὑγεία, χαρὰ καὶ εἰρήνη Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας ἔχω ἔρθει δέκα ὀκτὼ φορὲς καὶ δύο φορὲς στὸ κελλὶ σας, τὴν τελευταία φορὰ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1980, ὁπότε καὶ παρεκάλεσα τὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἔταξα τρεῖς λαμπάδες, γιὰ νὰ κάνη καλὰ τὴ σύζυγό μου Ἑλένη, ποὺ ὑποφέρει εἴκοσι χρόνια ἀπὸ φρικτοὺς πονοκεφάλους (ἡμικρανίες) καὶ τελευταῖα εἶχε φθάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου μὲ λιποθυμίες, καρδιακὲς κρίσεις κ.λπ. ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς πονοκεφάλους καὶ τὴν κατάχρησιν παυσίπονων φαρμάκων. Δόξα τῷ Θεῷ, εὐδόκησε ὁ Κύριος διὰ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καὶ ἀπὸ τὸν περασμένο Νοέμβριο 1980 ἔγινε καλά. Ἔφυγαν οἱ φρικτοὶ πόνοι μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια.

Ἐσωκλείστως σᾶς στέλνω πεντακόσιες δραχμὲς γιὰ τρεῖς λαμπάδες καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ τὶς ἀνάψετε ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.

Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας,
Γ.Κ., Κύπρου 8 – Κόρινθος

(«Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης», Γεωργίου Μηλίτση, διδασκάλου, Τρίκαλα 1986, σελ. 47).

10. Ἐξέχοντα πρόσωπα ἐπισκέπτες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου

Μεταξὺ τῶν προσωπικοτήτων ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸν ὅσιον Ἀκάκιον εἰς τὸ Σπήλαιὸν του συγκαταλέγονται καὶ οἱ ἑξῆς·

α) Ὁ σοφώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1731), ὁ ἐπιφανέστερος λόγιος τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπισκεφθῆ τὸ Ἅγιον Ὄρος, πραγματοποιώντας προσκυνηματικὴ περιοδεία εἰς τὰ μοναστήρια. Μὲ τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν εἶχε γράψει καὶ τὸν κατάλογον τῶν σπουδαιοτέρων χειρογράφων τῶν μοναστηριῶν, τὰ ὁποῖα ἐδημοσιεύθησαν ὑπὸ τοῦ Κ. Σάθα εἰς τὴν «Μεσαιωνικὴν Βιβλιοθήκην» του, Α´ τόμος, σελ. 273-284. Πολλὰ ἀπὸ τὰ χειρόγραφα αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν σήμερα.

Δὲν εἶχε τελειώσει τὴν περιοδείαν του ὁ Πατριάρχης, ὅταν ἡ φήμη τοῦ Ἀκακίου τὸν ὡδήγησε εἰς τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἐπισκέφθηκε λοιπὸν τὸν Ἀκάκιον εἰς τὸ Σπήλαιόν του, γιὰ νὰ τὸν γνωρίση ἀπὸ κοντά. «Ἔφθασε μάλιστα ἐκεῖ μὲ πολλὴν προθυμίαν καὶ ἀνταμώσας αὐτὸν καὶ πολλὰ ἀπόῤῥητα ἐρωτήσας ἐθαύμασε τὴν ὑψηλήν του διάκρισιν καὶ τὴν θαυμαστὴν καὶ ἁγίαν του πολιτείαν· καὶ εὐφρανθεὶς ἐκ τῶν καλῶν λόγων του, ἐκήρυττε πανταχοῦ λέγων· «Εἶδον ἄλλον Προφήτην Ἠλίαν καὶ Βαπτιστὴν Ἰωάννην, εἶδον περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἤκουον». Ἐδόξαζε δὲ τὸν Θεόν, ὅτι εἰς τοιούτους καιροὺς εὑρίσκεται τοιοῦτος ἄνθρωπος πεπροικισμένος διὰ τόσων λαμπρῶν ἀρετῶν».

Ἡ γνώμη αὐτὴ τοῦ συνετοῦ ἱεράρχου δὲν εἶναι ὑπερβολική. Τὸ διαπιστώνει κανείς, ἂν μελετήση μετὰ προσοχῆς τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.

β) Ὁ γνωστὸς Ῥῶσσος συγγραφεὺς τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Βασίλειος Βάρσκιϊ (Βάρσκης). Αὐτὸς ἐπισκέφθηκε στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1725 τὸν Ἀκάκιον εἰς τὸ σπήλαιὸν του καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψιν αὐτὴν ἔγραψε·

«Ἐπεσκέφθην ἕνα Γέροντα, πρῶτον μεταξὺ τῶν Πατέρων τῆς Σκήτης, καὶ διενυκτέρευσα παρ᾿ αὐτῷ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος, ὅστις τιμᾶται ὑπὸ τῶν ἐν Ἄθῳ διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ εἶναι πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀσκητευόντων, καὶ ἤκουσα ὅτι ἔχει χάρισμα προορατικόν. Ἐκάθητο τότε, εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ ἁγίου Μαξίμου» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 67).

γ) Ἄλλη ἐπίσκεψις πραγματοποιήθηκε εἰς τὸ Σπήλαιον ἀπὸ δυσπιστοῦντα λόγιον τῆς ἐποχῆς, τὸν Θεοδώρητον, ὁ ὁποῖος «ἀμφιβάλλων εἰς τὰ παρὰ πολλῶν περὶ Ἀκακίου λεγόμενα, ἴσως καὶ περὶ τῶν πάλαι Ὁσίων ἱστορούμενα, διότι πολλοὺς χρόνους εἰς τὰς ἐν Εὐρώπῃ Ἀκαδημίας διέτριψεν, αἵτινες ἀπιστοῦσιν εἰς τὰ τῶν Ἁγίων ἱστορούμενα θαύματα, ἦλθεν ἐξεπίτηδες ἰδεῖν ἂν τὰ περὶ Ἀκακίου ἀληθεύωσιν, καὶ μείνας παρὰ τῷ Ὁσίῳ, καὶ διὰ πείρας γνοὺς τὴν ἀλήθειαν ὑπέστρεψε κήρυξ μεγαλόφωνος... Ἠρώτα αὐτὸν ὡς Προφήτην περὶ πολλῶν, διότι ἔβλεπεν ὁ Ὅσιος τὰ ἔσω ἑκάστου ἀπόκρυφα διανοήματα, καὶ μέλλοντα γενέσθαι, ὡς παρόντα» (Τοῦ ἰδίου, Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 80).

Ὁ ἴδιος λόγιος εἰς ἄλλο σημεῖον ἀναφέρει· «Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ καὶ ἡ θεόθεν δοθεῖσα χάρις τοῦ προγνωστικοῦ εἵλκυσε πολλούς, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ Ὄρους ὠφελείας χάριν ἀλλὰ καὶ μακρόθεν... Οὗτος ἔδειξε τὴν κεκρυμμένην πηγὴν τοῦ ὕδατος καὶ τὴν ἑπομένην τῆς Σκήτης κατάστασιν» (Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 76).

δ) Δύο ἀκόμη Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ἐξεχόντων ἐπισκεπτῶν τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν κοίμησίν του·

1) Ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια καὶ προτίμησιν πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτης. Ὁ ἴδιος ποικιλοτρόπως ἐξεδήλωσε τὸ ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον του διὰ τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων.

2) Ὁ Πατριάρχης καὶ Ἐθνομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε´, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς δεκαετοῦς παραμονῆς του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων περιοχῶν, ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ προσκυνοῦσε εἰς τὸ ἡσυχαστήριον καὶ εἰς τὸ Σπήλαιον τοῦ ἁγίου Ἀκακίου.

11. Ὁσιομάρτυρες ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου

Ἡ ζωὴ καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Ὁσιομαρτύρων στὴν Τουρκοκρατούμενη Πατρίδα μας καλύπτουν μιὰ περίοδο τεσσάρων αἰώνων (1453-1821). Μὲ τὴ θυσία καὶ τὸ αἷμα των οἱ Ὁσιομάρτυρες ἐστερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἀνεδείχθησαν παραδείγματα ὑπομονῆς καὶ καρτερίας διὰ τοὺς ὑποδούλους ἀδελφούς των, οἱ ὁποῖοι ἐστέναζον κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῶν τυράννων. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ τρεῖς ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου· Ῥωμανός, Νικόδημος καὶ Παχώμιος. Εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστιν των ἐνώπιον τῶν τυράννων καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμον τοῦ φοβεροῦ μαρτυρίου. Πρὸς τοῦτο ἐπισκέφθηκαν τόπους ἱερούς, ἔζησαν σὲ μοναστήρια καὶ Σκῆτες καὶ ἀσκήθηκαν κοντὰ σὲ μοναχοὺς καὶ σεβαστοὺς Πατέρας. Κατὰ τὸ τελευταῖον ὅμως καὶ κρισιμώτερον στάδιον τῆς «δοκιμασίας» των ἔπρεπε νὰ καταφύγουν εἰς τὸν «ἀλείπτην μαρτύρων», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὸν εἰδικὸν καὶ τὸν πλέον ἔμπειρον πνευματικὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πλησίον του ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ τελικὴ φάσις τῆς προετοιμασίας.

Στὴν περίπτωσιν τῶν τριῶν Ὁσιομαρτύρων ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὑπῆρξε ὁ πλέον κατάλληλος καὶ ἐνδεδειγμένος. Τὸν ἀνεζήτησαν εἰς τὰ Καυσοκαλύβια, ἀλλὰ καθένας εἰς διαφορετικὸν χρόνον. Ἐμαθήτευσαν πλησίον του καὶ ἀσκήθηκαν ὑπομονητικὰ μαζί του. Καὶ ἐκεῖνος μὲ τὴν πεῖρα του, τὴν καθοδήγησιν καὶ τὶς συμβουλές του ἔγινε ὁ καλύτερος συμπαραστάτης καὶ βοηθός των.

«Ὁ λόγος αὐτοῦ ἦτο μὲν ἁπλοῦς, ἀλλ᾿ ἅλατι ἠρτυμένος· ἁπλοῦς τῇ φράσει, ἀλλὰ μεστὸς τῇ διανοίᾳ, χαριτωμένος καὶ μελισταγής, πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως. Συνήρπαζεν, ὅταν ὡμίλει ὁ Ὅσιος, καὶ ἐνεθουσίαζε ἐνσταλάζων εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀκούοντος τὴν δύναμιν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως...» (Εὐλογίου Κουρίλα - Λαυριώτου, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, σελ. 83).

Πλησίον τοῦ Ἀκακίου ὁ Ῥωμανὸς παρέμεινε «χρόνον ἱκανόν», ὁ Νικόδημος μικρὸν χρονικὸν διάστημα καὶ ὁ Παχώμιος ἕξι χρόνια. Ἀπὸ τὴν ἄποψιν αὐτὴ οἱ δύο θεωροῦνται Καυσοκαλυβῖται, ἀλλὰ καὶ ὁ Νικόδημος ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια ἔφυγε διὰ τὸ μαρτύριον. Πλησίον τοῦ Ἀκακίου ἔζησαν τὴ συγκλονιστικώτερη περίοδο τῆς ζωῆς των· μὲ τὶς εὐχὲς δὲ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ ἰδίου ἀνεχώρησαν καθένας διὰ τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ μαρτυρήση. Εἶχαν συνδεθῆ τόσον στενὰ μὲ τὸ πρόσωπόν του, ὥστε ὁ βίος των νὰ ἀποτελῆ τμῆμα ἀναπόσπαστον τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου. Ἔπειτα, οἱ ἴδιοι ὡς μαθηταὶ καὶ ὑποτακτικοί του, ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἀκτινοβολούσης ἁγιότητος τοῦ διδασκάλου των, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τῆς Γραφῆς· «ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκ. στ´ 44).

α) Ὁ ὁσιομάρτυς Ῥωμανὸς

Ὁ βίος τοῦ ὁσιομάρτυρος Ῥωμανοῦ ἐγράφη ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶν τὸν Καυσοκαλυβίτην, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Ἰωνᾶς ὁμολογεῖ, καθὼς ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα ἤκουσα τοῦ Πατρός μου καὶ Γέροντος νὰ μοῦ διηγῆται ἕνα πρὸς ἕνα τοῦ μάρτυρος τὰ ἀγωνίσματα.

Ὁ Ῥωμανὸς γεννήθηκε στὸ Καρπενῆσι. Οἱ γονεῖς του ἦταν πτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Δὲν κατώρθωσαν νὰ μορφώσουν τὸν Ῥωμανὸν καὶ τὸν ἔκαμαν βοσκὸν στὰ πρόβατά τους. Φρόντισαν ὅμως καὶ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀνατροφή.

Ὅταν ἐνηλικιώθηκε πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀπὸ κεῖ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ Μυτιλήνη. Ἐπισκέφθηκε ἀκόμη τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σάββα ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἐκεῖ ἔμαθε γιὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων, γιὰ τὰ βάσανα, τὶς θλίψεις καὶ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέμεναν γιὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ μὲ τὰ ὁποῖα βραβεύονται στὴ μέλλουσα ζωή. Αὐτὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ἄρχισε νὰ ὀνειρεύεται καὶ ἐκεῖνος καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐξασφαλίση, ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τὸν μαρτυρικὸν θάνατον.

Μὲ τὸν πόθο καὶ τὴ λαχτάρα τοῦ μαρτυρίου ἐπέστρεψε στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ Χίο καὶ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐκήρυττε εἰς τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τοῦ πασᾶ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν μόνην ἀληθινὴν καὶ τὸν Χριστὸν ὡς τὸν ποιητὴν τοῦ παντὸς καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Τὴν δὲ πίστιν τῶν Ἀγαρηνῶν ματαίαν καὶ τὸν Προφήτην τους, ψεύτην, ἀπατεῶνα καὶ κατοικητήριον τοῦ διαβόλου.

Συνελήφθη τότε ἀπὸ τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν ἀρκετά, πῆραν τὴν ἀπόφασιν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

Ἕνας πλοίαρχος Ἕλληνας ποὺ παρευρέθηκε στὰ βασανιστήρια, παρεκάλεσε τοὺς Τούρκους νὰ παραδώσουν εἰς αὐτὸν τὸν Ῥωμανὸν γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιήση ὡς κωπηλάτην εἰς τὸ πλοῖον του, ἰσχυριζόμενος ὅτι, «ἡ διὰ τοῦ βίου κωπηλασία εἶναι τὸ χειρότερον μαρτύριον» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 84). Οἱ Τοῦρκοι ἐπείσθησαν καὶ ἀφοῦ ἔλαβον ἕνα σημαντικὸν ποσὸν χρημάτων, παρέδωσαν τὸν Ῥωμανὸν εἰς τὸν πλοίαρχον. Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ῥωμανὸς καταφεύγει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀναζητεῖ τὸν Ἀκάκιον στὰ Καυσοκαλύβια καὶ παραμένει ἐκεῖ ἀρκετὸν χρόνον ὡς ὑποτακτικός του, ἀγωνιζόμενοι ὁμοῦ ὑπερανθρώπως ὡς ἄσαρκοι.

Ὁ ζῆλος του ὅμως πρὸς τὸ μαρτύριον δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάση καὶ ἐφέρετο ὡσὰν ξένος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ὅλον τὸ μαρτύριον ἐφαντάζετο νύκτα καὶ ἡμέραν.

Ἀπεφάσισαν λοιπὸν μὲ τὸν Ἀκάκιον, νὰ νηστεύσουν πολλὲς ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἀποκαλύψη τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου. Πράγματι, ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτούς, πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ καὶ ὅτι ὁ Ῥωμανὸς θέλει τελειώσει καλῶς τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριον.

Τότε μεταξὺ Ῥωμανοῦ καὶ Ἀκακίου ἔγινε συμφωνία μὲ τὸν ἑξῆς ὅρον· Ὅταν ὁ Ῥωμανὸς δεχθῆ τὸ μαρτύριον, νὰ πρεσβεύη εἰς τὸν Θεὸν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Γέροντος. Καὶ ὁ Ἀκάκιος πάλιν νὰ παρακαλῆ ἀκατάπαυστα τὸν Θεὸν διὰ τὸν Ῥωμανόν, ἕως ὅτου τελειώσει καλῶς τὸν ἀγῶνα καὶ ἀξιωθῆ τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου.

Συμφώνησαν ἀκόμη νὰ μείνη ὁ ὅσιος Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιόν του ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἔπειτα ἐδέξατο παρ᾿ αὐτοῦ τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν μοναχῶν τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ ἀποχαιρετώντας ὅλους τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτης ἀνεχώρησε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε εἰς τὸν Βεζύρην καὶ ἐκεῖνος τὸν παρέδωσε εἰς τοὺς βασανιστάς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθη σὲ πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε ἀγόγγυστα. Τέλος ἀπετμήθη τὴν ἁγίαν κεφαλὴν καὶ ἔλαβε χαίρων τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, τῇ δεκάτῃ ἐνάτῃ (19ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου κατὰ τὸ 1694 ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ὅμως τοῦ Ῥωμανοῦ, ἄγνωστον διὰ ποῖον λόγον, ὁ Ἀκάκιος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σπήλαιον καὶ πῆγε στὸ Κάθισμα4 τοῦ ὁσίου πατρὸς Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ τὴ Σκήτη. Ἐκεῖ κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς ἦλθε εἰς ἔκστασιν καὶ εἶδε τὸν ὁσιομάρτυρα Ῥωμανόν, λευκοφορεμένον καὶ περιβεβλημένον μὲ δόξαν θεϊκὴν καὶ τὸ πρόσωπόν του νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ λάμπη περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιον. Ὅμως, ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἰδῆ. Μὲ τὴν στάσιν του αὐτὴ ἔδειχνε σὰν νὰ τὸν κατηγοροῦσε, ἐπειδὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σπήλαιον παραβαίνοντας ἔτσι τὴ συμφωνία ποὺ εἶχαν κάμει.

Τότε ὁ Ἀκάκιος ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Ῥωμανὸν νὰ τὸν κοιτάξη μὲ πρόσωπο χαρούμενο καὶ νὰ τὸν συγχωρήση γιὰ τὸ σφάλμα ποὺ ἔκαμε. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἄκουσε καὶ ἔγινε ἄφαντος. Ὁ Ἀκάκιος ἐφοβήθηκε τὴν αὐστηρότητα τοῦ Ῥωμανοῦ, ἀλλὰ συνῆλθε ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ Σπήλαιον. Ἔγινε μάλιστα, πρὶν ἀποχωρισθοῦν, μεταξύ τους διάλογος, ὁ ὁποῖος κατὰ λέξιν ἔχει ὡς ἑξῆς· Ῥωμανός· «Ἐπίστρεψον εἰς τὸ σπήλαιον· πολλοὶ γὰρ διὰ σοῦ σωθήσονται· ἡμεῖς δ᾿ ἐσόμεθα κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν, ἀχώριστοι».

(Νὰ ἐπιστρέψης εἰς τὸ Σπήλαιόν σου· διότι ἀπὸ σένα πολλοὶ θὰ εὕρουν τὴν σωτηρίαν τους. Ἡμεῖς δὲ θὰ εἴμεθα ἀχώριστοι σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἐδώσαμε).

Ἀκάκιος· «Εἰ τῷ Κυρίῳ καὶ Σοὶ Ἅγιε οὕτως ἔδοξεν, ἐπιστρέφομαι, ἔσομαι δὲ ἀρωγὸς ἐπὶ πᾶσι καὶ πρέσβυς πρὸς Κύριον».

(Ἐὰν ὁ Κύριος καὶ Σὺ Ἅγιε, ἀποφασίσατε ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ πράξω, ἐπιστρέφω καὶ πάλιν εἰς τὸ Σπήλαιον. Θὰ εἶμαι δὲ βοηθὸς εἰς ὅλους καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Κύριον - Ἱερομονάχου Ἀντων. Μουστάκα, Ἡ ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, σελ. 49-50, Ἅγιον Ὄρος, 1964).

Ἀργότερα ὁ Ἀκάκιος εἶδε τὸν ὁσιομάρτυρα Ῥωμανὸν πολλὲς φορὲς καὶ -ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε- τὸν ἔβλεπε περιβεβλημένον μὲ τὴν ἴδια δόξα καὶ ὅτι στὶς δύσκολες ὧρες, στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, αὐτὸς τὸν παρηγοροῦσε πάντοτε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε μὲ λόγους «χαρωπούς».

β) Ὁ ὁσιομάρτυς Νικόδημος

Ὁ Νικόδημος κατήγετο ἀπὸ τὸ Ἐλβασὰν τῆς Ἀλβανίας. Τὸ κοσμικόν του ὄνομα ἦταν Δέδες ἢ Δάδας. Οἱ γονεῖς του καὶ ὁ ἴδιος ἦταν χριστιανοί. Παντρεύτηκε τέσσερις φορὲς καὶ γιὰ χάριν τῆς τέταρτης γυναίκας του ἀρνήθηκε τὴν πίστιν του. Ἔγινε τόσο ἀσεβής, ὥστε ἐξηνάγκασε καὶ τὰ παιδιά του νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Ἕνα ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιά του, μὲ τὴ βοήθεια μερικῶν χριστιανῶν, ἔφυγε κρυφὰ καὶ πῆγε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἀποστάτης πατέρας προσπαθοῦσε νὰ μάθῃ ποῦ πῆγε τὸ παιδί του, γιὰ νὰ τὸ ἐξαναγκάση καὶ αὐτὸ νὰ ἀλλάξη τὴν πίστιν του. Ὅταν ἔμαθε ὅτι βρίσκεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφυγε βιαστικὰ πολὺ θυμωμένος καὶ μὲ κακὸν σκοπόν, τόσον διὰ τὸν υἱόν του, ὅσον καὶ διὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ μοναστήρια.

Ἀλλὰ ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ Ὄρος, τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν υἱὸν του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν κάμη ἄπιστον, ἀσπάσθηκε καὶ πάλιν ὁ ἴδιος τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπισκέφθηκε τότε τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ὑποτάχθηκε εἰς τὸν Γέροντα Φιλόθεον καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ἡ μετάνοιά του ἦταν τόσο εἰλικρινὴς ὥστε, ἔκαμε τρεῖς χρόνους, καταθλίβων καὶ παιδεύων ἄσπλαχνα τὸν ἑαυτόν του, μὲ νηστεῖες, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ χαμαικοιτίες καὶ ὁλονυκτίους δεήσεις, μὲ πολλὲς γονυκλισίες καὶ μὲ παντοτεινὰ δάκρυα παρακαλώντας τὸν φιλεύσπλαχνον Θεὸν νὰ τοῦ συγχωρήση τὸ μέγα παράπτωμα τῆς ἀρνήσεως.

Ἀξιώθηκε μάλιστα νὰ ἰδῆ τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία τοῦ προσέφερε ποτήριον, τὸ ποτήριον τοῦ μαρτυρίου. Ἀπὸ τότε οἱ ἀγῶνες του ἔγιναν πιὸ σκληροί. Εἶδε μάλιστα καὶ μιὰ ὀπτασία, ὅτι βρισκόταν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἐθαύμαζε τὴν ὡραιότητα αὐτοῦ.

Ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἶχε ἀκούσει ὅτι ὅποιος ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν ἐνώπιον ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ, ἔπρεπε μετανοώντας νὰ ὁμολογήση καὶ πάλιν τὴν πίστιν του ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ φθάση εἰς τὸ μαρτύριον. Ἄκουσε ἀκόμη καὶ διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον καὶ σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν συμβουλευθῆ σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόφασὶν του, καὶ νὰ λάβη τὴν εὐχήν του. Χωρὶς νὰ χάση καιρὸ ζητᾶ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος Φιλοθέου καὶ σπεύδει στὰ Καυσοκαλύβια, διὰ νὰ συναντήση τὸν Ἀκάκιον. Μόλις ἀντίκρυσε τὸν Ὅσιον, ἔπεσε στὰ πόδια του «κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ὥραν πολλήν». Ὁ Ἀκάκιος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε ἐπάνω, τὸν ἐφώναξε στὸ ὄνομά του (χωρὶς κὰν νὰ τὸν γνωρίζη) καὶ ἄρχισε νὰ τὸν παρηγορῆ, μιλώντας τον γιὰ τὴ σωτηρία του.

Ἔπειτα, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀπομακρύνθηκε διὰ νὰ προσευχηθῆ λίγη ὥρα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὅσοι εὑρέθηκαν ἐκεῖ, εἶδαν ἕνα φῶς, ὡσὰν ἀστέρι νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἰς τὸν Ἀκάκιον καὶ νὰ λάμπη τὸ πρόσωπόν του, ὅπως ὁ ἥλιος. Ἐστράφηκε τότε πρὸς τὸν Νικόδημον καὶ τοῦ ἀπηύθυνε λόγον μυστικόν. Ἀμέσως, ἐξαφανίσθηκε ἡ λάμψις ἀπὸ τὸν Ὅσιον καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Νικοδήμου ἐπλημμύρισε ἀπὸ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ ζωηρὴ συγκίνησιν. Συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς θείας χάριτος καὶ ἀκούσθηκε μιὰ δυνατὴ καὶ διαπεραστικὴ κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Καὶ κατεβαίνοντας πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Σπήλαιον, ἔκλαυσε πικρῶς καὶ γοερῶς ὥραν πολλήν.

Ἐπιστρέφοντας ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀκάκιον τὴν ἄδειαν καὶ τὴν εὐχήν του νὰ βαδίση τὸν δρόμον ποὺ θὰ τὸν ὡδηγοῦσε εἰς τὸ μαρτύριον. Ὁ Ὅσιος τοῦ εὐχήθηκε καὶ τοῦ ἔδωσε στὰ χέρια του μίαν ῥάβδον λέγοντας· «Πήγαινε μὲ αὐτὴν τὴν ῥάβδον ἐμπρὸς εἰς τὸν πασᾶν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ θέλεις τελειώσει καλῶς τὸ μαρτύριον».

Ὁ Νικόδημος πῆρε τὴ ῥάβδο ὡσὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνισχυμένος ἀπὸ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος, ἔνιωσε νὰ φλογίζεται ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.

Ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀναχωρήση. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς πολλὲς νηστεῖες καὶ κακοπάθειες, ἐζήτησε τὴν ἄδεια νὰ φάη καὶ νὰ πιῆ, γιὰ νὰ ἀνθέξη στὴν πεζοπορία. Ὁ Ὅσιος ὅμως τοῦ εἶπε· «Ἀδελφέ, τώρα μάλιστα σοῦ χρειάζεται περισσότερη νηστεία, ὁποὺ θὰ ἀγωνισθῆς τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τελευταῖον ἀγῶνα· μόνον πήγαινε ὅσον δύνασαι, καὶ ὁ Δεσπότης μας ὁποὺ εἶπεν, 'όὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος', αὐτὸς θέλει σὲ δυναμώσει νὰ πηγαίνης τὴν στράταν σου χωρὶς κόπον».

Καὶ ὁ Νικόδημος ἀπήντησε· «Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δι᾿ εὐχῶν σου Πάτερ ἅγιε, νὰ κάμη τὸ ἔλεός σου εἰς ἐμέ, καὶ νὰ μὲ ἀξιώση τῆς καλῆς σου ὁμολογίας, πλὴν φοβοῦμαι τὸν πονηρὸν δαίμονα».

Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Τὸν Θεὸν νὰ φοβῆσαι καὶ ὄχι τὸν δαίμονα τὸν ἀδύνατον, ὁποὺ δὲν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ λόγου του. Ἔχε εἰς τὸν Χριστὸν ὅλον σου τὸ θάῤῥος, ὁ ὁποῖος θέλει σὲ δυναμώσει καὶ τὸν δαίμονα νὰ νικήσης, καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ νὰ μαρτυρήσης».

Ὁ Νικόδημος πλημμυρισμένος ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς πέφτει καὶ ἀσπάζεται τὰ πόδια τοῦ Γέροντος καὶ παίρνοντας τὴν ῥάβδον καὶ τὴν εὐχήν του ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγη. Ἀλλὰ πρὶν ἀναχωρήση διὰ τὸ μαρτύριον, παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς εἰς τὸν ἴδιον καὶ τοῦ ἐφανέρωσε ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσουν.

Σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ὁ ἐξωμότης ἔπρεπε νὰ πάη εἰς τὸν τόπον ὅπου ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸν καὶ νὰ ἀρνηθῆ πάλιν ἐκεῖ τὴν νέαν θρησκείαν ποὺ ἐδέχθη· νὰ ὁμολογήση τὴν πίστιν του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ νὰ χύση τὸ αἷμα του καὶ νὰ ἀποθάνη. Πεζοπορώντας ὁ Νικόδημος ἔφθασε στὴν πατρίδα του, στὸ Ἐλβασὰν τῆς Ἀλβανίας. Ἐκεῖ τὸν ἐγνώρισαν οἱ ἄπιστοι καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν πασᾶν, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ τὸν ἀνακρίνη. Ἀλλὰ ὅταν διεπίστωσε ὅτι ὁ Νικόδημος παραμένει σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, διέταξε καὶ τὸν ἔῤῥιψαν ἀπὸ τὸ σαράγι, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀρκετὸν ὕψος. Καὶ ὢ τῶν θαυμασίων Σου Χριστέ! ὡσὰν ἀετὸς κατέβαινε εἰς τὸν ἀέρα καὶ ὄρθιος ἐστάθη εἰς τὰ πόδια του.

Ἀμέσως ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ σαράγι καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλιν εἰς τὸν πασᾶν. Ἐκεῖνος, ὅταν τὸν εἶδε, ἐτρόμαξε καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἐλευθερώση, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸ πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν παρέδωσε εἰς αὐτούς.

Οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸν ἅρπαξαν σὰν θηρία, τὸν ἐβασάνισαν τρία ἡμερόνυκτα καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Στὸ δρόμο τὸν ἐγονάτιζαν καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ὥσπου ἔφθασαν στὸ μέρος ποὺ ὁ Κύριος τοῦ εἶχε φανερώσει. Ἐκεῖ ὁ Νικόδημος προσευχήθηκε, ἔκλινε τὴν ἁγίαν του κεφαλὴν καὶ ἐδέχθη τὸ μακάριον τέλος τὴν 11ην Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1722.

Οἱ χριστιανοὶ ἐξαγόρασαν ἀπὸ τὸν πασᾶν τὸ πάντιμον σῶμα τοῦ μάρτυρος καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ, εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, διατηρούμενον μέχρι σήμερα, ἰαμάτων πηγὰς ἀναπέμπον καὶ εὐωδίαν πολλὴν εἰς ἐκείνους ὁποὺ πλησιάζουν μὲ πίστιν.

γ) Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος

Ὁ Παχώμιος (τὸ κοσμικόν του ὄνομα ἦτο Προκόπιος) κατήγετο ἀπὸ τὴν Ῥωσσίαν. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ Παχώμιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τατάρους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπούλησαν σὲ κάποιον Τοῦρκον. Ἐκεῖνος τὸν πῆρε μαζί του στὸ Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἐκεῖ τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐργάζεται σκληρά, ἐνῶ συγχρόνως τὸν ἐβασάνιζε, γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν.

Εἴκοσι ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ὁ Παχώμιος ὑπηρέτησε μὲ προθυμία καὶ ἐμπιστοσύνη τὸν ἀφέντη του, ἀλλὰ μισοῦσε καὶ ἀποστρεφόταν τὴ θρησκεία του. Τελικά, κατώρθωσε νὰ φύγη κρυφὰ στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ κεῖ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κοντὰ στὰ Καυσοκαλύβια ἐγνώρισε τὸν ἐνάρετον καὶ σεβάσμιον ἱερομόναχον Ἰωσήφ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν δεχθῆ ὡς ὑποτακτικὸν του. Ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Πλησίον του ὁ Παχώμιος ἔμεινε δώδεκα χρόνια, συναγωνιζόμενος μὲ τὸν Γέροντά του τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ « μετοικίζει εἰς τὰ περιβόητα ἀσκητήρια τὰ λεγόμενα τοῦ Καυσοκαλυβίου, εἰς τὰ ὁποῖα καὶ ὁ μέγας τὴν ἀρετὴν Ἀκάκιος ἡσύχαζεν» (Ἱστορ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 87). Ἐκεῖ παρέμεινε ἕξι χρόνια, ἀσκητεύων καὶ ἐργαζόμενος μὲ πολλὴν ὑπομονὴν καὶ ταπείνωσιν. Ἡ καρδιά του ὅμως ἐφλέγετο ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ μαρτυρίου· γι’ αὐτὸ προετοιμαζόταν συνεχῶς καὶ ἀνυπομονοῦσε γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη. Τὸ ὄνειρό του τὸ ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Ἀκάκιον, ὁ ὁποῖος ἦταν γέρος καὶ ἀσθενής. Ὁ Παχώμιος μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἀκακίου ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ παλιοῦ ἀφεντικοῦ του.

Στὸ Οὐσάκι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀλλοπίστους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους συνελήφθη καὶ βασανίστηκε φρικτά, διὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν. Ὁ Παχώμιος περιφρονώντας τοὺς ἀντιχρίστους καὶ τὶς προτάσεις των, ὑπὲρ Χριστοῦ ὡμολόγησε καί... ὑπέστη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἀναλήψεως Μαΐου ζ´ τοῦ ἔτους 1730.

Τὸ ἱερόν του λείψανον φυλάσσεται εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν Πάτμον.

12. Διδαχαὶ καὶ παραινέσεις

Μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ εἶχε διαβάσει ὁ μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ἀκακίου Ἰωνᾶς, ἐπροξένησε εἰς αὐτὸν ἰδιαίτερη ἐντύπωσιν καὶ ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ ἕνα σύντομο, ἀλλὰ ἐνδιαφέρον διάλογον μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἀκακίου. Συγκεκριμένα ἐπεσήμανε τὸ σημεῖον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὅτι, ἂν ἴσως ὁ χριστιανὸς δὲν ἰδῆ τὸν Χριστόν, ἐδῶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἂς μὴν ἐλπίζη νὰ τὸν ἰδῆ οὔτε εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἑρμηνεύση καὶ νὰ ἀντιληφθῆ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὸν λόγον αὐτόν, ἔσπευσε νὰ ζητήση περισσότερες ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντὰ του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπήντησε· Ἀλήθεια εἶναι τέκνον μου καὶ μὴν ἀμφιβάλλης εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου. Ὅτι βέβαια ἂν ἴσως ὁ χριστιανὸς δὲν ἀποκτήση τὴν ὅρασιν τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὁποὺ νὰ βλέπη καθαρὰ τὸν Χριστὸν ἐδῶ, δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε ἐκεῖ νὰ τὸν ἰδῆ.

Ἰωνᾶς· Καὶ τὸν εἶδε καμμίαν φορὰν ἡ ἁγιωσύνη σου, Πάτερ;

Ἀκάκιος· Τὸν εἶδα τέκνον μου, ὄχι μίαν φοράν, ἀλλὰ πολλές.

Ἰωνᾶς· Καὶ τί σοῦ εἶπε, Πάτερ;

Ἀκάκιος· Μοῦ εἶπε, ἀκολούθει μοι· δηλαδή· Νὰ ἐκτελῆς, νὰ ἐφαρμόζης τὶς παραγγελίες μου. Ὅμως, ἐγὼ δὲν τὸν ἀκολούθησα.

Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἀκάκιος, ἐπλημμύρισαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα. Ἐγὼ δὲ πάλιν (ὁ Ἰωνᾶς) μὲ τὴν αὐθάδειά μου ἐρώτησα· Καὶ πῶς βλέπει ὁ ἄνθρωπος, Πάτερ, ἐδῶ τὸν Χριστόν; Ἔτσι μὲ τὰ σωματικά του μάτια ἢ νοερῶς;

Ἀκάκιος· Νοερῶς. Ὅμως νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ αὐτὸ τὸ χάρισμα, ὅταν ἔλθη εἰς τοιαύτας ἀποκαλύψεις, βλέπει τὰ νοερὰ ὡσὰν αἰσθητά, ἐπειδὴ καὶ ἡ αἴσθησις τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητος (ἀδρανὴς). Καὶ πρόσθεσε ὁ Ἀκάκιος· Ὅταν καὶ σὺ διαβάζης τοιούτους λόγους ὑψηλοὺς καὶ ἀμφιβάλλει ἡ καρδία σου, τότε εὐθὺς ἀγωνίσου νὰ ἀποκτήσης τίποτε ἢ νὰ κάμης ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ διαβάζης, ὅτι ἂν ἴσως κατὰ πρώτην καὶ δευτέραν φορὰν ἀμελήσης, ὕστερον πωρώνεται ἡ καρδία σου, καὶ θέλει σου φαίνονται τὰ τοιαῦτα ὑψηλὰ καὶ πνευματικὰ ὡσὰν μῦθοι καὶ τραγούδια, καὶ καλότυχος ἐκεῖνος ὁποὺ ἀγωνισθῆ ἔτσι, διότι θέλει ἀξιωθῆ μεγάλων χαρισμάτων.

«Ἡ θέσις τὴν ὁποίαν λαμβάνει ὁ Ἀκάκιος στὸ πρόβλημα, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δύναται ἢ ὄχι νὰ ἰδῆ τὸν Χριστὸν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ ἰδίου ὅτι εἶδε πολλάκις τὸν Χριστόν, ἀποκτᾶ θεολογικὴν σημασίαν καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ δώση ἀφορμὴν σὲ παρεξηγήσεις», παρατηρεῖ ὁ θεολόγος καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος. «Ἀλλὰ στὴν προκειμένη περίπτωσιν ὁ Ἀκάκιος δὲν καινοτομεῖ», σημειώνει ὁ κ. καθηγητής. «Συνεχίζει τὴν παράδοσιν τῶν μεγάλων Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι πάλιν εἶχαν διδασκάλους τοὺς Μυστικοὺς τοῦ 11ου αἰῶνος καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν εἰς τὴν Μυστικὴν ζωήν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινισθῆ ὅτι, ὁ Ἀκάκιος βλέπει τὸν Χριστὸν μὲ τὰ νοερὰ μάτια φωτιζόμενος ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν (τοῦ θείου φωτὸς). Βλέπει δέ, ὄχι τὴν θείαν οὐσίαν εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ὅπως καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου εἶδον Αὐτὸν εἰς τὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπως ὁ Συμεὼν ὁ Νέος θεολόγος ἔβλεπε τὸν Χριστὸν ὡς φῶς, τὸ ὁποῖον ἐπλημμύριζε τὸ κελλίον του καὶ τὸν ἴδιον ἐσωτερικῶς» (Θρησ. Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Α´, σ. 1174–1176). Ὡσὰν τὸ φῶς ἐκεῖνο ποὺ ἐσκέπασε τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ Ὄρος Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ ἐφώτισε τὸ καινὸν μνημεῖον καὶ ἐπεσκίασε τοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ φῶς ἀκόμη ποὺ ἐφώτισε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζῃ κάθε ταπεινὴ καὶ καθαρὴ ψυχή.

Ὁ Ἀκάκιος, ὅπως ἐτονίσθη, διεφύλαξε ἀνόθευτη τὴν παράδοσιν τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος, ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, Νήφωνος τοῦ ἐρημίτου καὶ Νείλου τοῦ μυροβλύτου. Ἰδιαιτέρως τοῦ μεγάλου θεολόγου καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὑπερμάχου τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς πνευματικῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ τῆς γενικωτέρας ἡσυχαστικῆς κινήσεως καὶ τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία συνδυάζει καὶ ἐναρμονίζει τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν μὲ τὰς ἀνθρωπιστικὰς τάσεις καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐκπροσωπεῖ. Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Ἀκάκιος ἀπὸ τοὺς κορυφαίους τοῦ 17ου αἰῶνος, δὲν παρέλειπε νὰ ἐκδηλώνη ἐνδιαφέρον καὶ διὰ τὰ προβλήματα τοῦ εὐρυτέρου κοινωνικοῦ συνόλου. Ἰδιαιτέρως ὅμως διὰ τὰ προβλήματα τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν του. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ βιογράφος του ὅταν σημειώνει· καὶ δὲν ἔλειπαν ποτὲ ξένοι (ἀπὸ τὸ σπήλαιόν του), οὔτε ἡμέραν, οὔτε νύκτα, καὶ ὁ καθένας ἔπαιρνε τὴν ὠφέλειάν του...

Δυστυχῶς δὲν ἔχομε κανένα στοιχεῖο ἀπὸ τὴν πολύτιμη θρησκευτικὴ πεῖρα ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ἀκάκιος κατὰ τὴν πολυετῆ ἀσκητική του ζωή. Δὲν ὑπάρχουν γραπτὰ κείμενα μὲ τὶς διδαχές του. Διεσώθησαν μονάχα ἐλάχιστες ὑποδείξεις καὶ παραινέσεις του πρὸς τοὺς συνασκητὰς ἀδελφούς του, ὅπως τὶς κατέγραψαν οἱ βιογράφοι του.

Σχετικὰ ἐπισημαίνεται ἡ περίπτωσις ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες διὰ νὰ τακτοποιήσουν ὡρισμένα ζητήματα εἰς τὴν Σκήτην, σκέφθηκαν νὰ τροποποιήσουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες νομοθετικὲς διατάξεις, ἐπειδὴ δὲν τὶς θεωροῦσαν ἱκανοποιητικές. Πρὶν ὅμως ἀποφασίσουν, ἐζήτησαν καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἀκακίου, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς ἀπέτρεψε, συμβουλεύοντας νὰ μὴν κάμουν καμμιὰ νομοθετικὴ ῥύθμισιν στὴ Σκήτη καὶ νὰ μὴν προτείνουν τροποποίησιν διατάξεων. Ἄλλωστε, οἱ πολλοὶ νόμοι καὶ οἱ πολλὲς διατάξεις εἶναι ἔνδειξις ἀδικίας. Ἀφοῦ «οἱ τέλειοι ἄνθρωποι ἐκ φύσεως καὶ ἀπὸ Θεοῦ φέρουν τὸν Νόμον γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (Πρὸς Ῥωμαίους β´ 15). Τοὺς εἶπε ἀκόμη ὅτι ἂν κάποιος προσπαθῆ νὰ διορθώση τοὺς ἄλλους, χωρὶς πρῶτα νὰ ἔχη τακτοποιήση τὸν ἑαυτόν του, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καὶ εἶτα καθᾶραι, σοφισθῆναι καὶ εἶτα σοφῖσαι, ἁγιασθῆναι καὶ εἶτα ἁγιάσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καὶ εἶτα προσαγαγεῖν ἄλλους», καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ἐξασφαλισμένη γαλήνια καὶ ἤρεμη τὴν συνείδησίν του, τότε εἶναι καταδικασμένος νὰ ἀποτύχη. «Σᾶς διαβεβαιώνω -ἔλεγε- καὶ μάρτυς μου ὁ Θεός, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀναλαμβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες, κινδυνεύει νὰ παρασυρθῆ καὶ νὰ ὑποπέση σὲ μεγάλους πειρασμούς, νὰ γίνη ἀκόμη παραβάτης θείας ἐντολῆς· τελικά, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ φύγη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ Σκήτη». Συνοψίζοντας κατέληξε· Λοιπόν, προσέχετε καὶ ἀγωνίζεσθε ὅσον ἠμπορεῖτε καὶ φυλάττετε τὰς παραγγελίας τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ περισσότερον μὴ ζητᾶτε.

Ἐπανελάμβανε μὲ ἄλλα λόγια τὴν παραγγελίαν τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητὴν του Τιμόθεον· «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες...» (Πρὸς Τιμόθεον Β´, κεφ. γ´ 14) καὶ τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου Θαλασσίου τοῦ Λίβυος· «Συντήρησον ἐντολὰς καὶ εὑρήσεις εἰρήνην καὶ τὸν Θεὸν ἀγαπήσεις καὶ γνώσεως ἐπιτεύξῃ».

Ἄλλοτε πάλιν ἐνθαῤῥύνοντας ὁ Ἀκάκιος καὶ προτρέποντας εἰς ὑπομονὴν τοὺς Πατέρας, ποὺ κατοικοῦσαν καὶ ἀσκήτευαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ἔλεγε· Ὑπομένετε ἐδῶ, ἀδελφοί, ὅτι ἔχομεν καὶ ἄλλους βοηθούς μας. Διότι ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἀσκήτευεν εἰς τούτους τοὺς τόπους (καὶ ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος), μίαν φορὰν εἰς ὥραν προσευχῆς ἦλθεν εἰς ἀποκάλυψιν καὶ εἶδεν τέσσερις Ἁγίους, ὁποὺ ἀσκήτευσαν εἰς τοὺς τόπους τούτους ἤτοι, Πέτρον, Μάξιμον, Νήφωνα καὶ Νεῖλον, ὁποὺ ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Χριστόν, διὰ νὰ τοὺς χαρίση (δηλαδὴ νὰ ἐλεήση) ἐκείνους ὁποὺ ὑπομένουν ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς των, ἐργαζόμενοι κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς τόπους ὅπου καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ἀσκήτευσαν. Καὶ τοὺς ἐδόθη τὸ χάρισμα ἐκεῖνο (εἰσακούσθηκε δηλαδὴ ἡ προσευχή των ἀπὸ τὸν Θεὸν).

Ὁ μακαριστὸς Ἀντώνιος Μουστάκας, ἱερομόναχος στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, μὲ ἐπιστολή του (14 Φεβρουαρίου 1969) πρὸς τὸν γράφοντα ἀναφέρει, ὅτι στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα ἐκεῖ παράδοσιν, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔλεγε συνήθως πρὸς τοὺς συνασκουμένους μὲ αὐτὸν Πατέρας· «Εἰ Πατέρα καλεῖν με θέλετε, μιμεῖσθε μου τὰς πράξεις καὶ τὸν βίον» καὶ ὅτι συχνὰ ἐπανελάμβανε· «Τιμὴ καὶ δόξα Ἁγίων μίμησις τοῦ βίου αὐτῶν».

13. Ὁ Ὅσιος προλέγει τὸν θάνατόν του

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησίν του εἰς ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς του. Ἰδιαίτερα ὅμως εἰς τὸν μοναχὸν Ἀθανάσιον, ὁ ὁποῖος ἔφθασε εἰς τὸ Σπήλαιόν του ἀπὸ τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης διὰ νὰ λάβη τὴν εὐχήν του, εἶπε· Ἐγὼ τώρα, Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράταν μακράν, μακρὰν καὶ ἐδῶ πλέον δὲν θὰ βλέπωμεν ἀλλήλους. Νὰ ἔχης τὴν εὐχὴν τῆς Παναγίας μας.

Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε στὰ οὐράνια, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1730, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸν περίπου ἐτῶν. Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου διεδόθη ἀμέσως εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ ὅπου προσέτρεξε ἄπειρον πλῆθος μοναχῶν καὶ ἐθρήνησε μὲ πραγματικὴν θλίψιν τὴν κοίμησίν του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ἀπὸ ὅλους τοὺς Πατέρας, κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται εἰδικὴ ἱερὴ Ἀκολουθία, ἀλλὰ καὶ ὁλονύκτια ἀγρυπνία.

Τρεῖς Ἀσματικὲς Ἀκολουθίες ἔχουν συνταχθῆ διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον. Ἡ τρίτη καὶ νεώτερη συντάχθηκε ἀπὸ τὸν μακαριστὸν ὑμνογράφον τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μοναχὸν Γεράσιμον Μικραγιαννανίτην καὶ δημοσιεύθηκε εἰς τὸ «Εὐρυτανικὸν Λειμωνάριον». Καὶ οἱ τρεῖς εἶναι σημαντικὲς καὶ ἰσάξιες. Εἰς τὴν παροῦσαν ἔκδοσιν περιλαμβάνεται ἡ ἀντιγραφεῖσα «ἐκ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, ὑπὸ Ἰσιδώρου μοναχοῦ Γέροντος Καυσοκαλυβίτου».

Συμπλήρωμα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκακίου, Παρακλητικὸς Κανὼν (Παράκλησις) καὶ 24 Οἶκοι (Χαιρετισμοὶ) κατ’ ἀλφαβητικὴν σειρὰν ὑπάρχουν εἰς τὸ Μονύδριον τοῦ Ὁσίου στὰ Καυσοκαλύβια.

Εἰς τὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα ἡ Ἐκκλησία μας διὰ τῶν ὑμνογράφων της μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει καὶ ἀποκαλεῖ τὸν Ἀκάκιον·

Εὐσεβῶν γονέων τὸ βλάστημα.
Τῆς πατρίδος ἱερὸν ἐγκαλώπισμα.
Τῶν Ἀγράφων τῶν κλεινῶν μέγιστον ἐντρύφημα.
Ἐργάτην δόκιμον τοῦ θείου θελήματος.
Ταπεινώσεως θεοκίνητον ὄργανον.
Ἀκακίας δένδρου κατάκαρπον.
Τῆς ἐρήμου τὸ κάλλιστον θρέμμα.
Ἀρετῶν διδάσκαλον.
Ὑπόδειγμα τῶν ἐν Ἄθῳ μοναζόντων.
Ἀσκητῶν τὸ κλέος.
Λύχνον τοῦ Ἄθωνος.
Ὁδηγὸν τῶν πεπλανημένων.
Φωστῆρα τῶν ἐσκοτισμένων.
Ἀστέρα νεόφωτον.
Ἀγγέλων ἰσάξιον, καὶ
Ἁγίων ἰσότιμον.

14. Ἡ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου τιμᾶ εὐλαβικὰ τὴ μνήμη του

Διακόσια περίπου χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καὶ ἡ μνήμη του παρέμεινε ζωντανὴ στὴν σκέψιν καὶ τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν συγχωριανῶν του. Κανεὶς δὲν τὸν ἐλησμόνησε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ὅλοι ζοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων εἰς τὴν πατρώαν γῆν. Ἕνα ὄνειρο ποὺ περίμενε ἀρκετὸν καιρὸ τὴν δικαίωσίν του. Ἡ μακροχρόνια ὅμως σκλαβιὰ καὶ οἱ δύσκολες περιστάσεις δὲν ἐπέτρεψαν στοὺς χωριανοὺς τοῦ Ἁγίου νὰ ἐκπληρώσουν τὸ χρέος των καὶ νὰ ἐκδηλώσουν ἔμπρακτα τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν εἰς τὴν μνήμην του.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος μας θεμελιώθηκε στὴ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου, ἱερὸς Ναὸς πρὸς τιμήν του, ἀλλὰ οἱ ἐργασίες του διεκόπησαν, διὰ νὰ ἐπαναληφθοῦν ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1927 ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ καὶ ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος μετέβησαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ νὰ ζητήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ μάλιστα τὴν ἁγίαν του κάραν. Ὅμως, παρὰ τὴν ἐπίμονη ἀπαίτησιν τῶν δύο ἐκπροσώπων τοῦ χωριοῦ ἐδόθη ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους μόνον ὁ δεξιὸς βραχίων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, καὶ στὶς 23 τοῦ ἰδίου μηνὸς πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Πάνδημος καὶ συγκινητικὴ ὑπῆρξε ἡ ὑποδοχὴ ἐκ μέρους τῶν κατοίκων, ὅπως ἐνθυμοῦνται ὅλοι οἱ ἐπιζῶντες τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Σύσσωμος ὁ πληθυσμὸς εἰς τὰ ὅρια τοῦ χωριοῦ ὑποδέχθηκε τὸν «Ἅγιον» μὲ ἱερὴν συγκίνησιν καὶ μὲ αἰσθήματα χαρᾶς καὶ πνευματικῆς κατανύξεως. Ἡ γενέθλια γῆ, ἡ ὁποία σεμνύνεται διὰ τὸ τέκνον της, θὰ κρατήση ἔκτοτε καὶ θὰ διαφυλάξη «ἐσαεὶ» μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ καὶ εὐλάβεια τὸ πάντιμον καὶ ἱερὸν αὐτὸ τμῆμα τοῦ λειψάνου, ὡς θείαν εὐλογίαν καὶ θησαυρὸν ἀνεκτίμητον.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐδόθη καὶ ἡ καλαίσθητη καὶ μεγάλου σχήματος «φυλλάδα» ἡ ὁποία περιέχει τὴν Ἀκολουθίαν καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καὶ ἡ ὁποία ἀντιγράφηκε τότε στὴ γραφομηχανή, ἀπὸ τὸν ἱερομόναχον Ἀντώνιον Μουστάκαν, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὴν ὑπὸ ἡμερομηνίαν 25 Ἰανουαρίου 1969 ἐπιστολήν του.

Ἀναφέρεται ἀκόμη στὴν ἴδια ἐπιστολὴ ὅτι· «εἰς τὸν Ναΐσκον τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῶν Καυσοκαλυβίων σώζεται ἡ κάτω σιαγὼν τοῦ Ἁγίου, ὅτι ἡ ἁγία Του Κάρα φυλάσσεται εἰς τὸ σεπτὸν Κυριακὸν τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ ὅτι τὰ ὑπόλοιπα λείψανα ὑπάρχουν εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τῆς Μεγίστης Λαύρας· μέρη δὲ αὐτῶν καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μοναστήρια...». Ἐπίσης, τεμάχιον τοῦ ἱεροῦ τούτου Λειψάνου φυλάσσεται καὶ στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καρυστίας καὶ Σκύρου ἀπὸ τὸ 1976. Συγκεκριμένα, ὅταν στὶς 4 Ἰουνίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ Ἐπιτροπὴ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς Ἀρχιμανδρίτην τῆς ἀνωτέρω Μητροπόλεως μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέλαβε μὲ ἐπίσημον ἔγγραφον ἀπὸ τὴν ἱερὰν Μονὴν Μεγίστης Λαύρας τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου· τότε εἰς τὴν Ἐπιτροπὴν αὐτὴν παρεδόθη ἐκ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἕνα ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του (μᾶλλον μία σεπτὴ πλευρὰ ἐκ τοῦ θώρακος τοῦ Ὁσίου), ὅπως πρόσφατα μᾶς ἐπληροφόρησε ὁ ἐφημέριος καὶ προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Κύμης Εὐβοίας, ὅπου φιλοξενεῖται τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου.

Ἡ Κοινότης Γολίτσης τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης, γενέτειρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, διὰ Προεδρικοῦ Διατάγματος ἐκδοθέντος τὴν 4ην Νοεμβρίου 1927 (ΦΕΚ. 306/1927) μετωνομάσθη εἰς Κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου.

Ἐκείνη τὴν ἐποχή, μὲ ἀπόφασιν τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιὴλ καὶ μὲ τὴν ὁμόφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν ἄλλων παραγόντων τοῦ χωριοῦ, καθιερώθηκε ὅπως ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται κάθε χρόνο τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, ἐπειδὴ ἡ 12η Ἀπριλίου συμπίπτει συνήθως μὲ τὴν περίοδο νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς καὶ πανηγύρεως ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη προσέρχονται διὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιον. Μετὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ ἄλλων ἱερέων ἢ καὶ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἀκόμη, προσλαμβάνει ἰδιαίτερη λαμπρότητα, ἐπακολουθεῖ λιτάνευσις τῶν ἱερῶν Λειψάνων μέχρι τοῦ Σπηλαίου τοῦ Ἁγίου καὶ ἀρτοκλασία.

Παλαιότερα κατὰ τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας ἐπακολουθοῦσε διασκέδασις μὲ ἑλληνικοὺς χοροὺς καὶ τραγούδια στὴν ὄμορφη καὶ καταπράσινη τοποθεσία ἔξω ἀπὸ τὴ μικρὴ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν ὁποία φιλοξενήθηκαν τὰ ἱερὰ Λείψανα (ὁ σεπτὸς βραχίων τοῦ Ἁγίου) ἐπὶ 35 χρόνια. Σήμερα οἱ χοροὶ καὶ οἱ διασκεδάσεις περιορίζονται στὰ καφενεῖα τοῦ χωριοῦ, τόσο τὴν παραμονὴ ὅσο καὶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ μόνον τὶς νυκτερινὲς ὧρες. Ἐπίσης, στὶς 23 Ὀκτωβρίου κάθε χρόνο τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται μὲ καθιερωμένη θεία Λειτουργία καὶ ἀργία γιὰ ὅλο τὸ χωριό, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν Λειψάνων.

Τὸ 1939, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης, Ἰακώβου Κουτρούμπα, καὶ μὲ προσωπικὴ ἐργασία τῶν κατοίκων ἰσοπεδώθηκε ὁ χῶρος μπροστὰ ἀπὸ τὸ Σπήλαιον τοῦ Ἁγίου καὶ διαμορφώθηκε τεχνικὰ καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ εἴσοδος καὶ ἡ πρόσοψίς του. Μὲ τὶς ἐργασίες αὐτὲς τὸ Σπήλαιον ἔχασε τὴν ἀρχική του μορφή, διετήρησε ὅμως ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴ φυσική του ὀμορφιά. Ἔτσι, ὁ χῶρος αὐτὸς διαμορφώθηκε σὲ ἕνα γραφικὸν καὶ ἀπέριττον προσκυνητάριον.

Τὸ 1950, ἐπανελήφθησαν οἱ ἐργασίες γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ θεμελιωθέντος ἱεροῦ Ναοῦ καὶ συνεχίσθηκαν ἐπὶ μίαν δεκαετίαν. Ὁ νέος ἐνοριακὸς Ναὸς τοῦ χωριοῦ, εὐλαβικὸν ἀφιέρωμα εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου, ἀποπερατώθηκε τὸ 1962 καὶ ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα τὸ 1971.

Δύο μικρὰ εἰκονοστάσια ἀφιερωμένα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ἔχουν κτισθῆ μὲ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία σὲ δρόμους ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Τὸ ἕνα στὸ δρόμο πρὸς τὰ γειτονικὰ χωριὰ Κανάλια καὶ Πύργον Ἰθώμης (1931) καὶ τὸ ἄλλο πρὸς τὸν Ἑλληνόπυργον (1965).

Ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Κοινότητος καὶ συγκεκριμένα σὲ κεντρικὸ δρόμο στὴν εἴσοδο τῆς κωμοπόλεως Μουζακίου κτίσθηκε τὸ 1973 μικρὸ ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἕξι Ἁγίων τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης·

1. Ἁγίου Σεραφείμ, ἐπισκόπου Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἱερομάρτυρος.

2. Ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις.

3. Ἁγίου Παρθενίου, ἐπισκόπου Ῥαδοβυζίου ἐκ Βατσουνιᾶς.

4. Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ἐκ Γολίτσης.

5. Ὁσίου Δαμιανοῦ ἐκ Μεριχόβου καὶ

6. Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ ἐκ Σκλαταίνης (Δρακότρυπας).

Ἀπὸ τὸ 1971 σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὶς ἐνορίες τῶν Μητροπόλεων Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τιμῶνται καὶ ἑορτάζονται κάθε χρόνο τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου οἱ ἐννέα Εὐρυτᾶνες Ἅγιοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τρεῖς ἐκ τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης·

1. Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἐκ Γολίτσης Ἀγράφων.

2. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, ἐπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἱερομάρτυς καὶ

3. Ὁ ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Μεριχόβου.

Ὁ τόπος καταγωγῆς τῶν ἐννέα Εὐρυτάνων Ἁγίων εἰς τοὺς ὁποίους συγκαταλέγονται καὶ οἱ προαναφερθέντες ἐκ τοῦ γειτονικοῦ πρὸς τὴν Εὐρυτανίαν Νομοῦ Καρδίτσης, ἐντοπίζεται εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Καρπενησίου. Καὶ τοῦτο διότι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας τὰ μὲν Ἄγραφα ἦταν ἀδιαίρετα καὶ ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα διαχωρισμένα σὲ θεσσαλικὰ καὶ εὐρυτανικά, ἡ δὲ περιοχὴ τοῦ Καρπενησίου ἦταν πολὺ εὐρύτερη τῆς σημερινῆς.

Ἡ πρωτοβουλία τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Εὐρυτάνων Ἁγίων καὶ Ἱερομαρτύρων ἀνήκει εἰς τὸν Ἀρχιμανδρίτην Δοσίθεον, ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας, ὑπὸ τὴν ἔγκρισιν τοῦ τότε Μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Δαμασκηνοῦ. Μὲ τὴν φροντίδα τοῦ ἰδίου ἡγουμένου ἐξετυπώθη ἡ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων τῆς Εὐρυτανίας, τὴν σύνταξιν τῆς ὁποίας ἀνέλαβε ὁ μακαριστὸς ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γεράσιμος μοναχὸς Μικραγιαννανίτης. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, εἰς τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὑπάρχει σύντομος βιογραφία ἑνὸς ἑκάστου Ἁγίου, ἐνεκρίθη διὰ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 2354 Λ. 634/25–5–1971 ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀκόμη, εἰς τὸ κτηριακὸν συγκρότημα τῆς Μονῆς Τατάρνης ἡ ὁποία ἀπέχει ἑβδομῆντα περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Καρπενῆσι, ἔχει ἀνεγερθῆ κάτω ἀπὸ τὸ Καθολικὸν αὐτῆς μεγάλο παρεκκλήσιον, ἀφιερωμένον εἰς τοὺς ἐννέα Ἁγίους καὶ Νεομάρτυρας τῆς Εὐρυτανίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εἰς τὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ Ἀκάκιος, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸν βαρὺν ζυγὸν τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν, ἀνεζήτησε τὴν ἀπόλυτον ἡσυχίαν καὶ ἀνεδείχθη πρότυπον ταπεινώσεως καὶ ἡσυχαστικῆς ἀσκήσεως.

Μὲ πλήρη τὴν ὑποταγὴν τοῦ σώματος εἰς τὰ κελεύσματα καὶ τὰς ἐπιταγὰς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς καρδίας, τὴν συνεχῆ καὶ ἀδιάλειπτον προσευχὴν ἐπέτυχε·

Νὰ ἀπελευθερώση τὴν πορείαν τῆς ψυχῆς του πρὸς τὴν ἠθικὴν τελείωσιν καὶ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀνέλθη στὶς ὑψηλότερες ὑπεργήινες καὶ οὐράνιες κορυφές, ἐκεῖ ὅπου ἀπαστράπτει ἡ θεϊκὴ φωτοχυσία καὶ ἀντηχεῖ ὁ ἀντίλαλος τῆς αἰωνιότητος.

Νὰ ὑψωθῆ εἰς δυσθεώρητα ὕψη πνευματικῶν ἀνατάσεων καὶ νὰ ἀφεθῆ ἐλεύθερος εἰς τὸ πέλαγος τῶν θείων μετεωρισμῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐπιτυγχάνεται ἡ ὑπέρβασις, ἡ ἐνατένισις, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου· νὰ φθάση εἰς τὰ ἀπρόσβατα διὰ τοὺς πολλοὺς ὕψη τῆς ἐνοράσεως καὶ τῆς θεοπτίας.

Νὰ ἀποκτήση τὴν μυστικὴν ἐμπειρίαν τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου, ὥστε νὰ προσεγγίζη καὶ νὰ διερευνᾶ τὸ βάθος καὶ τὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, νὰ τὰ ἐπισημαίνη ἐπιτυχῶς καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος μὲ τὸ βαθύτατον θρησκευτικόν του βίωμα, τὴν ἐνάρετη καὶ ἀγγελικὴν του πολιτείαν, προβάλλει εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἕνα φωτεινὸν μετέωρον, ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ τὰ βήματα τῶν ἐπερχομένων γενεῶν πρὸς τὴν μεγάλην λεωφόρον τῶν Ἑλληνοχριστιανικῶν παραδόσεων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σκήτη· Συνοικισμὸς μοναχῶν ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὲς Καλύβες (σπίτια) στὶς ὁποῖες κατοικοῦν δύο, τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι μοναχοί. Κάθε Σκήτη ὑπάγεται εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἑνὸς μοναστηριοῦ καὶ διοικεῖται ἀπὸ Ἡγούμενον, ὁ ὁποῖος λέγεται Δικαῖος, ἀπὸ δύο, τρεῖς ἐπιτρόπους καὶ ἀπὸ τὴν Γεροντικὴν Σύναξιν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν σὲ κάθε Σκήτη ὁρίζεται ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονήν. Σὲ πολλὲς Σκῆτες ὑπάρχει καὶ μικρὸς Ναός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ Σκῆτες χωρὶς Ναούς. Οἱ Σκῆτες διακρίνονται σὲ Κοινόβιες καὶ Ἰδιόῤῥυθμες.

2. Καλύβη· Μεμονωμένη μικρὴ κατοικία εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν δύο, τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι μοναχοί. Οἱ Καλύβες παραχωροῦνται ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονὴν εἰς τρία πρόσωπα μὲ τὸ σύστημα τῆς διαδοχῆς. Παραχωροῦνται ἀκόμη καὶ εἰς τὰ Κελλία. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μεμονωμένες Καλύβες, οἱ ὁποῖες παραχωροῦνται γιὰ ἰσόβια διαμονὴ καὶ κατοικία χωρὶς διαδοχήν.

3. Κυριακόν· Εἶναι ὁ κεντρικὸς καὶ Καθολικὸς Ναὸς τῶν ἱερῶν Σκητῶν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τῶν Καλυβῶν ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν Σκήτην. Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν συγκεντρώνονται τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές, ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης καὶ συνεκκλησιάζονται. Ἐκεῖ τελοῦν καὶ τὶς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες των, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τελοῦν ὅλα τὰ πνευματικά τους καθήκοντα στὶς ἰδικές των Καλύβες.

4. Κάθισμα· Εἶναι μικρὴ Καλύβη εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖ ἕνας μόνον μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀντὶ ὡρισμένου τιμήματος λαμβάνει καὶ «διακονίαν ἄρτου» ἐκ τῆς Μονῆς.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΙΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, ἱερομονάχου· «Βίος καὶ Πολιτεία, ἄσκησις καὶ λαμπροὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου τοῦ Καυσοκαλυβίτου». Χειρόγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 42 εἰς τὴν βιβλιοθήκην τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.

2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ· Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἔκδοσις Γ´, Ἀθῆναι 1961.

3. ΕΥΛΟΓΙΟΥ ΚΟΥΡΙΛΑ - ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ· Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ - Ἀθωνῖται, Τόμος Α´, Θεσσαλονίκη 1929.

4. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, Τόμ. Α´.

5. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, ἱερομονάχου· Ἡ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 1964.

6. ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ, ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας· Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου. Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ Εὐρυτανικοῦ Λειμωναρίου.

7. Τοῦ ἰδίου· Ἀκολουθία τῶν Εὐρυτάνων Ἁγίων. Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1971.

8. Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Δ´, Ἔκδοσις Ε´, Ἀθῆναι 1984.

9. Γ. ΜΗΛΙΤΣΗ· Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἔκδοσις Β´, Τρίκαλα 1986.

10. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, Ἀρχιμανδρίτου· Τὸ Ἅγιον Ὄρος Ἄθω, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1957.

11. ΑΘ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Μοναχοῦ Ἁγιορείτου· Ἡ Πλατυτέρα, Ἅγιον Ὄρος 1982.

12. ΙΩΝΝΙΚΙΟΥ, Ἀρχιμανδρίτου· Ὁ Καυσοκαλύβης, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1980.

13. ΑΝΔΡΕΟΥ - ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Μοναχοῦ Ἁγιορείτου· Γεροντικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἔκδοσις Β´ 1980.

14. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ κήρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτὸς (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς), Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1984.

15. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, Ἑβδομαδιαία Ἐφημερὶς Ἀθηνῶν.

16. Ἀρχεῖον Καρδίτσης. Ἐπιμέλεια κειμένων· Νικολάου Κατοίκου, φιλολόγουᾶται ὑπὸ τὸ χρυσοφαὲς τῆς σελήνης φέγγος τὸ νήδυμον, ἡ τρομώδης φωνὴ τοῦ ἠχηροῦ σημάντρου διαταράσσουσα τὴν νεκρικὴν ἐκείνην σιγὴν καλεῖ τοὺς εὐσεβεῖς ἀσκητὰς εἰς προσευχήν, ὅτε ἡ κατανυκτικὴ βοὴ καὶ τὸ θεσπέσιον μελώδημα τῆς ἱερᾶς ὑμνωδίας, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον κατευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανόν! Ὁ πέπλος ὁ περικαλύπτων τὴν θείαν οὐσίαν ἀποτόμως τότε ἀνασύρεται καὶ ὁ εὐδαίμων θνητὸς ὁμιλεῖ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μετὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός! Δικαίως ἄρα 'τοῖς ἐρημικοῖς μακαρία ζωὴ ἐστι θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις'» (Εὐλογ. Κουρίλα, Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 45-46).

5. Ὁ Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιὸν του

Εἰς αὐτὴν τὴν «κεκρυμμένην καὶ ἀπόκεντρον γωνίαν» μετακινήθηκε ὁ Ἀκάκιος καὶ ἀνεζήτησε τὴν κατοικίαν του εἰς ἕνα μικρὸν Σπήλαιον, τὸ ὁποῖον μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Εἰς τὸ μέρος αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ στήση τὴν Καλύβην του καὶ νὰ κλείση ἐκεῖ τὸν κύκλον τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ταλαιπωρῶν καὶ κατατήκων τὴν σάρκα, ἐν πείνῃ καὶ δίψῃ, ἐν κόποις καὶ μόχθοις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι καὶ μυρίαις ἄλλαις κακοπαθείαις.

Τὸ Σπήλαιον, ποὺ εἶχε μεταβληθῆ εἰς κέντρον πνευματικῆς ἀκτινοβολίας, δεσπόζει σὲ ὅλη τὴ Σκήτη καὶ κατέχει θέσιν ἐξαιρετική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀτενίζει κανεὶς τὴν ἀγέρωχη καὶ ὑπερήφανη κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστραφτερὴ καὶ ἀπέραντη θάλασσα τοῦ Αἰγαίου. Ἡ εἴσοδός του εἶναι στενή. Ἔχει μῆκος πέντε μέτρων καὶ τὸ ἐσωτερικὸν του εἶναι πιὸ εὐρύχωρο, μὲ διαστάσεις 2Χ3 μέτρα. Διατηρεῖται ἀκόμη ἐκεῖ τὸ κρεβάτι τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ κορμοὺς μικρῶν δένδρων καὶ σώζεται τὸ ἐργαστήρι του. Διακόσια καὶ πλέον χρόνια διατηρήθηκε ὡς κειμήλιον ἡ λευκὴ κάπα του (λιάρα). Τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι καὶ αὐτὴ ἦταν τὸ μοναδικὸ στρῶμα καὶ σκέπασμα σὲ ὅλη τὴ ζωή του.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια σώζεται ἀκόμη ἡ λιθόκτιστη κέλλα (κελλίον), τὴν ὁποίαν ἰδιοχείρως ὁ Ἅγιος ἔκτισε, πρὸς μικρὰν ἀνάπαυσιν τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐκάθητο πάντοτε εἰς τὸ σπήλαιον.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν εἰς τὸ Σπήλαιον αὐτὸ εἶχε κατοικήσει πολὺ παλαιότερα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Σκήτη ποὺ συγκροτήθηκε ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια στὴν περιοχὴ αὐτή, ὠνομάσθηκε «Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων» καὶ ἀργότερα «Καυσοκαλύβια». Σχετικὰ μὲ τὴν ὀνομασία τῆς Σκήτης, οἱ βιογράφοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου δὲν κάμνουν λόγον. Τὸ ἀναφέρει ὅμως ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς στὴ βιογραφία τοῦ Ἀκακίου, βασιζόμενος στὴν παράδοσιν, ποὺ τόσο ζωηρὰ διατηρήθηκε ἐπὶ ἑπτακόσια χρόνια περίπου.

Γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀκάκιος ἀσκήτευσε μόνος του εἰς τὸ Σπήλαιον, μὲ τὴν ἐλπίδα πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ μοναδικὴ συντροφιὰ ἕναν εὐχάριστον φτερωτὸν «ἄγγελον παρήγορον», διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἐφαίνετο τὸ πρωῒ ἕνα ὡραιότατον πουλάκι, ὡσὰν τρυγώνι καὶ καθήμενον ἐπάνω εἰς τὸ δένδρον «τὸ ἄριον» ἐμπρὸς εἰς τὸ σπήλαιον, ἐκελάδει μίαν θαυμαστὴν μελωδίαν, ὁποὺ ἀκούοντάς το, ἔφευγε κάθε λύπη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐγέμιζεν ἡ καρδία του ἀπὸ πνευματικὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.

Ποτέ του δὲν εἶδε ἕνα τόσο χαριτωμένο πτηνὸν καὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε τόσο μελωδικὸ κελάηδημα. Ἦταν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ θεία ἐπίσκεψις διὰ τὸν Ὅσιον. Ἔφυγε ὅμως τὸ πουλὶ ὁριστικά, ὅταν ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἄλλοι μοναχοί.

Ἡ περιοχὴ ἦταν ἄνυδρος καὶ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση ὁ Ὅσιος τὴν ἔλλειψιν τοῦ νεροῦ, εἶχε μιὰ στάμνα καὶ τὴ γέμιζε μὲ νερὸ τῆς βροχῆς τὸν χειμῶνα, τὸ δὲ καλοκαίρι ὁ ἅγιος Θεὸς παρηγορώντας τὸν πιστὸν δοῦλον του, ὁπόταν ἤθελε σωθῆ ἡ στάμνα τοῦ νεροῦ, ἐρχόταν ἕνα μικρὸ σύννεφον ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἔβρεχεν ἕως ὁποὺ ἐγέμιζεν ἡ στάμνα καὶ πάλιν ἔφευγε τὸ σύννεφον.

Μοναδική του ἐνδυμασία ἦτο ἕνα παλαιὸν ῥάσον. Αὐτὸ φοροῦσε πάντοτε, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις. Ἀκόμη καὶ ὅταν δεχόταν ἐπισκέψεις, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἀπέφευγε τὶς πολλὲς συναναστροφές, διότι τὸν ἐνοχλοῦσε ἀρκετὰ ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν προσευχόταν τὸν παρακολουθοῦσε συχνὰ ὁ μαθητής του Ἰωνᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπὸ σεβασμὸ παρέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ Σπήλαιον. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς δὲν ἀκουγόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου οὔτε ὁ παραμικρὸς ψίθυρος. Μονάχα ἀναστεναγμοὺς ἤκουε ὁ Ἰωνᾶς νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ μιὰ θαυμάσια γλυκύτατη καὶ μελωδικὴ φωνή.

Ἐξάλλου, ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἀξιόπιστος πνευματικὸς Σίλβεστρος ἐβεβαίωνε, τόσον αὐτός, ὅσον καὶ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἀπὸ τὶς πλησιέστερες Καλύβες, ὅτι εἶδαν πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιον κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα ὅταν ἔλεγε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», νὰ ἐξέρχεται «φλόγα πυρὸς» ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Καὶ προσευχόμενος ἔστεκεν ὡς στύλος ἀκλόνητος καὶ καθήμενος ὅλος ἐκστατικὸς ἐφαίνετο ἔχων ἄνω τὸν νοῦν καὶ τοῦ γηΐνου τούτου σαρκίου οὐδ᾿ ὅλως αἰσθόμενος, ἀλλ᾿ ἔχων πάντοτε τὴν καρδίαν του εἰς τὰς θείας ἀναβάσεις καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν μελλόντων, ὅλος ἐγίνετο θεοειδὴς τῷ πνεύματι καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους χαριέστατος.

Ἀντιπαθοῦσε πολὺ τὸν ὕπνον καὶ συμβουλεύοντας τοὺς μοναχοὺς ἔλεγε· «Οὔτε ἐνδύματα, οὔτε στρώματα, οὔτε τροφή, οὔτε πλοῦτος αὐξάνουν καὶ τρέφουν τὰ πάθη τόσον, ὅσον ὁ ὕπνος... Τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ καταδαμάση τόσον, ὅσον ἡ ἀγρυπνία. Ὁ μοναχὸς περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἀρετὰς πρέπει νὰ μεταχειρίζεται αὐτὰς τὰς δύο, διὰ νὰ νικήση τὴν σάρκα· τὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν νηστείαν».

Ἔλεγε ἐπίσης, ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς ταλαιπωρεῖται, πάσχει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ ὅλες τὶς κακουχίες, ἐνῶ ἔχει ἐξασφαλισμένον τὸν ὕπνο καὶ τὸ φαγητό, τότε ὅλα τὰ ξεπερνᾶ. Ἀντίθετα, μὲ τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴ νηστεία ὑπερνικᾶ ὅλα τὰ πάθη καὶ δὲν παρασύρεται ἀπὸ αὐτά.

Ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν κατεκλίνετο, ἀλλὰ στηριζόμενος στὸ βράχο τοῦ Σπηλαίου, ἢ ἀκουμπώντας στὸ χέρι του, ἢ σὲ κάποιο ἄλλο ἀντικείμενο, ἐκεῖ πρὸς τὰ ἐξημερώματα ἐκοιμᾶτο λίγη ὥρα, τόσο ὥστε νὰ μὴν σκοτίζεται τὸ λογικό του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγρυπνία.

Ἂν καὶ ἔπασχε ἀπὸ σοβαρὸν κάταγμα καὶ ἐντεροκήλην, ἐν τούτοις ἡ προθυμία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδιδαν δύναμιν καὶ ἀντοχὴ ὣς τὰ βαθειά του γηρατειά. Καὶ ὅταν ἐρωτήθηκε πόσο πρέπει νὰ κοιμᾶται ὁ μοναχὸς ἀπήντησε· «Διὰ τὸν ἀληθινὸν μοναχὸν μισὴ ὥρα εἶναι ἀρκετή».

Πολλοὶ μοναχοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴν ὑπεράνθρωπη προσπάθειά του, τοὺς ὑπερβολικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν αὐστηροτάτην ἄσκησιν ἀνησυχοῦσαν, καὶ τὸν ἐσυμβούλευαν καθένας κατὰ τὴν γνώμην του. Ὅμως, αὐτὸς ἠκολούθει τὸν σκοπόν του· καὶ ἐκείνους μὲ τὴν καλὴν του ταπείνωσιν τοὺς ἀνέπαυεν καὶ τοὺς ἀγῶνας του δὲν ἄφηνεν, ἀλλ᾿ ὡς ἄσαρκος ἐσπούδαζε καθ᾿ ἡμέραν νὰ αὐξάνη καὶ νὰ προκόπτη εἰς τοὺς κατὰ Θεὸν ἀγῶνας, ἐνῶ οἱ μισόκαλοι καὶ πονηροὶ δαίμονες, δὲν ἔπαυαν συχνὰ νὰ τὸν πειράζουν, πολεμοῦντες μὲ διαφόρους τρόπους φανερὰ καὶ κρυφίως, πάσχοντες νὰ τὸν πλανέψουν ἀπὸ τὴν ἴσιαν καὶ εὐαγγελικὴν στράταν καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους τὸν ἔθλιβον καὶ ἐστενοχώρουν... Ἀλλ᾿ αὐτὸς γνωρίζοντας τὰς σατανικὰς τέχνας των, ἐσηκώνετο εἰς τὴν προσευχὴν καὶ μὲ αὐτὸ τὸ θαυμάσιον ἅρμα διέλυε τὰς τέχνας καὶ ἐπιβουλάς των, ὡσὰν τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης.

Ὅταν κάποτε ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Σπήλαιον, ἐπιστρέφοντας ἀντίκρυσε μπροστὰ στὴν εἴσοδο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ ἔμοιαζαν μὲ βρωμεροὺς καὶ ἀκάθαρτους γύφτους. Ὅλοι τους, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐργάζονταν φτιάχνοντας χαλκώματα, κόσκινα καὶ ἄλλα παρόμοια, ἐνῶ συγχρόνως θορυβοῦσαν ἀλαλάζοντες μὲ κραυγὲς ἀλλόκοτες καὶ ἐνοχλητικές. Ὁ Ἀκάκιος ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων καὶ μὲ τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του πρὸς τὸν οὐρανόν, προσευχήθηκε λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ λυτρωτὴς καὶ Θεός μου, λύτρωσέ με ἀπὸ τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Σου Μητρός. Ἀμήν». Καὶ κάνοντας τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, διαλύθηκε ἀμέσως ὅλος ἐκεῖνος ὁ συρφετὸς καὶ ἔγινε ἄφαντος ὡσὰν καπνός.

Σὲ μιὰ περίοδο βαρυχειμωνιᾶς ἔπεσε πολὺ χιόνι καὶ ὁ Ὅσιος ἐκρύωνε πάρα πολύ. Διὰ τοῦτο ἄναψε φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ, μὰ δὲν ἐζεσταίνετο, ἀλλ᾿ ὅσον ἐπήγαινε σιμὰ εἰς τὴν φωτιάν, τόσον περισσότερον ἐκρύωνε. Τότε ἐκατάλαβε ὅτι δὲν εἶναι ἡ τόση πολλὴ ψύχρα φυσική, ἀλλὰ σατανικὴ ἐνέργεια καὶ καταπατήσας ἀπέσβεσε τὴ φωτιὰ καὶ καθὼς ἦταν γυμνός, ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ἔπεσε ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι καὶ παρευθὺς τοῦ ἐφάνη πὼς ἦλθε μία θαυμαστὴ δύναμις ἐπάνω του καὶ θεία ἐνέργεια, ἥτις ἐδίωξε τὴν πολλὴν ψύχραν ἐκείνην καὶ τόσον τὸν ἐζέσταινε, ὁποὺ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἐκάθητο μέσα εἰς λουτρὸν καὶ ὄχι ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι.

6. Ἀρετὲς καὶ χαρίσματα

Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἀκακίου καὶ τῆς ἀγγελικῆς του πολιτείας δὲν ἐβράδυνε νὰ διαδοθῆ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ τὸ ὄνομά του νὰ γίνη γνωστὸν παντοῦ εἰς τὴν ὑποδουλωμένην πατρίδα, ἀπ᾿ ὅπου ἄνθρωποι πάσης τάξεως καὶ ἡλικίας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄρχοντες καὶ πτωχοί, νέοι καὶ γέροντες, μοναχοὶ καὶ κοσμικοί, ἀπὸ κάστρα καὶ χώρας κατέφθαναν εἰς τὸ Σπήλαιον διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ θαυμάσουν τὸν ταπεινὸν ἐρημίτην, νὰ συνομιλήσουν μαζί του καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν του.

Βιβλικὴ μορφὴ ὁ Ἀκάκιος, ἐπιβλητική, μὲ πνεῦμα εἰρηνοποιόν, ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ ἱλαρότητα καὶ καλωσύνη καὶ ἐνέπνεε σεβασμὸν ἀπόλυτον καὶ ἐμπιστοσύνην ἀπεριόριστον. Ἦταν θεῖος καὶ θεοειδὴς τῷ πνεύματι καὶ τοῖς ἔξωθεν χαριέστατος. Ἐνέπνεε τόση ἐμπιστοσύνη, ὥστε ἂν ποτὲ κανεὶς ἔπασχε ἀπὸ κάποιο νόσημα ψυχικόν, ἀπὸ σκοτισμὸν τῶν λογισμῶν του, μόλις ἀντίκρυζε τὸ χαριτωμένον πρόσωπόν του, εἰρήνευαν οἱ λογισμοί του. Πολλοὶ ἀκόμη τοῦ ἐμπιστεύονταν καὶ τὰ προβλήματά τους καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἄκουε μὲ προσοχὴ καὶ κατανόησιν καὶ ὡς ἄριστος ψυχολόγος, ἔδιδε στὸν καθένα, μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ περισσὴ ἀγάπη, τὴν πρέπουσα ἀπάντησιν καὶ τὴν καλύτερη λύσιν.

Χάρις στὴν ἐπίμονη ἀτομική του προσπάθεια εἶχε κατορθώσει νὰ ἀποθησαυρίση πλοῦτον γνώσεων, χωρὶς ποτὲ νὰ φοιτήση εἰς τὸ σχολεῖον. Θαῦμα μέγα καὶ ἀξιοδιήγητον διὰ τὸν Ὅσιον, ἀφοῦ ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἀναγιγνώσκη καὶ νὰ κατανοῆ ὄχι μόνον τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον δυσνόητα βιβλία. Δὲν τοῦ διέφευγε ῥητὸν τῆς Θείας Γραφῆς καὶ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀπαντᾶ εὔστοχα καὶ μὲ θαυμαστὴν εὐχέρειαν σὲ ἐρωτήσεις καὶ ζητήματα ποὺ τοῦ ἔθεταν ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ σπουδαῖοι ἐπιστήμονες.

Ἀλλὰ καὶ μὲ προορατικὸν χάρισμα ἀξιώθηκε ὁ Ὅσιος, ὅπως βεβαιώνουν οἱ ὑποτακτικοὶ του καὶ ὅπως εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν. Προέλεγε εἰς πολλοὺς ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοὺς συμβοῦν εἰς τὸ μέλλον καὶ διέκρινε καθαρὰ τὴν ψυχικὴν κατάστασιν τοῦ καθενός. Δηλαδή, ἔβλεπε εἰς τὸν καθένα πὼς εἶχε εἰς τὴν ψυχήν του, εἴτε ἐν ἁμαρτίαις εἴτε εἰς καλὰ ἔργα εὑρίσκετο.

Καὶ ἂν κανεὶς στὶς προσωπικὲς καὶ ἰδιαίτερες συζητήσεις μὲ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον συνέβαινε νὰ ἀποκρύψη κάποιαν σκέψιν ἢ μυστικόν, ἀπὸ ἄγνοιαν ἢ καὶ ἀπὸ ἀπροσεξίαν, τότε ἐκεῖνος μὲ διακριτικότητα καὶ προσοχὴν τὸ ἐφανέρωνε, ὄχι μόνον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ συνομιλητοῦ του καὶ πρὸς κατάπληξιν ὅλων τῶν παρευρισκομένων, ἀλλὰ «καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ τοῦ τοιαύτην χάριν τοῖς θεράπουσιν αὑτοῦ διδόντος» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 76).

Καὶ τί νὰ πολυλογῶ διηγούμενος ἕνα πρὸς ἕνα τὰ τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειπεν καμμία ἀρετή, ἀλλὰ ὅλας τὰς εἶχεν σώας, ὅλας ἀκατηγορήτους, ὁποὺ ἐὰν κανεὶς ἀπὸ κακίαν βιαζόμενος, ἤθελε νὰ εὕρη τίποτε, διὰ νὰ τὸν κατηγορήση, δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρη τίποτε τὸ παραμικρὸν πιάσιμον. Πρὸ πάντων δὲ εἶχεν τὴν ταπεινοφροσύνην τόσον, ὥστε δὲν ὑπέμενε, ὄχι νὰ κάμη ἔργον τι ἢ λόγον νὰ εἰπῆ, ἀλλὰ οὔτε νὰ ἀκούση πρᾶξιν ἢ λόγον ὑπερήφανον.

Εἶχε φθάσει στὰ βαθειὰ γεράματα καὶ ἐπειδὴ οἱ Πατέρες δὲν ἤθελαν νὰ τὸν κουράζουν, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Προηγούμενον τῆς Λαύρας Νεόφυτον, νὰ διορίση καὶ δεύτερον Προεστῶτα ὡς βοηθὸν τοῦ Ἀκακίου εἰς τὴν Σκήτην. Ὁ Νεόφυτος ὅμως ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλον σεβασμὸν εἰς τὸν Ὅσιον τοὺς ἀπήντησε· «Μόνον τὸν Γέροντα θέλω νὰ ἔχετε». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως ἐπέμεναν καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά. Μάλιστα σὲ μιὰ γιορτὴ ποὺ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Πατέρες εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ὅπως συνήθιζαν (ἦταν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀκάκιος), μετὰ τὴ Λειτουργία ἔθεσαν καὶ πάλιν τὸ θέμα τοῦ διορισμοῦ ἐνώπιον τοῦ Προηγουμένου, διὰ νὰ μὴν ἀναγκάζωνται καὶ ἐνοχλοῦν τὸν Γέροντα γιὰ ζητήματα δευτερεύοντα καὶ ἀσήμαντα. Τότε ὁ Προηγούμενος σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ λαβὼν μίαν ῥάβδον ἔδωκεν αὐτὴν εἰς χεῖρας τοῦ Γέροντος καὶ εἶπεν· «Λάβε, Γέρον, ταύτην τὴν ῥάβδον καὶ νὰ εἶσαι ἡγούμενος καὶ προεστὼς εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἐδῶ, μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς».

Ἐκεῖνος ἀσπάσθηκε τὸ χέρι τοῦ Προηγουμένου καὶ ἔλαβε τὴν ῥάβδον, δείχνοντας ἔτσι τὴν πρέπουσα ὑπακοήν. Ὅμως, τί περίεργον! Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ μετά, οὐδέποτε ἔπιασε ῥάβδον στὰ χέρια του, ἂν καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσε ὣς τότε στὸ βάδισμά του, λόγω τῶν γηρατειῶν. Καὶ τὸ ἔκαμε αὐτό, διότι ἤθελε νὰ καταπατήση τὸν δαίμονα τῆς ὑψηλοφροσύνης καὶ νὰ ἀποφύγη κάθε σκέψιν ἐγωϊστική.

7. Ἱδρυτὴς τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων

Ὁ Ἀκάκιος ὑπῆρξε ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ ἀσκητοῦ στὴν πιὸ ἰδανικὴ μορφή. Μοναδικὸς εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ τὸν οὐράνιον βίον εἶχε ἀπονεκρώσει κάθε σαρκικὸν φρόνημα καὶ μετέβαλε τὴν καρδίαν του «εἰς δοχεῖον τῆς θείας χάριτος».

Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀνεδείχθη κατὰ τὸν ὑμνωδὸν «κορυφαῖος τῶν ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».

Ἐξαϋλωμένη μορφή, μὲ πλουσίαν τὴν θείαν χάριν καὶ δωρεὰν εἶχε προσελκύσει εἰς τὸ ἐρημικόν του καταφύγιον, εἰς τὸ Σπήλαιον τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, ὅλους τοὺς Πατέρας ἀπὸ τὰ ἀσκητήρια τῆς «Μεταμορφώσεως» καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀπομεμακρυσμένες περιοχές. Ἔσπευδαν ὅλοι πλησίον του, νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ στηριχθοῦν στοὺς πνευματικοὺς των ἀγῶνες. Συγκεντρώνονταν καὶ κατοικοῦσαν ἄλλοι στὰ γύρω Σπήλαια καὶ ἄλλοι στὶς Καλύβες ποὺ ἔκτιζαν μόνοι τους.

Τότε ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ κτίση μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια μικρὴ Καλύβη γιὰ τὸν ἑαυτόν του (Καλύβη ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα) καὶ μία ἄλλη γιὰ τὸν ὑποτακτικόν του. Ἔλειπαν ὅμως τὰ χρήματα, γιὰ νὰ ἐπεκταθοῦν οἱ ἐργασίες.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ἐπισκεφθῆ τὴ Σκήτη «ὁ ὀνομαστὸς τῆς Μεγίστης Λαύρας Προηγούμενος, ὁ κὺρ Νεόφυτος ὁ Χῖος», ἕνας ἀπὸ τοὺς θαυμαστὰς τοῦ Ἀκακίου. Ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸν Ὅσιον καὶ πῆγε νὰ ἡσυχάση πλησίον του. Κατὰ τὸ χρονικὸν αὐτὸ διάστημα διέθεσε ἀρκετὰ χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερσιν κτηρίων εἰς τὴν Σκήτην. Συγκεκριμένα ἔκτισε, τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτης, τὸν Ξενῶνα, τὸ Κοιμητήριον καὶ τὴν ἰδικήν του Καλύβην ὅπου ἔμεινε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Τὸ Κυριακὸν αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ εἶναι τὸ σημερινὸν τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, διότι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Καλύβες ἦταν ἐλάχιστες, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κτίσθηκε ἕνας τόσος μεγαλοπρεπὴς Ναός. Τὸ πρῶτον Κυριακὸν πρέπει νὰ ἦταν κάποια Καλύβη καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου». Ὁ Ναὸς αὐτὸς εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σημερινὸν Κυριακόν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ πρὸς τὴ ῥίζα τοῦ βράχου. Σχετικὴ σημείωσις σώζεται εἰς τὴν Καλύβην τοῦ Ἀκακίου.

Ὁ Νεόφυτος ἦταν τόσο ταπεινός, ὥστε δὲν ἐπέτρεψε νὰ γραφῆ κάπου τὸ ὄνομά του. Οἱ Πατέρες ὅμως, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμην του, ἔγραψαν ἐπὶ τῆς κάρας του τὴν ἑξῆς ἐπιγραφήν· «1739 Δεκεμβρίου 26 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ μακαρίτης Προηγούμενος κὺρ Νεόφυτος, ὁ ἐκ τῆς νήσου Χίου, ὃς καὶ ἐχρημάτισεν σκευοφύλαξ εἰς Μεγίστην Λαύραν καὶ ἀνεπαύθη εἰς τὸ Κυριακόν, ὅπου αὐτὸς μὲ κόπον καὶ μόχθον ἀνήγειρεν. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη».

Πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ πρώτη σύστασις τῆς Σκήτης δὲν ἀναφέρει ὁ Ἰωνᾶς. Δύο χρονολογίες ὅμως προσδιορίζουν τὰ ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα τοποθετεῖται ὁ χρόνος ἱδρύσεως αὐτῆς· α) «...ὅτι αὕτη ἡ Σκήτη ἐρημώθη ποτὲ καὶ πάλιν κατῳκίσθη καὶ κατ᾿ ὀλίγον ἐμεγαλύνθη ἀπὸ τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον οἰκήτορα τὸν ἱερὸν Ἀκάκιον, ὅστις ἡσύχαζεν αὐτοῦ τώρα εἰς τοὺς δυστυχεῖς καιρούς μας, ἐν ἔτει ᾳψε´ (1705) περίπου εἴκοσι (20) ἔτη...» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τόμ. Α´, σελ. 77), καὶ β) «Τοιαύτη ἡ πρώτη σύστασις τῆς Σκήτης, ἥτις πάντως περὶ τὸ 1720 ὑπῆρχεν, ὡς ἐξάγεται ἐκ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Νικοδήμου καὶ Παχωμίου».

Ἀκόμη εἰς τὸ Ψαλτήριον τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωσις· «1720 μηνὶ Ἀπριλίου 8. Τὸ παρὸν Ψαλτήριον ἀφιερώθη εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα τοῦ Καυσοκαλύβη εἰς μνημόσυνον τῶν γονέων μου καὶ ἀδελφῶν».

Μὲ τὰ πρῶτα αὐτὰ οἰκήματα καὶ μὲ τὶς Καλύβες ποὺ ἔκτισαν καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐμιμήθησαν τὸν Προηγούμενον τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔγινε Σκήτη ἱκανῶν Πατέρων, ἥτις μένει τῇ πρεσβείᾳ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου, καθ᾿ ἑκάστην αὐξάνουσα καὶ πληθύνουσα.

Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξις τῆς Σκήτης ἐμφανίζει κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα·

Τὸ 1772, στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ὑπῆρχαν 30 Καλύβες καὶ πλέον, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 9 εἶχαν καὶ τοὺς μικροὺς Ναούς των. Τὸ 1780, εἰς τὸ σύνολον τῶν Καλυβῶν πρέπει νὰ ὑπολογισθοῦν μόνον 12 Καλύβες μὲ τοὺς Ναούς των. Πρὶν ἀπὸ τὸ 1878, στὰ Καυσοκαλύβια ἀσκήτευαν πάρα πολλοὶ Ῥῶσσοι μοναχοί, ὥστε λίγο ἔλειψε νὰ γίνη ἡ Σκήτη Ῥωσσική. Μὲ τὴν κήρυξιν ὅμως τοῦ Ῥωσσοτουρκικοῦ πολέμου ἔφυγαν ὅλοι οἱ Ῥῶσσοι διότι φοβήθηκαν μήπως κακοποιηθοῦν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ ἔτσι οἱ Καλύβες περιῆλθαν καὶ πάλι στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν. Τὸ 1930 οἱ Καλύβες ἦταν περισσότερες ἀπὸ 40 καὶ μὲ τὰ λίγα ἡσυχαστήρια συγκροτοῦσαν ἕναν ὁλόκληρον ἀσκητικὸν συνοικισμόν. Τὸ 1957 ἡ Σκήτη ἀριθμεῖ 70 μοναχοὺς μὲ 38 Καλύβες συνολικά.

Λεπτομερέστερη ὅμως εἰκόνα τῆς Σκήτης μὲ τὶς δύο πλαγιές της, τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτική, ὅπως τὶς διαχωρίζει ὁ χείμαῤῥος ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, σχηματίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκόλουθον περιγραφὴν τοῦ ἔτους 1964· «Ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς πλαγιᾶς καὶ ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω -γράφει ὁ Καυσοκαλυβίτης ἱερομόναχος μακαριστὸς Ἀντώνιος Μουστάκας- κεῖνται οἱ Καλύβες·

1) Τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν. 2) Τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. 3) Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 4) Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. 5) Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. 6) Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. 7) Τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. 8) Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. 9) Τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. 10) Τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. 11) Τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ. 12) Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 13) Τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου. 14) Τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου. 15) Τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων. 16) Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Ὁσίου Ἀκακίου). 17) Τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου. 18) Τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη. 19) Τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. 20) Τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. 21) Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς· καὶ τρεῖς Καλύβες ἄνευ Ναῶν.

Ἐπὶ δὲ τῆς δυτικῆς πλαγιᾶς (πάλιν ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω) κεῖνται οἱ Καλύβες·

1) Τῶν Ἁγίων Πάντων. 2) Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. 3) Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. 4) Τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. 5) Τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. 6) Τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. 7) Τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου. 8) Τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 9) Τῆς Ἁγίας Ἄννης. 10) Τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. 11) Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. 12) Τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων. 13) Τοῦ Τιμίου Προδρόμου· καὶ δύο Καλύβες ἄνευ Ναῶν. Ἑκατέρωθεν τῆς Σκήτης περὶ τὴν μίαν ὥραν περίπου κεῖνται τὰ Ἡσυχαστήρια τῶν Ὁσίων Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ Νείλου τοῦ Μυροβλύτου· ἄνωθεν αὐτῆς τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου· καὶ ἐν τῇ Νησῖδι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου» (Ἀντωνίου Μουστάκα· «Ἡ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων», Ἅγιον Ὄρος 1964, σελ. 17-18).

Σήμερα στὰ Καυσοκαλύβια ἀσκοῦνται 35 μοναχοὶ καὶ ὑπάρχουν 25 Καλύβες (σπίτια), 25 Ἐκκλησίες καὶ 4-5 κενὲς Καλύβες (χωρὶς μοναχοὺς).

Ἀνέκαθεν ἡ περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων προσείλκυεν πλῆθος ἐπισκεπτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ πολλοὺς λογίους καὶ θαυμαστὰς τῆς Σκήτης. Ἰδοὺ τί ἐσημείωσε μεταξὺ ἄλλων κατὰ τὸ πρόσφατον παρελθὸν ἐπισκέπτης τῆς Σκήτης, ἐγκωμιάζων αὐτήν· «Ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ ἔξω τοῦ κόσμου· ἐν τῷ Ἄθῳ, καὶ ὑπὸ τὸν Ἄθω, εἰς τοὺς τραχεῖς αὐτοῦ πόδας, τοὺς ὁποίους ἡ μαινομένη θάλασσα ἀποῤῥαπίζει ἀφρίζουσα, ὑψοῦται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολις, ἔνθα τὸ μέγα πάνθεον τῶν ἀζύγων, ἡ Ἱερὰ τῶν Καυσοκαλυβίων Σκήτη. Ἐρημική, βασίλισσα, ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ὑπομονῆς τοὺς πόδας ἀπαρασαλεύτως στήσασα, καὶ τὸ στέμμα αὐτῆς διὰ ἱερῶν λίθων, τῶν κύκλῳ αὐτῆς Καλυβῶν, περιηνθισμένον ἐπιδεικνύουσα, βασιλεύει τῆς ἐρήμου μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν, ζῶσα ἀγνοουμένη, ξένη ἐν τῇ ζωῇ, θαυμαστὴ ἐν τῇ ταπεινώσει, πλατυνομένη ἐν ταῖς θεωρίαις, στενουμένη ἐν τῷ ἀσκητισμῷ. Ἐπὶ τῆς πέτρας καθημένη, καὶ τοὺς πύργους τῆς ψυχῆς αὐτῆς ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς πίστεως ἑδράσασα, ἀνυψοῦται τοῖς πτεροῖς τῆς σωφροσύνης, κοιμήσασα τὰ πάθη καὶ τὴν ψυχικὴν λαμπάδα συντηροῦσα ἀνύστακτον· τὰ περικύκλῳ αὐτῆς θάλασσα καὶ φάραγγες καὶ κρημνοὶ καὶ βράχοι. Βράχοι αἰώνιοι βωβοὶ καὶ γαλήνιοι... Καλύβαι τεσσαράκοντα κυκλοῦσι τὴν Σκήτην ὡς στέφανος χρυσοῦς διάλιθος, ἄλλην ἄλλαι ἐκπέμπουσαι ἀστραπὴν φωτὸς καταστράπτοντος τὴν ἔρημον... Καὶ ἰδοὺ σήμερον ἐκ τῆς ἐρημικῆς ταύτης ἐσχατιᾶς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκ τῶν ἀποκρήμνων χαραδρῶν καὶ σπηλαίων ἀναπηδᾶ πηγὴ ζωῆς ἀθανάτου νάματος, τὴν δίψαν καταστέλλουσα» (Ἀντ. Μουστάκα, ὅπως ἀνωτ. σελ. 24).

8. Τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Ὁσίου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια

Ὁμαλὴ καὶ ἀπρόσκοπτη θὰ ἦταν ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἡ πρόοδος τῆς Σκήτης, ἂν ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες οἱ μοναχοὶ δὲν ἀντιμετώπιζαν σοβαρὰ προβλήματα ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν τοῦ νεροῦ. Τὸ ζήτημα τῆς λειψυδρίας ἀπασχολοῦσε σοβαρὰ τὸν Ὅσιον καὶ ὅλους τοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑδρεύωνται ἀπὸ δεξαμενές, μέσα στὶς ὁποῖες συγκέντρωναν τὸ νερὸ τῆς βροχῆς. Τέτοιες δεξαμενὲς σώζονται μέχρι σήμερα στὶς περισσότερες Καλύβες. Ἀπὸ τὴν λειψυδρίαν πολλοὶ ἀσκηταὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν εἰς ἄλλα μέρη.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔτυχε νὰ ἐπισκεφθῆ τὴ Σκήτη γιὰ νὰ ἡσυχάση, ἕνας τεχνίτης (κτίστης καὶ ὑδραυλικὸς) ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Τιμόθεος. Ὁ Ἀκάκιος τὸν ὑποδέχθηκε ὡς πραγματικὸν ἀπεσταλμένον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν ἀπηύθυνε θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν γιὰ τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ ἀνάγκη. Ἀμέσως θεία ὀπτασία ἀποκαλύπτει εἰς τὸν Ὅσιον ὡρισμένην τοποθεσίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ ἀναζητήση νερό. Χωρὶς καθυστέρησιν κατευθύνεται πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν εἰδικὸν καὶ ἔμπειρον τεχνίτην. Ἐκεῖ ἐπικαλεῖται καὶ πάλιν τὸ πανύμνητον ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπευθυνόμενος εἰς τὸν συνοδόν του εἶπε· Τιμόθεε, ἐδῶ σκάψον καὶ θέλεις εὕρει νερόν, τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ καὶ χάριτι.

Ὁ Τιμόθεος ἔκπληκτος πρέπει νὰ ἄκουσε τὴν προσταγήν, διότι τὸ ἔδαφος μπροστὰ του δὲν ἦταν παρὰ ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ πέτρες καὶ ὡς εἰδικός, δικαιολογημένα θὰ εἶχε τὶς ἀντιῤῥήσεις του. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τοῦ Ἀκακίου δὲν ἄφηνε περιθώρια γιὰ συζήτησιν καὶ καθυστέρησιν. Ὑπάκουσε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ σκάπτη συστηματικά, ἀνοίγοντας κτιστὸν μικρὸν λάκκον (λαγούμι). Ἀλλὰ φθόνῳ καὶ ἐπηρείᾳ τοῦ διαβόλου ἔπεσε τὸ λαγούμι, καὶ κτίσας ὁ Τιμόθεος τρεῖς καὶ τέσσερεις φορὲς τὸ λαγούμι, μόλις μὲ τὰς εὐχὰς τοῦ ἁγίου Γέροντος ἐστερέωσε· διότι εἶδε νοερῶς ὁ Ὅσιος τὸν δαίμονα, ὁποὺ ἔκαμνεν ἐμπόδια καὶ τέχνας, διὰ νὰ δυσκολεύση τὸ νερόν· καὶ πηγαίνει ἐκεῖ τὸ ταχὺ καὶ εὑρῆκε τὸν Τιμόθεον καὶ ὅλους τοὺς συνεργάτας του, καὶ ἦταν κατακείμενοι εἰς τὴν γῆν, ὡσὰν παράλυτοι, καὶ νὰ κινηθοῦν δὲν ἠμποροῦσαν. Κάμνει προσευχὴν ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐδίωξε τὸν πειράζοντα.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσε. Καὶ ἰδοὺ τὸ θαῦμα! Ὕδωρ διειδέστατον, ὑγιέστατον καὶ ψυχρότατον ἀναβλύζει ἀπὸ τρεῖς πηγάς... ὁποὺ μέσα εἰς τὸ Ὄρος δὲν εὑρίσκεται καλύτερον...».

Τὸ νερὸ ἦταν τόσο, ὥστε νὰ ἐπαρκῆ γιὰ τὶς ἀνάγκες ὅλων τῶν Καλυβῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξασφαλίζη μέχρι σήμερα τὴ λειτουργία νερομύλου ποὺ τόσο ἀπαραίτητος εἶναι στὴ Σκήτη.

Ἀργότερα ἔγινε βαθειὰ ἐκσκαφὴ μέσα στὸ βουνό, κατασκευάσθηκε ὑδραγωγεῖον καὶ μεταφέρθηκε τὸ νερὸ ὣς τὸ μύλο, ἀπ’ ὅπου διανεμήθηκε ἄφθονο σὲ ὅλες τὶς Καλύβες. Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐργασίες εἶχαν διαθέσει ἀργότερα χρήματα ὁ Προηγούμενος καὶ πρώην Μητροπολίτης Ἄρτης Νεόφυτος, ὁ πρώην Μητροπολίτης Λήμνου Ἰωαννίκιος, πολλοὶ εὐλαβεῖς ἀδελφοὶ καὶ πρὸ παντὸς ὁ Προηγούμενος τῆς Λαύρας Νεόφυτος. Ἡ «τριγωνικὴ» αὐτὴ πηγὴ μὲ τὸ ἄφθονο νερό, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ κυριώτερο στήριγμα τῆς Σκήτης, διατηρεῖται μέχρι σήμερα σὲ βαθειὰ λιθόκτιστη σήραγγα μὲ τὴν προσωνυμία «Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου».

Ἀργότερα ὅταν κτίσθηκε τὸ Κυριακὸν τῆς σημερινῆς Σκήτης, οἱ Πατέρες ἀπὸ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Πανάγαθον Θεὸν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀνευρέσεως τοῦ νεροῦ, γιὰ τὴν πλούσια αὐτὴ δωρεά, ἀφιέρωσαν τὸν Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος.

Ἡ ἁγιορείτικη παράδοσις ἀναφέρει ὅτι τὸ νερὸ ποὺ ἀρχικὰ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὶς τρεῖς πηγές, ἦταν πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι περιγράφεται. Τόσο πολὺ μάλιστα, ὥστε ἡ Παναγία περιώρισε τὴν ποσότητα τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ Πατέρες στὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ ἀναπάντεχου αὐτοῦ πλούτου, μὲ τὴν ἄρδευσιν καὶ καλλιέργειαν τῆς ἄγονης μέχρι τότε γῆς, καὶ παραμελήσουν τὰ πνευματικά τους καθήκοντα.

9. Ἄλλα θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου

α) Προλαμβάνονται διαμάχες

Μεταξὺ τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος ποὺ ἔζησαν ἀσκητικὰ στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, ἦταν καὶ ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρον τῆς Κυνουρίας. Οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης λέγουν ὅτι τὸ μύρον ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Νείλου, ἔφθανε ὣς τὴ θάλασσα, ποὺ ἀπέχει διακόσια καὶ πλέον μέτρα ἀπὸ τὸ Σπήλαιόν του. Στὸ μέρος ἐκεῖνο ἔφταναν οἱ καραβοκύρηδες μὲ τὰ καΐκια τους, ἔπαιρναν τὸ μύρον καὶ τὸ πωλοῦσαν στοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς μάλωναν καὶ δέρνονταν ἄσχημα γιὰ τὸ ποιός θὰ πάρη περισσότερο.

Ἐπειδὴ οἱ φιλονικίες κατέληγαν καὶ σὲ ἐγκλήματα, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Σκήτη καὶ πῆγε στὸ Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Νείλου, ὅπου ἦταν καὶ ὁ τάφος του. Ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσκύνησε μὲ πόνο στὴν καρδιὰ εἶπε·

«Ὅσιε Πάτερ καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ Νεῖλε, ἐσὺ ὅλη σου τὴ ζωὴ τὴν πέρασες μὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ πόνους, ποὺ ἐσὺ καὶ ὁ Θεὸς μόνον γνωρίζει· πέρασες στερήσεις καὶ κακουχίες· δὲν ἀγάπησες ποτὲ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων· ἀγαποῦσες τὴν ἡσυχία· ἤσουν ταπεινὸς καὶ εἰρηνικός· καὶ τώρα μὲ τὸ ἅγιον μύρον, ποὺ σοῦ χάρισε ὁ Θεός, δὲν βλέπεις πόσες φιλονικίες, σκάνδαλα καὶ φονικὰ ἀκόμη γίνονται στοὺς ἀνθρώπους; Σὲ παρακαλῶ, Ὅσιε ἀδελφέ, παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ σταματήση ἡ δωρεὰ αὐτή, γιὰ νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα».

Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη σταμάτησε ἡ ῥοὴ τοῦ μύρου, ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῆς ῥοῆς του ἀπὸ τὰ βράχια ὣς τὴ θάλασσα, διακρίνονται μέχρι σήμερα (Ἀπὸ τὸ βιβλίον «Γεροντικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Μοναχοῦ Ἀνδρέου - Χαραλάμπους Θεοφιλοπούλου, σελ. 167, ἔκδοσις Β´ 1980).

β) Νεαρὸς θεραπεύεται ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος χρησιμοποιοῦσε εἰς τὸ Σπήλαιόν του ὡς προσκέφαλον ἕνα ξύλον, ὡς εἶδος σκαμνίου. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένον ξύλον ὁ ἐνάρετος μοναχὸς Μιχαήλ, ἀπὸ τὴ Σύμη τῆς Δωδεκανήσου, ποὺ εἶχε ἀσκητεύσει εἰς τὰ Καυσοκαλύβια πολλὰ χρόνια, ἀπέκοψε ἕνα τεμάχιον καὶ τὸ πῆρε μαζί του στὴν Ἀθήνα, κατὰ τὴν ἐπίσκεψίν του σὲ μιὰ πολὺ εὐσεβῆ χριστιανὴ οἰκοδέσποινα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς ἔπασχεν ἀπὸ κεφαλαλγίαν. Ὁ πατὴρ Μιχαὴλ ἔβαλε τὸ ξύλον αὐτὸ μέσα εἰς ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ ἔδωσε εἰς τὸ ἄῤῥωστο παιδὶ νὰ πιῆ. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ παιδὶ ἤπιε, ἀπαλλάχτηκε ἀμέσως ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν καὶ ἐθεραπεύθη τελείως (Ἀπὸ τὸ βιβλίον «Τὸ Ἅγιον Ὄρος - Ἄθως» Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Μουστάκα, σελ. 15, Ἀθῆναι 1957).

γ) Μακροχρόνια ἀῤῥώστια θεραπεύεται

Ὁ κύριος Γ.Κ. ἀπὸ τὴν Κόρινθον μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γέροντα τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου γράφει·

Ἐν Κορίνθῳ τῇ 31ῃ (18) Ἰανουαρίου 1981

Σεβαστὲ Γέροντα,

Εὔχομαι ἡ ἐπιστολή μου νὰ σᾶς εὕρη μὲ ὑγεία, χαρὰ καὶ εἰρήνη Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας ἔχω ἔρθει δέκα ὀκτὼ φορὲς καὶ δύο φορὲς στὸ κελλὶ σας, τὴν τελευταία φορὰ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1980, ὁπότε καὶ παρεκάλεσα τὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἔταξα τρεῖς λαμπάδες, γιὰ νὰ κάνη καλὰ τὴ σύζυγό μου Ἑλένη, ποὺ ὑποφέρει εἴκοσι χρόνια ἀπὸ φρικτοὺς πονοκεφάλους (ἡμικρανίες) καὶ τελευταῖα εἶχε φθάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου μὲ λιποθυμίες, καρδιακὲς κρίσεις κ.λπ. ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς πονοκεφάλους καὶ τὴν κατάχρησιν παυσίπονων φαρμάκων. Δόξα τῷ Θεῷ, εὐδόκησε ὁ Κύριος διὰ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καὶ ἀπὸ τὸν περασμένο Νοέμβριο 1980 ἔγινε καλά. Ἔφυγαν οἱ φρικτοὶ πόνοι μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια.

Ἐσωκλείστως σᾶς στέλνω πεντακόσιες δραχμὲς γιὰ τρεῖς λαμπάδες καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ τὶς ἀνάψετε ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.

Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας,
Γ.Κ., Κύπρου 8 – Κόρινθος

(«Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης», Γεωργίου Μηλίτση, διδασκάλου, Τρίκαλα 1986, σελ. 47).

10. Ἐξέχοντα πρόσωπα ἐπισκέπτες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου

Μεταξὺ τῶν προσωπικοτήτων ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸν ὅσιον Ἀκάκιον εἰς τὸ Σπήλαιὸν του συγκαταλέγονται καὶ οἱ ἑξῆς·

α) Ὁ σοφώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1731), ὁ ἐπιφανέστερος λόγιος τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπισκεφθῆ τὸ Ἅγιον Ὄρος, πραγματοποιώντας προσκυνηματικὴ περιοδεία εἰς τὰ μοναστήρια. Μὲ τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν εἶχε γράψει καὶ τὸν κατάλογον τῶν σπουδαιοτέρων χειρογράφων τῶν μοναστηριῶν, τὰ ὁποῖα ἐδημοσιεύθησαν ὑπὸ τοῦ Κ. Σάθα εἰς τὴν «Μεσαιωνικὴν Βιβλιοθήκην» του, Α´ τόμος, σελ. 273-284. Πολλὰ ἀπὸ τὰ χειρόγραφα αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν σήμερα.

Δὲν εἶχε τελειώσει τὴν περιοδείαν του ὁ Πατριάρχης, ὅταν ἡ φήμη τοῦ Ἀκακίου τὸν ὡδήγησε εἰς τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἐπισκέφθηκε λοιπὸν τὸν Ἀκάκιον εἰς τὸ Σπήλαιόν του, γιὰ νὰ τὸν γνωρίση ἀπὸ κοντά. «Ἔφθασε μάλιστα ἐκεῖ μὲ πολλὴν προθυμίαν καὶ ἀνταμώσας αὐτὸν καὶ πολλὰ ἀπόῤῥητα ἐρωτήσας ἐθαύμασε τὴν ὑψηλήν του διάκρισιν καὶ τὴν θαυμαστὴν καὶ ἁγίαν του πολιτείαν· καὶ εὐφρανθεὶς ἐκ τῶν καλῶν λόγων του, ἐκήρυττε πανταχοῦ λέγων· «Εἶδον ἄλλον Προφήτην Ἠλίαν καὶ Βαπτιστὴν Ἰωάννην, εἶδον περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἤκουον». Ἐδόξαζε δὲ τὸν Θεόν, ὅτι εἰς τοιούτους καιροὺς εὑρίσκεται τοιοῦτος ἄνθρωπος πεπροικισμένος διὰ τόσων λαμπρῶν ἀρετῶν».

Ἡ γνώμη αὐτὴ τοῦ συνετοῦ ἱεράρχου δὲν εἶναι ὑπερβολική. Τὸ διαπιστώνει κανείς, ἂν μελετήση μετὰ προσοχῆς τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.

β) Ὁ γνωστὸς Ῥῶσσος συγγραφεὺς τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Βασίλειος Βάρσκιϊ (Βάρσκης). Αὐτὸς ἐπισκέφθηκε στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1725 τὸν Ἀκάκιον εἰς τὸ σπήλαιὸν του καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψιν αὐτὴν ἔγραψε·

«Ἐπεσκέφθην ἕνα Γέροντα, πρῶτον μεταξὺ τῶν Πατέρων τῆς Σκήτης, καὶ διενυκτέρευσα παρ᾿ αὐτῷ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος, ὅστις τιμᾶται ὑπὸ τῶν ἐν Ἄθῳ διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ εἶναι πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀσκητευόντων, καὶ ἤκουσα ὅτι ἔχει χάρισμα προορατικόν. Ἐκάθητο τότε, εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ ἁγίου Μαξίμου» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 67).

γ) Ἄλλη ἐπίσκεψις πραγματοποιήθηκε εἰς τὸ Σπήλαιον ἀπὸ δυσπιστοῦντα λόγιον τῆς ἐποχῆς, τὸν Θεοδώρητον, ὁ ὁποῖος «ἀμφιβάλλων εἰς τὰ παρὰ πολλῶν περὶ Ἀκακίου λεγόμενα, ἴσως καὶ περὶ τῶν πάλαι Ὁσίων ἱστορούμενα, διότι πολλοὺς χρόνους εἰς τὰς ἐν Εὐρώπῃ Ἀκαδημίας διέτριψεν, αἵτινες ἀπιστοῦσιν εἰς τὰ τῶν Ἁγίων ἱστορούμενα θαύματα, ἦλθεν ἐξεπίτηδες ἰδεῖν ἂν τὰ περὶ Ἀκακίου ἀληθεύωσιν, καὶ μείνας παρὰ τῷ Ὁσίῳ, καὶ διὰ πείρας γνοὺς τὴν ἀλήθειαν ὑπέστρεψε κήρυξ μεγαλόφωνος... Ἠρώτα αὐτὸν ὡς Προφήτην περὶ πολλῶν, διότι ἔβλεπεν ὁ Ὅσιος τὰ ἔσω ἑκάστου ἀπόκρυφα διανοήματα, καὶ μέλλοντα γενέσθαι, ὡς παρόντα» (Τοῦ ἰδίου, Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 80).

Ὁ ἴδιος λόγιος εἰς ἄλλο σημεῖον ἀναφέρει· «Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ καὶ ἡ θεόθεν δοθεῖσα χάρις τοῦ προγνωστικοῦ εἵλκυσε πολλούς, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ Ὄρους ὠφελείας χάριν ἀλλὰ καὶ μακρόθεν... Οὗτος ἔδειξε τὴν κεκρυμμένην πηγὴν τοῦ ὕδατος καὶ τὴν ἑπομένην τῆς Σκήτης κατάστασιν» (Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 76).

δ) Δύο ἀκόμη Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ἐξεχόντων ἐπισκεπτῶν τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν κοίμησίν του·

1) Ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια καὶ προτίμησιν πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτης. Ὁ ἴδιος ποικιλοτρόπως ἐξεδήλωσε τὸ ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον του διὰ τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων.

2) Ὁ Πατριάρχης καὶ Ἐθνομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε´, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς δεκαετοῦς παραμονῆς του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων περιοχῶν, ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ προσκυνοῦσε εἰς τὸ ἡσυχαστήριον καὶ εἰς τὸ Σπήλαιον τοῦ ἁγίου Ἀκακίου.

11. Ὁσιομάρτυρες ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου

Ἡ ζωὴ καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Ὁσιομαρτύρων στὴν Τουρκοκρατούμενη Πατρίδα μας καλύπτουν μιὰ περίοδο τεσσάρων αἰώνων (1453-1821). Μὲ τὴ θυσία καὶ τὸ αἷμα των οἱ Ὁσιομάρτυρες ἐστερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἀνεδείχθησαν παραδείγματα ὑπομονῆς καὶ καρτερίας διὰ τοὺς ὑποδούλους ἀδελφούς των, οἱ ὁποῖοι ἐστέναζον κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῶν τυράννων. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ τρεῖς ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου· Ῥωμανός, Νικόδημος καὶ Παχώμιος. Εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστιν των ἐνώπιον τῶν τυράννων καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμον τοῦ φοβεροῦ μαρτυρίου. Πρὸς τοῦτο ἐπισκέφθηκαν τόπους ἱερούς, ἔζησαν σὲ μοναστήρια καὶ Σκῆτες καὶ ἀσκήθηκαν κοντὰ σὲ μοναχοὺς καὶ σεβαστοὺς Πατέρας. Κατὰ τὸ τελευταῖον ὅμως καὶ κρισιμώτερον στάδιον τῆς «δοκιμασίας» των ἔπρεπε νὰ καταφύγουν εἰς τὸν «ἀλείπτην μαρτύρων», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὸν εἰδικὸν καὶ τὸν πλέον ἔμπειρον πνευματικὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πλησίον του ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ τελικὴ φάσις τῆς προετοιμασίας.

Στὴν περίπτωσιν τῶν τριῶν Ὁσιομαρτύρων ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὑπῆρξε ὁ πλέον κατάλληλος καὶ ἐνδεδειγμένος. Τὸν ἀνεζήτησαν εἰς τὰ Καυσοκαλύβια, ἀλλὰ καθένας εἰς διαφορετικὸν χρόνον. Ἐμαθήτευσαν πλησίον του καὶ ἀσκήθηκαν ὑπομονητικὰ μαζί του. Καὶ ἐκεῖνος μὲ τὴν πεῖρα του, τὴν καθοδήγησιν καὶ τὶς συμβουλές του ἔγινε ὁ καλύτερος συμπαραστάτης καὶ βοηθός των.

«Ὁ λόγος αὐτοῦ ἦτο μὲν ἁπλοῦς, ἀλλ᾿ ἅλατι ἠρτυμένος· ἁπλοῦς τῇ φράσει, ἀλλὰ μεστὸς τῇ διανοίᾳ, χαριτωμένος καὶ μελισταγής, πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως. Συνήρπαζεν, ὅταν ὡμίλει ὁ Ὅσιος, καὶ ἐνεθουσίαζε ἐνσταλάζων εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀκούοντος τὴν δύναμιν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως...» (Εὐλογίου Κουρίλα - Λαυριώτου, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, σελ. 83).

Πλησίον τοῦ Ἀκακίου ὁ Ῥωμανὸς παρέμεινε «χρόνον ἱκανόν», ὁ Νικόδημος μικρὸν χρονικὸν διάστημα καὶ ὁ Παχώμιος ἕξι χρόνια. Ἀπὸ τὴν ἄποψιν αὐτὴ οἱ δύο θεωροῦνται Καυσοκαλυβῖται, ἀλλὰ καὶ ὁ Νικόδημος ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια ἔφυγε διὰ τὸ μαρτύριον. Πλησίον τοῦ Ἀκακίου ἔζησαν τὴ συγκλονιστικώτερη περίοδο τῆς ζωῆς των· μὲ τὶς εὐχὲς δὲ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ ἰδίου ἀνεχώρησαν καθένας διὰ τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ μαρτυρήση. Εἶχαν συνδεθῆ τόσον στενὰ μὲ τὸ πρόσωπόν του, ὥστε ὁ βίος των νὰ ἀποτελῆ τμῆμα ἀναπόσπαστον τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου. Ἔπειτα, οἱ ἴδιοι ὡς μαθηταὶ καὶ ὑποτακτικοί του, ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἀκτινοβολούσης ἁγιότητος τοῦ διδασκάλου των, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τῆς Γραφῆς· «ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκ. στ´ 44).

α) Ὁ ὁσιομάρτυς Ῥωμανὸς

Ὁ βίος τοῦ ὁσιομάρτυρος Ῥωμανοῦ ἐγράφη ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶν τὸν Καυσοκαλυβίτην, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Ἰωνᾶς ὁμολογεῖ, καθὼς ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα ἤκουσα τοῦ Πατρός μου καὶ Γέροντος νὰ μοῦ διηγῆται ἕνα πρὸς ἕνα τοῦ μάρτυρος τὰ ἀγωνίσματα.

Ὁ Ῥωμανὸς γεννήθηκε στὸ Καρπενῆσι. Οἱ γονεῖς του ἦταν πτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Δὲν κατώρθωσαν νὰ μορφώσουν τὸν Ῥωμανὸν καὶ τὸν ἔκαμαν βοσκὸν στὰ πρόβατά τους. Φρόντισαν ὅμως καὶ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀνατροφή.

Ὅταν ἐνηλικιώθηκε πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀπὸ κεῖ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ Μυτιλήνη. Ἐπισκέφθηκε ἀκόμη τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σάββα ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἐκεῖ ἔμαθε γιὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων, γιὰ τὰ βάσανα, τὶς θλίψεις καὶ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέμεναν γιὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ μὲ τὰ ὁποῖα βραβεύονται στὴ μέλλουσα ζωή. Αὐτὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ἄρχισε νὰ ὀνειρεύεται καὶ ἐκεῖνος καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐξασφαλίση, ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τὸν μαρτυρικὸν θάνατον.

Μὲ τὸν πόθο καὶ τὴ λαχτάρα τοῦ μαρτυρίου ἐπέστρεψε στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ Χίο καὶ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐκήρυττε εἰς τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τοῦ πασᾶ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν μόνην ἀληθινὴν καὶ τὸν Χριστὸν ὡς τὸν ποιητὴν τοῦ παντὸς καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Τὴν δὲ πίστιν τῶν Ἀγαρηνῶν ματαίαν καὶ τὸν Προφήτην τους, ψεύτην, ἀπατεῶνα καὶ κατοικητήριον τοῦ διαβόλου.

Συνελήφθη τότε ἀπὸ τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν ἀρκετά, πῆραν τὴν ἀπόφασιν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

Ἕνας πλοίαρχος Ἕλληνας ποὺ παρευρέθηκε στὰ βασανιστήρια, παρεκάλεσε τοὺς Τούρκους νὰ παραδώσουν εἰς αὐτὸν τὸν Ῥωμανὸν γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιήση ὡς κωπηλάτην εἰς τὸ πλοῖον του, ἰσχυριζόμενος ὅτι, «ἡ διὰ τοῦ βίου κωπηλασία εἶναι τὸ χειρότερον μαρτύριον» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 84). Οἱ Τοῦρκοι ἐπείσθησαν καὶ ἀφοῦ ἔλαβον ἕνα σημαντικὸν ποσὸν χρημάτων, παρέδωσαν τὸν Ῥωμανὸν εἰς τὸν πλοίαρχον. Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ῥωμανὸς καταφεύγει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀναζητεῖ τὸν Ἀκάκιον στὰ Καυσοκαλύβια καὶ παραμένει ἐκεῖ ἀρκετὸν χρόνον ὡς ὑποτακτικός του, ἀγωνιζόμενοι ὁμοῦ ὑπερανθρώπως ὡς ἄσαρκοι.

Ὁ ζῆλος του ὅμως πρὸς τὸ μαρτύριον δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάση καὶ ἐφέρετο ὡσὰν ξένος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ὅλον τὸ μαρτύριον ἐφαντάζετο νύκτα καὶ ἡμέραν.

Ἀπεφάσισαν λοιπὸν μὲ τὸν Ἀκάκιον, νὰ νηστεύσουν πολλὲς ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἀποκαλύψη τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου. Πράγματι, ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτούς, πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ καὶ ὅτι ὁ Ῥωμανὸς θέλει τελειώσει καλῶς τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριον.

Τότε μεταξὺ Ῥωμανοῦ καὶ Ἀκακίου ἔγινε συμφωνία μὲ τὸν ἑξῆς ὅρον· Ὅταν ὁ Ῥωμανὸς δεχθῆ τὸ μαρτύριον, νὰ πρεσβεύη εἰς τὸν Θεὸν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Γέροντος. Καὶ ὁ Ἀκάκιος πάλιν νὰ παρακαλῆ ἀκατάπαυστα τὸν Θεὸν διὰ τὸν Ῥωμανόν, ἕως ὅτου τελειώσει καλῶς τὸν ἀγῶνα καὶ ἀξιωθῆ τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου.

Συμφώνησαν ἀκόμη νὰ μείνη ὁ ὅσιος Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιόν του ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἔπειτα ἐδέξατο παρ᾿ αὐτοῦ τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν μοναχῶν τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ ἀποχαιρετώντας ὅλους τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτης ἀνεχώρησε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε εἰς τὸν Βεζύρην καὶ ἐκεῖνος τὸν παρέδωσε εἰς τοὺς βασανιστάς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθη σὲ πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε ἀγόγγυστα. Τέλος ἀπετμήθη τὴν ἁγίαν κεφαλὴν καὶ ἔλαβε χαίρων τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, τῇ δεκάτῃ ἐνάτῃ (19ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου κατὰ τὸ 1694 ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ὅμως τοῦ Ῥωμανοῦ, ἄγνωστον διὰ ποῖον λόγον, ὁ Ἀκάκιος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σπήλαιον καὶ πῆγε στὸ Κάθισμα4 τοῦ ὁσίου πατρὸς Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ τὴ Σκήτη. Ἐκεῖ κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς ἦλθε εἰς ἔκστασιν καὶ εἶδε τὸν ὁσιομάρτυρα Ῥωμανόν, λευκοφορεμένον καὶ περιβεβλημένον μὲ δόξαν θεϊκὴν καὶ τὸ πρόσωπόν του νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ λάμπη περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιον. Ὅμως, ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἰδῆ. Μὲ τὴν στάσιν του αὐτὴ ἔδειχνε σὰν νὰ τὸν κατηγοροῦσε, ἐπειδὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σπήλαιον παραβαίνοντας ἔτσι τὴ συμφωνία ποὺ εἶχαν κάμει.

Τότε ὁ Ἀκάκιος ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Ῥωμανὸν νὰ τὸν κοιτάξη μὲ πρόσωπο χαρούμενο καὶ νὰ τὸν συγχωρήση γιὰ τὸ σφάλμα ποὺ ἔκαμε. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἄκουσε καὶ ἔγινε ἄφαντος. Ὁ Ἀκάκιος ἐφοβήθηκε τὴν αὐστηρότητα τοῦ Ῥωμανοῦ, ἀλλὰ συνῆλθε ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ Σπήλαιον. Ἔγινε μάλιστα, πρὶν ἀποχωρισθοῦν, μεταξύ τους διάλογος, ὁ ὁποῖος κατὰ λέξιν ἔχει ὡς ἑξῆς· Ῥωμανός· «Ἐπίστρεψον εἰς τὸ σπήλαιον· πολλοὶ γὰρ διὰ σοῦ σωθήσονται· ἡμεῖς δ᾿ ἐσόμεθα κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν, ἀχώριστοι».

(Νὰ ἐπιστρέψης εἰς τὸ Σπήλαιόν σου· διότι ἀπὸ σένα πολλοὶ θὰ εὕρουν τὴν σωτηρίαν τους. Ἡμεῖς δὲ θὰ εἴμεθα ἀχώριστοι σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἐδώσαμε).

Ἀκάκιος· «Εἰ τῷ Κυρίῳ καὶ Σοὶ Ἅγιε οὕτως ἔδοξεν, ἐπιστρέφομαι, ἔσομαι δὲ ἀρωγὸς ἐπὶ πᾶσι καὶ πρέσβυς πρὸς Κύριον».

(Ἐὰν ὁ Κύριος καὶ Σὺ Ἅγιε, ἀποφασίσατε ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ πράξω, ἐπιστρέφω καὶ πάλιν εἰς τὸ Σπήλαιον. Θὰ εἶμαι δὲ βοηθὸς εἰς ὅλους καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Κύριον - Ἱερομονάχου Ἀντων. Μουστάκα, Ἡ ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, σελ. 49-50, Ἅγιον Ὄρος, 1964).

Ἀργότερα ὁ Ἀκάκιος εἶδε τὸν ὁσιομάρτυρα Ῥωμανὸν πολλὲς φορὲς καὶ -ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε- τὸν ἔβλεπε περιβεβλημένον μὲ τὴν ἴδια δόξα καὶ ὅτι στὶς δύσκολες ὧρες, στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, αὐτὸς τὸν παρηγοροῦσε πάντοτε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε μὲ λόγους «χαρωπούς».

β) Ὁ ὁσιομάρτυς Νικόδημος

Ὁ Νικόδημος κατήγετο ἀπὸ τὸ Ἐλβασὰν τῆς Ἀλβανίας. Τὸ κοσμικόν του ὄνομα ἦταν Δέδες ἢ Δάδας. Οἱ γονεῖς του καὶ ὁ ἴδιος ἦταν χριστιανοί. Παντρεύτηκε τέσσερις φορὲς καὶ γιὰ χάριν τῆς τέταρτης γυναίκας του ἀρνήθηκε τὴν πίστιν του. Ἔγινε τόσο ἀσεβής, ὥστε ἐξηνάγκασε καὶ τὰ παιδιά του νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Ἕνα ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιά του, μὲ τὴ βοήθεια μερικῶν χριστιανῶν, ἔφυγε κρυφὰ καὶ πῆγε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἀποστάτης πατέρας προσπαθοῦσε νὰ μάθῃ ποῦ πῆγε τὸ παιδί του, γιὰ νὰ τὸ ἐξαναγκάση καὶ αὐτὸ νὰ ἀλλάξη τὴν πίστιν του. Ὅταν ἔμαθε ὅτι βρίσκεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφυγε βιαστικὰ πολὺ θυμωμένος καὶ μὲ κακὸν σκοπόν, τόσον διὰ τὸν υἱόν του, ὅσον καὶ διὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ μοναστήρια.

Ἀλλὰ ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ Ὄρος, τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν υἱὸν του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν κάμη ἄπιστον, ἀσπάσθηκε καὶ πάλιν ὁ ἴδιος τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπισκέφθηκε τότε τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ὑποτάχθηκε εἰς τὸν Γέροντα Φιλόθεον καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ἡ μετάνοιά του ἦταν τόσο εἰλικρινὴς ὥστε, ἔκαμε τρεῖς χρόνους, καταθλίβων καὶ παιδεύων ἄσπλαχνα τὸν ἑαυτόν του, μὲ νηστεῖες, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ χαμαικοιτίες καὶ ὁλονυκτίους δεήσεις, μὲ πολλὲς γονυκλισίες καὶ μὲ παντοτεινὰ δάκρυα παρακαλώντας τὸν φιλεύσπλαχνον Θεὸν νὰ τοῦ συγχωρήση τὸ μέγα παράπτωμα τῆς ἀρνήσεως.

Ἀξιώθηκε μάλιστα νὰ ἰδῆ τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία τοῦ προσέφερε ποτήριον, τὸ ποτήριον τοῦ μαρτυρίου. Ἀπὸ τότε οἱ ἀγῶνες του ἔγιναν πιὸ σκληροί. Εἶδε μάλιστα καὶ μιὰ ὀπτασία, ὅτι βρισκόταν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἐθαύμαζε τὴν ὡραιότητα αὐτοῦ.

Ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἶχε ἀκούσει ὅτι ὅποιος ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν ἐνώπιον ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ, ἔπρεπε μετανοώντας νὰ ὁμολογήση καὶ πάλιν τὴν πίστιν του ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ φθάση εἰς τὸ μαρτύριον. Ἄκουσε ἀκόμη καὶ διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον καὶ σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν συμβουλευθῆ σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόφασὶν του, καὶ νὰ λάβη τὴν εὐχήν του. Χωρὶς νὰ χάση καιρὸ ζητᾶ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος Φιλοθέου καὶ σπεύδει στὰ Καυσοκαλύβια, διὰ νὰ συναντήση τὸν Ἀκάκιον. Μόλις ἀντίκρυσε τὸν Ὅσιον, ἔπεσε στὰ πόδια του «κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ὥραν πολλήν». Ὁ Ἀκάκιος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε ἐπάνω, τὸν ἐφώναξε στὸ ὄνομά του (χωρὶς κὰν νὰ τὸν γνωρίζη) καὶ ἄρχισε νὰ τὸν παρηγορῆ, μιλώντας τον γιὰ τὴ σωτηρία του.

Ἔπειτα, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀπομακρύνθηκε διὰ νὰ προσευχηθῆ λίγη ὥρα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὅσοι εὑρέθηκαν ἐκεῖ, εἶδαν ἕνα φῶς, ὡσὰν ἀστέρι νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἰς τὸν Ἀκάκιον καὶ νὰ λάμπη τὸ πρόσωπόν του, ὅπως ὁ ἥλιος. Ἐστράφηκε τότε πρὸς τὸν Νικόδημον καὶ τοῦ ἀπηύθυνε λόγον μυστικόν. Ἀμέσως, ἐξαφανίσθηκε ἡ λάμψις ἀπὸ τὸν Ὅσιον καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Νικοδήμου ἐπλημμύρισε ἀπὸ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ ζωηρὴ συγκίνησιν. Συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς θείας χάριτος καὶ ἀκούσθηκε μιὰ δυνατὴ καὶ διαπεραστικὴ κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Καὶ κατεβαίνοντας πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Σπήλαιον, ἔκλαυσε πικρῶς καὶ γοερῶς ὥραν πολλήν.

Ἐπιστρέφοντας ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀκάκιον τὴν ἄδειαν καὶ τὴν εὐχήν του νὰ βαδίση τὸν δρόμον ποὺ θὰ τὸν ὡδηγοῦσε εἰς τὸ μαρτύριον. Ὁ Ὅσιος τοῦ εὐχήθηκε καὶ τοῦ ἔδωσε στὰ χέρια του μίαν ῥάβδον λέγοντας· «Πήγαινε μὲ αὐτὴν τὴν ῥάβδον ἐμπρὸς εἰς τὸν πασᾶν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ θέλεις τελειώσει καλῶς τὸ μαρτύριον».

Ὁ Νικόδημος πῆρε τὴ ῥάβδο ὡσὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνισχυμένος ἀπὸ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος, ἔνιωσε νὰ φλογίζεται ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.

Ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀναχωρήση. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς πολλὲς νηστεῖες καὶ κακοπάθειες, ἐζήτησε τὴν ἄδεια νὰ φάη καὶ νὰ πιῆ, γιὰ νὰ ἀνθέξη στὴν πεζοπορία. Ὁ Ὅσιος ὅμως τοῦ εἶπε· «Ἀδελφέ, τώρα μάλιστα σοῦ χρειάζεται περισσότερη νηστεία, ὁποὺ θὰ ἀγωνισθῆς τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τελευταῖον ἀγῶνα· μόνον πήγαινε ὅσον δύνασαι, καὶ ὁ Δεσπότης μας ὁποὺ εἶπεν, 'όὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος', αὐτὸς θέλει σὲ δυναμώσει νὰ πηγαίνης τὴν στράταν σου χωρὶς κόπον».

Καὶ ὁ Νικόδημος ἀπήντησε· «Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δι᾿ εὐχῶν σου Πάτερ ἅγιε, νὰ κάμη τὸ ἔλεός σου εἰς ἐμέ, καὶ νὰ μὲ ἀξιώση τῆς καλῆς σου ὁμολογίας, πλὴν φοβοῦμαι τὸν πονηρὸν δαίμονα».

Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Τὸν Θεὸν νὰ φοβῆσαι καὶ ὄχι τὸν δαίμονα τὸν ἀδύνατον, ὁποὺ δὲν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ λόγου του. Ἔχε εἰς τὸν Χριστὸν ὅλον σου τὸ θάῤῥος, ὁ ὁποῖος θέλει σὲ δυναμώσει καὶ τὸν δαίμονα νὰ νικήσης, καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ νὰ μαρτυρήσης».

Ὁ Νικόδημος πλημμυρισμένος ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς πέφτει καὶ ἀσπάζεται τὰ πόδια τοῦ Γέροντος καὶ παίρνοντας τὴν ῥάβδον καὶ τὴν εὐχήν του ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγη. Ἀλλὰ πρὶν ἀναχωρήση διὰ τὸ μαρτύριον, παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς εἰς τὸν ἴδιον καὶ τοῦ ἐφανέρωσε ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσουν.

Σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ὁ ἐξωμότης ἔπρεπε νὰ πάη εἰς τὸν τόπον ὅπου ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸν καὶ νὰ ἀρνηθῆ πάλιν ἐκεῖ τὴν νέαν θρησκείαν ποὺ ἐδέχθη· νὰ ὁμολογήση τὴν πίστιν του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ νὰ χύση τὸ αἷμα του καὶ νὰ ἀποθάνη. Πεζοπορώντας ὁ Νικόδημος ἔφθασε στὴν πατρίδα του, στὸ Ἐλβασὰν τῆς Ἀλβανίας. Ἐκεῖ τὸν ἐγνώρισαν οἱ ἄπιστοι καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν πασᾶν, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ τὸν ἀνακρίνη. Ἀλλὰ ὅταν διεπίστωσε ὅτι ὁ Νικόδημος παραμένει σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, διέταξε καὶ τὸν ἔῤῥιψαν ἀπὸ τὸ σαράγι, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀρκετὸν ὕψος. Καὶ ὢ τῶν θαυμασίων Σου Χριστέ! ὡσὰν ἀετὸς κατέβαινε εἰς τὸν ἀέρα καὶ ὄρθιος ἐστάθη εἰς τὰ πόδια του.

Ἀμέσως ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ σαράγι καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλιν εἰς τὸν πασᾶν. Ἐκεῖνος, ὅταν τὸν εἶδε, ἐτρόμαξε καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἐλευθερώση, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸ πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν παρέδωσε εἰς αὐτούς.

Οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸν ἅρπαξαν σὰν θηρία, τὸν ἐβασάνισαν τρία ἡμερόνυκτα καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Στὸ δρόμο τὸν ἐγονάτιζαν καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ὥσπου ἔφθασαν στὸ μέρος ποὺ ὁ Κύριος τοῦ εἶχε φανερώσει. Ἐκεῖ ὁ Νικόδημος προσευχήθηκε, ἔκλινε τὴν ἁγίαν του κεφαλὴν καὶ ἐδέχθη τὸ μακάριον τέλος τὴν 11ην Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1722.

Οἱ χριστιανοὶ ἐξαγόρασαν ἀπὸ τὸν πασᾶν τὸ πάντιμον σῶμα τοῦ μάρτυρος καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ, εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, διατηρούμενον μέχρι σήμερα, ἰαμάτων πηγὰς ἀναπέμπον καὶ εὐωδίαν πολλὴν εἰς ἐκείνους ὁποὺ πλησιάζουν μὲ πίστιν.

γ) Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος

Ὁ Παχώμιος (τὸ κοσμικόν του ὄνομα ἦτο Προκόπιος) κατήγετο ἀπὸ τὴν Ῥωσσίαν. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ Παχώμιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τατάρους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπούλησαν σὲ κάποιον Τοῦρκον. Ἐκεῖνος τὸν πῆρε μαζί του στὸ Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἐκεῖ τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐργάζεται σκληρά, ἐνῶ συγχρόνως τὸν ἐβασάνιζε, γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν.

Εἴκοσι ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ὁ Παχώμιος ὑπηρέτησε μὲ προθυμία καὶ ἐμπιστοσύνη τὸν ἀφέντη του, ἀλλὰ μισοῦσε καὶ ἀποστρεφόταν τὴ θρησκεία του. Τελικά, κατώρθωσε νὰ φύγη κρυφὰ στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ κεῖ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κοντὰ στὰ Καυσοκαλύβια ἐγνώρισε τὸν ἐνάρετον καὶ σεβάσμιον ἱερομόναχον Ἰωσήφ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν δεχθῆ ὡς ὑποτακτικὸν του. Ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Πλησίον του ὁ Παχώμιος ἔμεινε δώδεκα χρόνια, συναγωνιζόμενος μὲ τὸν Γέροντά του τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ « μετοικίζει εἰς τὰ περιβόητα ἀσκητήρια τὰ λεγόμενα τοῦ Καυσοκαλυβίου, εἰς τὰ ὁποῖα καὶ ὁ μέγας τὴν ἀρετὴν Ἀκάκιος ἡσύχαζεν» (Ἱστορ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 87). Ἐκεῖ παρέμεινε ἕξι χρόνια, ἀσκητεύων καὶ ἐργαζόμενος μὲ πολλὴν ὑπομονὴν καὶ ταπείνωσιν. Ἡ καρδιά του ὅμως ἐφλέγετο ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ μαρτυρίου· γι’ αὐτὸ προετοιμαζόταν συνεχῶς καὶ ἀνυπομονοῦσε γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη. Τὸ ὄνειρό του τὸ ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Ἀκάκιον, ὁ ὁποῖος ἦταν γέρος καὶ ἀσθενής. Ὁ Παχώμιος μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἀκακίου ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ παλιοῦ ἀφεντικοῦ του.

Στὸ Οὐσάκι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀλλοπίστους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους συνελήφθη καὶ βασανίστηκε φρικτά, διὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν. Ὁ Παχώμιος περιφρονώντας τοὺς ἀντιχρίστους καὶ τὶς προτάσεις των, ὑπὲρ Χριστοῦ ὡμολόγησε καί... ὑπέστη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἀναλήψεως Μαΐου ζ´ τοῦ ἔτους 1730.

Τὸ ἱερόν του λείψανον φυλάσσεται εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν Πάτμον.

12. Διδαχαὶ καὶ παραινέσεις

Μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ εἶχε διαβάσει ὁ μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ἀκακίου Ἰωνᾶς, ἐπροξένησε εἰς αὐτὸν ἰδιαίτερη ἐντύπωσιν καὶ ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ ἕνα σύντομο, ἀλλὰ ἐνδιαφέρον διάλογον μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἀκακίου. Συγκεκριμένα ἐπεσήμανε τὸ σημεῖον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὅτι, ἂν ἴσως ὁ χριστιανὸς δὲν ἰδῆ τὸν Χριστόν, ἐδῶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἂς μὴν ἐλπίζη νὰ τὸν ἰδῆ οὔτε εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἑρμηνεύση καὶ νὰ ἀντιληφθῆ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὸν λόγον αὐτόν, ἔσπευσε νὰ ζητήση περισσότερες ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντὰ του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπήντησε· Ἀλήθεια εἶναι τέκνον μου καὶ μὴν ἀμφιβάλλης εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου. Ὅτι βέβαια ἂν ἴσως ὁ χριστιανὸς δὲν ἀποκτήση τὴν ὅρασιν τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὁποὺ νὰ βλέπη καθαρὰ τὸν Χριστὸν ἐδῶ, δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε ἐκεῖ νὰ τὸν ἰδῆ.

Ἰωνᾶς· Καὶ τὸν εἶδε καμμίαν φορὰν ἡ ἁγιωσύνη σου, Πάτερ;

Ἀκάκιος· Τὸν εἶδα τέκνον μου, ὄχι μίαν φοράν, ἀλλὰ πολλές.

Ἰωνᾶς· Καὶ τί σοῦ εἶπε, Πάτερ;

Ἀκάκιος· Μοῦ εἶπε, ἀκολούθει μοι· δηλαδή· Νὰ ἐκτελῆς, νὰ ἐφαρμόζης τὶς παραγγελίες μου. Ὅμως, ἐγὼ δὲν τὸν ἀκολούθησα.

Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἀκάκιος, ἐπλημμύρισαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα. Ἐγὼ δὲ πάλιν (ὁ Ἰωνᾶς) μὲ τὴν αὐθάδειά μου ἐρώτησα· Καὶ πῶς βλέπει ὁ ἄνθρωπος, Πάτερ, ἐδῶ τὸν Χριστόν; Ἔτσι μὲ τὰ σωματικά του μάτια ἢ νοερῶς;

Ἀκάκιος· Νοερῶς. Ὅμως νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ αὐτὸ τὸ χάρισμα, ὅταν ἔλθη εἰς τοιαύτας ἀποκαλύψεις, βλέπει τὰ νοερὰ ὡσὰν αἰσθητά, ἐπειδὴ καὶ ἡ αἴσθησις τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητος (ἀδρανὴς). Καὶ πρόσθεσε ὁ Ἀκάκιος· Ὅταν καὶ σὺ διαβάζης τοιούτους λόγους ὑψηλοὺς καὶ ἀμφιβάλλει ἡ καρδία σου, τότε εὐθὺς ἀγωνίσου νὰ ἀποκτήσης τίποτε ἢ νὰ κάμης ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ διαβάζης, ὅτι ἂν ἴσως κατὰ πρώτην καὶ δευτέραν φορὰν ἀμελήσης, ὕστερον πωρώνεται ἡ καρδία σου, καὶ θέλει σου φαίνονται τὰ τοιαῦτα ὑψηλὰ καὶ πνευματικὰ ὡσὰν μῦθοι καὶ τραγούδια, καὶ καλότυχος ἐκεῖνος ὁποὺ ἀγωνισθῆ ἔτσι, διότι θέλει ἀξιωθῆ μεγάλων χαρισμάτων.

«Ἡ θέσις τὴν ὁποίαν λαμβάνει ὁ Ἀκάκιος στὸ πρόβλημα, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δύναται ἢ ὄχι νὰ ἰδῆ τὸν Χριστὸν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ ἰδίου ὅτι εἶδε πολλάκις τὸν Χριστόν, ἀποκτᾶ θεολογικὴν σημασίαν καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ δώση ἀφορμὴν σὲ παρεξηγήσεις», παρατηρεῖ ὁ θεολόγος καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος. «Ἀλλὰ στὴν προκειμένη περίπτωσιν ὁ Ἀκάκιος δὲν καινοτομεῖ», σημειώνει ὁ κ. καθηγητής. «Συνεχίζει τὴν παράδοσιν τῶν μεγάλων Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι πάλιν εἶχαν διδασκάλους τοὺς Μυστικοὺς τοῦ 11ου αἰῶνος καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν εἰς τὴν Μυστικὴν ζωήν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινισθῆ ὅτι, ὁ Ἀκάκιος βλέπει τὸν Χριστὸν μὲ τὰ νοερὰ μάτια φωτιζόμενος ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν (τοῦ θείου φωτὸς). Βλέπει δέ, ὄχι τὴν θείαν οὐσίαν εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ὅπως καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου εἶδον Αὐτὸν εἰς τὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπως ὁ Συμεὼν ὁ Νέος θεολόγος ἔβλεπε τὸν Χριστὸν ὡς φῶς, τὸ ὁποῖον ἐπλημμύριζε τὸ κελλίον του καὶ τὸν ἴδιον ἐσωτερικῶς» (Θρησ. Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Α´, σ. 1174–1176). Ὡσὰν τὸ φῶς ἐκεῖνο ποὺ ἐσκέπασε τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ Ὄρος Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ ἐφώτισε τὸ καινὸν μνημεῖον καὶ ἐπεσκίασε τοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ φῶς ἀκόμη ποὺ ἐφώτισε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζῃ κάθε ταπεινὴ καὶ καθαρὴ ψυχή.

Ὁ Ἀκάκιος, ὅπως ἐτονίσθη, διεφύλαξε ἀνόθευτη τὴν παράδοσιν τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος, ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, Νήφωνος τοῦ ἐρημίτου καὶ Νείλου τοῦ μυροβλύτου. Ἰδιαιτέρως τοῦ μεγάλου θεολόγου καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὑπερμάχου τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς πνευματικῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ τῆς γενικωτέρας ἡσυχαστικῆς κινήσεως καὶ τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία συνδυάζει καὶ ἐναρμονίζει τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν μὲ τὰς ἀνθρωπιστικὰς τάσεις καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐκπροσωπεῖ. Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Ἀκάκιος ἀπὸ τοὺς κορυφαίους τοῦ 17ου αἰῶνος, δὲν παρέλειπε νὰ ἐκδηλώνη ἐνδιαφέρον καὶ διὰ τὰ προβλήματα τοῦ εὐρυτέρου κοινωνικοῦ συνόλου. Ἰδιαιτέρως ὅμως διὰ τὰ προβλήματα τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν του. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ βιογράφος του ὅταν σημειώνει· καὶ δὲν ἔλειπαν ποτὲ ξένοι (ἀπὸ τὸ σπήλαιόν του), οὔτε ἡμέραν, οὔτε νύκτα, καὶ ὁ καθένας ἔπαιρνε τὴν ὠφέλειάν του...

Δυστυχῶς δὲν ἔχομε κανένα στοιχεῖο ἀπὸ τὴν πολύτιμη θρησκευτικὴ πεῖρα ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ἀκάκιος κατὰ τὴν πολυετῆ ἀσκητική του ζωή. Δὲν ὑπάρχουν γραπτὰ κείμενα μὲ τὶς διδαχές του. Διεσώθησαν μονάχα ἐλάχιστες ὑποδείξεις καὶ παραινέσεις του πρὸς τοὺς συνασκητὰς ἀδελφούς του, ὅπως τὶς κατέγραψαν οἱ βιογράφοι του.

Σχετικὰ ἐπισημαίνεται ἡ περίπτωσις ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες διὰ νὰ τακτοποιήσουν ὡρισμένα ζητήματα εἰς τὴν Σκήτην, σκέφθηκαν νὰ τροποποιήσουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες νομοθετικὲς διατάξεις, ἐπειδὴ δὲν τὶς θεωροῦσαν ἱκανοποιητικές. Πρὶν ὅμως ἀποφασίσουν, ἐζήτησαν καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἀκακίου, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς ἀπέτρεψε, συμβουλεύοντας νὰ μὴν κάμουν καμμιὰ νομοθετικὴ ῥύθμισιν στὴ Σκήτη καὶ νὰ μὴν προτείνουν τροποποίησιν διατάξεων. Ἄλλωστε, οἱ πολλοὶ νόμοι καὶ οἱ πολλὲς διατάξεις εἶναι ἔνδειξις ἀδικίας. Ἀφοῦ «οἱ τέλειοι ἄνθρωποι ἐκ φύσεως καὶ ἀπὸ Θεοῦ φέρουν τὸν Νόμον γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (Πρὸς Ῥωμαίους β´ 15). Τοὺς εἶπε ἀκόμη ὅτι ἂν κάποιος προσπαθῆ νὰ διορθώση τοὺς ἄλλους, χωρὶς πρῶτα νὰ ἔχη τακτοποιήση τὸν ἑαυτόν του, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καὶ εἶτα καθᾶραι, σοφισθῆναι καὶ εἶτα σοφῖσαι, ἁγιασθῆναι καὶ εἶτα ἁγιάσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καὶ εἶτα προσαγαγεῖν ἄλλους», καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ἐξασφαλισμένη γαλήνια καὶ ἤρεμη τὴν συνείδησίν του, τότε εἶναι καταδικασμένος νὰ ἀποτύχη. «Σᾶς διαβεβαιώνω -ἔλεγε- καὶ μάρτυς μου ὁ Θεός, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀναλαμβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες, κινδυνεύει νὰ παρασυρθῆ καὶ νὰ ὑποπέση σὲ μεγάλους πειρασμούς, νὰ γίνη ἀκόμη παραβάτης θείας ἐντολῆς· τελικά, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ φύγη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ Σκήτη». Συνοψίζοντας κατέληξε· Λοιπόν, προσέχετε καὶ ἀγωνίζεσθε ὅσον ἠμπορεῖτε καὶ φυλάττετε τὰς παραγγελίας τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ περισσότερον μὴ ζητᾶτε.

Ἐπανελάμβανε μὲ ἄλλα λόγια τὴν παραγγελίαν τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητὴν του Τιμόθεον· «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες...» (Πρὸς Τιμόθεον Β´, κεφ. γ´ 14) καὶ τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου Θαλασσίου τοῦ Λίβυος· «Συντήρησον ἐντολὰς καὶ εὑρήσεις εἰρήνην καὶ τὸν Θεὸν ἀγαπήσεις καὶ γνώσεως ἐπιτεύξῃ».

Ἄλλοτε πάλιν ἐνθαῤῥύνοντας ὁ Ἀκάκιος καὶ προτρέποντας εἰς ὑπομονὴν τοὺς Πατέρας, ποὺ κατοικοῦσαν καὶ ἀσκήτευαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ἔλεγε· Ὑπομένετε ἐδῶ, ἀδελφοί, ὅτι ἔχομεν καὶ ἄλλους βοηθούς μας. Διότι ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἀσκήτευεν εἰς τούτους τοὺς τόπους (καὶ ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος), μίαν φορὰν εἰς ὥραν προσευχῆς ἦλθεν εἰς ἀποκάλυψιν καὶ εἶδεν τέσσερις Ἁγίους, ὁποὺ ἀσκήτευσαν εἰς τοὺς τόπους τούτους ἤτοι, Πέτρον, Μάξιμον, Νήφωνα καὶ Νεῖλον, ὁποὺ ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Χριστόν, διὰ νὰ τοὺς χαρίση (δηλαδὴ νὰ ἐλεήση) ἐκείνους ὁποὺ ὑπομένουν ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς των, ἐργαζόμενοι κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς τόπους ὅπου καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ἀσκήτευσαν. Καὶ τοὺς ἐδόθη τὸ χάρισμα ἐκεῖνο (εἰσακούσθηκε δηλαδὴ ἡ προσευχή των ἀπὸ τὸν Θεὸν).

Ὁ μακαριστὸς Ἀντώνιος Μουστάκας, ἱερομόναχος στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, μὲ ἐπιστολή του (14 Φεβρουαρίου 1969) πρὸς τὸν γράφοντα ἀναφέρει, ὅτι στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα ἐκεῖ παράδοσιν, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔλεγε συνήθως πρὸς τοὺς συνασκουμένους μὲ αὐτὸν Πατέρας· «Εἰ Πατέρα καλεῖν με θέλετε, μιμεῖσθε μου τὰς πράξεις καὶ τὸν βίον» καὶ ὅτι συχνὰ ἐπανελάμβανε· «Τιμὴ καὶ δόξα Ἁγίων μίμησις τοῦ βίου αὐτῶν».

13. Ὁ Ὅσιος προλέγει τὸν θάνατόν του

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησίν του εἰς ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς του. Ἰδιαίτερα ὅμως εἰς τὸν μοναχὸν Ἀθανάσιον, ὁ ὁποῖος ἔφθασε εἰς τὸ Σπήλαιόν του ἀπὸ τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης διὰ νὰ λάβη τὴν εὐχήν του, εἶπε· Ἐγὼ τώρα, Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράταν μακράν, μακρὰν καὶ ἐδῶ πλέον δὲν θὰ βλέπωμεν ἀλλήλους. Νὰ ἔχης τὴν εὐχὴν τῆς Παναγίας μας.

Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε στὰ οὐράνια, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1730, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸν περίπου ἐτῶν. Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου διεδόθη ἀμέσως εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ ὅπου προσέτρεξε ἄπειρον πλῆθος μοναχῶν καὶ ἐθρήνησε μὲ πραγματικὴν θλίψιν τὴν κοίμησίν του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ἀπὸ ὅλους τοὺς Πατέρας, κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται εἰδικὴ ἱερὴ Ἀκολουθία, ἀλλὰ καὶ ὁλονύκτια ἀγρυπνία.

Τρεῖς Ἀσματικὲς Ἀκολουθίες ἔχουν συνταχθῆ διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον. Ἡ τρίτη καὶ νεώτερη συντάχθηκε ἀπὸ τὸν μακαριστὸν ὑμνογράφον τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μοναχὸν Γεράσιμον Μικραγιαννανίτην καὶ δημοσιεύθηκε εἰς τὸ «Εὐρυτανικὸν Λειμωνάριον». Καὶ οἱ τρεῖς εἶναι σημαντικὲς καὶ ἰσάξιες. Εἰς τὴν παροῦσαν ἔκδοσιν περιλαμβάνεται ἡ ἀντιγραφεῖσα «ἐκ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, ὑπὸ Ἰσιδώρου μοναχοῦ Γέροντος Καυσοκαλυβίτου».

Συμπλήρωμα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκακίου, Παρακλητικὸς Κανὼν (Παράκλησις) καὶ 24 Οἶκοι (Χαιρετισμοὶ) κατ’ ἀλφαβητικὴν σειρὰν ὑπάρχουν εἰς τὸ Μονύδριον τοῦ Ὁσίου στὰ Καυσοκαλύβια.

Εἰς τὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα ἡ Ἐκκλησία μας διὰ τῶν ὑμνογράφων της μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει καὶ ἀποκαλεῖ τὸν Ἀκάκιον·

Εὐσεβῶν γονέων τὸ βλάστημα.
Τῆς πατρίδος ἱερὸν ἐγκαλώπισμα.
Τῶν Ἀγράφων τῶν κλεινῶν μέγιστον ἐντρύφημα.
Ἐργάτην δόκιμον τοῦ θείου θελήματος.
Ταπεινώσεως θεοκίνητον ὄργανον.
Ἀκακίας δένδρου κατάκαρπον.
Τῆς ἐρήμου τὸ κάλλιστον θρέμμα.
Ἀρετῶν διδάσκαλον.
Ὑπόδειγμα τῶν ἐν Ἄθῳ μοναζόντων.
Ἀσκητῶν τὸ κλέος.
Λύχνον τοῦ Ἄθωνος.
Ὁδηγὸν τῶν πεπλανημένων.
Φωστῆρα τῶν ἐσκοτισμένων.
Ἀστέρα νεόφωτον.
Ἀγγέλων ἰσάξιον, καὶ
Ἁγίων ἰσότιμον.

14. Ἡ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου τιμᾶ εὐλαβικὰ τὴ μνήμη του

Διακόσια περίπου χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καὶ ἡ μνήμη του παρέμεινε ζωντανὴ στὴν σκέψιν καὶ τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν συγχωριανῶν του. Κανεὶς δὲν τὸν ἐλησμόνησε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ὅλοι ζοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων εἰς τὴν πατρώαν γῆν. Ἕνα ὄνειρο ποὺ περίμενε ἀρκετὸν καιρὸ τὴν δικαίωσίν του. Ἡ μακροχρόνια ὅμως σκλαβιὰ καὶ οἱ δύσκολες περιστάσεις δὲν ἐπέτρεψαν στοὺς χωριανοὺς τοῦ Ἁγίου νὰ ἐκπληρώσουν τὸ χρέος των καὶ νὰ ἐκδηλώσουν ἔμπρακτα τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν εἰς τὴν μνήμην του.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος μας θεμελιώθηκε στὴ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου, ἱερὸς Ναὸς πρὸς τιμήν του, ἀλλὰ οἱ ἐργασίες του διεκόπησαν, διὰ νὰ ἐπαναληφθοῦν ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1927 ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ καὶ ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος μετέβησαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ νὰ ζητήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ μάλιστα τὴν ἁγίαν του κάραν. Ὅμως, παρὰ τὴν ἐπίμονη ἀπαίτησιν τῶν δύο ἐκπροσώπων τοῦ χωριοῦ ἐδόθη ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους μόνον ὁ δεξιὸς βραχίων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, καὶ στὶς 23 τοῦ ἰδίου μηνὸς πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Πάνδημος καὶ συγκινητικὴ ὑπῆρξε ἡ ὑποδοχὴ ἐκ μέρους τῶν κατοίκων, ὅπως ἐνθυμοῦνται ὅλοι οἱ ἐπιζῶντες τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Σύσσωμος ὁ πληθυσμὸς εἰς τὰ ὅρια τοῦ χωριοῦ ὑποδέχθηκε τὸν «Ἅγιον» μὲ ἱερὴν συγκίνησιν καὶ μὲ αἰσθήματα χαρᾶς καὶ πνευματικῆς κατανύξεως. Ἡ γενέθλια γῆ, ἡ ὁποία σεμνύνεται διὰ τὸ τέκνον της, θὰ κρατήση ἔκτοτε καὶ θὰ διαφυλάξη «ἐσαεὶ» μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ καὶ εὐλάβεια τὸ πάντιμον καὶ ἱερὸν αὐτὸ τμῆμα τοῦ λειψάνου, ὡς θείαν εὐλογίαν καὶ θησαυρὸν ἀνεκτίμητον.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐδόθη καὶ ἡ καλαίσθητη καὶ μεγάλου σχήματος «φυλλάδα» ἡ ὁποία περιέχει τὴν Ἀκολουθίαν καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καὶ ἡ ὁποία ἀντιγράφηκε τότε στὴ γραφομηχανή, ἀπὸ τὸν ἱερομόναχον Ἀντώνιον Μουστάκαν, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὴν ὑπὸ ἡμερομηνίαν 25 Ἰανουαρίου 1969 ἐπιστολήν του.

Ἀναφέρεται ἀκόμη στὴν ἴδια ἐπιστολὴ ὅτι· «εἰς τὸν Ναΐσκον τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῶν Καυσοκαλυβίων σώζεται ἡ κάτω σιαγὼν τοῦ Ἁγίου, ὅτι ἡ ἁγία Του Κάρα φυλάσσεται εἰς τὸ σεπτὸν Κυριακὸν τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ ὅτι τὰ ὑπόλοιπα λείψανα ὑπάρχουν εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τῆς Μεγίστης Λαύρας· μέρη δὲ αὐτῶν καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μοναστήρια...». Ἐπίσης, τεμάχιον τοῦ ἱεροῦ τούτου Λειψάνου φυλάσσεται καὶ στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καρυστίας καὶ Σκύρου ἀπὸ τὸ 1976. Συγκεκριμένα, ὅταν στὶς 4 Ἰουνίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ Ἐπιτροπὴ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς Ἀρχιμανδρίτην τῆς ἀνωτέρω Μητροπόλεως μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέλαβε μὲ ἐπίσημον ἔγγραφον ἀπὸ τὴν ἱερὰν Μονὴν Μεγίστης Λαύρας τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου· τότε εἰς τὴν Ἐπιτροπὴν αὐτὴν παρεδόθη ἐκ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἕνα ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του (μᾶλλον μία σεπτὴ πλευρὰ ἐκ τοῦ θώρακος τοῦ Ὁσίου), ὅπως πρόσφατα μᾶς ἐπληροφόρησε ὁ ἐφημέριος καὶ προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Κύμης Εὐβοίας, ὅπου φιλοξενεῖται τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου.

Ἡ Κοινότης Γολίτσης τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης, γενέτειρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, διὰ Προεδρικοῦ Διατάγματος ἐκδοθέντος τὴν 4ην Νοεμβρίου 1927 (ΦΕΚ. 306/1927) μετωνομάσθη εἰς Κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου.

Ἐκείνη τὴν ἐποχή, μὲ ἀπόφασιν τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιὴλ καὶ μὲ τὴν ὁμόφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν ἄλλων παραγόντων τοῦ χωριοῦ, καθιερώθηκε ὅπως ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται κάθε χρόνο τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, ἐπειδὴ ἡ 12η Ἀπριλίου συμπίπτει συνήθως μὲ τὴν περίοδο νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς καὶ πανηγύρεως ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη προσέρχονται διὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιον. Μετὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ ἄλλων ἱερέων ἢ καὶ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἀκόμη, προσλαμβάνει ἰδιαίτερη λαμπρότητα, ἐπακολουθεῖ λιτάνευσις τῶν ἱερῶν Λειψάνων μέχρι τοῦ Σπηλαίου τοῦ Ἁγίου καὶ ἀρτοκλασία.

Παλαιότερα κατὰ τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας ἐπακολουθοῦσε διασκέδασις μὲ ἑλληνικοὺς χοροὺς καὶ τραγούδια στὴν ὄμορφη καὶ καταπράσινη τοποθεσία ἔξω ἀπὸ τὴ μικρὴ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν ὁποία φιλοξενήθηκαν τὰ ἱερὰ Λείψανα (ὁ σεπτὸς βραχίων τοῦ Ἁγίου) ἐπὶ 35 χρόνια. Σήμερα οἱ χοροὶ καὶ οἱ διασκεδάσεις περιορίζονται στὰ καφενεῖα τοῦ χωριοῦ, τόσο τὴν παραμονὴ ὅσο καὶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ μόνον τὶς νυκτερινὲς ὧρες. Ἐπίσης, στὶς 23 Ὀκτωβρίου κάθε χρόνο τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται μὲ καθιερωμένη θεία Λειτουργία καὶ ἀργία γιὰ ὅλο τὸ χωριό, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν Λειψάνων.

Τὸ 1939, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης, Ἰακώβου Κουτρούμπα, καὶ μὲ προσωπικὴ ἐργασία τῶν κατοίκων ἰσοπεδώθηκε ὁ χῶρος μπροστὰ ἀπὸ τὸ Σπήλαιον τοῦ Ἁγίου καὶ διαμορφώθηκε τεχνικὰ καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ εἴσοδος καὶ ἡ πρόσοψίς του. Μὲ τὶς ἐργασίες αὐτὲς τὸ Σπήλαιον ἔχασε τὴν ἀρχική του μορφή, διετήρησε ὅμως ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴ φυσική του ὀμορφιά. Ἔτσι, ὁ χῶρος αὐτὸς διαμορφώθηκε σὲ ἕνα γραφικὸν καὶ ἀπέριττον προσκυνητάριον.

Τὸ 1950, ἐπανελήφθησαν οἱ ἐργασίες γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ θεμελιωθέντος ἱεροῦ Ναοῦ καὶ συνεχίσθηκαν ἐπὶ μίαν δεκαετίαν. Ὁ νέος ἐνοριακὸς Ναὸς τοῦ χωριοῦ, εὐλαβικὸν ἀφιέρωμα εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου, ἀποπερατώθηκε τὸ 1962 καὶ ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα τὸ 1971.

Δύο μικρὰ εἰκονοστάσια ἀφιερωμένα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ἔχουν κτισθῆ μὲ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία σὲ δρόμους ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Τὸ ἕνα στὸ δρόμο πρὸς τὰ γειτονικὰ χωριὰ Κανάλια καὶ Πύργον Ἰθώμης (1931) καὶ τὸ ἄλλο πρὸς τὸν Ἑλληνόπυργον (1965).

Ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Κοινότητος καὶ συγκεκριμένα σὲ κεντρικὸ δρόμο στὴν εἴσοδο τῆς κωμοπόλεως Μουζακίου κτίσθηκε τὸ 1973 μικρὸ ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἕξι Ἁγίων τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης·

1. Ἁγίου Σεραφείμ, ἐπισκόπου Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἱερομάρτυρος.

2. Ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις.

3. Ἁγίου Παρθενίου, ἐπισκόπου Ῥαδοβυζίου ἐκ Βατσουνιᾶς.

4. Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ἐκ Γολίτσης.

5. Ὁσίου Δαμιανοῦ ἐκ Μεριχόβου καὶ

6. Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ ἐκ Σκλαταίνης (Δρακότρυπας).

Ἀπὸ τὸ 1971 σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὶς ἐνορίες τῶν Μητροπόλεων Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τιμῶνται καὶ ἑορτάζονται κάθε χρόνο τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου οἱ ἐννέα Εὐρυτᾶνες Ἅγιοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τρεῖς ἐκ τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης·

1. Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἐκ Γολίτσης Ἀγράφων.

2. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, ἐπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἱερομάρτυς καὶ

3. Ὁ ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Μεριχόβου.

Ὁ τόπος καταγωγῆς τῶν ἐννέα Εὐρυτάνων Ἁγίων εἰς τοὺς ὁποίους συγκαταλέγονται καὶ οἱ προαναφερθέντες ἐκ τοῦ γειτονικοῦ πρὸς τὴν Εὐρυτανίαν Νομοῦ Καρδίτσης, ἐντοπίζεται εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Καρπενησίου. Καὶ τοῦτο διότι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας τὰ μὲν Ἄγραφα ἦταν ἀδιαίρετα καὶ ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα διαχωρισμένα σὲ θεσσαλικὰ καὶ εὐρυτανικά, ἡ δὲ περιοχὴ τοῦ Καρπενησίου ἦταν πολὺ εὐρύτερη τῆς σημερινῆς.

Ἡ πρωτοβουλία τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Εὐρυτάνων Ἁγίων καὶ Ἱερομαρτύρων ἀνήκει εἰς τὸν Ἀρχιμανδρίτην Δοσίθεον, ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας, ὑπὸ τὴν ἔγκρισιν τοῦ τότε Μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Δαμασκηνοῦ. Μὲ τὴν φροντίδα τοῦ ἰδίου ἡγουμένου ἐξετυπώθη ἡ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων τῆς Εὐρυτανίας, τὴν σύνταξιν τῆς ὁποίας ἀνέλαβε ὁ μακαριστὸς ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γεράσιμος μοναχὸς Μικραγιαννανίτης. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, εἰς τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὑπάρχει σύντομος βιογραφία ἑνὸς ἑκάστου Ἁγίου, ἐνεκρίθη διὰ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 2354 Λ. 634/25–5–1971 ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀκόμη, εἰς τὸ κτηριακὸν συγκρότημα τῆς Μονῆς Τατάρνης ἡ ὁποία ἀπέχει ἑβδομῆντα περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Καρπενῆσι, ἔχει ἀνεγερθῆ κάτω ἀπὸ τὸ Καθολικὸν αὐτῆς μεγάλο παρεκκλήσιον, ἀφιερωμένον εἰς τοὺς ἐννέα Ἁγίους καὶ Νεομάρτυρας τῆς Εὐρυτανίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εἰς τὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ Ἀκάκιος, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸν βαρὺν ζυγὸν τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν, ἀνεζήτησε τὴν ἀπόλυτον ἡσυχίαν καὶ ἀνεδείχθη πρότυπον ταπεινώσεως καὶ ἡσυχαστικῆς ἀσκήσεως.

Μὲ πλήρη τὴν ὑποταγὴν τοῦ σώματος εἰς τὰ κελεύσματα καὶ τὰς ἐπιταγὰς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς καρδίας, τὴν συνεχῆ καὶ ἀδιάλειπτον προσευχὴν ἐπέτυχε·

Νὰ ἀπελευθερώση τὴν πορείαν τῆς ψυχῆς του πρὸς τὴν ἠθικὴν τελείωσιν καὶ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀνέλθη στὶς ὑψηλότερες ὑπεργήινες καὶ οὐράνιες κορυφές, ἐκεῖ ὅπου ἀπαστράπτει ἡ θεϊκὴ φωτοχυσία καὶ ἀντηχεῖ ὁ ἀντίλαλος τῆς αἰωνιότητος.

Νὰ ὑψωθῆ εἰς δυσθεώρητα ὕψη πνευματικῶν ἀνατάσεων καὶ νὰ ἀφεθῆ ἐλεύθερος εἰς τὸ πέλαγος τῶν θείων μετεωρισμῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐπιτυγχάνεται ἡ ὑπέρβασις, ἡ ἐνατένισις, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου· νὰ φθάση εἰς τὰ ἀπρόσβατα διὰ τοὺς πολλοὺς ὕψη τῆς ἐνοράσεως καὶ τῆς θεοπτίας.

Νὰ ἀποκτήση τὴν μυστικὴν ἐμπειρίαν τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου, ὥστε νὰ προσεγγίζη καὶ νὰ διερευνᾶ τὸ βάθος καὶ τὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, νὰ τὰ ἐπισημαίνη ἐπιτυχῶς καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος μὲ τὸ βαθύτατον θρησκευτικόν του βίωμα, τὴν ἐνάρετη καὶ ἀγγελικὴν του πολιτείαν, προβάλλει εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἕνα φωτεινὸν μετέωρον, ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ τὰ βήματα τῶν ἐπερχομένων γενεῶν πρὸς τὴν μεγάλην λεωφόρον τῶν Ἑλληνοχριστιανικῶν παραδόσεων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σκήτη· Συνοικισμὸς μοναχῶν ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὲς Καλύβες (σπίτια) στὶς ὁποῖες κατοικοῦν δύο, τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι μοναχοί. Κάθε Σκήτη ὑπάγεται εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἑνὸς μοναστηριοῦ καὶ διοικεῖται ἀπὸ Ἡγούμενον, ὁ ὁποῖος λέγεται Δικαῖος, ἀπὸ δύο, τρεῖς ἐπιτρόπους καὶ ἀπὸ τὴν Γεροντικὴν Σύναξιν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν σὲ κάθε Σκήτη ὁρίζεται ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονήν. Σὲ πολλὲς Σκῆτες ὑπάρχει καὶ μικρὸς Ναός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ Σκῆτες χωρὶς Ναούς. Οἱ Σκῆτες διακρίνονται σὲ Κοινόβιες καὶ Ἰδιόῤῥυθμες.

2. Καλύβη· Μεμονωμένη μικρὴ κατοικία εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν δύο, τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι μοναχοί. Οἱ Καλύβες παραχωροῦνται ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονὴν εἰς τρία πρόσωπα μὲ τὸ σύστημα τῆς διαδοχῆς. Παραχωροῦνται ἀκόμη καὶ εἰς τὰ Κελλία. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μεμονωμένες Καλύβες, οἱ ὁποῖες παραχωροῦνται γιὰ ἰσόβια διαμονὴ καὶ κατοικία χωρὶς διαδοχήν.

3. Κυριακόν· Εἶναι ὁ κεντρικὸς καὶ Καθολικὸς Ναὸς τῶν ἱερῶν Σκητῶν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τῶν Καλυβῶν ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν Σκήτην. Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν συγκεντρώνονται τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές, ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης καὶ συνεκκλησιάζονται. Ἐκεῖ τελοῦν καὶ τὶς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες των, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τελοῦν ὅλα τὰ πνευματικά τους καθήκοντα στὶς ἰδικές των Καλύβες.

4. Κάθισμα· Εἶναι μικρὴ Καλύβη εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖ ἕνας μόνον μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀντὶ ὡρισμένου τιμήματος λαμβάνει καὶ «διακονίαν ἄρτου» ἐκ τῆς Μονῆς.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΙΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, ἱερομονάχου· «Βίος καὶ Πολιτεία, ἄσκησις καὶ λαμπροὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου τοῦ Καυσοκαλυβίτου». Χειρόγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 42 εἰς τὴν βιβλιοθήκην τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.

2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ· Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἔκδοσις Γ´, Ἀθῆναι 1961.

3. ΕΥΛΟΓΙΟΥ ΚΟΥΡΙΛΑ - ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ· Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ - Ἀθωνῖται, Τόμος Α´, Θεσσαλονίκη 1929.

4. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, Τόμ. Α´.

5. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, ἱερομονάχου· Ἡ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 1964.

6. ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ, ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας· Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου. Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ Εὐρυτανικοῦ Λειμωναρίου.

7. Τοῦ ἰδίου· Ἀκολουθία τῶν Εὐρυτάνων Ἁγίων. Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1971.

8. Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Δ´, Ἔκδοσις Ε´, Ἀθῆναι 1984.

9. Γ. ΜΗΛΙΤΣΗ· Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἔκδοσις Β´, Τρίκαλα 1986.

10. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, Ἀρχιμανδρίτου· Τὸ Ἅγιον Ὄρος Ἄθω, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1957.

11. ΑΘ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Μοναχοῦ Ἁγιορείτου· Ἡ Πλατυτέρα, Ἅγιον Ὄρος 1982.

12. ΙΩΝΝΙΚΙΟΥ, Ἀρχιμανδρίτου· Ὁ Καυσοκαλύβης, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1980.

13. ΑΝΔΡΕΟΥ - ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Μοναχοῦ Ἁγιορείτου· Γεροντικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἔκδοσις Β´ 1980.

14. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ κήρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτὸς (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς), Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1984.

15. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, Ἑβδομαδιαία Ἐφημερὶς Ἀθηνῶν.

16. Ἀρχεῖον Καρδίτσης. Ἐπιμέλεια κειμένων· Νικολάου Κατοίκου, φιλολόγου

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ