ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ
Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ
Τὸ χαροποιὸν πένθος εἶναι παντελῶς ἀντίθετο μὲ τὸν κόσμο. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μετέχει σὲ αὐτό, ξεχωρίζει αὐτόματα ἀπὸ τὸν κόσμον, γίνεται σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ καθίσταται κλητὸς καὶ ἐκλεκτός. Αὐτὸ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀνεχθῇ, διότι ἐλέγχεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ ἐκλεκτοῦ, τοῦ πενθοῦντος δηλαδή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνειδίζει τὰ ἔνθεα δάκρυα, προσθέτοντας θλίψη πάνω στὴν θλίψη τοῦ θρηνοῦντος. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν γελᾷ καὶ ἁμαρτάνει, περιφρονεῖ ὅσους δὲν κάνουν τὰ ἴδια. Ἐάν, ἐπὶ παραδείγματι, σὲ μία παρέα ἀπὸ νεαρὰ πρόσωπα τύχει τὸ ἕνα νὰ εὐλαβεῖται τὰ θεῖα καὶ νὰ διστάζῃ νὰ ἁμαρτήσῃ, τότε οἱ φίλοι του θὰ τὸν κοιτάξουν παράξενα καὶ θὰ τοῦ ποῦν: «Ἔλα καημένε τώρα. Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνεις; Θὰ καταντήσῃς ὑποχόνδριος καὶ κομπλεξικός. Σύνελθε καὶ μὴν φέρεσαι σὰν ἀνιστόριτος, διότι εἶμαστε στὶς χαραυγὲς τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ὄχι στὸ μεσαίωνα».
Βεβαίως, γιὰ τὸ ποιὸς πρέπει νὰ συνέλθῃ καὶ νὰ ἰσοροπήσῃ ψυχικά, περισσότερον ἁρμόδιοι νὰ μιλήσουν εἶναι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι τονίζουν μὲ αὐστηρὸ ὕφος καὶ μὲ μία δόση ἱερᾶς ἀγανακτήσεως ὅτι: «Πρόκειται νὰ ἀπολογηθοῦμε ἐνώπιον οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ σὺ γελᾷς καὶ ἁμαρτάνεις; Ἔρχεται τὸ Ἐσφαγμένον διὰ τὰς ἁμαρτίας σου Ἀρνίον νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην ἐν πάσῃ δικαιοσύνῃ καὶ δὲν λαμβάνεις συναίσθησιν; Ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει, διότι δὲν ἀνήκεις στοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ στὸν κόσμο. Οἱ δὲ ἐκλεκτοὶ εἶναι τέτοιοι, διότι τώρα λυποῦνται. Ὅταν ὅμως ὄψεται αὐτοὺς ὁ Κύριος χαρήσονται».
Ὅταν ἔλθει καὶ κατοικήσῃ στὴν καρδιά τους, ποὺ στὸ μεταξὺ θὰ ἔχῃ μετατραπῇ σὲ «τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ ἱακώβ»41, οὐσιαστικὰ θὰ δεχθοῦν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Παρακλήτου, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν χώραν τῆς ἀληθείας, μακρὰν ἀπὸ τὸ φαινόμενον ψεῦδος, τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος. Καὶ τότε θὰ θερίσουν μὲ ἀγαλλίαση ὅ, τι ἔσπειραν μὲ δάκρυα. Ὅπως ἀπὸ τὸν θάνατον ἀνατέλει ἡ Ζωή, ὁ Ἀναστὰς Κύριος, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸν πόνο, ποὺ εἶναι συνέπεια τοῦ θανάτου, ἀνατέλει ἡ χαρὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ἡ θλίψη οὕτως ἡ ἄλλως εἶναι ἀναπόφευκτη καὶ δὲν ἐξαιρεῖ κανέναν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Καὶ ὁ χριστιανὸς τὸ γνωρίζει καλά, γι’ αὐτὸ καὶ κλαίει. Ἡ κακοπάθεια, οἱ θλῖψεις, τὰ δάκρυα γίνονται τὰ σπέρματα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Ὅ, τι σπείρει κανείς, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσῃ. Ὁ σπόρος τῆς εὐσεβείας φέρει πλούσια τὰ δράγματα, τοὺς στάχυας τῶν ἀρετῶν.
Τὸ διηνεκὲς δάκρυον – ὅπως τονίζουν οἱ πατέρες – εἶναι οὐράνια εὐεργεσία, ἐπίσκεψις Θεοῦ καὶ ἀγγέλων ἐπισκίασις· εἶναι ὁλοθρευτὴς ἁμαρτίας (ἐξολοθρεύει τὴν ἁμαρτίαν) καὶ σβεστήριον τοῦ αἰωνίου πυρὸς (σβήνει τὸ πῦρ τῆς κολάσεως)· αἷμα τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως καὶ ἱδρώτας τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἐπίσης ἡδονὴ καὶ γλύκα τῶν πνευματικῶν αἰσθητηρίων, γόνιμη βροχὴ καὶ λίπασμα τῶν ἀρετῶν, πῦρ δροσίζον τὴν φλόγα τῶν παθῶν καὶ κατακαίον τὴν ὕλη τῆς ἁμαρτίας. Ποιητικὸν δε, θείας παρακλήσεως καὶ πρόξενον αἰωνίου ἀγαλλιάσεως.
Ὅταν τὰ μάτια τοῦ σώματος ρέουν ροὲς καθαρτηρίων ὑδάτων, τότε καὶ ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς μπορεῖ νὰ βλέπῃ καθαρὰ καὶ τὶς ὑποθάλπουσες πτώσεις ἢ κλίσεις μας. Τὰ δάκρυα λοιπὸν ἔχουν δύναμη ἐξαγνιστική-ἐξαγιαστικὴ καὶ θέρμη σὰν τὴν λάβα τοῦ ἡφαιστείου. Καθαίρουν τὶς κηλῖδες τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς καὶ ὁδηγοῦν τὴν ὄρεξη, τὴν ἔφεση πρὸς τὰ ἄνω. Τὸ πρόσωπο ποὺ στολίζεται μὲ αὐτὰ ἔχει κάλλος ἀμάραντον. Αἰσθάνεται τὸ ἰαματικὸ ἄγγιγμα τοῦ Ἰορδάνου ποὺ τὸ ξεπλένει ἀπὸ τὴν λέπρα τῆς ψυχῆς. Ὡσὰν τὸν προφήτη Δαβίδ, παρὰ τὶς πτώσεις του, ἦταν πάντοτε καθαρό, γιατὶ φρόντιζε κάθε νύκτα νὰ τὸ λούζῃ μὲ τὰ δάκρυά του. Ἀκούει μὲ προσοχὴ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ παρατηρῇ: «Οἱ μάρτυρες ἐκχέουσι αἷμα, οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐκχέουσιν δάκρυα. Καὶ ἵνα μάθῃς ὅσην δύναμιν ἔχει τὰ δάκρυα, ἡ πόρνη μὴ αἷμα ἐξέχεεν; Οὐ πηγὴν δακρύων ἐξέχεε καὶ ἐξήλειψε τὰ ἁμαρτήματα; Καὶ τί λέγω πόρνην, ἀκάθαρτον γυναῖκα; Ὁ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κρηπὶς τῆς πίστεως, ἡ κεφαλὴ τοῦ χοροῦ τῶν ἀποστόλων, ὁ Πέτρος, οὐκ ἠρνήσατο τὸν Χριστὸν καὶ ἅπαξ καὶ δὶς καὶ τρίς; Μὴ αἷμα ἐξέχεεν; Οὐ πηγὰς δακρύων ἐξέχεε, καὶ ἔκλαυσε, καὶ ἀπεσμήξατο αὐτοῦ τὸ ἁμάρτημα;»42. Βεβαίως, ἔπειτα ἔχυσε καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὸν Χριστόν, πεθαίνοντας στὴν Ρώμη μὲ μαρτυρικὸν θάνατον, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα ἔχυσε δάκρυα καὶ ἀπεκατεστάθη ἔτσι εἰς τὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα.
Ὁ διὰ τὰς ἁμαρτίας τύπτων τὸ στῆθος του, ὁμοιάζει μὲ τὴν μοιχαλίδα ἐκείνην ποὺ πλησίον τοῦ Κυρίου κλαῖει συντετριμμένη, διότι βρῆκε ἐπιτέλους Φιλάνθρωπον Δεσπότην, ποὺ – ἂν καὶ ἀναμάρτητος – δὲν βάλλει τὸν λίθον (κατὰ τὸ «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω»43)· καὶ ἔτσι ἀποσύρεται ὁ σαρκικὸς πόθος ἀπὸ μέσα της. Στὴν καρδιά της, ἀλλὰ καὶ στὴν μέχρι πρότινος φλεγομένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σάρκα της, βασιλεύει τώρα μία οὐράνια χαρά. Μία χαρὰ ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς χαρὲς ποὺ γνώρισε ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἀκολασία. Τὸ ἄρρωστο καὶ ταραγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία αἷμα της, γαληνεύει μὲ τὴν θεϊκὴ ἐπέμβαση, ὅπως ἡ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Τὸ ἴδιο, δηλαδή, ποὺ συνέβη καὶ μὲ τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ ὅταν ἄναβε μέσα της ἡ ἐπιθυμία, ἔριχνε τὸν ἑαυτό της εἰς τὴν γῆν, ἔλουζε μὲ δάκρυα τὸ ἔδαφος καὶ δὲν σηκωνόταν ἕως ὅτου διεπίστωνε ὅτι τὸ γλυκὺ φῶς τοῦ Χριστοῦ περιέλαμπε τὸν λογισμό της καὶ ἔδιωχνε μακρυὰ τὴν ἁμαρτωλὴ νοσταλγία της.
Ἄλλο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα συγκλονιστικῆς μεταστροφῆς «ἐλέῳ πένθους», εἶναι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ὁ ἐπίσκοπος Ἰππῶνος ἔχει μείνει γνωστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ ὡς «υἱὸς τῶν δακρύων», γιατὶ τὰ δάκρυα τῆς μητέρας του Μόνικας τὸν ἀναγέννησαν πνευματικά, ἀλλὰ κυρίως διότι ὁ ἴδιος φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα καὶ κυριευμένος ἀπὸ ὑπερβάλλουσα ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, ἐπέδειξε τέτοια μετάνοια καὶ ἐξομολογητικὴ διάθεση, (βλ. τὶς «Ἐξομολογήσεις του»), τόσην συντριβήν, ποὺ ἂν δὲν ὑπερβάλλουμε, μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ τὸ ἀπόλυτο πρότυπο μετανοίας καὶ πένθους, τὸν προφήτη Δαβίδ. Πάντως, ὅπως καὶ νὰ ἔχῃ, συγκαταλέγεται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπέδειξαν παροιμιώδη μετάνοια.
Καὶ κάτι ἄλλο πολὺ σημαντικό. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κλαίει νυχθημερὸν μὲ ἀναφιλητὰ καὶ ἀναστεναγμούς, ἔχει κατὰ νοῦν τὸν σπαραξικάρδιον θρῆνον τῆς Θεοτόκου μπροστὰ εἰς τὸν Σταυρόν. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνον γιὰ τὴν ἀβάσταχτην ὀδύνην τῆς Παρθένου, διότι ἔχει βαθιὰ συναίσθηση πὼς μὲ τὶς ἁμαρτίες του ἐσταύρωσε τὸν Χριστὸν καὶ πλήγωσε βαθιὰ τὴν μητρική της καρδιά.
Μὲ τὸ δάκρυ του κηδεύει μετὰ τοῦ Νικοδήμου τὸν πονεμένον καὶ ἀκοίμητον νεκρόν, πονώντας καὶ πενθώντας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, γιατὶ ἀδιαφόρησε στὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπέφερεν συνηθροισμένη ἡ τῶν παθῶν του «κουστωδία». Καὶ πάλι κλαίγοντας ὑποδέχεται τὸ ξέσπασμα χαρᾶς τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐχάρησαν» χαρὰν μεγάλην, «ἰδόντες τὸν Κύριον»44. Τὰ δάκρυά του αὐτὰ εἶναι ὄντως θεάρεστα, πηγαῖες καὶ αὐθόρμητες σταγόνες ἀληθείας, ἀποστάγματα καὶ ξεσπάσματα τῆς πονεμένης ψυχῆς.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ τὰ νόθα, τὰ ψεύτικα δάκρυα, ποὺ στεροῦνται κάθε ἐνεργείας στὴ σωτηρία τοῦ χριστιανοῦ. Εἶναι τὰ δάκρυα τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας, τοῦ μίσους καὶ τῆς ἀκολασίας, τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπολαύσεων καὶ τῶν πειρασμῶν εἰς τὴν ζωήν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Σκέψου μήπως δακρύζεις, γιατὶ νομίζεις ὅτι εἶσαι καλὸς καὶ φιλόθεος καὶ ἐπαινεῖσαι κρυφίως ἐν τῇ διανοίᾳ σου… ἢ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους ὡς μὴ κλαίοντας καὶ νομίζεις ὅτι δὲν σοῦ ἤλθαν ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ δάκρυα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προκοπὴ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σου. Συλλογίσου μήπως κλαῖς καὶ ἔπειτα δὲν ἀφήνεις τὶς πονηρές σου πράξεις καὶ δὲν ἔχεις ὑπομονὴ εἰς τοὺς πειρασμούς, ἢ παρακαλεῖς νὰ πάθουν κακὸ οἱ ἐχθροί σου. Τότε, ἂν ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γνώριζε ὅτι ἐκεῖνα εἶναι δάκρυα δαιμονιώδους ὑπερηφανείας».
Ἐὰν λοιπὸν πενθοῦμε μετὰ κενοδοξίας καὶ ἐγωϊσμοῦ, καλὸν εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ «ἀνέωξεν θύρας οὐρανοῦ»45, εὔκολα τὶς κλείνει καὶ μεταστρέφει τὴν «θάλασσαν» τῶν δακρύων μας σὲ ξερὴ καὶ ἄγονη ἔρημο. Ἂν ὁ Θεὸς δεῖ κάποιον ἄνθρωπον νὰ καυχᾶται ἐπειδὴ ἔχει δάκρυα καὶ νὰ νομίζῃ ὅτι κατόρθωσε κάτι μεγάλο, τοῦ ἀφαιρεῖ τὰ δάκρυα καὶ στὸ ἑξῆς ἡ καρδιά του μένει σκληρὴ καὶ δὲν σώζεται.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ πένθος. Ὁ Θεὸς εὐχαριστεῖται ὄχι νὰ μᾶς βλέπῃ νὰ βασανιζόμαστε καὶ νὰ κλαῖμε, ἀλλὰ νὰ χαιρόμαστε καὶ νὰ ἀγάλλουμε ἐσωτερικά· ὅπως ὑπογραμμίζει ἐν προκειμένῳ καὶ ὁ Σιναΐτης Ἅγιος: «θανάτωσε τὴν ἁμαρτία καὶ τότε θὰ εἶναι περιττὰ τὰ δάκρυα τῆς ὀδύνης εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου. Διότι ὅπου δὲν ὑπάρχει πληγή, ἐκεῖ δὲν χρειάζεται καὶ νυστέρι». Ἐὰν δὲν εἴμαστε πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν θὰ χρειασθῇ νὰ πονέσουμε καὶ νὰ κλαύσουμε προκειμένου νὰ θεραπεύσουμε τὶς πληγές.
Ὅταν λοιπὸν τὸ δάκρυ δὲν λέει νὰ κοπάσῃ, ὅταν τὰ μάτια δὲν μποροῦν νὰ παραμείνουν στεγνά, ἂς φέρουμε στὴ μνήμη τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Μήπως πλησιάζει ἡ ἡμέρα ἐκείνη, μήπως ἔρχεται τὸ τέλος μας καὶ ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὶς βρύσες τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς στέλνει τόσα δάκρυα; Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν δὲν ἔχουμε κατάνυξη, ἂς μὴν τὸ βάλουμε κάτω. Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸν νὰ μᾶς στείλῃ τὴν χάριν του καὶ τουλάχιστον ἂς στεναχωρηθοῦμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔχουμε πένθος. Ἂς πενθήσουμε γιὰ τὴν ἀνυπαρξία του.
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν, συμβουλεύουν νὰ μπολιάζουμε τὰ δάκρυα. Ἐάν, ἐπὶ παραδείγματι, κλαῖμε γιατὶ μᾶς ἀδίκησε κάποιος ἢ γιατὶ ἀκόμη δὲν ἔχουμε ἀποκτήσει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, τότε ἂς κοιτάξουμε κατάματα τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγία, τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε στὸ πρόσωπό τους τὸ παράπονο – γιατὶ πενθοῦμε γιὰ τὰ λάθος πράγματα – ἀλλὰ καὶ τὴν συμπόνια, ἐπειδὴ ὑποφέρουμε. Ἴσως τότε νὰ κατανυχθοῦμε, σκεπτόμενοι ὅτι δὲν κλαῖμε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ποὺ τόσο μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς νοιάζονται, ἀλλὰ γιὰ πράγματα ποὺ στὸ τέλος καταισχύνουν ἐκεῖνον ποὺ θὰ δώσει τὴν καρδιά του εἰς αὐτά.
Εἰδικώτερα οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ κληρικοὶ ποὺ φοροὺν τὸ μαῦρο τοῦτο ἔνδυμα, τὸ ράσο, γιὰ νὰ τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι ἂν καὶ εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου, ἡ ἀποστολή τους εἶναι νὰ πενθοῦν ἰσόβια. Φαντασθεῖτε νὰ φοροῦσαν
ὅ ,τι καὶ οἱ κοσμικοί. Δὲν θὰ ξεχώριζαν σὲ τίποτα ἀπ’ αὐτούς. Ὁ ρασοφόρος ὅμως εἶναι δακτυλοδεικτούμενος καὶ πρέπει νὰ ἀποτελῇ γιὰ ὅλους πρότυπο ἐναρέτου ζωῆς καὶ πολιτείας.
Μποροῦμε κάλλιστα νὰ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πενθοῦν, ὅταν χάνουν κάποιο ἀγαπημένο τους πρόσωπο. Ἐκεῖνες τὶς στιγμές, ὅλες οἱ χαρὲς τοῦ κόσμου δὲν μποροῦν νὰ γιατρέψουν τὸν πόνον αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Συντετριμμένοι καθὼς εἶναι, δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἁμαρτήσουν, νὰ θυμώσουν, νὰ ἀντεκδικήσουν. Βουβοὶ καὶ ἄλαλοι, κατακεραυνωμένοι ψυχικά, ζοῦν τὴν ἀπόλυτη σιωπή. Τὴν περίοδο ποὺ ἡ καρδιά τους πονᾷ, ζοῦν μὲ ἐγκράτεια – δὲν ἔχουν ὄρεξη νὰ φᾶνε, καθὼς “δὲν κατεβαίνει τίποτα κάτω” – μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ συνοχή.
Αἰσθάνονται, ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὴν ματαιότητα τῶν πάντων. (Συνεχίζεται)
41) Ψαλμ. 131, 5.
42) Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁμιλία β΄, εἰς τὸν Ν΄ ψαλμόν.
43) Ἰωάν. η΄, 7.
44) Ἰωάν. κ΄, 20-21.
45) Ψαλμ. οζ΄, 23.