ΚΥΡΙΑΚΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ
Κατὰ μυστηριώδη τρόπο ὁ πόνος τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι ἄϋλο βίωμα τοῦ ἔσῳ ἀνθρώπου, μετατρέπεται σε δάκρυ ποὺ ἔχει ὑγρή, ὑλικὴ σύσταση καὶ ἀναπαύει ἀπὸ τὸν πόνο, σβήνοντας τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως. Γίνεται αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Χριστός, ὅτι: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος»17. Βεβαίως τὸ δάκρυ, αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὕδωρ ζῶν ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον· ὅταν ὅμως κυλᾷ κατὰ Θεόν, τότε ὁπλίζεται μὲ τὴν θείαν Χάριν καὶ ἔχει μέσα του τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ αἰώνιον. Ρέει ἀδιακόπως, τρέχει ἀπὸ τὴν καρδιά ὡς καταρράκτης ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τοὺς ἐκ βάθους στεναγμούς, τὴν φωνὴν τῶν καταρρακτῶν. Τότε πραγματικὰ μπορεῖ νὰ νιώσῃ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ὅτι «ἡ γῆ ἐσείσθη», ἡ γῆ τῆς καρδίας του δηλαδή καὶ ὁλοκλήρου τῆς ὑπάρξεώς του, συνεκλονίσθη ἀπὸ τὸν ἐσώτερον σεισμὸν τοῦ πένθους καὶ τῶν δακρύων. «Καὶ γὰρ οἱ οὐρανοὶ ἔσταξαν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ Σινᾶ».
Ὅταν ἡ καρδιὰ γευθεῖ τὴν θείαν χάριν, ὅταν δεῖ – ἔστω καὶ δι’ ἐσόπτρου – τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ οὐρανοὶ ἀνοίγουν καὶ στάζουν τὴν βροχὴ τῶν εὐεργετικῶν δακρύων τῆς εὐλογημένης χαρμολύπης. Ἀλλ’ ὅμως εἶναι ἀκόμη ἀρχὴ καὶ ἡ καρδιὰ μένει περισσότερον ἀπαρηγόρητη ἀπὸ ποτέ, σείεται, συγκλονίζεται, γιατὶ ἐνώπιον τῆς ἀβύσσου τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ καθαρότητος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόλις τὴν ἐπεσκέφθη, δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ τίποτε ἄλλο, παρὰ μίαν ἄβυσσο ἁμαρτίας καὶ ἀκαθαρσίας. Εἶναι δὲ τέτοια ἡ ὀδύνη ἀπὸ τὴν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτίας, ὥστε κύματα θλίψεως κατακλύζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν βυθίζουν «εἰς ἰλὺν βυθοῦ», ὅπου «οὐκ ἔστιν ὑπόστασις»· «εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης»18, εἰς τὴν λάσπη καὶ τὸν βοῦρκο τῶν ὠκεανῶν· εἰκόνα ποὺ δεικνύει τὸ πῶς βιώνει αὐτὸς ποὺ πενθεῖ τὴν οὐτιδανότητά του, διότι ἐλύπησε καὶ ἐσταύρωσε τὸν Δεσπότην Χριστὸν μὲ τὶς ἁμαρτίες του.
Τὸ ἀνυπόφορον τῆς ὀδύνης κορυφοῦται, καθὼς δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ φωνάζῃ πρὸς Κύριον, ἐνῶ οἱ ὀφθαλμοί του ἔχουν ἀσθενήσει καὶ κινδυνεύουν νὰ βλαφθοῦν ἀπὸ τὰ ἀδιάλειπτα δάκρυα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μᾶς βεβαιώνει ὅτι εἶδε σὲ μερικοὺς μοναχοὺς ἕνα ἀκρότατο ὅριο πένθους – νὰ βγάζουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ στόμα τους αἷμα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν πικραμένη καὶ πληγωμένη καρδιά τους – καὶ ἐνθυμήθηκε τότε τὰ λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου»19.
Λέγει ὁ Σιναΐτης ἅγιος γιὰ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Εἶδα μικρὲς σταγόνες νὰ χύνωνται μὲ πόνο σὰν αἷμα. Καὶ εἶδα βρύσες δακρύων ποὺ ἔτρεχαν χωρὶς δυσκολία. Ἐγὼ τουλάχιστον ἐβαθμολόγησα τοὺς ἀγωνιστὲς ἀνάλογα μὲ τὸν πόνο, καὶ ὄχι μὲ τὸ ποσὸν τῶν δακρύων. Καὶ ὁ Θεὸς νομίζω παρόμοια θὰ τοὺς ἔκρινε»20.
Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας στὴν ἀρχὴ εἶναι πικρὰ καὶ χρειάζονται κόπον καὶ θλίψιν, αἷμα καὶ ἀγῶνα γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσῃ κανείς. Ἐξέρχονται κατευθείαν ἀπὸ τὴν καρδιά, ἡ ὁποία ὁμοιάζει μὲ φρέαρ, μὲ πηγάδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ὅσο συχνότερα ἀντλοῦμε, τόσο καθαρότερο νερὸ μαζεύει. Ὅσο πιὸ συχνὰ κλαίει ἡ καρδιά, τόσο λαμπρύνεται καὶ γίνεται λευκοτέρα καὶ τὰ δάκρυα σιγά-σιγὰ τὴν καθαρίζουν καὶ ἀποβάλλουν τὴν πικρία. Ὅπως τὰ πικρὰ ὕδατα τῆς Μερρᾶς, μόλις τὰ ἄγγιξε ἡ θαυματουρ-γός ράβδος τοῦ Μωϋσέως ἔγιναν πόσιμα, ἔτσι καὶ τὰ πικρὰ δάκρυα, μόλις τὰ ἄγγιξε ἡ ράβδος τῆς θείας παρακλήσεως, μεταποιοῦνται σὲ γλυκέα, σὲ ἠδύτατα νάματα ἀναφαίρετης καὶ παντοτινῆς χαρᾶς, ποὺ γονιμοποιοῦν ἐντὸς τῆς καρδιᾶς καὶ γενοῦν ὅλες τὶς ἀρετές. Καὶ εἶναι τότε ἀκριβῶς ποὺ ὁ Θεὸς Πατὴρ παραγγέλει εἰς τοὺς δούλους του, τὰ ἀγγελικὰ πνεύματα: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αυτήν»21. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχὴ αὐτὴ ἔβγαλε – ἢ μᾶλλον ἔλιωσε μὲ τὸ καυτό της δάκρυ – τὰ παλαιὰ ἰμάτια τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τοὺς σπίλους καὶ ρυτίδας, “ἐνδύσατε” τώρα αὐτήν, τὴν στολὴν τὴν πρώτην, τὴν πιὸ λαμπρή, τὴν στολὴν τῆς υἱοθεσίας, ποὺ καὶ πρῶτα εἶχε φορέσει διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλὰ ποὺ δὲν ἐπρόσεξε καὶ ἐμόλυνε, κυλισμένη στὸν βοῦρκο τῶν χοίρων, δηλαδὴ τῶν σαρκικῶν ἠδονῶν.
Τώρα μπορεῖ νὰ γίνῃ πραγματικότητα ἡ παράκλησις: «Χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἰμάτιον»22. Χιτῶνα λευκό, ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι τὸ πένθος ἀνανεώνει τὸ βάπτισμα· καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἀββᾶς Λογγῖνος, καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον ἀναμάρτητον. «Δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῷ» (τοῦ Βαπτίσματος). Διότι «στεναγμὸς ἐπίμοχθος ἐπανάγει τὴν χάριν, πρὸς ὀλίγον ἀναχωρήσασαν», καθὼς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Δηλαδή, τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ οἱ στεναγμοὶ τοῦ πένθους ἐπαναφέρουν τὴν θείαν χάριν εἰς τὴν καρδίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸ ὀλίγου ἀναχωρήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ δάκρυα ἀποκαλοῦνται ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, ἀρραβώνας τῆς μελλούσης βασιλείας, ἀλλὰ καὶ ἐπιδημία Θεοῦ, καθὼς ἡ θεία χάρις ἐπιστρέφει καὶ ἐνοικεῖ πλέον εἰς τὴν πενθοῦσα καρδιά, ἢ μᾶλλον ἡ πρώην ἄσωτος καρδιὰ ἐπιστρέφει εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα, μετὰ τὴν ἄσκοπον περιπλάνησή της εἰς τὴν μακρὰν πάσης θείας παρακλήσεως εὑρισκομένη χώρα δράσεως τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν ὀργάνων του.
Μπορεῖ πλέον ἡ μετανοοῦσα καρδιά, ἀφοῦ ἐθρήνησε καὶ ἐδάκρυσε, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε κατὰ τὸ: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου»23, ἄφοβα νὰ μεταλάβῃ καὶ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, τὸ Σῶμα δηλαδὴ καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Καὶ τότε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὴν «φωτίζει θαυμαστῶς ἀπὸ ὀρέων αἰωνίων»24. Χρίει μὲ ἔλαιον ἀγαλλιάσεως τὴν ἀναγεννημένην ψυχήν. Λιπαίνει τὴν κεφαλήν της, δηλαδὴ τὸν νοῦν, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, καὶ τὴν καθιστᾷ ἄρουραν (γῆ, χωράφι) βλαστάνουσαν εὐφορίαν θείων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Παράκλητος χορηγεῖ παράκλησιν καὶ πληθύνει τὰ γεννήματα αὐτῆς. Μεθύσκει τοὺς αὔλακάς της μὲ οἶνον στάζοντα ἀπὸ τὸν πέπειρον βότρυν Ἰησοῦν. Τὸ ὥριμο σταφύλι δηλαδή, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ ἡ ψυχὴ μεθυσμένη ἀπὸ τὴν νηφάλιον μέθην, κατατιτρώσκεται ἀπὸ τὴν ἐσωτέραν καύσιν τῆς θεϊκῆς ἀγαπήσεως, ἀδυσώπητα συγκλονίζεται ἀπὸ τὰ ὠκεάνεια κύματα τῆς γαλήνιας ἀβύσσου τοῦ πνεύματος.
«Ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς διέθετο», καθὼς καὶ πάλι μυστικὲς δονήσεις συντελοῦνται, οἱ ὁποῖες κάτω ἀπὸ τὸ ἀκατανόητο βάρος τῆς θείας φιλανθρωπίας, διαμελίζουν τὰ «ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενα» μέλη της, αὐτὰ δηλαδὴ τὰ μέλη τὰ ὁποῖα λιώνουν σὰν τὸ κερί. Μὲ τὶς σταγόνες τῶν δακρύων, οἱ ὁποῖες εἶναι βάλσαμο γιὰ τὴν ψυχή, εὐφραίνεται κατὰ ἄρρητον τρόπον, καθὼς μέσα της ἀνατέλλει ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ ψυχή-καρδιὰ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία, μαζεύει τὰ κομμάτια της καὶ γλυκαίνει τὰ μέλη της μὲ τὴν ἄφραστον θυμηδίαν καὶ ἀνείπωτον χαρμονὴν τοῦ νυμφίου της πλέον Ἰησοῦ. Νυμφίος ὁ ὁποῖος μὲ τρυφερότητα καὶ χαρὰ διαπιστώνει τὴν ὡραιότητα ποὺ ἀπέκτησε ἡ νύμφη του (ψυχή) μὲ τὸ δάκρυ τοῦ οὐρανοῦ: «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί»24. «Ἰδού, πλέον εἶσαι ὡραία, πολυαγαπημένη μου νύμφη, ἡ πλησίον μου, ἡ σύντροφός μου, τὰ μάτια σου καθαρὰ καὶ λευκὰ σὰν τὰ περιστέρια, μὲ τὴν ἀπαστράπτουσα ὡραιότητα τῶν δακρύων». Καὶ ἡ ψυχὴ πλέον εἶναι βεβαία γιὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, διότι ἔχει πληροφορηθεῖ μυστικῷ τῷ τρόπῳ πὼς «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»25.
Ἔχει γνωρίσει ἀπὸ τὴν πείρα τοῦ πράγματος, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ, παρηγορεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔχει δοκιμάσει καὶ ἔχει γευθεῖ τὴν θεία παράκληση ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὸ πένθος, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τοῦ χαροποιοῦ πένθους· ἕνας θαυμαστὸς συγκερασμὸς χαρᾶς καὶ λύπης· ἕνας συγκερασμὸς ποὺ τελειοῦται μὲ τὴν βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος τὴν κατάνυξη, καὶ τὴν μεταποίηση τῶν δακρύων τῆς λύπης καὶ τοῦ πόνου σὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύ-νης. Ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπάντηση στὴν λύπη τοῦ ἀνθρώπου. Λύπη, διότι λυποῦμε τὸν Χριστὸν μὲ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ κυρίως διότι δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν ὅσο θέλουμε καὶ ἐπιθυμοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας. Καὶ χαρά, διότι ἔχουμε ἕναν τόσο φιλάνθρωπον Δεσπότην ποὺ εἶναι ἔτοιμος νὰ μᾶς συγχωρέσῃ τὰ πάντα – ἀρκεῖ νὰ τοῦ τὸ ζητήσουμε – διότι πάνω ἀπ’ ὅλα μᾶς ὑπόσχεται τὴν ἀπόλυτον καὶ δίχως ὅρια ἕνωση μαζί του εἰς τὴν ἄλλη ζωή.
Τὸ χαροποιὸν πένθος κλείνει μέσα του τὴν οὐσία τῆς ἐπιγείου ζωής· διότι τί ἄλλο εἶναι ὁ παρὼν καιρὸς παρὰ μία συνεχὴς ἐναλλαγή χαρᾶς καὶ λύπης; Μία χαρὰ καὶ δέκα θλίψεις, οἱ ὁποῖες συνήθως πληγώνουν ἀνεπανόρθωτα τὸν ἄνθρωπο. Ἐνῶ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, προτάσσοντας τὸν πόνο καὶ τὴν ὀδύνη, διαφυλάσσει μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα τὴν οὐράνιον χαρὰν τοῦ πενθοῦντος. Εἶναι, θὰ λέγαμε, οἱ δύο ὄψεις, (χαρὰ καὶ λύπη) τοῦ ἰδίου νομίσματος. Στὴν μία περίπτωση ὅμως τὸ νόμισμα αὐτὸ τὸ ἀφιερώνουμε εἰς τὸν Θεὸν γιὰ νὰ ἐξαγοράσουμε τὴν σωτηρία μας, ἐνῶ στὴν ἄλλη, τὸ νόμισμα μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη τοῦ κόσμου, τὸ δίνουμε στὸν Σατανᾶ καὶ ὁδηγούμαστε εἰς τὴν ἀπώλειαν τῆς ἀθανάτου ψυχῆς μας. «Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται»26, ὅπως μᾶς βεβαιώνει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μᾶς ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια καὶ ταυτίζεται μὲ αὐτήν, ἡ ὁποία καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἡ λύπη τοῦ κόσμου ὅμως προξενεῖ τὸν πνευματικὸ θάνατο καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ἀθανάτου ψυχής.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι, ὅπως ἡ ἡδονὴ διαστέλλεται ὡς πρὸς τὴν κακίαν καὶ τὴν ἀρετήν (ὅσον ἀφορᾷ τὴν ποιότητά της) καὶ ἡ μὲν – ἡ σαρκικὴ ἡδονή – ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν κακίαν εἶναι κτηνώδης καὶ ἄλογος, ἡ δὲ – ἡ πνευματικὴ ἡδονή – ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ εἶναι καθαρὴ καὶ ἄϋλος, ἔτσι καὶ στὴν λύπη ὑπάρχει ἡ ἐνάρετος καὶ ἐπαινετὴ λύπη, τὸ μακαριζόμενον πένθος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ κάθε ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἄλογον καὶ δουλικὴν κατήφειαν. Τὸ χαροποιὸν πένθος, ἀνεπαίσχυντον καὶ ἀμεταμέλητον, παντοτεινὴν ἔχει τὴν σκυθρωπότητα. Δὲν αἰσχύνεται αὐτὸς ποὺ πενθεῖ γιὰ τὸν Θεόν, δὲν αἰσθάνεται ντροπήν, δὲν μετανιώνει καὶ οὔτε κατηγορεῖ τὸν ἑαυτόν του γιὰ τὸ ὅτι λυπᾶται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, διότι γνωρίζει τί τὸν περιμένει μετὰ θάνατον. Ἀντιθέτως, εκεῖνοι ποὺ λυποῦνται γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, πολλὲς φορὲς τὸ μετανιώνουν καὶ «χτυπᾶνε τὸ κεφάλι τους». (Συνεχίζεται)
17) Ἰωάν. ζ΄, 38.
18) Ψαλμ. ξη΄, 3.
19) Ψαλμ. ρα΄, 5.
20) Κλῖμαξ, Λόγος ζ΄, Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους.
21) Λουκᾶ ιε΄, 22.
22) Βλ. ἀκολουθία τῆς Βαπτίσεως.
23) Λουκ. ιε΄, 21.
24) ᾎσμα ᾀσμάτων α΄, 15.
25) Ματθ. ε΄, 4.
26) Β΄ Κορ. ζ΄, 10.