ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀναμφιβόλως καὶ ὁ ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. Ἕνας περίφημος ἀσκητὴς καὶ νηπτικὸς διδάσκαλος ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιαιτέρως γνωστὸς καὶ ἀγαπητὸς εἰς τοὺς πιστοὺς γιὰ τὸ θαυμάσιο ἔργο του, τὴν «Κλίμακα». Ἕνα σύγγραμμα εἰς τὸ ὁποῖο παρουσιάζονται σὲ τριάντα λόγους ὁρισμένες ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετὲς καὶ τὰ σοβαρότερα πάθη. Ἡ παρουσίαση γίνεται κατὰ ἀναγωγικὸν τρόπον, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ἀτελέστερες στὶς τελειότερες ἀρετές, ποὺ ἀποτελοῦν τὶς βαθμίδες, τὰ σκαλοπάτια, τῆς «Κλίμακος» τοῦ Ἰωάννου.
Τὸ παρὸν ἄρθρο – λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς – θὰ ἀσχοληθῇ μὲ μία ἀπὸ τὶς ἀρετές αὐτές, τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἢ ἄλλως τὸ χαροποιὸν πένθος. Ἡ ἀρετὴ αὐτὴ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρη καὶ ἀναγκαία εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πρέπει νὰ τὴν συνδέουμε ἀποκλειστικὰ μὲ ὁρισμένην περίοδον τοῦ ἔτους.
Τὸ πένθος κανονικὰ εἶναι κάτι ποὺ πρέπει πάντοτε νὰ συνέχῃ τὸν Χριστιανὸ μέχρις ἐσχάτης του ἀναπνοῆς, διότι δίχως πένθος δὲν νοεῖται μετάνοια καὶ δίχως μετάνοια δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀποκλειστικὰ «σαρακοστιανή» ἀρετή, ἀλλὰ μία ἰσόβια ἀναγκαιότητα καὶ τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τί ἐννοοῦμε ὅμως ὅταν λέμε «πένθος»; Εἶναι τὸ κάθε πένθος χρήσιμο γιὰ τὸν Χριστιανό, ἢ ὑπάρχει συγκεκριμένης μορφῆς πένθος ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα καὶ ἀρμόζει εἰς τὴν ζωὴν ἐκείνου ποὺ ἀγωνίζεται κατὰ Χριστόν; Προκαταβολικῶς πρὶν ἀπ’ ὅλα καὶ προτοῦ ἐξηγήσουμε ἀναλυτικότερα τί εἶναι τὸ χαροποιὸν πένθος, νὰ ἐπισημάνουμε εἰσαγωγικῶς ὅτι αὐτὸ εἶναι συνυφασμένο μὲ τὴν κατάνυξη.
Καὶ γράφοντας τοῦτο ἐνθυμοῦμαι ἐκείνο ποὺ λέγουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ θεία Χάρις εὐρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν αὐτὸς ἀμελήσει καὶ δὲν ἐργασθεῖ πνευματικά, τότε τὰ πάθη προσβάλλουν τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ θεία Χάρις θάπτεται βαθιά, πολὺ βαθιά μέσα του, ἔχοντας ἀραχνιάσει ἀπὸ τὸν ἰστὸν τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν ὅμως ὑπάρξει νύξις, ὅταν δοθεῖ ἡ εὐκαιρία καὶ ἡ ἀφορμή, ὅταν ἐνεργήσει ἡ πνευματικὴ αἴσθησις, τότε ἡ καρδιά – ἔστω καὶ γιὰ λίγο – ἀποτινάσσει ἀπὸ πάνω της τὴν σκόνη καὶ τις ἀράχνες τῶν παθῶν καὶ βλέπει πέρα μακριὰ εἰς τὸ βάθος νὰ ἀχνοφέγγῃ τὸ ἄρρητον κάλλος εἰς τὸ ὁποῖον εὐρίσκετο, ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴν γύμνωσιν ποὺ πλέον τὴν περιβάλλει. Συνειδητοποιεῖ πὼς ὅ ,τι καὶ νὰ πράξῃ εὐρίσκεται ἀκόμα εἰς τὴν ἀρχήν. Ἔρχεται εἰς ἑαυτόν, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, καὶ αἰσθάνεται νὰ τὴν νύττῃ ἡ συνείδησίς της· δηλαδή, νὰ τὴν κεντᾷ, νὰ τὴν διατρυπᾷ, νὰ τὴν κατανύττῃ (ἐξ οὑ καὶ τὸ κατὰ-νύξις), ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κατατρυπᾶται, δέχεται ἀσταμάτητα ἐπιθέσεις, ἀπὸ τοὺς νυγμοὺς τῆς συνειδήσεως, τῶν τύψεων καὶ τῶν ἐνοχῶν. Εἶναι ἐπόμενον, λοιπόν, ὅτι ἑὰν συνεχισθεῖ αὐτὸ γιὰ πολύ, κάποια στιγμὴ δὲν θὰ ἀντέξῃ ἄλλο, δὲν θὰ μπορέσῃ ἐπιπλέον νὰ ἀντισταθῇ.
Ἡ σκληρανθεῖσα καρδία, ὅταν πολιορκεῖται ἔντονα ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάστασιν, τρέχει πάνω-κάτω σὰν τρελὴ γιὰ νὰ ἐπουλώσῃ τὶς πληγές της καὶ νὰ διορθώσῃ τὰ χαλασμένα τείχη της, ποὺ γκρεμίζονται ἀνηλεῶς ἀπὸ τὶς σφοδρὲς ἐπιθέσεις καὶ τὰ καίρια χτυπήματα τῆς συνειδήσεως. Δὲν τὰ καταφέρνει ὅμως πολὺ καλὰ καὶ ἐν τέλει παραδίδεται εἰς τὴν κατάνυξιν. Μὲ τὴν κατάνυξιν καὶ τὸ πένθος μαθαίνει ἡ καρδιὰ ὅτι ὑπάρχουν ἐσώτεροι καὶ ἀλάλητοι στεναγμοὶ ποὺ μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀκούσῃ, ἄυλα βιώματα ποὺ μόνον ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ διαπιστώσῃ.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει τὰ ἑξῆς ἐν προκειμένῳ: «Ἐγὼ καθὼς σκέπτομαι τὴν ποιότητα τῆς κατανύξεως, μένω ἔκθαμβος. Πὼς αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται πένθος καὶ λύπη εἶναι συμπεπλεγμένο μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως τὸ μέλι μὲ τὸ κερί! Καὶ τί διδασκόμεθα ἀπ’ αὐτό; Ὅτι ἡ κατάνυξις εἶναι καθ’ ἑαυτὸ δῶρο τοῦ Κυρίου. Καὶ στὴν ψυχὴ ποὺ κατανύσσεται ὑπάρχει μία ἀληθινὴ ἠδονή, διότι ὁ Θεὸς μὲ μυστικὸ τρόπο παρηγορεῖ τοὺς «συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ»1.
Κατάνυξη, ὡς γνωστόν, μπορεῖ νὰ ἔχουμε ὅταν ἐπὶ παραδείγματι ψάλλουμε ἢ προσευχόμεθα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὄχι μόνον. Κατάνυξη, δηλαδή, ἔχουμε ὅταν συναισθανόμεθα τὴν ἀναξιότητά μας ἐνώπιον τῆς
ἱερότητος τοῦ θείου μεγαλείου. Αὐτὰ τὰ εἰσαγωγικὰ περὶ κατανύξεως
ἐτέθησαν γιὰ να προϊδεάσουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνώστας γιὰ τὸ τί πρόκειται νὰ ἀκολουθήσῃ.
Εἰσαγωγικῶς νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς ἐφιστᾷ νὰ προσέχουμε, διότι – ὅπως λέγει – ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ δὲν ἀξίζει νὰ κάθεται σὲ διδασκαλικὸν θρόνον, νὰ θεολογῇ καὶ νὰ διδάσκῃ δηλαδή· ἁπλῶς ἁρκεῖ τὸ νὰ πενθῇ καὶ νὰ ὀδυνᾶται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Εἰς τὸ μεταξύ, ὅμως, μέχρι νὰ φθάσουμε εἰς τὴν βίωσίν του, ἂς ἐπιχειρήσουμε νὰ δώσουμε ἕναν ὁρισμὸν γιὰ τὸ τί εἶναι γενικῶς τὸ πένθος.
Πένθος εἶναι ἡ κατώδυνος κατάστασις τῆς ψυχῆς ποὺ λυπᾶται καὶ θλίβεται, γιατὶ ἔχασε, στερήθηκε κάτι πολὺ ἀγαπημένο εἰς αὐτήν. Πολλὲς μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τὸ προκαλοῦν. Ἡ ἀπώλεια τῶν χρημάτων, ὅταν χάσουμε τὴν περιουσία μας, ἡ ἀπώλεια τῆς δόξης ποὺ ἀπολαμβάνομεν, ἢ – ἐν πάσει περιπτώσει – ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν μᾶς ἐπαινοῦν, ἀλλ’ ἀντιθέτως μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς περιφρονοῦν.
Μεγάλη ὀδύνη ὁπωσδήποτε προκαλεῖται εἰς ἐκείνους ποὺ θὰ χάσουν κάποιο ἀγαπημένο τους πρόσωπο. Ἐπίσης ἕνας ἄνθρωπος θλίβεται καὶ στεναχωρεῖται ὅταν χωρίσει ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ἢ ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ τὴν «γυναίκα τῶν ὀνείρων» του. Κάποιος ἄλλος λυπᾶται γιατὶ χάλασε ἡ φιλία του μὲ τὸν καλύτερό του φίλο, ἐνῶ εἶναι δυνατὸν νὰ στενάζουμε καὶ νὰ λυπόμαστε, διότι ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.
Τὸ πένθος εἶναι μία κατάστασις συνυφασμένη μὲ τὸν κόσμον τοῦτον, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τόπον ἐξορίας ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν δόξαν τοῦ Παραδείσου. Εἰς τὸν ἀρχέγονον Παράδεισον δὲν ὑπήρξε δάκρυ καὶ πένθος, γιατὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει πτώση (ἁμαρτία), ἐκεῖ δὲν χρειάζεται τὸ δάκρυ. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἀπελάμβαναν τὴν χαρὰ καὶ εἰρήνην τοῦ Θεοῦ καὶ ἦταν πραγματικὰ μακάριοι καὶ εὐτυχισμένοι. Ὅταν ὅμως ἐπῆλθεν ἡ πτώσις, τότε εἰσέδυσαν στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος, τοῦ ὁποίου ὁ φόβος προκαλεῖ θλίψιν καὶ ὀδυρμόν.
Τὸ πρῶτο δάκρυ τοῦ ἀνθρώπου χύθηκε γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου· «Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ
κλαπέντα καὶ δόξης μακρυνθέντα»2. Τὸν θρήνον τοῦ Ἀδὰμ φαίνεται νὰ συμμερίζεται καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, ὁ ὁποῖος λέγει ὡς ἐκ προσώπου τῶν πρωτοπλάστων: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεὶ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών»3.
Βεβαίως, κυριολεκτικῶς ὁ συγκεκριμένος ψαλμὸς ἀναφέρεται εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν Ἑβραίων ὑπὸ τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἐκφράζει τὴν νοσταλγία τους γιὰ τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἱερὸ λόφο τῆς Σιών, ὅπου ἐλατρεύετο ὁ Θεός. Ἔχει ὅμως καὶ μεταφορικὴ σημασία. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν Βαβυλὼν εἶναι ὁ κόσμος οὖτος μὲ τὰ ἁμαρτωλά του φρονήματα (βλέπε καὶ εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου: Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς» [κεφ. ιζ΄,5]), ἐνῶ ἡ Σιὼν εἰκονίζει τὸν ἀρχέγονον Παράδεισον. Ἡ ἔξωσις ἀπὸ αὐτὸν ἔφερε εἰς τὸν ἄνθρωπον ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμόν.
«Πληθύνων, πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου»4, εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν Εὔαν, ἐνῶ δὲν χαρίσθηκε καὶ εἰς τὸν σύντροφόν της, λέγοντάς ὅτι: «ἐν λύπαις φάγῃ αὐτὴν (τὴν γῆν) πάσας τὰ ἡμέρας τῆς ζωῆς σου»5. Μὲ λύπες ποὺ θὰ προκαλοῦνται ἀπὸ διάφορα αἴτια (ὅπως ἀρρώστιες, μέριμνες, κόπον καὶ μόχθο πολύν) νὰ κερδίζῃς τὴν τροφήν σου ἀπὸ τὴν γῆν, ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου.
Εἶναι γεγονὸς πὼς κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἔκλαψε ποτὲ τόσο, ὅσο τὸ ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων. Ἔκλαιγαν συνεχῶς ἐνθυμούμενοι τὸν χαμένο Παράδεισον. Ἔτσι ἡ λύπη καὶ τὸ πένθος ἔγιναν ἔμφυτο συναίσθημα τῆς νοσούσης ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ψυχῆς τοῦ ἐξορίστου. Μὲ τὴν ἔφοδον ὅμως τῶν παθῶν, ὁ ἄνθρωπος σὺν τῷ χρόνῳ ἔχασε τὸν στόχο του – τὴν ἐπιστροφή του εἰς τὸν Παράδεισον – καὶ ἄρχισε νὰ λυπῇται γιὰ
ὁ ,τιδήποτε ἄλλο πλὴν τῆς ἁμαρτίας του. Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του συνιστᾷ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ πενθήσῃ κατὰ Θεόν.
Τί εἶναι ὅμως τὸ κατὰ Θεὸν πένθος; Ἂς δοῦμε τί λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Εἶναι ἕνας λυπηρὸς συλλογισμὸς τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν ἢ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὁ ὁποῖος πλακώνοντας ὡσὰν ἕνα βάρος τὴν καρδίαν τοῦ μετανοοῦντος καὶ θλίβοντας αὐτὴν μετρίως, κάμνει αὐτὴν νὰ προφέρῃ ἀναστεναγμούς. Ὅταν στεναχωρήσει περισσότερον ἀπὸ τὸ μέτριον τὴν καρδίαν ὁ συλλογισμὸς τοῦτος καὶ κεντήσει αὐτὴν μὲ τὰ κέντρα (κεντρί) τῆς κατὰ Θεὸν κατανύξεως, τότε κάμνει ταύτην νὰ κλαίῃ καὶ νὰ ἐκβλύζῃ δάκρυα ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν».
Ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ἐσωτερικὰ γιὰ τὸν ἑαυτόν του, βλέπει τὶς πολλές του ἁμαρτίες καὶ θλίβεται. Κλαίει γιὰ τὰ παραπτώματα καὶ τὶς ἀτέλειές του. Ὁμοιάζει μὲ τὸν ἀσκητὴν ἐκεῖνον ποὺ ποτίζει τὴν ἔρημον μὲ τοὺς μαργαρίτες τῆς ψυχῆς του, τὰ πολύτιμα καὶ θεοφιλῆ δάκρυα τῆς μετανοίας, καὶ κάνει τὰ ἀσκητήρια νὰ δονοῦνται ἀπὸ τοὺς ἐκ βάθους στεναγμούς του. Κλαίει ὅπως ὁ τελώνης, τὸ ψυχικό του κατάντημα καὶ τὴν πνευματική του πτωχεία. (Συνεχίζεται)
1) Λόγος Ζ΄, Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους, §50.
2) Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς.
3) Ψαλμ. ρλς, 1
4) Γεν. γ΄, 16.
5) Γεν. γ΄, 17.