Η παραβολή του άφρονος πλουσίου
Η παραβολή του άφρονα πλουσίου είχε ως αφορμή το εξής περιστατικό.
Κάποιος από τους ακροατές του Ιησού είχε κληρονομικές διαφορές με τον αδελφό του.
Σε σχέση με την μοιρασιά της πατρικής τους περιουσίας.
Αυτός ζητά την συμπαράσταση του Ιησού που όμως αρνείτεαι να επέμβει και λέει την παραβολή .
Η αληθινή ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάτε από την αφθονία των υλικών αγαθών που έχει.
Όσα αγαθά και εάν έχεις αυτά δεν εξασφαλίζουν την ζωή σου.
Η ζωή έχει περιεχόμενο και αξία από αλλού και ποτέ από αυτά.
Αποτελεί μεγάλη αφροσύνη να έχει κάποιος την ελπίδα του αποκλειστικά και μόνο στα αγαθά που έχει.
Ούτε καλοζωία, ούτε μακροζωία του εξασφαλίζουν όπως πιστεύει.
Μια βαριά και ανίατη ασθένεια η ακόμη ένας απροσδόκητος θάνατος μπορεί να βρεθεί μπροστά του και όλα χάνονται.
Όπως μας δείχνει το παράδειγμα της παραβολής.
Η λέξη πλούσιος η φτωχός δεν έχουν στην Καινή Διαθήκη μόνο κοινωνική χροιά αλλά και θρησκευτική.
Στα πρώτα βιβλία της Γραφής αναφέρεται ότι ο πλούτος ήταν ευλογία του Θεού και αμοιβή για την ευσέβεια και τήρηση των εντολών.
Νώε, Ιώβ, Αβραάμ, Ισαάκ κ.α
Η ύπαρξη όμως πάρα πολλών αδίκων και κακόψυχων πλουσίων έγινε αφορμή.
Αργότερα ο πλούτος να είναι συνώνυμος της αδικίας.
Ο πλούσιος να είναι αυτός που έχει πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις και στα πολλά αγαθά του.
Όχι στο Θεό το μόνο αγαθό και χορηγό κάθε αγαθού.
Γεννιέται το ερώτημα γιατί τόση ευφορία στα χωράφια ενός ανθρώπου που κανένα καλό δεν πρόκειται να κάνει;
Για να φανεί περισσότερο η μακροθυμία του Θεού και η καλοσύνη του που φτάνει μέχρι αυτού του σημείου.
Για τον πλούσιο της παραβολής, το μυαλό του συνεχώς και τυραννικώς ήταν απασχολημένο με μια σκέψη.
Πώς να επιμεληθεί τα αυξημένα κέρδη του από την απρόσμενα μεγάλη σοδιά του.
Αγωνιά όπως και οι φτωχοί. Τι να κάνω λέει ο φτωχός για την
φτώχια του, τι να κάνω λέει ο πλούσιος για τα πλούτη του.
Σε καμία στιγμή δεν τον περνά η σκέψη για ύπαρξη φτωχών συνανθρώπων του που πάσχουν και υποφέρουν.
Μια σκέψη που θα ήταν και λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε αφόρητα.
Ακόμα η σκέψη του δεν έχει στον οπτικό του ορίζοντα τον Θεό.
Ο πλούσιος ψάχνει την λύση του προβλήματός του μέσα σε ένα κύκλο που έχει κέντρο τον εαυτό του και την καλοζωία του.
Ζούσε χωρίς την αίσθηση ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι δίπλα του.
Θεωρεί όλα τα αγαθά δικά του ‘’ τους καρπούς μου ‘’, ενώ οι καρποί είναι δώρο του Θεού και νομίζει αφρώνως ότι είναι παντοτινά ‘’ εις έτη πολλά ‘’.
Υπόσχεται στον εαυτό του σχέδια μεγάλης διάρκειας ‘’ ψυχή μου αναπαύου, φάγε, πίνε ευφρένου ‘’, είναι άθεος και μισάνθρωπος.
Σε αυτή την τρέλα του αυτοθαυμασμού και της αυτοθεώσεως ακούγεται η φωνή του Θεού τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα.
Η φωνή που διαγράφει τα σχέδιά του και φέρνει το τραγικό φάσμα του θανάτου μπροστά του.
‘’ άφρων αυτή την νύκτα απαιτούν την ψυχή σου ‘’ η λέξη ‘’ ψυχή ‘’ με την παλαιοδιαθηκική έννοια της ζωής
Ακόμη με πικρή ειρωνεία ρωτά ‘’ αυτά που ετοίμασες για ποιόν θα μείνουν’’ ??
Η φωνή του Θεού χαρακτήρισε τον πλούσιο ‘’ άφρων ‘’.
Μήπως είναι αφροσύνη η συγκέντρωση υλικών αγαθών για την εξασφάλιση μιας άνετης ζωής για την οικογένεια;;
ΌΧΙ διότι είναι λογική φρόνιμη φροντίδα ενός σοβαρά σκεπτόμενου ανθρώπου.
Αυτό που καταδικάζει η παραβολή είναι η απολυτοποίηση των υλικών αγαθών.
Η στήριξη κάθε ελπίδας και της ζωής ακόμη σ’ αυτά και όχι στον Θεό που τα δίνει.
Η αγωνία και η μέριμνα για τα επίγεια αγαθά εκτός από το άγχος και τις λανθασμένες επιλογές που μπορούν να αποβούν μοιραίες.
Μαρτυρούν την απουσία εμπιστοσύνης στην πρόνοια του Θεού.
Ακόμη και ίσως το σπουδαιότερο απομακρύνουν την σκέψη και το ενδιαφέρον του ανθρώπου από την επερχόμενη κρίση.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα Ευαγγέλια ονομάζουν ‘’άφρωνες‘’ όσους δεν αγρυπνούν για να υποδεχθούν τον ερχόμενο Κύριο.
Φρονίμους και συνετούς όσους έχουν συνεχώς και κατά νουν την ώρα της κρίσεως.
Ο Θεός έβαλε όμως εκ κατασκευής στον άνθρωπο μια ροπή προς την ζωή, να ορμά, να κινείται να κατακτήσει την ζωή.
Τον έκανε από το μηδέν, αλλά να έχει αίσθηση ότι είναι φτιαγμένος για να ζήσει, να θέλει να υπάρχει, να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του.
Δεν έφτιαξε ο Χριστός τον άνθρωπο απλώς να ζεί, να τρώει, να πίνει και να κάνει δουλειές.
Του έδωσε την αίσθηση και συναίσθηση ότι ενώ ήταν μηδέν, τώρα υπάρχει και θα υπάρχει αιώνια.
Ακόμα να θέλει να υπάρχει αιώνια, να ψάχνεται, να θέλει τον εαυτό του
Ο Χριστός έκανε τον άνθρωπο θησαυριστή, τον έδοσε την επιθυμία για ζωή, την όντος ζωή.
Μας έδωσε τα μάτια για να τον βλέπουμε, τα αυτιά για να τον ακούμε γιατί δημιουργούμενοι αρχέτυπο μας ήταν ο Χριστός.
Να προσέξουμε τα λόγια του Ιησού, δεν λέει ‘’ έτσι θα πάθει όποιος θησαυρίζει στον εαυτό του ‘’ και σταματάει τον λόγο του.
Όμως συνεχίζει και κάνει την διάκριση ‘’ και μη εις Θεόν πλουτών ‘’
Δεν αχρηστεύει, δεν αναιρεί τον άνθρωπο.
Ναι να θησαυρίζεις, όμως εις Θεό.
Να πλουτίζεις, όμως εις Θεόν.
Να υπάρχεις, να το θέλεις και πολύ μάλιστα αλλά εν Θεό.
Να χαίρεσαι, να ευφραίνεσαι ναι δύο φορές αλλά εν Θεό.
‘’ Αγάπα τον Θεό και κάνε ότι θέλεις ‘’ έλεγε ο Ιερός Αυγουστίνος.
Αλήθεια να αγαπήσουμε τον Θεό, να πιστέψουμε στον Θεό ότι μας λέει την αλήθεια, ότι δεν θέλει να μας γελάσει.
Παράδειγμα η Εύα και ο Αδάμ. Η παράβασή τους δεν ήταν απλά ότι πήραν ένα καρπό η έκαναν ένα κάτι.
Η παράβασή γίνεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, αρχίζει και αμφιβάλλει για τον Θεό, να πονηρεύεται για τον Θεό.
Ότι δεν είναι ειλικρινής και τότε στρέφετε στον εαυτό της ξεκόβει από τον Θεό, παύει να τον αγαπά, να κινείται προς αυτόν. Να τον θεωρεί Πατέρα και το Παν, γιατί τώρα το παν είναι ο εαυτός της.
Προσοχή λοιπόν μπορούμε και πρέπει να θέλουμε να υπάρχουμε, να θέλουμε να ζήσουμε αιώνια.
Να θέλουμε να μας αναγνωρίζουν επειδή ο Δημιουργός μας έκανε να υπάρχουμε ΑΛΛΑ ΕΝ ΘΕΩ.
Τότε αλλάζουν όλα τα πράγματα, παίρνουν άλλη τροπή, άλλη θεώρηση του κόσμου.
Τότε βλέπουμε ότι κανείς δεν μπορεί να μας κάνει κακό, όσο κακός και εάν είναι.
Μπορεί να μας παιδεύουν, να μας τραυματίζουν με πράξεις και συμπεριφορές, αλλά έτσι αγιαζόμαστε περισσότερο.
Το κακό το κάνουμε μόνον εμείς στον εαυτό μας όταν επιλέγουμε την χώρα μακριά του Πατέρα, χωρίς τον λυτρωτή, τον Ελευθερωτή, την Ανάσταση, το Φως.
Να νιώσουμε ότι παν για μας είναι ο Θεός, να κινούμαστε πάντα προς Αυτόν.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα να μην φοβόμαστε και θησαυρούς να θησαυρίζουμε.
Διότι το πρώτο γνώρισμα του ανθρώπου του Θεού είναι ότι δεν κάνει ανοησίες, δεν είναι άφρων, είναι σώφρων, φρόνιμος, συνετός.
Δεν είναι αιχμάλωτος του εαυτού του, έχει μέτρο, έχει δείκτη, ξέρει την αλήθεια και την αξία των πραγμάτων.
Έχει γνώση, έχει τύπο και υπογραμμό του τον Χριστό.
Ξέρει και θέλει την αιωνιότητα, λογαριάζει τα του κόσμου σκύβαλα.
Γνωρίζει πως ότι τρώει είναι νεκρό, είναι πεθαμένα πράγματα.
Το κρέας είναι από νεκρό ζώο, τα φρούτα, τα λαχανικά είναι κομμένα από τα φυτά, τις ρίζες, τα κλαδιά είναι νεκρά.
Γενικά όλες οι τροφές του δεν είναι ζωντανές.
Μπορούν επομένως αυτά να του δώσουν ζωή, τα πεθαμένα που τρώει ;;
ΟΧΙ ΦΥΣΙΚΑ, ΖΩΗ ΔΙΝΕΙ ΜΟΝΟΝ Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ και όχι τα φυτά και τα δένδρα όπως νόμιζε ο Αδάμ.
Ἀθανάσιος Κατσίκης
ἀρχιτέκτων