ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ ΨΥΧΩΝ
υπό επισκόπου Κυκλάδων κ. Σάββα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εάν επιθυμούσαμε να προσδώσουμε έμφαση σε ένα κυρίαρχο στοιχείο της σύγχρονης εποχής αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο παρά η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Εάν επιθυμούσαμε επίσης να σταθούμε στο πλέον αρνητικό σημείο της ανθρώπινης σύγχρονης πραγματικότητας αυτό σίγουρα δεν θα ήταν άλλο από την έντονη βίωση της τραγικής μοναξιάς. Είναι αλήθεια παραδεκτή και όχι ανακάλυψη το γεγονός, ότι το άτομο στην χρονική αυτή συγκύρια διαθέτει ποικίλους τρόπους επικοινωνίας (ανέξοδους μάλιστα), χωρίς όμως αυτό να βοηθά ουσιαστικά τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις από τους οποίους απουσιάζει η διάθεση να ακούσουν και να συμμεριστούν τα όποια προβλήματα ανακύπτουν.
Ο απαιτούμενος χρόνος σε συνδυασμό με ένα πλήθος επιτακτικών υποχρεώσεων, όπως τουλάχιστον διαμορφώνονται αυτές στο εκάστοτε πλαίσιο κοινωνικού σχεδιασμού, διώχνει την οποιαδήποτε υποψία ασχολίας με κάτι που δεν παράγει υλικό κέρδος. Κάθε ικμάδα συμπόνιας «στεγνώνει» μπροστά στο προσωπικό συμφέρον που απορροφά αδίστακτα την όποια διάθεση προσφοράς και συμπαράστασης. Φίλοι καρδιακοί αδυνατούν να απαντήσουν στα αδιέξοδα αγαπημένων προσώπων, ενώ παράλληλα πλήθος ψυχολόγων επιζητούν να εντάξουν προβληματικές προσωπικότητες στο πελατολόγιο τους (με το αζημίωτο φυσικά), ως παρουσιαζόμενη ευκαιρία επαγγελματικής δραστηριότητας. Ίσως κάποιος δειλά-δειλά (φοβούμενος μην χαρακτηριστεί «γραφικός») προτείνει και μια συνάντηση με έναν πνευματικό-εξομολόγο, ως λύση που ακόμα δεν έχει δοκιμαστεί.
Στην σύγχρονη εποχή η έννοια του πνευματικού πατέρα είναι συνώνυμη αυτής του καθοδηγητή μιας εξωτερικής συμπεριφοράς αποδεκτής ηθικά. Ονομάζεται και «ψυχολόγος θρησκείας», χορηγός άφεσης αμαρτιών και φύλακας νόμων και κανόνων. Η ορθόδοξη διδασκαλία απορρίπτει αυτούς τους ισχυρισμούς καθώς για αυτήν ο εξομολόγος είναι το εντεταλμένο εκείνο πρόσωπο, το φωτιζόμενο από το Άγιο Πνεύμα, για την ηθική τελείωση του ανθρώπου, η οποία συντελείται με την συνδρομή της θείας χάριτος. Το παρόν πόνημα θα επιχειρήσει να στηρίξει αυτή την θέση μέσα από την βιβλική-εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και να σκιαγραφήσει τον τύπο του διακριτικού πνευματικού, ο οποίος μπορεί να «αναπαύσει» ψυχές που ζούν στην ερημιά της «ακοινώνητης» κοινωνίας.
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
Αναζητώντας την απαρχή στην βιβλική-εκκλησιαστική παράδοση.
Το πρώτο δώρο που χάρισε η Ανάσταση του Χριστού στους ανθρώπους ήταν η δυνατότητα της αφέσεως των αμαρτιών τους. Η θυσία του Ιησού είχε πλέον προλειάνει την αγία διαδικασία επανένωσης του Πλάστου με το πλάσμα Του, του Πατέρα με το παιδί Του. Είναι αλήθεια πως στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία η έννοια Πατέρας παραπέμπει απευθείας στον Θεό[1] αλλά παράλληλα και στον Χριστό ο οποίος φανερώνει αυτήν την αγάπη του Πατέρα. Η πατρική ιδιότητα του Κυρίου αποτυπώνεται εντονότερα μετά την Ανάληψη καθώς υπόσχεται στους μαθητές Του, ότι δεν θα τους αφήσει ορφανούς αλλά με την αποστολή του Αγ. Πνεύματος θα οδηγηθούν «εις πάσαν την αλήθειαν»[2]. Θέλοντας ο Ιησούς να δώσει προοπτική και συνέχεια σε ότι δημιούργησε έδωσε ρητή εντολής στους Αποστόλους με σαφή προσανατολισμό την σωτηρία των ανθρώπων: «Λάβετε πνεύμα άγιον, αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται.»[3]. Στον ευαγγελικό αυτό λόγο θεμελιώνεται «εν πολλοίς» το αξίωμα της πνευματικής πατρότητος. Τρανό παράδειγμα ο θείος Παύλος ο οποίος γράφει με επίγνωση: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ αλλ’ ου πολλούς πατέρας, εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα»[4], αλλά και σε άλλο σημείο «τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν!»[5]. Το χάρισμα αυτό οι Απόστολοι μετέδωσαν στους Επισκόπους και αυτοί στους διαδόχους τους. Η ορθόδοξη εκκλησία για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως αποστολική και πατερική.
Οι Πατέρες κινήθηκαν και αυτοί στην ίδια εκκλησιολογική ατραπό (και πως θα μπορούσαν άλλωστε να διαφοροποιηθούν) με πρωτοπόρο τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο να ομολογεί, ότι ο επίσκοπος δεν είναι μόνο αρμόδιος του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες αλλά ως «τύπος του Πατρός»[6] οφείλει να αγωνιά για την πρόοδο, τον καταρτισμό και την αναγέννηση «εν Χριστώ» των πνευματικών του παιδιών. Και αφού ο λόγος μας περιστρέφεται γύρω από το αξίωμα του επισκόπου και των αρμοδιοτήτων του ας διευκρινίσουμε και τα σχετικά με αυτόν. Τον 4ον μ. Χ. αι. θεωρήθηκε από αρκετούς πως η πνευματική πατρότητα βρίσκει ίσους τους δύο βαθμούς της ιεροσύνης (πρεσβυτέρους και επισκόπους). Σε αυτό θα τοποθετηθεί καταλυτικά ο Επιφάνιος Κύπρου γράφοντας πως η τάξη των επισκόπων είναι «τάξις πατέρων γεννητική» αφού «πατέρας γαρ γεννά τη εκκλησία» σε αντίθεση με αυτή του πρεσβυτέρου ο οποίος «δια της του λουτρού παλιγγενεσίας τέκνα γεννά τη εκκλησία» [7]. Αρχικά λοιπόν η εξουσία του «δεσμείν και λύειν» τα ανθρώπινα αμαρτήματα δόθηκε από τους αγίους Αποστόλους στους αρχιερείς. Πρακτικές όμως ανάγκες (αποστάσεις, ελλείψεις επισκόπων, διωγμών κ.α) καθώς και η φύση του μυστηρίου (το επιτακτικό πολλές φορές) δυσχέραιναν την επιτέλεση του. Με την πάροδο του χρόνου και την σύμφωνη γνώμη των Πατέρων μεταβιβάστηκε στους ιερείς αλλά και στους μοναχούς το δικαίωμα. Ως προς τους τελευταίους για τους οποίους και εγέρθηκαν αντιδράσεις ο Βαλσαμών «αργότερα διακρίνει σαφέστατα την διακονία να δέχονται λογισμοί και να δίνουν συμβουλές από την εξουσία του αφιέναι αμαρτίας».[8]
Το έργο και η προσωπικότητα του εξομολόγου.
Η πνευματική διακονιά της ακροάσεως και αφέσεως των αμαρτιών είναι μια επίπονη και υπεύθυνη αρμοδιότητα για τον κληρικό της εκκλησίας. Ρίχνοντας μια ματιά στο έργο του Άγιου Νικοδήμου του Αγιορείτου «Εξομολογητάριον», αντιλαμβανόμαστε αμέσως το ύψος της πνευματικής ζωής στο οποίο θα πρέπει να βρίσκεται ο πνευματικός για να επιτύχει της αποστολής του. Συνιστά (ο άγιος) το αξίωμα αυτό να δίδεται μόνο σε εκείνους που έφτασαν μέσω της ασκήσεως στην απάθεια. Και αν λόγω των συνθηκών της κάθε εποχής υπάρχει έλλειψη τέτοιων ενάρετων ανδρών να αναπληρώνονται αυτοί από τους πλέον εμπειρότατους και γεροντότερους. Δεν αποκλείει βέβαια και τους νεότερους αν αυτοί διαθέτουν πνευματικά χαρίσματα και σύνεση γεροντική.[9] Ανάλογα ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει τον πνευματικό «θεραπευτή αλλά και συνεργό στην πορεία προς την θέωση»[10] δίνοντας παράλληλα σε μας το ερέθισμα να επιχειρήσουμε την παράθεση των προτερημάτων-χαρισμάτων του αληθινού όντος πνευματικού και του υψηλού έργου που καλείται να επιτελέσει.
Ας ξεκινήσουμε από την θυσιαστική αγάπη η οποία δεσπόζει στον χριστιανό ανεξάρτητα του αξιώματος που έχει η όχι μέσα στην εκκλησία. Ιδιαιτέρως για τον πνευματικό πατέρα είναι αυτή η οποία τον εμπνέει στο έργο της διαποίμανσης των ψυχών καθώς και ο Δεσπότης Χριστός, αιώνιο παράδειγμα, «αφείς τα ενενήκοντα εννέα επί τα όρη, πορευθείς ζητεί το πλανώμενον»[11]. Όντως πάντοτε ο Κύριος «ουκ εν Ιεροσολύμοις καθήμενος εκάλει προς εαυτόν αρρώστους αλλά περιήγεν πόλεις και κώμας, εκατέρων την ασθένειαν θεραπεύων και την του σώματος και της ψυχής» (Ιων. Χρυσόστομος). Θα πρέπει να τρέξει λοιπόν να βρει τους ανθρώπους οι οποίοι υποφέρουν αποίμαντοι, ακυβέρνητοι, σαν πλοία που στερούνται καπετάνιου.
Και αν αυτό συμβεί και η χάρις του Θεού οδηγήσει ψυχές στο επιτραχήλιον του τότε με υπομονή και ταπεινοφροσύνη θα πρέπει να υποδέχεται αυτές και να διδάσκει τον δρόμο της αρετής τον οποίο και ο ίδιος θα πρέπει να βιώνει με την εσωτερικότητα του. Η συνεχής προσπάθεια του για τον καταρτισμό του, τόσο «κατά Θεόν» όσο και «κατά το ανθρώπινο», θα του παρέχει αντίστοιχα φώτιση πνευματική αλλά και γνώσεις οι οποίες θα τον κάνουν ικανό να αντιμετωπίζει την ολοένα «εκσυγχρονιζόμενη αμαρτία». Η εμμονή του ίσως σε παλαιές μεθόδους αντιμετώπισής της εγκυμονεί κινδύνους αποτυχίας ακόμα και αν κοσμείται με ζήλο και αγωνιστικό φρόνημα. Δείγμα επίσης εμπιστοσύνης είναι η εχεμύθεια την οποία ακόμα και οι νόμοι της πολιτείας σέβονται. Ο Παροιμιαστής μάλιστα το απαιτεί : «ακήκοας λόγον; συναποθανέτω σοι»[12]. Το κυριότερο όμως προτέρημα του εξομολόγου είναι η αρετή της διάκρισης. Είναι αυτή που συνδράμει καταλυτικά ώστε να ξεκλειδώσει η ψυχή, να νιώσει άνετα ο εξομολογούμενος, να επιτύχει η «επέμβαση» και γενικά να γίνουν σωστές και λεπτές κινήσεις στον ψυχικό του κόσμο. Η διάκριση σαν φωτεινό λυχνάρι «πάσας τας ενθυμήσεις και τας πράξεις του ανθρώπου διερευνώσα, διαστέλλει και διαχωρίζει παν φαύλον και απάρεσκον Θεώ και μακράν αυτού ποιεί την πλάνην»[13]. Ευτυχής τόσο ο πνευματικός όσο και ο εξομολογούμενος από την ύπαρξη αυτής της αρετής.
Πτώση-έγερση-θεραπεία.
Στην διδασκαλία της εκκλησίας μας το μυστήριο της εξομολόγησης στοχεύει στην επαναφορά της χάριτος του Θεού στην ψυχή, απ’ όπου έφυγε εξαιτίας της αμαρτίας, στην αποκατάσταση της κοινωνίας του ανθρώπου με το θείο. Έτσι η πτώση στην αμαρτία συνδέεται αναπόφευκτα με την δυστυχία του ανθρώπου, αφού απουσιάζει η ζωοποιός χάρη του Θεού. Τα σημερινά δεδομένα προσπαθούν να αλλάξουν την σημασία της και την αποκαλούν συχνά «ανθρώπινη αδυναμία», «μικρό κακό», «πράγμα ασήμαντο» και άλλα πολλά, γεγονός όμως που δεν μπορεί να «διασκεδάσει» το τραγικό της περιεχόμενο και τις ολέθριες συνέπειες για τον άνθρωπο.
Για να γίνει αυτό πληρέστερα κατανοητό χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός, ότι ό άνθρωπος κάθε φορά που αμαρτάνει πλήττει καίρια κάποιο ή κάποια από τα τρία επίπεδα που άπτονται της ζωής του. Έτσι ο αμαρτάνων γίνεται αυτοκαταστροφικός για τον εαυτό του, αφού «πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστί της αμαρτίας»[14] και γεύεται τους πικρούς καρπούς της στο βάθος της υπάρξεως του. Σε ένα δεύτερο στάδιο διαταράζονται οι σχέσεις του με τον Θεό, καθώς σταδιακά επέρχεται ο ψυχικός θάνατος, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Δημιουργό Του. Ότι και αν έχει κατορθώσει πάνω στην γή η απώλεια αυτής της σχέσεως ιδιαίτερα με την προοπτική της αιωνιότητος συνιστά μια πνευματική κόλαση που στερεί κάθε ανάπαυση και δικαίωση από τον αμαρτάνοντα. «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμο όλον και ζημιωθή την ψυχή αυτού; Η τι δώσει αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;»[15] , είναι τα λόγια του ευαγγελίου που αρμόζουν στην περίσταση μας. Και αν τον Θεό, ηθελημένα η αδιάφορα, τον προσπερνούμε, είναι πασιφανές πως η αμαρτία διαταράσσει τον κοινωνικό ιστό, ως η κατεξοχήν μορφή κάθε αδικίας με την οποία «μπολιάζει» τα μέλη της. Οι συγγενικές, οι φιλικές, οι επαγγελματικές ακόμη και διεθνιστικές σχέσεις έχουν το «μικρόβιο» της αμαρτίας, καθώς νοσούν και παράγουν άρρωστους καρπούς και ας τους ονομάζουμε σήμερα κοινωνικά φαινόμενα, δυσάρεστες καταστάσεις, σημεία καιρών και εποχών. Μία η γενεσιουργός αιτία κάθε νοσηρού φαινομένου… η αμαρτία!
Υποχρέωση αναμφίβολα του πνευματικού είναι οι κόποι που πρέπει να καταβάλει, ώστε να παρουσιάσει αυτή την πραγματική διάσταση της αμαρτίας στους ανθρώπους. Και αυτό απαιτεί μια διαρκής προσπάθεια, η οποία ξεκινά με την ενημέρωση που πρέπει να γίνεται στο λειτουργικό κήρυγμα αλλά και με συμβουλές κατά την ώρα της εξομολόγησης. Επίσης δεν θα πρέπει να αμελούνται οι παιδικές ηλικίες, λ.χ. μέσα από τα κατηχητικά σχολεία, εκεί που διαπλάθεται ο ευαίσθητος παιδικός χαρακτήρας είναι η καταλληλότερη στιγμή για να προβληθεί η ζημιά της αμαρτίας και η ωφέλεια της μετανοίας. Γι’ αυτό και πρέπει στους ναούς να ορίζονται τακτικές ημέρες εξομολόγησης και ιδιαιτέρως πριν τις μεγάλες εορτές που το ποίμνιο επιδιώκει να μεταλαμβάνει. Απαραίτητη βεβαίως και η πνευματική προετοιμασία του ίδιου του πνευματικού αν θέλει να επαληθεύσει στην ύπαρξη του ευαγγελικά λόγια: «ου γαρ υμείς οι λαλούντες, αλλά το πνεύμα το άγιον»[16].
Η πνευματική ανακαίνιση είναι ένα σύνθετο πεδίο στο οποίο υπάρχει μια σεβαστή αλληλοπεριχώρηση ρόλων. Μιλάμε για την ενέργεια της χάριτος του Χριστού, της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου και της αδιάκοπης φροντίδας και αγωνίας του πνευματικού πατρός. Σκοπός της πνευματικής χειραγώγησης δεν είναι ο με την βία ή τεχνασμάτων ή απειλών πειθαναγκασμός του πιστού να αλλάξει τρόπο και στάση ζωής, καθώς το πνεύμα της ελευθερίας στο χριστιανισμό αποτελεί θεμελιώδης αρχή της φιλοσοφίας του ( «επ’ ελευθερία εκλήθητε»[17]). Η σχέση πατρότητος-υιότητος θα πρέπει να εδράζεται στο θεμέλιο της «εν Χριστώ» ελευθερίας. Τότε και μόνο τότε βιώνεται η απολυτρωτική χάρη του μυστηρίου αλλά και η αγάπη του φιλάνθρωπου Θεού να σώσει την πεπτωκυία θνητή φύση. Μια διαφορετική μέθοδος απομακρύνεται και απομακρύνει από τις θέσεις της Ορθοδόξου εκκλησίας και γίνεται (εάν επιλεγεί αυτή) απαρχή πολυποίκιλων κακών και οδυνών.
Αρκετή επίσης προσοχή χρειάζεται στο τομέα της θεραπευτικής. Δεν είναι μόνο δύσκολη η εξαγόρευση και παραδοχή του αμαρτωλού παρελθόντος μας, αλλά και η επιλογή της μεθόδου που πρέπει να ακολουθηθεί κατά την θεραπευτική αγωγή. Μιλάμε για τα επιτίμια τα οποία έχουν χαρακτήρα εκκλησιολογικό και παιδαγωγικό και ασφαλώς δεν σχετίζονται με ποινές εξιλέωσης, όπως τις παρουσιάζει η Δυτική εκκλησία. Αντίθετα είναι επιλογές ευσεβών πράξεων εκ μέρους του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο αντίθετες των αμαρτημάτων στα οποία έχει ολισθήσει. Σκοπός τον επιτιμίων είναι η προαγωγή του μετανοούντος «εν Θεώ» με ποικίλους τρόπους. Η αρχή των επιτιμίων βρίσκεται στα λόγια του Χριστού: «Αμήν λέγω υμίν, όσα εάν δήσητε επι της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επι της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ».[18] Επίσης και στην ζωή των Αποστόλων συναντάμε περιπτώσεις ανάλογες. Γνωστή η αναφορά στον Ανανία και την Σαπφείραν οι οποίοι εψεύσθησαν στον Απόστολο Πέτρο και το άγιον Πνεύμα και ο αφορισμός που επέβαλε ο Παύλος στην Κόρινθο.[19] Βαθμηδόν και μέσα στο πέρασμα των χρόνων οι διάφορες Οικ. Σύνοδοι, στο πνεύμα της επιείκειας και της φιλανθρωπίας, διαμόρφωσαν την φύση και το βάρος των επιτιμίων αποβλέποντας πάντοτε στην ειλικρινή διάθεση και αγωνιστικότητα του μετανοούντος. Επιπλέον η συγχώρηση των πράξεων μας δεν εξαρτάται από τις δικές μας τόσο μετανοητικές πράξεις, όσο από το μέγεθος της σταυρικής αγάπης και του μεγαλείου της θυσίας του Θεανθρώπου.
Δύο πυλώνες, πρέπει σύμφωνα με την εκκλησιαστική μας παράδοση, να στηρίζουν το πνευματικό έργο που επιτελεί ένας πνευματικός. Από την μία μεριά βρίσκεται η ακρίβεια (απαρέγκλιτη τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιερών κανόνων) και από την άλλη η οικονομία (η πρόσκαιρη παρέκκλιση από αυτή). Και οι δύο καταστάσεις επηρεάζονται από την ιδιαιτερότητα του προσώπου αλλά και τις επικρατούσες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Όλα τα πρόσωπα δεν είναι όμοια και ούτε οι εποχές το ίδιο. Έχουν όμως κοινό παρανομαστή την ευαγγελική αλήθεια, τις αποφάσεις Οικ. Συνόδων και των Πατέρων, οι οποίες αν παραθεωρηθούν εκτροχιάζουν την ποιμαντική που πρέπει να ασκηθεί απέναντι στον μετανοούντα. Παράλληλα η θεολογία της Αγάπης, της ευσπλαχνίας και του ελέους προφυλάσσουν το μυστήριο από τον κίνδυνο να μεταλλαχτεί σε κανονιστικό και αφιλάνθρωπο. Άρα ένα είναι το αξίωμα: γνωρίζω την ακρίβεια, εφαρμόζω την οικονομία.
Ο αληθινός ποιμένας.
Σε ένα ωραιότατο κείμενο ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης παρουσιάζει την προσωπικότητα του Μεγ. Βασιλείου και το έργο του μέσα στην εκκλησία. Σε ένα σημείο ο λόγος του στέκεται στην αναγέννηση των πνευματικών του τέκνων και μάλιστα συγκρίνεται αυτό παράλληλα με την βιβλική μορφή του Μωυσή θυμίζοντας σε μας κάτι από το διαδεδομένο ρητορικό σχήμα των «παράλληλων βίων» των αυτοκρατορικών χρόνων.[20] Μέσα από μια τυπολογική θεώρηση της μεγάλης αυτής ηγετικής και βιβλικής μορφής προβάλλεται όλο το φάσμα της πνευματικής πατρότητας του ιεράρχου της Καππαδοκίας.
Σύμφωνα με το Νύσσης, «όπως ο Μωυσής έτσι και ο Βασίλειος πέρασε πολλούς μέσα από το νερό (το αγ. Βάπτισμα δηλ.) τους φώτισε με τον λόγο του που λειτουργούσε ως ο μωσαϊκός στύλος του πυρός και έθρεψε με το ουράνιο μάννα. Όπως ο Μωυσής χτύπησε με την ράβδο του την πέτρα και ανέβλυσε ύδωρ για να ξεδιψάσει τον λαό του, έτσι και ο Βασίλειος κάνοντας το σημείο του σταυρού κατόρθωνε να ξεδιψά πνευματικά τον λαό του με το ζωντανό νερό που ανέβλυζε από το στόμα του. Και αυτός κατασκεύασε σε προάστιο της πόλεως μια υλική σκηνή του μαρτυρίου (ενν. την Βασιλειάδα) καταφέρνοντας με την ενεργητική του διδασκαλία οι φτωχοί στο σώμα να γίνουν και φτωχοί στο πνεύμα και να μακαρίζονται ως άξιοι της βασιλείας των ουρανών. Πέρα όμως από την υλικά κατασκεύασε με τον λόγο του και μια πνευματική σκηνή του μαρτυρίου μέσα στην ψυχή του καθενός από το ποίμνιο του, ορθώνοντας σ’ αυτήν τους στύλους των λογισμών που στηρίζουν την επίπονη προσπάθεια της αρετής και κοσμώντας παράλληλα με τους πνευματικούς λουτήρες, με τις λυχνίες του λόγου του, με τα θυμιατήρια και θυσιαστήρια των προσευχών του.
Επιπλέον κατασκεύασε για τον καθένα μέσα στην ψυχή του μια μυστική κιβωτό, βάζοντας μέσα σε αυτή τις πλάκες της Διαθήκης, δηλαδή τις θείες εντολές που τις έγραψε με το θείο του δάκτυλο. Με τον τρόπο αυτό κατέστησε την καρδιά του καθενός κιβωτό πνευματικών μυστηρίων, στην οποία ο νόμος είναι γραμμένος με τα έργα και την ενέργεια του πνεύματος. Σε αυτήν η «ράβδος» της ιεροσύνης έφερε πάντοτε δικό της αγιαστικό καρπό, βλαστάνοντας συνεχώς με την μετουσία των αγιασμάτων και η «στάμνα», δηλαδή το δοχείο της ψυχής, δεν άδειαζε ποτέ από το ουράνιο «μάννα». Πολλές φορές καταλάβαμε ότι είχε εισέλθει, όπως ο Μωυσής, μέσα στον γνόφο, όπου ήταν ο Θεός. Και αυτό γιατί, ότι οι άλλοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν σ’ αυτόν, το έκανε κατανοητό η δύναμη του Αγ. Πνεύματος, σαν να βρισκόταν πράγματι στο θείο γνόφο».[21]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα όσα ταπεινά παραθέσαμε στόχο είχαν να αναδείξουν το έργο του πνευματικού πατρός αλλά και την σπουδαιότητα του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες, καθώς όσα συντελούνται στην μετανοούσα ψυχή αλλά και στην ψυχή του εξομολόγου είναι βιώματα που έχουν την σφραγίδα της θυσιαστικής αγάπης του Υιού του Θεού. Πώς να επιχειρήσεις να περιχαρακώσεις το θείον Έλεος όταν αυτό εκπηγάζει από μια ολάνοιχτη αγκαλιά πάνω στο Σταυρό; Πώς να οριοθετήσεις την μετάνοια η ακόμα και την αμαρτία όταν ο «αίρων του κόσμου την αμαρτία» είναι ο Αμνός του Θεού; Αδυνατεί ο ανθρώπινος νους και μάταια αποπειράται να εντάξει τα θεία μεγέθη της ευσπλαχνίας και της φιλανθρωπίας στα πεπερασμένα ανθρώπινα όρια. Εκστατικός, λελυτρωμένος και θεοειδής αναφωνεί μετά του ψαλμωδού: «άβυσσος άβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρρακτών σου»[22] , από την μια η άβυσσος της αμαρτίας μου και από την άλλη η άβυσσος της θεϊκής αγάπης… Κύριε σώσον με και ελέησον με!
[1] Ματθ. 23, 9.
[2] Ιωαν. 16, 13.
[3] Ιωαν. 20, 23.
[4] Α΄ Κορ. 4, 14.
[5] Γαλ. 4, 20.
[6] Ιγν. Αντιοχείας, Μαγνησιεύσιν, 6,1 , P.G 5
[7] Κατά αιρέσεων 3,1 , 55, 4 PG 42, 508 CD.
[8] Βενιζέλου Χριστοφορίδη: «Η πνευματική πατρότης κατά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγον», Θες/νίκη 1977, σ. 57.
[9] Νικοδήμου Αγιορείτου, «Εξομολογητάριον», Εκδ. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, σ. 12-13.
[10] Γρηγορίου Θεολόγου, «Απολογητικός της εις τον Πόντoν φυγής», 21, PG 35, 492 C.
[11] Ματθ. 18, 12.
[12] Σοφ. Σειράχ , ιθ, 10.
[13]Αγ. Κασσιανού του Ρωμαίου, «Προς Λεόντιον Ηγούμενον», Φιλοκαλία τομ. Α΄, Εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1982, σ.86.
[14] Ιωαν. 8, 34.
[15] Ματθ. 8, 36-37.
[16] Μαρκ. 13, 11.
[17] Γαλ. 5, 13.
[18] Ματθ. 18, 18.
[19] Ά Κορ. 5, 1-5.
[20] Λίγα λόγια για το ρητορικό βιογραφικό σχήμα των «παράλληλων βίων»: Η βιογραφία ως είδος ανθεί την αυτοκρατορική εποχή (31π.Χ-330 μ.Χ) αν και σπέρματα της έχουμε και σε προηγούμενους αιώνες (π.χ. εγκώμιο Ευαγόρα για τον Ισοκράτη). Κυριότερος εκπρόσωπός της ο Πλούταρχος (50-120 μ.Χ) από την Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Διακρίθηκε στην συγγραφή «Παράλληλων Βίων». Σε αυτούς συγκρίνει βιογραφίες σημαντικών ανδρών Ελλήνων και Ρωμαίων οι οποίοι παραλληλίζονται ανά ζεύγη με βάση κοινά χαρακτηριστικά. Η διαδικασία συγκρίσεως ανάγεται ήδη στην παράδοση των ρητορικών προγυμνασμάτων. Γνώστης αυτής της φιλολογικής παράδοσης φαίνεται ότι ήταν και ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης σύμφωνα με την μορφή και τα φιλολογικά ίχνη που αποτυπώνονται στο συγκεκριμένο έργο του.
[21] Γρηγ. Νύσσης, «Περί του εαυτού Βίου», PG 46, 729-797Β-812D.
[22] Ψαλμ. 41, 8.