Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Η ΕΝΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΕΥΣ

 Η ΕΝΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΕΥΣ 

Ὑπό τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. π. Πέτρου Γκόλφη

Σύναξη Κληρικῶν  7/20 Ἰουνίου 2019

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[1], ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ σύναξις τῶν πιστῶν, ἡ συγκέντρωσις τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν , ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὀμονοίᾳ ὑμῶν τῆς πίστεως. Οὐδέν ἐστίν ἄμεινον εἰρήνης, ἐν ἧ πᾶς πόλεμος καταργεῖται ἐπουρανίων καί ἐπιγείων»[2] .

Κατὰ τὴν ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου , ἡ εὐχαριστηριακὴ σύναξη τῶν πιστῶν εἶναι σημεῖον ἔνδειξης τῆς εἰρήνης μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων , κατὰ τὴν ὁποῖα καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ καταστοῦν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἐπίσης ἡ μετοχὴ στὴν σύναξη εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ συμμετοχὴ εἰς τὸν ἀγῶνα ποὺ διεξάγει ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ Διαβόλου, ἐναντίον  τοῦ αἰῶνος τούτου, ὁ ὁποῖος σπέρνει τὴν διαίρεση καὶ τὸ μῖσος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων διατηρώντας τὴν ἄδικη καὶ παράνομη ἐξουσία του, χάρη στὴν ἀμαρτία καὶ τὸν θάνατο.

Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ μᾶς δείχνει  γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ  θεώρησε τὴ συμμετοχὴ στὴν κοινὴ σύναξη ὡς οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς , καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία παρὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων , τὴν σκληρὴ καταδίωξη καὶ τὶς ἀσύλληπτες τιμωρίες,  οἱ χριστιανοὶ μὲ πίστη , θάρρος καὶ τόλμη μετέχουν ἐνεργὰ στὶς λατρευτικὲς συνάξεις.  Ἐπίσης ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη στοὺς πρώτους χριστιανοὺς ὅτι γιὰ νὰ εἶναι κάποιος χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ λέξη «Ἐκκλησία» ἔχει συνεχὴ χρήση στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα . Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἐκ –καλῶ», μὲ χρήση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «ἔκκλητος».  «Ἐκκαλῶ» σημαίνει  προσκαλῶ ἄτομα (ἐκ=ἀπό) τοῦ συνόλου , γιὰ νὰ σχηματίσουν ὁμάδα. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐκ-κλήσης εἶναι νὰ σχηματιστεῖ «σύναξις», σύνολο, κοινωνία πιστῶν, τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ κεφαλὴ τὸν ἴδιον τὸν Χριστό. «Διότι , ὅπως τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ἕνα καὶ ἔχει πολλὰ μέλη, ὅλα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός , ἂν καὶ εἶναι πολλά , ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν εἶναι ἕνα σῶμα πνευματικόν»[3]  ὅλοι οἱ πιστοὶ εἴμαστε ἕνα , διότι ὅλοι εἴμαστε βαπτισμένοι καὶ ἀναγεννημένοι διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος.

Ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος  , ἀλλὰ ὁ Θεὸς. Εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμὸς τὸν ὁποῖον ζωοποιεῖ καὶ κατευθύνει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἑκούσιο πάθος πάνω στὸν Σταυρό, ἀπὸ τὴν δεξιὰ αὐτοῦ πλευρὰ ξεπήδησε ἡ Ἐκκλησία, καθὼς ὁ στρατιώτης τὴν ἐλόγχευσε καὶ εὐθέως «ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ»[4] καὶ ὁ «ἐωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ  αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία»[5], μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία.  Ἡ δὲ τέλεια ἀποκάλυψη θὰ γίνει στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ὅπου θὰ ἔρθει ὁ Νυμφίος καὶ τὰ λογικὰ πρόβατα θὰ γευθοῦν τὴν πλήρη κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό.

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ κοινωνία τῶν Πρωτοπλάστων μέσα  στὸν Παράδεισο , μὲ τὸν Ἅγιον Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τοὺς Ἀγγέλους ἀποτελεῖ τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.  Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων , ἡ Διαθήκη (συμφωνία) μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἀβραὰμ ἀποτελεῖ τὴν ἀνασύσταση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκλογὴ τῶν 12 Ἀποστόλων , ὁ νέος Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία συνεχίζεται ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, ἀπὸ τοὺς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, τοὺς Ἐπισκόπους.[6]

Ἡ μικρότερη ἑνότητα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐνορία.  Ἔτσι μὲ τὴν ἰδιότητα τῆς εὐχαριστηριακῆς σύναξης τῶν πιστῶν ἡ κάθε ἐνορία ἡ ὁποία εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν ἑκάστοτε ὀρθόδοξη ἐπισκοπὴ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύεται, ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχή μας , ὡς ἀναγκαία καὶ πολύτιμη διὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ κάθε πιστοῦ.

Ἔτσι ὁ πιστὸς ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ καὶ στὴν πράξη τῆς ἐνορίας του, στὴν ὁποία ἀγωνίζεται καὶ ἁγιάζεται , καθὼς ἑνώνεται ταυτόχρονα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του. Συνεπῶς ἡ ζωὴ τῆς ἐνορίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, κι ἔχει ἄμεση συνέπεια στὸ ὅτι ἡ ἀκμὴ καὶ ἡ παρακμὴ τῶν ἀνθρώπων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας –ἐνορίας , συνδέεται μὲ τὴν πνευματική τους κατάσταση.

Ἡ πρώτη ἱστορικὴ ἀναφορὰ τοῦ ὄρου « Ἐνορία» προέρχεται ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τὸν 4ο  αἰῶνα πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Φλαβιανὸ : «Καὶ τινὸς μηνύσαντος κατὰ τὴν ὀρεινὴν αὐτὸν ἐνορίαν διαγειν…. μαρτύρων ἐπιτελοῦντα μνήμας….»[7], ὅπου γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στὴν ἐνορία καὶ τὴν ἐκκλησία. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος , Ἐπίσκοπος Κύπρου Σαλαμῖνος, μᾶς διασῴζει τὴν ἔννοια τῆς ἐνορίας ὡς μικρὴ περιοχὴ στὴν ὁποία κατοικοῦν χριστιανοὶ λέγοντας «….ὃς κατώκει ἐν τῇ τῆς ἐλευθεροπόλεως Ἱερουσαλὴμ ἐνορίᾳ, ἐπέκεινα τῆς Χεβρών».[8] Πιὸ συγκεκριμένα ἡ ἐνορία εἶναι μία τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅσους χριστιανοὺς κατοικοῦν σὲ αὐτήν. [9] Ὁ ὅρος «ἐνορία» παράγεται ἀπὸ τὸ θηλυκὸ τοῦ ἐπιθέτου «ἐνόριος» , δηλαδή «ὁ κείμενος ἐντὸς  ἢ ἐπὶ τῶν ὀρίων», ὁ χῶρος ποὺ βρίσκεται σημαδεμένος μὲ ὅρια ∙ μία καθορισμένη περιοχὴ καὶ κὰτ᾿ἐπέκταση κάποια τοπικὴ περιφέρεια. [10]

Ἡ πρώτη μαρτυρία γιὰ τὴν ἐνορία εἶναι, ὅταν ὁ Ρώμης Μάρκελλος ἵδρυσε 25 ἐνορίες στὴ Ρώμη τὸ 300 μ.Χ. [11]

Ἡ Ἀποστολικὴ περίοδος εἶναι ἡ ἀρχικὴ φάση διαμόρφωσης τῆς ἐνορίας.  Ἡ πρώτη Ἐκκλησία συνιστοῦσε μία πρώτη ἐνορία ἡ ὁποία ὑφίστατο στὰ Ἱεροσόλυμα. Μὲ τὴν εὐρύτατη ἐξάπλωση καὶ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Χριστιανικῆς  Ἐκκλησίας κατέστη ἀναγκαῖο νὰ διορίσουν κατὰ τόπους οἱ Ἀπόστολοι ἐπισκόπους καὶ χωρεπισκόπους μὲ ἀνάθεση ὁρισμένων τομέων τῆς ἐπισκοπῆς. Ἔτσι ἡ ἐνορία δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἐξέλιξη τῆς αὔξησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ τῆς ἀποκέντρωσης μὲ σκοπὸ τὴν πιὸ λειτουργικὴ διαχείρησή του. [12]

Τὸν 10ο  καὶ 11ο  αἰῶνα ὁ ὅρος «ἐνορία» ἀναφέρεται ὡς ἐδαφικὴ περιοχὴ εἴτε σὲ κάποια ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια , εἴτε σὲ κάποια περιοχὴ ἢ τμῆμα πόλεως ἢ στὴν ἐκκλησιαστικὴ περιοχὴ Ἐπισκόπου , Ἀρχιεπισκόπου , Μητροπολίτου , Πατριάρχου, μὲ συνώνυμες λέξεις «τόπος», «ὥρα»,  «ἐπαρχία» καὶ «ἐκκλησία». [13]

Τὸν 12ο  αἰῶνα οἱ ὄροι «ἐνορία» καὶ οἱ συνώνυμες λέξεις «παροικία», «τόπος», καὶ ἐκκλησία» ἀποδίδουν τὴν ἔννοια τοῦ συνόλου τῶν πιστῶν. [14]

Ἡ ποιμαντικὴ καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἱερέως στὴ σύγχρονη κοινωνία εἶναι ἀναγκαία τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία . Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης γράφοντας στὸν ἐπίσκοπο Εὐσέβιο τοῦ λέγει πώς : ἂν σὲ ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι «σοὶ κακείνοις , σωτηρίας γενήσεται ὄνησις»[15] , δηλαδή : καὶ γιὰ ἐσένα καὶ γιὰ ἐκείνους θὰ ἔλθει ἡ ὠφέλεια τῆς σωτηρίας.

Ὁ Ἱερεὺς σῴζεται μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό του ἢ , ἂν θέλετε , μπορεῖ ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειας καὶ τῆς κακῆς διαγωγῆς του ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς νὰ ἀπωλεσθεῖ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος,  ὁμιλώντας στὸ ποίμνιό του , ἔλεγε: «….ἡ σωτηρία τῆς ὑμῶν ἀδελφότητος παραμυθεῖται με »[16], μὲ ξεκουράζει καὶ μὲ ἀναπαύει ἡ σωτηρία σας. Ἔτσι ὁ Ἱερεὺς βρίσκεται στὴ γῆ καὶ κινεῖται στὸν οὐρανό, ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Ὑπηρετεῖ ἕνα μυστήριο καὶ ἡ διακονία του εἶναι ὑψηλή.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κλίμακος γράφει ὅτι ὁ Ἱερεὺς εἶναι ποιμήν , κυβερνήτης, ἰατρός , διδάσκαλος, ποὺ ἀποβλέπει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου,[17] διότι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα θεραπευτήριο , ἕνα νοσοκομεῖο πνευματικὸ ὅπου ἀναλαμβάνει τὸν νεκρὸ καὶ ἄρρωστο ἄνθρωπο καὶ διὰ τῆς ἀσκητικῆς καὶ μυστηριακῆς ζωῆς τὸν ζωοποιεῖ, τὸν φωτίζει, τὸν μεταμορφώνει, τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν θέωση. Ἔτσι, ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἱερέως εἶναι νὰ θεραπεύει τὸν ἀσθενὴ ἄνθρωπο μὲ ὑπομονή , μακροθυμία καὶ ἀγάπη.  Αὐτὸ βέβαια εἶναι σταυρὸς , γιατί τὰ τραύματα θεραπεύονται μὲ μεγάλη δυσκολία.  Ἂν λόγῳ ἐπιείκειας δὲν γίνει βαθειὰ  ἐγχείρηση σὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη, τότε δὲν θεραπεύεται ὁ ἀσθενής. Ἂν ἡ ἐγχείρηση ἐνεργηθῇ βάναυσα, τότε ὁ ἀσθενὴς μπορεῖ νὰ πέσει σὲ ἀπελπισία. 

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἱερεὺς πρέπει νὰ διάγει τὴν ζωή του κατὰ πνευματικὸ τρόπο μὲ κέντρο τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνῃ κάθε φορὰ τί πρέπει νὰ κάνει, τί πρέπει νὰ λέγει, πῶς πρέπει νὰ ἐνεργεῖ καὶ πάντα μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος νὰ ὁδηγῇ τὸν ἀσθενῆ ἄνθρωπο ὄχι ἁπλῶς κοντὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ θεραπευμένο , ἔτσι ὥστε ἡ θέα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτὸν φῶς καὶ ζωή. Διαφορετικά , ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσεγγίση τὸν Θεὸ θεραπευμένος , τότε ἡ θέα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸν θὰ εἶναι φωτιὰ καὶ καταδίκη.

Στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς ἐνορίας ὁ ἱερεὺς ἔχει τὸν ρόλο ποὺ ἔχει ἡ καρδιὰ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα∙ τόσο ἡ σαρκικὴ καρδιά, ἡ ὁποία εἶναι τὸ κεντρικὸ ὄργανο , μία ἰσχυρὴ μυικὴ ἀντλία ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν κυκλοφορία τοῦ αἵματος στὸν ὀργανισμὸ , ὅσο καὶ κυρίως ἡ πνευματικὴ καρδιά , τὴν ὁποία ὁ Ἀπ. Πέτρος τὴν ὀνομάζει «κρυπτὸν ἄνθρωπον», «ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος»[18]. Μέσα στὴν καρδιὰ ἀνατέλλει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ «…ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάση καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν». [19]

Ἡ καρδιὰ εἶναι τὸ κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κέντρο τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Ἱερεὺς ἀποτελεῖ ἕνα κέντρο στὸ κύκλωμα τῆς Χάριτος , ἕνα κέντρο σκέψης, ἕνα κέντρο ἐργασίας καὶ χριστιανικοῦ βίου καὶ πράξεως καὶ ἀληθείας.

Στὰ χέρια του ἔχει ἕναν θησαυρὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κρατήση κρυμμένο, ἀλλὰ ἡ ἀποστολὴ του εἶναι  νὰ τὸν κοινοποίηση, νὰ τὸν φανερώσει σὲ ὅλους , ὥστε ὅλοι νὰ ἀπολαύσουν τὴν πολύτιμη ἀξία του. Αὐτὸς ὁ θησαυρὸς δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἱερέως, τοῦ ποιμένος, μὲ τὰ μέλη τῆς ἐνορίας του.

Πρέπει νὰ εἶναι αὐστηρός; Ἐλαστικός; ἀδιάφορος;  διακριτικός; Ὁ χαρακτῆρας τοῦ κληρικοῦ πάντως ἀποτελεῖ σπουδαῖο παράγοντα γιὰ τὴν ἐν γένει συμπεριφορά του. Ἔτσι, ὁ ἀγχώδης εὔκολα θὰ ἀπογοητεύεται. Ὁ θρασὺς πιὸ εὔκολα θὰ ξεπερνάει τὶς δύσκολες καταστάσεις, ἀλλὰ συνάμα θὰ δυσαρεστεῖ καὶ πολλούς. Ὁ μετριοπαθὴς ἐνδέχεται νὰ ἔχει πολλὲς ἐπιτυχίες. Ὁ ἐνδοτικὸς μπορεῖ νὰ ἔχει θεαματικὰ ἀποτελέσματα, ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελήσει πνευματικὰ τὸ ποίμνιό του. Ὁ ὑπερβολικὰ αὐστηρὸς μπορεῖ νὰ ἀπογοητεύσει. Ὁ ἰδιοτελὴς καὶ  φιλοσαρκὸς μπορεῖ νὰ σκανδαλίσει. Αὐτὸς ποῦ ἀγνοεῖ ἢ παραβλέπει τὰ τῆς πίστεως μπορεῖ νὰ προκαλέσει σύγχυση κλπ.

Σὲ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δίδουν τὴν δική τους ἀπάντηση : ὁ Ἱερεὺς ποὺ ζεῖ τὸν Θεὸ καὶ ζεῖ διὰ τὸν Θεόν, αὐτὸς  θὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἄπ. Παῦλος «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς»[20].  Ἔτσι καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος , στυλωμένος στὸν Θεὸ καὶ στὸ Ἅγιο Βῆμα, ἱερουργοῦσε «τὸ θαῦμα τῶν μυστηρίων». Μπροστὰ στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ζοῦσε τὸ μυστήριο τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δεχόμενος τὴν θεία ἀγάπη ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ καὶ προσφέροντας αὐτὴν στὰ παιδιά του στὴν γῆ. Καὶ ἡ ζωή του, ὁ λόγος του καὶ τὸ μαρτύριό του εἶναι ἡ καλύτερη μαρτυρία γιὰ τὸ πῶς ἐργάσθηκε πνευματικὰ καὶ γιὰ τὸ πῶς ἔζησε ὥστε νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ καὶ συνάμα νὰ ὠφελήσει τὰ πνευματικά του παιδιὰ ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός.

Ὁ Ἱερεὺς λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι καλλιεργημένος πνευματικά, νὰ ἀκτινοβολεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς του, νὰ διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, νὰ οἰκοδομεῖ πνευματικὰ , νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος καὶ γενικότερα νὰ στέκεται στὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς του. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λόγια του Ἄπ. Παύλου ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ κληρικὸς πρέπει νὰ εἶναι «προσεκτικὸς , ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός. Νὰ μὴν εἶναι μέθυσος, νὰ μὴν βιαιοπραγῇ καὶ δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν ἐπιζητᾷ κέρδη….. νὰ εἶναι ἐπιεικής , ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονικείας, ἀφιλάργυρος. Νὰ εἶναι καλὸς προϊστάμενος ἔχοντας τέκνα πνευματικὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ πραότητος»[21], ὥστε νὰ μὴν σκανδαλίζῃ τοὺς πιστούς. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέγει πὼς τὸ σκάνδαλον εἶναι τεράστιο ἀπὸ τὴν ἀπρόσεκτη ζωὴ τοῦ κληρικοῦ, ἀναφέροντας χαρακτηριστικὰ : «Τὰ μὲν γὰρ τῶν τυχόντων ἁμαρτήματα , ὥσπερ ἐν τινὶ σκότῳ πραττόμενα, τοὺς ἐργαζομένους ἀπώλεσε μόνους . Ἀνδρὸς δὲ ἐπιφανοῦς καὶ πολλοῖς γνωρίμου πλημμέλεια κοινὴν ἄπασι φέρει τὴν βλάβην»[22], δηλαδὴ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων βλάπτουν μόνο τοὺς ἴδιους , ἐνῷ τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέχουν κοινωνικὲς θέσεις δημιουργοῦν πνευματικὴ ζημιὰ σὲ ὅλους. Γὶ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ὀδυρόταν γιὰ τοὺς ποιμένες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔπρεπε πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ συγκαταλέγονται οὔτε μεταξὺ τῶν χριστιανῶν , διότι διακατέχονταν ἀπὸ φρικτὴ τόλμη. Ἡ ζωὴ τοῦ ἱερέως εἶναι «….κανὼν  εὐθύς…. προκείμενος μέσῳ τῶν ἀδελφῶν καὶ πατέρων»[23], ἐνῷ ὅσοι ἀποβλέπουν ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη τους νὰ πορισθοῦν  χρήματα , ἀπολαύσεις καὶ ἀνθρώπινη τιμὴ σίγουρα θὰ ἀποτύχουν καὶ θὰ ζημιώσουν τοὺς Χριστιανούς.

Γὶ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἄπ. Παῦλος ἐπισημαίνει στὸν ἀγαπημένο του μαθητῆ Τιμόθεο, νὰ ἐπικεντρώνεται σὲ ἕναν συνεχῆ καὶ ἀδιάκοπο ἀγῶνα λέγοντας «…Δίωκε δὲ δικαιοσύνην, ευσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα, ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς πίστεως, ἐπιλαβοῦ τῆς αιωνίου ζωῆς, εἰς ἣν ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων». [24] Σοῦ παραγγέλω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ τηρήσῃς τὴν ἐντολήν  «ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον, μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου». [25]

Ὁ Ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς ἡγέτης στὴν ἐνορία του, παράδειγμα πρὸς μίμηση  «ἐν λόγῳ , ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἀγνείᾳ»[26]. Νὰ εἶναι ὁ  «τύπος τῶν πιστῶν»[27], μὲ συνεχῆ ἀγώνα καὶ ἐπαγρύπνηση τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ενορίτας του∙ διότι ἡ εὐθύνη γιὰ τὴν παρακαταθήκη τὴν ὁποία λαμβάνει ὁ κάθε κληρικὸς εἶναι μεγάλη τὴν στιγμὴ τῆς χειροτονίας του, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς  λέγει «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ φύλαξον αὐτὴν ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας Τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος Ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄτε παρ’ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτὴν». [28]

Θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε λοιπὸν ὅτι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε τὴν ἱερωσύνη πρὸς φύλαξη∙ δὲν εἶναι δική μας. Θὰ μᾶς ζητηθεῖ πάλι.

Ἕνα ἄλλο χάρισμα ποὺ πρέπει νὰ διαθέτει ὁ Ἱερεὺς εἶναι νὰ κηρύττει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ «εὐκαίρως ἀκαίρως». [29] Ο Μέγας Χρυσόστομος μᾶς λέγει ὅτι «ὁ τὴν ἀρχὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐμπεπιστευμένος καὶ τῇ τῆς ἐπισκοπῆς ἀξίᾳ τετιμημένος , ἂν μὴ διαγορεύῃ (κηρύττει) τῷ λαῷ τὰ πρακτέα, οὐκ ἀνεύθυνος ἐστίν. Ὁ μέντοι λαϊκὸς οὐδεμίαν ἀνάγκη ἔχει». [30]

Ἐξάλλου σύμφωνα μὲ τὴν δεύτερη εὐχὴ τῆς χειροτονίας ὁ Ἐπίσκοπος συγκαταλέγεται στοὺς ἀθλητὰς ὑπὲρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ καλεῖται νὰ εἶναι  «ὁδηγὸς τυφλῶν, φῶς  τῶν ἐν σκότει, παιδευτής ἀφρόνων, διδάσκαλος  νηπίων, φωστὴρ  ἐν κόσμῳ».[31]  Ὅσο διὰ τὸν ἱερέα σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας ὁ ἀρχιερεὺς αἰτεῖται καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἅγιον Τριαδικὸ Θεὸ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια : «Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον  ὅν ηὐδόκησας τὸν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς, ἵνα γένηται ἄξιος τοῦ ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου». [32]

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οἱ θεοφόροι Πατέρες μὲ τὴν θέσπιση τῶν ἱερῶν κανόνων ξεκαθάρισαν ὅτι τὸ κήρυγμα εἶναι ἀποκλειστικὸ ἔργο τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας , δηλαδὴ τῶν Ἐπισκόπων, κατὰ κύριο λόγο, καὶ τῶν πρεσβυτέρων.

Ὁ 19ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τονίζει ξεκάθαρα ὅτι οἱ προεστῶτες ἔχουν εὐθύνη: «ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρα ἑξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους ἐκ τῆς θείας Γραφῆς ἀναλεγομένους».  [33]

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια τοῦ Λόγου, ἔχει δύναμη, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἄπ. Παῦλος «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν». [34]

Στὸν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ βαθέως , εἰσέρχεται μέσα στὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταμορφώνει , τὸν τρέφει , τὸν ζωογονεῖ.  Ὁ Ἱερεὺς λοιπὸν παρομοιάζεται , κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, μὲ γεωργὸ ποὺ σπέρνει συνεχῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναμένει μὲ ὑπομονὴ πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ καρποφορήση ὁ σπόρος του ∙ μὲ ἰατρὸ ὁ ὁποῖος μὲ τὰ κατάλληλα φάρμακα τοῦ λόγου θεραπεύει τοὺς πιστούς ∙ μὲ ποτάμι τὸ ὁποῖο ἀναζωογονεῖ τὶς ψυχὲς καὶ τὶς κάνει νὰ καρποφοροῦν ∙ μὲ μέλισσα ἡ ὁποία ἀντλεῖ ἀπὸ τὰ ἄνθη τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὸ νέκταρ τῶν θείων ἀληθειῶν , προσφέροντας μέλι στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν.

 Γὶ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἱερεὺς πρέπει συνεχῶς νὰ προσπαθεῖ καὶ νὰ προετοιμάζεται ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ χειρίζεται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ πρὸς δόξαν Θεοῦ, μὲ ἐπιμονή , συνεχῆ μελέτη καὶ θερμὴ προσευχή  . διότι τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι μόνο χάρισμα , ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐπίκτητο · εἶναι δηλαδὴ ἀποτέλεσμα ἐπίπονης προσπάθειας.  Γὶ αὐτὸ τονίζει ὁ θεῖος Χρυσόστομος μὲ ἔμφαση ὅτι «μὴ προφασίζεσαι ὅτι εἶσαι ἀγράμματος καὶ γὶ αὐτὸ δὲν κηρύττεις. Αὐτὸ εἶναι πρόφαση τεμπελιᾶς σου». [35]

Ὁ θεῖος Παῦλος εἶναι σαφής: «ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἔχοντας τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου εἶναι καλοὶ προεστοὶ καὶ κοπιάζουν διὰ τὸ ποίμνιον, εἶναι ἄξιοι νὰ παίρνουν διπλὴν μερίδα διὰ τὴν συντήρησή τους. Πρὸ παντὸς πρέπει νὰ λαμβάνουν τὴν διπλὴ μερίδα ἐκεῖνοι , ποὺ κοπιάζουν εἰς τὸ κήρυγμα καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν». [36]

Τὸ κήρυγμα λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι χριστολογικό, ἔχοντας τὸν Χριστὸ ὡς βασικὴ προϋπόθεση, ὡς μέσο καὶ στόχο κάθε κηρύγματος, μεταδίδοντας τὸ μήνυμα ὅτι ἡ σχέση μας καὶ ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ζήτημα ζωῆς. Πρέπει νὰ εἶναι κήρυγμα μετανοίας καὶ πολλὲς φορὲς νὰ ἔχει κατηχητικὸ χαρακτῆρα . νὰ εἶναι προσαρμοσμένο στὶς ἀνάλογες περιστάσεις καὶ συνθῆκες τοῦ σήμερα, ἔχοντας ὡς βασικὴ πηγὴ 1) τὴν Ἁγίαν Γραφὴν , 2) τὰ συγγράμματα τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι διείσδυσαν στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, κατενόησαν τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομά Του, ἐβίωσαν τὴν μυστικὴ ζωή τοῦ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου, 3) τὴν ζωή, τὰ θαύματα καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας.

Προπαντὸς ὅμως τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ εἶναι βιωματικὸ γιὰ νὰ ἔχει κῦρος ∙ὁ λόγος πρέπει νὰ συνοδεύεται μὲ τὴν πράξη , γιατί «ἡμεῖς ὅταν ἐν ἔργοις  ἀσχημονῶμεν, ποίοις στόμασι διαλεξόμεθα περί δογμάτων ;» [37] δήλ. ὅταν ἐμεῖς ἀσχημονοῦμε μὲ τὰ ἔργα μας μὲ ποιὰ στόματα θὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας; μᾶς λέγει ὁ Μέγας Πατὴρ Ἰωάννης Χρυσόστομος.

    Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ ἀκόλουθη ἱστορία ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου: « Εἶπε ἕνας Γέροντας στὸν ὑποτακτικό του ….Αὔριο θὰ σηκωθοῦμε πρωὶ πρωὶ καὶ θὰ πᾶμε στὴν πόλη γιὰ νὰ κηρύξουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ…. Ἔτσι κι ἔγινε…. Ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐρημικὴ σκήτη τους καὶ μετὰ ἀπὸ πολὺ περπάτημα ἔφθασαν στὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας… Ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ γύρισαν ὅλη τὴν πόλη… Ὅταν τὸ βράδυ ἐπέστρεψαν στὴν σκήτη, ὁ ὑποτακτικὸς ἀγανακτισμένος εἶπε στὸν Γέροντα: Γέροντα, μοῦ εἶπες ὅτι θὰ πᾶμε νὰ κηρύξουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς περπατήσαμε ὅλη τὴν ἡμέρα στὴν πόλη χωρὶς νὰ ποῦμε λέξη. Τί  κήρυγμα ἦταν αὐτό; Κι ὁ Γέροντας μὲ πολὺ ἀγάπη τοῦ ἀπαντάει :Σήμερα , παιδί μου, κάναμε τὸ μεγαλύτερο κήρυγμα …. Μὲ τὸ σεμνὸ περπάτημά μας , τὴν εὐπρέπεια τῆς ἐνδυμασίας μας, μὲ τὴν σιωπή μας, μὲ τὸ διακριτικὸ χαμόγελό μας…».

Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ δείξουμε μὲ τὴν ζωή μας καὶ τὸ παράδειγμά μας ἐπὶ τῆς γῆς  οὐράνια πολιτεία γιὰ νὰ μποροῦμε μὲ τὸ κήρυγμά μας, μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ δοξολογεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

 Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ ποὺ πρέπει νὰ διακατέχει τὸν κληρικὸ εἶναι ἡ εὐσέβεια. Ὡς λέξη , ἡ εὐσέβεια συντίθεται ἀπὸ τὸ προθεματικὸ μόριο «εὖ» καὶ τὸ ρῆμα «σέβω», τὸ ὁποῖο σημαίνει «λατρεύω, τιμῶ, σέβομαι». «Εὐσεβέω» σημαίνει «ζῶ /φέρομαι εὐσεβῶς». Παράγωγο εἶναι τὸ ἐπίθετο «εὐσεβὴς».

Ἐπίσης εὐσεβὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τρέφει σεβασμὸ καὶ ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἐκδηλώνει αὐτὸ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Εὐσεβὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει καὶ ζεῖ ὀρθόδοξα, ὅταν κρατᾷ τὴν παράδοση καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅταν ἐπιδιώκει νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,ὅταν βιώνει τὴν καλὴ ἀλλοίωση τοῦ Ὑψίστου, τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅταν ζεῖ μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν αὐτομεμψία.

Εἶναι ὁ ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποίος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ηθική τελείωση  μὲ τὴ συνεργεία τῆς Θ. Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἄπ. Παῦλος συνδέει στενὰ τὴν εὐσέβεια μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «μέγα Μυστήριον» καὶ τὴν συνδέει μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ. «Μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί…..»[38], διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδειξε τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ἔτσι ἡ ἕνωση καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του μᾶς καθιστὰ εὐσεβεῖς.

Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο , μέσα σὲ αὐτὴ τὴν «γενεὰ τὴν σκολιὰ καὶ τὴν διεστραμμένην» , ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε «ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι ∙  τέκνα Θεοῦ»[39], ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἑξαιρέτως ἠμεῖς οἱ κληρικοὶ νὰ λάμπουμε μὲ τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἀποτελοῦμε τὸ παράδειγμα ὄχι μόνο γιὰ τοὺς πιστοὺς , ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπίστους. Γι᾿αὐτό ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς λέγει : «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ Κόσμου…..»[40],  «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων , ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[41].

Ἔτσι ἡ εὐσέβεια καθιστὰ τὸν κληρικὸ πνευματικὸ φάρο μέσα στὴν ἐνορία καθὼς ἐπιδρᾷ θετικὰ στὴ συνείδηση καὶ στὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι βλέποντας τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ ἦθος τοῦ κληρικοῦ  τὸν προσέχουν , τὸν εὐλαβοῦνται, τὸν ἐμπιστεύονται εἰς τὰ προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακὰ προβλήματα , διδάσκονται ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὸν τρόπο ζωῆς του .

Ὁ Μέγας Χρυσόστομος λέγει:  «Οὐδείς ἄν ἦν Ἕλλην , εἰ ἡμεῖς ἦμεν χριστιανοί, ὡς δεῖ»[42].  Ἐγὼ θὰ χρησιμοποιήσω τὰ λόγια του μὲ μία μικρὴ παραλλαγὴ λέγοντας : «Ουδείς ἄν ἦν Ἕλλην, εἰ ἡμεῖς ἦμεν κληρικοί, ὡς δεῖ», δηλ. κανεὶς δὲν θὰ ἦταν εἰδωλολάτρης (ἄπιστος), ἂν ἑμεῖς οἱ κληρικοὶ ἤμασταν  ὅπως πρέπει».

Ἡ εὐσέβεια , Μακαριώτατε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἀγαπητοὶ συμπρεσβύτεροι, ἀδελφὲ Διάκονε, μᾶς ὑπόσχεται εὐτυχισμένη ζωὴ ἐδῶ πάνω στὴ γῆ καὶ μᾶς προαναγγέλλει τὴν κατάκτηση τοῦ οὐρανοῦ. Γὶ αὐτὸ ὁ Ἄπ. Παῦλος ἐπιμένει μὲ φωνὴ στεντόρια  λέγοντας σὲ ὅλους μας: «Γύμναζε δὲ σεαυτον πρὸς εὐσέβειαν…. Ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμος ἐστίν, ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης».[43]

Ὡστόσο ὁ κληρικὸς γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὸ ἔργο του μέσα στὴν ἐνορία εἶναι ἀνάγκη νὰ στηριχθεῖ στὴν προσευχή. Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ εἶναι ὁ ἱερεὺς κοινωνικὸς , μορφωμένος, καλλίφωνος καὶ ὁμιλητικός. Πρέπει νὰ διαθέτει ἀρκετὸ χρόνο γιὰ ἀτομικὴ προσευχὴ  μὲ κατάνυξη , μὲ σύνεση, μὲ ζῆλο, μὲ καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος, μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση , τόσο γιὰ τὸν ἴδιο , ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς λέγοντας: «Ἂν τῆς προσευχῆς στερήση τίς ἑαυτόν», «ταυτὸν ποιήσει ὥσπερ ἂν εἰ τὸν ἰχθὺν ἐκ τοῦ ὕδατος ἐξήγαγεν. Ὥσπερ γὰρ ζωὴ ἐκεῖνῳ τὸ ὕδωρ, οὕτως  αὐτῶ ἡ προσευχὴ»[44], δήλ. ἂν κάποιος στερεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὴν προσευχή…. κάνει κάτι ἀνάλογο , μὲ τὸ νὰ βγάζει κάποιος ἕνα ψάρι ἀπὸ τὸ νερό. Ὅπως τὸ νερὸ ἀποτελεῖ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὸ ψάρι, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ προσευχὴ εἶναι πηγὴ ζωῆς. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τοῦ δίνει ζωή καὶ ὅχι μόνο, διότι ἡ προσευχὴ δίνει στὸν ἄνθρωπο φώτιση καὶ ταυτόχρονα τὸν ἁγιάζει.  

Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ προσευχή, μιλᾶμε γιὰ ἕνα μυστήριο ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης , «ἡ προσευχὴ ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι συνουσία καὶ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό∙ καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, σύσταση καὶ διατήρηση τοῦ κόσμου, συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μητέρα τῶν δακρύων  καθὼς ἐπίσης καὶ θυγατέρα , συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων , γέφυρα ποὺ σῴζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τοῖχος ποὺ προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις , ….φωτισμὸς τοῦ νοῦ….. καθρέπτης τῆς πνευματικῆς προόδου …..Ἡ προσευχὴ εἶναι γὶ αὐτὸν ποὺ προσεύχεται πραγματικὰ δικαστήριο καὶ κριτήριο καὶ βῆμα τοῦ Κυρίου πρὶν ἀπὸ τὸ μελλοντικὸ βῆμα »[45].

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς πηγάζει ἀπὸ τὴν βαθεῖα συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας μας καὶ τὴν κατανόηση μίας πραγματικότητος . ὅτι ὁ ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὴ τοῦ κληρικοῦ  δὲν εἶναι μία ἁπλὴ περιπέτεια ἢ ἐργασία, ἀλλὰ εἶναι μία πάλη. Αὐτὴν τὴν πάλη ὁ Ἄπ. Παῦλος μᾶς τὴν περιγράφει ὡραιότατα λέγοντας : «οὐκ ἔστιν ἠμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα , ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς , πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικά της πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». [46]

Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος προσεύχεται καὶ ἡ σκέψη του εἶναι προσηλωμένη στὸ Θεὸ καὶ ὄχι στὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς.

Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἡ ἔλλειψις τῆς προσευχῆς γιὰ πολλοὺς λόγους ἀποτελεῖ γιὰ ἑμᾶς τὸ ἀδύνατον σημεῖο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ προσευχόμαστε , ἐφαρμόζοντας τὴν προσταγὴ τοῦ ἀπ. Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[47] γιὰ νὰ γίνουμε κληρικοὶ προσευχόμενοι.

 Ἐπίσης εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὸν κληρικὸ νὰ ἀφιερώνει κατ’ ἰδίαν ἱκανὸ χρόνο γιὰ τὴν ἀνάγνωση καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἄλλων πατερικῶν κειμένων.

Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὑποχρέωση ὅλων καὶ ὄχι ὁρισμένων , καθὼς ἀναφέρει ὅτι «εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθεῖς χωρὶς τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς»[48]. Γὶ αὐτὸ ὁ Μέγας Παῦλος ἔγραφε στὸν Τιμόθεο :  «Πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει»[49], δηλ. τοῦ ἔλεγε νὰ ἀσχολεῖται μὲ ἐπιμέλεια στὴν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν.

Οἱ δὲ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες συμβουλεύουν, πρὶν τὴν ἀνάγνωση, νὰ γίνεται μία μικρὰ προετοιμασία μὲ προσευχὴ γιὰ νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς καὶ νὰ κατανοήση τοὺς λόγους τῶν Θείων Γραφῶν.«Ἂς  προσέχουμε λοιπὸν τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν , γιατί , ἂν προσέχεις στὴν Γραφή, σοὺ ξεριζώνει τὴ λύπη, σοῦ φυτεύει τὴν εὐχαρίστηση, ἀναιρεῖ τὴν κακία, ριζώνει τὴν ἀρετή, δὲν ἀφήνει μέσα στὴν ἀναταραχὴ τῶν πραγμάτων νὰ παθαίνεις ὅπως οἱ ναυτικοὶ στὴν τρικυμία. Ἡ θάλασσα μαίνεται , ἀλλὰ ἐσὺ πλέεις μὲ γαλήνη, γιατί ἔχεις κυβερνήτη τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν , ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ σκοινὶ δὲν τὸ σπάζει ἡ δοκιμασία τῶν περιστάσεων».  [50]

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει τὸν ἱερέα καὶ νὰ μαρτυρεῖ τὸ «οὐράνιο κάλλος «, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, εἶναι ἡ ἀγάπη ,  καταρχὰς  πρὸς τὸν Θεὸ , ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ «πλήρωμα τοῦ νόμου»[51] καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιον, πρὸς τοὺς ἐνορίτες , διότι «ὁ γὰρ τὸν Χριστὸν φιλῶν καὶ τὴν ποίμνην αὐτοῦ φιλεῖ». [52]

Ὁ κληρικὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ , θ’ ἀγαπήσει γνήσια καὶ ὁλοκληρωτικὰ καὶ τὸ ποίμνιόν του, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, χωρὶς διακρίσεις, διαχέοντας τὴν ἀγάπη του πρὸς κάθε ἄνθρωπο. Ἔτσι «ἂν οἱ μητέρες δείχνουν φιλοστοργία στὰ τέκνα τους , πολὺ περισσότερο πρέπει ὁ Ἱερεὺς νὰ δείχνει μεγάλη φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια γιὰ τὸ ποίμνιό του»[53].

Τελειώνοντας , θὰ κλείσω μὲ τὰ λόγια του Ἄπ. Παύλου πρὸς τὸν μαθητή του Τίτο:  «ὑπομίμνησκε αὐτοὺς ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι, πειθαρχεῖν»[54], δήλ. νὰ προτρέπεις τοὺς χριστιανοὺς νὰ ὑποτάσσονται καὶ νὰ πειθαρχοῦν σὲ κάθε ἐξουσία, διότι «οὐ γὰρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ»[55]. Ὁ Ἱερεὺς λοιπὸν ὁ ὁποῖος ἐργάζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία , μέσα σ’ αὐτὴν τὴν πνευματικὴν ἄμπελο  θὰ πρέπει νὰ πειθαρχεῖ καὶ νὰ ὑπακούει στὰ προστάγματα καὶ τὴν φωνὴ τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας , ἔχοντας ἐπωμισθεῖ μία τεράστια εὐθύνη γιὰ ὅλο τὸ πνευματικὸ ἔργο τῆς ἑκάστου Μητροπόλεως.

Γὶ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ἡ Ἐκκλησία δέεται συνεχῶς λέγοντας: «Ὑπὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἠμῶν….» κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία, στὰ μυστήρια καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἀκολουθίες, ὑπὲρ ὑγείας, φωτίσεως, συνέσεως καὶ κατευοδόσεως τοῦ πνευματικοῦ ἔργου.

 Ὁ Ἱερεὺς λοιπὸν εἶναι ὁ συνεργάτης καὶ ὁ βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου καὶ ὀφείλει σεβασμὸ καὶ ὑπακοὴ στὴν ἀνωτέρα του ἀρχὴ εἴτε καλεῖται αὐτὴ Ἐπίσκοπος, εἴτε Μητροπολίτης, εἴτε Ἀρχιεπίσκοπος.

Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ἡ ἀπειθαρχία δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ὑποβαθμίζοντας τὸ ἔργο της , μειώνοντας τὸ κῦρος τοῦ Ἐπισκόπου  , σκανδαλίζοντας τοὺς χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι αὐτὸ ποὺ θέλουν εἶναι νὰ βλέπουν ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Κλῆρο, ἀγάπη καὶ εὐλογημένη ὁμόνοια καὶ συνεργασία μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων.

Ζοῦμε σὲ πολὺ δύσκολα χρόνια, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἔχει χάσει τὸν πνευματικό του προσανατολισμὸ , χωρὶς πίστη, χωρὶς ἐλπίδα, χωρὶς ἀξίες καὶ ἰδανικά. Εἶναι ἀνάγκη –ἐπιβάλλεται –ἡ πειθαρχία καὶ ἡ ἑνότης γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, διότι εἶναι τὸ κέντρο. Ἐξάλλου αὐτὸ τονίζουν καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες :  «ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία∙ ὅποτε «Πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε . Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον  ἀποδώσοντες».[56]

Ἀγαπητοὶ  Συμπρεσβύτεροι, ὁ Κύριος μᾶς ἐτίμησε μὲ τὸ ὑψηλὸ αὐτὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης διὰ μέσου του Ἐπισκόπου , ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει τοποθετήσει σὲ κάποια ἐνορία. Δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶναι ἡ ἐνορία μας πλούσια ἡ φτωχή, μικρὴ ἢ μεγάλη ,μέσα στὸ κέντρο ἢ σὲ ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς Μητροπόλεως.  Σημασία ἔχει ὅτι, ὅπως ἀναφέρθηκε, μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐνορίας  ἀποτελοῦν τὸ «μικρὸν ποίμνιον»[57] τοῦ Χριστοῦ∙ τὰ εὐλογημένα καὶ λογικὰ πρόβατα ποὺ μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος, λέγοντας ξεχωριστὰ στὸν καθένα μας: «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»[58].

Ἔχουμε λοιπὸν ἱερὸ καθῆκον νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ χαρά , μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ζῆλο ἐπιγνώσεως , ὥστε πάντοτε νὰ δίνουμε τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς μας πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ νὰ περιμένουμε μὲ ὑπομονὴ τὴν πνευματικὴ καρποφορία μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Διότι «Οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων , ἀλλὰ ὁ αὐξάνων Θεὸς»[59].

Ἀμὴν . Γένοιτο.

 

[1] Κατὰ Ματθαῖον  κεφ. 18, στίχ. 20

[2] Πρὸς Ἐφεσίους , XIII

[3] Πρὸς Κορινθίους κεφ.12, στίχ. 12-13

[4] Κατὰ Ἰωάννην     κεφ 19, στίχ. 34

[5] Κατὰ Ἰωάννην     κεφ 19, στίχ. 35

[6] Wikipedia «ὁ ὅρος Ἐκκλησία στὴ χριστιανικὴ πίστη».

[7] PG 46.1001A.1,6

[8] PG 41.677 C.

[9] Ἰωάννης Τιμαγένης, Ναὸς (Κανονικὸν Δίκαιον –Ποιμαντικὴ), Περί ἐνοριῶν καὶ ἐνοριτῶν, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Εγκυκλοπαίδεια. τόμ 9 (1966), σελ. 302

[10] Δημήτριος Βάκαρος, «Ἡ ἐνορία». Γρηγόρ.Παλαμάς, ἕτος 72, τ.χ 726, Ιαν –Φεβρ1989, σελ. 20

[11] ο.π σελ. 8

[12] Ἰωάννης Τιμαγένης, Ναὸς (Κανονικὸν Δίκαιον –Ποιμαντικὴ), Περί ἐνοριῶν καὶ ἐνοριτῶν, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Εγκυκλοπαίδεια. τόμ 9 (1966), σελ. 303

[13] Δημήτριος Βάκαρος, «Ἡ ἐνορία». Γρηγόρ.Παλαμάς, ἕτος 72, τ.χ 726, Ιαν –Φεβρ1989, σελ. 22-23

[14] ο.π σελ. 23

[15] Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, PG 78, 201

[16] Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις XII,SC τομ. 104, σελ. 170

[17] Ἁγίου Ἰωάννου Κλίμακος «Λόγος εἰς τὸν ποιμένα».

[18] Α΄ Πέτρου κεφ. 3, στιχ.4

[19] Β΄ Πέτρου, κεφ. 1, στιχ. 19

[20] Πρὸς Γαλάτας  κεφ.2, στίχ.20

[21] Πρὸς Τιμόθεον κεφ.3, στίχ. 2-5

[22] Λόγος, Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγ. IΙΙ  κεφ.14, σελ. 34

[23] Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου   ο.π ,XVII,σελ .296

[24] Α΄ Τιμόθεον ,κεφ. 6,στίχ. 11-13

[25] Α΄ Τιμόθεον ,κεφ. 6,στίχ. 14

[26] Α΄ Τιμόθεον  κεφ. 4, στίχ. 12

[27] ο.π, στίχ 12

[28] Εὐχὴ Χειροτονίας εἰς πρεσβύτερον.

[29] Β΄ Τιμόθεον κεφ. 4, στίχ. 2

[30] Ομιλία Α΄ Εις Τίτον 2

[31] Β΄ Εὐχή χειροτονίας.

[32] Ευχὴ εἰς πρεσβύτερον χειροτονίαν.

[33] 19ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης Συνόδου.Ἐν Κωνσταντινουπόλῃ τὸ 692 μ.Χ

[34] Πρὸς Ἑβραίους κεφ.4, στίχ. 12

[35] Περὶ Ἱερωσύνης.

[36] Πρὸς Τιμόθεον κεφ.ε,στίχ.17

[37] Ἰωάν. Χρυσόστομος ΕΠΕ 16Β΄498 -502, PG 60,440.

[38] Α΄ Τιμόθεον             κεφ.3, στίχ. 16

[39] Πρὸς Φιλιππησίους κεφ.2 , στίχ.15

[40] Κατὰ Ματθαῖον      κεφ.5,  στίχ. 14

[41]  ο.π στίχ.16

[42] Ἰωάν. Χρυσόστομος ΕΠΕ 23,282 -286, PG 62,551 -552.

[43] Α΄ Τιμόθεον  κεφ. 4 ,στίχ. 8-9

[44] Ἰωάν. Χρυσόστομος «Λόγος περὶ προσευχῆς».

[45] Ἰωάννου Κλίμακος      Λόγος 28ος  «Περὶ προσευχῆς».

[46] Πρὸς Ἐφεσίους                  κεφ.6,  στίχ. 12

[47] Πρὸς Θεσσαλονικεῖς   Α΄ κεφ. 5, στίχ. 17

[48] Ἰωάννου Χρυσοστόμου ΕΠΕ 25,478

[49] Α΄ Τιμόθεον                κεφ. 4 ,στίχ. 13

[50] Ἰωάν. Χρυσοστόμου  Πρὸς Εὐτρόπιον  Β΄ ἐπιστολὴ.

[51] Πρὸς Ρωμαίους           κεφ. 13, στἰχ. 10

[52] Ἰωάν. Χρυσοστόμου  Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήν ,τόμ.60, ὑπόθεσις α΄ (29, δ)

[53] Περὶ Ἱερωσύνης Λόγ. Β, 4 & δ΄6.

[54] Πρὸς Τίτον         κεφ.   3,  στίχ. 1

[55] Πρὸς Ρωμαίους  κεφ. 13,  στίχ. 1

[56] Πρὸς Ἑβραίους   κεφ. 13,  στίχ. 17

[57] Κατὰ Λουκᾶν      κεφ. 12, στίχ. 32

[58] Κατὰ Ἰωάννην     κεφ. 21, στίχ. 16

[59] Πρὸς Κορινθίους κεφ.  3, στίχ. 7-8