ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΥΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
ὑπό ἱεροδιακόνου Μακαρίου Παλαιολόγου
Φοιτητοῦ Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Ἐγώ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν προς Κορινθίους (κεφ. ΙΑ΄ 23, 23-24)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στίς ἡμέρες μας, καί ἐξ’ ἀφορμῆς προφανῶς τῆς ἔντονης ἱεραποστολικῆς παρουσίας σέ χῶρες καί λαούς πού δέν ἔχουν τίς ἴδιες διατροφικές συνήθειες καί εἶναι παντελῶς ἄγνωστα ὑλικά τά ὁποῖα σέ ἐμᾶς ἀποτελοῦν τόν κορμό τῆς διατροφῆς μας, ὅπως εἶναι τό λάδι, τό ψωμί, τό κρασί κλπ, ἐγέρθηκε ὁ θεολογικός προβληματισμός καί ἡ συζήτηση ἐάν μποροῦμε νά προσαρμόσουμε τά ὑλικά τῆς λατρείας μας στά δικά τους δεδομένα καί φιλικά σ’ αὐτούς, εἴδη διατροφῆς. Ἡ συζήτηση ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο δημιούργησε ἔντονο προβληματισμό καί γόνιμη ἀναζήτηση στίς πηγές τῆς λειτουργικῆς μας παράδοσης πού εἶναι ἡ θ. Γραφή καί ἡ ἑρμηνευτική πατερική γραμματεία.
Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅπως αὐτή διασώθηκε μέχρι τίς ἡμέρες μας δέν ἀποτελεῖ παρωνυχίδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς, ἀλλά τήν οὐσία καί τό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς ὅλης πνευματικῆς μας ζωῆς.
Ἔτσι λοιπόν, κάθε κλάδος τῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης ὅπως ἡ Δογματική, ἡ Ποιμαντική, ἡ Λειτουργική κλπ, ὀφείλουν νά τροφοδωτοῦνται καί νά φωτίζονται ἀπό τόν Πατερικό λόγο καθῶς αὐτός ἀποτελεῖ τήν συνείδηση, τήν πορεία καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτονόητο λοιπόν ὅτι, ἐάν κανείς θέλει νά γνωρίσει ὀρθά ὅ,τι ὑπάρχει στό χῶρο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ἀπαραίτητα νά γνωρίσει τους Πατέρες. Αὐτό ἄλλωστε μᾶς διδάσκει ἡ Πενθέκτη Οὐκουμενική Σύνοδος μέ τόν ιθ΄ κανόνα αὐτῆς, ὁ ὁποῖος ἐμμέσως πλήν σαφῶς, συνιστᾷ τήν Πατερική διδασκαλία ὡς μοναδικό καταφύγιο γιά μία αὐθεντική ἐπίλυση τῶν προβλημάτων πού ἀναφύωνται στήν Ἐκκλησία.
Γιά τόν λόγο αὐτό στήν προσπάθειά μου, νά διαπραγματευθῶ το ἐπίμαχο ζήτημα, δέν θά ἀκολουθήσω τήν γνωστή μέθοδο τοῦ ἐλεύθερου ἐρευνητικοῦ συλλογισμοῦ, ἐφ’ ὅσον τό θέμα μου εἶναι θεολογικό -μυσταγωγικό, καί ἀπαιτεῖ θεοφόρο καθοδηγητή, ἐμπνευσμένον ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἀνακρίνει τά πάντα, καί αὐτά τά βάθη τοῦ Θεοῦ καί τέτοιοι καθοδηγητές εἶναι μόνο οἱ Θεοφόροι Πατέρες.
Γι’αὐτό στήν ἐργασία μου αὐτή τόν κύριο λόγο τόν ἔχουν οἱ πατέρες τῶν ὁποίων τίς θέσεις θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω συμβάλλοντας στόν θεολογικό προβληματισμό τῶν συγχρόνων ἐρευνητῶν.
Δέν τό θεωρῶ περιττό νά ξεκινήσω τήν εἰσήγησή μου κάνοντας ἀναφορά στήν σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας καί στά ὑλικά του· ὅπως αὐτό μᾶς εἶναι παραδεδομένο ἀπό τους ἱερούς Εὐαγγελιστές καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Γράφει χαρακτηριστικά στήν Α΄ πρός Κορινθίους (κεφ. ΙΑ΄, 23-24): «Ἐγῶ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου, ὅ καί παρέδωκα ὑμίν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ῇ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον, καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε, Λάβετε, φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι τήν ὕλη τοῦ μυστηρίου δέν τήν ἐπινόησε κανένας ἄνθρωπος, καμία Σύναξη Ἀποστόλων, Πατέρων, παρά Αὐτός ὁ Κύριος. Παρόλη ὅμως τήν Θεοπαράδοτη αὐτή ὕλη, γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὑπῆρξαν ἐποχές ὅπου χριστιανικές κοινότητες διαφοροποιήθηκαν χρησιμοποιώντας ἄλλα ὑλικά γιά τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀντιμετωπίζοντας τήν ἐκτροπή αὐτή, κυρίως αἰρετικῶν ὁμάδων, συνέγραψαν λόγους ἀπολογητικούς, προβάλλοντας τήν σπουδαιότητα τῆς συνεχοῦς παραμονῆς μας στά ὑλικά τά ὁποῖα μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος κατά τήν νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ἀνάμεσα ἀπό τήν πληθώρα τῶν Πατερικῶν κειμένων ξεχώρισαν τά κείμενα τῶν: α) Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, β) Κυπριανοῦ Καρθαγένης, γ) Ἐπιφανίου Ἐπισκόπου Σαλαμίνας τῆς Κύπρου, δ) Συμεῶν Θεσσαλονίκης καί τῶν Γρηγορίου Νύσσης καί Ἰ. Χρυσοστόμου.
Ἱεροί Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν χρήση ἄλλων ὑλικῶν ἐκτός τοῦ σίτου καί τοῦ οἶνου.
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
ΥΠΟ ΤΩΝ Γ.Α. ΡΑΛΛΗ ΚΑΙ Μ. ΠΟΤΛΗ (τομ. Β κ Γ)
Ι. Κανόνες
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ.
- 3ος Κανόνας τόμος Β΄ σελ. 4.
- 4ος Κανόνας τόμος Β΄ σελ 6.
ΤΗΣ ΕΝ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗ ΣΥΝΟΔΟΥ.
- 37ος Κανόνας τόμος Γ΄ σελ. 400.
ΤΗΣ ΕΝ ΤΩ ΤΡΟΥΛΛΩ ς΄ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ
- 28ος Κανόνας τόμος Β΄σελ. 365.
- 57ος Κανόνας τόμος Β΄σελ. 437.
- 99ος Κανόνας τόμος Β΄σελ. 543.
Καφάλαιο 10
Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Α) Εὐχαριστιακές μαρτυρίες τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως (+215 μ.Χ)
Ξεκινῶ τό κεφάλαιο αὐτό παραθέτοντας τίς μαρτυρίες περί τῆς Θ. Εὐχαριστίας τοῦ Ἁγ. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως ἀπό ἕνα κείμενο πού ἀφορά σέ θέμα τελετουργικό: «Καί τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν παρακελεύομαι λέγουσα» φησί ἡ σοφία, τοῖς ἀμφί τάς αἱρέσεις δηλονότι, «ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε, καί ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ», ἄρτον καί ὕδωρ οὐκ ἐπ’ ἄλλων τινῶν, ἀλλ’ ἤ ἐπί τῶν ἄρτῳ καί ὕδατι κατά τήν προσφοράν μή κατά το κανόνα τῆς ἐκκλησίας χρωμένων αἱρέσεων ἐμφανῶς ταττούσης τῆς γραφῆς. Εἰσί γάρ οἵ καί ὕδωρ ψιλόν εὐχαριστοῦσι[1].
Ἡ ἀναφορά τοῦ Κλήμεντος στό Παρ. 9, 16 ἀπευθύνεται σέ αἱρετικούς Ἐγκρατίτες[2], οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν-κατά τή Θ. Εὐχαριστία- «ἄρτον καί ὕδωρ χωρίς νά ἀκολουθούν τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Κλήμης ἑστιάζει τήν κριτική του σ’ ἐκείνους τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τελοῦν τήν Θ. Εὐχαριστία «μόνο μέ νερό», τούς ὁποίους θεωρεῖ ὡς «ἐνδεεῖς φρενῶν» (ὡς στερούμενους λογικῆς). Ἡ συγκεκριμένη μαρτυρία του, πάντως φαίνεται ὅτι ἐστόχευε νά ὑπενθυμίσει τήν ὀρθόδοξη πρακτική τελέσεως τῆς Θ. Εὐχαριστίας μέ ἄρτο καί κεκραμμένο οἶνο.
Οἱ τελετουργικές πληροφορίες περί τῆς Θ. Εὐχαριστίας συνεχίζονται καί σέ ἄλλο κείμενο τοῦ Κλῆμεντος, συνδυάζοντας παράλληλα τό θέμα τῶν προϋποθέσεων συμμετοχῆς στή Θ. Εὐχαριστία: Ἦ καί τήν Εὐχαριστίαν τινές διανείμεντες, ὡς ἔθος, αὐτόν δή ἕκαστον τοῦ λαοῦ, λαβεῖν τήν μοῖραν ἐπιτέπουσιν. Ἀρίστη γάρ πρός τήν ἀκριβῆ αἵρεσίν τε καί φυγήν ἡ συνείδησις[3].
Στό παραπάνω χωρίο ὁ Κλήμης ἀναφέρεται στή διανομῆ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τονίζοντας ὅτι «ἐκεῖνοι πού εἶναι ἐντεταλμένοι νά διανέμουν τήν Εὐχαριστία -σύμφωνα μέ τή συνήθεια- σέ κάθε πιστό, ἐπιτρέπουν νά λαμβάνει ὁ κάθε πιστός τό ἀνάλογο μερίδιο τῆς Θ. Εὐχαριστίας». Ἡ εὐταξία, ὅμως, αὐτή πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό μία βασική προϋπόθεση γιά τήν εὐχαριστιακή μετοχή τοῦ πιστοῦ: ἀπό τή συνείδησή του ὅτι «ὁ ὀρθός βίος» εἶναι τό θεμέλιο πού ἐπιτρέπει τήν συνειδητή καί ἀξία συμμετοχή του στή Θ. Εὐχαριστία.
Σέ ἐπόμενη μαρτυρία του ὁ Κλήμης ἀναπτύσσει βασικές πτυχές τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας:
Διττόν δέ τό αἷμα τοῦ Κυρίου· τό μέν ἐστιν αὐτοῦ σαρκικόν, ῷ τῆς φθορᾶς λελυτρώμεθα, τό δέ πνευματικόν, τοῦτ’ ἔστιν ᾦ κεχρίσμεθα. Καί τοῦτ’ ἔστι πιεῖν τό αἶμα τοῦ Ἰησοῦ, τῆς κυριακῆς μεταλαβεῖν ἀφθαρσίας. Ἰσχύς δέ τοῦ λόγου τό πνεῦμα, ὡς αἷμα σαρκός. Ἀναλόγως τοίνυν κίρναται ὁ μέν οἶνος τῷ ὕδατι, τῷ δέ ἀνθρώπῳ τό πνεῦμα, τό πνεῦμα, καί τό μέν εἰς πίστην εὐωχεῖ, τό κρᾶμα, τό δέ εἰς ἀφθαρσίαν ὁδηγεῖ, τό πνεῦμα, ἡ δέ ἀμφοῖν αὖθις κρᾶσις ποτοῦ τε καί λόγου εὐχαριστία κέκληται, χάρις ἐπαινουμένη καί καλή, ἧς οἱ κατά πίστιν μεταλαμβάνοντες ἁγιάζονται καί σῶμα καί ψυχήν, τό θεῖον κρᾶμα τόν ἄνθρωπον τοῦ πατρικοῦ βουλήματος πνεύματι καί λόγῳ συγκιρνάντος μυστικῶς· καί γάρ ὡς ἀληθῶς μέν τό πνεῦμα ᾠκείωται τῇ ὑπ’ αὐτοῦ φερομένη ψυχῇ, ἡ δέ σάρξ τῷ λόγῳ, δι’ ἥν «ὁ λόγος γέγονεν σάρξ[4]».
Τό παραπάνω κείμενο ἐπεξεργάζεται τό θέμα τῶν εὐεργεσιῶν ποῦ πηγάζουν ἀπό τή Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Ὁ Κλήμης διακρίνει, κατ’ ἀρχάς, δύο εὐεργετικές πτυχές στό «Αἷμα τοῦ Κυρίου»: τήν «σαρκική», ἡ ὁποία συνίσταται στήν «ἀπολύτρωση ἀπό τῇ φθορά» καί τήν «πνευματική», ἡ ὁποία συνίσταται στήν «χρίση» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διάκριση αὐτή τῶν δύο εὐεργεσιῶν ἀναφέρεται στήν ἐπενέργεια- ἐπί τοῦ σώματος καί ἐπί τῆς ψυχῆς- τήν ὁποία ἔχει ἡ Μετάληψη τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου: ἀπαλάσσει τό σῶμα ἀπό τή φθορά καί καθιστά τήν ψυχή «κεχρισμένη», δηλαδή ἁγιασμένη ἀπό τό Θεό.
Ὁ Ἁγ. Κλήμης ἐπισημαίνει ὅτι, ἡ Μετάληψη τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου συνιστᾶ «μετάληψη τῆς ἀφθαρσίας τοῦ Κυρίου». Συγκεκριμενοποιεῖ, ἑπομένως, τή φύση αὐτῆς τῆς «ἀπολυτρώσεως ἀπό τή φθορά»: διά τῆς ἐν λόγῳ Μεταλήψεως, ὁ Κύριος δωρίζει τή δική Του «ἀφθαρσία», δωρίζει δηλαδή στόν ἄνθρωπο τό Ἀναστημένο Σῶμα Του. Παραλλήλως, ὅμως, ἐπεξηγεῖ καί τήν πνευματική εὐεργετική δράση τῆς Μεταλήψεως, ἡ ὁποία ἐπενεργεί στόν ἄνθρωπο κατά παρόμοιο τρόπο πού ἐπενεργεί τό αἵμα στό ἀνθρώπινο σῶμα (μετάγγιση ζωῆς).
Ὁ Ἁγ. Κλήμης, μάλιστα, παραλληλίζει τήν «κράση» (ἀνάμειξη) τοῦ πνεῦματος στόν ἄνθρωπο μέ τήν «κράση» τοῦ ὕδατος στόν οἶνο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Μέ βάση τόν συγκεκριμένο παραλληλισμό, ἀναφέρεται στή συνάφεια «κράματος» καί «λόγου», δηλαδή «ἀναμεμειγμένου οἶνου καί ὕδατος», ἀφ’ ἑνός καί τῆς εὐχῆς, ἀφ’ ἑτέρου, που καθαγιάζει τό κράμα. Ἡ συνάφεια αὐτή συνιστᾶ (σύμφωνα μέ τόν Κλήμεντα) τήν ἔννοια τῆς «Εὐχαριστίας» και συνεπάγεται γεγονός «πίστεως» καί «ἀφθαρσίας» γιά τόν ἄνθρωπο. Οἱ μεταλαμβάνοντες «μέ πίστη» ἀπό αὐτή τήν Εὐχαριστία «ἁγιάζονται στό σῶμα καί τήν ψυχή» καί συντελεῖται μία «κράσις» (μία βαθύτατη ἕνωση) τοῦ μεταλαμβάνοντος ἀνθρώπου μέ «τή θεϊκή βούληση».
Οἱ παραπάνω θέσεις τοῦ Κλήμεντος συνιστοῦν ἐμβάθυνση στό Μυστήριο τῆς Θ. Μεταλήψεως. Ὁ Κλήμης χρησιμοποιεῖ τό θέμα τῆς «κράσεως» οἴνου καί ὕδατος στή Θ. Εὐχαριστία γιά νά ἀναφερθεῖ στην ἕνωση τοῦ μεταλαμβάνοντος πιστοῦ μέ τό Θεό κατά τή Θ. Μετάληψη. Ἡ εὐχαριστιακή θεολογία του εἶναι ἐνδιαφέρουσα καί σημαντική, σέ σχέση μάλιστα μέ τή σχετικῶς πρώϊμη (θεολογικῶς) ἐποχή του. Διαπιστώνουμε, πάντως ὅτι συνεχίζει τήν παράδοση τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας περί τῆς Θ. Μεταλήψεως ὡς γεγονότος «ἀφθαρσίας» γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα. Στά πλαίσια αὐτά κατανοοῦμε καί μιά ἀκόμα μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ Κύριος ὑπενθυμίζει στόν μεταλαμβάνοντα πιστό τήν ἀκόλουθη ἀλήθεια:
Ἐγώ σου τροφεύς ἄρτον ἐμαυτόν διδούς, οὗ γευσάμενος οὐδείς ἔτι πεῖραν θανάτου λαμβάνει, καί πόμα καθ’ ἡμέραν ἐνδιδούς ἀθανασίας[5].
Β) Μαρτυρίες περί Θ. Εὐχαριστίας στον Ἅγιο Κυπριανό Καρθαγένης (+ 258 μ.Χ)
Ὁ Ἅγ. Κυπριανός Καρθαγένης εἶναι ὁ πρῶτος κατ’ ἐξοχήν Πατέρας καί Διδάσκαλος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας[6], σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ βορειοαφρικανική ὀρθοδοξία ἀποδεικνύεται λαμπρότερη ἀπό τή θεολογία τῆς Ρώμης· στή Β. Ἀφρική, ἄλλωστε, συγκαλοῦνται οἱ πρῶτες Σύνοδοι τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ (Καρθαγένη, 220, 240 καί 256 μ.Χ.). Ὁ Ἅγ. Κυπριανός ὑπερέβη τήν μονομέρεια τοῦ διδασκάλου του Τερτυλλιανοῦ καί ἡ θεολογία του προέβαλε τόν οἰκουμενικό χαρακτῆρα τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως. Ἡ συνέπεια ἔναντι τῆς παραδόσεως, ἡ λιπαρή γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθώς καί ἐκζήτηση τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ, ἀποτελοῦν τούς πυλῶνες τῆς θεολογίας του καί συνιστοῦν τίς αἰτίες τοῦ σημαντικοῦ εἰδικοῦ βάρους τῶν συγγραφῶν του.
Τό ἐνδιαφέρον τῶν μαρτυριῶν τοῦ Κυπριανοῦ Καρθαγένης περί τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἐνισχύεται ἀπό τήν διαπίστωση τοῦ σημαντικοῦ Πατρολόγου Johannes Quasten ὅτι ἡ Ἐπιστολή 63 τοῦ Κυπριανοῦ (περί τοῦ «Μυστηρίου τοῦ Ποτηρίου τοῦ Κυρίου») ἀποτελεῖ τό μοναδικό σύγγραμμα πρίν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο κατ’ ἀποκλειστικότητα στή Θ. Εὐχαριστία[7].
Ἡ 63η Ἐπιστολή τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ συνετάχθη το 253μ.Χ[8]. καί ἀποτελεῖ ἕνα βαρυσήμαντο κείμενο περί τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Οἱ περιστάσεις, ὑπό τίς ὁποῖες ἦλθε στό φῶς ἡ Ἐπιστολή, ἀποκαλύπτονται ἐντός τοῦ κειμένου της καί ἀποτελοῦν προϋπόθεση γιά τήν μελέτη τῶν μαρτυριῶν περί τῆς Θ. Εὐχαριστίας: ὁρισμένοι Ἐπίσκοποι, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό λανθασμένες ἀντιλήψεις, δέν ἀκολουθοῦσαν τήν ὀρθή πρακτική κατά τήν ἐπιτέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας(1.1). Ἡ ἐν λόγῳ ἔλλειψη τῆς τελετουργικῆς ὀρθότητας πρέπει νά συνίστατο στήν πρακτική τῶν συγκεκριμένων Ἐπισκόπων νά προσφέρουν ὕδωρ, ἀντί οἴνου, κατά τήν Θ. Εὐχαριστία(11,1), ὑπό τόν φόβο νά προδοθοῦν ἀπό τήν ὀσμή τοῦ οἴνου (στήν ἀναπνοή τους) κατά τίς πρωϊνές ὧρες τελέσεως τῆς Θ. Εὐχαριστίας σέ μία περίοδο διωγμῶν(16,1).
Ὁ Κυπριανός θεωρεῖ τήν πρακτική αὐτή ὡς γεγονός ἐντροπῆς, τονίζοντας τή σημασία τῆς ὀρθῆς ἐπιτελέσεως τῆς Θ. Εὐχαριστίας, σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τοῦ Κυρίου[9]. Γι’ αὐτό διατυπώνει τό συμπέρασμα ὅτι δέν «μποροῦμε νά ἀναφερόμαστε σέ ‘’Αἷμα τοῦ Κυρίου’’, ὅταν ἐντός τοῦ ποτηρίου δέν ὑπάρχει οἶνος»(2,2). Εἶναι προφανές ὅτι στά ἐν λόγῳ κείμενα τοῦ Κυπριανοῦ ἀνασκευάζεται ἡ πρακτική τῶν λεγομένων «ὑδατιτῶν», οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν- κατά τήν ἐπιτέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας- μόνον ὕδωρ καί ὄχι οἶνο. Αὐτή ἡ εὐχαριστιακή πρακτική εἶχε τίς ρίζες της στίς αἰρέσεις τῶν «Ἐγκρατιτῶν» καί τῶν «Ἐβιωνιτῶν», οἱ ὁποῖες δραστηριοποιήθηκαν στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Εἰρηναίου Λυῶνος ἕως καί τούς χρόνους τοῦ Πάπα Ρώμης Γελασίου[10]. Εἶναι πιθανόν οἱ εὐχαριστιακές αὐτές πρακτικές νά παραπέμπουν σέ ἰουδαιοχριστιανικές ρῖζες. Εἶναι προφανής, πάντως ἡ πρόθεση τοῦ Κυπριανοῦ νά μήν κατηγορήσει ὡς αἱρετικούς τούς συγκεκριμένους Ἐπισκόπους, ἀλλά νά ἀποδώσει τήν πλάνη τους σέ «ἄγνοια» ἤ «παρερμηνεία». Ὁ ἴδιος δηλώνει ἄγνοια περί τῆς προελεύσεως τῆς χρήσεως ὕδατος στή Θ. Εὐχαριστία(11,1) καί ἀρκεῖτε νά ὑποδείξει τήν ὀρθή εὐχαριστιακή πρακτική.
Ἡ ὑπόδειξη τῆς ὀρθῆς εὐχαριστιακῆς πρακτικῆς στηρίζεται ἐπί μιᾶς βιβλικῆς τυπολογίας περί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Στήν 62η Ἐπιστολή του ὁ Κυπριανός θεωρεῖ ὡς προτυπώσεις περί τῆς χρήσεως οἴνου στήν Εὐχαριστία τίς μορφές τοῦ Νῶε (3,1), τοῦ Μελχισεδέκ (4,1), τοῦ Ἀβραάμ (4,2), τοῦ Σολομῶντα (5,1) καί τοῦ Ἠσαΐα (7). Ἐπισημαίνει ὅτι τό ὕδωρ εἶναι «εἰκόνα» τοῦ Βαπτίσματος καί ὄχι τῆς Εὐχαριστίας, ὅταν γράφει ὅτι, «ὁσάκις οἱ Θεῖες Γραφές ἀναφέρονται στό ὕδωρ, προμηνύουν τό Βάπτισμα»(8,1). Το παράδειγμα ἄλλωστε, τῆς χρήσεως οἴνου ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο συνιστᾶ, γιά τόν Κυπριανό δέσμευση τῆς Ἐκκλησίας:
Calicem etenim sub die passionis accipiens benedixi et dedit discipulis suis dicens:
‘’Bibite ex hoc omnes, hic est enim sanguis testamenti, qui pro multis effundetur in remissionem peccatorum. Dico vobis, non bibam amodo ex ista creatura vitis, usque in diem illum quo vobiscum bibam novum in regno patris mei’’. Qua in parte invenimus calicem mixtum fuisse quem Dominus optulit et vinum fuisse quod sanguinem dixit. Unde appret sanguinem Christi non offerri, si desit calici, nec sacrificium doinicum legitima sanctificatione celebrari, nisi oblation et sacrificium nostrum responderit passioni. Quomodo autem de creatura vitis novum vinum Christo in regno patris bibemus, si in sacrificio Dei patris et Christi vinum non offerimus nec calicem Domini dominica traditione miscemus?[11]
Ὁ Κυπριανός παραπέμπει στή διήγηση τοῦ Μτ. 26, 28-29 περί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἐμμέσως δέ στό Α΄ Κορ. 11, 23-26. Ἡ ἀναφορά του σέ «κεκραμμένο οἶνο» ἀποτελεῖ μαρτυρία περί τῆς προετοιμασίας τῶν προσφερομένων Δώρων γιά τήν Θ. Εὐχαριστία (ὅτι δηλαδή, ὑπῆρχε ἀνάμειξη τοῦ οἴνου μέ τό ὕδωρ). Ἡ προτροπή του γιά πιστότητα τῆς εὐχαριστιακῆς πράξεως στό τελετουργικό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὑποδηλώνει ὅτι ἡ Θ. Εὐχαριστία κατά τήν ἐποχή του παρέμενε σέ ἰσχυρό σύνδεσμο μέ τήν πρωτοχριστιανική εὐχαριστιακή πράξη. Ὁ ἰσχυρός αὐτός σύνδεσμος ὑπερτονίζεται ἀπό τόν Κυπριανό ὡς οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ὅταν γράφει ὅτι quod si a Domino praecipitur et ab apostolo eius hoc idem confirmatur er traditur. Ut quotienscumque biberimus, in commemorationem Domini hoc faciamus quod fecit et Dominus, invenimus non observari a nobis quod mandatum est, nisi eadem quae Dominus fecit nos quoque faciamus et calicem pari ratione