Υπό Αλέξανδρου Ινεπόλογλου Φοιτητού Θεολογίας Α.Π.Θ.
1)ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑΣ
Γεννήθηκε το 210 στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια, η οποία του εξασφάλισε λαμπρή μόρφωση. Η μόρφωση που έλαβε σχετιζόταν κυρίως με τη ρητορική και τη φιλοσοφία, ενώ άσκησε και το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα, στη γενέτειρά του.
Στα νεανικά του χρόνια έζησε έντονη ζωή, υπήρξε ειδωλολάτρης και ασχολήθηκε με τη μαγεία, που στην περιοχή της Καρχηδόνας την εποχή του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Μάλιστα είχε καταστεί και γνωστός μάγος στην περιοχή, ενώ μετέβη και στην Αντιόχεια, που ήταν το πολιτιστικό κέντρο της εποχής, συνεχίζοντας και διευρύνοντας την τέχνη της μαγείας.
Η διαδικασία μεταστροφής του Κυπριανού ξεκίνησε από την εποχή που βρέθηκε στη Αντιόχεια. Ο ίδιος ήταν φορέας υψηλής παιδείας και στο πέρασμα των ετών αντιλήφθηκε πως η ειδωλολατρεία και η μαγεία κατέρρεαν υπό το καθεστώς της δυναμικής εμφάνισης του χριστιανισμού. Σε αυτή την εσωτερική αναζήτηση γνώρισε τον άνθρωπο ο οποίος θα τον επηρέαζε βαθύτατα και αυτός ήταν ο πρεσβύτερος Καικίλιος (Ιερώνυμος, De Viris Illustribus, 68) ή Καικιλιανός (Πόντιος, Vita Cypriani, 4), στον οποίο όφειλε και τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό. Ο ίδιος βαπτίσθηκε το Μεγάλο Σάββατο του 246.
Ύστερα από πιέσεις των συμπατριωτών του, νεοφώτιστος ακόμα Χριστιανός, αποδέχθηκε να εισαχθεί στον κλήρο και σε σύντομο χρονικό διάστημα έλαβε με σειρά όλα τα αξιώματα του κατωτέρου κλήρου (αναγνώστης, υποδιάκονος, διάκονος), στην Καρχηδόνα. Με την εισαγωγή του στον κλήρο άμεσα διενήργησε σημαντικό έργο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά του κηρύγματα για την προσέλκυση ειδωλολατρών, έργο που άρχισε άμεσα να αποδίδει καρπούς. Έτσι μόλις ένα έτος μετά από νέες πιέσεις, χειροτονείται πρεσβύτερος. Η φήμη του εξαπλώνεται πέρα από την Καρχηδόνα και οι λαμπροί λόγοι του από άμβωνος θα γίνουν σημείο αναφοράς. Δύο έτη αργότερα ο επίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος απεβίωσε και με καθολική στήριξη του ποιμνίου εξελέγη επίσκοπος Καρχηδόνας. Αυτό συνέβη προς τα τέλη του έτους 248 ή τις αρχές του 249.
Από τα τέλη του έτους 249 μέχρι το 251 η Εκκλησία γνώρισε τον σκληρό διωγμό του Δέκιου. Ο Κυπριανός, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν προς το πρόσωπό του οι Εθνικοί, προτίμησε να αποσυρθεί σε ένα καταφύγιο κοντά στην Καρχηδόνα και από εκεί να ποιμαίνει το λαό του. Η πατρική αγάπη και η ποιμαντική μέριμνα προς το λαό του, πνευματική και υλική, η σταθερότητα και καθαρότητα των θέσεών του, η εμμονή στην παράδοση και η ορθοπραξία του προσέδωσαν μεγάλο κύρος στον ιερό Πατέρα και έτσι καταξιώθηκε στη συνείδηση των Χριστιανών της καθολικής Εκκλησίας. Το 251 επέστρεψε στα καθήκοντά του αφού ο διωγμός έπαψε, αλλά το έτος 252 διετάχθη και νέος διωγμός στην περιοχή της Καρχηδόνος, την ώρα που επιδημία πανώλης έπληξε την πόλη. Ο ίδιος αυτήν την εποχή συγκέντρωσε του χριστιανούς και διενήργησε μεγάλο έρανο για ενίσχυση των ανθρώπων της πόλεως ανεξαιρέτως πίστης, ενώ ο ίδιος από κοντά ενίσχυε, παρηγορούσε και συμπαραστεκόταν στους αρρώστους και τις οικογένειές τους.
Η λήξη του διωγμού σήμανε και την έναρξη των προβλημάτων, είτε αυτά αφορούσαν την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας είτε σοβαρά ποιμαντικά ζητήματα. Ένα τέτοιο οξύ πρόβλημα, που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί, ήταν εκείνο που αφορούσε την επιστροφή των πεπτωκότων (Λατ. lapsi) στους κόλπους της μητέρας Εκκλησίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν όσοι Χριστιανοί προτίμησαν να θυσιάσουν στα είδωλα, για να αποφύγουν τις συνέπειες του διωγμού. Αυτοί χαρακτηρίσθηκαν ως θυσιάσαντες (sacrificati - thurificati). Υπήρχε όμως και η κατηγορία εκείνων, οι οποίοι δεν τέλεσαν θυσιαστική πράξη. Αυτοί, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το γεγονός αυτό, προσκόμισαν έγγραφα από τους ομολογητές, τα οποία, εκτός του ότι βεβαίωναν τη μη τέλεση της θυσίας, επείχαν και τη θέση αφέσεως (libelli). Όσοι είχαν εξασφαλίσει τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως λιβελλοφόροι (libellatici).
Οι απόψεις των εκκλησιαστικών ανδρών για την επάνοδο των πεπτωκότων στην Εκκλησία ήταν διχασμένες. Οι αυστηρότερες ομάδες απέκλειαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ οι ίδιοι οι πεπτωκότες αποζητούσαν λύσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Πίστευαν πως για την επάνοδό τους αρκούσε η προσκόμιση αφέσεων (libelli) από τους ομολογητές. Ο Κυπριανός ήταν υπέρ της άποψης να εκδηλώσουν οι θυσιάσαντες την ειλικρινή, μακρά και έμπρακτη μετάνοιά τους στο σώμα της Εκκλησίας. Επίσης, διαφωνούσε με την αντιεκκλησιαστική πρακτική της παροχής των αφέσεων από τους Ομολογητές. Το αδιέξοδο ήταν προφανές και ο άγιος συγκάλεσε το έτος 251 Σύνοδο στην Καρχηδόνα, προς εξεύρεση λύσης. Η Σύνοδος αποδέχθηκε τις απόψεις του Κυπριανού και έτσι δόθηκε λύση στο πρόβλημα.
Υπήρξαν όμως και εκείνοι που δεν αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και λειτούργησαν σχισματικά. Έτσι, δημιουργήθηκε μία ομάδα αντιφρονούντων από πέντε πρεσβυτέρους και το διάκονο Φηλικίσσιμο, που επονομάστηκε Σχίσμα του Φηλικίσσιμου η οποία εξέλεξε επίσκοπο τον Φορτουνάτο. Μία άλλη ομάδα, μοντανιστικών τάσεων, εξέλεξε ως επίσκοπο τον Μάξιμο. Ο Κυπριανός, όμως, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και στις αποφάσεις της Συνόδου, γεγονός που τον καταξίωσε στη συνείδηση της Εκκλησίας.
Το έτος 254 ανέκυψε το πρόβλημα του αναβαπτισμού των αιρετικών. Ο Κυπριανός, ακολουθώντας το έθος της βορειοαφρικανικής Εκκλησίας, αλλά και εκείνων της Μικράς Ασίας, ξαναβάφτιζε τους αιρετικούς που επέστρεφαν στους κόλπους της καθολικής Εκκλησίας και δεν είχαν τελέσει πρωτύτερα κανονικό βάπτισμα σε αυτήν. Το ίδιο έπραττε και στην περίπτωση εκείνων, που είχαν τελέσει βάπτισμα μέσα στις σχισματικές Εκκλησίες. Αντίθετη ήταν η άποψη του επισκόπου Ρώμης Στέφανου, ο οποίος θεωρούσε έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών. Υποστήριζε, μάλιστα, πως αρκούσε για την επάνοδό τους η επίθεση των χειρών.
Για το θέμα αυτό συνήλθαν τρεις σύνοδοι στην Καρχηδόνα. Η πρώτη το έτος 255 με τη συμμετοχή 31 επισκόπων και οι άλλες δύο μέσα στο έτος 256, στις οποίες συμμετείχαν 71 επίσκοποι την πρώτη φορά και 87 επίσκοποι τη δεύτερη. Οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων δικαίωσαν την πρακτική και τη στάση του αγίου Κυπριανού. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Στέφανο Ρώμης και αφόρισε τον άγιο, χωρίς όμως να προλάβει να λάβει κανονική ισχύ η καταδικαστική απόφαση.
Από το έτος 256 άρχισαν και πάλι οι διώξεις κατά των Χριστιανών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε στο χωριό Κούρουβη. Ένα έτος αργότερα επανέκαμψε στην έδρα του, όμως ανθύπατος της περιοχής Γαλέριος, εξέδωσε διάταγμα να επανασυλληφθεί ύστερα από κατηγορίες σε βάρος του. Έτσι οδηγήθηκε ενώπιον του. Μη αποδεχόμενος να εκπέσει της πίστεως του μετά από βασανισμούς αποφασίσθηκε ο αποκεφαλισμός του στις 14 Σεπτεμβρίου 258.
Ο άγιος "παρέδωσε το πνεύμα του", αφού πρώτα δήλωσε με παρρησία, μπροστά στον Ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο, τη χριστιανική του ιδιότητα και την άρνησή του να προδώσει τους Χριστιανούς που κρύβονταν για να γλιτώσουν από το θάνατο. Εμπιστεύτηκε τα ιερά άμφια στους διακόνους του, προσευχήθηκε γονατιστός και πρόσφερε 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιό του ως φιλοδώρημα.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Οκτωβρίου και από τη Ρωμαιοκαθολική στις 16 Σεπτεμβρίου.
2)ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ
Το σύγγραμμα του αγίου Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνας οι πεπτωκότες (De lapsis) ασχολείται με το ζήτημα της αποστασίας των χριστιανών κατά τους διωγμούς του τρίτου αιώνα και του τρόπου επιστροφής τους στην Εκκλησία.
Το περιεχόμενο του έργου αναδεικνύει την τήρηση των εντολών του Θεού, το έλεος του Κυρίου προς τον αμαρτωλό, την ελπίδα της σωτηρίας μέσω της μετάνοιας, τη διαφύλαξη των θεσμών της Εκκλησίας, το σεβασμό και την υπακοή προς τους κανονικούς της ποιμένες.
Η διδασκαλία του αγίου και η στάση του απέναντι στα ζητήματα που πραγματεύεται το πόνημα επηρέασε καθοριστικά τη θεολογική γραμματεία και την κανονική παράδοση της Εκκλησίας.
3)Αντιγραφή Λατινικού Κειμένου-Μετάφραση-Ερμηνευτικά Σχόλια
3α:ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
- Dissimulanda, fratres, ueritas non est nec uulneris nostri materia et causa reticenda. Decepit multos patrimonii sui amor caecus; nec ad recedendum parati aut expediti esse potuerunt quos facultates suae uelut conpedes ligauerunt. Illa fuerunt remanentibus uincula, illae catenae quibus et uirtus retardata est et fides pressa et mens uincta et anima praeclusa, ut seprenti, terram secundum dei sententiam deuoranti, praeda et cibus fierent qui terrestribus inhaererent. Et idciro dominus bonorum magister et praemomens in futurum: si uis, in quit, perfectus esse, uende Omnia tua et da pauperibus et habebis thesaurum in caelis: et ueni, sequere me. Si hoc diuites facerent, per diuitias non perirent; thesaurum in caelo reponentes hostem nunc et expugnatorem domestium non haberent; esset in caelo cor et animus et sensus, si thesaurus esset in caelo, nec uinci a saeculo posset qui unde uinceretur in saeculo non haberet. Sequeretur Dominum solutus et liber, ut apostolic et sub apostolic multi et nonnulli saepe fecerunt qui, et rebus suis et parentibus derelictis, indiuiduis Christi nexibus adhaeserunt.
- Sequi autem Christum quomodo possunt qui patrimonii uinculo detinentur? Aut quomodo caelum petunt et ad sublimia et alta conscendunt qui terrenis cupitatibus degrauantur? Possidere se credunt qui potius possidentur, census sui serui, nec ad pecuniam domini sed magis pecuniae mancipati. Hoc tempus, hos homines apostolus denotat dicens: Qui autem uolunt diuites fieri incident in temptationem et muscipula et decideria multa et nocentia quae mergunt hominem in perditionem et in interitum. Radix enim omnium malorum est cupiditas quam quidam adpetentes naufragauerunt a fide et inseruerunt se doloribus multis. Dominus autem quibus nos praemiis ad contemptum rei familiaris inuitat: parua haec et exiqua huius temporis damna quibus mercedibus pensat. Nemo est, inquit, qui relinquat domum aut agrum aut parentes aut fratres aut uxorem aut filios propter regnum Dei et non recipiat septies tantum in isto tempore, in saeculo autem uenturo uitam aeternam. Quibus cognitis et de Domini pollicentis ueritate conpertis non tantum timenda non est eiusmodi sed et optanda iactura , ipso denuo Domino praedicante et momente: Beati eritis cum persecute uos fuerint et sepauerint uos et expulerint, et maledixerint nomini uetro ut nequam propter Filium hominis. Gaudete in illa die et exultate: ecce enim merces uestra multa in caelis.
- <<Sed tormenta postmodum uenerant et cruciatus graues reluctantibus imminebant>>. Queri de tormentis potest qui per tormenta superatus est, excusationem doloris obtendere qui uictus est in dolore. Potest rogare talis et dicere: ‘certare quidem fortiter uolui et sacramenti mei memor deuotionis ac fidei arma suscepi, sed me in congressione pugnantem cruciamenta uaria et supplicia longa uicerunt. Stetit mens stabilis et fides fortis, et cum torquentibus poenis inmobilis diu anima luctata est. Sed cum durissimi iudicis recrudescente saeuitia iam fatigatum nunc flagella adhuc scinderent, nunc contunderent fustes, nunc eculeus exdenderet nunc ungula effoderet, nunc flamma torreret, caro me in conculactatione deseruit, infirmitas uiscerum cessit, nec animus sed corpus in Dolore defecit’. Potest cito proficere ad ueniam causa talis, potest eiusmodi excusatio esse miserabilis. Sic hic Castro et Aemilio aliquando Dominus ignouit: sic in prima congressione deuictos uictores in secundo proelio reddidit, ut fortiores ignibus fierent qui ignibus ante cessissent, et unde superati essent inde superarent. Deprecabantur illi non lacrimarum miseratione sed uulnerum, nec sola lamentabili uoce sed laceratione corporis et dolore: manabat pro fletibus sanquis et pro lacrimis cruor semiustilatis uisceribus defluebat.
- Nunc uero quae uulnera ostendere uicti possunt quas plagas hiantium uiscerum, quae tormenta membrorum, ubi non fides congressa cecidit, sed congressionem perfidia praeuenit? Nec excusat oppressum necessitas criminis, ubi crime est uoluntatis. Nec hoc eo dico ut fratrum causas onerem, sed ut magis fratres ad precem satisfactionis instigem. Nam cum scriptum sit: Qui uos felices dicunt, in errorem uos mittunt et semitam pedum uestrorum turban, qui peccantem blandimentis adulantibus palpat peccandi fomitem subministrat, nec comprimit delicta ille sed nutrit; at qui consilliis fortioribus redarguit simul asque instruit, fratrem pomouet ad salutem. Quos diligo, inquit Dominus, redarguo et castigo. Sic oportet et domini sacerdotem non obsequiere. Inperitus est medicus qui tumentes uulnerum sinus manu parcente contrectat et in altis recessibus uiscerum uirus inclusum dum seruat exaggerate. Aperiendum uulnus est et secandum et putraminibus amputatis medella fortiori curandum. Vociferetur et clamet licet et conqueratur aeger, impatiens per dolorem: gratias agit postmodum cum senserit sanitatem.
- Emersit enim, fratres dilectissimi, noum genus cladis et quasi parum persecutionis procella saeuierit, accesit ad cumulum sub misericordiae titulo malum fallens et blanda pernicies. Contra euangelii uigorem, contra Domini ac Die legem temeritate quorundam laxatur incautis communicatio: inrita et falsa pax, periculosa dantibus et nihil accipientibus profutura. Non quaerunt sanitatis patientiam nec ueram de satisfaction medicinam: paenitentia de pectoribus excussa est, grauissimi extremique delicti memoria sulbata est. Operiuntur morientium uulnera et plaga letalis altis et profundis uisceribus infixa dissimulato dolore contegitur. A diaboli aris reuertentes ad sanctum Domini sordidis et infectis nidore manibus accedunt. Mortiferos idolorum cibos adhuc paene ructantes, exhalantibus etiam nunc scelus suum faucibus et contagia funesta redolentibus, Domini corpus inuadunt, quando occurat scriptura diuina et clamet et dicat: Omnis mudus manducabit carnem; et anima quaecumque manducauerit ex carne sacrificii salutaris, quod est Domini, et inmuditia ipsius super ipsum est, peribit anima illa de populo suo; apostolus item testetur et dicat: Non potestis calicem Domini bibere et calicem daemoniorum, non potestis mensae Domini communicare et mensae daemoniorum; idem contumacibus et peruicacibus comminetur et denuntiet dicens: Quicumque ederit panem aut biberit calicem. Domini indigne, reus erit corporis et sanguinis Domini.
- Spretis his omnibus adque contemptis, uis infertur corpori eius et sanquini, et plus modo in Dominum manibus adque ore delinquent quam cum Dominum negauerunt. Ante expiate delicta, ante exomologesin factam criminis, ante purgatam conscientiam sarcificio et manu sacerdotis, ante offensam placatam indignantis. Domini et minantis, pacem putant esse quam quidam uerbis fallacibus uenditant: non est pax illa sed bellum, nec ecclesia iungitur qui ab euangelio separatur. Quid iniuriam beneficium uocant? Quid impietatem uocabulo pietatis adpellant? Quid eis qui flere iugiter et rogare dominum suum debent, intercepta paenitentiae lamentation,et rogare dominum suum debent, intercepta paenitentiae lamentation,communicare se simulant? Hoc sunt eiusmodi lapsis quod grando frugibus, quod turbidum sidus arboribus, quod armentis pestilens uastitas, quod nauqiis saeua tempestas. Solacium spei adimunt, a radice subuertunt, sermone morbido ad letale contagium serpunt, nauem scopulis ne in portum perueniat inlidunt. Non concedit pacem facilitas ista sed tollit , nec communiocationem tribuit sed inpedit ad salutem. Persecutio est haec alia temptation, per quam subtilis inimicus inpugnandis adhuc lapsis occulta populatione grassatur, ut lamentatio conquiescat, ut dolor sileat, ut delicti memoria uanescat, conprimatur pectorum gemitus, statuatur fletus oculorum, nec Dominum grauiter offensun longa et plena paenitentia deprecetur, cum scriptum sit:
Memento unde cecideris et age paenitentiam.
3β: ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ
11.Η αλήθεια, αδελφοί μου, δεν πρέπει να αποκρύπτεται και ούτε να αποσιωπάται η ουσία και η αιτία του τραύματός μας. Η τυφλή αγάπη για την περιουσία εξαπάτησε πολλούς¨ δεν μπόρεσαν προετοιμασμένοι και αποφασισμένοι να φύγουν, καθώς τους κρατούσαν τα πλούτη τους σαν αλυσίδες. Εκείνα υπήρξαν τα δεσμά γι΄αυτούς που έμειναν¨ εκείνες ήταν οι αλυσίδες, με τις οποίες συγκρατήθηκε η αρετή, συνθλίφτηκε η πίστη, νικήθηκε το πνεύμα και φυλακίστηκε η ψυχή, ώστε αυτοί που έμειναν προσκολλημένοι στα γήινα πράγματα, να γίνουν λεία και τροφή για το ερπετό, το οποίο σύμφωνα με την κρίση του Θεού, καταβροχθίζει τη γη. Γι΄ αυτό το λόγο ο Κύριος, ο διδάσκαλος των αγαθών, προμηνύει για το μέλλον: Αν θέλεις, είπε, να είσαι τέλειος, πούλησε τα όλα και δώσε τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρούς στους ουρανούς¨ έλα, ακολούθησέ με. Εάν αυτό το έπρατταν οι πλούσιοι δε θα χάνονταν εξαιτίας του πλούτου τους¨ εάν εναπόθεταν το θησαυρό τους στον ουρανό, δε θα είχαν τώρα εγχώριο εχθρό και πολιορκητή. Αν η καρδιά, το πνεύμα και οι αισθήσεις τους ήταν στον ουρανό και, αν ο θησαυρός τους ήταν στον ουρανό , δε θα ήταν δυνατό να νικηθούν από τον κόσμο, ο οποίος δε θα είχε μέσο για να τους νικήσει. Θα ακολουθούσε τον Κύριο αποδεσμευμένος κι ελεύθερος, όπως έκαναν οι απόστολοι και πολλοί την εποχή των αποστόλων κι άλλοι που άφησαν πίσω τις περιουσίες και τους γονείς τους και προσκολλήθηκαν στο Χριστό με αδιάσπαστα δεσμά.
- Πώς μπορούν να ακολουθήσουν το Χριστό αυτοί, οι οποίοι είναι δέσμιοι της περιουσίας τους; Πώς προσβλέπουν στον Ουρανό ή επιθυμούν να αναρριχηθούν στα μεγαλειώδη ύψη αυτοί, οι οποίοι βαραίνουν από τις γήινες επιθυμίες; Πιστεύουν ότι κατέχουν, ενώ κατέχονται¨ δεν είναι κύριοι των χρημάτων τους, αλλά περισσότερο δούλοι αυτών. Αυτόν τον καιρό, αυτούς τους ανθρώπους καταδεικνύει ο απόστολος λέγοντας: Εκείνοι όμως που θέλουν να πλουτίσουν πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλεδυρές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους στον όλεθρο και την απώλεια. Η ρίζα των κακών είναι η πλεονεξία. Εξαιτίας αυτού του πάθους, μερικοί πλανήθηκαν από την πίστη και ενέπλεξαν τον εαυτό τους σε πολλά βάσανα. Για ποιες αμοιβές μας προσκαλεί ο Κύριος να περιφρονήσουμε τα γήινα πλούτη; Με ποιες αποζημιώσεις θα αντισταθμίσει αυτές τις μικρές κι ασήμαντες απώλειες αυτής της εποχής; Λέει: Δεν υπάρχει κανείς που να άφησε σπίτι ή γονείς ή αδερφούς ή γυναίκα ή παιδιά χάρη της βασιλείας του Θεού, και να μη λάβει τα επταπλάσσια στον παρόντα χρόνο, και στο μέλλοντα αιώνα την αιώνια ζωή. Ας γνωρίζουμε αυτά τα πράγματα, κι ας τα αποκαλύψουμε με την αλήθεια του Κυρίου που υπόσχεται ότι, όχι μόνο δεν πρέπει να αποτελεί φόβο αυτού του είδους η απώλεια, αλλά να είναι επιθυμητή, καθώς ο ίδιος ο Κύριος κηρύττει και συμβουλεύει: Μακάριοι είστε, όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι και όταν σας αφορίσουν και σας ονειδίσουν και δυσφημήσουν το όνομά σας ως πονηρό εξαιτίας του Υιού και του ανθρώπου. Χαρείτε την ημέρα εκείνη κι ευχαριστηθείτε¨ ιδού, θα είναι μεγάλη η ανταμοιβή σας στους ουρανούς.
- <<Πολλά βασανιστήρια είχαν έρθει και βαριά βάσανα απειλούσαν αυτούς που αντιστέκονταν>>. Μπορεί αυτός να παραπονιέται για τα βασανιστήρια με τα οποία νικήθηκε¨ μπορεί να προβάλλει ως δικαιολογία τον πόνο, αυτός που νικήθηκε από τον πόνο. Μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να προβάλλει και να πει: <<Θέλησα πράγματι να αγωνιστώ σθεναρά και θυμούμενος τον όρκο μου σήκωσα τα χέρια της αφοσίωσης και της πίστης, αλλά καθώς αντιστεκόμουν στον αγώνα, ποικίλα βάσανα και μακρές τιμωρίες με κατανίκησαν. Η σκέψη μου έμεινε σταθερή, γενναία η πίστη μου και η ψυχή μου πάλεψε πολύ, αμετακίνητη από τις βασανιστηκές ποινές. Αλλά όταν, με ανανεωμένη αγριότητα του σκληρότατου δικαστή, εμένα τον ήδη καταταλαιπωρημένο, άλλοτε με έσκιζαν τα μαστίγια, άλλοτε με συνέθλιβαν τα ρόπαλα, άλλοτε με έγδερνε το αγκίστρι, άλλοτε με τσουρούφλιζε η φλόγα, η σάρκα με εγκατέλειψε στη μάχη, η αδυναμία των σπλάχνων μου προχώρησε, δεν υπέκυψε στον πόνο το πνεύμα, αλλά η ψυχή>>. Μια τέτοια δικαιολογία μπορεί να ωφελήσει στη συγχώρεση¨ μια τέτοιου είδους δικαιολογία μπορεί να εγείρει συμπόνια. Έτσι ο κύριος συγχώρησε κάποτε τον Κάστο και τον Αιμίλιο. Αν και νικήθηκαν στην πρώτη μάχη, αναδείχτηκαν νικητές στην δεύτερη. Αυτοί, που υποχώρησαν προηγουμένως μπροστά στις φλόγες, έγιναν ισχυρότεροι από τις φλόγες κι εκείνα, που τους είχαν νικήσει, τώρα τα νίκησαν. Εκείνοι δεν ικέτευαν για οίκτο με δάκρυα, αλλά για τις πληγές τους¨ όχι μόνο με θρηνητική φωνή αλλά και με σκισίματα και πόνο του σώματός τους. Αίμα έτρεχε αντί για θρήνους, αίμα έρρεε αντί για δάκρυα από τα μισοκαμένα σπλάχνα τους.
- Τώρα όμως ποια τραύματα μπορούν να επιδείξουν οι νικημένοι; Ποιες πληγές ανοιχτών σπλάχνων, ποια βασανιστήρια των μελών, όταν δεν έπεσε η πίστη στον αγώνα, αλλά πρόφτασε η απιστία τον αγώνα; Ούτε η αναγκαιότητα του εγκλήματος δικαιολογεί αυτόν που πιέστηκε, καθώς το έγκλημα ήταν εθελούσιο. Δεν το λέω αυτό, για να επιφορτήσω τις περιστάσεις των αδελφών, αλλά για να εξωθήσω τους αδερφούς στην προσευχή της μετανοίας. Διότι, καθώς είναι γραμμένο: Αυτοί που σας αποκαλούν ευτυχισμένους, σας στέλνουν στην πλάνη και ταράζουν τα μονοπάτια σας. Αυτός που θωπεύει τον αμαρτωλό με σαγηνευτικές κολακείες υποθάλπτει την αμαρτία¨ δεν την καταστέλλει, αλλά την τρέφει. Αυτός όμως που επιπλήττει και διδάσκει με ισχυρές συμβουλές, ωθεί τον αδερφό του σε σωτηρία. Ο Κύριος λέει: Όσους αγαπώ, τους ελέγχω και τους παιδαγωγώ. Έτσι δεν πρέπει ο ιερέας του Θεού να εξαπατά με απατηλές εύνοιες, αλλά να προνοεί με σωτήρια αντίδοτα. Θεωρείται άπειρος ιατρός, όποιος χειρίζεται τις φουσκωμένες άκρες των τραυμάτων με φοβισμένο χέρι και, με το να διατηρεί το δηλητήριο κλεισμένο βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, το αυξάνει. Η πληγή πρέπει να ανοιχτεί, να κοπούν τα μολυσμένα τμήματα και να θεραπευτούν με ισχυρό αντίδοτο. Μπορεί να κλαίει, να φωνάζει και να παραπονιέται ο άρρωστος, καθώς δεν αντέχει τον πόνο. Έπειτα όμως θα ευχαριστεί, όταν θα αισθανθεί τη γιατρειά.
- Επιπλέον, αγαπητοί μου αδελφοί, νέο είδος συμφοράς παρουσιάστηκε και όπως η θύελλα της καταδίωξης είχε αγριέψει, προστέθηκε στο σωρό, υπό τον τίτλο της ευσπλαχνίας, απατηλό κακό και θελκτική συμφορά. Ενάντια στη δύναμη του Ευαγγελίου, ενάντια στο νόμο του Κυρίου και Θεού, εξαιτίας της ασέβειας κάποιων επιπόλαιων, χαλάρωσε η κοινωνία¨ μάταιη και ψεύτικη ειρήνη, επικίνδυνη σε αυτούς που την παρέχουν, αλλά και χωρίς να προσφέρει τίποτα σε αυτούς που την δέχονται. Δεν αναζητούν την υπομονή που είναι απαραίτητη για την υγεία ούτε το αληθινό φάρμακο για την μεταμέλεια. Η μετάνοια πηγάζει από τα στήθη και η ανάμνηση της βαρύτατης κι έσχατης αμαρτίας φεύγει. Οι πληγές για τους νεκρούς καλύπτονται και το θανατηφόρο τραύμα που είναι καρφωμένο βαθιά και ενδόμυχα στα σπλάχνα, σκεπάζεται με κρυφό πόνο. Γυρίζοντας από τους βωμούς του διαβόλου, επιστρέφουν στο άγιο μέρος του Κυρίου, με χέρια βρώμικα και μολυσμένα από την κνίσα. Χωνεύοντας ακόμα τις θανατηφόρες τροφές των ειδώλων, με σαγόνια που εκπνέουν το έγκλημά τους, αναδύουν την ολέθρια επαφή, προσβάλλουν το σώμα του Κυρίου, αν και η Αγία Γραφή φωνάζει και λέει: Όποιος είναι καθαρός θα φάει από το κρέας. Αν όμως κάποια ακάθαρτη ψυχή φάει από το κρέας της σωτήριας θυσίας, το οποίο ανήκει στον Κύριο, αυτός θα χάσει την ψυχή του και θα αποκοπεί από τον λαό του. Ο απόστολος ομολογεί και λέει: Δεν μπορείτε να πίνετε και το ποτήριο του Κυρίου και το ποτήριο των δαιμόνων και δεν μπορείτε να μετέχετε στην τράπεζα του Κυρίου και στην τράπεζα των δαιμόνων. Επίσης απειλεί και προειδοποιεί τους ισχυρογνώμονες και επίμονους λέγοντας: Όποιος θα φάει τον άρτο ή θα πιει το ποτήριο του Κυρίου χωρίς να είναι άξιος, θα είναι ένοχος έναντι του σώματος και του αίματος του Κυρίου.
- Αυτές όλες οι προειδοποιήσεις περιφρονούνται και αποδοκιμάζονται¨ η βία εισβάλλει στο σώμα και το αίμα Του και περισσότερο τώρα με τα χέρια στόμα τους αμαρτάνουν ενάντια στον Κύριο παρά, όταν Τον είχαν αρνηθεί. Πρωτύτερα η αμαρτία τους εξαγνίστηκε, πρωτύτερα υπήρξε εξομολόγηση του εγκλήματος, πρωτύτερα η συνείδηση καθαρίστηκε με ιερές πράξεις και με το χέρι του ιερέα, πρωτύτερα η επίθεση ενός οργισμένου και απειλητικού Κυρίου καταπραΰνθηκε. Θεωρούν ότι αυτή είναι η ειρήνη, την οποία κάποιοι προβάλλουν με απατηλά λόγια. Αυτό δεν είναι ειρήνη, αλλά πόλεμος. Δεν μπορεί να ενωθεί με την εκκλησία όποιος αποχωρίζεται το Ευαγγέλιο. Γιατί αποκαλούν ευεργεσία το αδίκημα; Γιατί καλούν την ασέβεια με το όνομα της ευσέβειας; Γιατί εμποδίζουν αυτούς που οφείλουν να κλαίνε συνεχώς και να εκλιπαρούν τον Κύριο με το θρήνο της μετάνοιας και προσποιούνται στη θεία κοινωνία; Αυτό, για τους πεπτωκότες, είναι όπως το χαλάζι για τους καρπούς, η θύελλα για τα δέντρα, η θανατηφόρα έρημος για τα κοπάδια, η άγρια τιμωρία για τους ναύτες. Αφαιρούν την παρηγοριά της ελπίδας, ανατρέπουν τα πάντα συθέμελα, έρπουν προς το ολέθριο μίασμα με καταστρεπτικό λόγο, προσαράζουν το πλοίο τους σε σκοπέλου, χωρίς να φτάσουν σε λιμάνι. Αυτή η ραστώνη δεν παρέχει ειρήνη, αλλά την απομακρύνει. Δεν παρέχει την κοινωνία, αλλά θέτει εμπόδια στον δρόμο προς τη σωτηρία. Είναι ένας άλλος διωγμός, ένας άλλος πειρασμός, μέσα από τον οποίο ο πανούργος εχθρός προσβάλλει ακόμα περισσότερο τους πεπτωκότες με κρυφή βλάβη, για να σωπάσει ο θρήνος, να ησυχάσει ο πόνος, να ματαιωθεί η μνήμη της αμαρτίας, να συντριβεί ο στεναγμός του στήθους, να σταματήσουν τα δάκρυα των οφθαλμών, και να μην ικετεύεται με μεγάλη και ειλικρινή μετάνοια ο Κύριος, τον οποίο προσέβαλαν βαριά, ενώ είναι γραμμένο: Θυμήσου από πού έχεις πέσει και μετανόησε.
3γ: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ – ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
- Στην Ενότητα αυτή, ο συγγραφέας, αναφέρεται σε όσους η τυφλή αγάπη για την περιουσία εξαπάτησε. Αναφέρεται επίσης στον Ιησού Χριστό, παραθέτοντας τα λόγια του, με τα οποία ζητά να παραδώσουν οι πλούσιοι τα αγαθά τους στους φτωχούς και να ακολουθήσουν τον Χριστό, προκειμένου να αποκτήσουν τον ουράνιο θησαυρό, δηλαδή την ουράνια Βασιλεία του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
- Όσοι δεν απαρνούνται τα πλούτη τους για τον Χριστό, πιστεύουν ότι κατέχουν, ενώ στην πραγματικότητα κατέχονται. Σύμφωνα με τον Απόστολο, όσοι θέλουν να πλουτίσουν πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλεδυρές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους Η πλεονεξία είναι η ρίζα του κακού. Δεν υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι άφησαν σπίτι και οικογένεια για χάρη της Βασιλείας του Θεού και να μην έλαβε τα επταπλάσια στην παρούσα ζωή, αλλά και στην άλλη ζωή, στον μέλλοντα αιώνα, την αιωνιότητα. Ο Κυπριανός τονίζει ότι πρέπει να ανακαλύψουμε αυτά τα πράγματα με την αλήθεια του Κυρίου, ο οποίος, υπόσχεται, ότι, όχι μόνο δεν πρέπει να αποτελεί φόβο αυτού του είδους η απώλεια, αλλά να είναι επιθυμητή.
- Κάθε σημαντική πόλη της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας διέθετε Καπιτώλιο, όπως και η Καρχηδόνα. Εκεί βρίσκονταν οι διοικητικές αρχές αλλά και ο Βωμός προς Τιμήν των Ειδωλολατρικών Θεοτήτων.
- Σε όλο το κεφάλαιο κυριαρχούν οι ρητορικές ερωτήσεις με ειρωνική χροιά προς τους πιστούς που δέχτηκαν να θυσιάσουν στο Καπιτώλιο. Με την χρήση των ρητορικών Ερωτήσεων προσδίδεται ζωντάνια και αμεσότητα στον λόγο, ενώ η απογοήτευση και η Πικρία του Αγίου παρουσιάζεται κλιμακωτά και καταλήγει με την μακάβρια σκηνή του άτυχου ανθρώπου, που χάνει την πίστη και τη σωτηρία του λόγω της αμαρτωλής θυσίας.
- Ο Κυπριανός φαντάζεται τα μικρά παιδιά να μιλάνε και να απολογούνται για την αθωότητά τους, για να καταδείξει το μεγάλο λάθος των πεπτωκότων. Η Μητρότητα της Εκκλησίας και η Πατρότητα του Θεού για τους πιστούς αποδίδεται στο έργο του De Catholicae Ecclesiae unitate 6, το οποίο είναι σύγχρονο του De Lapsis.
- Στην παρούσα ενότητα ο συγγραφέας πραγματεύεται το γεγονός ότι οι άνθρωποι οι οποίοι αποχωρίζονται το Ευαγγέλιο, δεν είναι δυνατόν να ενσωματωθούν στο σώμα της Εκκλησίας. Ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί επιτρέπεται κάποιοι άνθρωποι να προσποιούνται στην Θεία Κοινωνία, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει να κλαίνε συνεχώς και να εκλιπαρούν τον Κύριο με τον θρήνο της μετανοίας. Τέλος, ο συγγραφέας επισημαίνει την φράση:<<Θυμήσου από πού έχεις πέσει και μετανόησε>>.
4)ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)Ι. Φωκυλίδη, "Ο άγιος Κυπριανός", Πάνταινος 18(1926) , 416-427, 438-446
2) Β. Ψευτογκά, "Κυπριανός Ο Καρχηδόνος (Caecilius Cyprianus)", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 7,(1965), 1099-1112
3) Φώτιος Σωτ. Ιωαννίδης, Κυπριανός Καρχηδόνας, Οι Πεπτωκότες εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 60-72 και 188-119
4)Φώτιος Σωτ. Ιωαννίδης, Εκκλησιαστική Γραμματολογία της Δύσης, Οι Πεπτωκότες, εκδ. Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 263-267
5)π. Μωϋσής Αγιορείτης, ‘’Κυπριανός Καρχηδόνας’’, Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια 7, Αθήνα 1965, σελ. 345-349