Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (2022)

 ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (2022)

ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ

«Τελευτήσαντος ανδρός δικαίου, ουκ όλλυται ελπίς. Υιός γαρ δίκαιος γεννάται εις ζωήν» (Σοφίας Σολομώντος).

Ιδού και πάλιν ανατέλλει ημίν το γρήγορον όμμα της χάριτος και πάνσοφον στόμα του Πνεύματος, της θεολογίας η βρύση, των θείων δογμάτων ο αένναος ποταμός. Εκείνος που ελάλησε τα μεγαλεία της κρυφιομύστου Τριάδος και επλούτισε πάντας με την φωτοχυσίαν της ορθοδόξου θεολογίας του. Ο μέγας και οικουμενικός διδάσκαλος, που με το ηδύτατον ρεύμα της διδασκαλίας του και τις αστραπές των λόγων του, απεμείωσε τα σκοτώδη νέφη των αιρέσεων και εστήριξε τους καλοπροαιρέτους εις την αληθή πίστιν των Ορθοδόξων.

Άγιε Γρηγόριε Θεολόγε! Εκ της υψηλής και θεολογικής σοφίας σου, έμπλησόν μου τον νουν, τον πτωχόν και ταλαίπωρον, διότι δεν δύναμαι να αρθρώσω λόγον, εάν εσύ δεν μου παράσχεις γνώσιν και λόγον, ισχύν και σύνεσιν. Έτσι ώστε να προσφέρω εις εσέ και τους ακροατάς μου, τα σα εκ των σων και εκ του πλούτου των αρετών σου να έχω τις αφορμές, για να στεφανώσω την σεπτήν και αγίαν κορυφήν σου.

Αρξάμενος λοιπόν από τον άγιο, ο υψιπέτης αετός της θεολογίας είχε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα. Αγαπούσε όμως τουλάχιστον εξίσου την ησυχία και την προσευχή. Ήθελε να αποκτήσει και την θύραθεν παιδεία, την κατά κόσμον σοφία, δεν αρκέστηκε όμως σε αυτήν, διότι εγνώριζε πως η κατά Θεόν σοφία, που είναι ασυγκρίτως ανωτέρα, κατακτάται με την προσευχή και την άσκηση και με κάθε τι που φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στον Χριστό. Φρόντισε λοιπόν να γίνει εραστής του κάλλους αυτής, να την αγαπήσει και να την εκζητήσει εκ νεότητός του.

 Είναι γεγονός πως οι πιο ευτυχισμένες στιγμές του Γρηγορίου, ήταν αυτές που περνούσε στην ησυχία και την μόνωση. Εκεί απολάμβανε τις ατελείωτες ώρες προσευχής, ζώντας στην έρημό του, μόνος με τον Θεό. Και αυτό ασφαλώς ήταν αρκετό για να αγαπάει και τους ανθρώπους. Άλλοστε για να αγαπήσεις τον πλησίον σου, πρέπει η ύπαρξή σου να έχει γεμίσει από Χριστό. Να είναι πλημμυρισμένη από την παρουσία του Θεανθρώπου. Ήξερε ο Άγιος Γρηγόριος, του το είχε διδάξει εμπειρικά η ησυχία, πως όσο ανοίγεις τον εαυτό σου στον Θεό, τόσο περισσότερο εκείνος κατοικεί μέσα σου. Κι όσο περισσότερο κατοικεί μέσα σου ο Θεός, τόσο περισσότερο τον αγαπάς και τον γνωρίζεις. Ταυτόχρονα έτσι αγαπάς και γνωρίζεις περισσότερο και τους συνανθρώπους σου. Αυτό το μέγα έργο επιτελούσε στο ασκητικό του καλύβι ο Γρηγόριος. Την αγάπη και τη γνώση, για τον Θεό και τον άνθρωπο.

 Όταν όμως κάποια στιγμή του ζητήθηκε να γίνει ιερέας και να αναλάβει ποιμαντικές ευθύνες, άφησε να εκδηλωθεί η δειλία του χαρακτήρος του, μαζί με την αναβλητικότητα και τις τάσεις φυγής, που τον διέκριναν ως ένα βαθμό και τον ταλαιπωρούσαν. Κάνοντας όμως μια δεύτερη σκέψη, αναλογίσθηκε εκείνο που λέγει ο σοφός Σολομών: «Λογισμοί γαρ θνητών πάντες δειλοί, και επισφαλείς αι επίνοιαι αυτών». Οι λογισμοί των θνητών είναι όλοι δειλοί και αβέβαιες ή και επικίνδυνες οι σκέψεις και επινοήσεις αυτών.

 Αποφάσισε λοιπόν-με μεγάλη προσπάθεια η αλήθεια-να μην εμπιστευθεί εξ’ολοκλήρου εκείνο που του έλεγε ο λογισμός του, αλλά να ακούσει τον πατέρα του και τον φίλο του Βασίλειο, καθώς και όλους εκείνους, που τον προέτρεπαν και τον ωθούσαν ασυζητητί να δεχτεί να γίνει ιερέας, για να βοηθήσει την Εκκλησία και τον λαό του Θεού, που τον είχε ανάγκη. Ο Μέγας Βασίλειος μάλιστα, συζήτησε μαζί του και του εξήγησε ότι, εφόσον ο Χριστός θέλησε και έδωσε την ιερωσύνη, ο άνθρωπος έχει καθήκον να σηκώσει το βάρος της. Και αν είναι μεγάλη και υψηλή η ιερωσύνη, είναι μεγαλύτερος και υψηλότερος ο Θεός και κάνει τον άνθρωπο δυνατό και άξιο γι’αυτήν. Αρκεί ο άνθρωπος να παραδώσει άνευ όρων στον Θεό, την καρδιά του και όλο του το είναι. Ο Θεός δίνει την ιερωσύνη, γιατί ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεό, μπορεί με τη χάρη του Χριστού να την σηκώσει, διότι αλλιώς εάν δεν μπορούσε, δεν θα την έδινε ο Θεός.

 Στην απολογητική του ομιλία περί της εις Πόντον φυγής, εξηγώντας για ποιους λόγους φάνηκε αρχικά δειλός, όταν εκλήθη στο ιερατικό αξίωμα και δραπέτευσε στο ασκητήριο του Πόντου, λέγει τα εξής χαρακτηριστικά: «Έδειξα δειλία και απέφυγα την κλήση, επειδή ένιωθα ότι δεν ήμουν αντάξιος του Θεού, όπως δεν είναι και κανείς άνθρωπος. Πως θα μπορούσα να τον πλησιάσω-διερωτάται ο άγιος- προτού συνηθίσω τα μάτια μου να βλέπουν καθαρά, και ανοίξω τα αυτιά μου στη διδασκαλία του Κυρίου, προτού ανοίξω το στόμα μου δια να ελκύσω πνεύμα, και πριν να πατήσω και κατευθύνω σταθερά τα βήματά μου επάνω στην πέτρα, τον ακρογωνιαίο λίθο, που είναι ο Χριστός και προτού γίνει το κάθε μέλος μου όπλον δικαιοσύνης και καταφέρω να αποδιώξω από πάνω μου κάθε είδος νεκρώσεως; Εν τέλει ποιος μπορεί να τα καταφέρει ως ιερέας και ηγέτης της Εκκλησίας, εάν δεν απομακρυνθεί από τις βιοτικές μέριμνες και δεν μάθει να κηρύττει την μυστική σοφία του Θεού και βεβαίως εάν δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος του Σταυρού του Κυρίου;».

 Έτσι λοιπόν ο Γρηγόριος με τη χάρη του Χριστού έγινε ιερέας και κατόπιν επίσκοπος. Είναι ωστόσο γεγονός, ότι ο υιός της Νόννας είχε μέσα του μίαν ανασταλτικότητα. Αυτό ασφαλώς από την άλλη σήμαινε πως ήξερε να περιμένει, όταν επρόκειτο να δράσει. Δεν βιαζότανε καθόλου να κάνει το ο,τιδήποτε, και προπαντός δεν βιαζότανε καθόλου να κάνει θεολογία. Η μεγάλη του ώρα θα ερχότανε αργότερα, μετά την κοίμηση του καρδιακού του φίλου και ομοψύχου Μεγάλου Βασιλείου. Ξέσπαγε όμως με ποιήματα. Σε αυτά φανέρωνε όλα τα σκιρτήματα της ευγενικής και πολύβαθης ψυχής του.

Μέχρι που έφθασε το πλήρωμα του χρόνου και ο Γρηγόριος έγινε -ποιος το φανταζόταν- πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήλθε λοιπόν στη Βασιλεύουσα με σκοπό να πολεμήσει τους Αρειανούς, που είχαν φθάσει πολύ κοντά στο να επικρατήσουν ολοκληρωτικά και να λυτρώσει τους πιστούς, ανατρέποντας άρδην την κατάσταση, που τόσο είχε δυσκολέψει,  ανασταίνοντας την Ορθοδοξία στις καρδιές των καλοπροαιρέτων. Στη διάθεσή του είχε μόνον έναν ναό, μια μικρή εκκλησία, την ίδια στιγμή που οι Αρειανοί είχαν κάνει δικιές τους, όλες τις εκκλησίες και τους ναούς της πρωτεύουσας. Και πράγματι το θαύμα άρχισε σιγά-σιγά να επιτελείται στο ναό της Αναστασίας. Οι πιο θαρρετοί πήγανε πρώτοι στις λειτουργίες που τελούσε ο Γρηγόριος. Πρώτοι αυτοί νιώσανε το πύρωμα του θεόσταλτου άνδρα.

 Βλέπανε ένα αδύνατο ανθρωπάκι-που δεν σου γέμιζε το μάτι-να λειτουργεί κι ένιωθαν να γεμίζει το σύμπαν από την παρουσία του. Στεκότανε να μιλήσει στην Ωραία Πύλη και βουβαίνονταν οι πάντες. Οι εντυπώσεις και τα νέα τρέχανε αστραπή. Στον Ιππόδρομο, στις αγορές και το λιμάνι, στα αρχοντικά και τις γειτονιές. Κι ο κόσμος μαζευότανε όλο και πιο πολύς. Πλημμύριζε ο ναός. Πέφτανε πάνω στο χαμηλό τέμπλο, στο ιερό Βήμα. Πίσω έσπρωχναν να μπούνε κι άλλοι. Τέτοιες λειτουργίες δεν είχανε ξαναζήσει. Ο Γρηγόριος έλεγε τις ευχές και στο πρόσωπό του βλέπανε ότι κοινωνούσε με τον Θεό. Έλαμπε κι έδινε θεία γαλήνη. Βλέπανε μπροστά τους το θαύμα της θείας χάριτος και όλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ την γεύονταν και την ψηλαφούσαν. Το κήρυγμά του ήτανε στερεωτικό. Πως έβγαινε από μέσα του; Πως λειτουργούσε ο νους του και η καρδιά του; Λες και ήτανε κιθάρα και την χτυπούσε κατάλληλα το ίδιο το Άγιο Πνεύμα! Η αλήθεια που τους ανέλυε, φυτευότανε βαθιά στο είναι τους. Και τους εξηγούσε ακόμα γιατί ο Άρειος και ο Ευνόμιος, ο Σαβέλλιος και ο Απολλινάριος δεν λέγανε την αλήθεια. Τους εξηγούσε με κάθε λεπτομέρεια το γιατί όλοι αυτοί διδάσκανε πλανεμένα πράματα. Τους τα έλεγε με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε ο κάθε πιστός να μπορεί στις συζητήσεις με τους αιρετικούς να τους ανατρέπει, να τους απογυμνώνει από τα επιχειρήματά τους.

Και αφού η Ορθοδοξία ανέκτησε και πάλι τη θέση που της άξιζε μέσα στην αυτοκρατορία, χάρη στο καύχημα της Καππαδοκίας και της Ναζιανζού, πέρασαν τα χρόνια και ο μέγας θεολόγος έφθασε στη δύση του βίου του και έκανε τον απολογισμό του. Κατά τη διάρκεια της επιγείου βιοτής του, πολέμησε με αιρετικούς και αντιπάλους, έγραψε θεόπνευστους λόγους, εκήρυξε ορθοδόξως την Αγία Τριάδα. Εποίμανε τον λαό του Θεού, τον καταδίωξαν, τον λιθοβόλησαν, ανέβηκε στους ψηλούς θρόνους, μπήκε στα χρυσά παλάτια. Κινδύνεψε να θανατωθεί από τους επίδοξους δολοφόνους του, τον τίμησε ο αυτοκράτορας, έγινε πρόεδρος Οικουμενικής Συνόδου. Τον εμίσησαν, τον εδίωξαν, τον εκθρόνισαν, ασθένησε, εγήρασε και προς το τέλος χωρίς εμπόδια πλέον, παραδόθηκε στην αγαπημένη του ησυχία, για να ασκήσει με όλες του τις δυνάμεις, την πολυπόθητη για τον ίδιο και καρδιοτρόφο προσευχή, που ήταν αυτή που τον ανέπαυε και που όταν εκοιμήθη, εχάρισε στο πνεύμα του την απόλυτον κοινωνίαν και ένωσιν με τον Δεσπότην Χριστόν, τον Πατέρα των Φώτων και Δωρεοδότην και Χορηγόν πάσης χάριτος και δόξας εις τους κεκοιμημένους αγίους του.

Σήμερα όμως αγαπητοί μου, εορτάζει και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπός μας κ.κ. Μακάριος την δεκάτην ογδόην επέτειον από την ανάρρησίν του εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον των Αθηνών. Σε έναν θρόνον εις τον οποίον διεδέχθη μεγάλους Ιεράρχες και Αγίους της Εκκλησίας, όπως τον Άγιο Διονύσιο Αρειοπαγίτη, τον Άγιο Ιερόθεο, αλλά και τον μακαρία τη λήξει άμεσο προκάτοχό του κυρό Αυξέντιο. Όπως επισημαίνει κατά παρόμοιον τρόπον ο άγιος Γρηγόριος στο λόγο του εις τον Μέγαν Αθανάσιον, ο Μακαριώτατός μας ανέβηκε στο θρόνο του κλεινού άστεος «όχι κρυφά και τυρρανικά, ούτε εγκληματικά και πραξικοπηματικά, αλλά αποστολικά και πνευματικά, διάδοχος ομοίως της ευσεβείας και του αξιώματος των προκατόχων του. Και εάν και  διαδέχθηκε στο θρόνο τους πρώτους χρονικά Ιεράρχες των Αθηνών, ύστερα από πολλούς άλλους, όμως στη διαδοχή της ευσεβείας και της αρετής, έρχεται πολύ κοντά μετά από εκείνους (αγίους Διονύσιο και Ιερόθεο).

 Αυτή μάλιστα η διαδοχή στην αρετή και την ευσέβεια, πρέπει να θεωρείται η κατεξοχήν διαδοχή. Και σε κάνει πραγματικά-συνεχίζει ο άγιος-κάτοχο του ίδιου θρόνου με κάποιον η κοινή πίστη, ενώ η διαφορά στην πίστη, ουσιαστικά σημαίνει και διαφορά στον θρόνο. Έτσι η ομοφροσύνη του Μακαριωτάτου με τους προκατόχους του, αλλά και το ομότροπόν του με αυτούς εν γένει, εξασφαλίζει την αληθινή διαδοχή στον Μακαριώτατο και την Εκκλησία μας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαμε κατ’όνομα μόνο διαδοχή. Διάδοχος δεν είναι αυτός που άσκησε βία για να ανέλθει στον θρόνο και ανάγκασε να τον δεχθούν, αλλά εκείνος που αναγκάσθηκε να δεχθεί. Δεν είναι αυτός που παρανόμησε, αλλά αυτός που προτάθηκε νόμιμα. Ούτε αυτός που φρονεί αντίθετα, αλλά όποιος έχει την ιδίαν πίστιν (και το ήθος των αγίων). Αν δεν εννοεί κανείς έτσι την διαδοχή-συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος-τότε διαδέχεται η ασθένεια την υγεία, το σκοτάδι το φως, η ζάλη την γαλήνη και η παραφροσύνη και έκσταση την σύνεση και τη λογική». (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τον Μέγαν Αθανάσιον, Λόγος κά, Ε.Π.Ε., εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1980, τ. 6, σ. 49-51 και του Αυτού, «Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος», Αποστολική Διακονία, Έκδοση Α΄ 1991, σ. 63).          

Αφού όμως η ανάρρησις του Μακαριωτάτου εις τον αρχιεπισκοπικόν  θρόνον έγινε με τον ορθόν τρόπον, ομοίως ασκεί και την αρχιερατικήν εξουσίαν, που εκπηγάζει από το αξίωμά του. Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το να είναι ποιμένας και ηγέτης της Εκκλησίας. Δεν άρπαξε το κορυφαίο εκκλησιαστικό αξίωμα, όπως έκαναν κάποιοι άλλοι. Δεν σφετερίζεται την αρχιερατική εξουσία και δη το να είναι Αρχιεπίσκοπος, αλλά αυτή του εδόθη από την Εκκλησία. Ας ακούσουμε όμως τα πολύ ωραία λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που ταιριάζουν απόλυτα στην περίπτωση: «Δεν κάνει τον θρόνο ιδιοκτησία του(ο Μακαριώτατος), ούτε διοικεί τυραννικά την Εκκλησία, όπως αυτοί που αρπάζουν παρ’ελπίδα μια εξουσία ή μίαν απροσδόκητον γι’αυτούς κληρονομιά και γίνονται αμέσως αλαζόνες εξαιτίας της ικανοποιήσεως της φιλαρχίας των. Αυτή-η τυραννική και αυταρχική συμπεριφορά(η σκληρή και απάνθρωπη πολλές φορές)-είναι συμπεριφορά των νόθων και παρανόμων αρχιερέων, των αναξίων για την αποστολή τους.

 Αυτοί δεν έχουν προσφέρει τίποτε από πρωτύτερα στην ιερωσύνη, μήτε έχουν ταλαιπωρηθή από πρωτύτερα για την αρετή, την ίδια ώρα ωστόσο αναδεικνύονται μαθητές και διδάσκαλοι της ευσεβείας και προτού εξαγνισθούν, σπεύδουν να  εξαγνίσουν. Ιερόσυλοι χθες, ιερείς και αρχιερείς σήμερα, μακρυά από τον κύκλο των χριστιανών χθες και μυσταγωγοί της πίστεως σήμερα, παλαιοί στην κακία και ολότελα βρέφη στην ευσέβεια. Αυτό(το να γίνονται δηλαδή αυτοί αρχιερείς) είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εύνοιας και όχι της χάριτος του Πνεύματος. Αυτοί όταν κακοποιήσουν τα πάντα, κακοποιούν στο τέλος και την ευσέβεια. Σε αυτούς δεν πιστοποιεί ο τρόπος το αξίωμα, αλλά το αξίωμα τον τρόπο,(δηλαδή δεν είναι ως επίσκοποι αυτοί που θα έπρεπε, αλλά πατώντας επί του αξιώματός των, κάνουν κατάχρηση εξουσίας, διοικώντας την Εκκλησία ως στυγνοί και αμείλικτοι δικτάτορες), με ριζικές ανατροπές της φυσικής σειράς». (Αυτόθι, Ε.Π.Ε., τ. 6, σ. 51).

Από την άλλη ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος κ.κ. Μακάριος διαποιμαίνει θεαρέστως και με υψηλό αίσθημα ευθύνης τον λαό του Θεού, ως ο νόμιμος διάδοχος του αρχιεπισκοπικού θρόνου και γνήσιος ποιμένας, φορέας και κληρονόμος της επαγγελίας του Χριστού. Ωσάν τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεολογεί και κηρύτει την ουράνια διδασκαλία του ευαγγελίου, με φόβο, δέος και σεβασμό για την Αλήθεια και τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, τον Θεό της Ορθοδοξίας και ό,τι του ανήκει.

 Μακαριώτατε! Επί τόσα χρόνια τώρα, διατρέφετε τις ψυχές μας με το ουράνιο μάννα της διδασκαλίας του Χριστού. Η θεολογία σας είναι όντως περιουσία και κτήμα αναφαίρετο της καρδιάς σας και εκπηγάζει από αυτήν ως βιωματική εμπειρία και περιεχόμενο ζωής. Μιας καρδιάς που φλέγεται και πάλλεται από αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο. Με τον λόγο σας τον γεμάτο δύναμιν και χάριν, γλυκαίνετε τα αισθητήρια του πνεύματος. Χαριτώνετε τον λογισμό των ακουόντων και καταυγάζετε τας φρένας αυτών, ενσταλλάζοντας εις τα σπλάχνα τους το νέκταρ και την αμβροσία της αϊδίου μακαριότητος. Τα λόγια σας Μακαριώτατε Γέροντα, ακριβά υπέρ χρυσίον και αργύριον και τιμιώτερα λίθων πολυτελών, φωτίζουν τους εσκοτισμένους, συνετίζουν τους ασυνέτους, χαρίζουν σοφία και φρόνηση στους μωρούς και άφρονες.

Η καρδιά σας ως θάλασσα υαλίνη, ομοία κρυστάλλω, εντός της οποίας είναι βυθισμένοι, οι ανεξάλειπτοι θησαυροί της Σοφίας. Θησαυρούς που δεν στερείτε από κανέναν, αλλά δίδετε τη δυνατότητα να τους εξερευνήσει και να τους κάνει κτήμα του, ο καθένας που θα το ζητήσει. Ως σοφός οιακοστρόφος και καπετάνιος, προικισμένος με έκτακτα διοικητικά χαρίσματα, κατευθύνετε θεοφωτίστως το πλοίο της Εκκλησίας εις λιμένα σωτηρίας. Ως πύρινος στύλος εν νυκτί οδηγείτε τους πιστούς στην γη της Επαγγελίας, φωτίζοντας τα σκοτάδια του παρόντος βίου. Πεπαρρησιασμένα με αυθεντία και κύρος, θάρρος και ψυχικό σθένος, κηρύσσετε τη Σοφία του Θεού προς πάντας, για να γίνει αυτή φανερή σε όλους. Μία Σοφία που τόσο αγάπησε στη ζωή του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και που την κατάκτηση της οποίας προέκρινε ως τον κυρίαρχο στόχο του.

 Χωρίς φόβο και πάθος διδάσκετε την αλήθεια του ευαγγελίου, στεντορεία τη φωνή, επειδή ξέρετε πολύ καλά, ότι η του Χριστού διδαχή και πίστη δεν έχει κάτι να κρύψει, ούτε και χαρακτηρίζεται από  ο,τιδήποτε για το οποίο να πρέπει να ντρέπεται ή να φοβάται. Και καθώς παιδιόθεν, πάντοτε ακούγατε με προθυμία και ανοικτή καρδιά τα λόγια της Αληθείας και διατηρούσατε τα ρήματα ταύτα, βαθιά μέσα στο ταμείον της καρδιάς σας, γι’αυτό και ο Δεσπότης Χριστός σας προίκισε με τα πλούσια χαρίσματά του. Κοπιάσατε για να αποκτήσετε την κατά Θεόν σοφία, δώσατε τα πάντα για να την εγκολπωθείτε, γι’αυτό και εκείνη ως αντάλλαγμα σας χάρισε ισχυράν θέληση εις το να πράττετε το αγαθόν, θείαν γνώση, μένουσα και σταθερά και θεόπνευστη συμβουλή για να συμβουλεύετε θεαρέστως, περίσκεψη και προσοχή, σύνεση και διάκριση του καλού και του κακού, φωτισμένη κρίση και φρόνηση, αλλά και δύναμη εξ’ουρανού, με την οποία φέρετε εις αίσιον πέρας τις αγαθές και συνετές αποφάσεις σας.

 Η κατά Θεόν σοφία σας, είναι πηγή θεϊκής ακτινοβολίας, μεγίστη ευεργεσία στους πιστούς και μόνιμος έλεγχος για τους αμαρτωλούς. Οι νοήμονες συνήσουσιν, αυτοί που έχουν νουν και μάλιστα νουν Χριστού, αυτοί και μόνον θα καταλάβουν. Και πράγματι τον σοφόν κατά Θεόν άνθρωπον μπορούν να τον καταλάβουν, να τον αντιληφθούν και να τον αναγνωρίσουν, μόνον εκείνοι που διαθέτουν και έχουν γευθεί κάτι από τη Σοφία του Θεού και επομένως εσωτερικά, μπορεί να τους πληροφορήσει το Άγιο Πνεύμα. Γι’αυτό και είμαι σίγουρος Μακαριώτατε, πως όσοι σας άκουσαν με ειλικρινή διάθεση και καλή προαίρεση, είπαν μέσα τους αυθόρμητα το ίδιο πράγμα: «Ουδέποτε ελάλησε άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος». Και πάντες εξεπλήσσοντο επί τη διδαχή υμών. Η ακρόαση του κηρύγματός σας είναι η απόδειξη, ότι τον νόμον του Θεού κατανοεί και γνωρίζει διάνοια αγαθή και φωτισμένη από τον Χριστό, ωσάν την ιδική σας διάνοια.

 Και πράγματι Μακαριώτατε-όπως έλεγαν για τον σήμερον εορτάζοντα Καππαδόκη Ιεράρχη-θα τολμούσα να πω με απόλυτη επίγνωση και συναίσθηση των λεγομένων μου, πως όποιος έχει την τύχη, αλλά κυρίως τη διάθεση να σας βλέπει και να σας ακούει με εμπιστοσύνη, είναι σε θέση να ξεπεράσει τον εαυτό του, απλά ακούγοντας τον λόγο σας και κοιτάζοντάς σας στα μάτια, τα οποία ενσταλάζουν θεία γλυκύτητα και ιλαρότητα. Μπορεί να γίνει ομολογητής της πίστεως, μάρτυρας του Χριστού, όλα τα μπορεί, χάρη στη θεία δύναμη που εκπέμπετε, χάρη στη θεϊκή δύναμη που εκπέμπει η αδαμάντινη και ασύγκριτη προσωπικότητά σας. Όποιος σας γνωρίζει καλά γεύεται στη ζωή του την αισιοδοξία των αγίων και την ουράνια ελπίδα της Βασιλείας του Αρνίου και κυριαρχείται από το αίσθημα της νίκης, της βεβαίας νίκης, που νικά και θα νικήσει ολοκληρωτικά τον κόσμο, χάρις εις τον αιώνιον Νικητήν του παντός, τον Θεάνθρωπον της αγάπης Ιησούν.

Αλλά για να μην μείνω όμως μόνο στα δικά μου λόγια Μακαριώτατε, θα σας περιγράψω και πάλιν με ακρίβεια, σε αδρές γραμμές, μέσα από την οπτική και τη σκέψη του μεγάλου Ιεράρχου και Οικουμενικού Διδασκάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου. Δανείζομαι τα λόγια του αυτολεξεί, παρμένα από το εγκώμιό του για τον Μέγαν Αθανάσιον. Είστε λοιπόν  Μακαριώτατε « σπουδαίος στα έργα, ταπεινός όμως στο φρόνημα. Έχετε πάντοτε στραμμένους τους νοερούς οφθαλμούς της καρδιάς σας εις τα άνω, γι’αυτό και είστε άφθαστος και απλησίαστος στην αρετή, πολύ προσιτός όμως στο να σας συναντήσει κανείς.

 Γαλήνιος, ατάραχος, συμπονετικός, γλυκύς στο λόγο, γλυκύτερος στους τρόπους, αγγελικός στη μορφή, αγγελικότερος στο λογισμό και την ψυχή. Γαλήνιος και μαλακός, ήπιος όταν επιτιμάτε, παιδαγωγικός στον έπαινο. Και αυτά τα δύο μέσα διορθώσεως και αγωγής, δεν τα κακοποιείτε, ούτε τα καταστρέφετε με την υπερβολή, αλλά και η επίπληξή σας είναι πατρική και ο έπαινός σας συγκρατημένος. Ούτε η ηπιότητα και τρυφερότητά σας καταντάει αδυναμία, ούτε η αυστηρότητά σας σκληρότητα και κακία. Αλλά η πρώτη εκδηλώνει επιείκεια, η δεύτερη σύνεση, ενώ και οι δύο φιλοσοφημένη συμπεριφορά. Δεν καταφεύγετε εύκολα σε βαριές ποινές, επειδή κάνετε μετρημένη χρήση της ράβδου». (Αυτόθι, Ε.Π.Ε., τ. 6, σ.53 και «Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος», σ. 63-64).

Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσα να προσθέσω Μακαριώτατε, αλλά επιλήψει με ο χρόνος διηγούμενον. Σε ό,τι αφορά τους δύσκολους καιρούς εις τους οποίους ζούμε, διακηρύσσετε αταλάντευτα την απόλυτη βεβαιότητα και πεποίθησή σας για την επικείμενη έλευση των τελικών εσχάτων, ενθυμούμενος τα σοφά λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στον δεύτερο ειρηνικό του λόγο. Λέει εκεί σε κάποιο σημείο ο άγιος τα εξής: «Φοβούμαι μήπως αυτά τα οποία συμβαίνουν σήμερα είναι ο καπνός του πυρός το οποίον αναμένομεν, και μήπως επίσης έλθει μαζί με αυτά ο Αντίχριστος και χρησιμοποιήσει ως ευκαιρία για να επιβάλλει την τυραννία του, τα σφάλματα και τις αδυναμίες μας. Διότι δεν υπάρχει περίπτωση να προσβάλλει τυχόν υγιείς ή ενωμένους στενά με την αγάπη. Αλλά πρέπει πρώτα να διαιρεθεί μεταξύ της η βασιλεία (και ο λαός), εν συνεχεία να έλθει ο πειρασμός και να φιμώσει τον υγιή συλλογισμό μέσα μας (την κριτική σκέψη και την ευθυκρισία μας), και ακολούθως να διαρπαγούν τα σκεύη και να πάθωμεν εκείνα τα οποία βλέπουμε τώρα τον εχθρό να παθαίνει από τον Χριστό». (Γρηγορίου του Θεολόγου, Ειρηνικός δεύτερος, Λόγος κβ΄, Ε.Π.Ε., Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1975, τ. 1, σ.343).

Με τις εγκυκλίους σας Μακαριώτατε, περιγράφετε με τον εκκλησιοπρεπή και υπεύθυνο λόγο σας, αλλά και με την εν γένει στάση και συνολική δράση σας υπογραμμίζετε και επισημαίνετε, με ποιο τρόπο ο αρχέκακος εχθρός του ανθρώπου, μέσω των υποτακτικών του, εκμεταλλευόμενος την πανδημία που μαστίζει στις μέρες μας τον πλανήτη και τα μέτρα που σχετίζονται με αυτήν, μετατρέπει τον σύγχρονο άνθρωπο σε άβουλο και ανελεύθερο ον, δίχως αγάπη για τον συνάνθρωπό του (όπως το λέει και ο άγιος Γρηγόριος), τον οποίον αντιμετωπίζει ως μίασμα και απειλή για τη ζωή του, ένα ον που φοβάται υπερβολικά και χωρίς να σκέπτεται καθαρά και λογικά (με φιμωμένο τον υγιή συλλογισμό), χειραγωγείται και κατευθύνεται με βάση τις επιταγές της νέας τάξης του Αντιχρίστου.

 Έτσι λοιπόν Μακαριώτατε μαζί με τα λοιπά μέλη της Ιεράς ημών Συνόδου, φερόμενος υπεύθυνα, δεν έχετε λάβει κάποια γενική απόφαση για το θέμα του εμβολιασμού, γιατί θέλετε τον λαό μας μονοιασμένο και αγαπημένο και όχι διχασμένο και αλληλοσπαρασόμενο (με διηρημένη τη βασιλεία κατά τον άγιο Γρηγόριο). Διαθέτοντας υψηλό αίσθημα ευθύνης, γνωρίζετε καλά πως τέτοιες ώρες χρειάζεται να προτάσσουμε εκείνα που ενώνουν τον λαό μας και όχι να προβάλλουμε διχαστικά διλλήματα, που δεν ωφελούν σε τίποτα και μόνον κακό μπορεί να κάνουν και να προκαλούν περαιτέρω διχασμό, έχθρα και σκανδαλισμό. Άλλωστε όπως ορθά διδάσκετε, ο λόγος της Εκκλησίας πρέπει να θεραπεύει και όχι να πληγώνει. Να επουλώνει τα τραύματα και όχι να ξύνει τις πληγές. Να είναι βάλσαμο στις καρδιές και όχι αιτία σκανδάλου.

Εν τέλει Μακαριώτατε, σε σχέση με άλλους εκκλησιαστικούς χώρους, όπως είναι αυτός του νέου ημερολογίου και όχι μόνον, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε εν συνόψει, κάποια από τα χαρακτηριστικά, κάποια από τα στοιχεία, που μας ξεχωρίζουν και μας διαφοροποιούν από εκείνους τους χώρους, χρησιμοποιώντας τα λόγια του αγίου Γρηγορίου, προκειμένου να καταδείξουμε, ποίας Εκκλησίας είστε ηγέτης και ποίας κληρονομιάς και παρακαταθήκης, φορεύς και κληρονόμος. Λέγει λοιπόν ο Καππαδόκης Ιεράρχης τα εξής χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούν την Εκκλησία του Χριστού, την Εκκλησία μας, την Εκκλησία της Ιεράς ημών Συνόδου από τις άλλες, τις λεγόμενες «Εκκλησίες»: « Έχουνε αυτοί τους οίκους, εμείς τον ένοικο(τον Χριστό δηλαδή). Αυτοί τους ναούς, εμείς τον Θεό…αυτοί τους δήμους(πολυπληθή εκκλησιάσματα και πολλές ενορίες), εμείς αγγέλους. Αυτοί θράσος, εμείς πίστιν, αυτοί το να απειλούν, εμείς το να προσευχόμασθε. Αυτοί το να κτυπούν και να επιτίθενται, εμείς το να υπομένουμε και να ανεχόμαστε, αυτοί χρυσόν και άργυρον(πλούτον και οικονομική επιφάνεια), εμείς λόγον κεκαθαρμένον(τον καθαρόν και ανόθευτον λόγο της αληθείας του Χριστού».

Κλείνοντας την ταπεινή μου αυτή ομιλία Μακαριώτατε, σας εύχομαι να παραμείνετε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και να συνεχίσετε να είσθε στο τιμόνι της Εκκλησίας άχρι συντελείας των αιώνων, διότι ο λαός του Χριστού σας έχει ανάγκη και σας χρειάζεται, όλοι μας σας έχουμε ανάγκη και σας χρειαζόμαστε, προκειμένου διερχόμενοι δια πυρός και ύδατος, να μας οδηγήσετε ως άλλος Μωϋσής εις την τελείαν αναψυχήν, εις την ουράνια Γη της επαγγελίας, για να ευφραινόμασθε διηνεκώς και ακαταπαύστως, πλησίον του μεγάλου και κορυφαίου Ιεράρχου Γρηγορίου του Θεολόγου και πάντων των αγίων εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν! Εις έτη πολλά Μακαριώτατε!!!       

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ