ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ
ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
«Δίκαιος δε εάν φθάση τελευτήσαι εν αναπαύσει έσται. Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε εστί φρόνησις ανθρώποις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. Ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος ηγαπήθη και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη.» (Σοφ. Σολ., δ΄,7-10).
Ήτανε πέρυσι τέτοιο περίπου καιρό όταν συνέβη, κατά την εορτή της νύμφης του Χριστού, Αγίας Αικατερίνης. Εκείνο το οποίο κανένας δεν διενοείτο και που κανενός το μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει και να προβλέψει. Ένας «αόρατος εχθρός», ένας κατά τα φαινόμενα καινούριος και επικίνδυνος ιός, ο «υιός της κορόνας», εθέριζε σαν ώριμο στάχυ, τον υιόν της Βασιλείας και του Βασιλέως Χριστού, τον παιδιόθεν μαθητήν του Φωτός και της Αληθείας, τον πνευματοφόρον Ιάκωβον.
Κατά τη διάρκεια της πολυήμερης μάχης του με τον κορονοϊό στο νοσοκομείο, προσμέναμε οι πάντες εναγωνίως προσευχόμενοι να γίνει το θαύμα και να μας τον χαρίσει ο Κύριος, αλλά ωστόσο το ποθούμενον δεν ήλθε ποτέ. Σοκ και δέος μας κατέλαβε όλους. Μέσα στον συγκλονισμό της στιγμής, κάποιοι βρήκαν το κουράγιο να ψελλίσουν δύο λόγια: «Ο Κύριος ξέρει τι κάνει, ήταν θέλημα Θεού, ο Θεοφιλέστατος ήταν πιο έτοιμος από τον καθένα για την άλλη ζωή», ενώ κάποιοι άλλοι θυμήθηκαν τα σοφά λόγια του προφήτου Σολομώντος: «Ηρπάγη μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού» (Σοφ. Σολ., δ΄, 11).
Το πλήρωμα της Εκκλησίας υποδέχθηκε με βαθειά οδύνη και πόνο ψυχής, καθώς και με πένθος άρρητο τον αδόκητον και πρόωρον θάνατον του αγίου Χριστουπόλεως, ο οποίος με τη θεοφιλή διαγωγή του και το χριστοτερπές ήθος του, είχε καταστεί όλα αυτά τα χρόνια ένας από τους πιο αγαπημένους Ιεράρχες των πιστών. Ο ήλιος του μακαριστού Επισκόπου, τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα, έδυσε για τον κόσμο τούτο και ανέτειλε πλέον στην ανέσπερη Βασιλεία του Χριστού. Ο πολύ αγαπητός στο λαό του Θεού Ιάκωβος και πνευματικός μας αδελφός, εγκατέλειψε την ματαιότητα του προσκαίρου τούτου βίου και ποτέ πια τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια χωρίς αυτόν.
Ήδη την χρονιά που πέρασε, η απουσία του κατέστη περισσότερο από αισθητή σε πολλούς τομείς της ζωής της Εκκλησίας. Το κενό που αφήνει πίσω του, είναι όντως δυσαναπλήρωτο. Κι αυτό διότι ως πολυτάλαντος και χαρισματικός που ήταν, έχοντας αναπτύξει πολύπλευρη και πολυσχιδή δράση και επιδεικνύοντας ακαταπόνητη εργατικότητα, ο μακαριστός είχε κατορθώσει πολυτρόπως και πολυειδώς να γίνει απαραίτητος σε όλους μας. Αναγκαίος και χρήσιμος σε πολλούς.
Ευγενικός με όλους, ήταν άψογος και ανεπίληπτος στη συμπεριφορά του, σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς επάνω του, κάποιο ελάττωμα ή κάποια αδυναμία. Δεν συμμετείχε σχεδόν καθόλου σε διενέξεις και διαμάχες και όταν κάποιος τον προκαλούσε, έδιδε συνήθως τόπο στην οργή και είχε τον τρόπο να μην δίδει συνέχεια στην αντιπαλότητα, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ανωτερότητα ήθους και πνεύματος και εκδηλώνοντας πραότητα και αοργησία, είχε ως κανόνα και πρότυπο τον πράο και ταπεινό Ιησού.
Ακόμα και όταν διαφωνούσε ισχυρώς με κάποιον, διετύπωνε την διαφωνία του με ψυχραιμία και ευγένεια ψυχής και με το μειλίχιο και καλόκαρδο ύφος του, καθώς και με τη σωστή εξήγηση, κατακτούσε συχνά την καρδιά και το μυαλό του διαφωνούντος. Παράλληλα διέθετε την αρετή της ακατακρισίας, ανεπτυγμένη σε εξαιρετικό βαθμό, δεν κατέκρινε εύκολα και δεν συμμετείχε σε κουτσομπολιά, ενώ δεν υστερούσε και δεν του έλειπε και η οξυδερκής αίσθηση του χιούμορ, ψυχαγωγώντας με αυτήν όταν ήταν αναγκαίο και χαρίζοντας εύθυμη και ιλαρή διάθεση στους συνομιλητές του, με έξυπνες ατάκες και ωραία ανέκδοτα.
Ο Χριστός τον είχε προικίσει με εξέχουσα φρόνηση και σπάνια οξύνοια, γι’αυτό και ήταν ιδιαίτερα σοφός και συνετός και είχε πληθώρα από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Φωτόλουστος και φωτοπάροχος, εν ενί λόγω πλημμυρισμένος από την θεία χάρη και στολισμένος, κοσμημένος από τα τέλεια δωρήματά της, προσέγγιζε πάντοτε με αγάπη και χαμόγελο τον πλησίον του και είχε απέραντη υπομονή, εκεί οπού αυτή ήταν απαραίτητη, μεταδίδοντας παράλληλα από το φως των αρετών του και μεταλαμπαδεύοντας λαμπηδόνες εξ αυτού, σε κάθε άνθρωπο με τον οποίον συναναστρεφόταν.
Αυτό που ιδιαίτερα τον διέκρινε, ήταν το ισχυρό αίσθημα ευθύνης, που τον διακατείχε συνεχώς. Δια τούτο και ήταν τόσο αξιόπιστος και συνεπής σε ό,τι αναλάμβανε και όλοι του είχαν εμπιστοσύνη, όταν του ζητούσαν να φέρει εις πέρας το ο,τιδήποτε. Ο μακαριστός δεν άφηνε για άλλους, εκείνο που μπορούσε να διεκπεραιώσει ο ίδιος και γι’αυτό είχε καταστεί τόσο αναγκαίος και χρήσιμος, τόσο απαραίτητος «εκ των ων ουκ άνευ». Πνεύμα φιλομαθές και ανήσυχο, είχε κατορθώσει με την προσωπική του έρευνα και αναζήτηση να μάθει πολλά και να αποκτήσει πολλές γνώσεις σε όλους τους τομείς του επιστητού, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, τις οποίες έπειτα χρησιμοποιούσε και αξιοποιούσε για το κοινό καλό. Γι’αυτό άλλοστε, πάντοτε είχε έναν λόγο οικοδομής να σου διδάξει.
Όταν ιερουργούσε, ήταν υποδειγματικός ιερουργός και λειτουργός του Υψίστου, καθώς μελετούσε διαρκώς και εγνώριζε στην εντέλεια το τυπικό της Εκκλησίας και στις θείες του λειτουργίες είχε αρχοντικό παράστημα και βαθειά προσήλωση και προσοχή. Λειτουργούσε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του έτους, λατρεύοντας τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό μετά φόβου και αγάπης, επιθυμώντας σφόδρα και επιδιώκοντας ακατάπαυστα να καταξιωθεί να εύρει χάριν ενώπιον του Κυρίου Παντοκράτορος.
Με μία λέξη ο Ιάκωβος ήταν εκκλησιοπρεπής όταν ιερουργούσε και αυτό το έπραττε, γιατί αγαπούσε από καρδίας τον Χριστόν και την Εκκλησίαν του και διότι εγνώριζε άριστα, ότι το να προσκολλάται κανείς εις τον Θεόν και να καταθέτει εις τον Κύριον την ελπίδα της σωτηρίας του, αυτό είναι το όντως αγαθόν, το κατ’εξοχήν ωραίο και το ακρότατον των εφετών. Συν τοις άλλοις αγαπούσε υπερβολικά την ευπρέπεια του οίκου του Σωτήρος των ψυχών ημών και δαπανούσε πολλή ενέργεια, έτσι ώστε ο ναός του Χριστού, κάθε ναός του Χριστού, να είναι πεντακάθαρος και λαμπρός, όπως πραγματικά του πρέπει και του αξίζει, καθώς ο θεοφιλέστατος ήξερε πολύ καλά, ότι ο Δεσπότης Ιησούς αγιάζει και αντιδοξάζει με τη θεϊκή του δύναμη, εκείνους που ιδιαίτερα μεριμνούν για την ευπρέπεια του οίκου του. Δια τούτο και εφρόντιζε, ώστε τα πάντα μέσα στον ναό να ευρίσκονται και να τελούνται κατά τάξιν και ευσχημόνως.
Ένα μεγάλο προσόν που τον χαρακτήριζε, ήταν η εξαιρετική ευαισθησία που διέθετε στα θέματα της Πίστεως. Ο μακαριστός Ιεράρχης ήταν χωρίς αμφιβολία ένας ακραιφνής ζηλωτής της Ορθοδοξίας και θεοφώτιστος τηρητής των πατρικών μας παραδόσεων. Ήταν τόσο θερμά, ασίγαστα και απαραμείωτα το ενδιαφέρον και ο ζήλος του για τα ζητήματα του πατρίου εορτολογίου και όχι μόνον, ώστε με την διαρκή μάθηση και εντρύφηση να είναι σε θέση να γνωρίζει λεπτομέρειες για πρόσωπα και πράγματα, που σχεδόν όλοι οι άλλοι αγνοούσαν. Προτάσσοντας την αυστηρότητα και την ακρίβεια του ευσεβούς λογισμού και συνδυάζοντας αυτά τα στοιχεία με τη λεπτή οξυδέρκειά του, εξέφραζε ορθές κρίσεις επί δυσκόλων εκκλησιαστικών ζητημάτων και έδιδε σοφές συμβουλές και εύστοχες γνώμες, έχοντας πάντοτε ως γνώμονα την Αλήθεια και την ακεραιότητα της διδασκαλίας του Ευαγγελίου.
Γενικότερα ο Ιάκωβος παρέμεινε απαρέγκλιτα πορευόμενος στην οδό του Κυρίου, φυλάσσοντας με όλη του την καρδιά τις εντολές του Δεσπότου, καθώς η καθημερινή τέρψη και απόλαυση γι’αυτόν, ήταν η εξερεύνηση, κατανόηση και εφαρμογή των κριμάτων και δικαιωμάτων του Χριστού μέσα από τον πανάγιον νόμον Του. Με αυτόν τον τρόπον ο Θεάνθρωπος της Αγάπης εφώτιζε ολοένα και περισσότερο τον νουν και την καρδιά του εκλιπόντος και αποκάλυπτε εις τους νοερούς του οφθαλμούς τα θαυμάσια εκ των θείων προσταγμάτων, τα οποία ως άλλες ηλιακές λαμπηδόνες, εισέδυαν στο βαθύτερο είναι του και ελάμπρυναν την χριστοκεντρικήν ύπαρξιν του, θερμαίνοντάς την με το θερμουργό, αειλαμπές και φωτιστικό πυρ του Παρακλήτου.
Στο πολύ καυτό και διαχρονικά επίκαιρο ζήτημα της ενώσεως και ομονοίας των Γ.Ο.Χ., ήταν ξεκάθαρα υπέρ της κατά Θεόν ενότητος των πάντων, εντός της Μίας, Αγίας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας του Χριστού, της οποίας μέλος ετύγχανε και ο ίδιος και δεν ενθουσιαζόταν από την προοπτική εξωτερικών συρραφών και πρόχειρων συγκολλήσεων, τις οποίες θα μπορούσαν να επιφέρουν οι σπασμωδικές και επιφανειακές προσεγγίσεις, που θυσιάζουν την Αλήθεια και το πραγματικό κλέος της Εκκλησίας, στον βωμό των κούφιων εντυπώσεων και της κενής δόξας, που κυνηγούν εκείνοι που προτιμούν να αρέσουν στους ανθρώπους και όχι στον Θεάνθρωπο Χριστό. «Ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων, ήπερ την δόξαν του Θεού». Εκείνοι που νικώνται από το πάθος της ανθρωπαρέσκειας και της κενοδοξίας, και όχι από το ιερό πάθος του ουρανίου έρωτος και της θείας αγαπήσεως του Αρνίου Ιησού.
Ανεκτίμητη η προσφορά του στην Εκκλησία, την εν Ελλάδι και όχι μόνον. Την υπηρέτησε πιστά και κατά άριστον τρόπον από διάφορες θέσεις και βοήθησε κατ’επανάληψιν κι όλους εμάς τους αδελφούς του, οσάκις τον χρειασθήκαμε. Δεν μπορώ να μην αναφέρω, ότι προσωπικά με είχε βοηθήσει και διαφωτίσει πάλιν και πολλάκις σε διαφόρους τομείς και ποικίλα ζητήματα, χάρις εις την μεγάλη ικανότητα αντιλήψεως των πραγμάτων, που διέθετε. Σήκωνε στους ώμους του πολλά και μεγάλα βάρη, τόσο στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Ιερά ημών Σύνοδο, όσο και εντός της συνοδείας μας, της οποίας ετύγχανε μέλος ενεργητικό και δραστήριο. Δεν ήξερε τι θα πει αδράνεια και απραξία. Συμμετείχε σε πάρα πολλές εορτές και πανηγύρεις της Εκκλησίας, κήρυττε τον θείον λόγον, ερμηνεύοντάς τον με ευφυείς και εύστοχες παρατηρήσεις και εν ενί λόγω δρούσε ακατάπαυστα, παράγοντας λαμπρό και καρποφόρο πνευματικό και εκκλησιαστικό έργο.
Μάλιστα εγνώριζε με ευχέρεια να ομιλεί τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και αυτό του χάριζε μια άνεση στην γραπτή και προφορική επικοινωνία με αλλόγλωσσους πιστούς και όχι μόνον, συνδράμοντας και βοηθώντας και με αυτόν τον τρόπο, το έργο της Εκκλησίας στο εξωτερικό. Από την πρώτη στιγμή, όλα αυτά τα χρόνια αποτέλεσε το δεξί χέρι του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Μακαρίου, παρέχοντάς του πολύτιμη στήριξη και συμπαράσταση και υπήρξε κατ’ουσίαν η βακτηρία του, διευκολύνοντας την ακανθώδη πορεία του Μακαριωτάτου μέσα από ανυπέρβλητες δυσκολίες και αξεπέραστα κατ’άνθρωπον εμπόδια και συνδράμοντας τα μέγιστα στο πολυεύθυνο και πολυεπίπεδο έργο του. Δια τούτο και είναι όντως μεγάλη η απώλεια για όλους μας, μεγίστη όμως για τον Μακαριώτατό μας, του οποίου άλλωστε πνευματικό τέκνο πολύκλαυστο και πολυθρήνητο, λίαν αγαπητό και προσφιλές υπήρξε ο θεοφιλέστατος.
Και για να μην λησμονούμε τα αυτονόητα, ένας επιπλέον λόγος για τον οποίον ο Μακαριώτατος Γέροντάς μας αγαπούσε τόσο πολύ τον εκλιπόντα και αναπαυόταν το πνεύμα του σε αυτόν, ήταν και η υπακοή που έκανε προς αυτόν, τον πνευματικό του πατέρα, ο άγιος Χριστουπόλεως, μέχρι και την τελευταία στιγμή, κάτι που δεν παρέλειψε να τονίσει και ο Μακαριώτατος στον σπαραξικάρδιο και συγκλονιστικό επικήδειο λόγο του, κατά την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας και εκφοράς του θεοφιλεστάτου. Ο αγαπητός πνευματικός μας αδελφός Ιάκωβος, καθώς ήταν ευφυής κατά Θεόν, εγνώριζε πως ο σωστός υποτακτικός προοδεύει μόνον, όταν προσπαθεί και αγωνίζεται να ταυτίσει την ζωή του και την ύπαρξή του με την ζωή και την ύπαρξη του Γέροντά του, με την υπακοή δηλαδή σε αυτόν, και έτσι αυτήν φρόντιζε να ασκεί, ακόμη και τα τελευταία χρόνια που είχε γίνει Ιεράρχης, μην πράττοντας σχεδόν τίποτα, εάν πρώτα δεν το συζητούσε με τον Μακαριώτατο.
Με αυτόν τον τρόπον εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς τον πνευματικό του πατέρα, αποδείκνυε την ταπεινοφροσύνη του και ταυτόχρονα προέκρινε και εμπιστευόταν περισσότερο το πνευματικό αισθητήριο και κριτήριο του Γέροντα από τον δικό του λογισμό. Δια τούτο κατάφερε να αποκτήσει χρηστότητα, παιδεία και γνώση και είλκυε το Πνεύμα του Κυρίου, όταν άνοιγε το στόμα του, κατορθώνοντας να μεταδίδει ειρήνη Χριστού στους καλοπροαιρέτους και σε όσους αγαπούσαν τον νόμον του Βασιλέως και Δεσπότου Ιησού.
Ως σκεύος εκλογής ο ίδιος, αναγνώριζε την ιδιαιτέραν εύνοιαν του Θεού προς το πρόσωπό του, καθώς ο Χριστός ως το πολυτιμότερο δώρο και τον πιο ανεκτίμητο μαργαρίτη, του εχάρισε πνευματικό πατέρα, όχι τον τυχαίο, ούτε τον οιονδήποτε, αλλά - από παλαιούς και νέους - τον μακράν πιο θεοφώτιστο, θεόπνευστο και θεοκίνητον πατέρα και οδηγό, την επιτομή του γνησίου και αληθινού πατρός, τον κατ’εξοχήν άνθρωπον της καρδιάς και τον όντως άνθρωπον του Θεού, τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπόν μας κ.κ. Μακάριον, ο οποίος για τους καλοπροαιρέτους και για εκείνους που αληθινά τον γνωρίζουν, αποτελεί την πιστοτέραν έκφρασιν της πατρικής δια τα φίλτατα αυτού τέκνα στοργής. Ο Ιάκωβος λοιπόν εμπειρικά και βιωματικά εγνώριζε, εσωτερικώς πληροφορηθείς εν τη καρδία του, πως χωρίς τον Γέροντά του, χωρίς τον Γέροντά μας, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να φθάσει εκεί που έφθασε και να γίνει αυτός που έγινε. Διότι κανείς δεν μπορεί να καταξιωθεί, αυτονομώντας πνευματικά τον εαυτόν του. Άλλοστε την υπακοή στην Εκκλησία και στον πνευματικό, ο εκλιπών Ιεράρχης εδίδασκε έργω τε και λόγω και στα πνευματικά του τέκνα, ως γνησία έκφραση ταπεινώσεως και αληθινά ενθέου ζωής και προκειμένου να ευημερούν και να προοδεύουν κατά Χριστόν.
Με έναν λόγο, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος στον επιτάφιο του Μ. Αθανασίου, επαινώντας τον Ιάκωβο, επαινώ την ίδια την αρετή. Και μάλιστα όχι την τυχούσα αρετή, αλλά την αρετή των εσχάτων, όταν σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου, ψυγήσεται η αγάπη και πίστη των πολλών, κάτι επομένως δυσεύρετο και καθόλου συνηθισμένο (η αρετή των εσχάτων). Γεγονός που την καθιστά, ακόμα πιο δυσκολοκατόρθωτη, εξέχουσα και ξεχωριστή. Και εάν κάποιος βασανίζεται από το ερώτημα, εάν θα υπάρχει αρετή τις ημέρες των εσχάτων, εάν θα βρίσκεται ενάρετος χριστιανός προς το τέλος της ιστορίας, ας σηκώσει το βλέμμα και ας κοιτάξει τον μακαριστό άγιο Χριστουπόλεως και θα λάβει όλες τις απαντήσεις. Ο Ιάκωβος είναι η απάντηση ή τουλάχιστον μία από τις απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Και μάρτυρες αψευδείς της αρετής και της προσφοράς του ανδρός, είναι το σύνολο των πιστών, το σύνολο του πληρώματος της Εκκλησίας, τα πνευματικά του τέκνα και όχι μόνον, που έχουν να θυμούνται τα καλύτερα από την συναναστροφή και συνύπαρξη μαζί του. Οι πάντες ευφραίνονταν και χαίρονταν με την ακτινοβόλο παρουσία του, την πολυποίκιλη δράση του και θεάρεστη διαγωγή του, την αδαμάντινη προσωπικότητά του.
Ο κυρός Ιάκωβος λοιπόν, ετελείωσε το έργο του στον παρόντα κόσμο και επλήρωσε το κοινό χρέος των ανθρώπων, τον θάνατο. Αναπαύθηκε από των κόπων αυτού, καθώς κατάφερε σε μικρό σχετικά αριθμό ετών, να περισυλλέξει τις αρετές και να επιδείξει την πνευματική καρποφορία, που άλλοι καταφέρνουν να φθάσουν και να παράγουν, μόνον εφόσον εγγίσουν τα βαθιά γεράματα. Εκείνα άλλοστε που καθιστούν σεβαστό και πολιό έναν άνθρωπο, δεν είναι τα λευκά γένεια και η μεγάλη ηλικία, αλλά η φρόνηση και ο ακηλίδωτος βίος, η αψεγάδιαστη διαγωγή. Και αυτά τα γνωρίσματα, τα διέθετε παιδιόθεν ο εκλιπών Ιάκωβος, τον οποίον γι’αυτόν ακριβώς τον λόγον, πολύ εύστοχα και από πολύ νωρίς, είχε χαρακτηρίσει ο Μακαριώτατός μας με το προσωνύμιον του παιδαριογέροντα, τουτέστιν του μειρακίου, του παιδιού, το οποίο από πολύ μικρή ηλικία διαθέτει γεροντική σύνεση.
Ο μακαριστός άγιος Χριστουπόλεως μετά από μία αξιοζήλευτη και αξιοθαύμαστη κατά πάντα βιοτή και πολιτεία, παρέδωκε την θεοτίμητον και θεοφιλή ψυχήν του εις χείρας Θεού Ζώντος. Κατάφερε και έγινε ευάρεστος και αγαπητός στον Χριστό, ο Οποίος δια τούτο έκρινε, ότι ήλθε ο καιρός και ότι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για να τον καλέσει κοντά του. Εμείς οι ταπεινοί του ευχόμαστε καλή ανάπαυση και καλή Ανάσταση κατά την ημέρα της κρίσεως. Να χαίρεται και να ευφραίνεται αιώνια και να περιμένει κι εμάς για να εισέλθουμε όλοι μαζί στην Βασιλεία του Χριστού.
Προς το παρόν ας δοξολογεί ακατάπαυστα τον Βασιλέα της δόξης Ιησού Χριστό, τον οποίον παιδιόθεν ηγάπησε και από πολύ νωρίς υπηρέτησε και ας προσεύχεται, ας μεσιτεύει για εμάς προς τον Κύριον των Αποστόλων, των Προφητών και των Αγίων, προκειμένου ο Θεάνθρωπος του ελέους και των οικτιρμών να ικανοποιεί πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματά μας. Επιλέγοντας λοιπόν εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσα παρά να αναφωνήσω εν όλη ψυχή τε και καρδία: «Χαίρε εν Κυρίω εις αιώνας αιώνων, μετά Αγγέλων και πάντων των Αγίων, Αρχιερεύ του Χριστού Ιάκωβε»!!!