ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
«Έρχομαι ταχύ, κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβη τον στέφανόν σου» (Αποκ.,γ΄,11). «Τω νικώντι δώσω αυτώ του μάννα του κεκρυμμένου, και δώσω αυτώ ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ό ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων» (Αποκ.,β΄,17).
Ήταν πριν από ένα χρόνο μια παγωμένη ημέρα του Δεκέμβρη, όταν πληροφορηθήκαμε το θλιβερό γεγονός. Πάγωσε μέσα μας η ελπίδα. Μούδιασε το είναι μας. Είναι αλήθεια, πως ο βασιλώνυμος Ιωάσαφ, ο φέρων το όνομα του βασιλογόνου Αγίου του, όλες τις προηγούμενες ημέρες εβάδιζε σιγά-σιγά προς τον θάνατο, πλησίαζε αργά αλλά σταθερά προς το τέλος του. Προς την έξοδο από την πρόσκαιρη τούτη ζωή. Ένα τέλος όμως και μία έξοδος, που του άνοιγε το δρόμο για την αιωνιότητα και γινότανε αρχή μυστική μιας άλλης διάρκειας, διηνεκούς και ακαταπαύστου, εντός της οποίας θα λάμβανε σάρκα και οστά το ιερό όνειρο της ψυχής του, ένα όνειρο που εφλέγετο, εφωτίζετο και ελαμπρύνετο από τα απαστράπτοντα αγαθά του Παραδείσου.
Αλήθεια τι μεγαλείο, τι μεγαλειώδες μυστήριο, όταν η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος, υπάγει εις συνάντησιν του Δημιουργού της! Δια τούτο άλλωστε υπογραμμίζει και ο υμνωδός της Εκκλησίας, ότι είναι «μακαρία η οδός ή πορεύη σήμερον αδελφέ, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Ποία λόγια φθαρτά, λόγια που καίγονται στην πρώτη φλόγα, μπορούνε να χωρέσουνε το μεγαλείο εκείνης της στιγμής; Και όντως δεν υπάρχουνε τέτοια λόγια! Δια τούτο… Σιγή! Έτσι υποδέχθηκαν την είδηση της κοιμήσεώς του, οι πατέρες και αδελφοί του, οι πιστοί και εκείνοι που αγαπούσαν τον πατέρα Ιωάσαφ.
Άλλωστε αυτό ήταν το δεύτερο χτύπημα για την καταπονημένη, εξουθενωμένη και ταλαιπωρημένη από τα κρούσματα και τις απώλειες αδελφότητα της Ιεράς Μονής του Αδελφοθέου και το δοκιμαζόμενο πλήρωμα της Εκκλησίας, μετά τον αδόκητο θάνατο του αγαπητού θεοφιλεστάτου Χριστουπόλεως Ιακώβου. Οι στιγμές εκείνες ήταν άχρονες, αφού μέσα από την σιωπή της προσευχής, υπερέβαιναν τη χρονική διάσταση του παρόντος βίου και εισέρχονταν στον ανέσπερο χρόνο της αιωνιότητος, τον χρόνο της ογδόης ημέρας. Και η ευχή όλων ανέβαινε ψηλά, πυροδοτούμενη από την εσώτερη επιθυμία της ψυχής των, που λαχταρούσε να γευθεί, κάτι από το μεγαλείο που ζούσε πλέον ο χαριτωμένος Ιωάσαφ.
Και η αλήθεια είναι, ότι ο μακαριστός αδελφός μας δεν κοπίασε λίγο, προκειμένου να ετοιμάσει εαυτόν για την Βασιλεία των ουρανών. Ως μοναχός και μέλος της αδελφότητος του Αγίου Ιακώβου, ήταν άψογος στα μοναχικά του καθήκοντα, επιμελής και συνεπής σε αυτά, ενώ δεν απείχε καθόλου από τον χαρακτηρισμό του φιλακόλουθου, καθώς συμμετείχε, όταν μπορούσε σε όλες σχεδόν τις ακολουθίες, δίχως να απουσιάζει εύκολα σε καμία από αυτές. Ένας τομέας στον οποίον εξόχως διεκρίνετο, ήταν αυτός της εγκρατείας και της νηστείας. Ο Ιωάσαφ καλλιεργούσε την εγκράτεια, σημειώνοντας κυριαρχικές επιδόσεις επί των ορέξεών του και μπορούσε να είναι, όταν το αποφάσιζε, αήττητος κυριολεκτικά νηστευτής, μένοντας άσιτος για πολλές ημέρες, χωρίς να βάζει όλο αυτό το διάστημα σχεδόν τίποτα στο στόμα του.
Εκείνο όμως που καθόριζε πραγματικά την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του μακαριστού, ήταν η έφεσή του για την ησυχία. Αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία και την μόνωση και ωσάν τον άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο, απέφευγε όσο μπορούσε την πολυκοσμία και τον θόρυβο, χωρίς ωστόσο να αποστασιοποιείται από τα κοινά και να οδηγείται στην αυτοαπομόνωση. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον, όταν του ζητήθηκε να γίνει ιερέας, παρεκάλεσε τον Γέροντα να λειτουργεί μόνο στο μοναστήρι, και όχι σε κάποια ενορία στον κόσμο.
Έτσι λοιπόν μέσα στην γαλήνη και την ηρεμία του μοναστηριού και του κελιού του, ο φιλήσυχος Ιωάσαφ, μόνος τω Θεώ Μόνω, καλλιεργούσε όσο πιο έντονα μπορούσε την προσευχή και την μελέτη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θερμαίνεται η καρδιά του και να ανάβει μέσα του το πυρ της αγάπης του Χριστού, που διαπερνούσε με τις θεϊκές του ακτίνες την διψασμένη για τα άνω ψυχή του και την πλημμύριζε με την έκσταση της ουρανίου χαράς και το διάχυτον φως της γαλήνιας ευφροσύνης του Παραδείσου. Ιδιαιτέρως παρακαλούσε την Παναγία, να σμιλεύσει με την θεομητορική της καλαισθησία στο τέμενος της επιθυμίας του, την μυστική έλξη για τον ωραίο κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων.
Δια τούτο ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν κατ’εξοχήν χαρωπός και γαλήνιος άνθρωπος. Το καταλάβαινε εύκολα κανείς όταν συναναστρεφόταν μαζί του. Είχε μέσα του την αναφαίρετη χαρά του Κυρίου, που επήγαζε από τη συχνή επικοινωνία του με τον Βασιλέα της ειρήνης. Ακόμα και όταν το καθήκον τον καλούσε να βρεθεί στην θορυβώδη και πολύβουη ατμόσφαιρα των πόλεων, κατάφερνε κατά το μάλλον ή ήττον να γίνεται έντονος συνομιλητής του ουρανού και να είναι έτσι ένας ησυχαστής στους «ερημικούς» κόσμους των μεγαλουπόλεων.
Από εκεί και πέρα, ασφαλώς ο εκλιπών πνευματικός μας αδελφός δεν θα μπορούσε να υστερεί στην αρετή της υπακοής, η οποία κατέχει νευραλγική θέση και είναι μείζονος και πρωταρχικής σημασίας σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες ενός μοναχού. Ως γνήσιο τέκνο της υπακοής, τα πήγαινε άψογα και διατηρούσε άριστες σχέσεις, τόσο με τον Γέροντά μας και ιδρυτή της αδελφότητος και της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπό μας Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Μακάριο, όσο και με τον νυν Καθηγούμενο Του μοναστηριού, θεοφιλέστατο επίσκοπο Περιστεράς κ Μακάριο.
Έχοντας λάβει στη μοναχική του βιοτή τις σωστές αρχές, που χρειάζεται ένας υποτακτικός, προκειμένου να κτίσει το πνευματικό του οικοδόμημα εδραίως, επάνω σε στέρεες βάσεις, είχε κατά νουν και εγνώριζε πολύ καλά, ότι η υπακοή συνοδεύεται και φέρει μαζί της παντοτινά ως μόνιμο και αδιαχώριστο σύντροφο, την ευχή του Γέροντα, η οποία σε κάθε περίπτωση, αποτελεί την προϋπόθεση για την κατά Χριστόν πρόοδο του μοναχού.
Είχε λοιπόν ο Ιωάσαφ ισχυράν την πεποίθησιν, πως η ευχή του Γέροντα είναι η ασφάλεια και η σιγουριά των αγωνιζομένων ψυχών, η ασπίδα και η ευλογία του Θεού και ότι τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται χωρίς αυτήν. Φρόντιζε λοιπόν όλως ιδιαιτέρως να τον σκεπάζει πάντοτε η ευχή του Γέροντα με την υπακοή του, έτσι ώστε να αποφεύγει τον κίνδυνο να ακυρωθεί και να απενεργοποιηθεί μέσα του η χριστοποιός δυνατότητα και προοπτική και η αγιαστική δυναμική, η οποία ενυπάρχει στις Γεροντοκεντρικές καρδιές και εν τέλει να αποτελέσει η ευχή αυτή το κλειδί, που θα του άνοιγε διάπλατα τις θύρες για την Βασιλεία των ουρανών.
Ως εκ τούτου ο φιλάγαθος Χριστός, που έλκεται από το αγαθόν, τον επροίκισε με πολλά φυσικά αλλά και επίκτητα χαρίσματα, στο ήθος, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά. Ως βαθιά αξιοπρεπής και ευγενική φύση, που σαγηνεύεται από τα υψηλά και τα ωραία, τα λόγια του και τα έργα του ήταν γεμάτα από καλοσύνη και αγάπη για τον πλησίον, κατόρθωμα που είχε επιτύχει, επειδή απλά ο Ιωάσαφ ήταν επιεικής και μεγαλόκαρδος απέναντι στον συνάνθρωπό του. Ήταν αυτό που λέμε «έξω καρδιά». Όλοι τον αγαπούσαν και χαίρονταν την επικοινωνία και συνομιλία μαζί του, διότι έβλεπαν μπροστά τους και είχαν ενώπιόν τους έναν ιερομόναχο, που διακρινόταν για την απλότητα, τη σεμνότητα και την ταπεινότητά του.
Για τον ίδιο, όλοι οι πλησίον του, οι συμμοναστές του και το πλήρωμα της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, ήταν οι εν Χριστώ αδελφοί του. Κανένας δεν είχε παράπονο από την παρουσία του και τη συναναστροφή μαζί του. Φιλάδελφος και αλληλέγγυος προς πάντας, έτοιμος να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη, πονετικός και γεμάτος ενδιαφέρον και φροντίδα, προς τους κλαίοντας και θλιβομένους, που χρειάζονταν έναν λόγο παρακλήσεως και παρηγοριάς. Γαλήνιος και ήρεμος στη συμπεριφορά του, νηφάλιος και ήπιος στη διάθεσή του και τον τρόπο με τον οποίο σε προσέγγιζε, χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τα οποία σε ενέπνεε και σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή, κυρίως εάν είχες ανάγκη να αποδράσεις από τις εντάσεις και τους θορύβους, τα άγχη και την ταραχή της κοσμικής ζωής.
Ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν ένας ειλικρινής και αυθεντικός άνθρωπος, ο οποίος δεν είχε τίποτα το ψεύτικο επάνω του, αλλά διέθετε καθαρή καρδιά, καθαρή από την μισαδελφία, την κακία, την πονηρία και την υπερηφάνεια. Δια τούτο ο Κύριος και Μέγας Αρχιθύτης Ιησούς, προσβλέποντας στην καθαρότητα της καρδιάς του, δεν θα μπορούσε παρά να τον τιμήσει με την προσηγορία και το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Έτσι λοιπόν ο μακαριστός, ανεδείχθη με τη θεϊκή και πυρφόρο χάρη του Αγίου Πνεύματος, σε ιερουργό του Λόγου της αληθείας, προσφέροντας «δώρα τε και θυσίας πνευματικάς», κυρίως στο θυσιαστήριο της Ιεράς μονής του Αγίου Ιακώβου, καθώς και των δύο μετοχίων της, της Παντανάσσης στην Περιστερά και του Αγίου Νικολάου στις Σέρρες.
Οι ως άνω μοναστικές αδελφότητες όπου λειτουργούσε συνήθως ο αείμνηστος, ευφραίνονταν και έχαιραν, για το ότι τις είχε αξιώσει ο Θεός να διαθέτουν ως εφημέριο, έναν ιερομόναχο, που αγωνιζόταν και φρόντιζε επιμελώς να καταστεί και να είναι άξιος παραστάτης του ιερού θυσιαστηρίου. Όταν ιερουργούσε και λειτουργούσε ο εκλιπών αδελφός μας, είχε στάση υποδειγματική και κινήσεις ιεροπρεπείς και μετρημένες, έχοντας πλήρη συναίσθηση και συνείδηση της ιερότητος του χώρου και της μεγαλοσύνης και μεγαλοπρέπειας του φοβερού Θεού, τον οποίον ελάτρευε.
Μέσα σε αυτήν την κατανυκτική ατμόσφαιρα, παρακαλούσε και ικέτευε θερμώς τον νοητόν Ήλιον της Δικαιοσύνης Χριστόν, να εισέλθει εις το είναι του, προκειμένου να ανατείλει και να αναδυθεί στον ουρανό της ψυχής του, η ροδοδάκτυλη αυγή της μυστικής ημέρας της Βασιλείας του Κυρίου και να καταστεί έτσι ο ίδιος, πιστός υπηρέτης του Δεσπότου Ιησού καθώς επίσης-γιατί όχι-και μύστης ουρανίων και λανθανόντων μυστηρίων, ενός άλλου κόσμου αοράτου και μυστικού, ασυγκρίτως πιο θελκτικού και σαγηνευτικού από τον παρόντα.
Σε ότι αφορά τα διακονήματα του μοναστηριού και όχι μόνον, ο μακαριστός Ιωάσαφ ήταν ένας ακαταπόνητος εργάτης, που συμμετείχε σε πολλά από αυτά και αναλάμβανε να διακονήσει το μοναστήρι και την Εκκλησία γενικότερα, με πολύ όρεξη για δουλειά, δίχως να υπολογίζει την ευτέλεια ή να τρομάζει από τη δυσκολία του διακονήματος και της εργασίας, που είχε αναλάβει. Με ιδιαίτερο ζήλο μάλιστα συμμετείχε και πρωταγωνίστησε με τους λοιπούς πατέρες στις εργασίες για την ανοικοδόμηση του περικαλλούς ναού του μοναστηριού, του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, τον οποίον οραματιζόταν, ονειρευόταν και επιθυμούσε, ολόκληρη η αδελφότητα. Δεν υπολόγιζε την κούραση και τον κόπο και δεν έδιδε «ύπνον τοις οφθαλμοίς του και τοις βλεφάροις του νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις του, έως ου εύρη τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ», διότι όπως λέγει ο ψαλμωδός, ο ζήλος για τον οίκο του Θεού, είχε πυρπολήσει και καταφάγει την ύπαρξή του.
Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι εκτός των άλλων, ο αείμνηστος πνευματικός μας αδελφός ήταν καλλιτεχνική φύση, καθώς ήδη από κοσμικός ασχολείτο με την αργυροχοϊα, ενώ ως ρασοφόρος για ένα διάστημα του άρεσε να ζωγραφίζει και είχε ιδιαίτερη έφεση στην αγιογραφία. Με τη βοήθεια αυτής της θαυμάσιας εκκλησιαστικής τέχνης και του θείου ταλάντου με το οποίο τον είχε προικίσει ο Παντοκράτωρ, κατάφερε να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην προσευχή και την μελέτη των άνω, να δυναμώσει την επικοινωνία του με το θείον και να καταστήσει τη διάνοιά του, καθέδρα ευλογημένων λογισμών, οικητήριον αγαθών νοερών ουσιών και αντιστοίχων ενθυμήσεων και αγγελικόν παλάτιον της δροσοβόλου αύρας του Πνεύματος.
Αγιογραφούσε με ευλάβεια και κατάνυξη τους Αγίους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι είναι εικόνες Χριστού, εικόνιζε με ιερόν πόθον την Παναγία, που είναι η κατ’εξοχήν και ασυγκρίτως η πληρέστερη, αρτιότερη και πιο ολοκληρωμένη εικόνα του Χριστού, ενώ δεν παρέλειπε να ιστορεί με θείον έρωτα και τον ίδιον τον Δεσπότην Ιησούν, ο Οποίος είναι εικών ζώσα και χαρακτήρ απαράλλακτος του αοράτου Θεού Πατρός. Ο μακαριστός βασιλώνυμος πατέρας, καθώς ασχολείτο για όλο αυτό το διάστημα με την βυζαντινή ζωγραφική, κατανοούσε, πως αυτή έχει ως σκοπό να ανεβάσει τον άνθρωπο από τα αισθητά στα νοητά, από εκείνα που βλέπουμε με τα υλικά μάτια μας, σε εκείνα που βλέπει, όποιος έχει μάτια πνευματικά, τουτέστιν από τα εφήμερα στα αιώνια.
Και πως η τέχνη αυτή δεν εκφράζει κάτι πρόσκαιρο, μάταιο και ψεύτικο, αλλά τα αεί μένοντα, αμετάβλητα και αληθινά, εκείνα που δεν αλλοιώνονται και δεν μεταβάλλονται ποτέ. Ασφαλώς ο Ιωάσαφ εγνώριζε πολύ καλά και συνειδητοποιούσε ακόμη περισσότερον μέσω της αγιογραφίας, ότι σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν εικονίζεται η αόρατος, ακατανόητος και απερίγραπτος Θεότητα, αλλά το εκτύπωμα της ανθρωπίνης μορφής του Κυρίου, η ορατή και περιγραπτή σάρκα του, «καθώς ωράθη επί της γης συν τοις παθήμασιν αυτής».
Ο μακαριστός αδελφός μας όμως δεν έμεινε, ούτε αρκέστηκε μόνο στα παραπάνω. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, άρχισε να ασχολείται με την τέχνη της μελισσοκομίας και επιδόθηκε σε αυτήν, κάνοντάς την, κύρια εργασία του και το βασικό του διακόνημα. Μαζί με τον πατέρα Φιλάρετο μετέφεραν τα μελίσσια, που είχαν στη διάθεσή τους σε διάφορες εξοχές και δάση της Ελλάδος για να συλλέγουν από τα άνθη το απαραίτητο νέκταρ, που γινόταν το υλικό με το οποίο στη συνέχεια οι πατέρες παρασκεύαζαν τα θαυμάσια και εξαιρετικά μελισσοκομικά προϊόντα, για τα οποία το μοναστήρι μας, η Ιερά Μονή του Αγίου Ιακώβου Αδελφοθέου στην Περιστερά, έγινε γνωστή ανά την Ελλάδα.
Έχοντας ως παράδειγμα την εργατικότητα, το μεράκι και τη συνέπεια των μελισσών, ο Ιωάσαφ και οι λοιποί πατέρες εργάζονταν με όρεξη, μεράκι και φιλότιμο, δείχνοντας αγάπη και χαρά για αυτό που έκαναν, για αυτό και ο Χριστός ευλογούσε την προσπάθεια και τον κόπο τους, που απέδιδε καρπόν εκατονταπλασίονα. Ήταν μεγάλη ευλογία για τον εκλιπόντα, που ταξίδευε στα δάση και τις εξοχές, τα βουνά και τα λαγκάδια της πατρίδος μας. Εκεί μαζί με την εργασία, ανέπεμπε και θερμή προσευχή, καθώς και ευχαριστιακή δοξολογία προς τον Δομήτορα της κτίσεως, αφού αναγνώριζε πως μέσα στη φύση της οικουμένης όλης, αλλά και όλως ιδιαιτέρως στη φύση της Ελλάδος, υπάρχει ένα μυστήριο, που δίνει μια θρησκευτική συγκίνηση στην ψυχή του ανθρώπου, εκείνου που δεν παραμορφώθηκε από τον σύγχρονο «πολιτισμό». Όλα γύρω τους στην εξοχή ήσαν ευφρόσυνα, αγαθά, αθώα και ευλογημένα.
Έβλεπαν οι δυο πατέρες και θαύμαζαν την απαράμιλλη ομορφιά της πλάσης. Το πράσινο χαλί της φύσεως! Το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας! Το χρυσαφί του ηλίου! Και αναρωτιόντουσαν για το πόσο πιο μεγάλη θα είναι η απόλαυση της πνευματικής όρασης των σωζομένων στον Παράδεισο. Άκουγαν τα ηδύλαλλα και καλικέλλαδα αηδόνια να κελαηδούν και ετέρποντο από την προσμονή της αγγελικής ψαλμωδίας. Οσφραίνονταν τα θελκτικά αρώματα της φύσεως και ανυπομονούσαν να διαχέονται αιώνια στην όσφρησή τους οι μεθυστικές, άρρητες και εξώκοσμες ευωδίες των παραδείσιων κήπων της Άνω Ιερουσαλήμ. Ο μακαριστός Ιωάσαφ ψηλαφούσε και άγγιζε την τελειότητα της κτίσεως, είχε ως πρότυπό του την αριστοτεχνική και καλλιτεχνική εργασία των μελισσών και αναφωνούσε μέσα από τα εσώψυχά του προς τον Δημιουργόν, Προνοητήν και Κυρίαρχον του σύμπαντος: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου». (ψ. 103).
Κατά τα άλλα και γενικότερα, ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν μία καλλιεργημένη προσωπικότητα, που είχε γνώσεις και μόρφωση, επί πολλών θεμάτων. Ιδιαίτερα όμως του άρεσε να ασχολείται με την ιστορία και είχε πολλές γνώσεις ιστορικές, κατέχοντας ακόμη και αρκετές λεπτομέρειες και διάφορες πληροφορίες, όχι μόνον από την ελληνική ιστορία, αλλά και από την παγκόσμια ευρύτερα. Είχε επίγνωση, του γεγονότος ότι ένας Έλληνας θα πρέπει να γνωρίζει και να μελετάει την ιστορία του τόπου του και όχι μόνον, προκειμένου να είναι σε θέση να αξιοποιεί τα πλούσια και ανεξάντλητα ιστορικά αποθέματα του Ελληνισμού. Επίσης καταλάβαινε πολύ καλά, πως η ιστορία δεν είναι μια απλή επιστήμη, διότι άπτεται της ιστορικής, πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητος του κάθε ανθρώπου.
Είχε υπ’όψιν του, ότι πρώτα από όλα, πρέπει να ερευνούμε την ιστορία, όχι απλά για να αποκτούμε εγκυκλοπαιδική γνώση και να γινόμαστε άρτιοι γνωσιολογικά επιστήμονες, μια κινητή βιβλιοθήκη δηλαδή, αλλά πολύ περισσότερο, διότι η ιστορία, μας διδάσκει εκτός των άλλων, να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος και ταυτόχρονα διαμορφώνει την εθνική μας μνήμη και την ιστορική μας συνείδηση, για το ποιοι είμαστε, ποιοι είναι οι γύρω μας λαοί, πως φτάσαμε εδώ που φθάσαμε και άλλα πολλά. Η ιστορία για τον μακαριστό, ποτέ δεν έχανε και δεν χάνει την αξία της. Ήταν και είναι βαρυσήμαντη η σπουδαιότητά της. Γι’αυτό και δεν λησμονούσε ποτέ, ότι λαός που ξεχνά την ιστορία του, γίνεται τελικά έρμαιο και εύκολο θήραμα στις διαθέσεις των εχθρών του και των υποτιθέμενων φίλων του, πορεύεται αίωλος και επί ξύλου κρεμάμενος και τελικά ο λαός αυτός είναι καταδικασμένος να οδηγηθεί σταδιακά στην παρακμή και τον αφανισμό.
Αυτό που πάρα πολύ άρεσε στον πατέρα Ιωάσαφ και τον ξεκούραζε πνευματικά και ψυχικά, ήταν το να ταξιδεύει στην Μικρά Ασία. Στον Πόντο, την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη και γενικότερα στις αλησμόνητες και αλύτρωτες πατρίδες. Ο ίδιος είχε ρίζες από τη Μικρά Ασία και αγαπούσε ιδιαίτερα να την επισκέπτεται. Ο μακαριστός ήταν ένας θερμός πατριώτης, που αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και καθετί ελληνικό.
Ως γνήσιος και φιλόπατρις Ρωμηός, έτρεφε πολύ δυνατά και έντονα συναισθήματα για τις Ρωμαίικες πατρίδες της Ανατολής και αναπολούσε τα μεγαλεία που απολάμβανε σε αυτές τις πατρίδες το Γένος μας, όταν κυριαρχούσε στην ιστορία, η πάλαι ποτέ κραταιά Ορθόδοξη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν ξεχνούσε ασφαλώς και τον πόνο τον αβάσταχτο και τη βαθιά οδύνη, που έζησε ο λαός μας με τον αιματοβαμμένο ξεριζωμό του από τις πατρογονικές του εστίες. Ο Ιωάσαφ έβλεπε, πως η Ρωμηοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η χριστιανική Ελλάδα.
Και πως όπως πολύ ωραία γράφει ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου στην ‘Πονεμένη Ρωμηοσύνη’: «Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ήτανε δοξασμένη και αντρειωμένη, αλλά η καινούρια, η χριστιανική, είναι πιο βαθιά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαρακτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζονται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμηοσύνη.
Διότι τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ’αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η πονεμένη Ρωμηοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δεν τ’αξιωθήκανε οι μεγάλοι κι οι τρανοί λαοί της γης.» Και επειδή βασανίσθηκε στο διάβα των αιώνων και βασανίζεται ακόμη και σήμερα, «γι’αυτό και έχει στολισθεί με τη ματωμένη στολή της αφθαρσίας, σε αντίθεση με τους λαούς της Δύσεως και όχι μόνον, που έχουν συνηθίσει να ζουν στην καλοπέραση και την αναισθησία, γυμνοί από κάθε ανθρωπιά και συμπόνοια».
Συνοψίζοντας με ένα λόγο θα λέγαμε, πως ο Ιωάσαφ ήταν για το μοναστήρι του Αδελφοθέου, ότι ήταν ο θεοφιλέστατος Ιάκωβος για την Αρχιεπισκοπή, την Ιερά Σύνοδο και την Εκκλησία της Ελλάδος ευρύτερα. Ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν ένας από τους στυλοβάτες και τις κολόνες της Μονής, εκείνος που μαζί με μερικούς ακόμη πατέρες του Αγίου Ιακώβου, βάσταζε στα χέρια του και σήκωνε στους ώμους του, τα πολλά και μεγάλα βάρη της αδελφότητος.
Ως άοκνος και φιλόπονος μέλισσα του Χριστού, υπηρετούσε το μοναστήρι, θεραπεύοντας τις πολυποίκιλες ανάγκες των πατέρων και αδελφών, ενεργώντας πάντοτε με ευχαρίστηση και εσωτερική χαρά και χωρίς ποτέ να γογγύζει ή να διαμαρτύρεται. Και για να παραφράσουμε εκείνο που λέει ωραία η Αποκάλυψη στον επίσκοπο της Εκκλησίας της Φιλαδελφείας, ο εκλιπών είχε γίνει στύλος του Θεού στο μοναστήρι και τον ναόν του μοναστηριού και πλέον δεν εξερχόταν σε ότι αφορά τα όρια δράσεώς του, πέραν από την Μονή του Αδελφοθέου και τα μετόχιά της. «Ποιήσω αυτόν στύλον εν τω ναώ του Θεού μου, και έξω ού μη εξέλθη έτι»(Αποκ.,γ΄,12).
Μένοντας πιστός και συνεπής ισοβίως σε αυτή τη γραμμή πλεύσεως και δράσεως, ο μακαριστός αδελφός μας κράτησε και φύλαξε ως κόρην οφθαλμού, εκείνο που είχε και διέθετε-την καλή πίστη και τα αγαθά έργα- και έτσι ο αγωνοθέτης κύριος, που ήλθε μάλλον γρήγορα για να τον πάρει κοντά του, του χάρισε τον στέφανο της νίκης και βραβεία τα ουράνια, που ετοίμασε γι’αυτόν. Μετά από κόπο, πόνο, δοκιμασίες και θλίψεις πολλών ετών, έφθασε πλέον η ώρα της ανταμοιβής.
Ο Δίκαιος Κριτής Ιησούς Χριστός είναι έτοιμος να χαρίσει στον πατέρα Ιωάσαφ από το μάννα που είναι κρυμμένο στους ουρανούς και είναι άγνωστο στους ανθρώπους του κόσμου. Να του παράσχει την ζωηφόρον κοινωνίαν του ουρανίου Άρτου, του Σώματος και του Αίματος του Θεανθρώπου, την ουράνια τροφή της Βασιλείας Του, που θα του εξασφαλίσει την αθάνατον και μακαρία ζωήν και που η ηδύτητα του γλυκασμού της, θα ενσταλάζεται στην καρδιά του αοιδίμου πατρός και θα συγκλονίζει την ύπαρξίν του με τα ωκεάνεια κύματα της γαλήνιας αβύσσου του Παρακλήτου. Θα του δώσει όμως επιπλέον και ψήφον λευκήν, αθωωτικήν και επάνω στην ψήφο θα είναι γραμμένο ένα νέο όνομα, που θα λάβουν όλοι όσοι καταστούν τέκνα της Βασιλείας και που το όνομα αυτό, δεν θα γνωρίζει κανένας, παρά μόνον εκείνος που το λαμβάνει.
Αξιομακάριστε πατέρα Ιωάσαφ! Με άμεμπτη πολιτεία και ακλινή πίστη, ανεδείχθης τέλειος δούλος Ιησού Χριστού. Τώρα πλέον περιπατείς στις ωραιότατες αυλές της Άνω Ιερουσαλήμ. Σε έναν άπειρο χώρο, που ξεχειλίζει από τον άρρητο πόθο και τη διάπυρη αγάπη προς τον Θεόν και ό,τι του ανήκει. Εκεί ζεις την εύσημον ημέρα του αιωνίου Πάσχα και χαίρεις για την ανέσπερον αυγή της θεοδμήτου Βασιλείας των πνευμάτων. Έχοντας αποκτήσει παρρησίαν ενώπιον του θρόνου της Αγίας Τριάδος, παρακαλώ σε θερμώς, μην ξεχνάς κι εμάς τους ταπεινούς στις προσευχές σου προς Κύριον, έτσι ώστε να καταστούμε και εμείς, ό,τι και εσύ, που πλέον ανήκεις στους ουρανούς, ως πνεύμα περισσώς εξαϋλωμένον, μετάρσιον, μέτοχον θείας δόξης, φως εκ Φωτός, άϋλον φως εξ επουρανίου Φωτός!
Καλή Ανάσταση αδελφέ μου! Να περνάς καλά εκεί που είσαι και να ζεις αιώνια! Αμήν.