Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΟΚΡΑΤΙΑ


ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΟΚΡΑΤΙΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ Κ. ΔΑΒΙΔ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2017

 Οι τρεις μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας μας, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Μέγας Φώτιος και άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε κρίσιμες ιστορικά στιγμές για το Γένος μας, απέναντι στην πνευματική λαίλαπα της Δύσεως, αντέταξαν τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, διεφύλαξαν ακεραία την πίστη μας από τον κίνδυνο της εκφραγκεύσεως και διέσωσαν τον ρωμαίικο τρόπο ζωής. Αποδείχθηκαν έτσι πρόμαχοι και γνήσιοι εκφραστές της Ρωμηοσύνης, την οποία παρέδωσαν ανόθευτη από λατινοφραγκικές προσμίξεις στις επόμενες γενιές.

          Οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες ήταν κατ’ εξοχήν παραδοσιακοί. Όπως και όλοι οι άγιοι, εσέβοντο την παράδοση της Εκκλησίας γραπτή και άγραφη, κάτι που αποτελεί την βασική προϋπόθεση για να κατακτήσει κανείς την αγιότητα. Από την άλλη, όπως είδαμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, μέσα από δικά τους κείμενα και δηλώσεις και μέσα από δικές τους ενέργειες, οι παραδοσιακοί του νέου τουλάχιστον ημερολογίου, δεν είναι εν τέλει και τόσο παραδοσιακοί.

          Θα λέγαμε μάλιστα ότι σε πολλές περιπτώσεις ομοιάζουν στους Φαρισαίους, τους θρησκευτικούς άρχοντας της εποχής του Χριστού. Διότι όπως εκείνοι είχαν τη ραβινική παράδοση, το Ταλμούδ, η οποία ήταν ως επί το πλείστον μία ανθρώπινη καθαρά παράδοση, έτσι και οι παραδοσιακοί του νέου παράλληλα με την παράδοση της Εκκλησίας, θέτουν και διδάσκουν την δική τους πολλές φορές παράδοση, διδάσκοντες διδασκαλίες και εντάλματα ανθρώπων, οι οποίες ήκιστα συμφωνούν με το ευαγγέλιο του Χριστού. (Μήπως η δυνητική ερμηνεία του ιέ κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου δεν ανήκει στην κίβδηλη παράδοση των συγχρόνων Φαρισαίων, την διατυπουμένη και βιουμένη, σύμφωνα με ανθρώπινα εντάλματα και διδασκαλίες και όχι με βάση τις εντολές του Θεού;). Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή, που οι πνευματικοί τους αδελφοί εναγκαλίζονται τον Πάπα και τις παπαδίνες, συμπροσεύχονται με τους σατανιστές και τους Εβραίους και δίνουν άφεση αμαρτιών στους πάσης φύσεως αιρετικούς και αλλοθρήσκους.

         Ασφαλώς οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι χωλαίνουσα παραδοσιακότητα δεν υπάρχει μόνον εις τον χώρο του νέου, αλλά – σε κάποιες περιπτώσεις (ίσως αρκετές) -  και εις τον χώρο του πατρίου εορτολογίου. Ωστόσο όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός, ότι  όταν ο λαός μας, ο λαός του πατρίου αγωνιζόταν από τα πρώτα ακόμη χρόνια μετά το σχίσμα, με άδολη αγάπη για την πίστη και την παράδοση, για να κρατήσει ακραιφνή την ομολογία του απέναντι σε θεούς και δαίμονες, οι παραδοσιακοί του νέου στην πλειονότητά τους αποδείχθηκαν απηνείς και αμείλικτοι διώκτες των γνησίων αγωνιστών της αληθείας.  Ξαφνικά θυμήθηκαν τις τελευταίες τέσσερις – πέντε δεκαετίες την Ορθόδοξη πατερική παράδοση και κάνανε σύνθημά τους το ‶επιστροφή στις ρίζες″.

         Η παρούσα μου εργασία θα είναι μια συνέχεια της ομιλίας που εξεφώνησα την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Θα είναι μια ομιλία που ίσως κατά ένα μέρος δεν συνηθίζουμε να ακούμε σε εκκλησιαστικές  συνάξεις. Αφορμή και έμπνευση για το θέμα μου υπήρξε ένα πανεπιστημιακό εγχειρίδιο – θα το δούμε κατωτέρω – του Νορβηγού ανθρωπολόγου Έρικσεν,  το οποίο αναφέρεται σε μία έννοια, που θα μας απασχολήσει εδώ σήμερα. Μια έννοια που ίσως δείχνει ότι η φαινομενική προσκόλληση και εμμονή στην παράδοση, δεν φανερώνει πάντοτε γνήσια παραδοσιακότητα. Αυτή είναι η έννοια της παραδοσιοκρατίας, την οποίαν πολλοί διανοούμενοι διακρίνουν από την έννοια της παράδοσης και την θεωρούν προϊόν του σύγχρονου πολιτισμού. Εάν κατενόησα ορθώς το τι σημαίνει «παραδοσιοκρατία», τότε οι λεγόμενοι παραδοσιακοί του νέου και όχι μόνον, είναι περισσότερο παραδοσιοκρατικοί και λιγότερο ή και καθόλου παραδοσιακοί ή μάλλον καθαρά αντιπαραδοσιακοί, όπως δείξαμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ασφαλώς για να ασχοληθεί κανείς με ένα θέμα πρέπει πρώτα να το έχει κατανοήσει επαρκώς. Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος για το εάν έχω εμπεδώσει όσο θα έπρεπε την έννοια της παραδοσιοκρατίας – δεν έκανα άλλοστε εκτεταμένη και εξαντλητική μελέτη του θέματος -  αλλά με τη δική σας ανοχή και επιείκεια θα πραγματοποιήσω μία απόπειρα προσέγγισής της.

Ανοίγοντας το λεξικό βλέπουμε τον ορισμό της παραδοσιοκρατίας ή παραδοσιαρχίας: σύστημα πεποιθήσεων βασισμένων αποκλειστικά στην παράδοση ή στην αφοσίωση στα ήθη του παρελθόντος, στάση που διαφοροποιείται ριζικά από την ιστορική κατανόηση της παράδοσης. Αρχικά το λέει και η ίδια η λέξη, «παραδοσιοκρατία» σημαίνει την κυριαρχία της παράδοσης. Η φράση όμως κλειδί είναι η εξής: «στάση που διαφοροποιείται ριζικά από την ιστορική κατανόηση της παράδοσης».

Τί σημαίνει αυτό; Η ιστορική κατανόηση της παράδοσης έχει να κάνει με την εφαρμογή του πνεύματος της παράδοσης σε κάθε εποχή με έναν τρόπο που να είναι συμβατός και αποδεκτός από την εκάστοτε εποχή. Δηλαδή υποθετικά, εάν πάρουμε έναν εκκλησιαστικό κανόνα που γράφτηκε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και αναφερόμενος στο πώς πρέπει να είναι ντυμένοι οι χριστιανοί, λέει πως ‶θα πρέπει ο ποδήρης χιτώνας να καλύπτει τον αστράγαλο″. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τον εφαρμόσουμε κατά γράμμα, φορώντας ποδήρη χιτώνα. Θα ντυθούμε όπως ορίζει ο κανόνας με τα ρούχα όμως της εποχής μας. Αυτό σημαίνει ‶η ιστορική κατανόηση της παράδοσης από την οποία διαφοροποιείται ριζικά η παραδοσιοκρατία″.

Άρα από αυτό συνάγουμε την πρώτη διάσταση, το πρώτο στοιχείο της έννοιας της παραδοσιοκρατίας που είναι η ακαμψία, η έλλειψη προσαρμοστικότητας στις ιστορικές συνθήκες της κάθε εποχής και η προσκόλληση στους τύπους, στο γράμμα και όχι στο πνεύμα της όποιας παράδοσης. Τέτοιου είδους στείρες προσκολλήσεις στους τύπους της παράδοσης διαπιστώνουμε στους πιστούς τόσο του παλαιού, όσο και του νέου ημερολογίου σε θέματα ποικίλης φύσεως. Εσχατολογικά, λατρείας και τυπικής διατάξεως, κανονικού δικαίου κ.ά. Μπορεί να υπάρξει δηλαδή απομόνωση κάποιων στοιχείων της πίστεως και της παραδόσεως μας και εμμονικής προσκόλλησης σε αυτά. Για παράδειγμα κάποιοι επικεντρώνονται στα εσχατολογικά θέματα και φωνασκούν από πρωϊας μέχρι νυκτός για την επικείμενη έλευση του Αντιχρίστου, καθώς και για τα συναφή με αυτήν ζητήματα ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως, μ’ έναν μονομερή και μονολιθικό τρόπο, δίχως να φαίνεται να τους ενδιαφέρει η συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας και η καλλιέργεια πνευματικής ζωής. Κάποιοι άλλοι αντιθέτως δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην ηθική του χριστιανισμού ή στα θαύματα που γίνονται στον χώρο της Εκκλησίας, χωρίς ωστόσο να τους απασχολεί το γεγονός ότι αγγίζουμε τα έσχατα και ότι έρχεται ο Αντίχριστος – από του οποίου τον αριθμό έχει πλέον κατακλυσθεί ολόκληρη η οικουμένη – ο οποίος θα ποιήσει πληθώρα φοβερών και ανήκουστων θαυμάτων και θα είναι υπόδειγμα αρετής και ηθικής μοναδικό (για τον πολύ κόσμο που δεν έχει σχέση και κοινωνία με τους αγίους θα είναι ανεπανάληπτο) και ακατανίκητα σαγηνευτικό. Μάλιστα σε δικούς μας πιστούς παρατηρείται το φαινόμενο να προσπαθούν να αποδείξουν την ορθότητα του παλαιού ημερολογίου με βάση τις αλλαγές του καιρού και τις μετεωρολογικές συνθήκες.

Είδαμε λοιπόν την πρώτη διάσταση της παραδοσιοκρατίας η οποία βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευνοείται εκτός των άλλων και από την άγνοια και την ελλιπή κατανόηση της παράδοσης. Όταν κάποιος δεν γνωρίζει καλά τα πράγματα μπορεί να κολλήσει στους τύπους και την επιφάνεια. Η άγνοια βεβαίως μπορεί να ευνοήσει και  άλλες διαστάσεις της παραδοσιοκρατίας. Ας δούμε όμως σιγά-σιγά ποιες είναι αυτές.

Το απόσπασμα που θα ακούσετε προέρχεται από το βιβλίο  ‶Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα″ του Νορβηγού ανθρωπολόγου Έρικσεν, τον οποίον μνημονεύσαμε πιο πάνω. Το παραθέτω για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε μέσα από το περιβάλλον των λέξεων και τα συμφραζόμενά του, την έννοια της παραδοσιοκρατίας. (Η παράθεση αυτή δεν σημαίνει ότι ακολουθούμε και ασπαζόμαστε τα όσα λέει δίκην ευαγγελίου. Απλά καταθέτουμε μία επιστημονική άποψη με την οποία ο καθένας μπορεί εάν θέλει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει).

Λέει λοιπόν ο Έρικσεν: «Μια και οι εθνικιστικές ιδεολογίες υποστηρίζουν ότι τα έθνη είναι αρχαία, έχει ευρέως υποστηριχθεί ότι αυτό ισχύει και για την ίδια την ιδεολογία. Αυτό όμως δεν συμβαίνει και ως εκ τούτου, είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να διακρίνουμε την παράδοση από την παραδοσιοκρατία. Παρ’ ότι ο εθνικισμός έχει την τάση να εμφανίζεται ως παραδοσιοκρατική ιδεολογία, εξυμνώντας μία υποτιθέμενη ένδοξη πολιτισμική παράδοση, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι «παραδοσιακός» ή και «αρχαίος»». (Thomas Hylland Eriksen, Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα 2007, σ. 432).

Τι βλέπουμε λοιπόν εδώ; Σύμφωνα με τον Έρικσεν τα έθνη μπορεί να είναι αρχαία, ο εθνικισμός όμως ως ιδεολογία όχι. Τα έθνη, κάποια από αυτά τουλάχιστον υπήρχαν πολύ πριν εμφανιστεί η εθνικιστική έξαρση του 18ου – 19ου αι. εξαιτίας τής οποίας συγκροτήθηκαν τα έθνη-κράτη. Η φράση κλειδί εδώ είναι ότι διακρίνει την παράδοση από την παραδοσιοκρατία ως δύο διαφορετικές έννοιες. Τα έθνη ως αρχαία έχουν ιστορική παράδοση, ανήκουν σ’ αυτήν την παράδοση, ενώ ο εθνικισμός εμφανίσθηκε πρόσφατα είναι παραδοσιοκρατική, σύγχρονη δηλαδή ιδεολογία και δεν είναι κατ’ ανάγκη παραδοσιακός ή αρχαίος. Αλλά εντάσσεται στην παραδοσιοκρατία, φαινόμενο που ξεκίνησε από το εξωτερικό, ήλθε στην Ελλάδα και επεκτάθηκε σε αρκετούς τομείς, μεταξύ αυτών και στον εκκλησιαστικό.  

Σε άλλο σημείο λέει ξεκάθαρα ότι η παραδοσιοκρατία είναι προϊόν της νεωτερικότητας, του σύγχρονου δηλαδή πολιτισμού και ό, τι αυτός εκφράζει με την τεχνολογία, τον καπιταλισμό, τα σύγχρονα κράτη. Ίσως ως ένα βαθμό να προέρχεται (η παραδοσιοκρατία) και από ένα ανακλαστικό των σύγχρονων κοινωνιών, του σύγχρονου ανθρώπου που βλέποντας τον εαυτό του να βυθίζεται σ’ ένα ηθικό τέλμα κατακλυσμένος από το πνεύμα του μοντερνισμού και της πολιτισμικής ισοπέδωσης επιθυμεί τη στροφή στα παλαιά, την επιστροφή στην παράδοση, κάτι όμως που εκφράζεται μέσα από την παραδοσιοκρατία μ’ έναν άκαμπτο μάλλον και κίβδηλο τρόπο, οδηγώντας ως επί το πλείστον σε κακέκτυπα της παράδοσης και όχι σε αυτήν την ίδια την παράδοση.

 Η δεύτερη λοιπόν διάσταση της παραδοσιοκρατίας είναι ότι αποτελεί ένα σύγχρονο φαινόμενο. Ένα ρεύμα που διατρέχει πολλές μορφές και εκδηλώνεται σε πολλές εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής, στην πολιτική, την Εκκλησία, την επιστήμη, την μουσική, τα ήθη και τα έθιμα και τον τρόπο ζωής γενικότερα. Έτσι ίσως να εξηγείται και το γεγονός της εμφάνισης στο προσκήνιο των όψιμων ‶παραδοσιακών″ του νέου ημερολογίου. Το ζήτημα είναι εάν και κατά πόσον είναι όντως παραδοσιακοί, όλοι όσοι έχουν ως σύνθημά τους το ‶επιστροφή στις ρίζες και στην παράδοση″.

Υπάρχουν βεβαίως οι γνήσιοι, οι αληθινά παραδοσιακοί, αλλά και οι ψεύτικοι, οι δήθεν, εκείνοι που φαίνονται αλλά δεν είναι, που φορούν το προσωπείο του παραδοσιακού. Οι ακολουθούντες το νέον ημερολόγιον, που καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε κατ’ επανάληψη από τη Συνοδική και πατερική παράδοση της Εκκλησίας, μόνο και μόνο γι’ αυτό αποδεικνύουν ότι δεν είναι παραδοσιακοί. Πολλώ δε μάλλον όταν γίνονται τιμητές των ζηλωτών του Θεού, των γνησίων Ορθοδόξων, αποφαινόμενοι γι’ αυτούς ότι έχουν ζήλο χωρίς επίγνωση και ότι ευρίσκονται εκτός Εκκλησίας . Για μένα προσωπικά είναι μέγα κριτήριο παραδοσιακότητος και μέτρο αξιολόγησης αυτής, η θέση που παίρνουν οι του νέου ημερολογίου απέναντι στο πάτριο εορτολόγιο και τους ακολουθούντας αυτό.

Είναι πολύ σοφό αυτό που γράφει ευσεβής κληρικός από την Αμερική στο ‶Ορθόδοξο πατερικό Σάλπισμα″. Παρομοιάζει την Εκκλησία του νέου ημερολογίου με ένα λεωφορείο που πάει για Τρίπολη, δηλαδή κατευθείαν στον Οικουμενισμό. Οι ‶παραδοσιακοί″ νεοημερολογίτες που είναι μέσα στο λεωφορείο ζητάνε να πάνε Θεσσαλονίκη, δηλαδή μακριά από τον Οικουμενισμό. Όμως δεν γίνεται. Ο προορισμός του λεωφορείου είναι για Τρίπολη και εκεί θα πάει τους επιβαίνοντας σ’ αυτό. Το νέο ημερολόγιο φτιάχτηκε ως το μονοπάτι που θα οδηγήσει εκείνους που θα το ακολουθήσουν στον Οικουμενισμό και τον συγκρητισμό. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή ή εναλλακτική ως προς την αποστολή και τον προορισμό του. (Βλ. Ορθόδοξο Πατερικό Σάλπισμα, [Ιούλιος-Αύγουστος 2014] αρ. φύλ. 109, Το βάπτισμα και «ο τρελός παλαιοημερολογίτης παπάς», σ. 513). 

Η παραδοσιοκρατία – όπως λέγουν αυτοί που την ορίζουν -  είναι ένα σύστημα αντιλήψεων, θεωριών, κ.λ.π. που στρέφεται προς την παράδοση και λειτουργεί με βάση αυτήν. Άρα εξ’ όψεως κρίνοντας τα πράγματα, θα έλεγε κανείς ότι ευνοεί και ενισχύει την ανάπτυξη της παραδοσιακότητας. Όπως όμως υπαινιχθήκαμε παραπάνω και όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, η παραδοσιακότητα που προβάλλει και καλλιεργεί η παραδοσιοκρατία, είναι ως επί το πλείστον χωλαίνουσα παραδοσιακότητα. Ή εάν θέλετε μαζί με την γνήσια – όταν και όπου αυτή υπάρχει – στο σύστημα της παραδοσιοκρατίας, συνυπάρχει και η εσφαλμένη, η κάλπικη παραδοσιακότητα. Επομένως στα λόγια μόνο είναι παραδοσιακότητα.

 Καταλήγουμε λοιπόν σιγά-σιγά στο συμπέρασμα ότι μία τρίτη διάσταση της παραδοσιοκρατίας είναι ότι συνιστά επίφαση παραδοσιακότητας, είναι μία κατ’ όνομα παραδοσιακότητα. Αυτή τουλάχιστον είναι η προσωπική μας εκτίμηση. Με βάση τα παραπάνω, αλλά και με βάση τα όσα θα δούμε κατωτέρω, παραδοσιοκρατία έχουμε σ’ ένα χώρο όπου κυριαρχεί η ιδέα της παραδοσιακότητας, όχι η ίδια η παραδοσιακότητα, χωρίς βαθύτερη επαφή και ενσυνείδητη μετοχή στην έννοια της παράδοσης και στα στοιχεία που την απαρτίζουν.

Στην παραδοσιοκρατία μπορεί να υπάρχει μια επιφανειακή σχέση με την έννοια της παράδοσης χωρίς συνέπεια θεωρίας και πράξης, αλλά με πολλές αντιφάσεις – κάτι που διαπιστώνουμε στους νεοημερολογίτες (λαϊκούς και κληρικούς) – και με την υιοθέτηση πολλές φορές αλλότριων παραδόσεων, ξένων προς τον κορμό της γνήσιας παράδοσης, που το μόνο ‶θετικό″ και δυνατό τους σημείο είναι η ενδεχόμενη παλαιότητά τους. Η παραδοσιοκρατία δηλαδή δεν διακρίνει μεταξύ ορθής και εσφαλμένης, γνησίας και νοθευμένης, παλαιάς και νέας παραδόσεως. Παράδοση νά’ ναι και ό,τι νά’ ναι. Ο βαρόνος Μυνχάουζεν στρατιωτικός του 18ου αιώνα λέει τα εξής σχετικά με την παραδοσιοκρατία: «Πρέπει να θυμάται κανείς, ότι και ο τραντισιοναλισμός (=παραδοσιοκρατία) είναι προϊόν του νεωτερισμού, γιατί θέλει την επιστροφή στην παράδοση ή τη δημιουργία νέας, διότι η παλιά ή μέρος της έχει χαθεί». Το σημείο που θα υπογραμμίσουμε από τους λόγους του Μυνχάουζεν είναι εκεί οπού λέει, ότι η παραδοσιοκρατία «θέλει τη δημιουργία νέας παράδοσης», άρα καινοτόμου και όχι Ορθόδοξης παράδοσης, οσάκις αυτό μεταφέρεται στον εκκλησιαστικό χώρο, «όταν η παλιά ή μέρος της έχει χαθεί» ή όταν θα συμπληρώναμε εμείς, θεωρούν κάποιοι, ότι η παλαιά παράδοση δεν ισχύει και δεν ταιριάζει πλέον στην εποχή μας.  

Ας δούμε όμως τι μπορεί να συμβαίνει και στον δικό μας χώρο. Πολλοί αδελφοί μας θεωρούν ότι είναι παραδοσιακοί μόνο και μόνο επειδή ακολουθούν το πάτριο εορτολόγιο. ‶Είμαστε – σου λένε – με το παλαιό από τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας και κρατάμε τις παραδόσεις. Το παλαιό είναι το σωστό″. Αν τους ρωτήσεις όμως γιατί το παλαιό είναι το σωστό και ποιες είναι οι διαφορές μας με το νέο, όχι απλά δεν ξέρουν να σου απαντήσουν – η άγνοια όπως είπαμε ευνοεί την παραδοσιοκρατία – , αλλά δυστυχώς τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς θα θεωρούν ότι δεν έχουμε ουσιαστικές διαφορές με την ‶εκκλησία″ του νέου ημερολογίου.

Και τότε λοιπόν γιατί είμαστε με το παλαιό; Για τις δεκατρείς ημέρες; Όταν υπάρχουν πιστοί, που είναι από γεννησιμιού τους με το πάτριο εορτολόγιο, οι οποίοι όμως  απέναντι ακόμη και σε αιρετικούς (πάστορες και καρδινάλιους)  δεν αισθάνονται το μέγα χάσμα, την αβυσσαλέα απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη και νιώθουν ότι τίποτε δεν τους χωρίζει από αυτούς, τότε ερωτώ ποιο το όφελος οι τοιούτοι να ακολουθούν το πάτριο;

Επειδή έτσι μας το παρέδωσαν οι γονείς μας; Άρα λοιπόν εν προκειμένω υπάρχει μια προσκόλληση στην ιδέα της παραδοσιακότητας, νομίζουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε παραδοσιακοί, ότι ακολουθούμε την παράδοση, κάτι όμως που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Είμαστε απλά παραδοσιοκρατικοί. Απολαμβάνουμε, βιώνουμε μία επίγευση παραδοσιακότητας και τίποτε περισσότερο.

Βεβαίως δεν πρέπει κανείς να ξαφνιασθεί, εάν μεταξύ αυτών ακριβώς των πιστών του πατρίου εορτολογίου υπάρχουν και ορισμένοι που μπορεί να βλέπουν με θετική ματιά τα οικουμενιστικά ανοίγματα των νεοημερολογιτών ταγών ή και ακόμη γεγονότα όπως η σύνοδος της Κρήτης, θεωρώντας με αρκετή δόση παχυλής άγνοιας – παρασυρμένοι από το ρεύμα των πολλών – ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει από αυτά (κάτι καινούργιο, εκσυγχρονιστικό, προοδευτικό, κάτι που να ευνοεί την προσπάθεια για παγκόσμια ειρήνη και ομόνοια). Άλλοστε μεταξύ των μελών του πατρίου εορτολογίου, είναι και εκείνοι που εκκλησιάζονται σε μία ενορία, επειδή είναι κοντά στην γειτονιά τους ή επειδή τους αναπαύει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ναού, δίχως ωστόσο να ασπάζονται την πολεμική της Εκκλησίας μας κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και δίχως παράλληλα να αποκλείεται ο εκκλησιασμός τους σε ενορίες του νέου ημερολογίου.

Δεν θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να λησμονήσουμε και εκείνους τους ιεράρχας, κληρικούς και λαϊκούς του πατρίου εορτολογίου, που κατά τελείως αντιφατικό τρόπο, από την μία διακηρύττουν πως είναι η «Εκκλησία του Χριστού», η «Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων» και από την άλλη, έχουν μεταλλάξει αυτήν την «Εκκλησία», δηλαδή τον ίδιον τους τον εαυτόν σε διαβρωτικό και ψυχόλεθρο σωματειακό και κοινοτικό υποκατάστατο του Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, δικαιώνοντας έτσι εκείνους που ομιλούν για καπηλεία του ονόματος των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών από μέρους τους και για μεταλλαγμένους παραδοσιακούς του πατρίου εορτολογίου στους οποίους επικρατεί η ιδέα της παραδοσιακότητος, έχουν δηλαδή απλώς την ταμπέλα του παραδοσιακού, χωρίς βαθύτερη ουσία και πραγματικό περιεχόμενο και χωρίς να δικαιώνεται αυτή η ταμπέλα από τις πράξεις τους.

 Επειδή όμως, όπως θα έχετε αντιληφθεί η παρούσα μου εργασία είναι κάπως  «ελευθεριάζουσα» ως προς τον τρόπο τεκμηρίωσης της, αναφερόμενος στην ιδέα της παραδοσιακότητος που πολλοί έχουμε για τον εαυτό μας, νομίζοντας ότι είμασθε παραδοσιακοί ενώ στην ουσία διατηρούμε μία επιφανειακή μόνον σχέση με την παράδοση, θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το πανεπιστημιακό σύγγραμμα με τίτλο «Ο Ελληνιστικός κόσμος» του Άγγλου ιστορικού Frank Walbank. Παρά το γεγονός ότι ο Άγγλος επιστήμονας αναφέρεται στους Έλληνες των ελληνιστικών χρόνων, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, οι λόγοι του έχουν καταπληκτική εφαρμογή ακόμη και στην εποχή μας, στους σύγχρονους Ορθόδοξους Έλληνες. Λέει λοιπόν ο Walbank τα εξής: «Οι παλιές βεβαιότητες είχαν εκλείψει και μολονότι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να τελούν με ζήλο τις παλιές τελετουργίες, έχοντας την πεποίθηση πως ό,τι ήταν παραδοσιακό έπρεπε να διατηρείται, πολλοί ήταν κατά βάθος αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεοι. Για πολλούς πιστούς η παρακολούθηση των επίσημων τελετουργιών δεν θα πρέπει να σήμαινε και πολλά πράγματα». ( Frank W. Walbank, Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 294).

Ας δούμε τώρα πιο αναλυτικά τα λόγια του για να κάνουμε και κάποια χρήσιμα σχόλια σε αυτά και να αντιπαραβάλλουμε, να συγκρίνουμε το τότε με το τώρα, να δούμε εάν αυτά που ίσχυαν στους ελληνιστικούς χρόνους, ισχύουν και τώρα στην εποχή μας. «Οι παλιές βεβαιότητες είχαν εκλείψει». Πράγματι εάν αυτό το σχόλιο θέλουμε να το μεταφέρουμε στην εποχή μας, η βεβαιότητα για την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, η αμετακίνητη και εδραία πίστη, η βεβαιότητα ότι η αγάπη για την Ρωμαίικη Παράδοση είναι ο μόνος ορθός δρόμος για το Γένος μας, όλα αυτά έχουν εκλείψει.

 Παρακάτω λέει ότι «…μολονότι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να τελούν με ζήλο τις παλιές τελετουργίες, έχοντας την πεποίθηση πως ό,τι ήταν παραδοσιακό έπρεπε να διατηρείται…». Το ίδιο ως ένα βαθμό  συμβαίνει και σήμερα, οπότε αρκετοί είναι εκείνοι που μπορεί να δείχνουν ζήλο για τις εκκλησιαστικές τελετουργίες, για τα ήθη και τα έθιμα της Ορθοδοξίας, πιστεύοντας πως πρέπει να διατηρηθεί κάθε τι παραδοσιακό, επειδή έτσι το παρελάβαμε από τους προγόνους μας και από την Ορθόδοξη Ελληνική κοινωνία (τα πατροπαράδοτα ήθη και η πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνορθόδοξου Πολιτισμού). Οι περισσότεροι όμως εξ’ αυτών μένουν μόνον στον τύπο χωρίς να προχωρούν παραπέρα.

 Την απάντηση γιατί συμβαίνει αυτό την παίρνουμε από τα όσα λέει αμέσως πιο κάτω ο Άγγλος ιστορικός όπου τονίζει πως «…πολλοί ήταν κατά βάθος αγνωστικιστές ή ακόμη και άθεοι…». Όπως τότε έτσι και τώρα, πολλοί από τους λάτρεις της παράδοσης και από αυτούς που τηρούν τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα μας, είναι κατά βάθος αγνωστικιστές ή και άθεοι. Τρανταχτό παράδειγμα μεταξύ των άλλων αποτελούν πολλοί από τους πολιτικούς μας, αλλά και απλοί άνθρωποι του λαού, οι οποίοι αν και δεν πιστεύουν κατά βάθος στον Χριστό και την Εκκλησία, τηρούν ωστόσο πολλά από τα έθιμα του Γένους μας (πασχαλινά, χριστουγεννιάτικα κ.α.), εκκλησιάζονται ή μπορεί και να συμμετέχουν ακόμη στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μεταλαμβάνοντας των Αχράντων Μυστηρίων και όχι μόνον. Δεν έχουν όμως καμία βαθύτερη σχέση και βιωματική προσέγγιση προς την Παράδοση. Και ναι μεν ο αγνωστικισμός και η αναζήτηση άλλων θεών, ξένων προς τους καθιερωμένους (με την αμφισβήτηση των Ολύμπιων θεών που κυριαρχούσαν στο θρησκευτικό καθεστώς της εποχής), μπορεί τότε που βασίλευε η ειδωλολατρεία, να βοήθησε τους Έλληνες στο να ανεύρουν και να ψηλαφίσουν τον Ένα και Αληθινό Θεό, τώρα όμως στην εποχή μας ο αγνωστικισμός και η αθεϊα απομακρύνουν τους σύγχρονους Έλληνες από την αληθή θεογνωσία και τον Ιησού Χριστό και τους οδηγούν σε αποστασία και επαναφορά ενδεχομένως ακόμη και αυτής της ίδιας της ειδωλολατρείας.

Ολοκληρώνοντας με το απόσπασμα από τον F. Walbank, βλέπουμε να υπογραμμίζει ο Άγγλος επιστήμονας ότι: «Για πολλούς πιστούς η παρακολούθηση των επίσημων τελετουργιών δεν θα πρέπει να σήμαινε και πολλά πράγματα». Κάτι που ισχύει και στην εποχή μας, καθώς πολλοί εκκλησιάζονται, παντρεύονται με θρησκευτικό γάμο, βαπτίζουν τα παιδιά τους, κηδεύουν τα δικά τους πρόσωπα στην Εκκλησία, χωρίς ωστόσο όλα αυτά να σημαίνουν πολλά πράγματα για αυτούς. Εάν αύριο το ελληνικό κράτος – αποχρωματισμένο χριστιανικά – θεσπίσει την καύση των νεκρών, αποβάλλει τον θρησκευτικό γάμο και τις βαπτίσεις και με έναν λόγο εξορίσει την Ορθοδοξία από την ζωή και τις εκδηλώσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αυτοί οι Έλληνες με περισσή ευκολία θα ακολουθήσουν και θα προσαρμοσθούν πλήρως – ίσως και με μία αίσθηση απελευθέρωσης – στην απορθοδοξοποίηση του ελληνικού κράτους. Θα παύσουν να παντρεύονται θρησκευτικά και να βαπτίζουν τα παιδιά τους, θα αρχίσουν να καίνε τους νεκρούς τους κ.ο.κ.       

Για να μπορέσουμε όμως να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα την έννοια της παραδοσιοκρατίας και να λάβουμε την αφορμή για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, παραθέτουμε έναν ακόμη ορισμό της λέξεως. Σύμφωνα με αυτόν παραδοσιοκρατία είναι: (φιλοσοφία) θεωρία κατά την οποία είναι ανάγκη να διατηρούνται οι θρησκευτικές, πολιτικές και άλλες παραδόσεις, έστω και αν αυτό αντιτίθεται στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας ή την κοινή λογική. Η φράση κλειδί είναι το ‶έστω κι αν αυτό αντιτίθεται στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας ή την κοινή λογική″. Η ορθόδοξη παράδοση είναι θρησκευτική παράδοση και υπάρχει πράγματι η ανάγκη να διατηρηθεί. Αλλά η Ορθοδοξία δεν υπαγορεύεται από κανένα σύγχρονο ιδεολογικό ρεύμα και ούτε και μπαίνει στα καλούπια κάποιου φιλοσοφικού συστήματος, αρχαιότερου ή μεταγενέστερου. Η παράδοση της Εκκλησίας είναι ζώσα παράδοση, καθώς διερμηνεύει και διαφυλάσσει τη σχέση του ανθρώπου με τον ζώντα Θεόν και είναι συνομήλικη του πρωτοπλάστου Αδάμ.

Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να αντιτίθεται στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας, της κάθε κοινωνίας και της κάθε εποχής, γιατί  πολύ απλά είναι κοινωνία εν Χριστώ, κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό, αλλά και με τους συνανθρώπους του μέσω του Χριστού. Αυτός ο απαράβατος όρος της εν Χριστώ κοινωνίας, καλύπτει τα υπαρξιακά κενά και δίνει απάντηση στις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου και της κοινωνίας του, όσο σύγχρονες και αν εμφανίζονται αυτές. Γιατί ο Θεός της Ορθοδοξίας έπλασε τον άνθρωπο και γνωρίζει να θεραπεύει τις ανάγκες του. Να τις γιατρεύει, αλλά και να τις υπηρετεί, αρκεί αυτές εις το βάθος τους να έχουνε θεάρεστο προσανατολισμό. Να μην είναι τεχνητές ανάγκες.

Ο Θεός αλλά και ο άνθρωπος παραμένουν οι ίδιοι σε κάθε εποχή. Για τον Θεό βεβαίως που είναι αναλλοίωτος δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά και η ανθρώπινη φύση παρά την τρεπτότητα και μεταβλητότητά της, παραμένει η ίδια κατά βάθος, με τα ίδια πάθη, τις ίδιες αδυναμίες και τις ίδιες ανάγκες, όσο πολύ κι αν εκσυγχρονιστεί. Γι’ αυτό και η ζώσα ορθόδοξη παράδοση είναι επίκαιρη σε κάθε εποχή.

Όσο για το αν αντιστρατεύεται στην κοινή λογική, το σίγουρο είναι ότι δεν λογοκρατείται. Δεν κυριαρχείται από την λογική. Απλά η ορθόδοξη παράδοση έχει τη δική της λογική. Δεν αντιτίθεται όμως στην κοινή λογική, γιατί ο άνθρωπος μετέχει ολόκληρος στην παράδοση αυτή και την βιώνει με όλα τα  μέρη της ψυχής του, λογικό, θυμικό, επιθυμητικό. Αυτό που ισχύει είναι ότι από κάποιο σημείο και μετά η ορθόδοξη παράδοση και η πίστη που αυτή εκφράζει, υπερβαίνει τη λογική. Είναι υπέρλογη και όχι παράλογη. Είναι πάνω από την λογική, χωρίς ωστόσο να συγκρούεται μαζί της. Ενσωματώνει τη λογική στο δικό της τρόπο σκέψης και ζωής. Γι’ αυτό και όταν θεώνεται ο άνθρωπος, θεώνεται μαζί και η λογική του.

Επομένως από τα παραπάνω εξάγουμε το συμπέρασμα ότι ο ορισμός της παραδοσιοκρατίας δεν μπορεί να περικλείει την Ορθόδοξη παράδοση. Όποτε λοιπόν ο ορισμός αυτός (της έννοιας της παραδοσιοκρατίας) μεταφέρεται στον εκκλησιαστικό χώρο δεν μπορεί να αναφέρεται στη γνήσια και αληθινή παράδοση, αλλά σε ένα κακέκτυπό της, σε μία κίβδηλη και νοθευμένη παράδοση που θα φαίνεται ως ορθόδοξη, αλλά δεν θα είναι. Σε μία παράδοση όχι εκκλησιαστική, αλλά παραεκκλησιαστική. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στον κίβδηλο τρόπο με τον οποίο ο παραδοσιοκρατικός θα προσπαθεί να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την ορθόδοξη παράδοση. Οπότε λοιπόν και πάλι καταλήγουμε στο ότι ο παραδοσιοκρατικός δεν είναι αληθινά παραδοσιακός, αλλά κίβδηλα, δήθεν παραδοσιακός. Έχουμε και εδώ αυτό που  θεωρήσαμε ως τρίτη διάσταση και έννοια της παραδοσιοκρατίας, αυτήν της αντι-παραδοσιακής, κατ’ όνομα μόνον παραδοσιακότητας.

 Εάν θα θέλαμε να δώσουμε ένα παράδειγμα, από το οποίο φαίνεται στην πράξη, ότι η παραδοσιοκρατία πολλές φορές αντιτίθεται στην κοινή λογική, αυτό θα το αντλούσαμε από την στάση ενίων παραδοσιακών του νέου ημερολογίου σε ό,τι αφορά την διακοπή μνημοσύνου αιρετικού επισκόπου. Παρά τα όσα ισχυρίζονται λοιπόν αυτοί οι παραδοσιακοί του νέου περί δήθεν εφαρμογής από μέρους τους της εκκλησιαστικής παραδόσεως, θέτουμε το ερώτημα. Δεν αντιτίθεται στην κοινή λογική η τακτική τους να διακόπτουν το μνημόσυνο του επισκόπου τους αποκαλώντας τον αιρετικό και την ίδια στιγμή να του ζητάνε την άδεια να εξακολουθήσουν να λειτουργούν στον ναό στον οποίον μέχρι πρότινος λειτουργούσαν; Ποιος λογικός άνθρωπος δεν θεωρεί παράλογο να παρατάς την δουλειά σου, να δηλώνεις παραίτηση από τον χώρο στον οποίο εργάζεσαι και από την άλλη να ζητάς χάρες από το πρώην αφεντικό σου ή πολύ περισσότερο να επιθυμείς ουσιαστικά να συνεχίσει στην πράξη να σε αναγνωρίζει ως υπάλληλό του και να εξακολουθήσεις να απολαμβάνεις όλα τα σχετικά προνόμια που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή; Δεν αντιτίθεται στην κοινή λογική να παύεις την μνημόνευση του αιρετικού επισκόπου, αλλά να διατηρείς εκκλησιαστική κοινωνία με τους μνημονεύοντας αυτόν; Είναι λοιπόν και αυτό ένα στοιχείο με βάση το οποίο θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τους «αγωνιστές» του νέου ημερολογίου περισσότερο ως παραδοσιοκρατικούς και πολύ λιγότερο ή και καθόλου ως παραδοσιακούς.    

  Ένα σύγχρονο φαινόμενο ψευδούς παραδοσιακότητας είναι και η εμφάνιση στις μέρες μας πολλών δήθεν αγίων. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σε μία ‶εκκλησία″ που είναι σε διαρκή κοινωνία με την αίρεση και τον οικουμενισμό δεν είναι δυνατόν να υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας και αγιασμού. Δυστυχώς πολλοί και από τους δικούς μας πιστούς που θεωρούν πως -  με εξαίρεση το παλαιό – μπορούν σε όλα τα άλλα να ταυτίζονται με τους νεοημερολογίτες, αποδέχονται αρκετούς από αυτούς τους νεοφανείς ‶αγίους″ του οικουμενισμού.

Δεν συνειδητοποιούν ότι η επιλογή τους να ακολουθούν το πάτριο εορτολόγιο, πρέπει να έχει βαθύτερες συνέπειες στη ζωή τους και τα πιστεύω τους, τα οποία πρέπει να συμφωνούν και να συμβαδίζουν με την Ορθόδοξη παράδοση. Στην πράξη όμως αυτοί μαζί με την παράδοση του πατρίου, μπορεί να εγκολπωθούν και πολλές άλλες παραδόσεις ξένες και αλλότριες προς την Εκκλησία του Χριστού. Μία από αυτές είναι και η παράδοση αγιοποίησης συγχρόνων γερόντων και ασκητών ή ακόμη και κληρικών ή ιεραρχών, οι οποίοι στήριξαν εν ζωή την «εκκλησία» του νέου ημερολογίου και εκοιμήθησαν, όντες σε πλήρη κοινωνία με την αίρεση του Οικουμενισμού και τους Οικουμενιστάς Πατριάρχας και Επισκόπους. (Το ίδιο ισχύει και για δήθεν αγίους που ανήκαν σε επίσημη «Εκκλησία» του πατρίου εορτολογίου).

Οι τοιούτοι πιστοί δεν λαμβάνουν υπόψιν, ότι ο Κύριος χαρακτηρίζει την αποστασία – όπως είναι η αίρεση και ο οικουμενισμός – ως πνευματική πορνεία και μοιχεία. Διότι εγκαταλείπουμε τον αληθινό Θεό, τον νόμιμο σύζυγό μας και ερωτοτροπούμε με αλλότριους Θεούς και αλλότριους Χριστούς, καθώς η αίρεση συνιστά και λατρεύει όχι τον αληθινό Χριστό, αλλά έναν ξένο και αλλότριο της αληθείας ψευδόχριστο.

Κάτι ακόμη που θα θέλαμε να επισημάνουμε, είναι ότι υπάρχουν πιστοί που ακολουθούν το πάτριο γιατί είναι παλαιότερο από το νέο και γενικώς δίδουν μεγάλη βαρύτητα στην παλαιότητα μιας παράδοσης. Το παλαιό όμως δεν σημαίνει πάντοτε ότι είναι και παραδοσιακό, σύμφωνο με την παράδοση. Υπάρχουν παραδόσεις που μετράνε χρόνους, ίσως και αιώνες, δεν είναι όμως εκκλησιαστικές. Ας μη λησμονούμε ότι ο διάβολος είναι πολύ παλαιότερος του ανθρώπου και ότι οι παραδόσεις του και οι διδασκαλίες του είναι συνομήλικές του. Όταν επί παραδείγματι εμφανίσθηκε ο χριστιανισμός, η ειδωλολατρεία ήταν η πάτριος, η παραδοσιακή Θρησκεία των Ελλήνων.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της Φραγκεμένης Ρωσίας και της Εκκλησίας της, με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, ευρωπαϊκή μουσική, ευρωπαϊκή εικονογραφία κ.λ.π. Όλα ευρωπαϊκά! Μέχρι τον 17ο αιώνα επί Μ. Πέτρου όλα στην Εκκλησία της Ρωσίας ήταν Ορθόδοξα. Από κει και πέρα αρχίζει η ευρωπαϊκή παράδοσή της, έτσι ώστε πέντε αιώνες μετά να ομιλούμε για ρωσική μουσική, ρωσική αρχιτεκτονική, ρωσική εικονογραφία, που διακρίνεται και διαφέρει από την αντίστοιχη Ορθόδοξη. Το ότι όμως έχει μια παλαιότητα, ένα παρελθόν πίσω της, δεν σημαίνει ότι είναι και γνήσια εκκλησιαστική. Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς και περί εσφαλμένων λειτουργικών παραδόσεων που χρονίζουν στον χώρο της Εκκλησίας, ένα θέμα για το οποίο σας παραπέμπω στην ομιλία του Μακαριωτάτου που έλαβε χώρα πέρυσι στην πρώτη μας Ιερατική Σύναξη. Μπορεί κάποιες από αυτές τις παραδόσεις να είναι αρκετά παλαιές, να μετρούν πίσω τους ιστορία μερικών αιώνων έχοντας καταφέρει να ενσωματωθούν στην Τυπική Διάταξη της Εκκλησίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εκφράζουν το γνήσιο Ορθόδοξο λειτουργικό φρόνημα, διότι προέρχονται από τα λειτουργικά ήθη της Δύσεως, τα οποία είναι γεμάτα από θεατρικότητα και αναπαραστατικότητα (βλ. π.χ. στοιχεία από το Τυπικό της Μεγάλης Εβδομάδος).   

 Επανερχόμενοι λίγο προ του τέλους στους παραδοσιακούς του νέου, θεωρούμε ότι η συζήτηση περί παραδοσιακότητας στον χώρο του νέου ημερολογίου, είναι κάτι το οξύμωρο και θεολογικά παράδοξο. Ακούγεται σαν ένα εύθυμο ανέκδοτο, διότι δεν μπορεί να υπάρχει παραδοσιακότητα, εκεί όπου δεσπόζει η κατ’ εξοχήν αντι – παραδοσιακή καινοτομία της επιβολής του παπικής επινοήσεως Γρηγοριανού ημερολογίου και εκεί όπου κυριαρχεί η σατανική παράδοση και ιδεολογία της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Φρονούμε πως η όποια παραδοσιακότητα μπορεί να υπάρχει στην κρατούσα «εκκλησία», είναι κατασκευασμένη και διατεταγμένη, προκειμένου να αποτελέσει έτσι την αντίρροπη δύναμη και τον αντίποδα στην γνήσια παραδοσιακότητα των πιστών μελών της Εκκλησίας, των ακολουθούντων το πάτριον εορτολόγιον. Επομένως σκοπός και στόχος της διατεταγμένης αυτής παραδοσιακότητας είναι να αποτελέσει το «αντίπαλον δέος» στην θερμή διάθεση και ειλικρινή αγάπη των Γνησίων Ορθοδόξων για την Παράδοση και να σμικρύνει, να περιορίσει την δυναμική και την απήχηση που θα μπορούσε να έχει ο χώρος του πατρίου εορτολογίου στον πολύ λαό.   Αλλά μιας και έγινε αναφορά στην διατεταγμένη παραδοσιακότητα των νεοημερολογιτών, ας ακούσουμε τι λέγει περί αυτού ο πατήρ Αυγουστίνος Αγιοβασιλειάτης, αγιορείτης μοναχός. Τα γραφόμενά του αν και αναφέρονται στην επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα,το 2001 επί «Αρχιεπισκόπου» Χριστοδούλου, διακρίνονται για την διαχρονική επικαιρότητά τους και έχουν απόλυτη εφαρμογή και στην παρούσα χρονική συγκυρία. Γράφει λοιπόν ο π. Αυγουστίνος στο βιβλιαρίδιό του, «Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΙΛΑΤΟΙ», τα εξής:   «Εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει διατεταγμένον ἄκαρπον κήρυγμα, ἐδίδασκε ὁ καθηγητής Χρ. Ἀνδροῦτσος, ἔρημον Πατερικοῦ πνεύματος καὶ ἀγωνιστικοῦ φρονήματος. Ἡ πρᾶξις ἐπιβεβαιοῖ τὴν κρίσιν τοῦ καθηγητοῦ.

Τὰ προδοτικὰ ἀνοίγματα τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῆς Ἱεραρχίας, δύο πρωτοπρεσβύτεροι καθηγηταί Πανεπιστημίου καὶ τινες ἄλλοι  “ἀγωνισταί” νεοημερολογῖται καὶ μνημονευταί Ἁγιορεῖται ἠγωνίσθησαν νὰ ματαιώσουν, καὶ συνεχίζουν ν’ ἀγωνίζονται ὅπως καταστείλουν τὸν ἐκλατινισμόν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοδούλου, ἀλλὰ μὲ διατεταγμένον κήρυγμα.

Ἐπικαλοῦνται ἁγιοπατερικὰ πρότυπα Ἁγίων Γρηγορίων, Ἀθανασίων, Βασιλείων, Χρυσοστόμων, Θεοδώρων, Δαμασκηνῶν, Μάρκων κ.λ.π. ἀγωνιστῶν, πλήν μέχρι ρημάτων οὐχὶ μέχρι πραγμάτων. Τὰ πράγματα εἰς τοὺς νεοφανεῖς αὐτοὺς “ἀγωνιστάς” εἶναι γνωστά, ἀλλὰ φοβοῦνται τὸ κόστος τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ.

Δὲν εἴμεθα ἀφελεῖς νὰ πιστεύσωμεν πὼς οἱ σπουδαῖοι αὐτοὶ κληρικοί, θεολόγοι καὶ μοναχοί, ἀγνοοῦν, ὅτι οἱ  Ἅγιοι Γρηγόριοι, Θεόδωροι, Μάρκοι καὶ οἱ ἄλλοι ἀγωνισταί τῆς Πίστεως, οἱ ὁποῖοι ἐμάχοντο κατὰ τῶν Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων, Εἰκονομάχων, Λατίνων κ. ἄ., ἀπεμακρύνοντο ἐκ τῆς κοινωνίας αὐτῶν τῶν ἀσεβῶν καὶ δὲν ἐμνημόνευον τὰ ὀνόματά των ἀγωνιζόμενοι ὑπὲρ τῆς Ὀρθῆς Πίστεως.

Ὅταν οἱ Ποιμένες ἐνεδύοντο δοράν προβάτου – ὡς οἱ σημερινοί Οἰκουμενισταί – καὶ κατελάβανον τοὺς οἴακας τῶν ἐκκλησιῶν, τὰ λογικά πρόβατα ἀπ’ αὐτῶν διεστέλοντο καὶ διαφωνοῦντα ἐχωρίζοντο.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχοσωτήριος δισχιλιετής ἐκκλησιαστικὴ πρᾶξις, διαμετρικὰ ἀντίθετος ἀπὸ τὸ σημερινὸν ἄθεον οἰκουμενιστικὸν πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς, τὸ ὁποῖον ὑπηρετοῦν οἱ σύγχρονοι “ἀγωνισταί”, ὡς συγκοινωνοί, συλλειτουργοί καὶ συνδειπνησταί τῶν προδοτῶν!

«Ὄχι χωρισμοί, ὄχι σχίσματα» λέγουν. Ὀρθοδοξία, κακοδοξία καὶ αἵρεσις ἑνωμέναι· Ἀλήθεια καὶ ψεῦδος ἀναμεμειγμένα· προδόται καὶ δίκαιοι εἰς τὸν Παράδεισον!..

Ἰδοὺ τὸ θεωρητικόν καὶ πρακτικὸν κήρυγμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, κηρυττόμενον ἐν ὅλῃ τῇ μεγαλοπρεπείᾳ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους “ἀγωνιστάς” καὶ “προμάχους” τῆς “πίστεως”.

Φαινόμενον τοῦ ἐξάρνου τούτου αἰῶνος! Καὶ τοῦτο μεγάλη πλάνη τῆς ἐποχῆς μας!

Ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἀπὸ τοὺς δεδηλωμένους οἰκουμενιστὰς εὐκόλως κανεὶς προφυλάσσεται· ἡ προδοσία των εἶναι προφανής. Ἡ παρουσία “ἀγωνιστῶν”, τύπου πρωτοπρεσβυτέρων, εἶναι ἐπικίνδυνος, αὐτόχρημα ψυχοφθόρος καὶ παραπλανητική· ἀφ’ ἑνός μεν, διότι παρουσιάζουν μέρος τῆς ἀληθείας ἀναμεμειγμένον μὲ τὸ ψεῦδος, ἤτοι διακηρύττουν τὴν ὀρθοδοξίαν, στηλιτεύουν τὴν κακοδοξίαν καὶ ἐν ταὐτῳ συνιστοῦν τὴν συνύπαρξιν, τὴν συναναστροφήν, τὸν συνεκκλησιασμὸν ὀρθοδόξων καὶ κακοδόξων, θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς προτρέποντες, «ἵνα ὥσι ἕν»!  Ἀφ’ ἑτέρου δε, διότι ὁ πολὺς κόσμος, ὅστις δὲν ἔχει τὴν διακριτικήν γνῶσιν διαχωρισμοῦ ὁσίου καὶ βεβήλου, ὅταν βλέπῃ καθηγητάς Πανεπιστημίου, θεολόγους, κληρικούς, κ. ἄ., ν’ «ἀγωνίζονται» κατὰ τῆς προδοσίας καὶ συγχρόνως να παραμένουν ἀδιαχώριστοι ἀπὸ τοὺς προδότας, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, σχηματίζει τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν καὶ τὴν αἵρεσιν εἶναι φανατισμός καὶ ἔλλειψις ἀγάπης!!

Νέα δόγματα, νέα Εὐαγγέλια, νέα Πατερικὰ παραγγέλματα διδάσκουν καὶ ἐφαρμόζουν οἱ περίεργοι οὗτοι “πρόμαχοι” τῆς συμβατικῆς πίστεως. Οἱ προδόται χαίρονται εἰς τὴν ὕπαρξιν τοιούτων “ἀγωνιστῶν”, διότι ὅ, τι  δὲν δύνανται αὐτοὶ νὰ ἐπιτελέσουν, τὸ συμπληρώνουν οἱ δῆθεν ἀντίθετοί των». (Αυγουστίνου Μοναχού Αγιοβασιλειάτου, Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΙΛΑΤΟΙ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2003, σ. 29-30).

 Πριν ολοκληρώσω θα ήθελα να καταθέσω ολίγα τινά ακόμη, τα οποία θα επεξηγούν έτι περαιτέρω γιατί επέλεξα να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα και πως αυτό μπορεί να συνδέεται με τον χώρο της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση η παραδοσιοκρατία είναι μια κονσερβοποιημένη και τυποποιημένη πρόταση, έτοιμη και σερβιρισμένη έξωθεν, πρόταση επιστροφής στην παράδοση και τις όποιες επιμέρους παραδόσεις, την οποία μας προσφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός. Μπορεί βεβαίως μέσα σε αυτή την πρόταση να υπάρχουν και κάποια στοιχεία γνήσιας παραδοσιακότητας. Επί παραδείγματι εάν θέλουμε σε σχέση με αυτό να κάνουμε αναφορά στο τι συμβαίνει στην δική μας πατρίδα, παρατηρείται τελευταία ως ένα βαθμό  μία στροφή σε κάθε τι παραδοσιακό. Στην παραδοσιακή μουσική, τα δημοτικά τραγούδια, τους παραδοσιακούς χορούς, ιδρύονται πολιτιστικοί σύλλογοι που ασχολούνται με τα κατά τόπους ήθη και έθιμα των Ελλήνων και θέτουν ως σκοπό και αποστολή τους την διαφύλαξη και διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και την μεταλαμπάδευσή της στις επόμενες γενιές και αυτό βεβαίως δεν είναι κακό. Άλλοστε όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Ρωμαίικης Παράδοσης μας. Παράλληλα τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία άνθηση της πατερικής γραμματείας στον χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας της πατρίδος μας, μία θεολογία που μπορεί να ήταν τα προηγούμενα χρόνια περισσότερο εξαρτημένη από πρότυπα και κατηγορίες σκέψης της Δυτικής θεολογίας. Ασφαλώς ούτε και αυτό το γεγονός, η επιστροφή στους Πατέρες είναι κάτι το αρνητικό. Απεναντίας αυτό είναι το ζητούμενο και η βασική προϋπόθεση για κάποιον που θεολογεί. Εμείς αυτό που κάνουμε εδώ, είναι απλά να επισημαίνουμε, ότι όλο αυτό το φαινόμενο της επιστροφής στην παράδοση που – σύμφωνα με Έλληνες και ξένους επιστήμονες – διαπιστώνεται σε παγκόσμια κλίμακα, ίσως και να μην είναι τόσο αυθόρμητο και ειλικρινές, αλλά τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις – περισσότερες από όσες θα μπορούσε να φανταστεί κανείς – θα μπορούσε και να είναι συστηματικά μεθοδευμένο και προπαρασκευασμένο.

 Επί παραδείγματι οι ανθρωπολογικές επιστήμες που μελετούν τις διάφορες κοινωνίες, τους λαούς και τους πολιτισμούς τους, τονίζουν ότι ως αντίβαρο στον επιταχυνόμενο εκδυτικισμό, ακόμη και ιθαγενών ή πρωτόγονων λαών, ινδιάνων, εσκιμώων, αφρικανών κ.α. πραγματοποιείται παράλληλα μία στροφή – από έξωθεν κυρίως παράγοντες υποκινούμενη και κατευθυνόμενη – προς κάθε τι παραδοσιακό. Αυτό κατά την προσωπική μας εκτίμηση συμβαίνει, προκειμένου αυτό (το παραδοσιακό)  να προφυλαχθεί και να διατηρηθεί στον βαθμό που βολεύει τους δημιουργούς της παγκοσμιοποίησης και κατασκευαστές της πολιτιστικής ισοπέδωσης, όχι ως αποτέλεσμα γνήσιας αγάπης για την παράδοση, αλλά περισσότερο ως ένα μουσειακό έκθεμα, ως κάτι το εξωτικό και διαφορετικό από τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Έτσι ώστε να έχει ο δυτικός κυρίως άνθρωπος μία επιπλέον εναλλακτική επιλογή όταν κουράζεται στην ζωή του, να κάνει ένα ευχάριστο διάλλειμα από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, βιώνοντας και κάποια στοιχεία της παράδοσης άλλων λαών που μπορεί να του φαίνονται περισσότερο ή λιγότερο ελκυστικά και χαριτωμένα και θα τον βοηθούν να αποδράσει από την μονοτονία της καθημερινότητάς του, αλλά και για να έχουν την ψευδαίσθηση οι διάφοροι λαοί, ότι γίνονται σεβαστές οι εθνικές και πολιτιστικές τους ιδιαιτερότητες, στον βαθμό που έχουν ανάγκη για κάτι τέτοιο, ανάγκη για επανεύρεση και διακήρυξη της πολιτιστικής τους ιδιοπροσωπείας και ταυτότητας. Διότι πράγματι έχουν ανάγκη κάποια στιγμή οι λαοί μέσα στον ισοπεδωτικό μύλο της παγκοσμιοποίησης που όλα τα αλέθει, να τονίσουν και να προβάλλουν την δική τους ταυτότητα. Η παραδοσιοκρατία ως παγκόσμιο φαινόμενο, σύστημα αντιλήψεων και θεωρία τους παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Εκείνοι οι οποίοι κατευθύνουν τους λαούς και κινούν τα νήματα της ιστορίας, ως άριστοι ψυχολόγοι των λαών γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα πώς να χειραγωγούν τις μάζες και να τις οδηγούν εκεί που αυτοί θέλουν. Παράλληλα λοιπόν με την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, φροντίζουν να σερβίρουν στους λαούς και λίγη «παράδοση» στον βαθμό που την έχουν ανάγκη, αλλά και στο βαθμό που εξυπηρετεί τα ανομολόγητα σχέδιά τους, προκειμένου οι λαοί να μην αντιδράσουν, ούτε και να αντιληφθούν ποτέ τι παιχνίδια παίζονται πίσω από την πλάτη τους ή να καταλάβουν ποια είναι στην πραγματικότητα το εύρος και οι σκοποί των υποχθόνιων σχεδιασμών των ιθυνόντων νόων. Οι τελευταίοι δεν κάνουν σπασμωδικές και απρόσεκτες κινήσεις, αλλά με αριστοτεχνικό τρόπο και με περίσκεψη και σοφία οδηγούν τα πράγματα εκεί που αυτοί θέλουν.

 Θα πρέπει λοιπόν να προσέξουμε και εμείς, μήπως η με οποιοδήποτε τρόπο προβολή της Ορθοδοξίας και Ρωμαίικης Παράδοσής μας από τους όποιους καλοθελητές δήθεν παραδοσιακούς, γίνεται όχι με αγνά ελατήρια, αλλά προκειμένου να προβληθεί προς τα έξω η Ορθοδοξία και η Ρωμηοσύνη ως κάτι το εξωτικό και διαφορετικό, ένα φολκλορικό στοιχείο που απλά το μελετάς για λόγους ιστορικούς ή από περιέργεια, αλλά και προκειμένου να έχουν την ικανοποίηση οι Ορθόδοξοι Έλληνες – όσοι από αυτούς ενδιαφέρονται ακόμη – ότι η δυτικότροπη παγκοσμιοποίηση δεν έχει ισοπεδώσει ολοτελώς τις παραδόσεις, την πίστη και τα έθιμά τους, καθώς υπάρχουν οι «παραδοσιακοί Ρωμηοί», νεοημερολογίτες και όχι μόνον, που τα προβάλλουν και τα υπερασπίζονται. Βεβαίως επαναλαμβάνουμε ότι αυτή η προβολή της Ορθοδοξίας από μόνη της μπορεί να μην είναι κάτι κακό (εκτός εάν γίνεται για λόγους παραπλάνησης και για τους ανομολόγητους σκοπούς στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω). Το κακό εντοπίζεται όταν αυτή η Παράδοση νοθεύεται και προσφέρεται αναμεμιγμένη μαζί με άλλες ανθρώπινες και αντορθόδοξες παραδόσεις ως δήθεν Ορθόδοξες και Ρωμαίικες.

         

          

 Αυτή ήταν λοιπόν η ταπεινή μου ομιλία. Κατέληξα στα όποια συμπεράσματά μου με βάση τα δεδομένα που ήντλησα από την πενιχρά μου μελέτη. Ασφαλώς μπορεί να υπάρχουν – δεν το γνωρίζω – διαφορετικές ή και αντίθετες ακόμη απόψεις, όσον αφορά την παραδοσιοκρατία και την λειτουργία της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Συνέταξα την εργασία αυτή με μία διάθεση ίσως να φιλοσοφήσω λίγο και σίγουρα δεν διεκδικώ το αλάθητο για τις απόψεις μου. Άλλοστε εκείνος που φιλοσοφεί είναι κυνηγός και αναζητητής της σοφίας, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα αυτό, ότι την έχει ήδη κατακτήσει. Εύχομαι οι τρεις στυλοβάτες της Ορθοδοξίας, Μ.Φώτιος, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Μάρκος ο Ευγενικός να φωτίζουν τη σκέψη μας και να καθοδηγούν τα διαβήματά μας, χαρίζοντάς μας την γνησία αγάπη και τον ειλικρινή ζήλο για την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση που πλημμύριζε την θεωμένη καρδιά τους. Αμήν.   


ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ