Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ

 ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΗΝ ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2022

ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ

ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Φθάσαμε αισίως, στη δευτέρα Κυριακή των νηστειών, η οποία είναι αφιερωμένη στον απροσμάχητο υπέρμαχο των θεολόγων, της Ορθοδοξίας τον οδηγό και της Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλο, σε έναν από τους μεγαλυτέρους Αγίους όλων των εποχών, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αγωνίσθηκε σθεναρά, με αυθεντία και κύρος, με ανιδιοτέλεια και θείο ζήλο, προκειμένου να διαφυλάξει ακεραία την οδό της σωτηρίας και την μέθοδο που θεραπεύει τον άνθρωπο και μεταμορφώνει με τη θεία χάρη, την ιδιοτέλεια των αμαρτωλών, στην ανιδιοτέλεια των αγίων. Την ίδια στιγμή οι εχθροί του και εχθροί της Ορθοδοξίας,  πολέμησαν τον άγιο και την Εκκλησία, προκειμένου να υπηρετήσουν τα ιδιοτελή πολιτικό-θρησκευτικά συμφέροντά τους. Επίσημες συνοδικές αποφάσεις επικύρωσαν τους αγώνες του αγίου. Στους Συνοδικούς Τόμους που συνετάχθησαν, ο Γρηγόριος χαρακτηρίζεται ως «διδάσκαλος ευσεβείας και κανόνας δογμάτων ιερών και στύλος της ορθής δόξης και πρόμαχος Εκκλησίας και βασιλείας ευσεβούς καύχημα και παν ό,τι γε των καλλίστων μετά μεγάλου του θαύματος απεκάλουν».

 Η συνείδηση αυτή και το φρόνημα της Εκκλησίας για τον άγιο Γρηγόριο, πέρασε και μέσα στην λατρεία και κατεγράφη στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το οποίο αναγινώσκεται επ’εκκλησίαις την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, την  Κυριακή της Ορθοδοξίας. Εκεί μαζί με τους αρχαίους αιρετικούς αναθεματίζονται και οι αντίπαλοι του Παλαμά, ενώ την ίδια στιγμή, ευφημείται και γεραίρεται ο ίδιος μαζί με τους μεγάλους Πατέρες της αρχαιότητος. Και αυτό, διότι η ίδια ακριβώς φροντίδα να μην καταστραφούν οι δυνατότητες της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου, αλλά να παραμείνουν ακέραιες η γεύση και η εμπειρία της συμμετοχής στη μακαρία ζωή της Θεότητος, και η ελπίδα της ολοκληρώσεώς της, που κινούν τη σκέψη και τη γραφίδα εκείνων (των Πατέρων), κινούν ομοίως και τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου.

 Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας εξαίρεται η συμφωνία του Παλαμά προς την Αγία Γραφή και τους προ αυτού Αγίους Πατέρας, ώστε να προβάλλεται ο εκκλησιαστικός και παραδοσιακός χαρακτήρας της διδασκαλίας του. Ας ακούσουμε επί λέξει τα εξής: «Γρηγορίου του αγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης του συνοδικώς επ’Εκκλησίας Μεγάλης Βαρλαάμ και Ακίνδυνον, τους αρχηγούς και εφευρέτας των καινών αιρέσεων, καθελόντος…και μίαν Θεότητα και Θεόν ένα τρισυπόστατον, ενεργή θελητικόν, παντοδύναμον, άκτιστον δια πάντων, κατά τας Θείας Γραφάς και δη και τους θεολόγους εξηγητάς τούτων ανακηρύξαντος, Αθανάσιον φημί και Βασίλειον, Γρηγόριον και Ιωάννην τον Χρυσορρήμονα, Κύριλλον τε προς τούτοις και Μάξιμον τον σοφόν και τον εκ Δαμασκού θεορρήμονα, ου μην αλλά και τους λοιπούς Πατέρας και διδασκάλους της Εκκλησίας, και κοινωνού και συνωδού και συμφώνου και σπουδαστού και συναγωνιστού πάντων τούτων αναφανέντος και λόγοις και πράγμασιν, Αιωνία η μνήμη». Ο άγιος Γρηγόριος δηλαδή είχε κοινωνία πνευματική με τους προ αυτού αγίους πατέρας, ήταν συνοδοιπόρος τους, σύμφωνος με αυτούς, μελετητής των συγγραμμάτων τους και συναγωνιστής στα παλαίσματά τους.

  Και επιπλέον ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η διδασκαλία του, είναι θα λέγαμε η σφραγίδα και το σήμα κατατεθέν της Ορθοδοξίας, το υποστατικό της γνώρισμα εν σχέσει με την πνευματικότητα και τη θεολογία της Δύσεως. Για τους Δυτικούς ο Παλαμάς είναι ο μεγαλύτερος θεολογικός αντίπαλος και η διδασκαλία του, κατ’αυτούς αποτελεί καινοτομία και αίρεση. Σπανίως έγινε τόσος αγώνας, τόσος προγραμματισμός, τόση προπαγάνδα, τόση δυσφήμηση και κατασυκοφάντηση προσώπου, όσο εναντίον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, από μέρους των Δυτικών. Μάλιστα στα λατινοκρατούμενα μέρη της Ελλάδος, στις περιοχές και τα νησιά όπου η πατρίδα μας τελούσε υπό τον ζυγό των Φράγκων, όπως παρατηρεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «κατήντησε να θεωρεί ο λατινικός κλήρος τεκμήριον πίστεως και αφοσιώσεως εις τον παπισμόν, από μέρους εκείνων (των Ελλήνων) που πρόδιδαν την ορθόδοξον πίστιν, την αποχήν αυτών από της εορτής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά».

 Διότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διέσωσε τον ορθόδοξο τρόπο ζωής, την ορθόδοξη αντίληψη και στάση ζωής, που ενώ ανέδειξε πλήθος Ορθοδόξων αγίων και ανέπτυξε τον θαυμαστό Ορθόδοξο πολιτισμό, γινόταν στόχος ειρωνειών του εκπροσωπούντος την ουμανιστική Δύση μοναχού Βαρλαάμ. Το περίεργο είναι ότι αυτή η πνευματικότητα, που παρέμεινε αναλλοίωτη ακόμη και στην εποχή της τουρκοκρατίας, κινδύνευσε να αφανισθεί στην περίοδο του ελευθέρου πολιτικού μας βίου, κατά την οποία ο άγιος Γρηγόριος και η διδασκαλία του όχι μόνο αγνοήθηκαν, αλλά και συκοφαντήθηκαν από την ακαδημαϊκή κυρίως θεολογία και έρευνα, που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ακολουθούσε τυφλά και αντέγραφε τις απόψεις των ευρωπαίων θεολόγων, για τους οποίους βεβαίως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι αιρετικός, σχισματικός και υποστηρικτής των ανοήτων ομφαλοσκόπων, όπως αποκαλούσε ο Βαρλαάμ τους ορθοδόξους μοναχούς, που επιδίδονταν στην νοερά προσευχή.

 Και ενώ κανείς δεν μιλάει για Βαρλααμισμό, εν τούτοις πολύ συχνά γίνεται λόγος για «Παλαμισμό» και «Παλαμική» θεολογία. Αυτό οφείλεται εις το ότι οι ορθόδοξοι θεολόγοι και διανοητές, εξακολουθούν να αντιγράφουν τους δυτικούς, για τους οποίους ασφαλώς η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά προσωπική του αίρεση και ετεροδιδασκαλία, και γι’αυτό της δίδουν ξεχωριστή ταυτότητα και κάποια ιδιαιτερότητα, χαρακτηρίζοντάς την ως Παλαμισμό, όπως χαρακτηρίζουμε και τις διδασκαλίες των αρχαίων αιρετικών Αρειανισμό, Απολλιναρισμό, Νεστοριανισμό κ.ο.κ. Στόχος βεβαίως των Δυτικών όλους τους προηγούμενους αιώνες, ήταν να οδηγηθεί στο θάνατο και τη λήθη μαζί με τον άγιο και τα συγγράμματά του και ο Ορθόδοξος πολιτισμός, μετά από συστηματική σπίλωση και δυσφήμηση του αγίου και να παραμείνει μόνον ο ευρωπαϊκός. Δόξα τω Θεώ κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη και σήμερα όλοι οι Ορθόδοξοι εορτάζουμε λαμπρά και θυμόμασθε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και συν τοις άλλοις ευφραινόμασθε για τα συγγράμματά του και τη συνολική του προσφορά στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό. Γιατί χωρίς αυτόν ούτε Ορθόδοξοι θα παραμέναμε, ούτε Έλληνες.

 Θα ήθελα λοιπόν εκ προοιμίου να ευχαριστήσω τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Ευθύμιο για την τιμή που μου έκανε, να αναθέσει στην ταπεινότητά μου την διακονία του λόγου στη σημερινή εκδήλωση. Νομίζω ότι από όσα ήδη είπα, φάνηκε το πόσο σημαντικό είναι να τιμούμε κατ’έτος τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά στις εκδηλώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Η σημερινή μου ομιλία φέρει τον τίτλο: «Αιρέσεις και Σύνοδοι και το υπόβαθρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Βαρλαάμ και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά». Δεν διεκδικώ με αυτήν ιδιαίτερες επιστημονικές αξιώσεις και θεολογικές δάφνες και ούτε ασφαλώς φιλοδοξώ να εξαντλήσω τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθώ. Ελπίζω να είναι μία απλή, κατανοητή και ευχάριστη ομιλία και να μείνουν στη σκέψη και στην καρδιά σας, τουλάχιστον κάποια από αυτά που θα ειπωθούν.

ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ

 Ξεκινάμε λοιπόν την ομιλία μας, κάνοντας αρχή από τις αιρέσεις. Ασφαλώς σε κανέναν μας δεν είναι άγνωστο, τι είναι αίρεση και ποιοι είναι οι αιρετικοί. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στην ερμηνεία του Πρώτου Κανόνος του Μ. Βασιλείου: «Αιρετικοί ονομάζονται εκείνοι των οποίων η διαφορά είναι περί της εις Θεόν πίστεως, δηλαδή οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από τους Ορθοδόξους και παντελώς απομεμακρυσμένοι». Και γενικότερα όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας, τονίζουν εμφαντικά, πως αίρεση συνιστά κάθε άποψη και ετεροδιδασκαλία, ξένη προς τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ότι αιρετικοί είναι εκείνοι, που παρεκκλίνουν έστω και μικρόν της ορθής πίστεως.

 Εμείς εδώ σήμερα θα προσεγγίσουμε το θέμα, μέσα από την οπτική, που έχει ως επίκεντρο την ορθόδοξη θεραπευτική μέθοδο, τη θεραπεία του ανθρώπου και την εμπειρία των θεουμένων αγίων. Αίρεση λοιπόν είναι ότι βρίσκεται μακρυά από την εμπειρία της θεώσεως. Όπου υπάρχει η εμπειρία αυτή, η δυνατότητα να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, να γίνει άγιος με την χάρη του Θεού, αυτό σημαίνει, ότι εκεί δεν υπάρχει αίρεση. Στην αίρεση δηλαδή δεν μπορείς να γευθείς την μακαρία ζωή της Θεότητος, την ζωή του Χριστού και επομένως στην αίρεση δεν υπάρχει αγιασμός, ούτε και σωτηρία.

 Ο Απόστολος Παύλος στις Πράξεις μνημονεύει τους αιρετικούς, που θα προέλθουν ως «λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου», μέσα από τους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας. Σε μία του επιστολή στην Α΄ προς Κορινθίους, τονίζει πως πρέπει να υπάρχουν και οι αιρέσεις, διότι η εμφάνιση των αιρέσεων αποδεικνύει δοκίμους τους χριστιανούς, καθώς φανερώνει τη σταθερότητά τους και αποκαλύπτει εκείνους που διαθέτουν δοκιμασμένη πίστη και αρετή. Σε άλλη του επιστολή ο Απόστολος των εθνών κάνει λόγο για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον αιρετικό: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος».(Τιτ. γ΄, 10-11).

 Η αίρεση αποκλίνει από την αποκάλυψη του Θεού. Και αποκάλυψη του Θεού είναι η εμπειρία της Πεντηκοστής, που είχαν οι θείοι Απόστολοι, που είναι το ίδιο πράγμα με την εμπειρία της θεώσεως, που έχουν οι άγιοι και η οποία είναι η επανάληψη της Πεντηκοστής παρατεινόμενη εις τους αιώνας.  Η αίρεση ανατρέπει και καταργεί την εμπειρία της Πεντηκοστής και της θεώσεως και γι’αυτό είναι θανάσιμα επικίνδυνη. Αυτό συμβαίνει, διότι η αίρεση έχει άμεση σχέση με τον τρόπο ζωής εκείνων, που την κηρύττουν. Δεν μπορεί ποτέ μια αίρεση να μεταβάλλει το δόγμα σε βίωμα, διότι πάντοτε το δόγμα της παραμένει ένα κακό βίωμα, το οποίο δεν θα είναι το βίωμα της θεώσεως. Η αίρεση είναι αίρεση, γιατί δεν οδηγεί εκεί που πρέπει να οδηγήσει. Στη σωστή δηλαδή πνευματική ζωή. Και πως άλλωστε θα μπορούσε να οδηγήσει στη σωστή πνευματική ζωή, όταν για παράδειγμα πιστεύει ο αιρετικός ότι ο Χριστός είναι κτίσμα; Με ποιον Χριστό λοιπόν θα ενωθεί ο άνθρωπος αυτός, όταν διαστρέφει, ανατρέπει και καταργεί μέσα του, την ζώσα και ενεργή παρουσία του Θεανθρώπου και πως θα γίνει θεός κατά χάριν, όταν εκείνον που θα μπορούσε να τον θεώσει, τον Χριστό δηλαδή, τον θεωρεί ένα απλό κτίσμα;

 Η αίρεση λοιπόν προέρχεται από έλλειψη ορθοδόξου βιώματος. Έλλειψη καθάρσεως και φωτισμού. Δεν αγωνίζεται ο αιρετικός να καθαρίσει τα πάθη του, δεν παλεύει κατά της αμαρτίας και δεν φωτίζεται έτσι από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.(Αλλά ακόμη κι αν κάπως αγωνίζεται και προσπαθεί, δεν θα έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα, για όσο ευρίσκεται στον χώρο της αιρέσεως). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αποκτά τη διάκριση των πνευμάτων και τη διάκριση των λογισμών. Να μην μπορεί δηλαδή να διακρίνει ποιοι από τους λογισμούς του προέρχονται από τον Θεό και ποιοι από τον διάβολο και κατά συνέπεια να διατρέχει τον κίνδυνο ανά πάσα στιγμή να πλανηθεί και να πέσει σε αίρεση, εάν υποθέσουμε, ότι ακόμη παραμένει Ορθόδοξος. Ο αιρετικός συνεπώς δεν κατέχει τη μέθοδο καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, γι’αυτό και είναι αδύνατον να μάθει κανείς από αυτόν την μέθοδο της θεώσεως. Την πορεία που χρειάζεται να διανύσει κανείς, προκειμένου να σωθεί και να γίνει άγιος.

 Αυτό συμβαίνει, διότι οι αιρετικοί αρνούνται την διδασκαλία των θεουμένων Πατέρων της Εκκλησίας, και εγκαταλείποντας την αποκαλυπτική αλήθεια, που πηγάζει από την Πατερική διδασκαλία, στηρίζονται κυρίως στη λογική και τον στοχασμό τους. Έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στη λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων. Γι’αυτό συλλαμβάνουν κάτι με τη λογική τους και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού. Αυτό σημαίνει πολύ απλά, ότι οι αιρετικοί στηρίζονται περισσότερο στην φιλοσοφία, που είναι γεμάτη από λογισμούς, στοχασμούς και φαντασίες και δεν στηρίζονται στις αποκαλύψεις του Θεού. Επειδή στηρίζονται σε φιλοσοφικές αρχές, στην πραγματικότητα αρνούνται και την διδασκαλία, που οδηγεί στη θεοπτία, δηλαδή την θέα του Θεού, την ένωση με τον Θεό.

 Οπότε αυτό τους καθιστά όχι θεολόγους-θεόπτες, αλλά φιλοσόφους-στοχαστές, οι οποίοι κυρίως με πολλή εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο νου και λόγο, προσπαθούν να μεταβάλλουν τον χριστιανισμό από ζωή,  εμπειρία, θέαση και όραση, σε φιλοσοφικοθεολογικό σύστημα, να επεκτείνουν τα όρια της πεπερασμένης ανθρωπίνης διάνοιας και λογικής στον υπερβατικό χώρο της Θεότητος, να επιχειρήσουν πέρασμα των ορίων, με εφόδια ανεπαρκή και ακατάλληλα για την πέραν των κοσμικών συνόρων υπερβατική περιοχή του Θεού, να ταξιδεύσουνε στο διάστημα, για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη εικόνα, με το αυτοκίνητο των χερσαίων συγκοινωνιών.

 Αυτό ακριβώς έγινε και με τον μεγάλο αντίπαλο του Παλαμά, τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος πίστευε, πως ο άνθρωπος θα μπορούσε να φωτίσει κατά Θεόν τη λογική του, με τη συνεχή μελέτη της θύραθεν παιδείας και τη διαρκή ενασχόληση κυρίως με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και να δει έτσι τον Θεόν στην άλλη ζωή, χωρίς τη συνδρομή της θείας χάριτος. Δια τούτο ακριβώς οι ίδιες προϋποθέσεις που εγέννησαν τις αρχαίες αιρέσεις, η υπερβολική δηλαδή εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη γνώση και σοφία και οι ίδιες συνέπειες, η αναίρεση και η καταστροφή της δυνατότητος να έλθει ο άνθρωπος σε κοινωνία με τον Χριστό και να θεωθεί, χαρακτηρίζουν και τη νέα αίρεση του Βαρλαάμ.

 Τον Βαρλαάμ ιδιαίτερα τον σκανδάλιζε ο ισχυρισμός των ορθοδόξων μοναχών, ότι οι καθαροί από τα πάθη δέχονται στην καρδιά φωτισμούς και ελλάμψεις και βλέπουν τον Θεόν ως φως. Δεν ελάμβανε υπόψιν του, πως ο ίδιος ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά, διότι αυτοί θα ιδούν τον Θεόν και ότι εις τον τηρούντα τις δεσποτικές εντολές, ο Χριστός θα εμφανίσει τον εαυτόν του, «εμφανίσω αυτώ εμαυτόν», ή ακόμα ότι στην κατάσταση του φωτισμού, το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα μας και κράζει «αββά ο Πατήρ». Ο Βαρλαάμ απολυτοποίησε, ίσως και θεοποίησε την ανθρώπινη σκέψη και λογική και δεν πρόσεξε, πως η παρεμβολή του νου, της σκέψεως και των διαλογισμών, όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή από τα πάθη και όταν ο νους και η σκέψη δεν στηρίζεται στην εμπειρία και τη γεύση της θείας χάριτος, τότε δημιουργεί απατηλό, φανταστικό κόσμο και πλάθει είδωλα. Τότε σκοτίζεται η καρδιά και οι σοφοί μετατρέπονται σε μωρούς, «φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν», ο νους γίνεται αδόκιμος και αλλάσσει την αλήθεια με το ψεύδος.

 Βεβαίως το πιο σημαντικό και επικίνδυνο στη νέα αυτή αίρεση, την αίρεση του Βαρλαάμ, που τελικά δεν ήταν και τόσο νέα, βρισκόταν στο ότι δεν ήταν απλώς μία προσωπική ετεροδιδασκαλία, αλλά πίστη και στάση απέναντι του Θεού και του ανθρώπου, που χαρακτηρίζουν μέχρι και σήμερα έναν ολόκληρο κόσμο, τον φραγκοκρατούμενο ευρωπαϊκό κόσμο. Ίσως γι’αυτό οι δυτικοί, οι παπικοί ερευνητές, βλέπουν την μετακίνηση του Βαρλαάμ από την Ορθοδοξία στον παπισμό σαν μια ειλικρινή μεταστροφή, προκειμένου να δείξουν με αυτό, ότι έχει τη δύναμη η δική τους ομολογία να προσελκύει και ορθοδόξους, κυρίως όμως για να θεμελιώσουν την άποψη, ότι η διαμάχη ανάμεσα στον Βαρλαάμ και τον άγιο Γρηγόριο ήταν ενδοοικογενειακή υπόθεση των Ορθοδόξων, στην οποία οι Δυτικοί δεν είχαν καμία ανάμειξη. Αποκρύπτουν έτσι επιμελώς το γεγονός, ότι η αινιγματική και μυστηριώδης συμπεριφορά του Βαρλαάμ, που εμφανίσθηκε αρχικά στον κόσμο της Ανατολής ως οικείος και θαυμαστής της Ορθοδοξίας, για να καταλήξει στο τέλος σε πολέμιο και συκοφάντη της, εξηγείται από το ότι στην ουσία ο Βαρλαάμ ήταν όργανο του Πάπα και πράκτορας των Δυτικών, που ήρθε στα μέρη μας υποκρινόμενος τον Ορθόδοξο, έχοντας αναλάβει να εκτελέσει συγκεκριμένη αποστολή.

 Απέτυχε όμως ο Βαρλαάμ στην αποστολή του αυτή, γιατί βρέθηκε η μεγάλη μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος διέλυσε στην κυριολεξία την επιχειρηματολογία του Καλαβρού μοναχού και λογίου της Δύσεως, προβάλλοντας έναντι του ισχνού, του ασθενικού και θαμπού φωτός της ανθρωπίνης γνώσεως, τον υπέρφωτο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που στηρίζεται στην Αυτοσοφία και στην Αυτοαλήθεια, τον ενσαρκωθέντα Λόγο του Θεού. Στον χώρο της Ανατολής εξένιζε, πολύ δικαιολογημένα, η γνώμη του Βαρλαάμ και των οπαδών του, ότι χωρίς την ανθρώπινη γνώση και σοφία, δεν μπορεί κανείς να φθάσει στην χριστιανική τελειότητα και αγιότητα και πρέπει γι’αυτό ακόμη και οι μοναχοί να επιδιώκουν τη γνώση μέχρι τέλους της ζωής τους, διότι είναι και η ανθρώπινη σοφία δώρο του Θεού και όπως ισχυρίζονταν, ταυτίζεται με τη θεία σοφία. Χρειάστηκε ο άγιος Γρηγόριος να βεβαιώσει τους ανησυχήσαντες μοναχούς, ότι μόνον η Χάρις του Θεού δημιουργεί στις καρδιές ασφάλεια και βεβαιότητα. Με τον λόγο και τη λογική δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει και να συλλάβει τα υπέρ λόγον αγαθά. Και εν τέλει αυτό που κατακτούν οι φιλοσοφικές αναζητήσεις δεν είναι η γνώση, η σταθερά και μένουσα, αλλά η αγωνία, καθώς η μία φιλοσοφική άποψη ανατρέπει την άλλη.

 ‘Αλλωστε ο ίδιος ο Χριστός το πρότυπο της χριστιανικής τελειότητος, ήταν τελείως άπειρος και αμύητος στην ανθρώπινη φιλοσοφία και γνώση. Και εάν, όπως λέγει ο άγιος, η θύραθεν παιδεία συμβάλλει όντως στην τελειότητα, τότε οι Έλληνες σοφοί θα έπρεπε να είναι θεοπτικότεροι και τελειότεροι των προφητών. Επίσης ο κορυφαίος των προφητών ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, εξ’απαλών ονύχων ζούσε στην έρημο, όπου δεν υπάρχουν βέβαια σχολεία και πανεπιστήμια. Ακόμη οι αγνοί και αγράμματοι ψαράδες, οι Απόστολοι του Χριστού, που δεν ήσαν σοφοί και επιστήμονες, με το μικρό επιτελείο τους και με πενιχρά μέσα και ασθενικές δυνάμεις, μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να κηρύξουν ανόθευτα και να διαδώσουν το ευαγγέλιο στα πέρατα της οικουμένης, ένα μέγιστο ασφαλώς σημείο και θαύμα της χάριτος και δυνάμεως του Θεού. Αυτά και άλλα πολλά λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στο σύγγραμμά του «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», τονίζοντας πως ο άνθρωπος έχασε την αρχέγονη μακαριότητα, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό της γνώσεως και δεν αρκέσθηκε στην φυλακή της καρδιάς.(Υπερ των ιερώς ησυχαζόντων 1,1, 4-6 Π. Χρήστου σ. 363-367).

 Κατά τον Βαρλαάμ ωστόσο ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει κανείς τον Θεό, είναι η σπουδή και η μάθηση της φιλοσοφίας, με την οποία καθαίρεται ο νους από την άγνοια και φωτίζεται. Γι’αυτό ο Βαρλαάμ θεωρούσε, πως οι μοναχοί χάνουν άδικα τον καιρό τους ασχολούμενοι με την νοερά προσευχή και επιδιώκοντες την θέα του φωτός. Διότι υπάρχει ένα μόνο φως και αυτό είναι το φως της γνώσεως και της μαθήσεως. Ως απάντηση στις πλάνες του Βαρλαάμ, ο άγιος Γρηγόριος υπογραμμίζει, ότι η μόνη οδός για να βρει κανείς την αλήθεια και να διατηρήσει το κατ’εικόνα, είναι η αποφυγή της αμαρτίας, η τήρηση των εντολών, η καλλιέργεια της αρετής και η επάνοδος προς τον Θεόν δια της ευχής και της αληθινής θεωρίας. Διότι όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί, χωρίς καθαρότητα, ακόμη και αν μάθει κανείς την φυσική φιλοσοφία από του Αδάμ μέχρι συντελείας και αποκτήσει όλες τις γνώσεις του κόσμου θα εξακολουθεί να είναι μωρός και όχι σοφός. (Αυτόθι 1,1,3, σ.363). Μάλιστα ο άγιος λέγει, πως πρέπει να ντρέπωνται, όσοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να μελετά κανείς δια βίου την αρχαία ελληνική παιδεία, για να φθάσει στην τελειότητα. Διότι η γνώση δεν βοηθάει στην καθαρότητα. Αντιθέτως δημιουργεί το πάθος της υπερηφανείας και της φυσιώσεως. «Η γνώσις φυσιοί», όπως τονίζει και ο Απόστολος Παύλος.

 Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τις απόψεις του Βαρλαάμ, ο άνθρωπος επικοινωνεί με το Θεό με κτιστά μέσα, με το νου μόνο και τη νόηση, τη σκέψη. Από της πλευράς δε του Θεού, ισχυριζόταν ο Καλαβρός λόγιος, πως δεν υπάρχει κάτι άκτιστο και θείο(θεωρούσε άκτιστη μόνο την θεία ουσία), το οποίο δίδεται στους ανθρώπους ως θεοποιός δωρεά.  Και αυτό διότι η Θεία Χάρις για τον Βαρλαάμ δεν είναι άκτιστη αλλά κτιστή. Έτσι λοιπόν ο δυτικοτραφής μοναχός, ενώ υπερεκτιμούσε τη φιλοσοφία, την ίδια στιγμή υποτιμούσε την ανακαινιστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος, το οποίον αναδεικνύει αγίους και εκ των αγραμμάτων, όπως ανέδειξε τους αλιείς σε Αποστόλους. Δεν εδέχετο ο Βαρλαάμ ύπαρξη ακτίστων ενεργειών στην Θεότητα, δια τούτο και θεωρούσε το φως της Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ ως κτιστό, ενώ ο αντίπαλός του Γρηγόριος Παλαμάς, διέκρινε στον Θεόν ουσία και ενέργεια, άκτιστον όμως και θεοποιόν. Ο άγιος Γρηγόριος τόνιζε εμφαντικά, πως με κτιστή ενέργεια ή χάρη, όπως εδέχετο ο Βαρλαάμ, είναι αδύνατον να σωθεί και να θεωθεί ο άνθρωπος, όπως ήταν αδύνατον να σώσουν τον άνθρωπο ο Υιός-κτίσμα και το Άγιο Πνεύμα-κτίσμα, κατά τη διδασκαλία των αρχαίων Πατέρων εναντίον του Αρείου και των Πνευματομάχων. Τον Υιόν κτίσμα απεκαλούσε ο Άρειος και το Άγιο Πνεύμα κτίσμα οι Πνευματομάχοι. Γι’αυτό και ο Παλαμάς κατηγορούσε τον Βαρλαάμ, ότι στην ουσία ανανέωνε τις αρχαίες εκείνες αιρέσεις και τις επανέφερε στο προσκήνιο.

 Ο ουμανιστής Βαρλαάμ έρριπτε το βάρος στα κτιστά μέσα, την φιλοσοφία και την γνώση και εμείωνε τον ρόλο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που την θεωρούσε και αυτήν ως κτιστό μέσο. Βλέπουμε λοιπόν εδώ, ότι η αίρεση συνίσταται στην αδυναμία να διακρίνει κανείς μεταξύ κτιστών και ακτίστων ενεργειών και ότι προέρχεται από το ότι είναι σκοτισμένος ο νους. Κτιστές είναι και οι ενέργειες του διαβόλου, που μπορεί κανείς να συγχέει με τις άκτιστες, εκείνες που προέρχονται από τον Θεό. Σε μια τέτοια κατάσταση, επειδή είναι σκοτισμένος ο νους, ο άνθρωπος θεολογεί κατά φαντασία και στοχαστικά. Ενώ η Πατερική θεολογία δεν είναι στοχαστική. Οι Πατέρες δεν στοχάζονται, αλλά πληροφορούνται εσωτερικά και βεβαιώνονται από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, με την οποία κοινωνούν, διότι εάν εστοχάζοντο, δεν θα υπήρχε αιτία κανένας να ξεφύγει από τον διάβολο. Ωστόσο οι άγιοι αποδεικνύουν, ότι μπορεί κανείς να ξεφύγει από τα τεχνάσματα του διαβόλου. Όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος θεολογεί με βάση την πείρα και τα συγγράμματα των προ αυτού Πατέρων, καθώς και την προσωπική του θεωτική εμπειρία, την προσωπική του συνάντηση με τον Θεό. Ενώ ο Βαρλαάμ που στοχάζεται, γιατί δεν έχει προσωπική πείρα και γεύση από τα θεία, καθώς αν είχε γευθεί τον Χριστό, θα γνώριζε εμπειρικά, ότι η θεία χάρις για παράδειγμα, είναι άκτιστη και όχι κτιστή και ότι η ουσία του Θεού είναι απερίγραπτη,  απρόσιτη και αμέθεκτη, δεν μπορεί να διακρίνει τις παγίδες του διαβόλου και εν τέλει  γίνεται παίγνιο του σατανά.

 Έτσι λοιπόν εξάγουμε το συμπέρασμα, ότι η διδασκαλία των Πατέρων, που είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι αληθινή, γιατί έχει επιτυχία, αφού οδηγεί τους ανθρώπους στη σωτηρία, τον αγιασμό και την θέωση και επιβεβαίωση αυτής της εμπειρίας, είναι μεταξύ των άλλων τα ιερά λείψανα. Τα τεθεωμένα κατά χάριν σώματα των κεκοιμημένων αγίων. Η χάρις του Χριστού αγκαλιάζει μέχρι και τα σώματα και αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει στα ιερά λείψανα. Στην Ορθοδοξία επομένως υπάρχουν θεραπευτικά αποτελέσματα, υπάρχει θεραπεία, διότι υπάρχει η ορθή θεολογία και επομένως και η ορθή μεθοδολογία για να φτάσει κανείς στην θεραπεία. Ενώ στην αίρεση καταργείται αυτομάτως η διδασκαλία της Εκκλησίας περί θεώσεως και περί φωτισμού και έτσι καταστρέφεται η ευκαιρία της θεραπείας. Οπότε η αίρεση είναι αίρεση, διότι σε αυτήν δεν υπάρχει επιτυχία, δηλαδή θεραπεία. Δεν χαριτώνεται ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει, πως οι άγιοι με τους αγώνες τους κατά των αιρετικών, επεδίωκαν να αφήσουν ανοιχτούς τους ουρανούς, που τους έκλειναν οι αιρετικοί με την παρεμβολή των ανθρωπίνων συστημάτων τους, για να διασφαλίσουν στον άνθρωπο(οι άγιοι) τη δυνατότητα να υπερβεί τη φύση του και την κοσμική του οντότητα, να μετάσχει της θείας φύσεως και να θεωθεί.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΨΥΧΩΝ

 Η Εκκλησία σύμφωνα με την περιγραφή των Πατέρων είναι ένα πνευματικό νοσοκομείο, ένα νοσοκομείο ψυχών. Οι άνθρωποι νοσούν από την αρρώστια της αμαρτίας. Ο νοσών άνθρωπος αποκαθίσταται στη φυσιολογική του κατάσταση, όταν οδηγείται υπό του Παρακλήτου εις πάσαν την αλήθειαν, δηλαδή στην θέα του Χριστού. Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την δόξαν του Θεού δεν είναι φυσιολογικοί. «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ’,23). Άρα λοιπόν και ο Απόστολος Παύλος αναγνωρίζει εδώ, πως υπάρχει στον άνθρωπο μια κατάσταση στερήσεως, μια καθοριστική έλλειψη, που πρέπει να αναπληρωθεί. Η στέρηση της δόξας του Θεού. Ο μόνος άνθρωπος που γεννήθηκε στη φυσιολογική του κατάσταση είναι ο Κύριος της Δόξης και Θεάνθρωπος Ιησούς.

 Η Εκκλησία των Αποστόλων και των Πατέρων δεν ησχολείτο με τον Θεόν μέσω στοχασμών και αφηρημένων σκέψεων περί Αυτού. Και τούτο, διότι ο Θεός παραμένει μυστήριο στη λογική και εκείνων ακόμη στους οποίους αποκαλύπτει την εν Χριστώ δόξαν και βασιλείαν Του. Η μόνη απασχόληση των προφητών, αποστόλων και πατέρων ήταν τα τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως: η κάθαρση και θεραπεία της καρδιάς από τα πάθη, ο φωτισμός της υπό του Αγίου Πνεύματος, όταν και η καρδιά καθίσταται ναός του Παρακλήτου και τέλος η θέα του Χριστού εν δόξη πρόσωπον προς πρόσωπον, κατά την εμπειρία της θεώσεως, που αλλοιώς λέγεται και δοξασμός, γιατί η ανθρωπίνη ύπαρξη, καταυγάζεται από το φως της θεϊκής δόξης και ζει μέσα στη δόξα του Χριστού.

 Η αρρώστια της ανθρωπίνης προσωπικότητος συνίσταται στην εξασθένιση της κοινωνίας της καρδιάς με την δόξα του Θεού και την υποδούλωσή της στον κόσμο, δια του κατακλυσμού της υπό των εξηρτημένων από το περιβάλλον λογισμών. Ο νους και η καρδιά διαχέονται στο περιβάλλον και σκέπτονται εμπαθώς πολλά και διάφορα και εν τέλει αιχμαλωτίζονται από τις σκέψεις και εξαρτώνται δουλικώς από τους ποικίλους λογισμούς. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεόν κατά την εικόνα του νοσούντος εαυτού του ή ακόμη και των ζώων. Έτσι ο έσω άνθρωπος υφίσταται τον πνευματικό θάνατο. Αυτό σημαίνει, ότι η αγάπη υποδουλώνεται στο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, το οποίο την παραμορφώνει και την μεταμορφώνει σε εγωκεντρική και ιδιοτελή ενέργεια, υποβαθμισμένη σε απλή αναζήτηση επιβιώσεως, ασφαλείας και ευτυχίας.

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

 Αυτή η κατάσταση σημαίνει, ότι ο άνθρωπος νοσεί. Και επειδή ο λόγος γίνεται περί αρρώστιας και περί θεραπείας, αυτό συνεπάγεται, ότι η Εκκλησία χρειάζεται γιατρούς, κατά το πρότυπο του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων Ιησού Χριστού. Όπως είναι ευνόητο τον ρόλο του γιατρού στην Εκκλησία τον επωμίζονται οι πνευματικοί πατέρες, οι γέροντες και οι επίσκοποι. Ότι πάνω κάτω ισχύει για έναν γιατρό της ιατρικής επιστήμης, τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τους γιατρούς στη θεολογική επιστήμη. Ένας πραγματικός γιατρός δεν είναι εκείνος που απλώς διαβάζει πολλά ιατρικά βιβλία, αλλά εκείνος που έχει μεν αποφοιτήσει από την ιατρική σχολή ενός Πανεπιστημίου, συγχρόνως όμως έχει μαθητεύσει για ένα χρονικό διάστημα κοντά σε έναν πεπειραμένο καθηγητή αποδεδειγμένης ικανότητος να θεραπεύει αρρώστους. Έτσι και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ένας θεολόγος και διδάσκαλος πριν αρχίσει να θεραπεύει και να διδάσκει, θα πρέπει πρώτα να έχει μαθητεύσει κοντά σε έναν έμπειρο και σοφό γέροντα και διδάσκαλο, ο οποίος να γνωρίζει πως να θεραπεύει, έχοντας ο ίδιος περάσει από τα τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως: την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.

 Είναι γνωστό όμως ότι στην αίρεση, στον δυτικό χριστιανισμό, καταργήθηκαν τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, με τη χρήση της λογικής και του στοχασμού και χάθηκε ο ησυχαστικός τρόπος ζωής. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι απλώς να εντοπισθούν οι διαφορές και οι ετεροδιδασκαλίες, αλλά να επανέλθει αυτός ο ησυχαστικός-θεραπευτικός τρόπος ζωής. Διότι δεν πρόκειται απλά για διαφορά στην ορολογία, αλλά για διαφορά στον τρόπο της θεραπείας. Αυτό σημαίνει, ότι οι λέξεις και οι έννοιες κουβαλούν μέσα τους την θεραπεία ή την αρρώστια της ανθρωπίνης προσωπικότητος, αναλόγως με το αν είναι ορθόδοξες ή αιρετικές. Το θέμα δηλαδή δεν είναι απλά και μόνον θεολογικό, αλλά καθαρά επιστημονικό, όπως θα δούμε και παρακάτω. Είναι θέμα θεραπείας δηλαδή. Όταν για παράδειγμα υπάρχουν πολλοί γιατροί, που ισχυρίζονται, ότι ο καθένας από αυτούς γνωρίζει το φάρμακο της θεραπείας του καρκίνου, είναι επόμενο, ότι πρέπει να ερευνήσουμε, να δοκιμάσουμε και να διαπιστώσουμε ποιος από αυτούς μπορεί όντως να θεραπεύσει τον καρκίνο.

 Έρχεται λοιπόν ο Αγγλικανός γιατρός και ισχυρίζεται: «εγώ πιστεύω ότι και οι τρεις θεραπεύουν τον καρκίνο. Και οι προτεστάντες και οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι». Έρχεται ο Παπικός και λέγει: «τον καρκίνο αυτόν τον θεραπεύουν μόνον όσοι δέχονται το πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα της Ρώμης, μόνον αυτοί οι γιατροί θεραπεύουν αυτόν τον καρκίνο». Μετά έρχεται ο άλλος και λέει: «μόνον ο Προτεστάντης γιατρός είναι ικανός να θεραπεύσει τον καρκίνο». Και τέλος υπάρχει και ένας Ορθόδοξος ο οποίος τονίζει ότι: «μόνον ο Ορθόδοξος γιατρός θεραπεύει τον καρκίνο». Εμείς βεβαίως το ξέρουμε και το γνωρίζουμε βιωματικά και το πιστεύουμε αταλάντευτα, πως μόνον ο Ορθόδοξος γιατρός μπορεί να θεραπεύει. Αυτό σημαίνει, πως όσο κι αν εξετάσουμε, ποιος πραγματικά θεραπεύει τον άνθρωπο, ποιος μπορεί να οδηγήσει τον χριστιανό στην θέωση και στην κοινωνία με τον Θεό, θα διαπιστώσουμε πως από τους γιατρούς, που ανήκουν στον αιρετικό δυτικό χριστιανισμό, κανένας δεν μπορεί να θεραπεύσει  τον άνθρωπο και να τον σώσει.

 Στην αίρεση λοιπόν δεν θεραπεύεται ο νους του ανθρώπου, ενώ στην Ορθοδοξία υπάρχει θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος και απόδειξη είναι οι άγιοι, οι οποίοι είναι οι κατ’εξοχήν υγιείς. Όποιος δεν είναι άγιος, απλούστατα πάσχει στο θέμα της υγείας, δεν είναι υγιής, αλλά είναι άρρωστος πνευματικά. Οι αιρετικοί είναι κάτι αντίστοιχο με τους κομπογιαννίτες, οι οποίοι υπόσχονται κάποια ζωή μετά θάνατον, διότι αυτή είναι μια υπόσχεση, που κανείς δεν μπορεί να διαπιστώσει από την παρούσα ζωή, κατά πόσον αληθινό είναι το περιεχόμενό της. Γι’αυτό σε αυτήν εδώ την ζωή δεν δίνουν θεραπεία στους πιστούς τους, γιατί δεν μπορούν, ούτε προσφέρουν τίποτε παραπάνω από μία επιπλέον δεισιδαιμονία. Οι αιρέσεις είναι σαν όλες τις άλλες θρησκείες, που καμία σχέση δεν έχουν με την αληθινή πίστη. Δια τούτο και όλες οι υποσχέσεις και ελπίδες τους, είναι φρούδες, μάταιες και ψεύτικες και έχουν ως σκοπό να εξαπατήσουν τους οπαδούς των.

 Αιρετικός είναι εκείνος του οποίου τα δόγματα δεν είναι ορθόδοξα. Έτσι τα αιρετικά δόγματα δεν του επιτρέπουν να φθάσει στην κάθαρση και τον φωτισμό. Ενώ η Ορθοδοξία αντιθέτως προσφέρει την θεραπεία της νοεράς ενέργειας. Νοερά ενέργεια είναι η ενέργεια που υπάρχει στο κέντρο της ψυχής, στον νου και την καρδιά και αποτελεί το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος συνεργούσης της θείας χάριτος, μετά από επίπονη και μακρόχρονη άσκηση, φθάνει στον φωτισμό και την θέωση. Άρα λοιπόν για τους Ορθοδόξους υπάρχει η δυνατότητα να θεραπευθούν, ενώ οι αιρετικοί παραμένουν αθεράπευτοι. Στην ιατρική επιστήμη οι γιατροί ανήκουν στον ιατρικό Σύλλογο. Εάν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού και δεν θεωρείται νόμιμος. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μια συνεχής δοκιμασία. Διότι εάν παρεκτραπεί κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκηση του επαγγέλματός του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίον ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος.

 Το ίδιο όμως συμβαίνει και στην Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή, δηλαδή, ή η αποκοπή κάποιου μέλους της, ονομάζεται αφορισμός. Όταν πρόκειται περί εκκλησιαστικού αξιώματος, ονομάζεται καθαίρεσις. Οι αιρετικοί λοιπόν αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως σε έναν ψευτογιατρό δεν είναι δυνατόν να του επιτραπεί να θεραπεύει, έτσι και στην Εκκλησία, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε έναν αιρετικό να θεραπεύει τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι ο αιρετικός δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να θεραπεύει. Γι’αυτό και τον αιρετικό τον καταδικάζει η Εκκλησία, προκειμένου να μην προσέχει κανείς αυτά που λέει, διότι όποιος ακολουθήσει τον δρόμο που χαράσσει ο αιρετικός με αυτά που κηρύττει, δεν πρόκειται να φθάσει ποτέ από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση. Γιατί εκείνος που βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού, δεν εκστομίζει τις ανοησίες ενός πλανεμένου. Το Άγιο Πνεύμα τον φωτίζει και όσα λέγει είναι θεόπνευστα και αληθινά. Στη σημερινή όμως εποχή, ακόμη και πολλοί από τους Ορθοδόξους δεν είναι στην κατάσταση του φωτισμού. Έτσι λοιπόν ψευτογιατροί μπορεί να υπάρχουν και ανάμεσα στους Ορθοδόξους, που δεν έχουν ιδέα από πνευματική ζωή και δεν διαθέτουν στάλα ορθοδόξου βιώματος, διότι δεν επιθυμούν τουλάχιστον να είναι επόμενοι τοις θείοις Πατράσι, αλλά χαράσσουν την δική τους ολέθρια πορεία, μακριά από τη νηπτική παράδοση και την διδασκαλία των Πατέρων, την οποίαν πολλές φορές λόγοις φαίνεται να ακολουθούν, αλλά έργοις πόρρω απέχουν αυτής.       

ΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Εάν μη τι άλλο, ένας από τους στόχους της ομιλίας αυτής, είναι να δείξουμε, ότι η ορθόδοξη θεολογία, η θεολογική επιστήμη, ανήκει όχι στις θεωρητικές επιστήμες, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στις θετικές. Ναι καλά ακούσατε, η ορθόδοξη θεολογία ανήκει στις θετικές επιστήμες, αλλοιώς δεν θα ήταν ορθόδοξη. Στις θεωρητικές επιστήμες ανήκει η θεολογία  των αιρετικών(αν και δεν μπορείς να την πεις επιστήμη), οι οποίοι ομιλούν θεωρητικά και στοχαστικά και με πολύ φαντασία, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τα επιστημονικά δεδομένα, περισσότερο φιλοσοφούν, παρά θεολογούν και δίχως κανείς να μπορεί να επαληθεύσει τα λεγόμενά τους.

 Ενώ η ορθόδοξη θεολογία, είναι ακριβώς όπως η φυσική και η χημεία, η ιατρική και η αστρονομία, καθώς αυτό που περιγράφει, μπορεί κανείς να το επαληθεύσει και να επιβεβαιώσει, ότι είναι πραγματικό, μέσα από την εμπειρία και την παρατήρηση. Πείραμα, εμπειρία και παρατήρηση στις θετικές επιστήμες, αλλά δοκιμή, εμπειρία και παρατήρηση και στην ορθόδοξη θεολογία. Και ποια βεβαίως είναι η εμπειρία, που μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να δοκιμάσει στην Ορθοδοξία, άλλη από τον φωτισμό και την θέωση; Ο θεούμενος άγιος είναι η απόδειξη και έχει την εμπειρία, που μπορεί να επαληθεύσει και να επιβεβαιώσει τα κείμενα και την διδασκαλία της ορθοδόξου θεολογίας. Αυτή η ένωση με τον Θεό και η γεύση Χριστού που βιώνουν οι άγιοι είναι τα επιστημονικά δεδομένα της Ορθοδοξίας. Γι’αυτό στη θεολογία δεν μπορεί να λέει κανείς ότι θέλει χωρίς κανένα έλεγχο. Τα λεγόμενά του θα πρέπει να βασίζονται πάνω στα επιστημονικά δεδομένα της θεολογικής επιστήμης. Όπως δεν μπορεί καθένας να λέει ότι θέλει στις επιστήμες της φυσικής και της χημείας και τις άλλες θετικές επιστήμες, το ίδιο ισχύει και για την θεολογία.

 Αυτά είναι τα σωστά θεμέλια για την ορθόδοξη Παράδοση. Το να γινόμαστε άγιοι ή τουλάχιστον να ακολουθούμε τους αγίους. Δεν μπορεί να λέμε και να κάνουμε, ότι θέλουμε. Εάν δεν υπήρχαν τέτοια θεμέλια και δεν μπορούσαν να ελεγχθούν οι ισχυρισμοί των Ορθοδόξων, τότε όλα όσα διδάσκει η Ορθόδοξη θεολογία, θα ήσαν αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Όπως ακριβώς συμβαίνει στον χώρο της αιρετικής θεολογίας. Πρέπει δηλαδή να υπάρχουν απτά σημεία, που να δείχνουν και να φανερώνουν, ότι είναι σωστή η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και αυτά τα απτά σημεία είναι η εμπειρία των αγίων, που αποδεικνύει την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως. Αλλιώς σε τι θα διέφερε η Ορθόδοξη θεολογία από τις θρησκείες του κόσμου; Και όπως ένας Ορθόδοξος θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να απαρνείται το κύρος των διαφόρων θρησκευμάτων, και να τα θεωρεί γελοία κατασκευάσματα των δαιμόνων, κατ’αυτόν τον τρόπο και τα άλλα θρησκεύματα θα είχαν το δικαίωμα να το κάνουν εξ’επόψεως επιστημονικής. Τώρα όμως και να το κάνουν, δεν δικαιώνονται από τα πράγματα, σε ό,τι αφορά βεβαίως την Ορθόδοξη διδασκαλία.

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ

 Η Ορθόδοξη πατερική θεολογία λοιπόν μοιάζει με τη σημερινή βιολογία, μικροβιολογία, αστρονομία κ.ο.κ., καθώς όπως και στις ως άνω επιστήμες, συνεχίζεται εμπειρικά η παράδοσή τους, έτσι και στην θεολογική επιστήμη, συνεχίζεται εμπειρικά η παράδοση της Εκκλησίας. Η εμπειρία συνίσταται στο ότι οι Ορθόδοξοι πιστοί συνεχίζουν να θεραπεύονται, συνεχίζουν να σώζονται, συνεχίζουν να αγιάζουν. Τουλάχιστον υπάρχει η δυνατότητα αυτή, αποτεθησαυρισμένη στην κιβωτό της σωτηρίας και του αγιασμού. Οι θεόπτες μάλιστα, εκείνοι δηλαδή που φθάνουν στη θέωση και βλέπουν τον Θεό, ομοιάζουν με τους επιστήμονες αστρονόμους, που εξετάζουν τον έναστρο ουρανό και ανακαλύπτουν αστέρια, που είναι αθέατα στον γυμνό οφθαλμό, χρησιμοποιώντας τα τηλεσκόπια. Και ό,τι βλέπουν από τα τηλεσκόπια, το καταγράφουν στα συγγράμματά τους. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι άγιοι.

 Η θεοπτία, η θέα της αρρήτου θεϊκής πραγματικότητος, της αθέατης στον γυμνό οφθαλμό, γίνεται με ένα ειδικό όργανο, που είναι ο νους, ο οποίος φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και πλημμυρίζει από την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Οι θεόπτες βρίσκονται στον φωτισμό και φθάνουν στη θέωση. Μετέχουν του Φωτός και βλέπουν ως Φως τον Θεάνθρωπον της Αγάπης Ιησούν. Έπειτα καθοδηγούν τους ανθρώπους με βάση αυτή την εμπειρία. Ομοιάζουν στο σημείο αυτό με τους αστρονόμους, οι οποίοι βλέπουν τα αστέρια, τα οποία είναι αθέατα στον γυμνό οφθαλμό, με την βοήθεια ειδικών οργάνων που λέγονται τηλεσκόπια. Επίσης και όποιος θέλει να επιβεβαιώσει τις παρατηρήσεις των αστρονόμων, πρέπει να χρησιμοποιήσει τα ίδια όργανα. Αυτό σημαίνει, ότι όποιος χριστιανός επιθυμεί να επαληθεύσει την πείρα των θεοπτών αγίων, πρέπει ωσάν και εκείνους να αποκτήσει φωτισμένο νου, ο οποίος είναι το τηλεσκόπιο των θεουμένων.

  Η παλιά αστρονομία λεγόταν αστρολογία, αλλά σήμερα εδώ υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ αστρονομίας και αστρολογίας. Η αστρονομία είναι μία επιστήμη, που βασίζεται μόνον στην εμπειρία, μόνον στην παρατηρητικότητα. Αντίθετα η αστρολογία, που δεν είναι επιστήμη, βασίζεται και στην παρατήρηση αλλά και στον στοχασμό. Στον τομέα όμως της παρατηρήσεως δεν ήταν και δεν είναι επαρκής, διότι χρησιμοποιούσε το γυμνό μάτι και δεν είχε υπ’όψη την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ή να κατασκευάσει επιστημονικά όργανα, για να υποβοηθήσουν αυτά τα όργανα και να κάνουν τα μάτια του ανθρώπου και την παρατηρητική του ικανότητα ισχυρότερη, ώστε να βλέπει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματικότητα. Ο αστρονόμος χρησιμοποιεί τα μάτια και τις αισθήσεις του, αλλά ενισχυμένα από όργανα, τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος έχει εφεύρει. Η αστρολογία όμως χωρίς αυτά τα όργανα, με φαντασιώδεις στοχασμούς και την όποια υποτυπώδη παρατήρηση, θεωρεί ότι μπορεί και να θρησκεύει και να προφητεύει ακόμα και το μέλλον και να λατρεύει και να εξηγεί διάφορα φαινόμενα κ.ο.κ. Οπότε, η αστρολογία ξεφεύγει πλέον από τα όρια της ελεγχόμενης επιστήμης, βάσει της εμπειρίας και των πειραμάτων και ταυτίζεται με την δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία. Και ενόσω δεν ντρέπονται οι φίλοι της αστρολογίας να χαρακτηρίζουν ως θρησκοληψία, τις διάφορες εκδηλώσεις της Ορθοδοξίας, την ίδια στιγμή παρουσιάζουν στα τηλεοπτικά κανάλια τις αστρολογικές προβλέψεις με κάθε επισημότητα και λαμπρότητα και με μεγάλη επιτηδειότητα και επίπλαστο ενδιαφέρον. Και κάθεται ο σύγχρονος άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνος, ο δήθεν προοδευτικός  και μορφωμένος, ενώ αρνείται την Ορθοδοξία και την αλήθειά της και ακούει με ευλάβεια και ασπάζεται με προσήλωση τις αστρολογικές ανοησίες, που ο διάβολος εξαπατώντας τις μάζες, προσπαθεί να τις πραγματώσει, όταν έτσι τον συμφέρει.

 Αυτό που έχουμε λοιπόν να πούμε εν προκειμένω, είναι ότι οι αιρετικοί ομοιάζουν με τους αστρολόγους, οι οποίοι δεν έχουν ασφαλή κριτήρια για αυτά που λένε και ούτε επιτυχία, γιατί βαδίζουν με τον στοχασμό και τη φαντασία. Ενώ όταν υπάρχουν αμφιβολίες περί των συγγραμμάτων της αστρονομίας, τότε παίρνουμε τα τηλεσκόπια, και με τα τηλεσκόπια επιβεβαιώνουμε την ερμηνεία τη σωστή περί των βιβλίων της αστρονομίας. Ελέγχουμε με τα τηλεσκόπια και καταλαβαίνουμε ποια είναι η έννοια των γραφομένων και η ορθή ερμηνεία. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ορθόδοξη θεολογία. Όταν αμφιβάλλουμε για την έννοια των γραφομένων της Αγίας Γραφής ή των πατερικών συγγραμμάτων, παίρνουμε το τηλεσκόπιο, τον φωτισμένο νου δηλαδή και με την βοήθεια του Χριστού και την πλούσια χάρη του, αντιλαμβανόμαστε τη σωστή ερμηνεία. Εάν εμείς δεν διαθέτουμε τηλεσκόπιο-φωτισμένο νου, προστρέχουμε στους αγίους, (στην δια ζώσης επικοινωνία ή στη μελέτη της διδασκαλίας τους), οι οποίοι με τη θεία έμπνευσή τους, μας εξηγούν τα γραφόμενα και μας δίνουν τις κατάλληλες απαντήσεις. Όταν όμως χάνονται οι αστρονόμοι-θεόπτες, και τα τηλεσκόπια-φωτισμένος νους και η θέωση, τότε παρερμηνεύονται και τα κείμενα. Τότε οι αστρονόμοι μετατρέπονται σε αστρολόγους, που φαντάζονται τα αστέρια ή στοχάζονται πάνω σε αυτά. Έτσι και οι αιρετικοί. Φαντάζονται τα θεία και τα μεταπλάθουν κατά τας ιδίας επιθυμίας. Αυτό σημαίνει πως οι αληθινοί θεολόγοι είναι οι θεόπτες, που ομοιάζουν με τους αστρονόμους. Όταν όμως θεολογούν χωρίς φωτισμένο νου, χωρίς τηλεσκόπιο, αλλά με τον στοχασμό και τη φαντασία, τότε μετατρέπονται σε στοχαστές-σχολαστικούς, όπως οι παπικοί για παράδειγμα, δηλαδή σε αστρολόγους, που δεν διαθέτουν το κατάλληλο όργανο.

 Ακόμη και αν χάνονταν όλα τα βιβλία περί αστρονομίας, θα μπορούσαν με την παρατήρηση μέσα από τα τηλεσκόπια να γραφούν ξανά από την αρχή. Το ίδιο έχει λεχθεί και για την Ορθόδοξη θεολογία. Ακόμη δηλαδή και αν χάνονταν τα βιβλία της Αγίας Γραφής και των πατέρων και όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας, θα μπορούσαν όλα να ξαναγραφούν από την αρχή, αρκεί μόνον να συνέχιζαν να υπάρχουν άγιοι. Ενώ αντιθέτως αν εκλείψουν οι άγιοι και φωτισμένοι νόες από την οικουμένη και επικρατήσει το σκοτάδι και η άγνοια περί Θεού, έστω κι αν συνεχίσουν να υπάρχουν τα εκκλησιαστικά βιβλία, ποιος θα δώσει την ορθή ερμηνεία και το θεολογικό βάθος της Αγίας Γραφής και των λοιπών κειμένων της Εκκλησίας; Οι αιρετικοί βεβαίως μοιάζουν και σε ένα άλλο σημείο με τους αστρολόγους. Καθίστανται λαοπλάνοι και γητευτές των μαζών, διότι φαίνονται καλοσυνάτοι, καλοί άνθρωποι και κυρίως διότι λένε ωραιολογίες και χαϊδεύουν τα αυτιά των ακροατών τους, γιατί τους λένε συνήθως αυτά που θέλουν να ακούσουν και κνήθουν(γαργαλάνε) την ακοή, καμουφλάρωντας τις αιρέσεις τους μέσα σε ωραία λόγια. Και πολλοί πείθονται και τους ακολουθούν, γιατί τους φαίνονται πολύ ευχάριστα, ίσως και εύκολα μερικές φορές, χωρίς ιδιαίτερο προσωπικό κόστος, αυτά που ακούνε.

ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

  Οι αιρετικοί λοιπόν, που έχουν καταδικασθεί ή έχουν οι ίδιοι απομακρυνθεί από την Εκκλησία, δεν ανήκουν στο Σώμα της Εκκλησίας. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον δεν συμπροσεύχονται οι Ορθόδοξοι με τους ετερόδοξους-αιρετικούς. Η Εκκλησία βεβαίως προσεύχεται για όλους τους ανθρώπους επί της γης. Προσεύχεται επομένως και για τους αιρετικούς, συλλογικά και όχι ονομαστικά, προκειμένου να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Πίστη. Στην θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου υπάρχει η προσευχή: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου, καθολική και αποστολική Εκκλησία». Μπορούμε λοιπόν να προσευχηθούμε για τους αιρετικούς, υπό κάποιες προϋποθέσεις, προκειμένου να τους ελεήσει ο Χριστός και να μετανοήσουν, όχι όμως να συμπροσευχόμαστε μαζί τους. Διότι εφόσον δεν συμπροσευχόμαστε από κάποιο σημείο και μετά στη θεία Λειτουργία με τους κατηχουμένους, δεν συμπροσευχόμαστε και δεν είμαστε κοινωνικοί με τους αφορισμένους, δεν συμπροσευχόμαστε με αυτούς που είναι στην τάξη των μετανοούντων, πολλώ δε μάλλον, δεν μπορούμε να συμπροσευχηθούμε με τους αιρετικούς. Αυτό συμβαίνει, διότι η Εκκλησία πάντοτε προσεύχεται στην λατρεία και στα Μυστήρια ως Σώμα και οι αιρετικοί λόγω της αλλοτριωμένης πίστης τους, είναι ξένο σώμα για την Εκκλησία.

 Σε ότι αφορά την Οικουμενική κίνηση και τις προσπάθειες που καταβάλλει για την ένωση όλων των λεγομένων χριστιανών, των διαφόρων Ομολογιών. Για να αντιληφθούμε το αστείο του πράγματος, ας υποθέσουμε ότι το θέμα ανάγεται σε προσπάθεια ένωσης αστρονόμων και αστρολόγων. Όπως είπαμε πιο πάνω οι αστρονόμοι είναι στη θέση των Ορθοδόξων και οι αστρολόγοι στη θέση των ποικιλώνυμων αιρετικών. Είναι δυνατόν να γινόταν ποτέ κάποια σοβαρή προσπάθεια, από πλευράς επί παραδείγματι των πολιτικών αρχηγών και των ιθυνόντων, προκειμένου η αστρολογία να ενωθεί με την αστρονομία; Και να γίνουν μία επιστήμη, οι αστρονόμοι με τους αστρολόγους, με ενιαίους επιστήμονες και μια ενιαία διοίκηση; Νομίζω πως ποτέ κανείς στη σημερινή εποχή, δεν θα φανταζότανε την ιδέα, ότι πρέπει να υπάρχει μια οικουμενική κίνηση για την ενότητα των αστρονόμων και των αστρολόγων.

 Το ίδιο θα συνέβαινε και στην ιατρική επιστήμη. Θα μπορούσε ποτέ να φαντασθεί κανείς να γίνει μια ένωση γιατρών, που έχουν τελειώσει ένα σωρό πανεπιστήμια, που έχουν σπουδάσει καλά την ιατρική επιστήμη, με κάποιους ας πούμε γιατρούς, που δεν έχουν τελειώσει ούτε το γυμνάσιο, αλλά έχουν αποκτήσει την ιατρική τους ιδιότητα από κάποιο σύστημα μαγείας; Να ενωθούν δηλαδή επιστήμονες γιατροί με βουδιστάς σατανολάτρες της νέας εποχής με δήθεν ιαματικά χαρακτηριστικά και ιατρούς μάγους της Αφρικής, που χορεύουν περίεργους χορούς και επικαλούνται πνεύματα; Και να θεωρούμε ότι αυτοί μέσω της μαγείας θεραπεύουν αρρώστους; Έτσι λοιπόν τα δύο αυτά παραδείγματα της μη δυνατότητος ενώσεως και δημιουργίας ενός Συλλόγου, μεταξύ αστρονόμων και αστρολόγων και μεταξύ ιατρών και μάγων, δείχνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένωση μεταξύ Ορθοδόξων, που γνωρίζουν τον αληθινό τρόπο θεραπείας του ανθρώπου και των αιρετικών, που δεν γνωρίζουν και δεν μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο. Είναι τελείως αντι-επιστημονικό, το να ενώσουμε δύο επιστήμες με διαφορετική μεθοδολογία και σκοπό, πολλώ δε μάλλον, όταν η μία από τις δύο δεν είναι καν επιστήμη. Από την άλλη μεριά είναι ακόμη χειρότερο στην επιστήμη της ιατρικής και της θεολογίας, εάν μία μέθοδος θεραπεύει και η άλλη μέθοδος όχι μόνον δεν θεραπεύει, αλλά και προκαλεί και μεγάλη ζημία στην υγεία. Δεν είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να ενωθούν ο Ιατρικός Σύλλογος των Ορθοδόξων με τους κομπογιαννίτες και απατεώνες ψευτογιατρούς των αιρετικών.

 Και αυτό πολλώ δε μάλλον, όταν οι Δυτικοί έφθασαν στο σημείο να θεωρήσουν τον Πάπα αλάθητο ως θεσμό και κατήργησαν την μέθοδο που οδηγεί τον άνθρωπο στην απλανή θεολογία. Πως μπορεί τότε ο Πάπας να έχει το αλάθητο, όταν δεν υπάρχει η απλανής θεολογία που θα τον οδηγήσει εκεί; Απλανής είναι αυτός που φθάνει στη θέωση. Και πως να καθαρίσουν την καρδιά τους από τα πάθη οι Λατίνοι, όταν τους διακρίνει ένα τόσο έντονα εωσφορικό πνεύμα, αλλά και πως να θεωθούν, όταν εκ των πραγμάτων πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα είναι δουλικό υποχείριο των δύο άλλων υποστάσεων, καθώς λένε ότι εκπορεύεται και εκ του Υιού; Δεν θα είχαμε αντίρρηση να δεχθούμε, υπό προϋποθέσεις το «αλάθητο» του Πάπα και του οποιουδήποτε ανθρώπου, εφ’όσον εξακριβώναμε ότι ο Πάπας βρίσκεται σε κατάσταση θεώσεως(όπως δεχόμαστε τους αγίους, όταν είναι στην κατάσταση του φωτισμού και της θεοπτίας, που τα λόγια τους είναι όντως απλανή, αλάθητα και θεόπνευστα, ως προερχόμενα εξ’Αγίου Πνεύματος). Οπότε ό,τι και να έλεγε, θα ήταν απλανές. Όταν όμως ο Πάπας δεν ξέρει καν τι είναι η νοερά προσευχή και δεν ξέρει ούτε την πράξη ούτε την γνώση περί της υπάρξεώς της, πως να δεχθούμε τον Πάπα ως αλάθητο; Συν τοις άλλοις ακόμη και οι θεούμενοι άγιοι, μπορεί να είναι σχετικά αλάθητοι, διότι και αυτοί ως άνθρωποι έχουν σφάλει ή μπορεί να σφάλουν και επομένως απολύτως αλάθητος και απλανής είναι μόνον, ο μόνος αναμάρτητος Κύριος. Είναι όμως αλήθεια, ότι στην κατάσταση της θεώσεως, γίνεται κανείς απλανής και αλάθητος.

 Ο Απόστολος Πέτρος ασφαλώς, όταν μετείχε στην Πεντηκοστή μαζί με τους άλλους Αποστόλους, ήταν αλάθητος. Ο Πάπας όμως δίχως να είναι θεούμενος, από μια χειροτονία και μόνο, που και αυτή δεν είναι Ορθόδοξη, διότι πλέον πραγματοποιείται μέσα στην αίρεση, δεν μπορεί να είναι αλάθητος. Η άποψη αυτή συνιστά παραλογισμό και έκσταση φρενών. Οι αιρετικοί άλλωστε δεν έχουν το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, που θα τους έκανε όντως θεολόγους, ώστε να μην κάνουν λάθη όταν θεολογούν περί των ενεργειών των δαιμόνων και των ενεργειών των κτισμάτων, αλλά και των ακτίστων θείων ενεργειών.

Εν τέλει σε ότι αφορά την μεθοδολογία, οι Παπικοί συνιστούν στους οπαδούς τους να κάνουν καλά έργα για να δουν τον Θεό στην άλλη ζωή και να σωθούν. Γι’αυτό και απέρριψαν τη νηπτική-ησυχαστική παράδοση, διότι θεωρούν, ότι δεν χρήζουν θεραπείας. Οι Προτεστάντες αισθάνονται αναγεννημένοι από τον Θεό και γι’αυτό δεν έχουν θεραπευτική αγωγή. Οι Ορθόδοξοι όμως γνωρίζουν, ότι πρέπει να θεραπευθούν από αυτή τη ζωή, με τη Χάρη του Χριστού και με τη δική τους συνέργεια, για να συναντήσουν τον Θεό ως θεραπευμένοι και αυτή η συνάντηση να γίνει γι’αυτούς Παράδεισος και όχι Κόλαση. Σε αυτό συνίσταται η θεραπεία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος φθάνει στη θέωση και το σώμα του γίνεται ιερό λείψανο, πράγμα που δεν παρατηρείται στις άλλες Ομολογίες και θρησκείες. Αυτό επιβεβαιώνει την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως.

 Ολοκληρώνοντας με τις αιρέσεις, συνοψίζουμε λέγοντας, πως γενικά αίρεση είναι η απόκλιση από την διδασκαλία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, η απόκλιση από τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και η διαφοροποίηση από τις προϋποθέσεις του Ορθοδόξου δόγματος, που είναι ο ιερός ησυχασμός, οι βαθμοί της πνευματικής τελειώσεως, δηλαδή κάθαρση, φωτισμός και θέωση.

ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Και περνάμε αισίως στο τελευταίο μέρος της ομιλίας, που έχει να κάνει με τις Συνόδους. Σύμφωνα με τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη: «Σύνοδος είναι όχι απλώς το να συνάγονται ιεράρχες και ιερείς, ακόμη κι αν είναι πολλοί. Διότι προτιμότερος είναι έστω και ένας που πράττει το θέλημα του Κυρίου, παρά μύριοι που το παραβαίνουν. Γι’αυτό και Σύνοδος είναι αυτή που γίνεται στο όνομα του Κυρίου και για την ειρήνη και φυλακή των κανόνων». Οι Σύνοδοι συνεκλήθησαν για την αντιμετώπιση των αιρέσεων, διότι η Εκκλησία αποφασίζει συνοδικώς. Πρότυπο αυτής της συνοδικής συγκροτήσεως, ήταν η πρώτη Αποστολική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στα Ιεροσόλυμα.

 Οι Σύνοδοι διαιρούνται σε Τοπικές, οι οποίες αποτελούνται από Επισκόπους των επί μέρους επαρχιών και σε Οικουμενικές, στις οποίες συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις των Συνόδων έχουν μεγάλη σημασία, όπως και τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση, στην οποία Ιερά Παράδοση, μεταξύ των άλλων, συγκαταλέγονται και οι αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Τα κείμενα αυτά είναι φάρμακο και οδοδείκτης, προκειμένου να οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.

 Όταν εμφανιζόταν λοιπόν μία αίρεση σε μία τοπική Εκκλησία, καταδικαζόταν από την ίδια την Εκκλησία και την Τοπική της Σύνοδο και μετά στέλνονταν οι αποφάσεις στις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες και όλοι συμφωνούσαν, ότι είναι αιρετικός αυτός που καταδικάζεται. Τον Άρειο για παράδειγμα τον κατεδίκασε ως αιρετικό η Τοπική Σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, όπου εκείνος υπηρετούσε ως πρεσβύτερος, όταν υποστήριξε ότι ο Λόγος είναι κτίσμα. Ξεκινάει η καταδίκη του από την Αλεξάνδρεια, μετά κοινοποιείται αυτή σε όλες τις άλλες Εκκλησίες και εν τέλει γίνεται αποδεκτή από όλες τις Τοπικές Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στην Δύση και στην Ανατολή. Αυτό σημαίνει, πως η ομοιομορφία στην πίστη, υπήρχε προ της συγκλήσεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Αργότερα συνεκλήθη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος και εκεί κατεδίκασαν τον Άρειο οι Επίσκοποι, οι οποίοι ήδη τον είχαν καταδικάσει στις Τοπικές Συνόδους. Οπότε ο Αρειανισμός δεν καταδικάσθηκε για πρώτη φορά στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.

 Οι Οικουμενικές Σύνοδοι στην πραγματικότητα είναι μια επέκταση και συγχώνευση όλων των Τοπικών Συνόδων. Το κράτος ήθελε να πληροφορείται επισήμως από τους Επισκόπους όλων των επαρχιών την απόφασή τους σε καίρια ζητήματα, όπως ήταν οι αιρέσεις, που ταλάνιζαν την Εκκλησία και κατ’ επέκταση και την Αυτοκρατορία και έτσι οι Οικουμενικές Σύνοδοι εκτός των άλλων, υπηρετούσαν και την ανάγκη του κράτους να θεσπίσει εκκλησιαστικούς νόμους και να εισαγάγει τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων στη νομολογία του, εμπεδώνοντας την Ορθοδοξία και το Κανονικό Δίκαιο των Ορθοδόξων Εκκλησιών ως νόμους του κράτους, ώστε να επικρατεί θρησκευτική και πολιτική ενότητα και ειρήνη στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εάν δεν υπήρχαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι, θα είχαμε μόνον τις Τοπικές να επιλαμβάνονται των δογματικών και κανονικών ζητημάτων της Εκκλησίας και να κοινοποιούν τις αποφάσεις τους σε όλες τις άλλες Τοπικές Συνόδους, οι οποίες θα έπρεπε να αποδεχτούν ή να απορρίψουν τις αποφάσεις αυτές, ανάλογα με το πόσο ορθόδοξες θα ήταν. Αυτό σημαίνει, ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι, δεν αντικαθιστούσαν ή υποκαθιστούσαν τις Τοπικές Συνόδους, αλλά ήταν μια επικύρωσή τους σε οικουμενική βάση. Αναμφισβήτητα η αξία των Οικουμενικών Συνόδων για τη ζωή της Εκκλησίας είναι τεράστια και κεφαλαιώδους σημασίας, καθότι οι αποφάσεις τους είναι άγιες, αλάθητες και θεόπνευστες, με θεοπνευστία ισόκυρη της Αγίας Γραφής. Το ίδιο όμως θεόπνευστες ήταν και οι αποφάσεις των επικυρωμένων Τοπικών Συνόδων.

 Εάν πάρουμε για παράδειγμα την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, ασφαλώς και οι Πατέρες της Εκκλησίας εγνώριζαν εκ των προτέρων, ότι ο Άρειος ήταν αιρετικός. Δεν χρειαζόταν να έλθει η Οικουμενική Σύνοδος για να τους το πει. Οι άγιοι  επειδή είναι φωτισμένοι εξ’ Αγίου Πνεύματος και ενωμένοι με τον Χριστό και γνωρίζουνε πολύ καλά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι σε θέση να διακρίνουνε έναν αιρετικό, άμα τη εμφανίσει του. Επίσης αυτό ισχύει και για όσους ακολουθούν τους αγίους και είναι επόμενοι τοις θείοις Πατράσι. Είναι σαν να λέμε, ότι εμφανίζεται σήμερα ένας χειρουργός, ο οποίος κατά το δη λεγόμενον είναι «χασάπης», σφάζει δηλαδή τους ασθενείς του, αντί να τους θεραπεύει. Αυτός βεβαίως είναι ο Άρειος. Στους άλλους γιατρούς λοιπόν δεν αρκεί, ότι αυτός ο χειρουργός σκοτώνει τους αρρώστους, αλλά πρέπει να συνέλθουν σε σύσκεψη και να αποφασίσουν, εάν όντως είναι «χασάπης» ή όχι. Πριν όμως να συνέλθει η οποιαδήποτε Σύνοδος, οι Πατέρες εγνώριζαν από την πείρα τους, ότι ο Άρειος ήταν ολέθριος γιατρός για τους πιστούς.

Σε ότι αφορά τις Οικουμενικές Συνόδους, δεν έχει τόσο σημασία  ποιος τις συγκαλούσε, αλλά έχουν αξία κυρίως οι θεολογικές και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες συνεκαλούντο. Η βασική προϋπόθεση όχι μόνον των Οικουμενικών, αλλά και των Τοπικών Συνόδων είναι ότι, εκείνοι που συνεδριάζουν σε Σύνοδο Τοπική η Οικουμενική, είναι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται τουλάχιστον στην κατάσταση του φωτισμού. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε στα χρόνια των Οικουμενικών Συνόδων. Αλλά η κατάσταση του φωτισμού δεν αρχίζει όταν πουν την εναρκτήριο προσευχή μιας Οικουμενικής Συνόδου. Δεν αρχίζει τότε αυτόματα ο φωτισμός. Αυτό σημαίνει, ότι μία Σύνοδος καθίσταται αγία και θεόπνευστη, όταν οι πατέρες που συμμετέχουν σε αυτήν είναι άγιοι και θεόπνευστοι (και το αποδείξουν αυτό με τις αποφάσεις που θα πάρουν) και όχι το αντίστροφο. Δεν μπορεί δηλαδή μια Σύνοδος αυτόματα να καταστήσει τα μέλη της άγια και φωτισμένα, εάν αυτά εκ των προτέρων δεν διαθέτουν αγιότητα και φωτισμό.

 Εκείνο λοιπόν που προσδιορίζει μία Σύνοδο, Τοπική ή Οικουμενική, ως Ορθόδοξη είναι το κατά πόσον η πλειοψηφία των Επισκόπων, που συμμετέχουν σε αυτήν, βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός. Η μελέτη των Ορθοδόξων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων αποδεικνύει, ότι οι αποφάσεις τους είναι Ορθόδοξες, γιατί στηρίχθηκαν σε Πατέρες, οι οποίοι όχι μόνον γνώριζαν θεωρητικά την θεολογία της Εκκλησίας, αλλά ήταν και φορείς της Αποκαλύψεως. Είχαν την εμπειρία της θεώσεως. Οπότε οι θεούμενοι Πατέρες έδιναν κύρος στη Σύνοδο και όχι η Σύνοδος στους Πατέρες.

 Σε ότι αφορά τα κριτήρια των Συνοδικών αποφάσεων, πρώτο κριτήριο είναι η Αγία Γραφή. Δεν μπορούν σε μία Σύνοδο να διδάξουν ο,τιδήποτε που να αντιβαίνει στην Αγία Γραφή. Μετά είναι οι αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αλλά και η συνεχής εκκλησιαστική και πατερική παράδοση. Και τέλος έχουμε και την πνευματική κατάσταση των Επισκόπων που συνέρχονται. Διότι στα παλαιότερα χρόνια, στους πρώτους αιώνες τουλάχιστον, υπήρχε ακόμη η παράδοση, οι Επίσκοποι να επιλέγονται από αυτούς, που είχαν φθάσει στον δοξασμό, δηλαδή την θέωση. Αυτό βεβαίως το τελευταίο, είναι και το σημαντικότερο ίσως κριτήριο, διότι μόνον ένας άγιος και θεοφώτιστος θα μιλούσε σύμφωνα με την Αγία Γραφή και τη Συνοδική και Πατερική Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρειοπαγίτης στο «περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» σύγγραμμά του, λέγει ότι Επίσκοπος είναι εκείνος που έχει φθάσει στην ένωση με τον Θεό, την θεοπτία, την θέωση. Αμέσως μετά οι Πρεσβύτεροι και οι άλλοι κληρικοί, πρέπει να είναι τουλάχιστον στην κατάσταση του φωτισμού. Οπότε συνερχόμενοι οι Πατέρες εν Συνόδω με τέτοια πνευματικότητα, ασφαλώς το Άγιο Πνεύμα ομιλεί δια μέσου των Επισκόπων.

 Επειδή όμως μπορεί να μην ευρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση όλα τα μέλη μιας Συνόδου, ας δούμε ένα παράδειγμα. Εάν συνέλθει λοιπόν μια ομάδα εκατό Επισκόπων και οι εικοσιπέντε από αυτούς βρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού, αυτοί οι εικοσιπέντε θα είναι οι καθοδηγητές της Συνόδου και οι άλλοι θα ακολουθήσουν. Διότι θα ομιλήσουν οι φωτισμένοι Πατέρες μέσα από την πείρα τους, επικαλούμενοι την Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, την οποία ασφαλώς θα γνωρίζουν και οι υπόλοιποι και  έτσι θα τους πείσουν, πως κάνουν τη σωστή ερμηνεία και θα δεχθούν τις απόψεις τους και εκείνοι, έστω κι αν δεν είναι ακριβώς σε κατάσταση φωτισμού του νοός. Παλαιότερα τουλάχιστον, οι Επίσκοποι είχαν πνευματικές εμπειρίες και όταν προσήρχοντο ως Σώμα σε μία Σύνοδο, είχαν το Πνεύμα το Άγιο να τους πληροφορεί μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Και όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους αυτές ήταν σωστές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού ή μπορεί να είχαν φθάσει ακόμη και στην θέωση. Με αυτές τις προϋποθέσεις λοιπόν, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι αλάθητες, διότι συμμετείχαν Πατέρες, που βρίσκονταν στον φωτισμό και την θέωση.

 Σήμερα όμως που σπανίζει η νοερά προσευχή στους Επισκόπους, αν συνέλθει μία Σύνοδος και σηκωθούν όλοι οι Επίσκοποι κατά την έναρξη και πουν όλοι μαζί το «Βασιλεύ Ουράνιε…ελθέ και σκήνωσον εν ημίν», αυτό δεν σημαίνει, πως θα έλθει οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τους φωτίσει και να σκηνώσει μέσα τους. Δεν αρκεί δηλαδή το να συνέλθουν σε Σύνοδο και να κάνουν προσευχή. Απαιτούνται και άλλες προϋποθέσεις. Χρειάζεται εν προκειμένω να έχουν οι προσερχόμενοι στη Σύνοδο ήδη μέσα τους ενεργουμένη την νοερά προσευχή ή τουλάχιστον να έχουν πλούσια βιώματα της μονολογίστου ευχής του Κυρίου και γεύση από τη χάρη του Θεού, που θα χαριτώνει τον λογισμό τους και θα φωτίζει την καρδιά τους, όσο αυτό είναι δυνατόν. Ναι μεν μπορεί να μην είναι στην κατάσταση του φωτισμού, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα από μόνο του προσεύχεται στην καρδιά, αλλά μια κάποια φώτιση από Θεού θα πρέπει να την έχουν.

 Αν λοιπόν συνέλθουν επί παραδείγματι εκατό επίσκοποι και κανείς δεν ευρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε και ξέρουν τι είναι αυτή η κατάσταση και η αδιάλειπτη νοερά ευχή του Αγίου πνεύματος, και δεν έχουν συναντήσει κάποιον πνευματικό πατέρα με τα πνευματικά του τέκνα, που να γνωρίζουν έμπρακτα την πνευματική αυτή κατάσταση και γενικά είναι άγευστοι από ορθόδοξα ησυχαστικά βιώματα μέσα από την πράξη και τη ζωή της Εκκλησίας, πόσο εύκολο θα είναι οι Επίσκοποι αυτοί να βγάλουν στη Σύνοδο ορθόδοξες αποφάσεις; Η έλλειψη φωτισμού θα παράγει σκοτεινά προϊόντα και αυτή είναι άλλωστε και η διαφορά που χαρακτηρίζει τις ληστρικές ψευδο-συνόδους και τις διακρίνει από τις ορθόδοξες, ότι οι προσερχόμενοι σε αυτές, δεν διέθεταν την αναγκαία προσευχητική κατάσταση και τα απαραίτητα πνευματικά βιώματα. Αυτός είναι και ο λόγος, που πολλές σύνοδοι σήμερα και όχι μόνον, δήθεν ορθόδοξες, εκδίδουν αντορθόδοξες και αντι-εκκλησιαστικές αποφάσεις, όπως βεβαίως τέτοια σύνοδος, υπήρξε και η σύνοδος, που στα χρόνια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κατεδίκασε ένεκα σκοπιμοτήτων τον άγιο και τη διδασκαλία του και εδικαίωσε τις κακοδοξίες των αντιπάλων του. (Η Ενδημούσα Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει το 1344).

 Έτσι λοιπόν οι Επίσκοποι που δεν διαθέτουν φωτισμένο νου, όταν συμμετέχουν σε Σύνοδο, δεν μπορούν να είναι πραγματικοί θεολόγοι και δεν μπορούν να γνωρίσουν εις βάθος την παράδοση και το πνεύμα αυτής. Δεν φωτίζονται, επειδή συμμετέχουν σε μία Σύνοδο, αλλά προηγείται η φώτιση. Ένας Επίσκοπος που δεν διαθέτει ορθόδοξο αισθητήριο και κριτήριο και έχει μαύρα μεσάνυχτα από τη σωστή ερμηνεία της Ορθοδόξου θεολογίας, δεν πρόκειται να θεολογήσει ορθόδοξα όταν θα συμμετάσχει σε μία Σύνοδο. Το ίδιο ισχύει και στις άλλες θετικές επιστήμες. Εάν για παράδειγμα, κάποιοι αστρολόγοι συμμετάσχουν σε ένα επιστημονικό συνέδριο αστρονόμων, δεν σημαίνει ότι αυτόματα μετατρέπονται σε αστρονόμους, επειδή συμμετέχουν στο συνέδριο. Συνεχίζουν και είναι αστρολόγοι. Ούτε αν κάποιοι ερασιτέχνες, που δεν έχουν τελειώσει το γυμνάσιο, μετατρέπονται σε επιστήμονες, επειδή συμμετείχαν σε κάποιο συνέδριο μικροβιολογίας, βιολογίας, φυσικής ή χημείας. Οι Επίσκοποι λοιπόν που δεν είναι στην κατάσταση του φωτισμού του νοός, κάτι που ίσως και να ισχύει για τους περισσοτέρους σήμερα, συμμετέχοντας σε μία σύνοδο, θα πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν μια κατάρτιση, η οποία να είναι κατά το δυνατόν βιωματική και όχι μόνον θεωρητική. Να είναι πιστοί ακόλουθοι της Πατερικής Παραδόσεως και να αγωνίζονται για την κάθαρση της καρδιάς τους από τα πάθη και τα προσωπικά τους ελαττώματα, προκειμένου ο Κύριος βλέποντας τον αγώνα τους, να τους φωτίζει και να τους χαριτώνει στο έργο τους.

Συμπερασματικά θα λέγαμε, πως οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούνταν από Επισκόπους, που ήταν κάτοχοι της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας. Ο σκοπός δε, της συγκροτήσεως της Συνόδου ήταν η διαφύλαξη, όχι απλώς του δόγματος και της λατρευτικής τάξεως της Εκκλησίας, αλλά της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας. Οπότε ο σωστός Επίσκοπος είναι ο κάτοχος της μεθόδου αυτής. Αυτή τη θεραπευτική μέθοδο θέλησε να διαφυλάξει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, δηλαδή τον ορθόδοξο ησυχασμό και γι’αυτό έγιναν και οι τρεις Σύνοδοι στην Κωνσταντινούπολη το 1341, το 1347 και το 1351, των οποίων οι αποφάσεις ουσιαστικά βασίσθηκαν πάνω στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και έλαβαν υπόψιν τους τα επιχειρήματα του Παλαμά, εναντίον των αιρετικών αντιπάλων του. Η εμπειρία της θεώσεως λοιπόν είναι η ραχοκοκκαλιά της ορθοδόξου παραδόσεως, καθώς και το θεμέλιο των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, του Κανονικού Δικαίου και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας όταν συμμετείχαν σε μία Σύνοδο, είχαν την συμμαρτυρία του νοός των, πριν εκδώσουν την οποιαδήποτε απόφαση. Εδέχοντο δηλαδή την εσωτερική πληροφορία του Αγίου Πνεύματος στον φωτισμένο τους νου για το ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος και επειδή είχαν την ίδια εμπειρία, την ένωση με τον Θεό και την θέα της θεϊκής Δόξης του Χριστού, υπήρχε θαυμαστή σύμπνοια και συμφωνία μεταξύ τους και κατέληγαν στα ίδια συμπεράσματα και επομένως σε ορθόδοξες και αλάθητες αποφάσεις.

Περαιτέρω αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε, είναι ότι ο θεσμός των Οικουμενικών Συνόδων είναι χαρισματικός και όχι καθιδρυματικός θεσμός. Ενώ δηλαδή για τις Τοπικές Συνόδους υπάρχουν κανόνες που ορίζουν πόσες φορές πρέπει να συνέλθει Τοπική Σύνοδος, δεν υπάρχουν κανόνες για την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι συνεκαλούντο μόνον περιπτωσιακώς, κατά τις ανάγκες της Εκκλησίας. Η Τοπική Σύνοδος, όπως και η Οικουμενική, θεωρείται θεόπνευστος κατά τις αποφάσεις της, όταν συμφωνεί με την παράδοση της Εκκλησίας, όταν δηλαδή συμφωνεί με την διαγνωστική και θεραπευτική αγωγή των Πατέρων της Εκκλησίας και οι αποφάσεις της είναι φορείς της θεολογικής εκείνης παραδόσεως, που συντελεί σε αυτό.

Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί μέσα στην Εκκλησία ανάλογα με την κατάσταση των μελών της Εκκλησίας. Σε όλα τα θέματα ισχύει η θεολογική έννοια της συνέργειας. Ο Θεός είναι ο ενεργών και ο άνθρωπος ο συνεργών. Αυτό συμβαίνει και στις Συνόδους των Επισκόπων. Απαιτείται η συνέργεια των Επισκόπων, προκειμένου να ενεργήσει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Και το Άγιο Πνεύμα ενεργεί όχι απλώς στην λογική του ανθρώπου, αλλά στην καθαρή καρδιά του, μέσα στην οποία γίνεται η προσευχή. Χρειάζεται δηλαδή καθαρότητα καρδιάς και προσευχή, για να ενεργήσει η θεία χάρις.

Εν τέλει οι αποφάσεις των Συνόδων, μαζί με την Αγία Γραφή και τα πατερικά συγγράμματα είναι τα Σύμβολα της Πίστεως, εκεί όπου αποτυπώνονται τα δόγματα της Εκκλησίας. Τα Σύμβολα της Πίστεως είναι γραμμένα και διατυπωμένα με θεόπνευστα ρητά, τα οποία μεταφέρουν θεόπνευστα νοήματα. Και επειδή είναι θεόπνευστα τα ρητά αυτά και τα νοήματα, είναι και διαγνωστικά και θεραπευτικά. Οδηγούν δηλαδή στη θεραπεία, τη σωτηρία και τον αγιασμό. Ως προερχόμενα και εμπνεόμενα από τον Θεό, οδηγούν πλησίον του Θεού. Και γι’αυτόν τον λόγο η Εκκλησία πάντοτε απέβλεπε και αποβλέπει σε αυτά τα συγγράμματα, επειδή ήταν και είναι τα θεμέλια της διαγνωστικής και θεραπευτικής της αγωγής. Όταν όμως κανείς ταυτίζει την θεολογία με την φιλοσοφία και την  φιλοσοφική μέθοδο, όπως έκαναν και κάνουν οι αιρετικοί, ωσάν τον Βαρλαάμ, τότε ξερριζώνει τα θεμέλια της πατερικής θεολογίας και της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Φθάνοντας στο τέλος της σημερινής μας ομιλίας, θα θυμηθούμε το συναξάρι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στο Τριώδιο, το οποίο όταν αναφέρεται στον Βαρλαάμ και τη διδασκαλία του, χρησιμοποιεί εκφράσεις, οι οποίες αν ακούγονταν σήμερα στην εποχή της οικουμενιστικής ευγένειας και της ανοχής των πάντων, θα ξεσήκωναν και θα προκαλούσαν θύελλα διαμαρτυριών και ενστάσεων. Γι’αυτό και όπως διαπιστώνει ο άγιος Γρηγόριος, οι πιο πολλοί φροντίζουν να μην χαλάσουν την ησυχία τους προκαλώντας αντιδράσεις και ας υβρίζεται η ευσέβεια, ας παραχαράσσονται τα δόγματα της Εκκλησίας. Το συναξάρι λοιπόν χαρακτηρίζει «Ιταλικόν θηρίον» τον Βαρλαάμ, το οποίο με την «ματαιότητα των διαλογισμών» του, «εγείρει δεινόν πόλεμον κατά της Εκκλησίας» και «φρενοβλαβώς εδογμάτισε» τα της ψυχολέθρου κακοδοξίας και πονηράς αιρέσεως δόγματα.

Από την άλλη ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με την προσωπική του πείρα, την πείρα των θεουμένων αγίων και την θεωρητική και θεολογική του κατάρτιση, κατάφερε να ερμηνεύσει ορθοδόξως τους αγίους Πατέρας και να παραμείνει άτρωτος από τα λογικά βέλη των αντιπάλων του. Χρειάσθηκε βεβαίως να αντιπαρατεθεί όχι μόνον με τον παπικό Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, αλλά και με βυζαντινούς λογίους και θεολόγους, οι οποίοι όμως, όπως και ο Βαρλαάμ, ήσαν άμοιροι και άγευστοι πνευματικών εμπειριών και έδιδαν ιδιαίτερη βαρύτητα στη λογική και τη φιλοσοφική μέθοδο, γι’αυτό και δεν μπόρεσαν να θεολογήσουν ορθοδόξως. Εμείς ευχόμασθε από τη μεριά μας ολοψύχως προς όλους, να παραμείνουμε εμπράκτως μακριά από τις εσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις των φιλοσοφούντων αιρετικών και να είμαστε ενωμένοι δια παντός με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τους λοιπούς αγίους, όχι μόνον στην κοινή ομολογία της Πίστεως και την κοινωνία εν τοις μυστηρίοις, αλλά και στην κοινωνία εις τας κοινάς ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, με κοινό βίωμα, κοινή πείρα, κοινή γνώση και κοινή θέα, την θέα του Χριστού, εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ