Προαγωγή της Ψυχικής Υγείας κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Υπό π. Μακαρίου Παλαιολόγου
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) κατέθεσε χάριν της ορθοδόξου παιδείας του υποδούλου Ελληνισμού τον θησαυρό των γνώσεών του, ως λύχνο και οδοδείκτη της Αληθείας, στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κατοχής. Οι εξισλαμισμοί και η αμάθεια δεν ήταν οι μοναδικές απειλές που αντιμετώπισε το Γένος στη περίοδο αυτή. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου μ. Χ. αιώνα, ο ευρωπαϊκός χριστιανικός κόσμος έπασχε εξαιτίας των συγκρητιστικών στοιχείων, που επέβαλε η εισβολή των διαφόρων φιλοσοφημάτων του Διαφωτισμού στους χώρους του πνεύματος.[1]
Υπό την επιρροή των θετικιστικών νεωτερισμών, στα συγγράμματα των Ελλήνων διανοουμένων άρχισαν να εμφανίζονται- κυρίως κατά το β’ ήμισυ του αιώνα αντιπαραδοσιακές τάσεις[2] γεγονός που έθετε σε κίνδυνο την ενότητα, την ακεραιότητα και την ύπαρξη, καθ’ εαυτήν του ορθοδόξου Γένους.
Ο άγιος Νικόδημος υπήρξε «…άριστος γνώστης των επιστημών της εποχής του[3]. Γνήσιος φορέας της πατερικής παραδόσεως αντιπαρέταξε στη διακηρυσσόμενη ενδοκοσμική σοφία του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού τη θεία σοφία και την εσωτερική βιωματική εμπειρία[4] . Σε αντίθεση με τους περισσοτέρους συγγραφείς του Διαφωτισμού - οι οποίοι θέλησαν να εισαγάγουν στον χώρο του πνεύματος ιδιόμορφες υποκειμενικές οντολογικές ερμηνείες[5], ο άγιος Νικόδημος παρέμεινε πιστός στο πνεύμα της Εκκλησίας και στην πατερική παράδοση, στην οποία παραπέμπει διαρκώς στηριζόμενος πολλάκις στην «παροιμοιώδη» μνήμη του[6]. Ο τίτλος της εργασίας μας είναι Η «Προαγωγή της ψυχικής Υγείας κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη» που στηρίζεται σε δύο κυρίως βιβλία του α) Το Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο και β) Το Εξομολογητάριο, τα οποία είναι πλούσια σε ανθρωπολογικά ψυχολογικά στοιχεία. Η απαθής αναγωγή του νου από τα αισθητά στα υπεραισθητά ως φυσική του ιδιότητα και κλίση, όπως παρουσιάζεται στο έργο του Αγίου Νικοδήμου, φαίνεται να διαφέρει ριζικά από τις νοησιαρχικές αντιλήψεις των φιλοσόφων της εποχής. Σε αντίθεση προς τις επικρατέστερες αντιλήψεις της εποχής του – κατά τις οποίες οι ηθικές πράξεις έχουν χρησιμοθηρικό και ηδονολατρικό χαρακτήρα και επομένως εκκινούν εξ’ ενός είδους ατομικού συμφέροντος ο Άγιος Νικόδημος θεώρησε ως πρωταρχικό και μοναδικό κίνητρο της ηθικής πράξεως «…τον του Δημιουργού απαθή έρωτα» [7]. Ο άνθρωπος εξετάζεται ως ψυχοσωματικό ον, που πρέπει να οδηγηθεί στο «υπέρ φύσιν», στην τελείωσή του και όχι μόνο στην επιβίωσή του, έτσι μπορούμε να πούμε ότι μιλάει για μια ψυχοσωματική ανθρωπολογία.
Ο Βίος του Αγίου Νικοδήμου
O Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γεννήθηκε στη Νάξο το 1749[8]. Κατά τη βάπτισή του έλαβε το όνομα Νικόλαος. Οι γονείς του, Αντώνιος και Αναστασία Καλιβούρτση, ήταν άνθρωποι «ευσεβείς και φιλόθεοι», όπως αναφέρει ο βιογράφος του ιερομόναχος Ευθύμιος[9]. Η μητέρα του αργότερα θα ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και θα λάβει το όνομα Αγάθη.
Την πρώτη περίοδο της πνευματικής του ανάπτυξης την πέρασε μέσα στην οικογενειακή ατμόσφαιρα και κοντά στον εφημέριο της ενορία του, τον οποίο βοηθούσε στις καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες, ακόμη και πριν πάει στο σχολείο.
Αργότερα γράφηκε στο σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης στη Νάξο, όπου είχε δάσκαλο τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, αδελφό του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Με την αποφοίτησή του από το σχολείο, κατόπιν συμβουλής του πατέρα του, ο νεαρός Νικόλαος Καλιβούρτσης πηγαίνει στη Σμύρνη και εγγράφεται στην τότε ονομαστή Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Εδώ κάτω από τη φωτισμένη διεύθυνση του διδασκάλου Ιεροθέου Δενδρινού, συνάντησε μια εξαιρετική σπουδαστική ατμόσφαιρα και με την άμεση καθοδήγηση αυτού του διδασκάλου ο μελετηρός νέος Νικόλαος έθεσε τις πρώτες βάσεις της παιδείας του, τόσο βαθιάς και ποικίλης, ώστε να του χρησιμεύσει στη συγγραφική θεολογική του δραστηριότητα πριν και μετά την είσοδό του στο μοναχικό βίο, με την κοινοβίωσή του στην Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους.
Ο βιογράφος του αγίου Νικοδήμου μνημονεύει, εκτός των άλλων, και ορισμένες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες από τη ζωή του νεαρού τότε Νικολάου κατά τα έτη των σπουδών του στη Σχολή της Σμύρνης. Οι λεπτομέρειες αυτές διαφωτίζουν το γεγονός ότι ο νεαρός Νικόλαος από τη Νάξο ήταν προικισμένος από το Θεό με ορισμένες ασυνήθιστες διανοητικές ικανότητες. Έτσι, αμέσως διακρίθηκε ανάμεσα στους συμμαθητές του για την ταχεία αφομοιωτική ικανότητα των παραδιδομένων γνώσεων, χάρις σε μια ασυνήθιστη μνήμη, με την οποία θα διακριθεί αργότερα.
Ο διδάσκαλος και διευθυντής της σχολής της Σμύρνης Ιερόθεος Δενδρινός[10] αγαπούσε και εκτιμούσε βαθύτατα το νεαρό μαθητή του Νικόλαο. Γι’ αυτό, σ’ ένα γράμμα, μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή της Σμύρνης, του έγραφε: «ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον μου διδάσκαλον, ότι δεν έχω άλλον ωσάν σέ όμοιον εις την προκοπήν»[11]. Το 1770, μετά από μια στρατιωτική συμπλοκή μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, όταν τα πλοία των τελευταίων πυρπολήθηκαν από τους Ρώσους στον Τσεσμέ και οι Τούρκοι άρχισαν να εκδικούνται τους Έλληνες Χριστιανούς της Σμύρνης και των άλλων μικρασιατικών πόλεων, ο Νικόλαος αναχώρησε για τη γενέτειρά του Νάξο. Εκεί προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Μητροπολίτη Ανθίμου Βαρδή. Στη νέα του διακονία ο Νικόλαος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει για πρώτη φορά μερικούς αγιορείτες μοναχούς, το Γρηγόριο, το Νήφωνα και τον Αρσένιο, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από το Άγιο Όρος, γιατί είχαν ταχθεί με το μέρος αυτών που υποστήριζαν ότι δεν επιτρεπόταν να τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή, καθότι είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου και, εξάλλου, είχε ήδη εμπεδωθεί μία τέτοια παράδοση στο Άγιο Όρος. Δια μέσου αυτών των μοναχών ο νεαρός Νικόλαος ανακάλυψε πράγματα πολύ ενδιαφέροντα για την μοναχική ζωή, για την προσευχή της καρδιάς και για όλα τα βαθιά πνευματικά ζητήματα, με τα οποία ενασχολούνταν οι πιο πάνω μοναχοί, και τους οποίους οι αντίπαλοί τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «κολλυβάδες». Ο Νικόλαος εντυπωσιάστηκε από αυτούς τους αγιορείτες μοναχούς και τους συμπάθησε. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι πήγε στην Ύδρα για να γνωρίσει το Μητροπολίτη Μακάριο και τον ησυχαστή Σύλβεστρο τον Καισαρέα, οι οποίοι τον επηρέασαν πολύ στα πνευματικά ζητήματα. Ο Μητροπολίτης Κορίνθου Μακάριος ήταν ένας μεγάλος θεολόγος, βαθύς γνώστης της πατερικής διδασκαλίας και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα φιλοκαλικά κείμενα. Ο ησυχαστής Σύλβεστρος ήταν ένας ασκητής πολύ έμπειρος στη θεωρητική ζωή και μπορούσε να πούμε ότι απέβη ο πρώτος δάσκαλος του αγίου Νικοδήμου στη ζωή της πνευματικής θεωρίας και της αδιάλειπτης προσευχής.
Επηρεασμένος κατά πολύ από αυτούς τους δύο άνδρες, ο άγιος Νικόδημος θα γίνει και ο ίδιος άνθρωπος μεγάλης πνευματικής ασκήσεως, εραστής της θεωρητικής ζωής και μεγάλος συγγραφέας με προτιμήσεις στα ασκητικά πατερικά συγγράμματα. Ο άγιος Νικόδημος συνδύασε τελικά άριστα στο πρόσωπό του τη σοφία του Μητροπολίτη Μακαρίου και την ασκητικότητα του ησυχαστή Σύλβεστρου. Έτσι, ο Νικόλαος αποφάσισε τελεσίδικα να ακολουθήσει το μοναχικό βίο και επεθύμησε να γνωρίσει από κοντά τον αγιορείτικο μοναχισμό.
Επιστρέφοντας από την Ύδρα στη Νάξο προετοιμάστηκε για την αναχώρηση στο Άγιον Όρος. Έτσι και έγινε το 1775 στην ηλικία των 26 ετών. Σύμφωνα με τις οδηγίες του μοναχού Συλβέστρου, πήγε στην στην Ιερά Μονή Διονυσίου όπου εκεί υπήρχαν ασκητικοί μοναχοί. Εκεί έζησε δύο χρόνια. Στο μεταξύ εκάρει μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Η ενασχόλησή του ήταν η μελέτη των αναρίθμητων χειρογράφων. Όταν πληροφορήθηκε ότι έφθασε στο Άγιον Όρος ο γέροντας Αρσένιος, από την Νάξο, για να εγκατασταθεί στη σκήτη της μονής Παντοκράτορος, πήγε κοντά του, με την πρόθεση να μείνει στην υπακοή υπό τον Αρσένιο. Ο άγιος Νικόδημος συνέγραψε από μνήμης, χωρίς κανένα άλλο βοήθημα, ένα θαυμάσιο έργο που το απηύθυνε στον εξάδελφό του Ιερόθεο, επίσκοπο Ευρίπου και έχει τον τίτλο ‘’Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον’’. Το βιβλίο αυτό αποδεικνύει μεταξύ των άλλων τη μεγάλη μόρφωσή του, όχι μόνο τη θεολογική, αλλά και τη φιλοσοφική και ιδιαίτερα την προσωπική του εμπειρία στην πνευματική ζωή πάνω σε θέματα νοεράς προσευχής και νηπτικής θεωρίας. Ακολούθως έλαβε το Μεγάλο Αγγελικό σχήμα. Από δω και πέρα αρχίζει το μεγάλο συγγραφικό του έργο. Κατά το έτος 1809 και ήταν 60 χρονών στις 14 Ιουλίου αναχώρησε από την επίγεια ζωή.
Το συγγραφικό του έργο είναι τεράστιο σε έκταση. Εκτείνεται σε μερικές χιλιάδες σελίδες και σε όλα τα θεολογικά πεδία. Είναι ένας συγγραφέας ο οποίος έφτασε σε εμβαθύνσεις θαυμαστές.
O Άγιος Νικόδημος για να δείξει την σχέση του ψυχοσωματικού οργανισμού του ανθρώπου με τον Θεό γράφει ότι ο άνθρωπος αποτελείτε από την ψυχή που είναι αόρατη και το σώμα που είναι ορατό. Έτσι ο Θεός καθιστά τον άνθρωπο σαν κόσμο όχι μικρό εντός του μεγάλου, όπως είπε ο Δημόκριτος και οι άλλοι φιλόσοφοι, περιορίζοντας την αξία του, μέσα σε αυτόν τον κόσμο, αλλά, σαν ‘’Μέγαν κόσμον’’, για το πλήθος των δυνάμεων που έχει μέσα του, όπως της λογικής, της νόησης και της θελήσεως, τις οποίες δεν τις έχει ο μεγάλος αυτός κόσμος. Αυτό ο άγιος το αναπτύσσει από το χωρίο του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου ο οποίος λέει «Οἷον τινα κόσμον δεύτερον (τόν ἄνθρωπον) ἐν τῷ μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησι»[12] .
Ποιά είναι τα φυσικά ιδιώματα του νού και του σώματος; Του νού είναι να ασχολείται με τα νοητά, με τα αθάνατα ως αθάνατος και άϋλος που είναι. Δηλαδή στα αληθινά καλά. Από την αντίθετη μεριά το φυσικό ιδίωμα του σώματος είναι να κλείνει προς τα σωματικά , στα αισθητά στα υλικά[13]. Αλλά ο Θεός γι’ αυτό μας έδωσε τον νου για να κυριαρχούμε στο σώμα μας. Επειδή όμως ο νους κλείνεται μέσα στο σώμα μας, ο Θεός, κατασκεύασε τις πέντε αισθήσεις του σώματος, τα μάτια, την μύτη, τα αυτιά, το στόμα και την αφή, για να τρέφεται ο ίδιος (ο νούς) από την αισθητή αυτή κτίση η και με την θεία Γραφή και με τον νου, θαυμάζει τις ενέργειες του Θεού στον κόσμο[14] .Με λίγα λόγια ο νους δια μέσου των αισθητηρίων όλα τα κτίσματα και όλα τα κείμενα της γραφής τα μεταχειρίζεται σαν βαθμίδες ανόδου των αισθητών στα νοητά, από τα κτίσματα, στον Κτίστην. Όσοι όμως δεν μεταχειρίζονται την αίσθηση για την άνοδό τους προς τον Θεό που αυτός έκτισε τα πάντα, και θαυμάζουν τα φθαρτά των ανθρώπων, αυτοί, ενεργούν παρά φύσιν κατά τους πατέρες[15].
Πως ο νους έγινε δούλος στις αισθητές ηδονές; Το πρώτο αίτιο είναι ότι μετά την πτώση του Αδάμ, το σώμα του ανθρώπου παίρνει την ύπαρξή του από την εμπαθή και άλογη ηδονή. Και το δεύτερο αίτιο είναι ότι αφού ο άνθρωπος γεννηθεί, πάλι με ηδονή μεγαλώνει. Και επειδή οι αισθήσεις από την βρεφική μας κατάσταση τρέχουν πιο πολύ από τον νου, η πρώτη μετά υποδουλώνει τον δεύτερο. Αλλά αυτή η μεταχείριση των αισθητηρίων γράφει ο Αγ. Νικόδημος πόσο πικρά είναι! Πόσο κοπιαστική και οδυνηρή γίνεται, αφού χόρτασε την γεύση της ηδονής, γίνονται σαν άλογα τα παιδιά από την ηλικία των δέκα πέντε, και να πράξουν τα όργανα ότι θέλει ο νους. Όταν τα μάτια βλέπουν εμπαθώς τα κάλλη των σωμάτων, όταν τα τύμπανά μας γλυκαθούν στις ωραίες φωνές, η όσφρηση στα αρώματα, η γλώσσα στην γεύση των λιπαρών και νοστίμων φαγητών και η αφή στα μαλακά φορέματα, ποιος ύστερα αν είναι και ο λογιότερος μπορεί να πείσει τον εαυτό του ότι αυτά δεν είναι λογική και αληθινή απόλαυση; Ποιος θα τα καταπολεμήσει όταν αυτά φωνάζουν ότι είναι η αληθινή ηδονή; Ο νούς; Αλλά αυτός είναι άθλιος αν και αυτός στα πρώτα του βήματα όταν πάλεψε με τις αισθήσεις, από την απλότητα που είχε εξαπατήθηκε, νομίζοντας ότι αυτό είναι καλό, φαίνεται όμως ο νους δεμένος με τις πέντε αισθήσεις σαν δεμένος από πέντε σιδερένια σχοινιά. Πάσχει, πονάει βλέποντας ότι ο βασιλέας του σώματος, έγινε δούλος. Και έτσι θέλοντας και μη θέλοντας παραμένει στην αισθητή ηδονή; Ποιος να τον πείσει, η φαντασία; Αφού είναι σαν ένας χάρτης ζωγραφισμένος από εμπαθείς εικόνες τόσων χρόνων. Και τη προσπαθεί να πείσει τον νου για την αμαρτία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ο διάβολος, που είναι ο βασιλιάς των ηδονών, γαργαλίζει τον νου και την καρδιά και τις αισθήσεις περισσότερο. Και από αυτά τρέφεται ο διάβολος[16].
Ο Άγιος ακολούθως θα μας προτείνει πως το μυαλό απελευθερώνεται από τις αισθητές ηδονές αφού πρώτα κάνει την διάκριση των λειτουργιών της ζωής, σε «κατά φύσιν», «υπέρ φύσιν» και «παρά φύσιν». Στις «κατά φύσιν» λειτουργίες συγκαταλέγονται αφ’ ενός εκείνες που αποσκοπούν στη διατήρηση της ζωής, οι απλές δηλαδή βιολογικές λειτουργίες, οι οποίες έχουν από μόνες τους την εξουσία-δυνατότητα να οδηγήσουν άλλοτε στο «υπέρ φύσιν» και άλλοτε στο παρά φύσιν, ανάλογα με την ποιοτική τους αξιοποίηση[17] . Ως «παρά φύσιν», θεωρούνται οι εμπαθείς λειτουργίες οι οποίες οδηγούν τον οργανισμό, προς τον σαρκικό και πνευματικό θάνατο και ως «υπέρ φύσιν» αυτές που οδηγούν στη σωτηρία[18].
Μετά από την παιδική ηλικία, αφού ολοκληρωθεί η συμπλήρωση του λογικού, και αφού γνωρίσει και μάθει τις θείες γραφές και τους ιερούς πατέρες που μιλούν ότι είναι άλλη η κατά φύσιν ηδονή, η συγγενής τί κάνει; Ως λογικός και φρόνιμος ο άνθρωπος και ως φιλόκαλος δεν μπορεί να βλέπει αιχμαλωτισμένα τα αισθητήριά του σώματος στις ηδονές, και να εξουσιάζεται από αυτά σαν να είναι δούλος ενώ είναι βασιλιάς και τα οποία θα τον οδηγήσουν τελικώς στην κόλαση. Τι κάνει λοιπόν; Όταν ένας βασιλιάς θέλει να υποτάξει με ευκολία κάποια πόλη, αποστερεί την τροφή από τους πολίτες και έτσι αυτοί παραδίνονται. Αυτήν την ίδια μέθοδο μεταχειρίζεται και ο νούς στα αισθητήρια. Κόβει σιγά, σιγά από κάθε αισθητήριο τις συνηθισμένες στο σώμα απολαυστικές ηδονές, δεν επιτρέπει σε αυτές να απολαύσουν τις ηδονές και έτσι εύκολα και σε λίγο καιρό τις φέρνει υπό την κυριαρχία του. Στο μεταξύ όσο καιρό αγωνίζεται για την εκκοπή , δεν μένει άεργος, αλλά μέσω και της δύναμης που παίρνει από την ελευθερία των σωματικών, στρέφεται και στην φυσική νοερά τροφή, η οποία είναι η ανάγνωση των ιερών Γραφών, την κτήση των αρετών, την εργασία των δεσποτικών εντολών, την ιερά προσευχή, την αιτία των αισθητών και νοητών κτισμάτων, και τα άλλα πνευματικά και θεία νοήματα, που βρίσκονται στα βιβλία των θεοφόρων Πατέρων και μάλιστα των ονομαζομένων νηπτικών, που είναι η φιλοκαλία, ο Ευεργετινός, ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, ο Αγ. Συμεών ο νέος Θεολόγος κ. ά[19]. Όχι μόνο αυτό, αλλά και τις σωματικές αισθήσεις πολεμάει, όσο μπορεί να τις επαναφέρει προς το μυαλό, για να απολαμβάνουν και αυτές, ανάλογα της δικής του ηδονής και σιγά σιγά να συνηθίζουν να γλυκαίνονται. Και όπως πριν το σώμα με τις αισθήσεις και τις αισθητές ηδονές αγωνίσθηκε να κάνει σάρκα τον νουν και το πνεύμα, έτσι, αντίστροφα, μετά, με τις ηδονές των αΰλων και νοητών, προσπαθεί και το σώμα να αϋλώσει κατά κάποιον τρόπο και να το κάνει πνεύμα. Γι’ αυτό λέει και ο Άγ. Γρηγόριος ότι, γι’ αυτήν την αιτία συνδέθηκε η ψυχή με το σώμα, για να γίνει σε εκείνο αυτό που είναι ο Θεός σε αυτήν. Γίνεται αλληλενέργεια και αλληλοπάθεια της ψυχής προς το σώμα και αντίστροφα, το σώμα προς την ψυχή[20].
Αυτό είναι το πολυθρύλητο σώμα του προπάτορος Αδάμ, γιατί άφησε την νοερά τροφή και ηδονή, έπεσε δυστυχώς, στην σωματική των αισθητών ηδονή και σύμφωνα με τις γνώμες όλων σχεδόν των πατέρων κληρονομήσαμε διαδοχικά και εμείς αυτήν την ορμή προς τα αισθητά. Γι’ αυτό ήρθε ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, για να σηκώσει δηλαδή εμάς από τα αισθητά και να μας σηκώσει στην απόλαυση των νοητών. Αυτό θέλοντας οι άγιοι να κατορθώσουν, άφησαν την οικουμένη, στην οποία πολλές είναι οι προσβολές, και έφυγαν στις ερήμους και στα σπήλαια και εκεί επειδή δεν έβρισκαν τις αιτίες των αισθητών ηδονών, με ευκολία υπέταξαν τις αισθήσεις και σε λίγο καιρό ανέβηκαν στων θείων και νοητών απόλαυσην[21].
Φυσική ηδονή είναι το να σχολάζεις πάντοτε, στα κάλλη τα νοητά ενώ η αισθητή ηδονή είναι βίαιη, εμπαθής, φθαρτική και ξένη. Η νοητή ηδονή είναι πραγματική ηδονή, κατά, τον Άγιο Κάλλιστο διότι και όταν την απολαμβάνεις και μετά την απόλαυση προξενεί χαρά. Η δε αισθητή και σαρκική ηδονή προξενεί κατά τον ίδιο άγιο και κατά την απόλαυσή της και μετά, λύπη στην καρδιά[22] Γι’ αυτό ο και ο θείος Χρυσόστομος δημίους του σώματος τις ονομάζει τις σωματικές ηδονές. Και ό άγιος Νικόδημος προσθέτει ότι η ηδονή μοιάζει με λεπίδι, που είναι περασμένο σε λάδι, το οποίο όταν ο γλύφει η γάτα, έγλυφε με αυτό το αίμα της γλώσσας της. Επίσης είναι μύγα μες το γάλα, η οποία πίνει την γλυκύτητα του μελιού μαζί με το μέλι πεθαίνει[23].
Από το τρίτο κεφάλαιο ο Άγιος Νικόδημος στο συμβουλευτικό εγχειρίδιο αρχίζει την πρώτη και κύρια αίσθηση που είναι αυτή της οράσεως.
Η όραση είναι η βασιλικότερη των αισθήσεων κατά τους φυσικούς, που εξαρτάται του ψυχικού πνεύματος και του μυαλού, κατά τους θεολόγους, που γνωρίζει καλύτερα από τις άλλες και γι’ αυτό πιο πιστευτής, οι δύο φωστήρες του προσώπου, οι δύο πρώτοι κλέφτες της αμαρτίας κατά τους φιλοσόφους. Καλύτερα , κατά τον μέγα Βασίλειο τα δύο ασώματα χέρια, με τα οποία η ψυχή πιάνει αυτά που βλέπει και αγαπά από μακριά. Και όσα δεν μπορεί να τα πιάσει με τα χέρια, αυτά τα πιάνει με τα μάτια και τα απολαμβάνει. Επειδή και η όραση είναι αφή, πιο λεπτή από την αφή των χεριών, πιο παχιά από την αφή της φαντασίας και του μυαλού. Από αυτά λοιπόν τα μάτια, κόψε από τις οράσεις τα κάλοι των σωμάτων, τα οποία παρακινούν, την ψυχή, σε αισχρούς λογισμούς, και έρωτες. Σε αυτήν την αίσθηση παρακαλώ δώσε όλη την προσοχή σου. Πρώτον επειδή μοιάζει με κάποιον κλέφτη. Συναρπάζει γρήγορα τον νού και πέφτει γρήγορα στον τόπο της αμαρτίας. Το τύπωσε στη στιγμή με την διασπορά των πνευμάτων στον εγκέφαλο, άρεσε το είδωλο, στην ψυχή, έστειλε την όρεξή του και την επιθυμία του στον θάλαμο της καρδιάς και εργάσθηκε την αμαρτία κατά τον Μ. Βασίλειο[24].
Τί πρέπει να κάνει κάποιος όταν σε συνεπάρουν οι οφθαλμοί;
Αγωνίσου να μην αφήσεις την αισχρά επιθυμία να τυπωθεί στην ψυχή σου. Πώς; Να καταφεύγεις δια της προσευχής στον Θεό που είναι και το πιο ασφαλές. Ή να στρέφεις την φαντασία σου σε ότι άλλο πνευματικό νόημα και έτσι με την φαντασία, την φαντασία και είδωλο με είδωλο εξαφανίσεις. Και έτσι δεν αποτυπώνεται στην φαντασία, ελευθερώνεται ο άνθρωπος από την γνώση, δηλαδή από την συγκατάθεση ή και από την πράξη της αμαρτίας. Εάν ο διάβολος δεν παύει να σε ενοχλεί με το είδωλο εκείνο το οποίο εντυπώθηκε στην φαντασία σου, να μεταχειρίζεσαι την μέθοδο αυτή για να λυτρωθείς από την προσπάθειά του. Βγάλε τον οφθαλμό σου από τα είδωλα, από τις σάρκες και στοχάσου, ότι αυτό που κρύβεται από κάτω είναι τόσο σιχαμερό, έτσι ο άνθρωπος δεν υποφέρει να βλέπει αυτό χωρίς μίσος και αηδία. Αφού δεν είναι τίποτα άλλο από γυμνό κρανίο, και κόκαλο αηδές, γεμάτο με αίμα και φοβερό στην θεωρία. Δεύτερον φύλαξε καλά την όρασή σου, γιατί αυτή είναι πιο λεπτή, και γνωστικότερη και από τον νου πιο επιθυμητή. Γι’ αυτό και τις φαντασίες της, βαθύτερα ζωγραφίζει στην πυξίδα της φαντασίας και επειδή μπαίνει βαθύτερα, γι’ αυτό και με περισσότερη δυσκολία εξαλείφονται. Είναι βέβαιο από την πείρα μας ότι, αν δίνουμε εικόνες μέσω άλλων αισθητηρίων ευκολότερα τις καταργούμε. Από τα μάτια όμως τις φαντασίες που εντυπώνουμε χρειάζεται πολύς καιρός και πολύς κόπος ή και καθόλου δεν μπορούμε να τις εξαφανίσουμε. Αλλά και όταν εργαζόμαστε και όταν κοιμόμαστε συνήθως δεν σταματάν να μας ενοχλούν[25]. Οι φαντασίες έρχονται και στον ύπνο γι’ αυτό φρόντισε να κοιμάσαι μετρίως.
Στο τέταρτο κεφάλαιο του συμβουλευτικού εγχειριδίου, μιλάει για την αίσθηση της ακοής.
Να φροντίσεις με επιμέλεια να κόψεις την ακοή σου από αλλοιωμένες μελωδίες οι οποίες είναι φτιαγμένες για ηδονή. Όπως μου φαίνεται τρείς βλάβες γεννούνται από αυτές. Πρώτον διότι μειώνουν το ανδρείο φρόνημα της ψυχής. Δεύτερον διότι με αυτά τα ηδονικά τραγούδια, ο νους με την φαντασία δεν σταματά να σχηματίζει αυτά που σκέφτεται όταν ακούει τα τραγούδια και έτσι γεμίζει με εμπαθείς εικόνες. Και τρίτον αν τύχει και δεν βλέπουν τα πρόσωπα των τραγουδιστών και κυρίως όταν αυτά είναι γυναικεία και όμως μόνο από την φωνή είναι ικανά να σχηματίσουν στην φαντασία, να οδηγήσουν την επιθυμία στην καρδιά και να τραβήξουν την συγκατάθεση στην ψυχή. Πρέπει ο φρόνιμος να κλείνει την ακοή του από τέτοια τραγούδια και που τέτοιες ακοές είναι ψυχικά θανατηφόρες[26].
Το τρίτο αισθητήριο που είναι η όσφρηση πρέπει να το φυλάς καθαρό από αρώματα. Ρίχνουν το ανδρικό φρόνημα αλλά και οδηγούν περισσότερο από κάθε άλλον αίτιο στην πορνεία. Μεταβάλει την ψυχή. Πρέπει να λογαριάζουμε ότι το σώμα μυρίζει άσχημα και στο τέλος γίνεται φαΐ για τα σκουλήκια[27].
Το τέταρτο αισθητήριο είναι αυτό της γεύσεως. Το στομάχι είναι ακόρεστο και για τον άγιο Νικόδημο είναι πρώτιστο. Έτσι πρέπει να εμποδίσουμε τα διάφορα φαγητά. Μην ζούμε με τρυφή και με σπατάλη. Όλα αυτά επινοήθηκαν για σπατάλη. Για την ηδονή του λαιμού. Τι έχουν σαν συνέπεια αυτά τα φαγητά; Βέβαια τίποτα καλό, παρά μόνο πάθη και κακία της ψυχής και του σώματος. Δημιουργούν λαιμαργία, μέθη, πάχος, ποδάγρα, παραλυσία, αλλά και πορνεία, ή αρσενοκοιτία. Όλα αυτά τα πάθη της σαρκός ενεργούνται από το στομάχι. Αλλά και η τρυφή διώχνει και την ευσέβεια. Αλλά και αν δεν μπορείς να κόψεις τα λιπαρά φαγητά, να περιορίσεις σε μία φορά την ημέρα το φαγητό και σ’ αυτό να μην δημιουργείς κορεσμό. Κατά τους αγίους το φαγητό έχει τρείς τάξεις, την εγκράτεια την αυτάρκεια και τον κόρο. Εγκράτεια είναι όταν θέλει κάποιος να φάει και άλλο, ασκεί εγκράτεια και σηκώνεται από το φαΐ πεινών. Αυτάρκεια όταν φάει αρκετά και κόρον όταν χορτάσει. Λοιπόν αν δεν μπορείς φυλάξεις τα δύο πρώτα, και φτάνεις μέχρι του τρίτου, μη γίνεις υπερκορής όπως εκείνος ο πλούσιος στην παραβολή του Κυρίου. Ο Μ. Βασίλειος δεν επιτρέπει τον χορτασμό, αλλά ούτε και την αυτάρκεια αλλά την εγκράτεια[28]. Μας τονίζει ο Αγ. Νικόδημος, να φυλάττουμε την νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής εξαιρουμένων των ημερών που έχουν κατάλυση. Και αν κάποιοι καταλύουν το λάδι και τον οίνο, εσύ να μην τους μιμηθείς όποιοι και αν είναι. Πολλοί κανόνες το λένε αυτό. Εκτός βεβαίως από αυτούς που έχουν σωματικά ασθένεια. Τί πρέπει να λέει κάποιος για να εμποδίζει την πολυφαγία; Όταν τρως και όταν πίνεις να θυμάσαι τον ψαλμικό στίχο «τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; Και συνεχώς να το λες αυτό ώστε να εμποδίζεις με αυτό την πολυφαγία, και την πολυποσία. Στην αίσθηση αυτή αναφέρονται και όλα όσα με τη γλώσσα γίνονται αμαρτήματα, οι κοροϊδίες, οι ύβρεις, οι κατάρες, οι αισχρολογίες μέχρι και οι μάταιες συζητήσεις. Από αυτά όλα πρέπει να φυλαγόμαστε[29].
Στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου του ο Άγιος Νικόδημος αναλύει το αισθητήριο της αφής. Η αφή δεν αφορά μόνο τα χέρια αλλά και όλο το σώμα. Και κάθε αίσθηση γίνεται όργανο της αφής. Να το φυλάττουμε λοιπόν με πολύ προσοχή από απαλά χέρια και η οποία σε οδηγεί στην αμαρτία. Να γνωρίζεις ότι είναι δύσκολο κάποιος να ελευθερωθεί μετά από την ενέργεια της αφής. Είναι η ποιο κοντινή στην αμαρτία και στο χείλος της πράξεως. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ακουμπάνε το σώμα των άλλων και ιδίως των νέων[30]. Ας αφήσουμε λέει ο λοιπόν ο Αγ. Νικόδημος, όλη αυτή την ματαιότητα, τα οποία είναι σχήματα κατά τον απόστολο και τα οποία θα περάσουν,. Είναι θάνατος λέει και μετά τον θάνατο έρχεται κρίση και μετά κόλαση ατέλειωτη. Τότε φεύγει η νεότητα και η ματαιότητα, και η πολυτέλεια των ιματίων. Όλοι διανύουμε αυτόν τον δρόμο και οι πριν από εμάς και εμείς τώρα. Αυτά λοιπόν τα παραδείγματα και την ευτέλεια των πραγμάτων αυτών και την μεταβολή τους και την ακαταστασία να σκεφτόμαστε και να απορρίπτουμε την παράλογη επιθυμία. Το ίδιο είναι και τα χρήματα και τα εγκώμια. Ας αγαπήσουμε λοιπόν τον Χριστό μας[31].
Η φαντασία είναι λεπτότερη της αισθήσεως παχύτερη από τον νου, είναι ο χάρτης του νου στον οποίο καταγράφονται από όλες τις αισθήσεις. Αυτή κατά τον Αριστοτέλη είναι η κοινή αίσθηση γιατί περιέχει όλες τις εικόνες, όλες τις προσβολές από τις πέντε αισθήσεις, και γιατί και εκείνη προσβάλει την ψυχή μόνη της. Γι’ αυτό καθώς φυλάττεις τα εξωτερικά αισθητήρια, έτσι παρόμοια πρέπει να φυλάττεις και το εσωτερικό αισθητήριο, δηλαδή την φαντασία, και να μην την αφήνεις να φαντάζεται και να θυμάται τις αισχρές θεωρίες, τα άπρεπα λόγια τις μυρωδιές ή τα φαγητά ή τα απαλά της αφής διότι, ποιο είναι το όφελος τα φυλάττεις τα εξωτερικά αισθητήρια και έπειτα να μην φυλάττεις την φαντασία η οποία περιέχει όλους τους ηδονικούς τύπους των αισθήσεων και προξενεί το ίδιο πάθος των αισθήσεων στην ψυχή; Πρέπει περισσότερη επιμέλεια να δείχνεις στην φαντασία[32].
Τα εξωτερικά αισθητήρια διαφέρουν από την φαντασία γιατί τα εξωτερικά αισθητήρια λειτουργούν μόνο όταν είναι παρόντα τα πράγματα τα αισθητά. Αλλά η φαντασία και όταν λείπουν τα αισθητά και βρίσκεται ο άνθρωπος μόνος κλεισμένος, τότε αυτή δείχνει τις θεωρίες και όλα τα λοιπά. Και η φαντασία μετά κινεί και τα εξωτερικά αισθητήρια.
Η καρδιά είναι ο θάλαμος του νου το ίδιο με την ψυχή, πρέπει να γνωρίζεις ότι όπως το κέντρο βρίσκεται στον κύκλο και όλες οι γραμμές από το κέντρο ξεκινούν και σε αυτό καταλήγουν έτσι και η καρδιά είναι σαν τον κέντρο του ανθρώπου στο οποίο είναι ενωμένες όλες οι δυνάμεις του σώματος και της ψυχής τριπλώς θεωρούμενη, κέντρο φυσικό, κέντρο υπερφυσικό και κέντρο παραφυσικό. Κέντρο φυσικό διότι η καρδιά πλάθεται από όλα τα μέλη του σώματος. Έτσι πρώτα αυτή πλάθεται και τελευταία απ’ όλα τα μέλη νεκρώνεται. Και αυτή είναι η πηγή όλων των φυσικών δυνάμεων του σώματος, της θρεπτικής, της αυξητικής, της ζωτικής, της αισθητικής, της θυμικής, της επιθυμητικής, και των λοιπών. Ομοίως και όλων των φυσικών δυνάμεων της ψυχής, της νοερής, της λογιστικής, και της θελητικής. Είναι κέντρο υπερφυσικό, γιατί η υπερφυσική χάρη του Θεού, την οποία έλαβε με το άγιο βάπτισμα στην καρδιά βρίσκεται κατά τις αγίες γραφές[33]. Η καρδιά είναι κόμη κέντρο παραφυσικό, διότι όλα τα παρά φύση πάθη και όλοι οι βλάσφημοι και υπερήφανοι και αισχροί λογισμοί, και οι κακές επιθυμίες και συγκαταθέσεις, από την καρδιά γεννιούνται και στην καρδιά βρίσκονται και σκεπάζουν την θεία χάρη που μας δόθηκε από το άγιο βάπτισμα, όπως η σκόνη σκεπάζει την φωτιά. Έτσι πρέπει να φυλάττουμε τον νου, και την καρδιά. Πρέπει να κλίνουν οι αρχάριοι την κεφαλή τους στο στήθος τους. Εκεί εβρισκόμενος ο νους, και εκεί να λέει την μονολόγιστη ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με. Και όχι μόνο αυτό αλλά να το λες με όλη την θελητική δύναμη και να σκέφτεται μόνο αυτήν την ευχή[34].
Τόπος των πνευματικών ηδονών είναι οι λόγοι των θείων γραφών διότι σε αυτές, βρίσκεται η άκρα αλήθεια από την οποία φωτίζεται ο νους. Και γιατί στις γραφές υπάρχει άκρα γλυκύτητα και χάρη με την οποία έλκει την καρδιά σε συγκατάθεση και τους πείθει. Είναι λόγοι του Θεού, δηλαδή αυτοαλήθεια και χάριτος[35]. Βρίσκεις κάθε θεραπεία για τα πάθη. Όλα τα καλά της αναγνώσεως να τα κάνεις όχι μόνο από φιλομάθεια αλλά και από φιλοπονία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΕΙΑ
Μ. Σ. Βασιλειάδου, Ψυχωσωματική Φυσιολογία και Παθολογία κατά ον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εκδ. Ιερό Κονόβιο Οσίου Νικοδήμου Πεντάλοφος Παιονίας, 2009.
Πρωτ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία, οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας Αθήνα, 1982.
Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑ, «Οι φορείς του Διαφωτισμού και οι κύριοι αντίπαλοί του», εις Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1975. Τ. ΙΑ’ .
Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, βίος και τα έργα του, 1749- 1809, Αθήνα 1978 .
Αγγέλου Α. Προς την ακμήν του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στο περιοδ. «Μικρασιατικά Χρονικά», τομ. 7, 1957.
Άγιος Νικόδημος Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Σ. Σχοινά Βόλος 1958.
[1] Μ. Σ. Βασιλειάδου, Ψυχωσωματική Φυσιολογία και Παθολογία κατά ον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εκδ. Ιερό Κονόβιο Οσίου Νικοδήμου Πεντάλοφος Παιονίας, 2009 σελ. 23.
[2] Πρωτ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία, οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας Αθήνα, 1982, σ. 161ε.
[3] Πρωτ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, το ίδιο σ. 16.
[4] Το ίδιο σ. 163.
[5] Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑ, «Οι φορείς του Διαφωτισμού και οι κύριοι αντίπαλοί του», εις Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1975. Τ. ΙΑ’ , σ.353.
[6] Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, βίος και τα έργα του, 1749- 1809, Αθήνα 1978 σ.164.
[7] ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σ. 160.
[8] Τις χρονολογίες του Αγ. Νικοδήμου τις παίρνουμε από τη σύντομη περιγραφή του βίου του Αγ. Νικοδήμου από τον παραδελφό του στη μοναχική ζωή, ιεομόναχο Ευθύμιο με τον τίτλο : Βίος και πολιτείανκαι αγώνες διά δόξαν της ημών Εκκλησίας τελεσθέντες παρά του οσιολογιωτάτου και μακαρίου και αοιδίμου Νικοδήμου μοναχού, συγγραφέντες παρά εν Χριστώ αδελφού, του Ευθυμίου Ιερομονάχου, δημωσιευθείσα από τον Σπυρίδωνα Λαυριώτη, στο περιοδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», 4 (1920), σ.σ. 636- 641, 5 (1921), σ.σ.210 – 218. Πρβλ. και Θεοκλήτου μοναχού Διονυσιάτου, ?Αγιος Νικόδημος ο «Αγιορείτης, Αθήνα 1959, σ.24
[9] Ευθυμίου Ιερομονάχου, όπ. Παρ., σ. 638
[10] Αγγέλου Α. Προς την ακμήν του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στο περιοδ. «Μικρασιατικά Χρονικά», τομ. 7, 1957 σ. 76, στο Χαριλ. Τζώγα, όπ. Παρ., σ.σ. 46-47.
[11] Ευθυμίου Ιερομονάχου, όπ. Παρ., σ.σ. 638- 639.
[12] Άγιος Νικόδημος Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Σ. Σχοινά Βόλος 1958 σελ. 31.
[13] . Αφορμάται από το χωρίο του ΑΓ.Γρηγορίου Νύσσης στον Λόγο ι’εις το Άσμα Ασμάτων. Τομ. α’.
[14] Άγιος Νικόδημος, όπ, παρ., σελ. 33.
[15] Άγιος Νικόδημος, όπ, παρ., σσ. 36-37.
[16] Άγιος Νικόδημος, όπ, παρ., σσ. 38-39.
[17] Μ. Σ. Βασιλειάδου, Ψυχωσωματική Φυσιολογία και Παθολογία κατά ον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εκδ. Ιερό Κονόβιο Οσίου Νικοδήμου Πεντάλοφος Παιονίας, 2009 σελ. 46.
[18] Μαρία. Σ. Βασιλειάδου, όπου παρ. σελ. 47.
[19] Άγιος Νικόδημος, όπ, παρ., σ. 40.
[20] Το ίδιο, όπ παρ,. σ.. 41.
[21] Το ίδιο σσ. 41-43.
[22] Το ίδιο σελ. 43.
[23] Το ίδιο σσ. 43-44.
[24] Το ίδιο σσ. 45-46.
[25] Το ίδιο σσ.. 46-48
[26] Το ίδιο σσ. 54-55.
[27] Το ίδιο σελ. 58.
[28] Το ίδιο σσ. 63-65.
[29] Το ίδιο σσ. 68-69.
[30] Το ίδιο σσ. 73-74.
[31] Το ίδιο σσ. 79-80.
[32] Το ίδιο σσ. 97-99.
[33] Το ίδιο σσ. 106 και 108.
[34] Το ίδιο σσ. 11-112.
[35] Το ίδιο σσ. 141-142.