Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Μονοενεργητισμός- Μονοθελητισμός Ιστορία και Θεολογία- Σύνοδος του Λατερανού

 Μονοενεργητισμός- Μονοθελητισμός

 Ιστορία και Θεολογία- Σύνοδος του Λατερανού

 

Υπό του Οσιολογ. Ιερομ. π. Μακαρίου Παλαιολόγου

 

Κυριακή της Ορθοδοξίας  Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Μακάριε, Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Αρχιερείς, τίμιον Πρεσβυτέριον, αγαπητοί πιστοί και ακροατές.

 Πανηγυρικά δοξάζει και ευχαριστεί τον Θεό και τους Αγίους η Εκκλησία,  φθάνοντας ξανά στο πρωτόκαιρο έαρ, την εορτή της Ορθοδοξίας, η οποία εορτάζει όλους εκείνους που έζησαν με ευσέβεια μαζί με εκείνους που διατύπωσαν συνοδικά τα άγια δόγματά της Εκκλησίας, δηλαδή όσους ορθοτόμησαν τον λόγο της αληθείας και της ευσεβείας. Παράλληλα αποκηρύσσει με κάθε επισημότητα τους εκφραστές της δυσσεβείας, ονομαστικά, αλλά και τα εσφαλμένα φρονήματά τους όπως διαβάζουμε κατ’ έτος στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Σήμερα λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει τον θρίαμβο της πίστεώς της εναντίων όλων των αιρέσεων. Μία πτυχή της αληθινής πίστεως, της Ορθοδοξίας είναι και οι αγώνες των Αγίων Πατέρων μας κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού- Μοοενεργητισμού τον 7ο αιώνα μ. Χ. Η θεολογική έριδα για την αποδοχή και ομολογία μίας ή δύο ενεργειών και ενός ή δύο θελημάτων στο Χριστό απετέλεσε τη μεγάλη θεολογική πρόκληση του 7ου αιώνα. Η σύνοδος του Λατερανού που συγκλήθηκε στη Ρώμη (649 μ. Χ) για να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό και να αποφανθεί σχετικά, συνιστά την πρώτη συνοδική συστηματική προσπάθεια για την απόκρουση της κακοδοξίας που δίχασε την Εκκλησία της Δύσης από την Ανατολή, την έφερε αντιμέτωπη  με τις πολιτικές επιλογές της κρατικής εξουσίας και ανέδειξε τη Ρώμη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ως θεματοφύλακα της αληθείας.

Στην παρούσα εισήγηση επιθυμούμε να περιγράψουμε τον πυρήνα και την ουσία του θεολογικού αυτού προβλήματος με τα προβληθέντα εκατέρωθεν επιχειρήματα κατά τις πέντε συνεδρίες, με τις οποίες ολοκληρώθηκε η σύνοδος. Η ιστορικοδογματική έρευνα προχωράει βαθύτερα, από την θεολογική παρουσία του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, η θεολογική σκέψη του οποίου καταγράφεται ζωντανά στα πρακτικά της συνόδου και προσδιορίζει το περιεχόμενο του όρου της. Η εισήγηση αποσκοπεί αφ’ ενός στο να αναδείξει τις ποικίλες πτυχές του θεολογικού προβλήματος και αφετέρου να αξιολογήσει τις αντιπαρατιθέμενες θέσεις με εστία θεώρησης τη  Σύνοδο του Λατερανού και την θεολογία του Αγ. Μαξίμου.

Η αλήθεια για την ενανθρώπηση του Λόγου είχε παύσει πολύ πρίν από τον 7ο αιώνα που μας ενδιαφέρει, να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης και θεολογικού προβληματισμού στο χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Λόγου ή της Θεότητας του Χριστού δεν αποτελούσαν αιτία διχογνωμίας και θεολογικών αντιπαραθέσεων. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι κατά την περίοδο αυτή όλα τα θέματα που σχετίζονται με τον ενανθρωπήσαντα Λόγο είχαν απαντηθεί. Οι χριστολογικές έριδες θα συνεχισθούν, νέα -κατά τα φαινόμενα προβλήματα θα εγερθούν, ενώ ταυτόχρονα το μυστήριο της ενώσεως της θεότητας με την ανθρωπότητα στο Χριστό, υπό το φώς του Πνεύματος, θα συλληφθεί, θα ερμηνευθεί και θα κατανοηθεί πάντοτε από την κοινή εκκλησιαστική συνείδηση και εμπειρία κατά τα ανθρώπινα μέτρα και μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων των ανθρωπίνων προϋποθέσεων.

Το μέτρο αυτό ίσχυσε αναμφίβολα στην τρίτη,  τέταρτη,  πέμπτη και την έκτη Οικουμενική Σύνοδο, όπου η Εκκλησία αντιμετώπισε και έλυσε Χριστολογικά προβλήματα. Ίσχυσε, επίσης, και στην τοπική σύνοδο του Λατερανού, στη Ρώμη, που συγκλήθηκε το έτος 649 μ. Χ. και αντιμετώπισε παρόμοια ένα χριστολογικό πρόβλημα, αυτό των δύο θελήσεων και ενεργειών στο Χριστό[1].

Η πρώτη δεκαετία του 7. αιώνα, επι βασιλείας του αυτοκράτορα Φωκά(602-618) ήταν περίοδος σκληρών δοκιμασιών για την αυτοκρατορία[2]. Τα εσωτερικά προβλήματα έδωσαν στο βασιλιά των Περσών Χοσρόη την ευκαιρία να απειλήσει και να διαβεί τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, να καταλάβει την Αρμενία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο (611-619), να επιφέρει την εξαθλίωση και τον οικονομικό μαρασμό[3]. Οι Σλαύοι περί το 614/615 μ. Χ. εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι επιδρομές των Σλαύων και των Αράβων στη Βαλκανική έφεραν την αυτοκρατορία σε δεινή θέση[4]. Ο κίνδυνος για την Κωνσταντινούπολη ήταν υπαρκτός. Η πτώση ήταν θέμα χρόνου.

Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η σωτήρια παρέμβαση ήλθε από την Αίγυπτο. Η εξέγερση του εξάρχου Καρθαγένης Ηρακλείου στην τυραννική εξουσία του αυτοκράτορα είχε την καθολική υποστήριξη του λαού. Ο υιός του Ηρακλείου, ο Ηράκλειος ο νεώτερος, επέδραμε με στόλο ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήλθε θριαμβευτικά στις 3 Οκτωβρίου του 610. Ο Φωκάς δολοφονήθηκε και το σώμα του κάηκε από το μαινόμενο λαό[5]. Δύο ημέρες αργότερα (5 Οκτωβρίου 610) ο Ηράκλειος εστέφθη αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Σέργιο. Η αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών από τον αυτοκράτορα αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του στην Ανατολή, όπως μαρτυρούν ιστορικές πηγές από την Στ’ Οικουμενική Σύνοδο, ο Ηράκλειος θα έλθει αναγκαστικά σε επαφή με Μονοφυσίτες και τις θεολογικές τους θέσεις. Ο πατριάρχης Σέργιος θα τον εξοπλίσει με τα αναγκαία θεολογικά κείμενα για τον απαραίτητο διάλογο και θα εξάρει τη θεολογική του παιδεία[6].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρέμβαση του Σεργίου στις ώρες της υπαρξιακής αγωνίας της αυτοκρατορίας υπήρξε αποφασιστική. Η κατά το Άγιο Αναστάσιο τον Σιναΐτη συριακή καταγωγή του εξηγεί την ευαισθησία του για την προσέγγιση με τους Μονοφυσίτες της Ανατολής[7].

Ο Ηράκλειος κατανόησε βαθιά ότι η εσωτερική ενότητα που επίμονα αποζητούσε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών, δε θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την συμφιλίωση με τις πολυάριθμες μονοφυσιτικές ομάδες, των οποίων η θρησκευτική διαφοροποίηση μετεβάλετο εύκολα σε κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση που οδηγούσε αναγκαστικά στην ψυχική αποκοπή τους από τον όλο κορμό της αυτοκρατορίας. Οι αιρετικές ομάδες έπρεπε να συστρατευθούν μαζί του για την αντιμετώπιση των επιδρομέων.

Οι συμφιλιωτικές διαθέσεις του Ηρακλείου, είχαν να αντιμετωπίσουν σημαντικά εμπόδια. Από τη μια είχε αυτή την ίδια τη δογματική απόκλιση των Μονοφυσιτών με τους οποίους έπρεπε να συνδιαλλαγεί, από την άλλη έπρεπε να αντιμετωπίσει το θεολογικό δυναμικό- ιδίως της τάξης των μοναχών-της  Εκκλησίας με την υψηλή και δυνατή επιρροή της στα ευρύτερα στρώματα του λαού, ικανής να αντιπαρατίθεται σε θεολογικό επίπεδο με τις αποκλίνουσες ομάδες, με ό, τι αυτό βέβαια σήμαινε για τη θέση και τη στάση των αιρετικών ομάδων στη ζωή και στην κοινωνία. Η πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης δεν μπορούσε να αγνοήσει ούτε το πρώτο, αλλά ούτε και το δεύτερο. Με δεδομένες τις μονοφυσιτικές θέσεις η σύγκληση με τη  Χαλκηδόνα ήταν αδύνατη χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις. Η λύση η οποία έπρεπε να αναζητηθεί, έπρεπε ευνόητα να ικανοποιεί τόσο τη Χαλκηδόνα, όσο και τις μονοφυσιτικές ομάδες της Αιγύπτου, των Αρμενίων και των Συρίων στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο Ηράκλειος και ιδιαίτερα ο Πατριάρχης Σέργιος (610-638) θα καταβάλουν προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή. Στις πρώτες ήδη αυτές προσπάθειες θα αναφανεί το πρόβλημα του Μονοενεργητισμού - Μονοθελητισμού. Η σύνοδος του Λατερανού, αλλά και αργότερα η Στ’ Οικουμενική Σύνοδος, θα δώσουν ιδιαίτερη σημασία στις απαρχές και την ιστορική πορεία της κακοδοξίας.

Μέσα από την συζήτηση που είχε ο Άγ. Μάξιμος ο ομολογητής με τον (τέως) πατριάρχη Πύρρο το 645 μ. Χ. στην Αλεξάνδρεια[8] μαθαίνουμε για τέσσερις επιστολές του Σεργίου στις οποίες ζητούσε από τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα, πατερικά χωρία τα οποία θα έκαναν λόγο για μια ενέργεια[9]. Από αυτό γίνεται προφανές ότι ο Σέργιος είχε μάλλον ήδη από πολύ ενωρίς (617-622) αρχίσει να διαμορφώνει τη γενική κατεύθυνση της δικής του αντίληψης για το θέμα ώστε να καταφέρει την προσέγγιση με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες των ανατολικών επαρχιών. Το πλαίσιο της πραγμάτωσης με την αποδοχή μιάς ενέργειας στο Χριστό, χωρίς να εγκαταλείπεται η διδασκαλία της Χαλκηδόνας.

 Οι εχθρικές επιδρομές και οι πολυετείς στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ηρακλείου προκάλεσαν για λόγους ασφαλείας μεγάλα κύματα μετανάστευσης προς τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ελληνόφωνα τμήματα του πληθυσμού των περιοχών της Ανατολής αναζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο, ιδιαίτερα στην Καρθαγένη, τη Ν. Ιταλία, ιδιαίτερα στη Σικελία, ακόμα και στην κεντρική Ιταλία με κέντρο τη Ρώμη. Ως προς τη θρησκευτική τους τοποθέτηση η πλειοψηφία ήταν προσδεδεμένη στη διδασκαλία της Χαλκηδόνας. Ιδιαίτερα η μετοίκηση ελληνοφώνων μοναχών που με εμμονή υπεστήριξαν και ομολογούσαν το δόγμα της Χαλκηδόνας έμμελε να έχει τη δική της δυναμική στη θρησκευτική διαμάχη του καιρού. Αναμφίβολα οι ομάδες των Μονοφυσιτών και οι ενωτικές προσπάθειες του αυτοκράτορα είχαν να αντιμετωπίσουν σθεναρέστερη θεολογική αμφισβήτηση. Ο ρόλος των μοναχών, όπως θα καταδειχθεί στη διαδικασία και τις αποφάσεις της συνόδου του Λατερανού, υπήρξε αποφασιστικός.

Ανάμεσα στους μοναχούς οι οποίοι μέσα στις συγκυρίες αναζήτησαν καταφύγιο στη Δύση ήταν και εκείνος που έμμελε να θέσει την προσωπική του σφραγίδα στην εξέλιξη της θεολογικής διαμάχης. Η δι’  επιχειρημάτων αναίρεση της κακοδοξίας-  με εξαίρεση τη συμβολή του Αγίου Σωφρονίου  Πατριάρχου Ιεροσολύμων, αποτελεί  αποκλειστικό σχεδόν έργο ενός μοναχού, του οποίου η θεολογική σκέψη δεν καταγράφεται απλώς στα πρακτικά, αλλά και στον ίδιο τον Όρο της Συνόδου του Λατερανού. Ο Άγ. Μάξιμος ο ομολογητής από επιφανή οικογένεια θα ακολουθήσει την μοναχική ζωή. Μετά από λίγα χρόνια θα εγκαταλείψει την μονή της μετανοίας του στην Κωνσταντινούπολη και θα κατευθυνθεί προς την Κύζικο, στη μονή του Αγ. Γεωργίου. Το έτος 626 ταξιδεύει με πλοίο, μέσω της Κρήτης προς την Αφρική. Στην Κρήτη αντιπαρατέθηκε θεολογικά με τους εκεί Μονοφυσίτες[10]. Πρίν από το 632 ευρίσκεται με βεβαιότητα στην Καρθαγένη. Γνωρίζεται προσωπικά με τον Άγ. Σωφρόνιο ο οποίος παρέμενε από το 633 στην Αφρική. Από την Καρθαγένη, η θεολογική αντιπαράθεση τον ανάγκασε να κατευθυνθεί στη Ρώμη. Κατά τη σύγκληση και τη διάρκεια της συνόδου στο Λατερανό  ήταν παρών στη Ρώμη όπου υπέγραψε μάλιστα τις αποφάσεις της β’ συνεδρίας[11].

Η επιρροή του Αγ. Μαξίμου στις μοναστικές κοινότητες της Δύσης ήταν σημαντική. Οι ελληνόφωνες μονές της Ρώμης θα αποτελέσουν κεντρική εστία αντίστασης κατά του Μονοενεργητισμού. Στην Αφρική όπου ήδη ήσαν εγκατεστημένοι πολλοί μοναχοί από την Ανατολή, οι οποίοι ομιλούσαν ελληνικά, και διαμόρφωσαν την περιρρέουσα θρησκευτική ατμόσφαιρα, ο Άγ. Μάξιμος, ανεδείχθη αρχηγός των εξορισμένων κοινοτήτων από τη θρησκευτική πολιτική της αυτοκρατορίας. Οι σύνοδοι που συνήλθαν στην Αφρική κατά το έτος 646 ήσαν, όπως μαρτυρούν τα πρακτικά της συνόδου του Λατερανού, υπό την επιρροή του και εξέφρασαν το υγιές ορθόδοξο φρόνημα. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε στη Ρώμη κατά την περίοδο αυτή μια ζωντανή εστία της ελληνικής Θεολογίας.

Ποιοι ήταν οι αντίπαλοι των ορθοδόξων και τι υπεστήριζαν;

 

Κύριοι Εισηγητές του Μονοενεργητισμού

1)Θεόδωρος Φαράν: Κείμενα από την θεολογική παραγωγή του μονοενεργήτη Θεοδώρου Φαράν είναι 11 αποσπάσματα που καταχωρούνται όπως θα γίνει γνωστό κατωτέρω, στα πρακτικά της δ’ συνεδρίας της συνόδου του Λατερανού[12] και αναφέρονται απλά κατά τη 13 συνεδρία της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου[13].

2)Κύρος Αλεξανδρείας: Η πολιτική της προσέγγισης προωθήθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία και στην Αίγυπτο. Πατριάρχης κατά το έτος 631 ήταν ο Κύρος(631-642), ο πρώην επίσκοπος Φάσιδος, ο οποίος ανέλαβε να προσεγγίσει τους Μονοφυσίτες Θεοδοσιανούς. Κατόρθωσε να συμφωνηθεί ένα κείμενο το οποίο ήταν αποδεκτό από τις δύο πλευρές (Ιούνιος του 633). Το έτος 633, έτος επίτευξης της συμφωνίας στην Αλεξάνδρεια και έτος έκδοσης της ‘’Ψήφου’’ του Σεργίου στην Κωνσταντινούπολη, θεωρείται ως απαρχή της μονοενεργητικής έριδας. Η βάση της συμφωνίας ήταν η αποδοχή της διδασκαλίας της Χαλκηδόνας για τις δύο φύσεις, ενώ αναγνωρίζεται μια «θεανδρική» ενέργεια στο Χριστό.

3) Ο Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως στο κείμενο της ‘’Ψήφου’’ κάνει λόγο και αυτός για μία ενέργεια και ότι η διδασκαλία για δύο ενέργειες δεν είναι ορθή[14].

 Ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων όμως αντιστάθηκε στην ένωση με τους αιρετικούς και εναντιώθηκε στο κείμενο συμφωνίας με τους Θεοδοσιανούς. Μετά το θάνατο του πατριάρχου Ιεροσολύμων Μοδέστου, πατριάρχης ανεδείχθη ο Άγιος Σωφρόνιος(634-638 ή 639). Ο Αγ. Σωφρόνιος απέστειλε με την άνοδό του στο θρόνο την κατά τα έθιμα ενθρονιστήρια συνοδική επιστολή, ένα μνημειώδες και πολύτιμο δογματικό κείμενο, η οποία περιείχε την ομολογία πίστεως του Αγ. Σωφρονίου. Η Επιστολή αυτή ήταν μία δυνατότητα για το Σωφρόνιο να εκθέσει τις απόψεις του στα επίμαχα θέματα της πίστεως και να απαντήσει γραπτώς στην κακοδοξία του Σεργίου[15]. Σε αυτήν αποφαίνεται σχετικά με το θέμα μας, «τήν ἑκατέρας φύσεως ἑκατέραν ἴσμεν ἐνέργειαν»[16], καταφάσκει το δόγμα της Χαλκηδόνας, τον ένα Χριστό σε μια σύνθετη υπόσταση[17], και ότι «ἐνεργεῖ γάρ ἑκατέρα φύσις…»[18], και «…ἀλλά μετά τῆς θατέρου κονωνίας ἑκάστη φύσις τό ἴδιον ἔπραττε καί τήν διαίρεσιν φεύγουσα καί τήν τροπήν οὐ γινώσκουσα καί τήν διαφοράν πρός τήν θατέραν φυλάττουσα καί τήν κοινωνίαν καί σύνθεσιν ἀδιάλυτον καί ἀρραγῆ διασώζουσα[19]. Και ερμηνεύοντας χωρία των αγίων συμπεραίνει «…οὐδέ μίαν καί μόνην αὐτῶν(ενν των φύσεων) τήν ἐνέργειαν λέγομεν…»[20]. Αφού σύμφωνα με την Χαλκηδόνα ο Χριστός είναι «ἐν δύο φύσεσι», τότε υπάρχουν σ’ αυτόν τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε μίας απ’ αυτών. Οι ενέργειες και τα θελήματα είναι ιδιότητες της φύσεως ενώ «τά ἑκατέρας ἴδια φύσεως ασύγχυτα μετά την ένωσιν»[21] παραμένουν. Ο Άγιος Σωφρόνιος αποδεχόμενος δύο ενέργειες[22] απορρίπτει κατηγορηματικά και με βδελυγμία τον ισχυρισμό ότι στον Χριστό υπάρχει μία και μόνη ενέργεια[23] έναν ισχυρισμό που ουσιαστικά θέτει σε αμφισβήτηση την τελειότητα της ανθρωπότητας του Χριστού και κατ’ επέκταση το σωτηριώδες έργο της θείας οικονομίας. Αυτά ο Άγιος τα έγραψε γιατί είχε έλθει σε επαφή με τους Κύρο και Σέργιο και ήξερε το σκάνδαλο που είχαν δημιουργήσει.

Ο Σέργιος συνέταξε ένα άλλο δογματικό κείμενο στο οποίο εξέθετε πάλι την αιρετική του άποψη μόνο που αυτήν την φορά το κείμενο έφερε την υπογραφή του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Ήταν περιβεβλημένο δηλαδή με το κύρος της βασιλικής αυθεντίας και εξέθετε την καινοτόμο διδασκαλία γι’ αυτό και ονομάσθηκε Έκθεσις (638). Αυτό το βλάσφημο κείμενο θυροκολλήθηκε στην Αγία Σοφία. Αυτό το κείμενο το επικύρωσε και συνοδικά και ο διάδοχός του Πύρρος[24], ενώ έγινε αιτία για περαιτέρω προβληματισμό, συζητήσεις και αντιδράσεις. Όπως στο κείμενο της Ψήφου έτσι και στο κείμενο της Εκθέσεως απαγορευόταν ο λόγος για τις ενέργειες ενώ έφερνε και ως επιχείρημα τα θελήματα των φύσεων, ότι δηλαδή αν υπάρχουν δύο θελήματα στο Χριστό αυτά θα εναντιώνονταν μεταξύ τους. Έλεγε ότι ο Χριστός κατευθύνετο από τη θεία ενέργεια. Η ανθρώπινη φύση ήταν εξ’ ολοκλήρου θεοκίνητη[25].

4) Ο Πύρρος Κωνσταντινουπόλεως διάδοχος του Σεργίου έστειλε και αυτός επιστολή[26] στον Ορθόδοξο διάδοχο του αιρετικού Ονωρίου (πάπα Ρώμης) τον Ιωάννη, στην οποία υπερασπιζόταν τον Μονοενεργητισμό.

5) Διάδοχος του Πύρρου ο Κωνσταντινουπόλεως Παύλος (641-653), μονοενεργήτης και αυτός απέστειλε επιστολή προς την Ρώμη[27]με σαφέστατη θέση υπέρ της αιρέσεως. Επίσης έπεισε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Κώνστα να εκδώσει ένα διάταγμα τον ‘’Τύπο’’ (648)[28] με το οποίο απηγορεύετο οποιαδήποτε συζήτηση για τις ενέργειες και τα θελήματα. Οι ενάντιοι θα είχαν ποινές. Η Εκκλησία της Ρώμης με τον διάδοχο του Θεοδώρου Άγιο Μαρτίνο πάπα Ρώμης στην Σύνοδο του Λατερανού καταδίκασαν με αποτροπιασμό τον Τύπο.  Η απαγόρευση της συζήτησης για μία ή δύο ενέργειες, και για ένα ή δύο θελήματα προβάλει ένα Χριστό «ανεθέλητον» και «ανενέργητον» ενώ πιο πριν υπήρχαν τα αιρετικά διατάγματα. Όλη αυτή η αιρετική περίοδος θα οδηγήσει στην συνοδική καταδίκη της κακοδοξίας.

Η σύγκληση της Συνόδου

 

Προκαθήμενος της Ρώμης αναδείχθηκε ο Άγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης (649-653 μ. Χ.) ο οποίος μετά από πολλαπλές εκκλήσεις συγκάλεσε σύνοδο στην Ρώμη, για να αντιμετωπίσει την αίρεση του Μονοενεργητισμού- Μονοθελητισμού. Η Ιερά Σύνοδος [29] συνήλθε στη βασιλική του Σωτήρος  Λατερανού στη Ρώμη.  Όπως σε κάθε σύνοδο που ασχολείται με ένα επίμαχο δογματικό πρόβλημα ασφαλώς και τη σύνοδο του Λατερανού ενδιαφέρει να εκφρασθεί και να βεβαιωθεί η αλήθεια για το επίμαχο δογματικό πρόβλημα. Η Σύνοδος  συνεκλήθη σε πέντε συνεδρίες.

Στην πρώτη συνεδρία (5 Οκτωβρίου 649), το πρώτο μέλημα αυτής ήταν η επί εγγράφων ερειδομένη διατύπωση της κατηγορίας εναντίον των αιρετικών. Κυρίως προείχε η αποδοκιμασία και καταδίκη του κειμένου της’’ Έκθεσις’’, μετά από την κανονική ανάκριση και έρευνα. Με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού η παρούσα σύνοδος αναδύεται τον προκείμενο πνευματικό αγώνα ώστε να αναδειχθεί αληθής συνήγορος και υπέρμαχος της αληθείας αποκτώντας έτσι τον στέφανο της δόξας και της καύχησης[30].

Πρώτος ομιλητής είναι ο Άγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης. Τοποθετείται λέγοντας ότι ο ευαγγελικός λόγος επιθυμεί, οι ποιμένες του πιστού λαού να είναι κατ’ εξοχήν ακριβείς κήρυκες της μεγάλης οικονομίας του Θεού Λόγου. Όταν γεννήθηκε στη Βηθλεέμ από την παρθένο ασπόρως ο Χριστός, ο οποίος με αυτό τον τρόπο εκαινούργησε την ανθρώπινη φύση, την νύχτα εκείνοι οι ποιμένες ήσαν «ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες τάς φυλακάς τῆς νυκτός»[31]. Κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουν και οι ποιμένες της Εκκλησίας με άγρυπνο σπουδή και φροντίδα να αγρυπνούν κατά τη νύχτα του παρόντος βίου για το ποίμνιό τους που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, που οι ποιμένες συνήλθαν στην Εκκλησία, την πνευματική Βηθλεέμ για να διαγνώσουν και να εξακριβώσουν την ορθή πίστη σύμφωνα με τους αποστολικούς πατρικούς όρους και τις συνόδους[32].

Οι αιρετικοί νόθευσαν την μαρτυρία της Αγ. Γραφής και τους λόγους των Πατέρων. Αποτελεί επιβεβλημένη ανάγκη να κατονομαστούν αυτοί οι αιρετικοί[33]. Γιατί τα είπαν δημόσια για την βλάβη των πολλών και ανατροπή της αμωμήτου πίστεως[34]. Αυτοί είναι ο Κύρος Αλεξανδρείας, ο Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως και οι διάδοχοι του τελευταίου οι πατριάρχες Πύρρος και Παύλος.

Ο Κύρος υποστήριξε ότι στο Χριστό υπάρχει μία μόνο ενέργεια κοινή και για την ανθρώπινη και για την θεία φύση Του. Στην συνέχεια συνέταξε εννέα κεφάλαια που περιείχαν τις κακοδοξίες του και αναθεμάτισε όσους δεν την αποδέχονταν.[35] Ο Σέργιος συμφώνησε μαζί του και συνέταξε την αιρετική ‘’Έκθεση’’. Και οι δύο απέρριπταν την ομόφωνη πατερική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία, όταν υπάρχει μία ενέργεια, υπάρχει και μία ουσία και σύμφωνα με την οποία μαζί με την ουσία υπάρχει πάντοτε η θέληση[36]. Τις κακοδοξίες συνέχισαν οι διάδοχοί του, ο Πύρρος και ο Παύλος. Ο Πύρρος επικύρωσε την Έκθεση και ο Παύλος έγραψε τον Τύπο. Οι ορθόδοξοι απ’ όλες τις εκκλησίες παρακαλούσαν την Ρώμη να επέμβει και εκείνη προσπάθησε και με παρακαλειτά και με επιτίμια και με αφορισμούς  να διορθώσει τις καινοτομίες. Το αίτημα για την σύγληση ήταν καθολικό.

Ο Επίσκοπος Κεσίνης Μαύρος και ο πρεσβύτερος Θεόδοτος ως εκπρόσωποι του Επισκόπου Ραβέννας Μαύρου έδωσαν την ομολογία του τελευταίου με την αποδοχή των δύο ενεργειών και των δύο θελήσεων στο Χριστό απορρίπτοντας κάθε καινοτομία[37].   Την ομολογία του δίνει και ο Επίσκοπος Μάξιμος Ακυλείας, επισημαίνοντας ότι όποιος αρνείται τη διαφορά των δύο θελημάτων και ενεργειών στο Χριστό, αρνείται τη διαφορά των δύο φύσεών Του. Το θέλημα και η ενέργεια χαρακτηρίζονται και θεωρούνται ως ιδιότητες της φύσεως. Δεν είναι δυνατόν ο ένας και αυτός Ιησούς Χριστός, άκτιστος και κτιστός κατά τις φύσεις, να μην αποσώζει με την ένωση τις φυσικές ιδιότητες κάθε μιάς των δύο φύσεων, όπως είναι το θέλημα και η ενέργεια[38]. Όποιος δεν αποδέχεται αυτό αρνείται τους αγίους πατέρες και τον Όρο της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου ότι δεν αναιρείτε η διαφορά των φύσεων στο Χριστό μετά την ένωσή τους, ενώ διασώζονται οι φυσικές ιδιότητες κάθε μιάς από τις φύσεις. Ιδιότητα της θείας φύσεως είναι ότι ο Χριστός θέλει και ενεργεί τα θεία. Ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης είναι ότι ο Χριστός θέλει και ενεργεί τα ανθρώπινα[39].  Με τον τρόπο αυτό βεβαιώνεται ότι ο Χριστός με την υποστατική ένωση των δύο φύσεων είναι Θεός και άνθρωπος. Ο Μάξιμος Ακυλείας  λέει ότι στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, ενάντια στο Θεόδωρο Μομψουεστίας και τον Ωριγένη, δεν υπήρξε κατήγορος, διότι τα αιρετικά τους συγγράμματα αρκούσαν για να αποδοθεί η εναντίον τους μομφή[40] . Με αυτά τα δεδομένα ο Μάξιμος προτείνει στη σύνοδο να προχωρήσουν στην ακριβή εξέταση των αιρετικών κειμένων έχοντας ένα ή δύο κατηγόρους.

Η δεύτερη Συνεδρία στις (8 Οκτωβρίου του 649) με συμμετοχή 106 επισκόπων καταγράφει τις κατηγορίες εναντίον των αιρετικών, από επισκόπους ηγουμένους και μοναχούς προς τον αποστολικό θρόνο.

Παρόν ήταν και ο επίσκοπος Δώρων Στέφανος ο πρώτος στην τάξη μεταξύ των επισκόπων των Ιεροσολύμων και ζήτησε να παρέμβει. Στον λίβελλό του γράφει ότι η σύνοδος δεν συγκλήθηκε με την συγκατάθεση του αυτοκράτορα, ήταν όμως σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Ονομάτισε τους αιρετικούς λέγοντας ότι επαναφέρουν τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και του Σευήρου και  ότι διέσπειραν τα συγγράμματά τους  σε όλη την οικουμένη[41]. Τον επίσκοπο Στέφανο τον είχε αποστείλει ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων στην Ρώμη για να ενημερώσει την Εκκλησία αυτή για την νέα αίρεση[42]. Ο ίδιος ο Άγιος Σωφρόνιος είχε περιέλθει όλη την Ανατολή και αντιστάθηκε με γενναιότητα στους αιρετικούς, καλώντας τους να επανέλθουν στην ορθόδοξη πίστη. Συνέταξε δε και συνέλλεξε 600 πατερικά χωρία σε ανθολόγιο(Florilegium) από δύο βιβλία που ήλεγχαν την κακοδοξία τους[43]. Οι δε αιρετικοί οργάνωσαν ύπουλο σχέδιο για την σωματική του εξόντωση. Ο Άγιος Σωφρόνιος τότε κάλεσε τον Στέφανο στον τόπο της σταυρικής θυσίας του Χριστού, τον τόπο του κρανίου και τον δέσμευσε με άλυτους δεσμούς αναθέτοντάς του μια πολλή σημαντική αποστολή[44]. Του ανέθεσε να ταξιδεύσει σε όλη την οικουμένη, καταλήγοντας στην Ρώμη, ταξιδεύοντας ούτε μία ούτε δύο αλλά πολλάκις, για να ενημερώσει τους εκεί αρχιερείς, να τους παρακαλέσει να αναλάβουν δυναμικά τον αγώνα κατά της αίρεσης και να καταδικάσουν μετά από κανονική διαδικασία τις κακοδοξίες της, ώστε να αναχαιτισθεί η περαιτέρω διάδοσή της[45]. Γι’ αυτό μετά από εκκλήσεις από επισκόπους της Ανατολής και των πιστών βρίσκεται στην Ρώμη τρίτη φορά ζητώντας από τον αποστολικό θρόνο να προστατεύσει την κινδυνεύουσα πίστη των χριστιανών. Όταν οι αιρετικοί πληροφορήθηκαν την αποστολή του, διέταξαν την σύλληψή του και προσπάθησαν να τον οδηγήσουν ενώπιών τους σιδηροδέσμιο. Κατόπιν δίνει και αυτός την ομολογία του στη Σύνοδο.

Στη συνέχεια, στην σύνοδο επιτρέπεται η είσοδος ελλήνων ηγουμένων και μοναχών οι οποίοι εγκαταβίωναν από παλαιότερα στην Ρώμη, ή είχαν μετοικήσει πρόσφατα σ’ αυτή όπως ο Ιωάννης πρσβύτερος της Λαύρας του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου στα Ιεροσόλυμα, ο Θεόδωρος πρεσβύτερος και ηγούμενος της Λαύρας κατά την  Άφρων χώρα, ο Θαλάσσιος πρεσβύτερος και ηγούμενος της μονής των Αρμενίων στην μονή Ρενάτου, ο Γεώργιος πρεσβύτερος και ηγούμενος της μονής των Κιλίκων Ακουασσαλβίας και άλλοι θεοφιλείς άνδρες[46].

Αίτημα των ηγουμένων και μοναχών ήταν η καταδίκη του ‘’Τύπου’’ που έγραψε ο Παύλος Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων αιρετικών. Οι ηγούμενοι δηλώνουν ότι επέλεξαν να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό γι’ αυτό καταφεύγουν στην Ρώμη. Ζητούν να αναθεματισθούν οι κακοδοξίες και τα αιρετικά συγγράμματα, αλλά και οι αιρεσιάρχες προσωπικά. Η καταδίκη δεν θα πρέπει να είναι απρόσωπη, αλλά να καταδικασθούν και οι συντάκτες τους όπως ορίζουν οι νόμοι[47]. Ο ‘’Τύπος’’ ο οποίος κηρύττει έναν Χριστό ανεθέλητο και ανενέργητο δηλαδή χωρίς νούν και ψυχή[48]. Ο Χριστός εξομοιώνεται με τα είδωλα, τα οποία δεν κάνουν τίποτα. Η απαγόρευση κάθε συζήτησης περί μίας ή δύο ενεργειών και θελημάτων αποτελεί τέλεια άρνηση του μυστηρίου του Χριστού και της διδασκαλίας των πατέρων και των συνόδων, διότι συνεπάγεται άρνηση των δύο φύσεων[49].  Αυτά που θα γίνουν και θα αποφασισθούν στη Ρώμη θα μεταφερθούν με ακρίβεια στην Ελλάδα.

Στην συνέχεια προσάγονται αναφορές από τα προηγούμενα χρόνια από διάφορες Εκκλησίες.  Έτσι αρχίζουν με την αναφορά του αρχιεπισκόπου Κύπρου. Ο Σέργιος Κύπρου τονίζει ότι κανείς δεν μπορεί να προσθέσει σε όσα είπαν η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες. Κάθε φύση γράφει ενεργεί τα δικά της σε κοινωνία με την άλλη φύση(Λέων Α’ (440-461) στον τόμο προς τον Φλαβιανό). Γράφει επίσης ότι πρέπει να αναθεματισθούν οι αιρετικοί[50]. Ανεπιφύλακτα ο Σέργιος, αλλά και ολόκληρη η Εκκλησία της Κύπρου επιβάλλει σ’ αυτούς το ανάθεμα.

Έπειτα προσάγεται η αναφορά των επισκόπων της Αφρικής, στον πάπα Θεόδωρο. Αυτοί είναι ο 1)Κολούμβος πρόεδρος της τοπικής συνόδου της Νουμιδίας, ο 2) Στέφανος, πρόεδρος της τοπικής συνόδου του Βυζακίου και ο 3) Ρεπάρατος πρόεδρος των επισκόπων της Μαυριτανίας.

Οι επίσκοποι αφού έστειλαν τις διαμαρτυρίες τους στους αιρετικούς, κατόπιν έστειλαν και επιστολή στον αυτοκράτορα που του ζητούν να αναγκάσει τον Παύλο Κωνσταντινουπόλεως να ορθοφρονεί.

Η σύνοδος του Λατερανού ζητά να παρατεθεί και η επιστολή των επισκόπων της Αφρικής προς τον Παύλο.  

Οι επίσκοποι αποδέχονται και διαφυλάσσουν την πίστη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρία ομοούσια πρόσωπα, η μία αδιαίρετη Θεότητα. Ο Υιό του Θεού, ένα από τα πρόσωπα της Θεότητας, χωρίς να παύσει να είναι Θεός, έγινε άνθρωπος προσλαμβάνοντας σάρκα που είχε ψυχή νοερή και λογική[51]. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι αναμφίβολα Θεός ,και τέλειος άνθρωπος. Επομένως ως τέλειος Θεός έχει ανθρώπινη φύση, ανθρώπινο θέλημα και ανθρώπινη ενέργεια χωρίς καμία αμαρτία[52].Η καθολική Εκκλησία δίδασκε και διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός έχει δύο φύσεις ενωμένες ασυγχύτως και αδιαιρέτως και δύο φυσικές ενέργειες και δύο φυσικά θελήματα.  Για να βεβαιώσουν αυτά οι επίσκοποι της Αφρικής προσφεύγουν στην εκκλησιαστική παράδοση επικαλούμενοι χωρία από λατίνους αγίους πατέρες. Εμείς θα αναλύσουμε ορισμένα από αυτά.

1Ο Αγίου Αμβροσίου[53]: Στο περί πίστεως έργο του ο Άγιος Αμβρόσιος αντιπαραβάλει την ψυχική διάθεση του Χριστού με αυτήν του Πέτρου. Ο Πέτρος δέν φοβάται κατά την ώρα του πάθους ενώ ο Χριστός φοβάται. Ο Πέτρος λέγει «ἄρτι τήν ψυχήν μου ὑπέρ σοῦ τίθημι»[54]. Ο Χριστός λέγει «νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται»[55]. Ο Άγιος Απ. Πέτρος όντας κατώτερος, δε φοβάται, Εκείνος, όντας υψηλότερος όλων, επιδεικνύει τη διάθεση δειλού. Ο μέν όντας ψιλός άνθρωπος, αγνοεί τον κίνδυνο του θανάτου, ο δε , όντας Θεός ο οποίος ενηνθρώπησε, δείχνει την ασθένεια της σάρκας. Η σκοπιμότητα είναι προφανής. Με τον τρόπο αυτό ο Χριστός αναιρεί την ασέβεια των αιρετικών οι οποίοι απαρνήθηκαν το μυστήριο της ενανθρώπησής Του. (Μανιχαίος, Βαλεντίνος και Μαρκίωνας). Εν τούτοις είναι τόσο βέβαιο ότι έγινε ο ίδιος άνθρωπος, από τον οποίο πράγματι προσέλαβε σάρκα καθ’ όλα όμοια με τη δική μας, ώστε να ειπεί, «ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλά ὅπως σύ θέλεις»[56]. Κατανοεί κανείς ότι αυτό το ίδιο θέλημα που εκδηλώνει ο Χριστός πρίν την ώρα του πάθους είναι ένα ανθρώπινο θέλημα διαφορετικό από το θείο (άλλο και άλλο).

2)Αγίου Αμβροσίου[57]: Ο Άγ. Αμβρόσιος στο ίδιο έργο βάζει  στο στόμα του Ιησού τα λόγια του ψαλμωδού. Το ότι ο Χριστός κάνει αυτό που θέλει ο Θεός Πατέρας ο ψαλμωδός το καθιστά γνωστό λέγοντας, «τοῦ ποιῆσαι τό θέλημά σου ὁ Θεός μου, ἠβουλήθην»[58]. Και αλλού λέγει «ἑκουσίως θύσω σοι καί ἐκ θελήματός μου ἐξομολογήσομαί σοι»[59]. Ο Άγιος Αμβρόσιος εμφανίζεται αποδεχόμενος ένα ανθρώπινο θέλημα στο Χριστό, το οποίο εκούσια συμφωνεί με το θείο θέλημα. Η τήρηση του θελήματος του Πατέρα, η θυσία και η εξομολόγηση είναι κατά την ερμηνευτική προσέγγιση του χωρίου από τη σύνοδο του Λατερανού εκδηλώσεις του ανθρωπίνου θελήματος του Χριστού.

3) Αγίου Αμβροσίου: Ο Άγ. Αμβρόσιος προκειμένου να καταδείξει ότι ο Πατέρας και ο Υιός έχουν κοινή ενέργεια διερωτάται: Τι λοιπόν συμβαίνει; Αυτό που θέλει ο Πατέρας, ο Υιός δεν το θέλει; Ή και το αντίστροφο. Ο μεν Υιός θέλει, ο Πατέρας όμως δεν θέλει; Εάν λοιπόν ο Πατέρας αυτούς τους οποίους θέλει ζωοποιεί, τότε ποιους ζωοποίησε ο Υιός, τους οποίους ο Πατέρας δεν θέλει να ζωοποιήσει, εφ’ όσον είναι φανερό ότι αυτούς τους οποίους ο Πατέρας θέλει, αυτούς ο Υιός ζωοποιεί; Ασφαλώς υπάρχει μία ενέργεια μεταξύ του Πατέρα και του Υιού. Είναι η κοινή θεία ενέργεια.

Όχι μόνο ο Υιός κάνει το θέλημα του Πατέρα, αλλά και ο Πατέρας το θέλημα του Υιού. Εάν λοιπόν η ζωοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά το πάθος του Υιού Του για τους ανθρώπους, το πάθημα δε του Χριστού είναι θέλημα του Πατέρα, είναι φανερό ότι αυτούς τους οποίους ο Υιός ζωοποιεί, τους ζωοποιεί δια του θελήματος του Πατέρα. Ένα είναι και των δύο το θέλημα[60]. Είναι το κοινό θείο θέλημα. Εάν βεβαίως το θέλημα του Πατέρα αυτό είναι, να βρίσκεται δηλαδή ο μονογενής Υιός στον κόσμο και να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τις ασθένειές τους, πρέπει κανείς να θυμηθεί τα λόγια του λεπρού: «Κύριε, ἄν θέλεις, μπορείς νά μέ καθαρίσεις». Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «θέλω καθαρίσου»[61]. Αμέσως δε έγινε υγιής. Παρατηρεί λοιπόν κανείς ότι ο εξουσιαστής του ιδίου θελήματος είναι ο Υιός και ότι ανάμεσα στον Υιό και στον Πατέρα υπάρχει ένα θέλημα.  Και γι’ αυτό λέγει ο Χριστός: «ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας εἶναι δικά μου»[62] Ασφαλώς όπου υπάρχει η μία και η αυτή ενέργεια, εκεί υπάρχει ένα κατά φύση θέλημα[63].

Στο Θεό η κίνηση του θελήματος αποτελεί συμπλήρωμα της ενεργείας, το δε θείο θέλημα είναι διαφορετικό από το ανθρώπινο θέλημα. Άλλο είναι το θέλημα του Θεού και άλλο το φυσικό ανθρώπινο θέλημα[64].

Ο Χριστός είχε για τον Άγιο Αμβρόσιο ανθρώπινο θέλημα, διαφορετικό από το θείο. Σε αυτό καταλήγει από τα περιστατικά της ζωής του Χριστού. Τα πράγματα της ζωής ανήκουν και κατευθύνονται από το ανθρώπινο θέλημα. Καταδεχόμενος ο Χριστός το ανθρώπινο θέλημα, καταδέχθηκε την ανθρώπινη λύπη. Ως άνθρωπος είπε  ότι όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις[65]. Ανθρώπινη είναι η λύπη, την οποία καταδέχθηκε με την ανθρώπινη διάθεση. Πάσχει, λυπείται, πονάει, κατά την ανθρώπινη φύση και μέσω αυτής πονάει. Πονάει.. όχι για τον εαυτό του αλλά για τα ανθρώπινα τραύματα… Αυτόν τον οποίο επρόκειτο να αναστήσει, το Λάζαρο, γι’ αυτόν δάκρυσε. Λύγισε από τα δάκρυα της αδελφής του Λαζάρου, φανερώνοντας την ανθρώπινη μυστική διάθεσή Του. Ο Χριστός ως άνθρωπος σταυρώνεται γιατί ως Θεός ήταν αδύνατο να πεθάνει γιατί ήταν ελεύθερος από το πάθος και τη φύση, τον θάνατο. Ως άνθρωπος εδειλίασε. Αυτά είναι τα πάθη της ψυχής.

Αυτά αγαπητοί μου τα επιχειρήματα που αναφέρουν οι επίσκοποι της Αφρικής πρώτος τα είπε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στον διάλογό του με τον Πύρρο τον αιρετικό. Πάρα πολλά επιχειρήματα των μελών της Συνόδου τα εξέφρασε πρώτος ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.

Άρα λέγει ο Άγ. Αμβρόσιος είναι διαφορετικό το θείο θέλημα από το ανθρώπινο.

Έπειτα οι επίσκοποι της Αφρικής παραθέτουν επιχειρήματα από τον Άγιο Αυγουστίνου. Εμείς θα πούμε το ένα από τα δύο πατερικά χωρία.

1)Άγ. Αυγουστίνους[66]:  Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να απελπίζονται, αφού μπορούν κατά χάρη να γίνουν υιοί Θεού, καθ’ όσον ο Υιός του Θεού «ἔγινε σάρκα καί ἔμεινε ἀνάμεσά μας»[67]. Μπορούν λοιπόν να αποδώσουν σ’ Αυτόν την αμοιβή, να μεταμορφωθούν και να κατοικήσουν μέσα σ’ Αυτόν ο οποίος έγινε άνθρωπος  και «κατοίκησε ἀνάμεσά μας». Δεν είναι λοιπόν αδύνατη στους ανθρώπους η μέθεξη του Λόγου, αφού μπορούν, ενώ είναι άνθρωποι να γίνουν κατά χάριν υιοί του Θεού, καθ’  όσον ο Υιός του Θεού με την πρόσληψη της σάρκας έγινε υιός του ανθρώπου.

Οι άνθρωποι επειδή είναι τρεπτοί ως προς το φρόνημα, γίνονται μέτοχοι του Λόγου με την αλλοίωση του χειροτέρου προς το καλύτερο. Ο δε Λόγος όντας άτρεπτος πάντοτε ως προς τη φύση, κατ’ ουδένα τρόπο έγινε άνθρωπος με μεταβολή προς το χειρότερο και χωρίς να έχει ψυχή. Δεν συνέβη, ασφαλώς αυτό που υποστηρίζουν οι αιρετικοί, δηλ, οι Απολιναριστές, ότι ο Χριστός ο Θεός, έγινε άνθρωπος χωρίς να έχει ψυχή ή νόηση ή θέλημα[68], επειδή παρερμηνεύουν το γραφέν Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Γι’ αυτό μετά από την παράθεση των πατερικών χωρίων στην επιστολή των επισκόπων της Αφρικής προς τον αιρετικό Παύλο Κωνσταντινουπόλεως απορούσαν με την επιμονή των αιρετικών πως επιμέναν.

Στην συνέχεια παρατίθεται η επιστολή του Καρθαγένης Βίκτωρα[69]. Ο Βίκτωρ γράφει ότι είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την οδύνη των χριστιανών. Οι Εκκλησίες του Θεού συνταράσσονται τόσο, που δεν μπορεί να ανεχθεί τους οδυρμούς των χριστιανών και τους στεναγμούς των επισκόπων. Έτσι στρέφεται εναντίον του ‘’Τύπου’’ και της ‘’Εκθέσεως’’. Δίνει ορθή ομολογία και ζητάει από τον Πάπα να καθαιρέσει τους αιρετικούς.

Γιατί αγαπητοί μου λέμε όλες αυτές τις επιστολές; Διότι ενισχύεται η δύναμη των πραττομένων στο Λατερανό αφού οι τοπικές Εκκλησίες αντιδρούν και αυτές.

Στην Τρίτη Συνεδρία (17 Οκτωβρίου 649) εξετάζονται τα κείμενα των αιρετικών. Εμείς θα κάνουμε μία επιλογή από κάθε έναν αιρετικό.

Θεόδωρος Φαράν:

1)Κάθε τι που έχει εξιστορηθεί (στα Ευαγγέλια), ότι είπε ή έπραξε ο Κύριος, το είπε και το έπραξε δια του νού και των αισθήσεων, δηλ. των αισθητηρίων οργάνων. Αυτός ο ίδιος ως όλος και ένας είπε τα πάντα με μία ενέργεια του Λόγου, του νού, του αισθητικού και οργανικού σώματος[70].

Ο Λόγος κινεί τις πράξεις και τα λόγια του Χριστού. Ο Χριστός είχε μία ενέργεια.

Άρα αν ισχύει το προηγούμενο τότε πρέπει και η γέννηση από την Παρθένο είναι ίδια με την εκ Πατρός. Ο Θεός δεν σαρκώθηκε δηλαδή αληθινά αλλά ήταν φάντασμα. Ο Άγιος όμως Κύριλλος λέει ότι ο Κύριος γεννήθηκε κατά σάρκα από την Παρθένο[71]

2) Επειδή κατά θεία και σοφωτάτη οικονομία (ο Χριστός) είχε τον ύπνο, τον κάματο, την πείνα, τη δίψα και τα εκδήλωνε όποτε ήθελε, για το λόγο αυτό δίκαια αποδίδουμε την κίνηση ή την ηρεμία στην ενέργεια του Λόγου και συνεπώς δεχόμαστε μία ενέργεια του ενός και του αυτού Χριστού[72].

Γράφει δηλαδή ότι η μία ενέργεια του Χριστού, η ενέργεια του Θεού Λόγου κινεί και τα αδιάβλητα πάθη. Ακόμη λέει και κάποια επιχειρήματα με το ίδιο συμπέρασμα.

Εδώ κηρύττει τον Θεό κτίσμα αφού μπερδεύει τις θείες με τις ανθρώπινες ενέργειες.

2-3) Ο  Κύρος στην συμφωνία με τους Θεοδοσιανούς αιρετικούς αλλοίωσε το χωρίο του Αγ. Διονυσίου που λέει «καινήν τινα την θεανδρικήν ἐνέργειαν ἡμῖν πολιτευσάμενος»[73] ο μεν Κύρος αντί του «καινήν» χρησιμοποίησε «μίαν» και ο 3)Σέργιος αφαίρεσε την λέξη «θεανδρικήν» που σημαίνει δύο ενέργειες των δύο φύσεων κατά τον Άγιο Μαρτίνο αλλά και που τονίζει την τέλεια ένωση των φύσεων στον ένα Χριστό και ότι κάθε μία ενεργούσε κατ’ επαλλαγήν[74]. Έπειτα ο Άγιος Μαρτίνος κάνοντας υπόθεση ότι αποδεχόμαστε μια ενέργεια λέει ότι αυτή θα επιφέρει σύγχυση και διαίρεση και πολυθεΐα στην Αγία Τριάδα. Τα ίδια επιχειρήματα λέει και ο Άγιος Μάξιμος στον Διάλογό του με τον Πύρρο.  

Τέταρτη Συνεδρία.

Το κείμενο της ’’Έκθεσις’’ συνιστά καθ’ ολοκληρίαν ομολογιακό κείμενο σε πέντε κεφάλαια που το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο περιέχουν το ζήτημα των ενεργειών και των θελημάτων  στο Χριστό, τη συμφωνία της διδασκαλίας για ένα θέλημα και μία ενέργεια στο Χριστό σύμφωνα με τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Πατέρες, και στο τέλος η προτροπή για την αποδοχή αυτών των αιρετικών απόψεων. Η συζήτηση για μία ή δύο ενέργειες διαπιστώνει η ‘’Έκθεση’’, προκαλούσε σοβαρές ενστάσεις και στις δύο πλευρές. Η μία ενέργεια γίνεται αποδεκτή από κάποιους Πατέρες. Παρόμοια και η ρήση για τις δύο ενέργειες σκανδαλίζει πολλούς, επειδή δεν έχει διατυπωθεί ευθαρσώς από κάποιους πατέρες και γιατί αυτή η ρήση υποδηλώνει την αντίληψη περί υπάρξεως δύο θελημάτων που το ένα αντιμάχεται το άλλο. Το μέν θέλημα του Θεού Λόγου είναι να εκπληρωθεί το σωτήριο πάθος, το δε ανθρώπινο θέλημα αντιστέκεται στο θείο και εναντιώνεται σ’ αυτό. Εδώ μεταβάλλεται ο Μονοενεργητισμός σε Μονοθελητισμό. Η αποδοχή δύο θελημάτων εισάγει δύο αντιτιθέμενα θελήματα[75] κάτι που είναι δυσσεβές και ξένο προς τη χριστιανική διδασκαλία[76]. Στην ‘’Έκθεση’’ ομολογείται ένα θέλημα του Χριστού[77]. Προτρέπονται όλοι οι Χριστιανοί να έχουν αυτό το φρόνημα, αυτήν την πίστη. Αυτό το κείμενο το επικύρωσαν  ο Κύρος Αλεξανδρείας και οι Σέργιος και Πύρρος Κωνσταντινουπόλεως.

Κατόπιν στη Σύνοδο του Λατερανού παρατίθενται αποσπάσματα από τα θεσπίσματα των πέντε Οικουμενικών συνόδων τα οποία δεν συμφωνούν με τους αιρετικούς.

4)Ο Παύλος Κωνσταντινουπόλεως έστειλε επιστολή στη Ρώμη που αποδέχεται μόνο ένα θέλημα[78] και συνέταξε τον ‘’Τύπο’’(648)[79], στον οποίο ταυτίζει το καλύτερο με το χειρότερο. Και αυτό δεν είναι σωστό[80] γιατί πρέπει να υπάρχει διάκριση του άγιου με το βέβηλο. Και όχι μόνο αυτό αλλά κάνει λόγο και για μία ή καμία ενέργεια στο Χριστό.

Στην πέμπτη και τελευταία συνεδρία(31 Οκτωβρίου 649) παρατίθενται πατερικά χωρία για τα δύο φυσικά θελήματα του Χριστού. Εδώ θα παρατεθούν λίγα πατερικά χωρία:

Άγ. Iππoλύτου: Ἦταν ὁλόκληρος σέ ὅλα καί παντοῦ, ἐνῶ δέ ἐπλήρωνε τό κάθε τι ἀναφορικά μέ ὅλες τίς ἀέριες οὐράνιες ἀρχές, ἐνεδύθη τη γυμνότητα καί γιά λίγο μέ βοή ζητᾶ να ἀποφύγει τό ποτήριο, γιά νά δείξει ὅτι ἀληθινά ἦταν ἄνθρωπος. Ἐνθυμούμενος ὅμως καί τό σκοπό γιά το ὁποῖο ἀπεστάλη, πραγματοποιεῖ τήν οἰκονομία γιά τήν ὁποία στάλθηκε καί φωνάζει[81], Πατέρα ἄς μη γίνει τό δικό μου θέλημα, τό πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα ὅμως ἀσθενής[82].

Η δειλία και ο φόβος του Χριστού πρό του θανάτου αποτελούν εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης. Ο «πρός ὀλίγοις» φόβος αποδίδεται στη σκοπιμότητα να καταδειχθεί ότι ήταν αληθινός άνθρωπος. Η περαιτέρω συμμόρφωση του Χριστού προς το θέλημα του Πατέρα, είναι επίσης εκδήλωση του ανθρωπίνου θελήματος.

Μ. Αθανασίου 1): Ἀλλά, οὔτε βεβαίως ἀργές οὔτε ἄπρακτες μποροῦν ἀκόμα καί τώρα να νοηθοῦν οἱ θεῖες νοήσεις τοῦ Θεοῦ Λόγου, οὔτε βέβαια τῆς μακαρίας ψυχῆς πού ἑνώθηκε μέ αὐτόν μέ ἄφατο τρόπο, ἐπειδή βεβαίως τό νά μή νοεῖ αὐτή καί τό νά μή θέλει, ἀπειλεῖ (σημαίνει) ἀνυπαρξία[83]. Το χωρίο αποκρούει απολιναριστικές απόψεις σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός δε διέθετε ανθρώπινο νού και ανθρώπινο θέλημα. Η ένωση ανθρωπότητας και θεότητας στο Χριστό δέ σημαίνει ότι ο Λόγος ή ο ανθρώπινος νούς απρακτεί. Γιατί απραξία σημαίνει ανυπαρξία.

2) Διότι ἄν καί ἦταν Θεός, ἐντούτοις μέ σάρκα καί ὡς πρός τή σάρκα ὁλοκληρώνει τήν ὑπακοή, καί τό θέλημα τῆς Θεότητας ὑπερισχύει τοῦ θελήματος τῆς σάρκας, καθώς ἔχει εἴπει ὅτι κατέβηκα ἀπό τον οὐρανό, ὄχι γιά νά κάνω τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατέρα  μου πού μέ ἀπέστειλε[84], δικό του ὀνομάζοντας τό θέλημα τῆς σάρκας, ἐπειδή καί ἡ σάρκα του ἔγινε δική του[85].

3)Επιφανίου Κύπρου: Καί στή συνέχεια προσθέτει λέγοντας ὅτι, ἐνῶ προσηύχετο, τόν κυρίεψε ἡ ἀγωνία, ὅπως γράφεται στό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο. Ἵδρωσε, λέγει, καί ὁ ἱδρώτας του ἔγινε σταγόνες αἵματος πού ἔπεφταν στή γῆ. Καί φάνηκε ἄγγελος ἐνισχύοντας αὐτόν [86]. Ὥρμησαν δέ ἀμέσως οἱ κυνηγοί τῶν λέξεων, ὡς ἐάν εἶχαν εὕρει πρόφαση ἐνάντια στόν ἐχθρό καί ἐπιτέθηκαν λέγοντας: Βλέπεις ὅτι δέν εἶχε ἀνάγκη καί τή δύναμη τοῦ ἀγγέλου; Ἀσφαλῶς τόν ἐνίσχυσε ὁ ἄγγελος καί το κυρίεψε πράγματι ἡ ἀγωνία. Καί δέ γνωρίζουν ὅτι ἐάν δέν εἶχε ὅλα αὐτά καί ἄν δέν ἔλεγε, «ἄς μή γίνει τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου», καί ἐάν δέν ἀγωνιοῦσε καί ἐάν δέν ἵδρωνε τό σῶμα του, τότε θά ἦταν φαντασία ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ[87].

Στην συνέχεια η Ιερά Σύνοδος παραθέτει πατερικά χωρία τα οποία μιλούν για δύο φυσικές ενέργειες. Εδώ θα παρατεθούν λίγα πατερικά χωρία.

1)Μ. Βασιλείου: Ἔπειτα ὅμως αὐτός ὁ ὁποῖος ἐξετάζει μέ ὀρθή κρίση παρατηρεῖ ὅτι πολλά καί ἀπό τό ἀνθρώπινο μέρος (ὡς ἄνθρωπος) ἐκφράζει. Διότι τό, δῶσε μου νά πιῶ[88] εἶναι φωνή πού ἐκφράζει μιά σωματική ἀνάγκη[89].

Ως άνθρωπος ο Χριστός είχε τα αδιάβλητα πάθη και εκτελούσε τα ανθρώπινα. Ο Χριστός είχε ανθρώπινη ενέργεια. Η θεία ενέργεια στο Χριστό ήταν αδιαμφισβήτητη.

2)Γρηγορίου Νύσσης: Ὅπως λοιπόν δέ γίνεται νά ἀποδώσουμε τά ἰδιώματα τῆς σάρκας στή θεότητα τοῦ Λόγου ὁ ὁποῖος ὑπάρχει προαιωνίως, ἔτσι πάλι οὔτε τά ἰδιώματα τῆς Θεότητας μποροῦμε νά κατανοήσουμε στή φύση τῆς σάρκας. Γι’ αὐτό, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀναμεμειγμένη ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μέ τά ὑψηλά καί θεοπρεπῆ καί μέ τά ταπεινά καί ἀνθρώπινα, τό καθένα ἀπό τά ὀνόματα ἀποδίδουμε κατάλληλα σέ καθένα ἀπ’ αὐτά πού κατανοῦνται στό μυστήριο. Τό μέν ἀνθρώπινο ἀποδίδεται στόν ἄνθρωπο, τό δέ ὑψηλό στή Θεότητα[90].

Τα ιδιώματα της κάθε μίας φύσης στο Χριστό είναι διακεκριμένα και δεν μπορούν να συγχέονται, αν και ενεργούνται από το ένα και το αυτό πρόσωπο. Τα της ανθρωπότητας ενεργούνται με την ανθρώπινη ενέργεια ενώ τα τη θεότητας με την θεία.

3)Ιωάννου Σκυθουπόλεως: Βλέπεις ὅτι τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ δύο θεωροῦμε τίς ἐνέργειες τῆς Θεότητάς του καί τῆς ἀνθρωπότητας, (ἑνωμένες) ἀχωρίστως καί ἀναλλοιώτως[91].

Η θεία και η ανθρώπινη ενέργεια είναι μεταξύ τους ενωμένες, καθ’ όν τρόπον και οι φύσεις.

4)Αναστασίου Αντιοχείας: Διότι ὅπως τό νά τρέφεται κάποιος καί νά μεγαλώνει δέν εἶναι γνώρισμα τῆς Θεότητας, ἔτσι καί τό νά ἐγείρει νεκρούς δέν εἶναι τῆς ἀνθρωπότητας. καί τά δύο ὅμως ἀνήκουν σ’αὐτόν στόν ὁποῖο ἡ θεότητα ἑνώθηκε κατάλληλα μέ τήν ἀνθρωπότητά του, ὄχι μέ ἀνάμειξη ἀλλά μετά ἀπό ἀσύγχυτη ἕνωση . Ἐπομένως δύο μέν εἶναι οἱ ἐνέργειες ὅπως καί οἱ φύσεις , ἕνας δέ αὐτός ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ, Θεός καί ἄνθρωπος, ταυτόχρονα ὁ ἴδιος[92].

Ακολούθως η σύνοδος προσκομίζει τα κείμενα των αρχαίων αιρετικών με τους οποίους συμφωνούσαν οι Μονοενεργήτες.

Ο Επίσκοπος Θεόδοτος Καράλεως παραθέτει κορυφαία στοιχεία για τα θελήματα και τις ενέργειες και τις επιπτώσεις- αποκλίσεις αν αποδεχθούμε την μία ενέργεια και το ένα θέλημα.

Κατόπιν ο Άγιος Μαρτίνος παρεμβαίνει για να πεί ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος και προσέλαβε και το ανθρώπινο θέλημα και την ενέργεια για να θεραπεύσει ολόκληρο τον άνθρωπο, την φύση, το σώμα, την ψυχή, το νού, την ενέργεια, το θέλημα και να τον ανακαινίσει[93]. Την ίδια επιχειρηματολογία χρησιμοποιεί και ο Άγ. Μάξιμος στο διάλογό του με τον Πύρρο[94]. Εάν ο μισός Αδάμ έσφαλε, ήταν μισό και αυτό που είχε προσληφθεί από τον Λόγο και αυτό που εσώθη. Εάν όμως ολόκληρος ο άνθρωπος έσφαλε, ο Λόγος έχει ενωθεί με ολόκληρο το γεννηθέν και ολόκληρο ζώζεται. Ο Χριστός δεν ήταν απίκασμα ή ζωγραφιά ανθρώπου. Αφού ο Χριστός είχε ως άνθρωπος νού, ο δε νούς έχει οπωσδήπωτε κατά τη φύση και το θέλημα. Και θα επαναλάβει την φράση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού «διό καί θελητικός καί ἐνεργητικός κατά φύσιν ὁ αὐτός ὑπῆρχεν ἐν ἑκατέρᾳ τῶν ἐξ’ ὧν καί ἐν αἷς ἐστιν φύσεων τῆς ἡμῶν σωτηρίας»[95].

Στο τέλος της συνόδου επικυρώνεται ο Όρος της Συνόδου υπό την μορφή 20 κανόνων. Εμείς θα αναφέρουμε μερικούς:

Θ’ κανόνας) Εάν κάποιος δεν ομολογεί σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά ότι οι φυσικές ιδιότητες της θεότητας του Χριστού και της ανθρωπότητας διατηρούνται ανελλιπώς σ’ Αυτόν και αμειώτως προς αληθινή επιβεβαίωση ότι είναι ο αυτός τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ως προς τη φύση, είναι κατάκριτος[96].

I’ κανόνας) Εάν κάποιος δεν ομολογεί σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά δύο θελήματα του αυτού και ενός Χριστού του Θεού συμφυώς ενωμένα, το θείο και το ανθρώπινο, επειδή ο αυτός ως προς την κάθε μία από τις δύο φύσεις είναι φύσει θελητικός της σωτηρίας μας, είναι κατάκριτος[97].

ΙΑ΄ κανόνας) Εάν κάποιος δεν ομολογεί σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά δύο του αυτού και ενός Χριστού του Θεού τις ενέργειες ενωμένες συμφυώς, και τη θεία και την ανθρώπινη, επειδή ο αυτός ως προς την κάθε μία από τις δύο φύσεις του είναι ενεργητικός της σωτηρίας μας είναι κατάκριτος[98].

ΙΒ’ κανόνας) Εάν κάποιος ομολογεί ακολουθώντας τους εναγείς αιρετικούς μία φύση, ένα θέλημα ή μία ενέργεια της θεότητας και της ανθρωπότητας, πράγμα που οδηγεί στην ανατροπή της διδασκαλίας των αγίων πατέρων, άρνηση δε της (γενομένης) οικονομίας του Σωτήρος για χάρη μας, είναι κατάκριτος[99].

ΙΖ’ κανόνας) Εάν κάποιος σύμφωνα με τους αγίους πατέρες ορθά και αληθινά δεν ομολογεί όλα αυτά που παραδόθηκαν και κηρύχθηκαν από την αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία, από αυτούς τους αγίους πατέρες και τις έγκριτες Οικουμενικές πέντε Συνόδους, μέχρι και την τελευταία συλλαβή[100] με το λόγο και το φρόνημα είναι κατάκριτος[101].

ΙΗ’ κανόνας) Εάν κάποιος κατά τους αγίους πατέρες σύμφωνα με μας και ομόδοξα με μας δεν απορρίπτει και δεν αναθεματίζει με την ψυχή και με το στόμα όλους τους δυσσωνύμους αιρετικούς τους οποίους απορρίπτει και αναθεματίζει μαζί με όλα τα συγγράμματά τους μέχρι και μιάς οξείας η αγία του Θεού καθολική και αποστολική Εκκλησία, με άλλα λόγια οι άγιες και Οικουμενικές πέντε Σύνοδοι και όλοι οι έγκριτοι πατέρες της Εκκλησίας… οι οποίοι έχουν καταδικασθεί και αποβληθεί από την καθολική Εκκλησία, των οποίων τα δόγματα αποτελούν γεννήματα διαβολικής ενεργείας και αυτούς οι οποίοι φρονούσαν, φρονούν ή θα φρονούν τα ίδια μ’ αυτούς αμετανοήτως μέχρι τέλος, είναι κατάκριτος…[102].

Μετά το τέλος των εργασιών της συνόδου η σύνοδος συντάσσει εγκύκλιο επιστολή[103] με την οποία κοινοποιεί στην οικουμένη ολόκληρη τις αποφάσεις της συνόδου και προτρέπει τους πιστούς να μείνουν πιστοί στη ορθή ομολογία μέχρι τέλους.

Η Σύνοδος του Λατερανού αντιστρατεύθηκε την πολιτική της αυτοκρατορίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να αντιδράσει η πολιτική εξουσία της Κωνσταντινούπολης  κατά των Αγίων Μαρτίνου και Μαξίμου. Η αντιπαράθεση αυτή θα τους οδηγήσει στην εξορία και τελικά στο θάνατο. Όμως οι αγώνες των Αγίων αυτών και της Ιεράς Συνόδου ενίσχυσαν την αντίσταση εναντίον της αιρέσεως και τελικά στην κατίσχυση της.  Ο Άγιος Μαρτίνος Πάπας Ρώμης συνελήφθη  στις 17 Ιουνίου του 653, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλακίσθηκε. Τον Μάρτιο του 654 ο Αγ. Μαρτίνος εξορίσθηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας όπου τελικά πέθανε κάτω από άθλιες συνθήκες το Σεπτέμβριο του 655. Παρόμοια τύχη με τον πάπα Μαρτίνο είχε και ο Άγ. Μάξιμος, ο οποίος τον Μάϊο του 655 οδηγήθηκε σε δίκη. Ξανά δικάζεται στη Βιζύη μετά από έναν χρόνο 656. Το 662 τον οδήγησαν πίσω στην Κωνσταντινούπολη όπου αφόρισαν τους Αγίους Μάξιμο ομολογητή, Μαρτίνο πάπα Ρώμης και Σωφρόνιο Ιεροσολύμων. Τέλος ακολούθησε ο ακρωτηριασμός του Αγίου Μαξίμου, του, απέκοψαν το δεξιό χέρι και την γλώσσα για τιμωρία αλλά ο Χριστός τον έκανε να ομολογεί τα ορθά δόγματα, να ομιλεί δηλαδή και χωρίς την γλώσσα του. Τον έστειλαν εξορία στην Κοχλίδα τον Ιούνιο του 662, ενώ μετά από δύο μήνες πέθανε εκεί στις 13 Αυγούστου του 662. Η αλλαγή της εκκλησιαστικής πολιτικής θα οδηγήσει στη σύγκλιση της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου που θα καταδικάσει την ίδια αίρεση με κύρος οικουμενικό.   

 Είδαμε αγαπητοί μου, με την δυνατή συντομία, τους αγώνες των Αγίων και των λοιπών πατέρων της περιόδου εκείνης, πολλοί των οποίων αξιώθηκαν μέχρι και θάνατο υπέρ της ευσεβείας, καί της ορθής διδασκαλίας και μας άφησαν την ορθόδοξη πίστη ακεραία, ως κληρονομιά αλλά και ως παιδαγωγία. 

Ας παρακαλέσουμε με θέρμη ψυχής, τον σωτήρα μας  Κύριο, και την Παναγία μητέρα του, και με τις ευχές του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου μας, να μας αξιώνει να κρατούμε και εμείς όπως εκείνοι την ορθή ομολογία και την πίστη αλλά και την άμεμπτη πολιτεία τους, ώστε να αναδεικνυόμαστε  μιμητές τους μέχρι το τέλος της προσκαίρου ζωής μας. Αμήν 

 

[1] Τα πρακτικά της συνόδου εξέδωσε σε κριτική έκδοση ο R. Riedinger. Η νεώτερη αυτή έκδοση χρησιμοποιείται στην παρούσα εργασία: Acta Conciliorum Oecumenicorum, Series Secunda, Volumen Primum: Concilium Lateranense a. 649 celebratum, Berlin 1984. Ο ίδιος εξέδωσε σε δύο τόμους και τα πρακτικά της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου: Acta Conciliorum Oecumenicorum, Series Secunda, Volumen Secundum, Pars Prima et Secunda: Concilium Universale Constantinopolitanum Tertium, Berlin 1990 και 1992.

[2] Για μια αναλυτική έκθεση της πολιτικής κατάστασης της αυτοκρατορίας στις αρχές του 7. αιώνα, την Εξαρχία της Ιταλίας και της Αφρικής, καθώς και για τις εξουσίες του Εξάρχου, Βλ. Ανδ. Στράτος, Τό Βυζάντιον στον ζ’ αιώνα, τόμ. Α’, Αθῆναι 1965, σσ. 84-86 και 89-90.

[3] Βλ. Ανδρ. Στράτος, Τό Βυζάντιον στόν ζ’ αἰῶνα, Α’. σ. 159.

[4] Το ίδιο, όπου παρ.  σσ. 160-162.

[5] Το ίδιο, όπου παρ. σσ. 194-225.

[6] Τις θεολογικές γνώσεις του Ηρακλείου αξιολογεί θετικά ο πατριάρχης Σέργιος σε επιστολή του προς τον πάπα Ονώριο χρονολογούμενη περί το τέλος του 633-αρχές του 634 που ανεγνώσθη στη 12η συνεδρίαση της Στ’ Οικουμεικής Συνόδου Βλ. ACO II/ 2, 534: … μετά γάρ τῶν ἄλλων τοῦ Θεοῦ χαρισμάτων καί τήν τῶν θείων δογμάτων καταπλουτεῖν ἔλαχε γνώσιν… .

[7] PG. 89, 1159 CD: Ὁ δέ Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, ἅτε δή Συρογενής ὑπάρχων, ὡς δή λόγος, καί γονέων Ἰακωβιτῶν ἔγγονος…

[8] PG. 91, 287 A-  353B.

[9] PG. 91, 333A.

[10] PG. 91, 49C και 52A.

[11] ACO II/1, 57, 37.

[12] ACO/ 1, 120, 1-124, 7.

[13] ACO 11/ 2, 586, 5-8.

[14] ACO II/2, 542, 7-8.

[15] Η συνοδική επιστολή ανεγνώσθη κατά την 11η συνεδρίαση της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου (20.3.681). Βλ. ACO II/2, 4210, 13-494.

[16] ACO II/2, 444, 21.

[17] ACO II/2, 448, 2-3… καί τῆς μιᾶς αὐτοῦ συνθέτου καί μοναδικῆς ὑποστάσεως, ὅς σεσαρκωμένος τοῦ Θεοῦ λόγος ἐτύγχανεν…

[18] ACO II/2, 442, 14-20.

[19] ACO II/2, 444, 10-13.

[20] ACO II/2, 446, 113.

[21] ACO II/2, 448, 12.

[22] ACO II/2, 444, 21: … ἑκατέραν φυσικήν ὁμολογοῦμεν ἐνέργειαν…

[23] Το ίδιο σελ. 446, 13-14 στίχους.

[24] Το ίδιο σελ. 168, 3-170

[25] ACO II/2, 544, 2-4. Και ACO II/2, 218, 1-230, 26.

[26] ACO II/1, 3338, 16-22. ACO II/2, 110, 8f.

[27] ACO II/1, 196, 16-204, 8.

[28] ACO II/ 1, 208, 3-210, 15.

[29] όπως την χαρακτηρίζει και ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος στην δογματική του.

[30] ACO II/ 1, 10, 11-12: τόν τε δόξης καί τῆς καυχήσεως ἀναδήσηται στέφανον, ὡς εὐσεβείας συνήγορος ἀληθής καί ὑπέρμαχος.

[31] Λουκ. 2, 8.

[32] ACO II / 1, 10, 24-25.

[33] ACO II/ 1, 10, 40: δέον γάρ αὐτούς καί φανερῶς ἐξειπεῖν.

[34] ACO II/ 1, 12, 3-5.

[35] ACO II/ 2, 592, 6

[36] ACO II/ 1, 12, 21-23. Βλ. PG 29, 676 A και PG 32, 105 B.

[37] ACO II/ 1, 24, 11-12.

[38] ACO II/1, 26, 11-13.

[39] ACO II/ 1, 26, 19-23.

[40] ACO II/ 1, 28, 5-7.

[41] ACO II / 1, 38, 27-29.

[42] ACO II/ 1, 40, 14-16.

[43] ACO II/ 1, 40, 20-21.

[44] ACO II/ 1, 40, 25-27: ἔλαβε μέν καί ἔστησεν ἐμέ τόν ἀνάξιον ἐν τῷ ἁγίῳ κρανίῳ, ἔνθα δι’ ἡμᾶς ἑκουσίως αὐτός ὁ ὑπέρ ἡμᾶς φύσει θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός σταυρωθῆναι σαρκί κατηξίωσε, καί ἐκεῖ συνέδησέ με δεσμοῖς ἀλύτοις…

[45] ACO II/ 1, 40, 28-36.

[46] ACO II / 1, 50, 1-7.

[47] ACO II/ 1, 52, 41-54, 2.

[48] ACO II/ 1, 54-58.

[49] Το ίδιο στίχοι 15-16.

[50] ACO II/ 1, 62, 14-16.

[51] ACO II/ 1, 82, 25- 26.

[52] Το ίδιο 82, 27-30.

[53] PL. 16, 591 A B .

[54] Ιω. 13, 37.

[55] Ιω. 12, 27.

[56] Ματθ. 26, 39.

[57] PL. 16, 592B- 593A.

[58] Ψαλμ. 36, 9.

[59] Ψαλ. 53, 8.

[60] ACO II/ 1, 86, 10-11: ἕν γάρ ἐστι ἀμφοτέρων τό θέλημα.

[61] ΜΑτθ. 8, 2-3.

[62] Ιω. 16, 15.

[63]ACO II/ 1, 86, 19: ἐπειδή ἔνθα ἡ αὐτή καί μία ἐνέργεια, ἕν ὑπάρχει κατά φύσιν τό θέλημα.

[64]ACO II/ 1, 86, 20-21: ἕτερον οὖν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, και ἕτερον τό τοῦ ἀνθρώπου κατά φύσιν ἐστίν.

[65] Ματθ. 26, 39.

[66] Προς Ονοράτον Επιστολή PL. 33, 542, 543.

[67] Ιω. 1, 14.

[68] ACO II / 1, 90, 19-21:ἀλλ’ οὐδέ δίχα ψυχῆς. Οὐ γάρ, καθώς οἱ αἱρετικοί φασίν ἤγουν οἱ Ἀπολιναρισταί, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν ἄνθρωπος γέγονε, ψυχήν οὐκ ἔχων ἤ νόησιν ἤ θέλησιν.

[69] ACO II/ 1, 99, 6-103, 34.

[70] ACO II/ 1, 120, 9-11.

[71] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ἐπίλυσις τῶν 12 Κεφαλαίων, Ἀναθεμαστιμός Α, PG. 76, 296 C.Βλ. Στ. Παπαδόπουλος, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αθήνα 2004, σσ. 34-35.

[72] ACO II/ 1, 120, 15-18.

[73] PG 3, 1072BC.

[74] ACO II/ 1, 148, 1012 και 34-36.

[75] ACO II / 1, 160, 17-18.

[76] Πρβλ. Επιστολή Σεργίου προς Ωνώριον, Mansi 11 533 CDE ACO II/ 2, 542, 2-20.

[77] ACO II/ 1, 160, 25-29.

[78] ACO II/ 1, 198, 26-27 και 204, 28-29.

[79] ACO II/ 1, 208, 3 – 210.

[80] ACO II/ 1, 210, 27-29.

[81] ΜΑτθ. 26, 39. Λουκ. 22, 42.

[82] Αγ. Ιππολύτου, περί Πάσχα, PG 10, 846A.

[83] ACO II / 1, 284.

[84] Ιω. 1, 13 και 6, 38.

[85] Αγ. Αθανασίου, Νῦν τετάρακται ἡ καρδία μου, PG 26, 1241D- 1244A. ACO II/2. 660, 10—14.

[86] Λουκ. 22, 43-44.

[87] Αγ. Επιφανίου Κωνσταντίας, Κατά αἱρέσεων, PG 42, 300C.

[88] Ιω. 4, 7.

[89] Αγ. Βασιλείου, Ἐπιστολή πρός τόν ἅγιον Ἀμφιλόχιον, PG 32, 877B.

[90] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομιον Λόγος ΣΤ’, PG 45, 712D- 731A.

[91] Ἁγ. Ιωάννου Σκυθουπόλεως, Κατά Σεβῆρου, F. Diekamp, Doctrina Patrum, 86, XIII.

[92] Αγ. Αναστασίου Αντιοχείας, Ἀπολογία ὑπέρ τοῦ τόμου τοῦ Πάπα Λέοντος, Πρβλ. Mansi 11, 437B. ACO II / 1, 314.

[93] ACO II / 1, 362, 4-6.

[94] Opusk. 3.

[95] ACO II/ 1, 362, 22-24 και Αγίου Μαξίμου PG. 91, 68C.

[96] ACO II/ 1, 374, 1-8.

[97] ACO II/1, 374, 10-17.

[98] ACO II/1, 374, 19-26.

[99] ACO II/ 1, 374, 28-35.

[100] ACO II/ 1, 378, 1-17.

[101] ACO II/ 1, 378, 19-27.

[102] ACO II/ 1, 378, 19-384, 28.

[103] ACO II/ 1, 404, 1-420, 10.

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ