Υπό του ιεροδ. Μακαρίου Παλαιολόγου πτυχιούχου
Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
και Μεταπτυχιακού Φοιτητού Κοινωνικής Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α
Ο ΠΑΧΩΜΙΟΣ ΡΟΥΣΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Ο πρώτος «καθαρός» και επιφανής εκκλησιαστικός συγγραφέας του ΙΣΤ΄ αιώνα μ. Χ. είναι ο Παχώμιος Ρουσάνος. Ο λόγιος μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος εκτός του ότι αποτελεί σπουδέα φιλολογική, ιστορική λαογραφική και εκκλησιαστική πηγή, πρωτίστως είναι δογματικός και πολεμικός θεολόγος. Το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής του είναι δογματικά και αντιρρητικά έργα. Οι κώδικες που ήταν αυτόγραφοι του Ρουσάνου βρίσκονταν στις Βιβλιοθήκες Βενετίας, Βερολίνου, Μιλάνου και Ιεροσολύμων ενώ την έκδοση αυτών ανέλαβε ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης.
Ο «ρακενδύτης» μοναχος ήταν Ζακύνθιος από την περιοχή Πηγαδάκια και γεννήθηκε το 1508 μΧ. Ενώ απεβίωσε το 1553. Ο πατέρας του ασπάσθηκε το μοναχισμό και ονομάσθηκε Ιωακείμ Ρουσάνος. Ο Παχώμιος προσήλθε στο μοναχικό βίο στην μονή Αγίου Γεωργίου Κρημνών Ζακύνθου. Φιλομαθής και πνευματώδης πραγματοποίησε πολλά ταξίδια και δίδαξε στα μέρη αυτά ενώ επιδόθηκε σε θεολογικές μελέτες στις μεγάλες μονές και τις βιβλιοθήκες αυτών των μονών. Διέμεινε για μια δεκαετία στη Μονή Ιβήρων[1]. Ήταν πιστός τηρητής των εκκλησιαστικών παραδόσεων καθώς είχε ανοίξει πολυμέτωπο αγώνα στους πολέμιους των δογμάτων και των παραδόσεων της Εκκλησίας. Καταπολέμησε τις αιρέσεις της εποχής εκείνης και εργάστηκε για την εξύψωση του πνευματικού επιπέδου, κηρύττοντας, νουθετώντας, συγγράφοντας και κατέστη πολύ γνωστός με μεγάλη επιρροή στους συγχρόνους του. Μαρτυρίες για τα προαναφερθέντα είναι οι επιστολές του προς την Μεγάλην Εκκλησίαν, η απάντηση του Μ. Γαλησιώτου, η προς Ναυπάκτου Αθανάσιον, του Αντίσσης Ιγνατίου, του πρώην Θεσσαλονίκης Μακαρίου, προς τους εν Βενετία χαλκογραφείς κλπ, και μάλιστα το γεγονός ότι έγραψε και καθολικές πιστολές κατά του αιρετικού μοναχού Ματθαίου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η προς Ναυπάκτου Αθανάσιον κατά του Καρτάνου. Απέκτησε θεολογική και κλασσική γνώση από τις βιβλιοθήκες των μονών, και αντέγραφε τους κώδικες των μονών. Δεν ανέβηκε σε εκκλησιαστικό αξίωμα γιατί ήταν ταπεινός και του άρεσε η ησυχία.
Τα συγγράμματα του Ρουσάνου κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες: 1) Δογματικά και Αντιρρητικά συγγράμματα, 2) Πρακτικοηθικά, 3) Γραμματικά
1)Τα δογματικά και αντιρρητικά συγγράμματα αφορούν τις εξής κατηγορίες:
Α) Σύνταγμα ή λόγοι δογματικοί.
Β) Η εις Άδου κάθοδος του Κυρίου, κατά του μοναχού Ματθαίου.
Γ) Προπτωτική κατάστασις και πτώσις του ανθρώπου.
Δ) Το μυστήριο του ευχελαίου.
Ε) Αντικαρτανικά.
ΣΤ) Περί εικόνος και του κατ’ εικόνα. Έτι κατά Αρειανών και Νεστοριανών.
Ζ) Κατά Μονοφυσιτών.
Η) Περί της των Ορθοδόξων και των Σαρακηνών πίστεως.
Θ) Κατά Λατίνων.
Ι) Κατά Λουθήρου.
Τα δογματικά έργα του αφορούν όλη τη Δογματική, δηλαδή Τριαδολογία, Χριστολογία, κοσμολογία, ανθρωπολογία, περί χάριτος, Εκκλησίας, μυστηρίων.
2) Στις Πρακτικοηθικές πραγματείες και Επιστολές, ασχολείται με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, με την ωφέλεια των Γραφών, απολογείται και στηρίζει ηθικά για τα δεινά από την κυριαρχία των Τούρκων, μιλάει για την χάρη των αγίων εικόνων, για την ιεροσύνη, για την μετάνοια και την εξομολόγηση, για την εμμονή στη χρήση του βαπτιστικού ονόματος, για τον τρόπο προσευχής και γιατί προσκυνούμε κατά ανατολάς, για λειτουργικά και μουσικά θέματα της λατρείας, για σύνταξη αγιολογικών κειμένων όπως ακολουθίες αγίων, εγκώμια, συναξάρια κλπ. Προερχόμενος από τον μοναχισμό ασχολείται με ασκητικά θέματα, για το κοινοβιακό και ιδιόρρυθμο σύστημα, για την ολιγάρκεια ως υποχρέωση των μοναχών, για την απλότητα, για το μοναχικό σχήμα.
3) Ως διδάσκαλος σε σχολεία και μοναστήρια αλλά και από τις περιοδείες του σχεδόν σε όλη την δουλωμένη Ελλάδα εκπαίδευε την νέα γενιά στην πάτρια Παιδεία και Θρησκεία. Έγραψε Γραμματικές και άλλα γραμματολογικά έργα και ιστορικά.
Όποιος αναγνώσει τα δημοσιευμένα έργα του Παχωμίου Ρουσάνου διαπιστώνει ότι είναι αξιόλογος δογματικός. Ακολουθεί την παραδοσιακή μέθοδο της πιστής εξάρτησης των έργων του από α) την Αγία Γραφή επειδή πολλοί από τους αιρετικούς παραδέχονταν μόνο την Αγία Γραφή και β) των Πατέρων της Εκκλησίας. Χαρακτηρίζεται από ανεξαρτησία γνώμης και πρωτοτυπία. Φροντίζει πάντοτε να προσαρμόζει τα γραφόμενα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής του και των προς αυτών που απευθύνεται. Γι’ αυτό στην αρχή της εισαγωγής της Δογματικής τονίζει ότι επιχειρεί να γράψει «σύνταγμα κοινωφελές καί ἐν βραχέσι ρήμασι πολλά συμπεριλαμβάνον τά εἰς εὐσέβειαν συντείνοντα[2]». Όλα τα συγγράμματα αυτού ακόμη και τα θεωρητικότερα, έχουν και πρακτικό και λαϊκό χαρακτήρα, χάρις των πολλών τους οποίους θέλει να στηρίξει στην Ορθόδοξη πίστη. Πολεμάει σχεδόν όλες τις αρχαιότερες και νεότερες αιρέσεις όπως του Καρτάνου και την Χριστολογική αίρεση του μοναχού Ματθαίου ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη ενσωμάτως, αξιόλογες είναι οι αντιρρητικές συγγραφές του κατά των Σαρακηνών, των εν Αιγύπτω Ιακωβιτών (Μονοθελητών, αυτοί υποστήριζαν ότι ο Χριστός είχε ένα θέλημα Θεϊκό), των Λατινων και του Λουθήρου. Στις δύο τελευταίες εξαίρει τις δογματικές διαφορές α) την περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της προσθήκης του filioque στο Άγιο Σύμβολο. Σχετικά με αυτό ασχολείται εκτενώς στον πρώτο δογματικό λόγο, τον οποίο θα σχολιάσουμε, ασχολείτε επίσης και στους λόγους Πρός τούς Λατίνους ἀρμόσειε, στην Ἀπολογία διαλεκτική πρός τούς Λατίνους και για άλλες αιρέσεις των Λατίνων και κατά Λουθήρου.Σε όλα αυτά τα κείμενα αναιρεί τις αντίθετες δοξασίες εκθέτοντας και δικαιώνοντας τα Ορθόδοξα Δόγματα..
Με τις ηθικοπρακτικές συγγραφές του αγωνίζεται να προλάβει κάθε εκτροπή από την παράδοση. Με τα έργα του βοηθάει στην κατανίκηση των νεοτερισμών και των παρεκκλίσεων, σε μια εποχή σκοτεινή αυτή του πρώτου αιώνα μετά την άλωση καθιστώντας τον αντιπροσωπευτικότερο θεολόγο και την γέφυρα της εποχής προ της αλώσεως με αυτήν του ΙΖ΄ αιώνα και την αναβίωση της εκκλησιαστικής παιδείας και θεολογικής ζωής της Εκκλησίας μας.
Κατέχει θέση διδάσκαλος του γένους μας αφού εργάσθηκε για την διαφώτιση και πνευματική ανύψωση του, και απέκρουσε τις απειλές από τις προπαγάνδες του Έθνους και της Εκκλησίας μας.
Σύνταγμα ή Λόγοι Δογματικοί Πρόκειται για το μεγαλύτερο έργο του Παχωμίου, γραμμένο κατά το διάστημα της παραμονής του στο Άγιο Όρος (1542). Στη διάρκεια της συγγραφής του συζήτησε και ζήτησε τη γνώμη των μορφωμένων κληρικών και μοναχών που συναντούσε και μετά την ολοκλήρωσή του, έστειλε αντίγραφο στο Πατριαρχείο για να λάβει την έγκριση και της Μητρός Εκκλησίας. Εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Καρμίρη με βάση τον κώδικα της Κρατικής Βιβλιοθήκης Βερολίνου, Phillipps 1617 (214) και δευτερευόντως τον Marcianus Suppl. cl. II, cod. 103 (πρώην Nanianus gr. 125)110 . Σο έργο διαιρείται σε πέντε κύριες ενότητες, που ο Παχώμιος αποκαλεί λόγους, δίνοντας στην λέξη τη σημασία του κεφαλαίου και ένα συμπλήρωμα προς τον πέμπτο λόγο. Οι ενότητες αυτές είναι οι ακόλουθες:
Λόγος Α’: Ὅτι ἔστι Θεός, καὶ ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐ πολλοί· καὶ ὅτι Λόγον καὶ Πνεῦμα ἔχει αὐτῷ ὁμοούσια καὶ ἐξ αὐτοῦ τὴν ὕπαρξιν ἔχοντα· καὶ περὶ φύσεως καὶ προσώπων.
Λόγος Β’: Περὶ τῆς θείας δημιουργίας καὶ τῆς τῶν πρωτοπλάστων παραβάσεως καὶ περὶ εἰκόνος .
Λόγος Γ’: Περὶ τῶν μετὰ τὴν παράβασιν, ἐξόχως δὲ περὶ τοῦ Κάϊν καὶ τῶν ὀνομασθέντων υἱῶν Θεοῦ παρὰ τῇ Γραφῇ καὶ περὶ περιτομῆς καὶ νόμου ταυτότητος καὶ διαφορᾶς.
Λόγος Δ’: Περὶ τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνσάρκου οἰκονομίας· ὅτι αὐτὸς ὁ Τἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου, σάρκα προσλαβὼν ἐξ αὐτῆς ἔμψυχον, ἤτουν ἔχουσαν ψυχὴν λογικὴν καὶ νοεράν, φυλάξας τε ἐν ἑαυτῷ ἑκατέρας τὰς φύσεις ἀφύρτους καὶ ἀδιαιρέτους μετὰ τῶν ἰδιωμάτων αὐτῶν καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν .
Λόγος Ε’: Ἔτι περὶ τῆς τοῦ Κυρίου ἐνσάρκου οἰκονομίας, τοῦ τε βαπτίσματος αὐτοῦ καὶ τῆς μεταμορφώσεως, τοῦ δείπνου δῆτα τοῦ μυστικοῦ, τῆς τε σταυρώσεως καὶ ἐγέρσεως καὶ τῶν συμβάντων ἐν αὐτοῖς καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ κοινῆς ἀναστάσεώς τε καὶ ἀποκαταστάσεως .
Συμπλήρωμα: Παραλειπόμενον τῷ αὐτῷ λόγῳ παρακλήσει τινῶν ὀρθοδόξων διὰ πλείω σαφήνειαν .
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ο συγγραφέας μας αναφέρει στον πρόλογό του ότι πληθύνονται οι αιρέσεις και εκτός από τις αρχαίες υπάρχουν και καινούργιες. Αναφέρεται γενικά στην δογματική παραγωγή των προηγουμένων του, σε αυτούς που εν συντομία αναφέρθηκαν σε όλες τις αιρέσεις που εμφανίστηκαν μέχρι την εποχή τους[3], αλλά και επειδή υπάρχει αμέλεια από τους ποιμένες σύνταξε αυτό το κείμενο για να είναι στήριγμα της υγειούς πίστης και των κακών αποβολή. Στον πρώτο λόγο ομιλεί περί της υπάρξεως του Θεού ότι είναι ένας ο Θεός και όχι πολλοί και είναι ο ποιητής και κατασκευαστής όλων.
Αναιρεί την αίρεση του πανθεϊσμού των αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων « ὅτι αὐτός ὁ κόσμος ἐστιν ὁ Θεός» λέγοντας τον τρεπτό. Δεν είναι δυνατόν να υπόκειται σε αλλαγές και να εξαρτάται πχ. από τον Χρόνο, από τα άψυχα και από τα αναίσθητα. Δηλαδή ο Θεός σας είναι μόνο εφτά χιλιάδων πενήντα χρόνων; Ποιος τον έφτιαξε;[4] Ότι δε και δούλος των ανθρώπων είναι ο κόσμος το αντιλαμβανόμαστε και από αυτά που έχουν συμβεί. Ο Μωϋσής την άβατη θάλασσα την χώρισε και την περπάτησε. Ο Ιησούς τον Ιορδάνη πάλι χώρισε, και το περήφανο άστρο του ήλιου το έκανε να παραμείνει στον ουρανό για να νικήσει τους Γαβαωνίτες. Και ο Ηλίας ο Θεσβίτης τα σύννεφα εμπόδισε να ρίξουν βροχή για τριάμισι χρόνια . Και πολλοί άλλοι στην Π. Δ. έκαναν παραπλήσια. Ο Θεός κινείτε αλλά όχι όπως τα κτίσματα γιατί αυτά τα κινεί ο Θεός. Κινείτε με το να γεννά τον Υιό του και Λόγον, εκπορεύοντας το Πνεύμα το Άγιο. Κινείται και ο Υιός με το να γεννάται και το Πνεύμα στην εκπόρευση. Υπάρχουν διάφορα. Δεν έχει αρχή αυτή η κίνηση του Θεού αλλ’ ούτε και αρχή. Δεν υπήρχε κάποτε χωρίς Λόγου και Πνεύματος. Ούτε το Πνεύμα λέγεται γεννιέται για να μην νοήσουμε ότι σύνθεση ή διαίρεση στην απλή και θεία φύση και έτσι λογισθεί το Πνεύμα Υιός. Ένας είναι ο μονογενής Υιός του Θεού. Ο Πατήρ γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιον, ατρέπτως και αναλλοιώτως. Ένας είναι ο Θεός. Επειδή όμως οι Ιουδαίοι πέφταν και ήταν ευκίνητοι στην πολυθεΐα γι’ αυτό η Π. Διαθήκη δεν διδάσκει φανερά την θεότητα του Υιού και του Πνεύματος αλλά με παραπέτασμα και με διάφορα ονόματα χρησιμοποιεί για τον Υιό. Δεν είναι ποίημα ο Θεός ούτε υπό χρόνον.
Η νέα Γραφή σαφέστερα τον Υιό και το Πνεύμα παρουσιάζει Θεό αληθινό και οι εκφράσεις οι οποίες διήλθε ο Χριστός και οι απόστολοι του, δηλώνουν την διαφορά των υποστάσεων και το ομόσεπτον. Ο Χριστός λέει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Το όνομα του Θεού επικαλούμενο του Θεού, Πατρός και Υιού και Πνεύματος αναγεννά και ανακαινίζει τον βαπτιζόμενο και τον αποδεικνύει καθαρό κάθε αμαρτίας. Γι’ αυτό ο Πέτρος είπε προς τον λαό «Μετανοήσατε καί βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπί τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καί λήψεσθε τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[5].
Το ότι βαπτιζόμεθα στο όνομα της Αγίας Τριάδος και ανακαινιζόμεθα, ας ακούσουμε τον Χριστό και τον Απόστολο που λένε «ἐάν μή τις ἀναγεννηθῆ ἐξ’ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» και του αποστόλου «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».Το ίδιο έγινε και με τις ιάσεις που μόνο με την επίκληση του ονόματος του Χριστού θεραπεύονταν[6]. Μία άλλη αίρεση επινοούν οι αιρετικοί, κλιμακώνουν την ομοουσια και ισότιμη Αγία Τριάδα, και υποβιβάζουν τον Υιό και το Πνεύμα. Ο Ρουσάνος απαντάει ότι ο Πατήρ αίτιος του Υιού και Πνεύματος, τοποθετείτε στον αριθμό πρώτος και ο Υιός δεύτερος εξ’ αιτίας των ονομάτων, το Άγιο Πνεύμα τοποθετείται μετά τον Υιό εξ’ αιτίας του ότι τελευταίο φανερώθηκε στον κόσμο, που ήρθε στους αγίους Αποστόλους. Και απαντάει ο Ρουσάνος με ένα χωρίο της Αγίας Γραφής για τους αιρετικούς ότι τι έχουν να αποκριθούν όταν δουν τον Υιό να αναφέρεται πιο πριν από τον πατέρα «Ἡ χάρις , γάρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[7]. Ότι και τα τρία πρόσωπα έχουν την ίδια δύναμη το τεκμηριώνει με τα χωρία «Ὥσπερ ὁ Πατήρ ἐγείρει τούς νεκρούς καί ζωοποιεί, οὕτω καί ὁ Υἱός οὕς θέλει ζωοποιεῖ». Και για το Πνεύμα «τό Πνεύμα ἐστι τό ζωοποιοῦν» και ο προφήτης Δαβίδ λέει «ἐξαποστελεῖς τό πνεῦμα σου καί κτισθήσονται καί ἀνακαινιεῖς τό πρόσωπον τῆς γῆς. Είδες λέει ο Ρουσάνος ισοδυναμία στην Αγία Τριάδα[8].
Οι αιρετικοί και εννοεί τους Λατίνους, μεθοδεύονται ότι είναι μικρότερο το Πνεύμα από τον Πατέρα και τον Υιό, αν και δεν το ομολογούν ολοφάνερα και λένε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και από τον Υιό. Αίτιος ο Πατήρ και ο Υιός του Πνεύματος, το Πνεύμα όμως κανενός αίτιος. Και στη συνέχεια προσπαθεί να εξαριθμίσει τα κακά αυτού του δόγματος. Πρώτον, δύο κάνει τα αίτια και τις αρχές της Αγίας Τριάδος και άρα κάνει διπλό το Άγιο Πνεύμα και σύνθετο αφού εκπορεύεται από δύο. Αν είναι μία η εκπόρευσις των δύο προσώπων ( Πατρός και Υιού), συναλοίφονται τα πρόσωπα και αυτό είναι αίρεση του Σαβελλίου. Το ιδικόν γίνεται κοινό, αυτό δηλαδή που είναι μοναδικό ιδίωμα και προσωπικό. Αν είναι τέλεια η εκ του Πατρός πρόοδος πράγμα που είναι, είναι περιττή η του Υιού ‘’εκπόρευση’’. Και αν είναι ατελή τότε γιατί να μην είναι και του Υιού η γέννηση ατελή. Την χαρακτηρίζει ασέβεια και βλασφημία. Με αυτά δεν θα είναι δύσκολο να προσάψουμε και γέννηση στο Άγιο Πνεύμα αφού έχει την ύπαρξη από τον Υιό. Μεγάλη ατοπία λοιπόν. Σε κάποιες επιστολές των Αγίων Πατέρων το ότι βρίσκονται εκεί ότι εκπορεύεται και από τον Υιό το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελεί έκπληξη αυτό γιατί πολλά βιβλία των πατέρων νοθεύτηκαν από τους κακοδόξους και δεν πρέπει να τους ακολουθούμε γιατί είναι δύο ή τρείς. Μάλιστα λέει ότι ίσως από οικονομική ανάγκη προβήκαν κάποιοι σε αυτή την ενέργεια αυτοί οι άνθρωποι. Γι’ αυτό πρέπει εμείς να ακολουθούμε τους πατέρες και τις αγίες οικουμενικές συνόδους και την θεόπνευστη Αγία Γραφή. Και όπως ο Αδάμ εκπορεύει τη Εύα και ο Σηθ εξ’ αυτού γεννήθηκε από αυτόν και δεν επιφέρει διαφορά στην φύση , έτσι και το αγέννητο, το γεννητό και το εκπορευτό, από τον Πατέρα στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα δεν εισάγει διαφορά φυσική αφού έχουν διαφορετική ύπαρξη. Φύση είναι το καθολικό και περιεκτικό των υποστάσεων. Υπόσταση είναι ουσία με κάποια ιδιώματα. Το ίδιο είναι φύσις και ουσία.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Λόγος Β’: Περὶ τῆς θείας δημιουργίας καὶ τῆς τῶν πρωτοπλάστων παραβάσεως καὶ περὶ εἰκόνος .
Ο Θεός πρώτα έκανε τον ουρανό και την γη επειδή περιέχονται όλα τα όντα χωρίς να προϋπάρχει ύλη, να διαφέρει σε κάτι από εμάς; Και εμείς από ανύπαρκτα δημιουργούμε οικίες και πλοία και διάφορα είδη σκευών. Μαζί όπως έκανε τον ουρανό και την γη. Αυτό φανερώνει ο σύνδεσμος «και» αλλιώς θα απουσίαζε ο σύνδεσμος και θα χωριζόταν σε χρονικές στιγμές. Έγινε ακαριαία με το θείο νεύμα. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από το χώμα της γης. Ενέπνευσε στο πρόσωπο αυτού δηλαδή συνεκράθει το σώμα με την ψυχή και έγινε η σάρκα έμψυχη. Η ψυχή είναι αθάνατη. Ο Θεός τοποθέτησε τον άνθρωπο στον παράδεισο της τρυφής, και την γυναίκα την πλασμένη από το πλευρό του άνδρα μαζί δίδοντας μια μικρή εντολή μόνο για γύμναση και υπακοή για να έχουν ευγνωμοσύνη και υποταγή. Ενώ μπορούσαν να φάνε από όλα μόνο από ένα ξύλο δεν μπορούσαν να φάνε γιατί εάν τρώγαν θα πεθαίναν, δηλαδή θα γίνονταν θνητοί. Δεν ήταν μετά την πλάση τους ούτε θνητοί ούτε αθάνατοι καθώς λέει στο γένεσις «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Αν ήταν θνητοί δεν θα τους δίνονταν ο θάνατος. Εάν ήταν αθάνατοι δεν θα πέθαιναν. Ήταν δεκτικοί και των δύο. Όχι εξ’ ολοκλήρου αθάνατοι γιατί μετά πέθαναν. Ούτε άφθαρτοι γιατί είχαν βρώση τους καρπούς. Ήταν απαθείς όμως και αμνήμονες της σαρκικής μίξεως. Ήταν δηλαδή ανώτεροι από εμάς κατώτεροι από τους αγγέλους. Όσοι λένε θνητό τον Αδάμ σφάλλουν. Με τη τήρηση της εντολής παρέμεναν άφθαρτοι. Όταν αθέτησαν την εντολή του Θεού βγήκαν έξω του παραδείσου από τον Θεό. Έπρεπε στους πρώτους που τέθηκε ο νόμος και δεν τον τήρησαν να μην αφεθούν ατιμώρητοι, αλλά να δικάσει την αμαρτία και να μάθουν με το τέλος πόσο κακό είναι να παρακούνε τον Θεό και να είναι παράδειγμα για τους μετ’ έπειτα. Γι’ αυτό παρόμοια έπραξε με τον Κάϊν που φόνευσε. Ακολολούθως ο Παχώμιος προτρέπει στην τιμή των εικόνων και αναφέρει παραδείγματα θαυμάτων και ότι αποτελούν βοήθεια για την μετάνοια. Έτσι ο σταυρός αποτελεί υπόμνηση της σαρκώσεως του Κυρίου, θερμαίνει την πίστη γι’ αυτό ο Ευάγριος ο επίσκοπος, ο βιογράφος του αγίου Παγκρατίου ιστορεί ότι ο Απόστολος Πέτρος, δια κάποιου ζωγράφου Ιωσήφ, ιστόρησε τον Κύριο και όλη την ένσαρκη παρουσία στους ναούς. Ό Άγιος Κωνσταντίνος με τις αγίες εικόνες ήλθε στην πίστη, ο Άγ. Μέγας Αθανάσιος διηγείται ότι η εικόνα του Χριστού έβγαλε αίμα επειδή χτυπήθηκε από Ιουδαίους και άλλα μύρια θαύματα κάνουν οι εικόνες. Δεν προσκυνούμε το ξύλο αλλά τον απεικονιζόμενο. Προσκυνούμε τον σταυρό γιατί είναι το όργανο της δική μας σωτηρίας. Επίσης και την λόγχη και τα καρφιά. Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος λέει να καυχόμαστε. Το ίδιο και οι άγιοι τόποι που έζησε ο Χριστός, τους τάφους των αγίων, το ιερό ευαγγέλιο κλπ. Άλλο είναι η φυσική εικόνα και άλλο η μιμητική. Η φυσική δεν έχει διαφορά προς το αίτιο αλλά υποστατική, όπως ο Υιός προς τον Πατέρα, μία είναι αυτών η φύσις, η ουσία δύο δε οι υποστάσεις. Η άλλη (η μιμητική) αντίθετα δεν έχει υποστατική διαφορά αλλά φυσική, όπως η εικόνα του Χριστού προς τον Χριστό. Μία η υπόσταση αυτών, δύο οι φύσεις. Άλλη η φύση της υλογραφίας και άλλη Χριστού η ανθρώπινη, που περιγράφεται και εικόνα είναι. Λέγεται Χριστός και του Χριστού εικόνα αλλά καταχρηστικώς, όπως και του βασιλιά ή του βασιλέως.
[1] Επιστολή τω Παϊσίω Δράμας, Μουστοξύδης Ανδρέας, Ἑλληνομνήμων ἤ Σύμμικτα Ἑλληνικὰ, Χ. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς, Αθήνα 1843 σελ. 647.
[2] Σύνταγμα ἤτοι Λόγοι Δογματικοί, ΚΑΡΜΙΡΗΣ = ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΡΟΥΣΑΝΟΥ, Σύνταγμα ήτοι Λόγοι Δογματικοί, στο ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Π. Ρουσάνος 1935, σελ. 81 στοίχοι 21-22.
.
[3] . Ἐπειδήπερ πολλοὶ τῶν θείων Πατέρων θείῳ Πνεύματι καὶ ζήλῳ κινούμενοι περὶ Θεοῦ ὡς δεῖ ἐδογμάτισαν καὶ οἱ μὲν ἐν διαλέξεσιν ἀρκούντως τοὺς αἱρεσιώτας κατῃσχυναν, οἱ δὲ τοῖς αὑτῶν ἐγγράφοις λόγοις τὴν κακόνοιαν αὐτῶν ἐστηλίτευσαν· οὐ μὴν δὲ καθόλου περὶ πάσης αἱρέσεως διέλαβον, ἀλλὰ περί τινων κατ’ ἐπεκτάδην τὴν τῶν λόγων συνθήκην οιησάμενοι, εἰ δὲ καί τινες τούτων τῇ συντομίᾳ χρησάμενοι περὶ πάσης διέλαβον, ἀλλ’ οὐ δῆτα καὶ περὶ τῶν μετὰ ταῦτα ἐπιφυεισῶν. Σύνταγμα ἤτοι Λόγοι Δογματικοί, ΚΑΡΜΙΡΗΣ, 81.
[4] Σύνταγμα ἤτοι Λόγοι Δογματικοί, ΚΑΡΜΙΡΗΣ = ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΡΟΥΣΑΝΟΥ, σελ. 83 και εξής.
[5] Εδώ Ο Παχώμιος στρέφεται κατά των Παυλικιανών και Μασαλιανών και Βογομίλων, οι οποίοι αθετούσαν το άγιο Βάπτισμα.
[6] Με τα επιχειρήματα της Κ. Δ. απαντάει στους αιρετικούς αρειανούς και τους Μακεδονιανούς.
[7] Εδώ απαντάει στους αιρετικούς Απολινάριο και Ευνόμιο.
[8] Εδώ απαντάει στους αιρετικούς Αρειανούς και Νεστοριανούς.