ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Υπό του Οσιολογιωτάτου ιερομ. Μακαρίου Παλαιολόγου
Μεταπτυχιακού Φοιτητή Κοινωνικής Θεολογίας του ΕΚΠΑ
πτυχιούχου Αν. Εκκλησιατικής Ακαδ. Αθηνών
Εισαγωγή
Η Εσχατολογία αποτελεί ένα από τα κεντρικά, μεγάλα θέματα της Δογματικής, καθώς αφορά πολλά τμήματα της, (Χριστολογία, Σωτηριολογία και ανθρωπολογία). Η σπουδαιότητα της βρίσκεται στο ότι έχει πρακτική σημασία καθώς αναφέρεται σε αλήθειες όπως η ζωής μετά τον θάνατο, η εν Χριστώ απολύτρωση, το πραγματευόμενο για την πέρα του τάφου κατάσταση των ψυχών και περί της μετά την καθολική ανάσταση και κρίση αυτών οριστικής καταστάσεως και της τελειώσεως, της απολύτρωσης και σωτηρίας δηλαδή. Είναι επιβεβλημένη η ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από το πέπλο, που χωρίζει την παρούσα ζωή από την μέλλουσα καθώς όλες γενικά οι θρησκείες έχουν μέσα τους την ελπίδα και την προσδοκία των εσχάτων, ενώ η σπουδαιότητα για την πίστη μας έγκειται στην έσχατη θεία επαγγελία. Θα προσδιορίσουμε που μεταβαίνουν οι ψυχές όταν αφήνουν τον παρόντα κόσμο και ποια θέση καταλαμβάνει η κάθε ψυχή (ποια είναι η μέση κατάσταση των ψυχών), πού δηλαδή παραμένουν μέχρι την οριστική κρίση. Πώς ορίζεται η σχέση των ψυχών με την θριαμβεύουσα Εκκλησία και ποιο είναι το νόημα των μνημοσύνων και των ευχών για τους κεκοιμημένους στη θ. Ευχαριστία. Αφού προβάλουμε την διδασκαλία της Εκκλησίας, θα απαντήσουμε στις αιρετικές απόψεις των δυτικών για το ‘’καθαρτήριο πυρ’’ μέσα από τα επιχειρήματα των αγίων και από τους λόγους του αγίου Μάρκου του Ευγενικού οι οποίοι έχουν ιδιαίτερη αξία γιατί προέρχονται από τον τελευταίο από τους Βυζαντινούς Πατέρες, πριν δηλαδή την σύγχρονη εποχή με όλες τις συγκεχυμένες θεολογικές απόψεις που την χαρακτηρίζουν και μας καθοδηγούν ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζουμε και να κατανοούμε τις πηγές. Τέλος θα εντοπίσουμε γιατί οι δυτικοί οδηγήθηκαν στην αιρετική αυτή διδασκαλία.
Ο Παράδεισος για τους σεσωσμένους και η κόλαση για τους αμαρτωλούς.
Η ψυχή ζει και μετά θάνατον και διατηρεί πλήρη την συνείδηση, όπως φαίνεται και από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου και από την Αποκάλυψη που παρουσιάζονται οι ψυχές των αδίκως σφαγιασθέντων μαρτύρων να φωνάζουν για την επίσπευση της κρίσης αλλά και στους δώδεκα πρεσβυτέρους που αποδίδουν προσκύνηση στο Θεό και τέλος στην Μεταμόρφωση του Χριστού, ο Μωϋσής μιλάει με τον Χριστό. Ο φυσικός θάνατος, ο χωρισμός δηλαδή της ψυχής από το σώμα, είναι ποινή και ακολουθία του πνευματικού θανάτου, της αμαρτίας και είναι φαινόμενο καθολικό. Η ψυχή όμως εξακολουθεί να ζει με αυτοσυνειδησία και τοποθετείτε ως ένα πρόοιμο στάδιο ανάλογα με το πόσο ιδιοποιήθηκε το έργο της σωτηρίας του Χριστού, στους σεσωσμένους, είτε αν απέκρουσε την δοσμένη χάρη, στους αμαρτωλούς . Παρόλο που η τύχη των αποθνησκόντων κρίνεται οριστικά, εν τούτοις δε απολαμβάνουν ολοκληρωμένα το μέτρο της αμοιβής ή της οδύνης μέχρι της καθολικής κρίσεως, όταν μαζί με τα αναστημένα σώματά τους θα τύχουν πλήρους μακαριώτητος ή τιμωρίας. Τελειώνει η ηθική παρασκευή του ανθρώπου και ξεκινάει η ανταπόδοση, αποκλειομένης κάθε μετάνοιας ή βελτίωσης του ανθρώπου μετά τον χωρισμό εις τα εξ’ ων συνετέθει. Κατά την πίστη δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο άνθρωπος πεθαίνοντας κρίνεται από τον Θεό, δηλαδή τελειώνει η περαιτέρω πρόοδος του ανθρώπου στο αγαθό ή στο κακό και σύμφωνα με την όλη ηθική αυτού κατάσταση στην στιγμή του θανάτου αποφασίζεται η οριστική τύχη του στην αιωνιότητα. Έτσι χωρίζονται οι αποθνήσκοντες σε δικαίους και σεσωμένους και στους αμαρτωλούς και κατάκριτους.
Οι Απόστολοι και οι πρώτοι Χριστιανοί, επειδή πίστευαν ότι ο Κύριος θα έρθει γρήγορα, παραθεωρούσαν την μέση κατάσταση. Όμως, όπως όλα τα δόγματα, έτσι και αυτό της μερικής κρίσεως στηρίζεται στην Αγ. Γραφή και την Παράδοση. Η Αγ. Γραφή διακρίνει δύο καταστάσεις της ψυχής, αυτήν την μετά τον θάνατο και την μετά την καθολική κρίση, όπου ανιστάμενοι οι νεκροί θα ανακαινισθεί ο κόσμος και θα αμειφθούν ή κολασθούν τελείως οι άνθρωποι. Έτσι γράφει η Αγ. Γραφή «τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστού, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν εἴτε φαῦλον»[1] .
Αυτή η διάκριση υπάρχει και στην διδασκαλία των πατέρων. Ο Ι. Χρυσόστομος λέει «κάν μένῃ ἡ ψυχή, κάν μυριάκις ἀθάνατος ᾖ ὥσπερ οὖν καί ἔστι τῆς σαρκός χωρίς, οὐκ ἀπολήψεται τά ἀπόρρητα ἀγαθά ἐκεῖνα, ὥσπερ οὖν οὐδέ κολασθήσεται… Εἰ γάρ οὐκ ἀνίσταται τό σῶμα, ἀστεφάνωτος ἡ ψυχή μένει ἔξω τῆς μακαριότητος ἐκείνης τῆς ἐν οὐρανοῖς»[2]. Πάλι λέει, «οὔπω ( οι δίκαιοι της Π.Δ.) ἀπέλαβον τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀλλ’ ἔτι μένουσιν…. Ἐννοήσατε καί ὑμεῖς τί ἐστι καί ὅσον ἐστι τόν Ἀβραάμ καθῆσθαι καί τόν ἀπόστολον Παῦλον περιμένοντας πότε σύ τελειωθῆς, ἵνα δυνηθῶσι τότε λαβεῖν τόν μισθόν»[3].
Ο Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας τονίζει ότι «τήν κρίσιν ἔσεσθαι μετά τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἡ θεία πανταχοῦ λέγει Γραφή» και εφόσον «ὁ Χριστός κατεφοίτησεν ἐξ’ οὐρανῶν, οὔτε ἀνάστασις γέγονεν» άρα λοιπόν «οὔτε πράξεων ἀνταπόδοσις ἠκολούθησέ τισι»[4].
Οι πατέρες έβλεπαν πρώτιστα στην μονιμότητα της καταστάσεως και το αμετάβλητο αυτής στην οποία περιέρχεται κάθε ψυχή φεύγοντας από το σώμα, και επειδή έχουν υπόψη το σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ της εξόδου από τον τωρινό βίο και της καθολικής κρίσεως σε σχέση με το ατελείωτο και το αιώνιο μετά την ανάσταση και μετά τόνιζαν το χρονικό αυτό πλαίσιο και δεν το συγχέαν με την καθολική κρίση. Στο πνεύμα αυτό ο Κλήμης Ρώμης γράφει για τον Πέτρο ότι «μαρτυρήσας ἐπορεύθη εἰς τόν ὀφειλόμενον τόπον τῆς δόξης»[5], ενώ για τον Παύλο ότι «μαρτυρήσας ἐπί τῶν ἠγουμένων οὕτως ἀπηλλάγη τοῦ κόσμου καί εἰς τόν ἅγιον τόπον ἐπορεύθη»[6].
Το ίδιο και στο μαρτύριο του Αγ. Πολυκάρπου επ. Σμύρνης γράφεται ότι «διά τῆς ὑπομονῆς καταγωνισάμενος τόν ἄδικον ἄρχοντα, τόν τῆς ἀφθαρσίας στέφανον ἀπέλαβε σύν τοῖς Ἀποστόλοις καί πάσι Δικαίοις ἀγαλλιώμενος»[7].
Περί μερικής κρίσεως διακρινομένης από την καθολική, ομιλεί και ο Πέτρος Μογίλας στην Δογματική του ‘’Ορθόδοξη Ομολογία (1638/42) που επικυρώθηκε από τους Πατριάρχες της Ανατολής από τη Σύνοδο του Ιασίου αφού διορθώσαν κάποιες αποκρίσεις και γράφει «… ὕστερα ἀπό τόν θάνατον καθένας θέλει γνωρίζει τήν ἀμοιβήν τῶν ἔργων του. Διατί ἐπειδή καί τά ἔργα του θέλουσιν εἶναι φανερά, λοιπόν καί ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι φανερή εἰς αὐτόν… Ὁμοίως πρέπει νά λογιάζωμεν καί διά τάς ψυχάς τῶν ἀμαρτωλῶν… πῶς καί αὐταί γροικοῦσι καί ἠξεύρουσι τήν κόλασιν ὁποῦ ταῖς ἀναμένει· καί καλά νά μήν ἔχουσι μήτε οἱ δίκαιοι, μήτε οἱ ἀμαρτωλοί τελείαν τήν ἀμοιβήν τῶν ἔργων των, πρίν τῆς τελευταίας κρίσεως, διατί μέ ὅλον τοῦτο δέν εἶναι ὅλαις εἰς μίαν καί τήν αὐτήν κατάστασιν, μήτε εἰς τόν αὐτόν τόπον πέμπονται· ἀπό τοῦτο γίνεται φανερόν, πῶς τό τοιοῦτο νά μή γίνεται πρίν τῆς τελευταίας κρίσεως χωρίς νά ζητᾷ λογαριασμόν τῆς ζωῆς μας ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, τοῦτο νοεῖται πῶς δέν ἀποδίδοται ὁ λογαριασμός τοῦτος κατά τόν ἐδικό μας τρόπον»[8].
Την ίδια διδασκαλία γράφει και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων
Οι δίκαιες ψυχές μετά την έξοδο τους χαίρονται για τον χωρισμό γιατί απελευθερώνεται από τον παρόντα κόσμο κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο[9], βρίσκονται στα χέρια του Θεού κατά τον Άγιο Κύριλλο[10] και η επικοινωνία τους με τον Θεό θα είναι αμεσότερη και στενότερη απ’ ότι στην παρούσα ζωή κατά τον Αγ. Ειρηναίο[11].
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στα μέσα του τρίτου αιώνα πολεμήθηκε από την Εκκλησία η αίρεση των Θνητοψυχιτών, οι οποία δίδασκε ότι η ψυχή μετά από τον χωρισμό αυτής με το σώμα πέφτει σε ύπνο- θάνατο για να συναναστηθεί με αυτό στην έσχατη ημέρα. Πάρομοια αίρεση ήταν αυτή της ψυχοπαννυχίας, του Μεσαίωνα (1240).
Η Πρσβεία των Αγίων
Στην Π.Δ. παρουσιάζεται ο Θεός στον Αβιμέλεχ, βασιλιά Γεράρων, ο οποίος είναι χτυπημένος από ασθένεια εξαιτίας της απαγωγής της Σάρρας, για να δώσει πίσω αυτήν στον Αβραάμ. Μόλις ο Προφήτης Αβραάμ πάρει πίσω την Σάρρα θα προσευχηθεί για εκείνον και θα ζήσει. Πράγμα που έγινε[12]. Ο Σαμουήλ παρακαλείται από τους Ισραηλίτες να μην σταματήσει την προσευχή και να «βοᾷ πρός Κύριον καί σώσει αὐτούς ἀπό χειρῶν ἀλλοφύλων». Πράγματι ο Κύριος «ἐπήκουσεν»[13]. Στην Κ.Δ. βλέπουμε τον Απόστολο Παύλο να ζητάει τις ευχές των Χριστιανών και τις δεήσεις τους προς τον Κύριο, γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς «ἀδελφοί, προσεύχεσθε περί ὑμῶν»[14], ή στην προς Εφεσίους, όταν τους παρακαλεί να προσεύχονται γι’ αυτόν γιατί ήταν φυλακισμένος καθώς και στην προς Κορινθίους[15]. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς συμφωνούν όλοι και λένε ότι αν ο λόγος του Θεού μας ζητά να προσεγγίζουμε τις δεήσεις των αγίων στην ζωή, πολύ περισσότερο όταν οι άγιοι βρίσκονται στον ουρανό, εκεί που υπάρχει ενότητα με τον Χριστό και είναι δοξασμένοι. Πώς μπορούν οι άγιοι; Το επιτρέπει ο Θεός. Τους δίνει χάρισμα ο Θεός. Πόσα οράματα είδαν οι Προφήτες; Ο Παύλος; Ο οποίος μέχρι τρίτου ουρανού ανέβει. Ο Απ. Ιωάννης; (Αποκάλυψη)[16] .
Στην ιερά παράδοση έχουμε πολλούς λόγους αγίων που αναφέρονται στην αξία της πρεσβείας των Αγίων. Ο Ευσέβιος αναφέρεται στην μάρτυρα Ποταμιαίνη, η οποία υποσχέθηκε στον ειδωλολάτρη στρατιώτη Βασιλείδη που την συνόδευε, ότι θα ζητήσει από τον «παρά ἑαυτῆς Κύριον» όταν θα έφευγε από τον κόσμο να βοηθήσει τον στρατιώτη. Πράγματι ο Βασιλείδης μαρτύρησε και αυτός και τον στεφάνωσε η Αγία[17] .
Στην θεία Ευχαριστία μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων «μνημονεύομεν καί τῶν προκεκοιμημένων πρῶτον πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, μαρτύρων, ὅπως ὁ Θεός ταῖς εὐχαῖς αὐτῶν καί πρεσβείαις, προσδέξηται ἡμῶν τήν δέησιν».
Ο Άγ. Αμβρόσιος γράφει για τους μάρτυρες ότι δύνανται υπέρ των δικών μας αμαρτημάτων να δέονται αυτοί, οι οποίοι τα ίδια αυτών αμαρτήματα, εάν τυχόν είχαν αυτά, τα απέπλυναν διά του αίματος. Αυτοί είναι προστάτες, ερευνητές της ζωής και των πράξεών μας, τους οποίους δεν ντρεπόμαστε να προβάλλουμε ως μεσίτες της ασθενείας μας[18].
Ο Μ. Βασίλειος στην ομολογία του προς τον Ιουλιανό διακηρύτει: «δέχομαι δέ καί τούς ἁγίους ἀποστόλους, προφήτας καί μάρτυρας καί εἰς πρός Θεόν ἱκεσίαν τούτους ἐπικαλοῦμαι, τοῦ δι’ αὐτῶν, ἤγουν διά τῆς μεσιτείας αὐτῶν ἵλεών μοι γενέσθαι τόν φιλάνθρωπον Θεόν καί λύτρον μοι τῶν πταισμάτων γενέσθαι καί δοθῆναι»[19]. Στην δε ομιλία του προς τους τεσσαράκοντα μάρτυρες λέει «Πόσα ἔκαμες, ἵνα ἕνα που εὕρῃς ὑπέρ σοῦ δυσωποῦντα τόν Κύριον; Τεσσαράκοντα εἰσι, σύμφωνον ἀναπέμποντες προσευχήν. Ὅπου δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι ἐπί τῷ ὀνόματί τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ἐστιν ἐν μέσῳ αὐτῶν…. κοινούς φύλακας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, πρεσβευτάς δυνατωτάτους, δεήσεως συνεργούς»[20].
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στην ομιλία του στον Άγ. μάρτυρα Θεόδωρο, καλεί να πάει «πρός τούς τιμῶντας αὐτόν ἀόρατος φίλος» και να «πρεσβεύσῃ ὑπέρ τῆς πατρίδος πρός τόν κοινόν βασιλέα»[21].
Ο θείος Χρυσόστομος προτρέπει να «καταφεύγωμεν ἐπί τάς τῶν ἁγίων πρεσβείας καί παρακαλῶμεν, ὥστε ὑπέρ ἡμῶν δεηθῆναι», γιατί έχουν παρρησία προς τον Θεό. «Οὐκ ἐσφάγησαν, -παρατηρεί ὑπέρ ἡμῶν οἱ μάρτυρες. Καί όμως συντρέχομεν εἰς τήν ἐκείνων τιμήν. Εἰ δέ ἡμεῖς ὑπέρ ὧν οὐκ ἐσφάγησαν, συντρέχομεν ὁ Χριστός, ὑπέρ οὗ τάς κεφαλάς ἀπέθεντο, τί οὐ ποιήσει;» Σε άλλο χωρίο που γράφει για την ευλογία που αντλούμε από τα άγια λείψανα των αγίων παρατηρεί: «καθάπερ στρατιῶται τραύματα ἐπιδείξαντες, ἅπερ ἐκ τῶν πολεμίων ἔλαβον μετά παρρησίας τῷ βασιλεῖ διαλέγονται, οὔτω καί οὖτοι τάς κεφαλάς, ἅς ἀπετμήθησαν ἐπί τῷν χειρῶν βαστάζοντες καί εἰς μέσον παράγοντες, εὐλόγως ἅπαντες, ὅσα ἄν θέλωσι παρά τῷ βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν ἀνύειν δύνανται»[22].
Η Σχέση της Στατευομένης Εκκλησίας με τους τεθνεώτας
Με την προσφορά της θείας Ευχαριστίας, προσφέρεται ωφέλεια μεγάλη στις ψυχές των τεθνεώτων. Όμως αλλαγή από την κατάσταση της πονηρίας και αθλιότητας στην κατάσταση της αγιότητας και της μακαριότητας καθώς και ελπίδα για επανόρθωση από τα αμαρτήματα αποκλείεται. Όμως οι αγαθοεργίες των ανθρώπων και οι ελεημοσύνες, οι ευχές της θείας Λειτουργίας για τους κεκοιμημένους είναι ωφέλεια και ανακούφιση για τους αμαρτωλούς, που δεν επανόρθωσαν και θεράπευσαν τις αμαρτίες με την μετάνοια και μαρτυρείται από τους Πατέρες. Για την ωφέλεια των προαναφερθέντων μιλούν οι άγιοι.
Ο Άγ. Κύριλλος γράφει: «μεγίστην ὄνησιν πιστεύομεν ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς, ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας». Απαντά επιπλέον με ένα παράδειγμα στην ένσταση πολλών που λένε «τί ὠφελεῖται ψυχή μετά ἁμαρτημάτων ἀπαλλασσομένη τοῦδε τοῦ κόσμου ἤ οὐ μεθ’ ἁμαρτημάτων ἑάν ἐπί τῆς προσευχῆς μνημονεύηται;» [23] Φαντάζεται έναν βασιλιά που εξόρισε τους υπηκόους του, στον οποίο παρεμβαίνουν οι ενδιαφερόμενοι γι’ αυτούς που θα τιμωρηθούν και προσφέρουν ένα στεφάνι στον βασιλιά για τις τιμωρίες. Άρα ρωτά ο Άγ. Δεν θα μαλακώσει ο βασιλιάς για να δώσει «αὐτοῖς ἄνεσιν τῶν κολάσεων; ». Και οδηγείτε στο συμπέρασμα «Τόν αὐτόν τρόπον καί ἡμεῖς ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων δεήσεις τῷ Θεῷ προσφέροντες κἄν ἁμαρτωλοί ὦσιν, οὐ στέφανον πλέκομεν, ἀλλά Χριστόν ἐσφαγιασμένον ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν, ἐξιλεούμενοι ὑπέρ αὐτῶν καί ἡμῶν τόν φιλάνθρωπον».
Ο Άγ. Χρυσόστομος βεβαιώνει ότι «τό ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων» «ἐνομοθετήθη ὑπό τῶν ἀποστόλων». Γιατί «πολύ κέρδος γινόμενον, πολλήν τήν ὠφέλειαν». Και «ὅταν ἑστήκῃ λαός ὁλόκληρος χεῖρας ἀνατείνοντες, πλήρωμα ἱερατικόν καί προσκέηται ἡ φρικτή θυσία, πῶς οὐ δυσωπήσωμεν ὑπέρ τούτων τόν Θεόν παρακαλοῦντες;» Τονίζει όμως στην ίδια ομιλία οτι δεν έχουν ελπίδα «μετά ἁμαρτημάτων ἀπελθεῖν, ἔνθα οὐκ ἔστιν ἁμαρτημάτων ἀποδύσασθαι» αυτοί που είναι έξω από την βασιλεία αλλά «βοήθειαν τινα, μικράν μέν, βοηθεῖν δέ ὅμως δυναμένην, αὐτοί τε εὐχόμενοι καί ἑτέρους παρακαλοῦντες εὐχάς ὑπέρ αὐτῶν ποιεῖσθαι, πένησιν Ὑπέρ αὐτῶν διδόντες συνεχῶς». Και αλλού μιλάει για την δυνατότητα «ἐάν θέλωμεν, κούφην γενέσθαι τήν κόλασιν» των δικών μας προσώπων, αρκεί να «ποιῶμεν ὑπέρ αὐτοῦ εὐχάς συνεχεῖς, ἄν ἐλεημοσύνην διδῶμεν. Κἄν ἐκεῖνος ἀνάξιος ᾖ, ἡμᾶς ὁ Θεός δυσωπηθήσεται. Εἰ διά Παῦλον ἑτέρους διέσωσε καί δι’ ἄλλους ἄλλων φείδεται, πῶς οὐχί καί δι’ ἡμᾶς τό αὐτό τοῦτο ἐργάσεται;[24]
Είναι σαφές ότι οι Πατέρες μιλάν για ανακούφιση και βοήθεια όχι όμως απαλλαγή από τον Άδη.
Οι παλαιότεροι πατέρες δεν καθορίζουν ακριβώς την όνησιν και βοήθεια, ενώ αποκλείουν την υπέρ των απίστων και ασεβών αναφορά της θείας Ευχαριστίας. Υπάρχουν επίσης κάποιες διηγήσεις συναξαρίων αμφίβολες όπως της ειδωλολάτρισσας Φαλκονίλλα η οποία κατά την διήγηση σώθηκε. Και άλλη διήγηση με τον Βασιλιά Τραϊανό που και αυτός γράφει έτυχε σωτηρίας. Αυτές όμως οι περιπτώσεις αν γίνουν δεκτές καταλύουν την αλήθεια της πίστεως, (κάποιοι μάλιστα ειδωλολάτρες οδήγησαν σε θάνατο πολλούς χριστιανούς,) και μεταβιβάζονται στους κόλπους του Αβραάμ, παρά την σίγουρη βεβαίωση της παραβολής του πλουσίου και του Λαζάρου ότι υπάρχει ‘’χάσμα μέγα’’. Εκείνοι δε οι οποίοι έζησαν με συνειδητή απιστία και περιφρόνησαν το ευαγγέλιο δεν θα τους συμβεί κάτι θετικό για την αιωνιότητα.
Το καθαρτήριο πυρ
Το δόγμα των ρωμαιοκαθολικών διδάσκει ότι οι ψυχές οι μη τελείως κεκαθαρμένες, και βεβαρημένες από μικρά αμαρτήματα και από ποινές οφειλόμενες σε συγχωρημένες αμαρτίες που δεν ‘’πληρώθηκαν’’ σε αυτήν την ζωή, μεταβαίνουν στον τόπο του καθαρτηρίου πυρός ή καθαρίζονται με προσωρινές ποινές. Το δόγμα αυτό καταπολεμήθηκε και στη Δύση και φυσικά δεν έγινε δεκτό στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Μία σημαντική προέκταση αυτού του θέματος είναι ότι αυτές οι πρόσκαιρες ποινές είναι από τον Θεό επιβαλλόμενες ή επιβάλλονται από την Εκκλησία γιατί το σωτήριο έργο του Θεού(η σταύρωση-το πάθος) δεν προσλαμβάνεται από τον πεπερασμένο άνθρωπο, και ότι ο θάνατος του Κυρίου μόνο τις προ του βαπτίσματος σβήνει ενοχές από τις αμαρτίες. Εδώ ακριβώς οι Δυτικοί στηρίζουν την υπερπερισσεύουσα αξιομισθία των αγίων[25], όπου δεν θα αναλυθεί στο παρόν. Οι δυτικοί υποστηρίζουν ότι για το καθαρτήριο πυρ αναφέρει η αγ. Γραφή και μίλησαν οι άγιοι Πατέρες και γι’ αυτό το υποστήριξαν (οι δυτικοί) στη σύνοδο της Φλωρεντίας και ακολούθως στην εν Τριδέντω σύνοδο. Επίσης υπάρχουν πολλές παρεμβληθείσες εκφράσεις όπως στη σύνοδο της Λυών, αλλά και του Πατριάρχου Ιωάννη Βέκκου που δεν θεωρούνται αυθεντικές. Αυτό όμως όπως θα δούμε και στον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό που πολεμάει αυτή την αίρεση δεν ισχύει, το επιχείρημα είναι ψευδές, γιατί όπου γίνεται λόγος στους αγίους Πατέρες αφορά το πυρ της μελλούσης κρίσεως, ή αλλιώς τους παρερμηνεύουν. Θα δούμε όμως ποια είναι τα επιχειρήματα των δυτικών σύμφωνα με τις πηγές στο επόμενο κεφάλαιο. Σε τρία υπομνήματα ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός απέκρουσε το καθαρτήριο πυρ. Είναι πολύ σημαντικό να δουν οι ενδιαφερόμενοι την σχετική αντιλατινική γραμματεία σχετικά με το καθαρτήριο πυρ, πχ. του Πέτρου Μογίλα, του Κριτόπουλο που είναι πολέμιος των αιρέσεων των δυτικών, του Δοσιθέου Ιεοροσολύμων κλπ. Εμείς θα αναφέρουμε μέρος της εγκυκλίου της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1722 προς τους Ορθοδόξους Αντιοχείς για το καθαρτήριο πυρ που έχει μεγάλη αξία και σπουδαιότητα.
Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας
Στην Σύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας 1438-1439), ( θα παρακολουθήσουμε από τα ελληνικά πρακτικά και τις πληροφορίες του Συρόπουλου τις συζητήσεις) που έγινε για να επιτευχθεί η ένωση των Εκκλησιών, το πρώτο από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν το δόγμα του καθαρτηρίου πυρός. Κύριος πρωταγωνιστής και εκφραστής της αληθείας υπήρξε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (και άλλοι φυσικά όπως ο Άγιος Γεννάδιος ο Σχολάριος).
Ο Άγιος Μάρκος ζήτησε να μάθει από που οι Λατίνοι παρέλαβαν αυτές τις παραδόσεις, από πότε τις πιστεύουν και ποια συγκεκριμένα είναι η άποψή τους γι’ αυτό το θέμα[26]. Στις 4 Ιουνίου άρχισε η εξέταση αυτού του θέματος. Την άποψη των Λατίνων εξέθεσε ο Καρδινάλιος Ιουλιανός λέγοντας «ὅτι ἐστι πῦρ καθαρτήριον ἤγουν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καθαρίζονται τῶν ἁμαρτωλῶν αἱ ψυχαί διά τοῦ πυρός, τῶν ἐχόντων ἁμαρτήματα συγγνωστά, συνεργούσης καί τῆς ἐκκλησίας διά δεήσεως τῶν ἱερέων, ἔτι δέ καί διά τῶν λειτουργιῶν καί ἐλεημοσυνῶν λυτροῦνται τῶν κολάσεων».
Υπάρχουν είπε «τρεις διαφορετικοί τόποι». Ο ένας των αγίων, των οποίων οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται στον ουρανό στην Αγία Τριάδα και βρίσκονται στην μακαριότητα, άλλος των αμαρτωλών όπου βρίσκονται στον Άδη και κολάζονται όπως ο Ιούδας, και ο τρίτος (μέσος) τόπος στον οποίο είναι οι ψυχές που είχαν συγγνωστά αμαρτήματα και τα εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν το τίμιο σώμα αλλά χρεωστούν κανόνα, αυτών οι ψυχές καθαρίζονται από το πυρ»[27].
Σύμφωνα δε με τα απομνημονεύματα του Συρόπουλου ο καρδινάλιος είπε ότι μετά την έλευση των αμαρτωλών από το πουργατόριο οι πρώην αμαρτωλοί «ἀπέρχονται εἰς τήν απόλαυσιν»[28].
Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν χωρία από την Αγ. Γραφή και από τους πατέρες. Από την Αγ. Γραφή είπαν το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «καί ἑκάστου τό ἔργον ὁποῖον ἐστι τό πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τό ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτός δέ σωθήσεται, οὕτως δέ ὡς διά πυρός»[29].Διάβασαν επίσης και διάφορα πατερικά χωρία όπως μας γράφουν τα πρακτικά[30]. Ξεχώριζαν δηλαδή αυτό το καθαρτήριο πυρ ως «ενεστώτι» από το αιώνιο πυρ που ακολουθεί μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και ότι καθαρίζονται οι ψυχές δι’ αυτού[31].
Αφού δόθηκαν εγγράφως οι απόψεις των Λατίνων στην επόμενη συνεδρίαση δόθηκε απάντηση από τον Βησσαρίων Νικαίας και κυρίως τα επιχειρήματα από τον Άγιο Μάρκο. Μάλιστα τα απομνημονεύματα του Συρόπουλου γράφουν «Ἡμεῖς δ’ ἐθαυμάζομεν πῶς ὁ Ἐφέσου εὐθύς ἐδίδου τάς λύσεις μετά παραστάσεων γραφικῶν, μή προειδώς ἅ προέθετο προτείνειν ὁ Ἰωάννης»[32] (ο Καρδινάλιος).
Ο Βησσαρίων μετά από εντολή του αυτοκράτορα απάντησε στους Λατίνους αναλύοντας το αποστολικό χωρίο του αποστόλου Παύλου που είχαν αναφέρει ως επιχείρημα λέγοντας ότι τα έργα τα οποία πρόκειται να κατακαούν είναι οι πράξεις και ο βίος των ανθρώπων που έζησαν στον κόσμο αυτό. Άρα μιλάει ο Απ. για τον «μέλλοντα αιώνα» και το ρήμα σωθήσεται δεν δηλώνει την σωτηρία, αλλά το «οὐκ ἀφανισθήσεται». Ο αμαρτωλός εξ’ αιτίας δηλαδή των πονηρών έργων το θα βασανίζεται αιωνίως[33].
Οι Ιταλοί ομολογούν και πυρ σε αυτόν τον αιώνα και αιώνιο. Το μεν πρόσκαιρο ανάλογα με τα αμαρτήματά του καθενός είτε θα είναι επί πολύ για να καθαρθεί η ψυχή είτε λιγότερο και βοηθά και η εκκλησία και ότι από αυτό θα περάσουν όλοι.[34]
Υποστήριζαν επίσης ότι το ρήμα σωτηρία σημαίνει βοήθεια λύτρωση από τα κακά και αναψυχή και ότι χρησιμοποιείτε για καλό, όπως ο λόγος του Αγ. Δαβίδ «σῶσον τόν δοῦλον σου ὁ Θεός μου τόν ἐλπίζοντα ἐπί σέ» όπως και άλλα χωρία αγιογραφικά. Από την μεριά όμως των Ορθοδόξων στις συζητήσεις δεν φανέρωναν όλη τη διδασκαλία γιατί περιμέναν και τους πρέσβεις από του ρηγάδες της Βενετία για την αποστολή βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη[35]. Οι ορθόδοξοι την 16 του μηνός Ιουλίου συναχθήκαν στο σπίτι του πατριάρχου για να συζητήσουν αν οι άγιοι έλαβαν πλήρως τα αγαθά ή όχι. Μετά από ανταλλαγή απόψεων κατέληξαν στο «ὄτι ἀπέλαβον καί οὐκ ἀπέλαβον. ἀπέλαβον μέν τελείως αἱ ψυχαί καθό ψυχαί, μέλλουσι δέ ἀπολαβεῖν καί τελεώτερον ἐν τῇ ἀναστάσει μετά τῶν σωμάτων τῶν ἰδίων, καί τότε λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος, ἤ καί ὡς τό φῶς ὅπερ ἔλαμψεν ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐν τῷ ὄρει Θαβωρίῳ»[36].
Η σύνοδος μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία για διαφόρους λόγους. Κατ’ αυτήν την περίοδο συζητήθηκε το filioque τα άζυμα, η αρχή του πάπα, η επίκληση των ρημάτων του Κυρίου κλπ. αλλά εμείς εξετάζουμε μόνο την συζήτηση για το καθαρτήριο πυρ. Κατέληξαν με μια πρόταση η οποία αποτελεί συμβιβασμό, ότι «αἱ ψυχαί τῶν δικαίων τέλειον ἀπέλαβον τόν στέφανον ἐν οὐρανοῖς, καθόσον εἰσί ψυχαί. καί τῶν ἁμαρττωλῶν, τήν τελείαν κόλασιν. αἱ δέ μέσαι ὑπάρχουσι μέν ἐν βασανιστηρίῳ, καί εἴτε πῦρ ἐστιν, εἴτε ζόφος καί θύελλα, εἴτε τι ἔτερον, οὐ διαφερόμεθα»[37].
Όμως σε αυτό όλο επανέρχονταν και παρέδωσαν ένα κείμενο για να το υπογράψουν οι Ορθόδοξοι και μετά να γίνει η ένωση. Στο κείμενο αυτό αναφέρονται και στο πυρ το οποίο πηγαίνουν οι μετανοήσαντες ως τρίτη κατηγορία περιλαμβανομένων των άλλων δύο, των αγίων και αυτή των αμαρτωλών. Εδώ ακριβώς βρίσκεται μία από τις μεγαλύτερες διαφορές μας με τους Λατίνους. Οι μεν άγιοι βλέπουν αμέσως την ουσία του Θεού, οι αμαρτωλοί θα κολασθούν ενώ όσοι θα περάσουν από το καθαρτήριο πυρ εξομολογημένοι θα αξιωθούν μετά και αυτοί της οράσεως της ουσίας του Θεού[38].
Ισχυρίζονται οι Φραγκολατίνοι ότι οι άγιοι βλέπουν την ουσία του Θεού, ενώ στην Ορθόδοξη Παράδοση υπάρχει διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού και ότι οι άνθρωποι μετέχουν στην άκτιστη ενέργεια του Θεού και όχι της ουσίας Του. Κατά τους Λατίνους το καθαρτήριο πυρ είναι μια κτιστή πραγματικότητα που σε οδηγεί στην μέθεξη της ουσίας του Θεού. Όμως στην Ορθόδοξη διδασκαλία ξέρουμε καλά ότι η κάθαρση είναι αποτέλεσμα της καθαρτικής ακτίστου ενεργείας του Θεού, ενώ ο φωτισμός και η θέωση είναι μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του. Γι’ αυτό στην σύνοδο της Φεράρας ζητούν οι δυτικοί να απολογηθούν οι Ορθόδοξοι για την Θεία ουσία και θεία ενέργεια. Βλέπουμε ότι η διδασκαλία του καθαρτηρίου πυρός σχετίζεται και με την αιρετική ταύτιση ουσίας και ενεργείας του Θεού, που αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ατοπήματα των Λατίνων. Οι Ορθόδοξοι δεν έδωσαν λόγο για αυτό το θέμα. Στον όρο της Συνόδου έγινε δεκτή και η άποψη της «κάθαρσης μετά θάνατον».
Τον όρο φυσικά δεν τον υπέγραψε ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός καθώς και όσοι συμφωνούσαν μαζί του. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν και δεν έγινε αποδεκτό και το καθαρτήριο πυρ.
Είναι χαρακτηριστική η εγκύκλιος της εν Κωνσταντινουπόλη Συνόδου του 1722 προς τους ορθοδόξους Αντιοχείς μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Ενώ οι Λατίνοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρεις τόποι όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αποθανόντων, «ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς, ἀκολουθοῦντες τήν ἀλήθειαν καί τάς τοιαύτας καινοτομίας ἀποστρεφόμενοι, δύο μέν τόπους διά τάς ψυχάς τῶν ἀποθαμένων, παράδεισον καί κόλασιν, διά τούς δικαίους καί ἁμαρτωλούς, καθώς ἡ θεία Γραφή μᾶς διδάσκει, ὁμολογοῦμεν καί ἀποδεχόμεθα. Τρίτον δέ τόπον καί πουργατόριον οὐδόλως στέργομεν, ἐπειδή καί οὕτε ἡ Γραφή οὕτε οἱ θεῖοι Πατέρες τοιοῦτον τι μᾶς ἐδίδαξαν. Πιστεύομεν ὅμως, ὅτι οἰ δύο αὐτοί τόποι ἔχουσι πολλάς καί διαφόρους μονάς… Καί οὐδείς τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας παρέδωκεν ἤ ἐδίδαξε τό τοιοῦτον πουργατόριον, ἀλλά ὅλοι ἔνα καί μόνον τόπον τιμωρητικόν λέγουσι, τόν ἅδην, καθώς καί ἔνα φωτεινόν καί λαμπρόν διδάσκουσι, τόν παράδεισον. Ἔχουσιν ὅμως καί οἱ δύο τόποι μονάς διαφόρους ὡς εἴπομεν. καί ἐπειδή αἱ μέν τῶν ἁγίων καί τῶν δικαίων ψυχαί πηγαίνουσιν ἀναμφιβόλως εἰς τόν παράδεισον, αἱ δέ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς τήν κόλασιν, ἀπό τούς ὁποίους ἁμαρτωλούς οἱ μέν ἀσεβεῖς καί ἀσύγγνωστα ἁμαρτήσαντες κολάζονται αἰωνίως, οἱ δέ συγγνωστά καί μέτρια πταίσαντες ἐλπίζουσι τυχεῖν ἐλευθερίας κατά τήν ἄφατον εὐσπλαχίαν τοῦ Θεοῦ, διά τοῦτο ὑπέρ τῶν τοιούτων, τῶν μέτρια δηλαδή καί συγγνωστά ἁμαρτησάντων, γίνονται παρά τῆς Ἐκκλησίας αἰ προσευχαί καί δεήσεις, λειτουργίαι τε καί μνημόσυνα καί ἐλεημοσύναι, διά νά λάβωσιν αἱ ψυχαί ἐκεῖναι ὠφέλειαν καί ἄνεσιν. Ὄθεν καί ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται διά τάς ψυχάς τῶν κεκοιμημένων, ἐλπίζομεν μέν νά γίνεται ἄφεσις παρά Θεοῦ εἰς τούς τοιούτους, ὅμως ὄχι διά πυρός καί πουργατορίου, ἀλλά διά τῆς θείας φιλανθρωπίας, καθ’ ὅν τρόπον οἷδεν ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης»[39] .
Διδασκαλία του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά του ‘’καθαρτηρίου πυρός’’
Ο Άγιος Μάρκος Ο Ευγενικός, εκφραστής της Ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας έγραψε δύο ομιλίες που σώζονται και που τις κατέθεσε σε συζητήσεις κατά την σύνοδο Φερράρας καθώς και κάποια κεφάλαια που αποτελούν περίληψη της διδασκαλίας του κατά του καθαρτηρίου πυρός. Η πρώτη ομιλία έχει τίτλο : «Τοῦ πανιερωτάτου Μητροπολίτου Ἐφέσου κυρ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ἀντίρρησις τῶν Λατινικῶν κεφαλαίων, ἅπερ αὐτοί προέτεινον, περί τοῦ περκατορίου πυρός»[40]. Η δεύτερη ομιλία με τίτλο: «τοῦ σοφωτάτου καί λογιωτάτου Ἐφέσου κυρ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἀπολογία πρός τούς Λατίνους Δευτέρα, ἐν ἧ ἐκτίθησι καί τῆς τῶν Γραικῶν Ἐκκλησίας τήν ἀληθῆ δόξαν»[41]. Και τα κεφάλαια έχουν τίτλο : «Συλλογισμοί δέκα δεικνῦντες ὅτι οὐκ ἔστιν πῦρ καθαρτήριον»[42].Εμείς επειδή το υλικό είναι πολύ μεγάλο και πλούσιο θα παρουσιάσουμε τις γενικές θέσεις του για το καθαρτήριο πυρ.
Ο Άγιος Μάρκος δεν δέχεται την ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός, και παραθέτει ως επιχείρημα την ευαγγελική περικοπή του Πλουσίου και του Λαζάρου. Μετά τον θάνατο ο Λάζαρος, πηγαίνει από τους αγγέλους στον κόλπο του Αβραάμ ενώ ο πλούσιος στον Άδη. Στην μεν πρώτη περίπτωση φανερώνεται «ἀκροτάτη κατάστασιν ἐν τῇ εὐδαίμονι λήξει τῶν τῷ Θεῷ φίλων» ενώ με τον άδη την «αἰωνίαν δίκην και κατάκρισιν τῶν ἁμαρτωλῶν». Άρα γράφει ο Άγιος Μάρκος ότι δεν υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο τόπων μέση κατάσταση που βασανίζονται πρόσκαιρα[43].
Η ψυχή του ανθρώπου μόλις απαλλαγεί από το σώμα και θα είναι άϋλη «οὐκ ἔστιν εἰκός ὑπό σωματικοῦ πυρός κολάζεσθαι» αφού το σώμα της διεφθάρη. Μετά λοιπόν την ανάσταση μόλις θα λάβει πάλι το σώμα τότε, θα γευθεί της αιωνίου κολάσεως και όχι μόνο αυτός αλλά και οι δαίμονες που έχουν κάποια ύλη και παχύτητα κατά τον Μέγα Βασίλειο.[44] Γιατί οι πατέρες που σχολίασαν την παραβολή αυτή δεν μίλησαν για το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ;[45] Στη συνέχεια ο Άγιος παραθέτει την αιρετική διδασκαλία του Ωριγένη για την αποκατάσταση των πάντων και η οποία αναθεματίσθηκε από την πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο, γιατί «κάνει τους ράθυμους ραθυμοτέρους, οι οποίοι περιμένουν την λύτρωση κατά την αποκατάσταση». «Διά τά αὐτά τοίνυν καί τό προκείμενον δόγμα τοῦ καθαρσίου πυρός ἀποβλητέον ἄν εἴη τῆς ἐκκλησίας, ὡς ῥᾳθυμίαν ἐμποιοῦν τοῖς σπουδαίοις καί πεῖθον αὐτούς μή πᾶσι τρόποις ἀγωνίζεσθαι κατά τόν παρόντα βίον ἑαυτούς ἐκκαθαίρειν, ὡς προσδοκωμένης ἑτέρας καθάρσεως»[46]. Ούτε τον ίδιο τόπο και την μακαρία εκείνη κατάσταση λαμβάνουν ολοκληρωτικά οι δίκαιοι, ούτε οι αμαρτωλοί στην αιώνια κόλαση οδηγούνται στην οποία θα βασανισθούν αιωνίως, αλλά αυτά μετά την ανάσταση αναγκαία θα γίνουν. Ο καθένας βρίσκεται στον προσήκοντα τόπο, οι μεν στον ουρανό άνετοι και ελεύθεροι, με τους αγγέλους και τον Θεό, όπως ο ληστής, οι άγιοι οι οποίοι επακούουν τις δεήσεις των ανθρώπων και πρεσβεύουν στο Θεό, γι’ αυτό και τα λείψανα θαυματουργούν, και είναι ανώτερη η ζωή από την παρούσα, ενώ οι αμαρτωλοί στον Άδη, δεμένοι και σκοτεινοί, με απαραμύθητη λύπη, και στεναχώρια, προβλέποντας τα βάσανα που τους αναμένουν»[47].Βλέπουμε και τον Άγιο Μάρκο να πιστεύει στην μέση κατάσταση των πιστών, ότι προγεύονται τα αγαθά του Θεού και ότι είναι πιο κοντά από την πρόσκαιρη ζωή γι’ αυτό και παραθέτει διάφορα χωρία μεταξύ των οποίων, του Ματθαίου «Δεύτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν». Άλλωστε ποια είναι η ανάγκη της ανάστασης των σωμάτων και η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία;[48] Και ο απόστολος Παύλος γράφει : «Πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος, πρός ὅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε κακόν»[49]. «Βλέπεις ὅτι πρό τοῦ βήματος ἐκεῖνου καί πρό τοῦ φανερωθῆναι πάντας ἡμᾶς ὁμοῦ συνηγμένους καί χωρίς σώματος οὐδείς ἀπολαμβάνει πρός ὅ διά τοῦ σώματος ἔπραξεν;»[50] Το ίδιο λέει και ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας[51]. Συμπερασματικά ο Άγιος γράφει ότι ούτε οι άγιοι απολαμβάνουν τέλεια τα αγαθά και την μακαριότητα, ούτε οι αμαρτωλοί την κόλαση γιατί είναι ελλιπείς χωρίς το σώμα ενώ μετά θα λάβουν τους επαίνους των άθλων τους[52].
Ο Κύριος στο ευαγγέλιο αυτός που αποκαλεί τον αδελφό του μωρόν τον παραπέμπει στη γέενα όχι στο ‘’καθαρτήριο πυρ’’. Κατακρίνει ο Θεός τον αργό λόγο και δεν μιλάει για καθαρτήριο πυρ γράφει ο Άγιος[53]. Επικαλούμενος το χωρίο των μακαρισμών, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» γράφει ότι το να δεις τον Θεό είναι έπαθλο και αυτό διαφέρει σε αναλογία στον κάθε άνθρωπο. Άρα δεν είναι ανάγκη να υπάρχει το καθαρτήριο πυρ[54]. Δεν εναρμονίζεται αυτή η καινοφανής διδασκαλία των Λατίνων με την Αγ. Γραφή.
Στην πρώτη ομιλία του συμπεραίνει ότι το λίγο αγαθό απλώς θα μειώνει το πάρα πολύ κακό του. Το αντίθετο γίνεται όταν ο άνθρωπος είναι αγαθός δηλαδή δεν μετράει πολύ το ελάχιστο κακό. Υπάρχει γράφει διαφορά της Θεοπτίας. Ο Άγιος Γρηγόριο ο Θεολόγος λέει ρητά ότι δεν υπάρχει κάθαρση μετά από αυτή τη ζωή, γιατί τότε μόνο κολαζόμαστε. Αυτό δείχνει και η παραβολή του Λαζάρου. Όλοι οι πατέρες που ήταν ισάγγελοι δεν ομιλούν για καθαρτήριο πυρ. Το δόγμα του καθαρτηρίου πρέπει να αποβληθεί όπως έγινε και με αυτό της αποκαταστάσεως, Τα ίδια επιχειρήματα φέρνει ο άγιος στους συλλογισμούς του[55].
Το κυριότερο χωρίο είναι στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή γ’, 10-15, που απόστολος Παύλος γράφει : «ἔκαστος δέ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ. θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπί τόν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τό ἔργον φανερόν γενήσεται. και ἑκάστου τό ἔργον μενεῖ ὅ ἐπῳκοδόμησε, μισθόν λήψεται. εἴ τινος τό ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτός δέ σωθήσεται, οὕτως δέ ὡς διά πυρός». Ο Άγ. Μάρκος λέει ότι το χωρίο αυτό αναιρεί το καθαρτήριο πυρ. Γιατί πρώτον είναι δοκιμαστικόν και όχι καθαρτήριον. Δεύτερον ότι όλα τα έργα περνάν από αυτό και τα καλά άρα δεν είναι ανάγκη να καθαρισθούν. Τρίτον οι Λατίνοι λένε ότι θα κερδίσουν από αυτό αλλά το χωρίο λέει ότι θα ζημιωθούν από τα έργα των πονηρών. Τέταρτον ότι το πυρ αφορά την στιγμή μετά την κρίση γι’ αυτό λέει το ευαγγέλιο «ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον»(Ματθ. κε, 46.)
Το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «εἴ τινος τό ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται. αὐτός δέ σωθήσεται, οὕτως δέ ὡς διά πυρός». Ο Άγ. Μάρκος λέει ότι το πυρ θα κατακαύσει το έργο και την πονηρά ενέργεια, το «ζημιωθήσεται» αφορά τα πονηρά φορτία των αμαρτωλών, και το «σωθήσεται» στην φύλαξή τους. Αυτή την ερμηνεία γράφει ο Άγ. Μάρκος την δίνει ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Θα μείνει κολασμένος δηλαδή, «σωθήσεται γάρ ὁ ἁμαρτωλός ὡς διά πυρός» στην φωτιά[56].
Επειδή οι δυτικοί αποκόπηκαν από την νηπτική Θεολογία, βλέποντας την ύπαρξη του πυρός της θείας ενεργείας το εξέλαβαν ως υλικό. Το να ταυτίζουν ουσία και ενέργειες του Θεού, και να την εκλαμβάνουν ως κτιστή την ενέργεια, τους οδήγησε σε υιοθέτηση του καθαρτηρίου πυρός, και παρέκκλιση από την σωτηρία του ανθρώπου. Επίσης βλέπουν το θάνατο ως ποινή του Θεού και όχι ως συνέπεια της αμαρτίας(σχολαστική θεολογία).
Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν για την μέση κατάσταση, εμβαθύναμε στην Ορθόδοξη Εσχατολογία μέσα από την ερμηνεία των Πατέρων, στην σχέση στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους, στην αξία των μνημοσύνων, στην πρεσβεία των Αγίων, και στους λόγους τους Αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πυρ.
[1] Κορ. 5, 10. Πρβλ. Ματθ. 16, 27. 25,37.
[2] Χρυσ. εις την Α’ προς Κορ. Ομιλ. 39 παρ 3, PG 61, σσ.335-336.
[3] Του ιδίου, εις την προς Εβρ. Ομιλ. 28 παρ. 1, PG 63 σ. 192
[4] Κυρίλ. Αλεξ. Εις το Λουκ. ιστ’ PG. 72, σσ. 821-824
[5] Κλήμ. Ρώμ. Α’ προς Κορ.κεφ.5 στιχοι 10-12, Β.Ε.Π.Ε.Σ. 1.
[6] Το ίδιο, στίχοι 16-18, Β.Ε.Π.Ε.Σ. 1.
[7] Μαρτύρ. Πολυκάρπ. Β.Ε.Π.Ε.Σ. 3 26.
[8] Ι. Καρμίρη, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμος 2 σσ. 700-701.
[9]«πᾶσα ψυχή καλή τε καί θεοφιλής, λυθεῖσα τοῦ σώματος εὐθύς ἐν συναισθήσει καί θεωρίᾳ τοῦ μένοντος αὐτήν καλοῦ γενομένη θαυμασίαν τινά ἠδονήν ἥδεται καί ἀγάλλεται καί ἵλεως χωρεῖ πρός τόν ἑαυτῆς δεσπότην, ὥσπερ τι δεσμωτήριον χαλεπόν τόν ἐνταῦθα βίον ἀποφυγοῦσα». Λόγος 7 εἰς Καισάριον ἐπιτάφιος παρ. 21, PG 35, σελ. 781.
[10] Εἰς τό Ἰωάν. ιθ’ 30 PG 74, σ. 669.
[11] «ἄν τε ἐνταῦθα, ἄν τε ἐκεῖ μετά τοῦ βασιλέως εἰσί, κακεῖ μᾶλλον ἐγγύτερον». Εἰρ. Ἔλεγχος V 31, 2, PG 7, 1209.
[12] Γεν. κ’ 7, 17.
[13] Α’ Βας. ζ΄8, 9.
[14] Α’ Θεσσα. ε’25.
[15] Εφες. στ’19. Β’ Κορ. α’ 11.
[16] Πολλά περιστατικά διασώζει ο Κριτόπουλος για το πως λαμβάνουν γνώση οι Άγιοι. Βρίσκονται στο Βιβλίο του καθ. Ιωάννη Καρμίρη.
[17] Εἐσεβ. Ἐκκλης. Ἱστ. ΙV, 5, 3 και εξής, Μ. 20, 553.
[18]Ἀμβροσίου, De viduis C 9. Παραγρ. 55 PL. 16, 264.
[19] Μ. Βασ. ἐπιστ. 360, PG 32, 1100.
[20] Του ιδίου, Ὁμιλία εἰς τούς Τεσσαράκοντα μάρτυρας παρ. 8, PG 32, 521, 524.
[21] Γρηγ. Νύσσης εἰς τόν μάρτυρα Θεόδωρον PG. 46, 745-748.
[22] Χρυσοστ. Εἰς τήν Γένες. ὁμιλ. 44 παρ. 2 PG 54, 408. Του αυτού Ἐγκωμ. Εἰς τόν μάρτυρα Ἰουλιανόν παρ. 1 PG 50. 667. Του αυτού ἐγκωμιαστική εἰς Ἰουβεντῖνον καί Μαξιμῖνον παρ. 3 PG 50, 576.
[23] Κυρίλ. Ἱερος. Κατηχ. Μυσταγ. 5 παρ παρ. 9, 10, PG 33 , 1116-1117.
[24] Εἰς τήν πρός Φιλιπ. ὁμιλ. 3 παρ. 4, PG 62, 204, Εἰς τάς Πράξεις ὁμιλ. 21, παρ. 4 PG. 60, 169.
[25] Καθ.. Χρ. Ανδρούτσος, Δοκίμιον Συμβολικής εξ’ απόψεως Ορθοδόξου, Αθήνα 1901 σελ. 182 και εξής.
[26] Sylvestre Syropoulos: Les «Memoires» du Grand Ecclesiarque de L’ Eglise de Constantinople, sur le concile de Florence, Editions du Centre National de la Recherche Scientifique, Paris VIIe 1971, σελ. 272.
[27] I. D. Mansi: Sacrorum Consiliorum Nova Et Amplissima Collectio, Vol. 31A, Akademische Druck- U. Verlagnastalt, Graz Austria, 1961, σ. 486.
[28] S. Syropoylos: Les «Memoires»… όπου παρ. σελ. 280.
[29] Α’ Κορ. γ’13-15.
[30] I. D. Mansi: Sacrorum Concilioorum… όπου παρ. σ. 486.
[31]Το ίδιο όπου παρ. σ.486.
[32] S. Syropoylos: Les «Memoires»… όπου παρ. σσ. 286-288 .
[33] I. D. Mansi: Sacrorum Concilioοrum… όπου παρ. σσ. 486-487.
[34] Το ίδιο σ. 487.
[35] Το ίδιο σ. 490.
[36] Το ίδιο σ. 491.
[37] Το ίδιο σ. 1004.
[38] [38] Το ίδιο σσ. 1005-1008.
[39] Πρωτ. Ἰω. Ρωμανίδου: Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 574-576.
[40] Patrologia Orientalis, (PO), Paris 1903, τόμ. 15, σσ. 39-60.
[41] Το ίδιο, σσ. 108-151.
[42] Το ίδιο, τόμος 17, σσ. 284-287.
[43] Όπου παραπ. Τομ. 15, ομιλία 1 σελ. 58.
[44] Το ίδιο σσ. 58-60.
[45] Το ίδιο σσ. 59-60.
[46] Το ίδιο, σελ. 60.
[47] Όπου παραπ. Ομιλία ΙΙ, σσ.109-110.
[48] Το ίδιο σελ. 112.
[49] Β΄ Κορ. ε’, 10.
[50] Όπου παρ. Ομιλία ΙΙ σελ. 113.
[51] Το ίδιο σελ. 111.
[52] Το ίδιο σελ. 114.
[53] Το ίδιο σελ. 150
[54] Το ίδιο σσ. 144-145.
[55] Όπου παρ, τόμος 17 σελ. 284-287.
[56] Όπου παρ. τόμ. 15 ομιλία Ι σσ.45-47.