Γράφει ο π. Μακάριος Παλαιολόγου (Ιερομόναχος)
ΥΠ. Μεταπτ. Δίπλ. Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α – Ειδίκευση Δογματικής
Χριστολογική Ετεροδιδασκαλία του ΙΣΤ’ Αιώνος και το δόγμα της εις Άδου κάθοδος του Κυρίου.
Μία από των μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως αναφανεισών ετεροδιδασκαλιών στους κόλπους της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ελάχιστα όμως γνωστή, υπήρξε η του μοναχού Ματθαίου, που αναφερόταν στο περί της εις Άδου καθόδου του Κυρίου δόγμα της Εκκλησίας. Η μόνη περί αυτής μαρτυρία περισωθείσα μέχρις τις ημέρες μας, υπάρχει στην επιστολή του καταπολεμήσαντος αυτήν γνωστού εκκλησιαστικού συγγραφέως της ΙΣΤ’ εκατονταετηρίδος Παχωμίου Ρουσάνου, που έχει τίτλο «Παχώμιος μοναχός τῇ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ». Η παρούσα λοιπόν μελέτη αποσκοπεί στην διαφώτιση των σχετικών με την εν λόγω ετεροδιδασκαλία, και στην σύντομη ιστορικοδογματική επισκόπηση του όλου δόγματος της εις Άδου καθόδου στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία και τις δοξασίες των Ρωμαιοκαθολικών και των διαφόρων Προτεσταντικών ομάδων(Λουθηρανών και Καλβινιστών).
Για τον μοναχό Παχώμιο Ρουσάνο έχουν γραφεί αρκετά[1] ώστε περιοριζόμαστε να παρατηρήσουμε εδώ αυτό μόνο. Ο Ρουσάνος (1508- 1553) καταγόταν από την Ζάκυνθο, νωρίς ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο, παρέμεινε μέχρι τέλους του βίου του απλός μοναχός. Μόνασε κυρίως στην μονή του αγ. Γεωργίου των Κρημνών στην Ζάκυνθο και στο άγιο Όρος, γύρισε όμως ολόκληρη την δούλη Ελλάδα ως ιεροκήρυκας, πνευματικός και διδάσκαλος των Ελληνικών γραμμάτων. Η σημασία όμως του Ρουσάνου έγκειται κυρίως στην συγγραφική του δράση. Κάτοχος μεγάλης για την εποχή του, μορφώσεως και υπό ενθέου ζήλου εμφορούμενος επιδόθηκε σε συγγραφικές εργασίες, αφήνωντας μεγάλο σχετικά αριθμό συγγραφών δογματικοπολεμικών, αγιολογικών και λειτουργικών, ασκητικών πρακτικοηθικών, φιλολογικών και επιστολών από τις οποίες κατέλαβε ιδιαίτερη θέση μεταξύ των κατά το πρώτο ήμισυ της ΙΣΤ’ εκατονταετηρίδος Ελλήνων λογίων, εποχή εσχάτη πνευματικής παρακμής για το υπόδουλο Γένος. Κυρίως όμως διακρίθηκε ο Ρουσάνος ως δογματικοπολεμικός συγγραφέας, γράφοντας ικανό αριθμό δογματικών συγγραφών, με τα οποία επιχείρησε να εκθέσει θετικά ολόκληρη την δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας για να καταπολεμήσει τις αιρέσεις και προπαγάνδες. Έτσι καταπολεμεί τους Λατίνους, τον Λούθηρο, τους Σαρακηνούς, Ιακωβίτες, Παυλικιανούς, Βογομίλους, Μονοφυσίτες, Μονοθελήτες, Αρμενίους, Ιουδαίους κ.α. και εκτός από αυτές διεξάγει εντονώτερο αγώνα κατά των συγχρόνων αιρετικών Ιωαννικίου Καρτάνου[2] και του μοναχού Ματθαίου, του οποίου κατωτέρω δημοσιεύεται επιστολή, επιτυγχάνοντας την διάλυση και των δύο μικρών μεν αυτών, αλλ’ ευρέως διαδοθεισών μεταξύ του αμαθούς και δεισιδαίμονος λαού αιρέσεων ήδη από την γέννησή τους.
Για την ετεροδιδασκαλία του μοναχού Ματθαίου στερούμεθα από αλλού ιστορικής μαρτυρίας. Ο ελληνικός όμως κώδικας της Βιβλιοθήκης του Βερολίνου Philip 1617 ο οποίος γράφτηκε κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα, μεταξύ των άλλων έργων του Ρουσάνου περιέσωσε σε εμάς και την επιστολή του Παχωμίου προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία κατήγγειλε και πολέμησε αυτός την δογματική κακοδοξία του Ματθαίου. Εμείς θα ασχοληθούμε με το δεύτερο μέρος της επιστολής, το και μεγαλύτερο, το οποίο αναφέρεται στην αιρετική διδασκαλία του Ματθαίου και στην αναίρεση της.
Ο μοναχός Ματθαίος καταγόταν από την κωμόπολη Μελενίκου, και μόναζε στο άγιο Όρος. Χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος, αυτός όμως «ἱερέα και πνευματικόν καί διδάσκαλον καί μουσικόν ἑαυτόν ποιῶν» γύριζε «ὥσπερ τις πλανήτης» τις εντός και εκτός αγίου Όρους μονές και την πόλη και διέδιδε μεταξύ των μοναχών και του λαού την κακοδοξία, «ὅτι ὁ Χριστός μετά σώματος ζῶν κατῆλθεν ἐν τῷ Ἅδῃ, ἀνάξων τόν Ἀδάμ καί τούς ἐξ’ αὐτοῦ» επιπλέον και πολλές άλλας «θεολογίας, μᾶλλον δέ τερατολογίας». Απ’ όσα γράφει ο Ρουσάνος προκύπτει, ότι πλανεμένη αυτή διδασκαλία του Ματθαίου βρήκε μεγάλη εξάπλωση μεταξύ του απλού και ιδίως του Βουλγαρικού. Ο Ρουσάνος έχωντας την συνήθεια να γίνεται δυνατός πολέμιος κάθε πλανεμένης διδασκαλίας και κάθε απόπειρας νοθείας της Ορθοδόξου πίστεως ή καινοτομίας στην εκκλησιαστική πράξη, επιχείρησε κατ’ αρχάς να πείσει τον Ματθαίο ειρηνικά, αλλά μη επιτυγχάνοντάς το σπεύδει να τον καταγγείλει προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την δε δογματική αυτή επιστολή την κοινοποίησε, σαν καθολική επιστολή, σε όλους εκείνους, μεταξύ των οποίων είχε διδάξει ο Ματθαίος και στους πιθανώς οπαδούς του όπως του Ιωαννικίου Καρτάνου. Με την γρήγορη και αποτελεσματική αυτή ενέργεια ο Ρουσάνος την αίρεση κατόρθωσε να την διαλύσει αφ’ ότου γεννήθηκε και τον αιρεσιάρχη μοναχό Ματθαίο εξανάγκασε να αποκηρύξει την πλάνη του[3]. Σε αυτήν την επιστολή αναφέρεται και ο ‘’ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών’’ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος[4]. Εκτός από την επιστολή του Παχωμίου, θα αναλύσουμε το περιεχόμενό της αλλά και όλη την δογματική ανάπτυξη του θέματος από ιστορικοδογματικής κυρίως απόψεως.
Η Επιστολή του Παχωμίου Ρουσάνου
Το κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
Ἀλλά καί τοῦτο ὑμᾶς εἰδέναι χρή, ὅτι ἔστι τις μοναχός ἐκ τῆς κωμοπόλεως Μελενίκου Ματθαῖος αὐτῷ ὄνομα, ὅς, διά τήν οἰκείαν δυστροπίαν καί ὑπερηφανίαν, μῆνας δύο ἔξεισι κυκλεύων ἤ καί τρεῖς ποιῶν ἐν ἑκάστῳ μοναστηρίῳ, οὕτως ἔξεισι κυκλεύων τάς τε εντός τοῦ ἁγίου Ὄρους, τάς τε ἐκτός τούτου μονάς, περιοδικῶς ὥπσερ τις πλανήτης ποιῶν ἐν ἑκάστῃ, ὡς εἴρηται, βραχύν τινα καιρόν. Οὗτος ἀναξίως ποτέ καί ματαίως, ὁ τῷ ὄντι μάταιος, ἀναχθείς εἰς τό τῶν λειτουργῶν, εἴτουν διακόνων, ἀξίωμα,… Διό καί πρός ταῖς λοιπαῖς αὐτοῦ θεολογίαις, μᾶλλον δέ τερατολογίαις καί μυθολογίαις, καί τοῦτό φησιν. Ὅτι ὁ Χριστός μετά σώματος ζῶν κατῆλθεν ἐν τῷ Ἅδῃ, ἀνάξων τόν Ἀδάμ καί τούς ἐξ’ αὐτοῦ. Τοῦτο οὖν ἐγώ ἀκηκοώς ἅπαξ παρ’ αὐτοῦ καί ἕτέρα τοιαῦτα ἐπέσκηψα τούτῳ τό σύνολον μή τινι τοῦτο διδάσκειν τό βλάσφημον. Ὁ γάρ Χριστός τῇ ψυχή μόνῃ κατῆλθεν ἐν τῷ Ἅδῃ, ὡς ἐκ τῶν ἱερῶν λογίων μανθάνομεν. ἀλλ’ἔδοξα κατά πετρῶν καί ὑδάτων σπείρων ἤ σίδηρον πλεῖν διδάσκων. … Διό καί αὖθις, πρός τῇ προτέρᾳ παραινέσει, καί τοῖσδ’ ἐχρησάμην πρός αὐτόν.
Ὅτι, εἰ μέν μετά σώματος πρό τῆς ἐγέρσεως κατῆλθεν ὁ Χριστός ἐν τῷ Ἅδῃ, οὐκ ἀπέθανεν ἄρα, οὔτε τριήμερος κατά τάς Γραφάς ἀνέστη. Εἰ δέ μετά τήν ἀνάστασιν , ἤ ὅτι δεύτερον κατῆλθε, πρῶτον μέν τῇ ψυχῇ μόνῃ, εἴτα μετά σώματος, ὅπερ καί περιττόν ἐστι, καί ψεύδεται ὁ εὐαγγελιστής λέγων «ἀναστάς ὁ Ἰησοῦς πρωΐ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ»[5] εἶτα τοῖς λοιποῖς μαθηταῖς, ἤ ὅτι οὐ κατῆλθε πρό τῆς ἐγέρσεως, ἀλλ’ ἅπαξ μετά τήν ἀνάστασιν. Εἶτα εἰ μετά σώματος κατῆλθεν ἡ ψυχή, δῆλον ὅτι καί σώματα μετά τῶν ἰδίων ψυχῶν ὑπῆρχον ἐν τῷ Ἅδῃ. δεῖ γάρ ψυχή ψυχαῖς εὐαγγελίζεσθαι καί κηρύττειν καί σῶμα σώμασιν ἀναλόγως. Ἀλλ’ εἰ μέν ἡνωμένος, οἴκοθεν ὁ μάρτυς. Και γάρ τά σώματα μετά θάνατον ὁρῶμεν τῇ γῇ παραδιδόμενα . Εἰ δέ διηρημένως, ὡσαύτως ἀπίθανον. Εἰ δέ ἀληθές, τάχα γέγονεν ἡ παρ’ ἡμῶν τῶν εὐσεβῶν προσδοκωμένη ἀνάστασις.
Ἵνα δέ πληροφορήσω αὐτόν καί τινας χρήσεις παρῆγον τάς μᾶλλον αὐτῷ γνωριμωτέρας. Ἐξ’ ὧν φησιν ἐν μέλεσιν ὁ Δαμασκηνός Ἰωάννης : «ἡ τεθεωμένη σου Σῶτερ ψυχή Ἅδου θησαυρούς προνομεύσασα τάς ἀπ’ αἰώνος συνανέστησε ψυχάς». Το ζωηφόρον σῶμα δέ πᾶσιν ἀφθαρσίαν ἐπήγασεν». Ἤγουν ἀπαρχή τῆς ἀφθαρίας ἐγένετο. Καί ἐν ἑτέρῳ «Ψυχήν καί σῶμα γάρ ἀναλαβῶν τῷ πάθει ἀπ’ ἀλλήλων διέτεμε τῆς ἀχράντου μέν ψυχής ἐν Ἅδῃ κατελθούσης, ὅν καί ἐσκύλευσε. Τάφῳ δέ διαφθοράν οὐκ οἶδε τό ἅγιον σῶμα». Καί αὖθις. «Καί ἔδειξας φῶς ἐν σκότει πάλαι μοι κατῳκισμένῳ καί φθορᾷ. Διά σταυροῦ γάρ εἰς Ἅδην καταβεβηκώς με συνανέστησας». Διά σταυροῦ δέ εἶπεν, οὐ διά τῆς ἀναστάσεως. ἐπεί οὐκ ἐνεδέχετο ἄλλως κατελθεῖν, ὡς καί ἐν εὐχῇ τῆς θείας ἱερουργίας φέρεται καί πάλιν. «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός». Ὅ δέ λέγει, τοιοῦτον ἐστίν, ὅτι ὁ Χριστός, ἅτε ἀπερίγραπτος ὤν, ὡς Θεός πανταχοῦ παρῆν, καί ἐν τάφῳ μετά τοῦ ἰδίου σώματος καί ἐν τῷ Ἅδῃ μετά τῆς ψυχῆς, πρό τῆς ἐγέρσεως δηλονότι. Καθά δή καί ὁ τῆς Νύσσης Γρηγόριος, ἐν τῷ εἰς τό ἅγιον Πάσχα λόγῳ μετά πολλά τοιᾶτα φησί «δι’ ἀμφοτέρων τῆς θεότητος τό ἀγαθόν ἐνεργούσης διά δέ τῆς ψυχῆς τῆς πρός τήν ἰδίαν ἑστίαν ἐπειγομένης, τήν πρός τόν παράδεισον τῶν ἀνθρώπων ἐπάνοδον»[6]. Καί ὁ Κύπρου Ἐπιφάνιος ἐν τῷ εἰς τό μέγα Σάββατον σαφῶς παρίστησι λέγων «διό ἀνθρώπους μέν ἐν σαρκί ὄντας διά σαρκός ἐμψύχου ὁ Θεός λόγος ἐπεσκέψατο, ψυχαῖς δέ, σωμάτων ἀπηλλαγμέναις διά τῆς ἐνθέου καί ἀχράντου αὐτοῦ ψυχῆς ἐν Ἅδῃ ἐπέφανε, σώματος, ἀλλ’ οὐ θεότητος ἀπηλλαγμένης»[7]. Ταῦτα, ἔφην, οὐχ ἁπλῶς, οὐδ’ ἀφ’ ἑαυτῶν οἱ μακάριοι οὗτοι διδάσκαλοι φάσκουσι. Φησί γάρ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος περί Χριστοῦ, «ὅτι ἡ ψυχή αὐτοῦ οὐκ ἐγκαταλείφθη εἰς Ἅδου», ὡς τῶν ὑπευθύνων τούτῳ δηλονότι, «οὐδέ ἡ σάρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν», οἵαν ἡμεῖς δηλαδή ἐν τῷ μνήματι ὑπομένομεν. Εἰ δέ οὖτοι καί οἱ κατ’ αὐτούς θεηγόροι οὐ τολμῶσί τι παρ’ ἑαυτῶν φθέγξασθαι, ἀλλ’ ἅπαντα ἐκ τῆς ἱερᾶς Γραφῆς καί τῶν πρό αὐτῶν ἱεροτελεστῶν, καθά καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης φησί «καθόλου τοιγαροῦν οὐ τολμητέον εἰπεῖ οὔτε μήν νοῆσαί τι περί τῆς ὑπερουσίου καί κρυφίας θεότητος παρά τά θειωδῶς ἡμῖν ἐκ τῶν ἱερῶν λογίων ἐκπεφρασμένα», πῶς αὐτός ἤ ἐκ τίνος μεμαθηκώς τοιαῦτα φθέγγῃ;
Ὁ δέ κατά τήν παροιμίαν ἥλῳ ἧλον ἐκκρούων, παρά τε τοῦ μακαρίτου κυροῦ Μανουήλ καί κυροῦ Ἀντωνίου τοῖν φιλοσόφοιν καί ρητόροιν ταῦτ’ ἔφη ἀκηκοέναι, παρ’ ὧν οὐδέ λόγου ἁπλῶς ποτε ἠξίωται, ἐμέ δέ ληρεῖν καί βλασφημεῖν ἄντικρυς καί μή εἰδότα οἷα θέμις λαλεῖν ἀπεφήνατο. Ὅθεν καί μᾶλλον ἠπείχθην ἀποστεῖλαι τό ἐμοί πονηθέν σύνταγμα καί τήν αὐτοῦ ἐγγράφως βλασφημίαν. Ἵνα γνῶτ’ ἀκριβῶς ἀμφοτέρων τήν δόξαν ὅπως ἔχῃ καλῶς ἤ κακῶς. Ἐγώ τάχα οὐδέν ὅλως περί αὐτοῦ ἀνέφερον ἄν. Ἀλλ’ ἐπεί ἐν μιᾷ μονῇ ἄμφω, τό γε νῦν ἔχον, διατρίβομέν τε καί διαιτώμεθα, τούτου χάριν ἀνέμνησα ὑμῖν. Αὐτοί δέ τά Θεῷ καί ὑμῖν δοκοῦντα ἐκπληρώσατε. Ὅς καί ἅπαντα κατά τήν αὐτοῦ ὑπέρσοφον πρόνοιαν θείη καλῶς. τῇ εὐχῇ καί συνεργίᾳ τῆς ὑμῶν ἁγιότητος».
Εξετάζοντας τώρα το δογματικό περιεχόμενο της επιστολής παρατηρούμε, ότι ο Ρουσάνος για να αναιρέσει την κακοδοξία του μοναχού Ματθαίου αναπτύσσει τα εξής επιχειρήματα. Απορρίπτοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός κατήλθε ως Θεός στον Άδη μόνο με την ψυχή του, του σώματος εναπομείναντος στον τάφο αδιάφθορο, βρίσκει τρείς εκδοχές δυνατές: Ή ότι πριν την έγερση κατήλθε μετά της ψυχής και του σώματος, ή ότι μετά την ανάσταση κατήλθε δεύτερη φορά μαζί με την ψυχή και το σώμα, προηγηθείσης μαζί με αυτήν η πρώτη κάθοδος με μόνο την ψυχή του πριν την ανάσταση ή τέλος ότι μία μόνο φορά κατήλθε μετά την ανάσταση με την ψυχή και το σώμα.
Κατά την πρώτη εκδοχή την απορρίπτει γιατί αντιτίθεται αυτό στον πραγματικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, συνεπώς και την στηριζομένη στον θάνατο απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Επίσης και την δεύτερη εκδοχή κρίνει απορριπτέα διότι προηγηθείσης της πρώτης καθόδου με την ψυχή μόνο, πριν την ανάσταση, είναι όλη περιττή και η δεύτερη με το σώμα κάθοδος μετά την ανάσταση και από την άλλη διότι αυτή η υπόθεση δεν στηρίζεται στις πηγές, αντιθέτως μάλιστα παρουσιάζει ψευδόμενο τον ευαγγελιστή Μάρκο, ο οποίος μαρτυρεί το αντίθετο. Τέλος και η τρίτη υπόθεση την απορρίπτει για τους ίδιους με τους παραπάνω λόγους απορριπτέα.
Περαιτέρω καταπολεμεί την πλανεμένη διδασκαλία του μοναχού Ματθαίου, υποστηρίζοντας ότι αν αποδεχθούμε κήρυγμα του Κυρίου μετά της ψυχής και του σώματος στον Άδη, πρέπει αναγκαστικά να συναποδεχθούμε στον Άδη συνυπήρχαν μαζί με τις συγκεκριμένες ψυχές και τα σώματα των κεκοιμημένων. Το συμπέρασμα όμως αυτό είναι τελείως απαράδεκτο, διότι τα σώματα των πεθαμένων δεν ακολουθούν τις ψυχές στον Άδη, αλλά αποδίδονται και διαλύονται στον τάφο εις τα εξ’ ων συνετέθησαν, γιατί αν ίσχυε αυτή η περίπτωση θα είμασταν υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε, ότι έγινε ήδη η προσδοκώμενη ανάσταση των νεκρών των χριστιανών, οι οποίοι ομολογούν «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».
Το τελευταίο επιχείρημα κατά της ετεροδιδασκαλίας του μοναχού Ματθαίου παίρνει ο Ρουσάνος από τις πηγές της θείας Αποκαλύψεως σύμφωνα με τις οποία δεν γίνεται αποδεκτή αυτή η αιρετική θεωρία καθώς η αγία Γραφή και η ιερά παράδοση αντίκειται σε αυτήν την θεωρία. Για να αποδείξει αυτό επικαλείται το Πράξ. 2,31, όπως και τα παραπάνω παρατεθέντα χωρία των Πατέρων της Εκκλησίας Επιφανίου Κύπρου, Γρηγορίου Νύσσης και Ιωάννου Δαμασκηνού, μαζί με λειτουργικές μαρτυρίες, με τις οποίες κατοχυρώνεται η ορθόδοξη της Εκκλησίας διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο Κύριος κατήλθε με μόνη την ψυχή του ως Θεός στον Άδη στον μεταξύ του θανάτου και της αναστάσεως χρόνο, όταν το πανάγιο σώμα του φυλασσόταν στον τάφο.
Αναμφισβήτητα παραπάνω πλάνη του απλοϊκού και αμαθούς μοναχού Ματθαίου προήλθε από την γενικότητα και την ασάφεια, με τις οποίες φαίνεται η εις Άδου κάθοδος του Κυρίου στην αγία Γραφή και την ιερά παράδοση. Πράγματι ούτε η αγία Γραφή καθορίζει λεπτομερώς και επακριβώς τα της εις Άδου καθόδου, αλλά διδάσκεται και διαπιστώνεται το γεγονός της εις Άδου Καθόδου και του έργου που πραγματοποίησε ο Χριστός για τις ψυχές γενικές εκφράσεις έχοντας, ούτε η αρχαία Εκκλησία ανέπτυξε επισήμως αυτό που ερειδόταν στην αποστολική παράδοση της πίστεως, αφού δεν είχε δωθεί καμία αφορμή γι’ αυτό. Υπάρχουν κάποιοι νεότεροι Διαμαρτυρόμενοι ‘’θεολόγοι’’ που αρνούνται εξ’ ολοκλήρου αυτό το δόγμα αλλά οι αρχαίοι πατέρες συμφωνούν. Αλλά ας δούμε το θέμα από την ιστορικοδογματική ματιά.
Η Αγία Γραφή για την Εις Άδου Κάθοδο του Χριστού
Αρχικά η κάθοδος του Κυρίου στο βασίλειο του θανάτου διδάσκεται από την αγία Γραφή. Τα χωρία που αναφέρονται σε αυτήν είναι τα εξής: 1) Στο Ψαλτήρι, 15, 9-10 «διά τοῦτο εὐφράνθη ἡ καρδία μου καί ἠγαλλιάσατο ἡ γλώσσά μου, ἔτι δέ καί ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις την ψυχήν μου εἰς ἅδου, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν». 2) Στις Πράξ. 2, 31 στο οποίο ο Απόστολος Πέτρος, στο παραπάνω ψαλμικό χωρίο αναφερόμενος, λέει προς τους Ιουδαίους την ημέρα της Πεντηκοστής «προϊδόν (ὁ Δαβίδ) ἐλάλησε περί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οὐ κατελείφθη ἡ ψυχή αὐτοῦ εἰς ἅδου, οὐδέ ἡ σάρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν». 3) Το Α’ Πέτρ. 3, 18 «Χριστός ἅπαξ περί τῶν ἁμαρτιῶν ἀπέθανε, δίκαιος ὑπέρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθείς μέν σαρκί,ζωοποιηθείς δέ ἐν Πνεύματι, ἐν ὧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν, ἀπειθήσασι ποτε, ὅτε ἀπεδέχετο ἡ τοῦ Θεοῦ μακροθυμία ἐν ἡμέραις Νῶε». 4) Το Α’ Πέτρ. 4, 6 «εἰς τοῦτο γάρ καί νεκροῖς εὐηγγελίσθη, ἵνα κριθῶσι μέν κατά ἀνθρώπους σαρκί, ζῶσι δε κατά Θεόν πνεύματι». 5) Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει τα εξής λόγια του Χριστου: «’Εγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν. καί ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου»[8].
Έπειτα η θριαμβευτική του Κυρίου κάθοδος «εις τα καταχθόνια» ως νικητή του θανάτου και λυτρωτή των απ’ αιώνος κεκοιμημένων αποτελεί αντικείμενο πίστεως των χριστιανών όλων των αιώνων περιφανώς μαρτυρούμενη από την ιερά Παράδοση. Βεβαίως οι ιεροί Πατέρες και κυρίως των πρώτων αιώνων δεν ασχολήθηκαν ειδικά περί της αναπτύξεως του δόγματος αυτού, γενικώς εκφρασθήκαν.
Tα χριστιανικά δόγματα και το προκείμενο που υπάρχουν στην αγία Γραφή είτε πολύ είτε λίγο κατά τους δύο πρώτους αιώνες δεν συζητούνται και δεν ερευνούνται. Οι Αποστολικοί Πατέρες γράφουν περιστασιακά και για πρακτικοηθικούς σκοπούς με επιστολικό κυρίως χαρακτήρα. Το έργο των χριστιανών Απολογητών είναι καθορισμένο. Και στην γέννησή της και στην πρώτη οργάνωσή της η Εκκλησία αγωνίζεται για την ύπαρξή της και οργάνωσή της. Όλα όμως τα δόγματα υπάρχουν ήδη στην Εκκλησία, κηρύσσονται παντού από τους κήρυκες και πιστεύονται. Η Αλεξανδρινή όμως σχολή εγκαινιάζει την θεωρία των συζητήσεων των δογμάτων. Ήδη είχαν εμφανισθεί οι πρώτες αιρέσεις και κυρίως η επικίνδυνη Γνώση, οι οποίες βαθμηδόν πληθύνονται, ενώ από την άλλη η νέα θρησκεία βάλλεται και από τους εθνικούς συγγραφείς με την ελληνική φιλοσοφία.
Η Πατερική Διδασκαλία για την εις Άδου Κάθοδο
Όλους αυτούς τους αντιμετωπίζουν οι εκκλησιαστικοί αντιαιρετικοί συγγραφείς και απολογητές. Έτσι η Αλεξανδρινή σχολή διαμορφώνει τα δόγματα συστηματικά. Μετά αρχίζουν τον 4ο αιώνα και εξής οι Οικουμενικές Σύνοδοι που θεσπίζουν αλάθητα τα δόγματα, ερμηνεύοντας επίσημα το εξ’ αποκαλύψεως περιεχόμενον της πίστεως. Τις παραπάνω φάσεις περνάει και το δόγμα της εις Άδου καθόδου το οποίο από την αρχή και πάντοτε πιστεύεται από την Εκκλησία, δεν αμφισβητείται από κανέναν ούτε από τους αιρετικούς, γι’ αυτό χωρίς πολλές συζητήσεις και χωρίς Οικουμενική Σύνοδο, ως βασικό και αναπόσπαστο άρθρο της χριστιανικής πίστεως, παίρνει την αρμόζουσα θέση κατά τον Δ’ αιώνα στο αποστολικό σύμβολο. Ωστόσο το δόγμα της εις Άδου Καθόδου θεσπίστηκε το 553 μ.Χ. στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, όταν με τον 9ο δογματικό κανόνα αυτής αναθεμάτισε εκείνους που αιρετικώς πρέσβευαν ότι στον Άδη κατήλθε όχι ο σαρκωμένος με σάρκα έμψυχη λογική και νοερά Χριστός , αλλά ο λεγόμενος νους[9]. ; Έπειτα και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας το 787 διδάσκεται «Τοῦτο (τόν Χριστόν) ὁμολογοῦμεν… τόν Ἅδην σκυλεύσαντα καί τούς ἀπ’ αἰῶνος δεσμίους ἐλυθερώσαντας»[10] Μάρτυρας αυτού είναι η ιερά Παράδοση με τους Ιγνάτιο, Μελίτωνα Σάρδεων, Ερμά, Ιουστίνο, Ειρηναίο, Τερτυλλιανό, Ιππόλυτο, Κλήμη Αλεξανδρέως, Ωριγένη, Μ. Αθανάσιο, Ευσέβιο, Κύριλλο Ιεροσολύμων και των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων, καθώς και των λειτουργικών μνημείων της Εκκλησίας.
Στον Άδη ο Κύριος κατήλθε κατά την δική του ψυχή η οποία ήταν ενωμένη με την θεότητα, ενώ ταυτόχρονα, το σώμα ήταν ενωμένο και αυτό με την θεότητα και στον τάφο «μήτε τῆς θεότητος τοῦ σώματος ἐν τῷ τάφῳ ἀπολιμπανομένης, μήτε τῆς ψυχῆς ἐν τῷ Ἅδῃ χωριζομένης»[11]. Και με την ψυχή καταργούσε και έπαυε την δύναμη του Άδου και του θανάτου και του αρχηγού αυτών και ευαγγελιζόταν στις ψυχές την σωτηρία, ενώ με την αφθαρσία του σώματος στον τάφο καταργούσε την σωματική φθορά και έδειχνε την αφθαρσία και την ανάσταση και με την ανάσταση των ανθρώπων, την ένωση των ψυχών με τα σώματα των ανθρώπων και την αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσεως. Ο Χριστός που κατέβηκε στον Άδη είναι ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού με την υποστατική ένωση μαζί με την ψυχή, ενώ είναι υποστατικώς ενωμένος και με το σώμα και στον τάφο. Κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει να γίνουν δύο Χριστοί, δύο πρόσωπα, ένα στον τάφο και ένα στον Άδη, δύο υποστάσεις, γιατί κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, «οὐδέποτε οὔτε ἡ ψυχή, οὔτε το σῶμα ἰδίαν ἔσχον ὑπόστασιν παρά τήν τοῦ Λόγου ὑπόστασιν, μία δέ ἀεί τοῦ Λόγου ὑπόστασις καί οὐδέποτε δύο»[12]. Ο Χριστός σύμφωνα με τον όρο της εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, είναι εις και ο αυτός, εκ δύο φύσεις, της θείας και της ανθρωπίνης, ασυγχύτως και ατρέπτως και αδιερέτως και αχωρίστως γνωριζόμενος, όχι όμως σε δύο πρόσωπα μεριζόμενος ή διαιρούμενος, διότι οι δύο φύσεις ενώνονται σε ένα πρόσωπο, αυτό του Λόγου του Θεού, έτσι ώστε στον Χριστό να υπάρχει ένα και μόνο πρόσωπο και μία υπόσταση. Σύμφωνα , με αυτά και το ένα και το αυτό πρόσωπο του Χριστού ήταν ταυτοχρόνως και στον Άδη και στον τάφο, εφόσον παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, καθόλου και καμία στιγμή η θεότητα, ο Λόγος του Θεού δεν εγκατέλειψε είτε την ψυχή είτε το σώμα, εξ’ αιτίας της υποστατικής με αυτές ένωση[13]. Την σχετικά με αυτήν Ορθόδοξη διδασκαλία εξέθεσε άριστα ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας: «Εἰ καί τέθνηκε τοιγαροῦν ὡς ἄνθρωπος, καί ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχή τοῦ ἀχράντου διηρέθη σώματος, ἀλλ’ ἡ θεότης ἀχώριστος ἀμφοτέρων διέμεινε, τῆς τε ψυχῆς, φημί, καί τοῦ σώματος. Καί οὐδ’ οὕτως ἡ μία ὑπόστασις εἰς δύο ὑποστάσεις διήρηται. τό τε γάρ σῶμα καί ἡ ψυχή κατά ταὐτόν ἐξ’ ἀρχῆς ἐν τῇ τοῦ Λόγου, ὑποστάσει /ςσχον τήν ὕπαρξιν, καί ἐν τῷ θανάτῳ ἀλλήλων διαιρεθέντα, ἕκαστον αὐτῶν ἔμεινε, τήν μίαν τοῦ Λόγου ὑπόστασιν ἔχοντα. Ὥστε ἡ μία τοῦ Λόγου ὑπόστασις, τοῦ τε Λόγου καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ὑπῆρχεν ὑπόστασις… Εἰ γάρ καί τοπικῶς τοῦ σώματος ἡ ψυχή ἐκχώριστο, ἀλλ’ ὑποστατικῶς διά τοῦ Λόγου ἥνωτο»[14]. Η δε Κατάβαση του Χριστού στον Άδη έγινε γιατί έπρεπε, αφού ο Χριστός ήρθε να σώσει τους ζώντας αλλά και αυτούς που είχαν κοιμηθεί.
Παρακάτω θα παραθέσουμε χωρία των Αγίων Πατέρων που μιλούν για τον θάνατο του Χριστού και την εις Άδου Κάθοδο Του.
Ο Άγιος Ιγνάτιος, στο Μαγνησιείς 9. και Φιλαδελφείς 5. Και Τραλλιανούς 9. μνημονεύει την εις Άδου κάθοδο και εμείς θα παραθέσουμε μόνο το πρώτο: «Πῶς ἡμεῖς δυνησόμεθα ζῆσαι χωρίς αὐτοῦ, οὗ καί οἱ προφῆται μαθηταί ὄντες τῷ πνεύματι ὡς διδάσκαλον αὐτόν προσεδόκων, καί διά τοῦτο, ὅν δικαίως ἀνέμενον, παρών ἤγειρεν αὐτούς ἐκ νεκρῶν». Αν διαβάσει κανείς αυτά τα χωρία, εύκολα θα διαπιστώσει ότι ο Αγ. Ιγνάτιος σε αυτά ότι προϋποθέτει την κοινή όλων των πρώτων χριστιανών πίστη της εις Άδου καθόδου και τα σωτήρια αποτελέσματα αυτής, περιορίζεται γενικά να αναφέρει σύντομα αυτή, λέγοντας ότι ο Σωτήρ κατέβηκε στους εν Άδη και εκήρυξε και οι οποίοι «πιστεύσαντες ἐσώθησαν» οι προφήτες και οι πατριάρχες και εννοώντας όλους τους δικαίους της Π.Δ. τους οποίους ο Κύριος «παρών ἤγειρεν αὐτούς ἐκ νεκρῶν».
Ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, ένας από τους αρχαίους απολογητές και αντιαιρετικούς συγγραφείς, αναφέρει στον προς Τρύφωνα διάλογο κεφαλ. 72: «Ἐμνήσθη δέ Κύριος ὁ Θεός ἀπό Ἰσραήλ τῶν νεκρῶν αὐτοῦ τῶν κεκοιμημένων εἰς γήν χώματος. και κατέβη πρός αὐτούς εὐαγγελίσασθαι αὐτοῖς τό σωτήριον αὐτοῦ»[15].
Ο Ιππόλυτος αναφέρει την κάθοδο σε πολλά χωρία όπως το Ἀπόδειξης περί Χριστοῦ καί Ἀντιχρίστου 26 : « καί ἐν νεκροῖς κατελογίσθη, εὐαγγελιζόμενος τάς τῶν ἁγίων ψυχάς, διά θανάτου τόν θάνατον νικῶν»[16]. Και πιο κάτω κεφ. 45 και 46 «κἀκεῖσε (ἐν Ἅδῃ) κατελεύσεσθαι τόν Σωτῆρα λυτρούμενον τάς τῶν ἁγίων ψυχάς ἐκ χειρός θανάτου»[17]. Αλλά πιο κοντά εξετάζεται η εις Άδου κάθοδος στον «Περί τοῦ ἁγίου Πάσχα» σύγγραμά του γράφοντας «Καί ἰδού ὁ μονογενής εἰσῆλθεν ὡς ψυχή μετά ψυχῶν, Θεός λόγος ἔμψυχος. τό γάρ σῶμα ἔκειτο ἐν μνημείῳ, οὐχί κενωθέν τῆς θεότητος. ἀλλ’ ὥσπερ ἐν τῷ Ἅδῃ ὤν, τῇ οὐσίᾳ ἦν πρός τόν Πατέρα, οὕτως ἦν καί ἐν τῷ σώματι καί ἐν τῷ Ἅδῃ. Ἀχώρητος γάρ ἐστι καί ὁ Υἱός ὡς ὁ Πάτηρ καί πάντα περιέχει. ἀλλά θέλων ἐχωρήθη ἐν σώματι ἐμψύχῳ, ἵνα μετά τῆς ἰδίας ψυχῆς πορευθῇ εἰς τόν Ἅδην καί μή γυμνή τῇ θεότητι».
Ο Ωριγένης στο κατά Κέλσου παρατηρεί 2, 43 : «Κἄν μή βούλεται οὖν, τοῦτο φαμέν, ὅτι καί ἐν σώματι ὤν οὐκ ὀλίγους ἔπεισεν, ἀλλά τοσούτους, ὡς διά τό πλῆθος τῶν πειθομένων ἐπιβουλευθῆναι αὐτόν. και γυμνῇ σώματος γενόμενος ψυχῇ ταῖς γυμναῖς σωμάτων ὡμίλει ψυχαῖς, ἐπιστρέφων κακείνων τάς βουλομένας πρός αὐτόν, ἤ ἅς ἑώρα, δι’ οὕς ἤδει αὐτός λόγους, ἐπιτηδειοτέρας»[18]. Βλέπουμε ότι η σωτηρία επεκτείνεται όχι μόνο στους δικαίους της Π.Δ. αλλά και στους εθνικούς. Το δόγμα αυτό υπάρχει στο σύμβολο της πίστεως με τη λέξη «ταφέντα». Αλλά και στην αρχαιότατη χριστιανική λατρεία περιεχόταν η εις Άδου κάθοδος όπως μας διασώθηκαν από τα λειτουργικά χειρόγραφα. Στην λειτουργία του Ιππολύτου, μία από τις πιο αρχαίες, λέει στην καθαγιαστική ευχή των τιμίων δώρων ευχή: «Ὅς ἐπεί παρεδίδετο ἑκουσίῳ πάθει, ἵνα θάνατον λύσῃ καί δεσμά διαβόλου ρήξῃ καί ἅδην πατήσῃ καί δικαίους φωτίςῃ καί ὅρον πήξῃ καί ἀνάστασιν φανερώσῃ, λαβών ἄρτον εὐχαριστήσας εἶπεν…»[19].
Ο Μ. Βασίλειος στην λειτουργία με το όνομά του, λέει στην ευχή της καθαγιάσεως των αγίων δώρων: «Καί καθαρίσας ἐν ὕδατι καί ἁγιάσας τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἔδωκεν ἑαυτόν ἀντάλλαγμα τῷ θανάτῳ, ἐν ᾦ κατειχόμεθα πεπραμένοι ὑπό τήν ἁμαρτίαν. καί κατελθών διά σταυροῦ εἰς τόν Ἅδην, ἵνα πληρώσῃ ἑαυτοῦ τά πάντα, ἔλυσε τάς ὀδύνας τοῦ θανάτου»[20].
Οι παραπάνω λειτουργικές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι το δόγμα της εις Άδου καθόδου αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της χριστιανικής λατρείας και άρα πίστη ολόκληρης της Εκκλησίας από τους αρχαίους χρόνους.
Και οι μετά την Αλεξανδρινή δογματική γραμματεία, υπάρχουν μαρτυρίες για την εις Άδου κάθοδο. Ήδη μάλιστα ο Απολλιναρισμός αρνιόταν την λογική ψυχή στον Χριστό και γι’ αυτό έπρεπε να τονισθεί η κατάβαση του Χριστού με την ψυχή του στον Άδη.
Ο Μ. Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας τον αρνητή της λογικής ψυχής του Κυρίου Απολλινάριο και υποστηρίζοντας το δόγμα της καθολικής Εκκλησίας, υποστηρίζει : Φωνῆς δέ γενομένης καί ψυχῆς σημαινομένης, οὐ χωρισμόν θεότητος δηλούσης, ἀλλά νέκρωσιν σώματος σημαινούσης, μήτε τῆς Θεότητος τοῦ σώματος ἐν τῷ τάφῳ ἀπολιμπανομένης, μήτε τῆς ψυχῆς ἐν τῷ Ἅδῃ χωριζομένης. Τοῦτό γάρ ἐστι τό ρηθέν διά τῶν προφητῶν. «οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν…»[21]. «Ἀνάγκη γάρ τινα ἐξ’ Ἅδου τήν ἀρχήν τῆς ἀναστάσεως εἰληφέναι, ἵνα τελεία ᾖ ἡ ἀνάστασις καί τοῦ θανάτου ἡ λύσις καί τῶν ἐκεῖσε πνευμάτων ἡ ἀπόλυσις. Εἰ δέ ταῦτα ὁ Λόγος πέπονθε καί ποῦ τό ἄτρεπτον καί ἀναλλοίωτον τοῦ Λόγου; Πῶς δέ καί ἀπαρακαλύπτως ὀφθείς ὁ Λόγος ἐν τῷ Ἅδῃ ἐνομίσθη ἐν τῷ θανάτῳ ὡς ἄνθρωπος;»[22]. «Καί Θεός μέν Λόγος ἐν ἐπιδείξει τῆς ἀθανασίας καί ἀφθαρσίας καί ἀττρπτότητος. ἄνθρωπος δε τῇ προσηλώσει τοῦ σταυροῦ καί αἵματος ρύσει καί ταφῇ σώματος καί καταβάσει εἰς Ἅδου καί ἀναστάσει τῇ ἐκ νεκρῶν.Οὕτως ὁ Χριστός ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται καί Θεός ὤν ἐγείρει τούς νεκρούς»[23].
Όμοια λόγια για την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου διδάσκει και Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Κατήχηση 4, 11. «Κατῆλθεν εἰς τά καταχθόνια, ἵνα κἀκεῖθεν λυτρώσηται τούς δικαίους. Ἐβούλου γάρ, εἰπέ μοι, τούς μέν ζῶντας ἀπολαῦσαι τῆς χάριτος καί ταῦτα τῶν πλείστων οὐχ ὁσίων ὄντων. τούς δέ ἀπό Ἀδάμ πολυχρονίως ἀποκεκλεισμένους μή τυχεῖν τῆς ἐλευθερίας λοιπόν; Ἡσαΐας ὁ προφήτης τοσαῦτα περί αὐτοῦ μεγαλοφώνως ἐκήρυξεν. οὐκ ἤθελες, ἵνα βασιλεύς κατελθῶν λυτρώσηται τόν κήρυκα; Δαυΐδ ἦν ἐκεῖ καί Σαμουήλ καί πάντες οἱ προφῆται καί αὐτός ὁ Ἰωάννης… Οὐκ ἤθελες, ἵνα καταβάς λυτρώσηται τούς τοιούτους;»[24] Και στην Κατήχηση 14, 17-20 αντιπαραβάλλοντας την τριήμερη στον Άδη παραμονή του Χριστού με αυτήν του Ιωνά στην κοιλία του κήτους διδάσκει: «Τύπος γάρ ἦν Χριστοῦ ( δηλαδή ο Ιωνάς), τοῦ μέλλοντος εἰς Ἅδην καταβαίνειν… κακεῖνος μέν ἐβλήθη εἰς κοιλίαν κήτους. οὖτος δέ κατῆλθεν ἐκουσίως, ὅπου τό νοητόν τοῦ θανάτου κῆτος. ἑκουσίως δέ κατῆλθεν, ἵνα ἐξεμέσῃ τούς καταποθέντας ὁ θάνατος… Ἐξεπλάγη ὁ θάνατος θεωρήσας καινόν τινα κατελθόντα εἰς Ἅδην, δεσμοῖς τοῖς αὐτόθι μή κατεχόμενον… Κατῆλθε γάρ εἰς τόν θάνατον καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη δι’ αὐτοῦ … Ἐλυτροῦντο πάντε οἱ δίκαιοι, οὕς κατέπιεν ὁ θάνατος. ἔδει, γάρ τόν κηρυχθέντα βασιλέα τῶν καλῶν κηρύκων γενέσθαι λυτρωτήν»[25] κλπ.
Επίσης και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου διδάσκει στο λόγο του για την «Εἰς τήν Θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου καί τήν ἐν τῷ Ἅδῃ κατάβασιν μετά τό σωτήριο πάθος παραδόξως γεγενημένη»[26].
Η εις Άδου κάθοδος ενέπνευσε και την υμνογραφία-υμνολογία της λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Παραδείγματος χάριν τα αναστάσιμα απολυτίκια όπως του β’ήχου, «Ὅτε κατῆλθες πρός τον θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῆ τῆς θεότητος…» ή του τροπαρίου «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατοτάτοις τῆς γῆς καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους κατόχους πεπεδημένων Χριστέ…» και πολλών άλλων για τα πάθη και την ανάσταση. Επίσης υπάρχουν αναφορές στις ευχές της γονυκλισίας της Πεντηκοστής και στον Κατηχητικό λόγο του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Επίσης και ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο κλασικός δογματικός της Ανατολικής Εκκλησίας μιλάει για το δόγμα ως εξής: «Κάτεισιν εἰς Ἅδου ψυχή τεθεωμένη, ἵν’ ὥσπερ τοῖς ἐν γῇ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλεν ἥλιος, οὕτω καί τοῖς ὑπό γῆν ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις ἐπιλάμψῃ τό φῶς. …. καί οὕτω καί τούς ἀπ’ αἰώνων λύσας πεπεδημένους, αὖθις ἐκ νεκρῶν ἀνεφοίτησεν, ὁδοποιήσας ἡμῖν τήν ἀναστασιν»[27]. Περαιτέρω η Κάθοδος του Σωτήρος στο βασίλειο του θανάτου διδάσκεται και από τα συμβολικά βιβλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Ιζ’ αιώνα. Έτσι η Ορθόδοξος Ομολογία του Πέτρου Μογίλα, η εγκριθείσα από την εν Ιασίω τοπική Σύνοδο από του ορθοδόξους Πατριάρχες της Ανατολής το 1642 διδάσκει «Ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ , ἔστωντας καί νά χωρισθῇ ἀπό τό σῶμα, ἧτο πάντοτε ἐσφιγμένη μέ τήν θεότητα, καί μέ τήν θεότητα ἐκατέβηκεν εἰς τόν Ἅδην. καλά καί εἰς τόν τόπον τοῦτον νά μήν ἔχωμεν κἄν μίαν ἐνθύμησιν δι’ αὐτό. Μόνον τό ἔχομεν βέβαιον βέβαιον ἀπό ὅλους τούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, ὅπου πραγματεύονται δι’ αὐτό. πῶς ὁ Χριστός νά ἐκατέβηκεν εἰς τόν Ἅδην μέ τήν ψυχήν καί μέ τήν θεότητα, καί πλέον χωριστά μέ τό τροπάριον ἐκεῖνο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου λέγει, «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν παραδείσῳ δέ μετά ληστοῦ, καί ἐν θρόνῳ ἡπῆρχες, Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος», Καί ἀπό τόν Ἅδην ἐλύτρωσε τάς ψυχάς τῶν ἁγίων προπατόρων καί τάς ἔβαλεν εἰς τόν παράδεισον, μαζύ μέ τούς ὁποίους συνεισήγαγε καί τόν ληστήν, ὅπου ἐπίστευσεν ἐν τῷ σταυρῷ εἰς αὐτόν»[28]. Επίσης στην Ορθόδοξη Ομολογία του Μητροφάνους Κριτόπουλου αναλυτικότερα εκτίθεται η δογματική διδασκαλία για την εις Άδου κάθοδο. Από την άποψη της σωτηριολογία δεν εκθέσαμε όλη την έκταση αυτής. Ο Μαρκίων ο αιρετικός εφέφρασε την πλανεμένη γνώμη, ότι ο Χριστός κατήλθε στον Άδη χάριν των ασεβών και αμαρτωλών της Π.Δ. Έτσι οι μεν δυτικοί Πατέρες, πειριόριζαν το κήρυγμα του Χριστού στον Άδη και την σωτηρία μόνο στους ευσεβείς και δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ αντίθετα οι ανατολικοί εδέχονταν την καθολικότητα από την μία του κηρύγματος προς τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς, την σωτηρία από την άλλη μόνο σε’ αυτούς που πίστευσαν σε αυτό.
Η Διδακαλία των αιρετικών Δυτικών για την εις Άδου Κάθοδο του Χριστού
Αφού παρακολουθήσαμε την ανάπτυξη του δόγματος της Καθόδου του Χριστού στον Άδη στην παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, πρέπει να εκθέσουμε εδώ με συντομία και την περί αυτού διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών και των Πρωτεσταντών για να γνωρίζουμε τί πιστεύουν οι αιρετικοί αλλά και να γνωρίζουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές στην διδασκαλία με αυτούς και γνωρίζοντας την παράδοσή μας, ευκολότερα να συνεχίσουμε την ορθόδοξη παράδοση και γραμμή, προφυλασσόμενοι από κάθε εξωτερική επίδραση και απορρίπτοντας κάθε νεωτερισμόν και πλάνη που αντίκειται στην αρχαιοπαράδοτη ορθόδοξη πίστη μας.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί καθ’ όλη την Πατερική περίοδο είχε σχεδόν την ίδια διδασκαλία περί της Καθόδου με την Ανατολική Εκκλησία, με εξαίρεση ότι περιόριζαν το κήρυγμα του Χριστού στον Άδη μόνο στους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία γνώμη διαδόθηκε και με την σχολαστική Θεολογία και έγινε επίσημη διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών, συνδυασμένη με την άλλη ιδιάζουσα διδασκαλία περί τετραμερούς διαιρέσεως του Άδου και της καταβάσεως του Χριστού μόνο στον τόπο των αγίων πατέρων ή αλλιώς λεγόμενο κόλπο του Αβραάμ. Η επίσημη περί αυτού του δόγματος διδασκαλία καταγράφεται στις παπικές αποφάσεις των Παπών Μ. Λέοντος, Συμμάχου, Ορμίσδα και Μ. Γρηγορίου. Στις συνοδικές αποφάσεις των έξι λατινικών Συνόδων, της Δ’του 633 και της Ιστ ’του 693 εν Τολέδω, της Στ’ στην Αρετάλη το 813, της Sens του 1140, της Δ’ στο Λατερανό το 1215 και της Λυώνος το 1274. Και σε διάφορες λατινικές Κατηχήσεις και τη «Ρωμαικῇ Κατηχήσει» της εν Τριδέντω Συνόδου που εγκρίθηκε από διαφόρους πάπες και λατινικές συνόδους και που είναι και διδασκαλία του Θωμά Ακινάτου. Η διδασκαλία να συνοψισθεί στα εξής:
Μετά τον επί του Σταυρού θάνατον ο Χριστός κατήλθε με την ψυχή, ενωμένη με την θεότητα, στον Άδη στον οποίο παρέμεινε τρείς μέρες, και παρέμεινε το σώμα του στον τάφο. Κατέβει όχι δυνάμει και ενεργεία, αλλά παρουσία και πραγματικά, χωρίς η κατάβαση αυτή να μειώσει την θεία αξία και το μεγαλείο του Χριστού. Έτσι κατέβηκε στον Άδη και τον τάφο ο όλος Χριστός, έτσι ώστε το αυτό πρόσωπο του Χριστού κατά τον χρόνο εκείνο ήταν και στον Άδη και στον τάφο, ενώ η θεότητα δεν χωρίσθηκε ούτε της ψυχής ούτε του σώματος[29]. Κατά την λατινική αντίληψη ο Άδης διαιρείται σε τέσσερα μέρη, δηλαδή πρώτο των δικαίων, δεύτερον των αβαπτίστων νηπίων, τρίτον του καθαρτηρίου πυρός και τέταρτο την γέεναν ή άβυσσο ή Άδη με στενότερη έννοια από την οποία ο Χριστός κατήλθε μόνο στο πρώτο μέρος, προς τους αγίους πατέρες και τους λοιπούς ευσεβείς της Π.Δ. τους οποίους μόνο αυτούς ελευθέρωσε από τους δεσμούς και τους οδήγησε και αυτούς στην ανάληψη μαζί του[30]. Οι δίκαιοι της Π.Δ. απολαμβάνουν πλήρη μακαριότητα όταν ανεβούν στον ουρανό, πράγμα το οποίο αποκλίνει από την ορθόδοξη διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία την πλήρη μακαριότητα θα την απολαύσουν μόνο μετά την Δευτέρα παρουσία, ενώ στην μέση κατάσταση απλώς προγεύονται αυτή. Αυτή η γνώμη είναι συνέπεια της γνωστής διδασκαλίας για πλήρη διαφθορά του μεταπτωτικού ανθρώπου και της μη αναγνώρισης εναρέτων πράξεων.
Οι Διαμαρτυρόμενοι και αρχικά η Λουθηρανοί πιστεύουν ένα λόγο του Λουθήρου ό οποίος λέει ότι ο Χριστός κατήλθε πραγματικά στον Άδη, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την εξουσία του Άδη και του θανάτου και των αιωνίων κολάσεων. Ακόμη περισσότερο δίδαξε με προφανή αντίθεση στην αγία Γραφή και την ιερά παράδοση ότι ο Χριστός κατήλθε στον Άδη όχι μόνο κατά την ψυχή, αλλά και το σώμα! Και αποσιώπησε το κήρυγμα του Χριστού στον Άδη και την απελευθέρωση των ψυχών[31].
Οι Μετερρυθμισμένοι ή Καλβινιστές έχουν απομακρυνθεί περισσότερο από κάθε άλλο κομμάτι της δύσεως με την Ορθόδοξη πίστη μας Διαβλέπει φοβερούς ψυχικούς πόνους διότι εάν η ψυχή του δεν μετείχε της ποινής θα ήταν σωτήρας μόνο των σωμάτων . Δηλαδή ο Χριστός υπέστη τα σωματικά πάθη, ταυτόχρονα όμως υφίστατο και την αόρατη κρίση του Θεού, αισθανόταν την οργή του Θεού και την αυστηρότητα της θείας τιμωρίας, για να γνωρίζουμε εμείς όχι μόνο το σώμα του Χριστού, αλλά και κάτι ανώτερο. Άρα οι Ορθόδοξοι πιστεύουν ότι σώθηκαν και οι Ιουδαίοι και οι εθνικοί (πιστεύσαντες), και ότι δεν υπάρχει το καθαρτύριο πυρ, και ότι υπάρχει μόνο η πρόγευση της μακαριότητος κλπ.
Με την παρούσα εργασία εκθέσαμε την διδασκαλία της Εκκλησίας μας για το δόγμα της εις Άδου καθόδου, αποφεύγοντας τις προσωπικές γνώμες και στηριζόμενοι στην δογματική διδασκαλία που είναι η μόνη αυθεντική πηγή, οριοθετήσαμε την πίστη μας εναντίον όλων αυτών που αμφισβήτησαν το δόγμα της εις Άδου καθόδου.
[1] π. Μακάριος Παλαιολόγου, Ο Παχώμιος Ρουσάνος και το συγγραφικό του έργο, https://ec-goc.gr/home/arthra-dimosiefseis/o-paxomios-rousanos-kai-to-syggrafiko-tou-ergo. Α. Μουστοξύδης, Ελληνομήμων 1843-1853, σ. 445, 581 και 511. Χ. Φιλητά, περί Ιωαννικίου Καρτάνου, Δαμασκηνού Στουδίτου και Παχωμίου Ρουσάνου, Κέρκυρα 1847. Π. Χιώτου, Ιστορικά απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου, τ. 2, Κέρκυρα 1858. κ.α.
[2] Π. Ρουσάνου, «Περί Καρτανιτῶν» και «Περί τῆς τῶν Καρτανιτῶν αἱρέσεως» Migne, P.G. 98, 1333-1360.
[3] Ι. Καρμίρης, Ο Παχώμιος Ρουσάνος και τα Ανέκδοτα Δογματικά και άλλα έργα αυτού, «Μανουήλ ο Γαλησιώτης τῷ ὁσιοτάτῳ καί ἐλλογιμωτάτῳ μοναχῷ κυρῷ Παχωμίῳ», Αθήνα 1935 σε. 171.: «Ἰστέον, ὅτι οὗτος ὁ μοναχός μετενόησεν ὕστερον ὑπέρ τοῦ οἰκείου σφάλματος».
[4] Ιστορικά σημειώματα, «Θεολογία» τ. 4(1926) σ. 7.
[5] Μαρκ. 16, 9.
[6] Εἰς τό ἅγιον Πάσχα, λόγος Α’, Migne P.G. 46, 617.
[7] Migne, P.G. 43, 453.
[8] Αποκάλυψη 1, 17-18.
[9] Mansi, τόμος 9 σελ. 397 400.
[10] Mansi IB’ s. 1138.
[11] Μ. Αθανασίου, Περί τῆς σωτηριώδους ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ. Κατά Ἀπολλιναρίου, Λόγ.β’ Migne P.G. 26, 1156.
[12] Ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως 3, 27. Migne P.G. σελ. 1097.
[13] Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος εἰς τό ἅγ. Σάββατον κθ’, Migne P.G 96, 632.
[14] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως, 3 27. Το ίδιο σ. 1097. ΒΛ. και Γρηγορίου Αντιοχείας, Λόγος εἰς τάς μυροφόρους καί εἰς τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Σωτῆρος, (P.G. 88, 1849).
P.G. 6, 645.
[16] P. G. 10, 748.
[17] Το ίδιο σελ. 764.
[18] P.G. 11, 364.
[19] Hans Lietzmann, Messe und Herrenmahl, 1926 σ. 175.
[20] Ευχολόγιο το μέγα, εκδ. 4, Βενετία 1872.
[21] Κατά Ἀπολλιναρίου λόγος Β’ Migne, P.G. 26, 1156.
[22] Το ίδιο , 1160-1161.
[23] Το ίδιο, 1164.
[24] P.G. 33, 469.
[25] Το ίδιο, 845-849.
[26] P.G. 43, 440-446.
[27] Εκδ. Ορθ. Πίστεως 3, 29. Migne P.G. 94, 1101.
[28] Ιω. Ν. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά Κείμενα σ. 242.
[29] Summa Theologia III qu. 52 sub. art. 3 conclus. Και αλλού Φουλγκεντίου, Ad Trasinundum 3, 34. Migne P.L. 65, 299.
[30] Dictionnaire de la Theologie catholique, t. Δ’ σ. 585 εξ.
[31] Kostlin, Luthers Theologie, τ. Β’ σ. 427.