Οι ιεροί κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκφρασις των αιωνίων εντολών και δικαιωμάτων του Θεού.
Ιεροδ. Μακαρίου Παλαιολόγου Πτυχιούχου
Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών και Μεταπτυχιακού φοιτητή στον τομέα της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ.
Από τα χρόνια των σπουδών μου στην θεολογία, τόσο των προπτυχιακών όσο και των μεταπτυχιακών ήρθα αντιμέτωπος με απόψεις οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τη θεολογία και την Εκκλησιαστική κανονική τάξη και παράδοση. Το νευραλγικό θέμα το οποίο θα αναλύσουμε αφορά το κύρος των ιερών κανόνων αφού έχουμε συνειδητοποιήσει την σημασία αυτού του αναμφίβολα ουσιαστικού θέματος.
Σταθμό έχουν χαρακτηρίσει την διδακτορική διατριβή του Αρχιμ. Χ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (νυν ‘’οικουμενικού πατριάρχη’’) η οποία έχει τίτλο ‘’ Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ’’. Στόχος του άρθρου αυτού είναι να δώσει μία απάντηση στους μελετητές των ιερών κανόνων αλλά και να απαντήσει στην αντιπατερική διατριβή του Αρχοντώνη ερμηνεύοντας ορθά τους ιερούς κανόνες που αυτός και άλλοι αναφέρουν.
Κωδικοποίηση ονομάζεται η κατάργηση ή η τροποποίηση των ιερών κανόνων, με την δικαιολογία ότι συντάχθηκαν σε μία αλλοτινή και πολύ μακρινή εποχή από την σημερινή δηλαδή στην πρώτη χιλιετία (1ος -9ος αιώνας μ. Χ.) και ως εκ τούτου ορισμένοι κανόνες πρέπει να καταργηθούν καθ’ ολοκληρίαν ή ότι κάποιοι κανόνες έχουν περιπέσει σε αχρησία (ότι δεν εφαρμόζονται σήμερα) π.χ. οι κανόνες των κατηχουμένων, ή ότι πολλοί κανόνες επαναλαμβάνονται από άλλους και ως εκ τούτου είναι ‘’πλεονάζοντες’’.
Πριν ξεκινήσουμε πρέπει να δώσουμε μια καθαρή αρνητική απάντηση στο ‘’εάν είναι επιδεκτικοί τροποποιήσεων και αλλοιώσεων οι κανόνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των θεοφόρων πατέρων στις εκάστοτε αντιλήψεις και αυτό γιατί οι κανόνες της Εκκλησίας υποδεικνύουν το ορθό γιατί: α) στηρίζονται στην θεόπνευστη Αγία Γραφή και στην αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική παράδοση, τις αποκαλυφθείσες από την Αγία Τριάδα, β) θεσπίστηκαν ή επικυρώθηκαν (εγκρίθηκαν) από την Εκκλησία και μάλιστα με Οικουμενικές Συνόδους που εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας και γ) από τη στιγμή που επικυρώθηκαν από μια Οικουμενική Σύνοδο αποκτούν οικουμενικότητα, διαχρονικότητα, διατοπικότητα και αυθεντικότητα. Είναι αλάθητες[1], γιατί αποφαίνονται (αποφασίζουν), καθοδηγούμενες από το Άγιο Πνεύμα.
Κανόνες που απαγορεύουν την αλλοίωση των ιερών κανόνων
Ξεκινώντας θα δούμε τι λένε οι ίδιοι οι κανόνες μαζί με τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι θέσπισαν ή επικύρωσαν τους κανόνες σε Οικουμενικές Συνόδους.
Ο β΄ κανόνας της εν Τρούλω Συνόδου 691 στην Κωνσταντινούπολη λέει τα εξής: « Ἔδοξε δέ καί τοῦτο τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ συνόδῳ κάλλιστά τε και σπουδαιότατα, ὥστε μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας, καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ὀνόματι τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων Ἀποστόλων ὀγδοήκοντα πέντε κανόνας… καί τούς λοιπούς πάντας ἱερούς κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν[2] καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῶ (=συλληφθεῖ) κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι’ αὐτοῦ ἐν ὧπερ πταίει θεραπευόμενος»[3].
Αναλύοντας περαιτέρω τον 2ο κανόνα παρατηρούμε τα εξής: Στις πρώτες γραμμές διαφαίνεται σαφέστατα ο γενικότερος σκοπός της υπάρξεως των κανόνων στον εκκλησιαστικό χώρο. Οι κανόνες, δηλαδή θεσπίστηκαν από την ίδια την εκκλησία «πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν». Δεν είναι δηλαδή διαταγές ή νόμοι που εξυπηρετούν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων, αλλά είναι η πρακτική θεολογία, που βοηθούν στην επίγνωση της αμαρτωλότητος και οδηγούν στην μετάνοια. Συνεπώς είναι ποιμαντικός και σωτηριολογικός ο σκοπός των ιερών κανόνων[4].
Έπειτα αναφέρει ποιούς άλλους κανόνες επισφραγίζει. Στις τελευταίες γραμμές του ιδίου κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου οι πατέρες χρησιμοποιούν ωρισμένα πολύ χαρακτηριστικά και δυνατά ρήματα, στην επιθυμία τους να εκφράσουν και διατυπώσουν την άποψη της μη παραχαράξεως και αλλοιώσεως των κανόνων. Τα ρήματα αυτά είναι: ‘’ἐξεῖναι’’, ‘’παραχαράτειν’’, ‘’ἀθετεῖν’’, ‘’ καπηλεύειν’’, ‘’ἀλῶ’’, ‘’καινοτομῶν’’, ‘’ἀνατρέπειν’’.
Συνεπώς κάθε αλλοίωση των ιερών κανόνων δεν είναι επιτρεπτή και μία τέτοια ενέργεια θεωρείται νόθευση της αλήθειας της Πίστεως. Και ακόμη «στηρίζοντες τό ἐκκλησιαστικόν πολίτευμα (οἱ ἱ. κανόνες) κεκτημένοι χαρακτῆρα καθολικόν καί αἰώνιον, οἷος εἶναι καί ὁ προορισμός τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦσι τό θετικόν δίκαιον αὐτῆς»[5].
Ανάλογα επιχειρήματα αναφέρει και ο α’ κανόνας της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου (787 μ. Χ.) ο οποίος διακηρύσσει σχετικώς τα εξής: Τούτων οὖν οὕτως ὄντων… ἀσπασίως τούς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπί ἐκδόσει διαταγμάτων, καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Ἐξ’ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες ὥρισαν τά συμφέροντα»[6]. Έτσι διακηρύσεται από την Ζ΄ Οικουμ. Σύνοδο «κατά τόν πλέον πανηγυρικόν τρόπον ἡ κρατοῦσα ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ συνειδήσει βαθυτάτη πεποίθησις περί τῆς φύσεως καί τοῦ χαρακτῆρος τῶν θείων καί ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας κανόνων ὡς καρπῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος» [7].
Σύγχρονοι κανονολόγοι τονίζουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει υποχρέωση να προβεί στην κωδικοποίηση των ιερών κανόνων λόγω του πλήθους και της ποικιλίας των κανόνων και κυρίως διότι κάποιοι από αυτούς είναι ταυτόσημοι, άλλοι αντιφατικοί με κάποιους άλλους και άλλοι ανεφάρμοστοι από τις σημερινές συνθήκες[8]. Στις σελίδες 44 και 45 ο Βαρθολομαίος φέρνει συγκεκριμένα παραδείγματα, γι’ αυτό θα περιορισθούμε ενδεικτικά στην εξέταση των συγκεκριμένων αυτών κανόνων.
Συνήθως προβάλλεται η αντίθεση του ξζ΄ (67) αποστολικού κανόνα προς τον κστ΄(26) του Μ. Βασιλείου. Ο ξζ΄ ορίζει ότι «εἴ τις παρθένον ἀμνήστευτον βιασάμενος ἔχοι ἀφοριζέσθω· μή ἐξεῖναι δέ αὐτῷ ἑτέραν λαμβάνειν, ἀλλ’ ἐκείνην κατέχειν, ἥν καθηρετίσατο, κἄν πενιχρά τυγχάνῃ»[9]. Ο κστ΄ κανόνας του Μ. Βασιλείου ορίζει ότι «ἡ πορνεία γάμος οὐκ ἔστιν, ἀλλ’ οὐδέ γάμου ἀρχή· ὥστε, ἐάν ἧ δυνατόν τούς κατά πορνείαν συναπτομένους χωρίζεσθαι, τοῦτο κράτιστον. Ἐάν δέ στέργωσιν ἐκ παντός τρόπου τό συνοικέσιον, τό μέν τῆς πορνείας ἐπιτίμιον γνωριζέτωσαν, ἀφιέσθωσαν δέ ἵνα μή χεῖρον τι γένηται»[10]. Κατ’ αρχήν οι δύο κανόνες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο, διότι ο ένας αναφέρεται στον βιασμό παρθένου, ο άλλος στην κατ’ αμοιβαίαν συναίνεση πορνεία. Και στην δεύτερη περίπτωση ο γάμος των πορνικώς διαβιούντων δεν αποκλείεται.
Ἀλλη αντίθεση διαπιστώνεται μεταξύ του κστ΄ Αποστολικού και ιστ΄ κανόνων της εν Καρθαγένη συνόδου, διότι ο μεν κστ΄ Αποστολικός ορίζει ότι «τῶν εἰς κλῆρον προσελθόντων ἀγάμων κελεύομεν βουλομένους γαμεῖν ἀναγνώστας καί ψάλτας μόνον»[11] (πρβλ. και καν. στ΄ της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου) ο δε ιστ΄ της εν Καρθαγένη θεσπίζει «ὥστε τούς ἀναγνώστας εἰς τόν καιρόν τῆς ἥβης ἐρχομένους ἀναγκάζεσθαι ἤ συμβίους ἀγαγέσθαι ἤ ἐγκράτειαν ὁμολογεῖν»[12]. Κατ’ αρχήν οι κανόνες δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, διότι και οι δύο δέχονται τον γάμο τω αναγνωστών. Η διαφοροποίηση έγκειται στον υπό της εν Καρθαγένη συνόδου καθορισμόν του χρόνου λήψεως της αποφάσεως υπό των αναγνωστών. («εἰς τόν καιρόν τῆς ἥβης ἐρχομένους»), ο οποίος εξυπηρετεί εκκλησιαστικούς λόγους και καθόλου δεν αντιφάσκει προς το πνεύμα του κστ΄ Αποστολικού κανόνος και ολόκληρης της κανονικής παραδόσεως.
Αντίθεση διαπιστώνεται επίσης και μεταξύ του ι΄ κανόνα της εν Αγκύρα συνόδου και του στ΄ της Πενθέκτης εν Τρούλλω, διότι ο μεν επιτρέπει τον μετά την χειροτονία γάμο των διακόνων, ο δε τον αποκλείει. Ο ι΄ κανών της εν Αγκύρα συνόδου ορίζει ότι «διάκονοι, ὅσοι καθίστανται παρ’ αὐτήν την κατάστασιν εἰ ἐμαρτύραντο καί ἔφασαν χρῆναι γαμῆσαι μή δυνάμενοι οὕτω μένειν, οὗτοι μετά ταῦτα γαμήσαντες ἔστωσαν ἐν τῇ ὑπηρεσία, διά τό ἐπιτραπῆναι αὐτοῖς ὑπό τοῦ ἐπισκόπου. Τοῦτο δέ εἴ τινές σιωπήσαντες καί καταδεξάμενοι ἐν τῇ χειροτονίᾳ μένειν οὕτω μετά ταῦτα ἧλθον εἰς γάμον, πεπαῦσθαι αὐτούς τῆς διακονίας»[13]. Ο στ΄ κανόνας της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου ορίζει ότι «ἐπειδή παρά τοῖς ἀποστολικοῖς κανόσιν εἴρηται τῶν εἰς κλῆρον προαγομένων ἀγάμων μόνους ἀναγνώστας καί ψάλτας γαμεῖν καί ἡμεῖς τοῦτο παραφυλάττοντες ὁρίζομεν ἀπό τοῦ νῦν μηδαμῶς ὑποδιάκονον ἥ διάκονον ἥ πρεσβύτερον μετά τήν ἐπ’ αὐτῷ χειροτονίαν ἔχειν ἄδειαν γαμικόν ἑαυτῷ συνιστᾶν συνοικέσιον. Εἰ δέ βούλοιτό τις τῶν εἰς κλῆρον προερχομένων γάμου νόμῳ συνάπτεσθαι γυναικί, πρό τῆς τοῦ ὑποδιακόνου ἥ διακόνου ἤ πρεσβυτέρου χειροτονίας τοῦτο πραττέτω»[14]. Η εξωτερική αντίθεση μεταξύ των κανόνων αυτών είναι αναντίρρητος, αλλ’ η συμφωνία που διέπει και τους δύο ως προς το πνεύμα μπορεί να διαπιστωθεί εάν το κέντρο βάρους αυτών τεθεί όχι στον γάμο καθ’ αυτόν, αλλά στην προ της χειροτονίας των διακόνων διαδικασίαν κατά τον ι΄ κανόνα της εν Αγκύρα συνόδου. Το ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας αυτής έγκειται στην προ της χειροτονίας διάθεση του προς χειροτονίαν υποψηφίου, ο οποίος όφειλε να δηλώσει ρητά, εάν είχε αποφασίσει να ενταχθεί στις τάξεις του εγγάμου ή του αγάμου κλήρου. Αυτός που πείρε την απόφαση της αγάμου διακονίας επικυρώνει με την χειροτονία την απόφασή του αυτή, όπως ο μοναχός επικυρώνει αυτήν δια της μοναχικής κουράς. Ο ι΄ κανόνας της εν Αγκύρα συνόδου δεν επιτρέπει τον γάμο των διακόνων γενικώς, αλλά μόνο εκείνων, οι οποίοι δήλωσαν προ της χειροτονίας ρητά ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον άγαμο βίο. Η σαφής αυτή δήλωση αίρει κατ’ ουσίαν την αντίθεση του κανόνα αυτού με τον στ΄ της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου, διότι και η απόφαση των μετά την χειροτονία τελούντων γάμο διακόνων είχε δηλωθεί ρητά και εγκριθεί από την εκκλησία πριν της χειροτονίας και δεν αθετούνταν δια σιγής η και επεφρασμένα η δοθείσα υπόσχεση αφιερώσεως στην εις άγαμον διακονία στην εκκλησία. (Η οικονομία της εν Αγκύρα τον Δ΄αιώνα. Όμως μετά η Πενθέκτη για την πηγή των δεινών και καταχρήσεων για την εκκλησία, γι’ αυτό ήρθη. Γι’ αυτό και η διαφορά των ποινών).
Η υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ των κανόνων ε΄Αποστολικού και ιβ΄ της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου είναι ανυπόστατη, διότι ο δεύτερος αποτελεί απλή τροποποίηση του πρώτου σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον Ζ΄ αιώνα συνθήκες για τον γάμο των επισκόπων. Έτσι ο ε΄ Αποστολικός κανόνας ορίζει ότι «ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα μή ἐκβαλλέτω προφάσει εὐλαβείας· ἐάν δέ ἐκβάλῃ ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δέ καθαιρείσθω»[15]. Ο ιβ΄ κανόνας της Πενθέκτης εν Τρούλλω ορίζει ότι «ἐάν «… οἱ τῶν ἐκεῖσε θεοφιλέστατοι πρόεδροι συνοικεῖν ταῖς ἰδίαις γαμεταῖς καί μετά τήν ἐπ’ αὐτοῖς προελθοῦσαν χειροτονίαν οὐ παραιτοῦνται, πρόσκομμα τοῖς λαοῖς τιθέντες καί σκάνδαλον. Πολλῆς οὗν ἡμῖν σπουδῆς οὔσης τοῦ πάντα πρός ὠφέλειαν ὑπό χεῖρα πομνίων διαπράττεσθαι ἔδοξεν, ὥστε μηδαμῶς τό τοιοῦτον ἀπό τοῦ νῦν γίνεσθαι. Τοῦτο δέ φαμέν οὐκ ἐπ’ ἀθετήσει ἤ ανατροπῇ τῶν ἀποστολικῶς νενομοθετημένων, αλλά τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐπί τό κρεῖττον προκοπῆς τῶν λαῶν προμηθούμενοι καί τοῦ μή δοῦναι μῶμόν τινα κατά τῆς ἱερατικῆς καταστάσεως»[16]. Κατά τις αρχές του Δ΄ αιώνα η κανονική της εκκλησίας παράδοση δεν απέκλειε της επισκοπής τους εγγάμους όπως κατά τον Ζ΄ αιώνα. Ευνόητο ότι το περιεχόμενοτου ιβ΄ κανόνος της Πενθέκτης εν Τρούλλω συνόδου εκφράζει την δια ποιμαντικούς λόγους επιβληθείσα αρχή της αγαμίας των επισκόπων και όχι το κανονικώς ασυμβίβαστο του επισκοπικού αξιώματος και του γάμου, γι’ αυτό και η αγαμία των επισκόπων συνδέεται με «τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐπί τό κρεῖττον προκοπῆς τῶν λαῶν».
Τα άλλα δύο υποτιθέμενα παραδείγματα των ‘’αντιθέσεων’’ των κανόνων στον Αρχοντώνη οφείλονται σε παρερμηνεία των κανόνων αυτών (όρκος και μεταθετό επισκόπων).
Πραγματική λοιπόν κατ’ ουσίαν και κατά πνεύμα αντίθεση των ι. κανόνων είναι ανυπόστατη, οι δε συνήθως προβαλλόμενες αντιθέσεις είναι φαινομενικές αφού δεν συνδέονται με το πνεύμα ολόκληρης της κανονικής παράδοσης.
Ο Αρχοντώνης αναφερόμενος στους κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς σημειώνει πολύ συνοπτικά στη διατριβή του: «Δέν δύναται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόκους καί ἐτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά τήν τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά ‘’ἀρδεύση’’ πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός ‘’ζωογονίαν’’. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται και δεν πρέπει να ζῆ ἐκτός τόπου καί χρόνου»[17]. Στην ως άνω εργασία αναφέρεται χωρίς να διευκρινίζεται ότι πρέπει να καταργηθούν οι κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς διότι «περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά ‘’ἀρδεύση’’ πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός ‘’ζωογονίαν’’. Ἐπιβάλλεται τροποίησις ὡρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον». Μας λέει δηλαδή ότι εμείς σήμερα μπορούμε να αναδειχθούμε πιο φιλέυσπλαχνοι και άνθρωποι με περισσότερη αγάπη από τους Αγίους που συνέταξαν, επικύρωσαν και μέσα στους αιώνες εφάρμοσαν τους κανόνες της Εκκλησίας μας; Η μήπως οι Άγιοι από αφιλάδελφο πνεύμα ή και μίσος συνέτασσαν και εφάρμοζαν τους ιερούς κανόνες; Μας προτείνει δε ακόμη και την τροποποίηση των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις με ετεροθρήσκους! (Ινδουιστών, κλπ).
Άλλος πολέμιος των ι. κανόνων ήταν και ο ‘’Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων’’ κ. Αθηναγόρας. Στο περιοδικό της Αρχιεπ. Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας, «’Ορθόδοξος Κῆρυξ»( Μάρτιος-Ἀπρίλιος του 1972) ο Αθηναγόρας δημοσιεύει το κείμενο «Πρός Κανονολόγον θεολογικαί παραινέσεις», στο οποίο ‘’παρενεί’’ τον κανονολόγο Καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή Αθηνών κ. Μουρατίδη στην ερμηνεία των ι.κανόνων.
Γράφει ότι στον 51ο κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου «ἀφορίζονται καί καθαιροῦνται οἱ Κληρικοί καί οἱ Μοναχοί ἄν παρευρεθοῦν εἰς παράστασιν κωμικήν ὅπου παρουσιάζονται ζῶα ὡς ἐλέφαντες, πίθηκοι ἄρκτοι κλπ. Καί ἡ ἀθώα αὐτή παράστασις ἐνῶ ἐπιτρέπεται εἰς τούς Λαϊκούς, ἀπαγορεύεται εἰς τους Κληρικούς»[18].
Ο Καθηγητής κ. Μουρατίδης μας απαντάει[19] ότι «αυτός ο κανόνας αποδίδεται εσφαλμένα από τον Σεβ. Θ. διότι δεν αφορά μόνο τους κληρικούς αλλά και τους λαϊκούς και ρητά ομιλεί περί «κυνηγίων θεώρια» με την οποία φράση δηλώνεται όπως παρατηρούν οι κορυφαίοι Βυζαντινοί κανονολόγοι Ζωναράς και Βαλσαμών, όχι τα συνήθη ξυνήγια όπως π.χ. τα λαγοκυνήγια αλλά «αἱ θηριομαχίαι· αὗται γάρ κωλύονται»[20]. Όπως παρατηρεί πολύ εύστοχα ο Ζωναράς δίκαια ο κανόνας απαγορεύει την παρακολούθηση των θηριομαχιών στα στάδια «ὡς ὠμότητα κατηγοροῦντα τῶν θεωμένων καί τάς ἑτέρων συμφοράς χαρμονάς οἰκείας λογιζομένων»[21]. Ο Καθηγητής ρωτά τον Θυατείρων αν θεωρεί αθώα και επιτρεπόμενη στα μέλοι της Εκκλησίας του Χριστού την παρακολούθηση θηριομαχιών και την ενδεχόμενη κατασπάραξη από τα θηρία αγωνιζομένων εναντίων τους συνανθρώπων; Έτσι ώστε από την αγωνία και την δυστυχία αυτών να ηδονίζωνται και ψυχαγωγούνται οι πιστοί; Πώς ομιλεί για αθώες κωμικές παραστάσεις, όταν ο κανόνας αναφέρεται στις επι σκηνής ορχήσεις για τις οποίες ο Ζωναράς γράφει ότι «εἰς ἀκολασίαν τούς ὁρῶντας ἐκκαλουμένων»[22].
Μετά από τα παραπάνω, καμία νομίζουμε δεν δικαιολογείται αμφιβολία ως προς το απόλυτο κύρος των ιερών κανόνων. Ο μεγαλύτερος των νεοτέρων κανονολόγων Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέει: «Αὕτη ἡ βίβλος (δηλ. η συλλογή των ιερών κανόνων- το Πηδάλιο) εἶναι ἡ μετά τάς ἁγίας Γραφάς, ἁγία Γραφή, ἡ μετά τήν Παλαιάν καί Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τά μετά τά πρῶτα καί θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καί θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστί τά αἰώνια ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν, καί νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τόν αἰώνα… τους ὁποίους σύνοδοι οἰκουμενικαί τε καί τοπικαί διά πνεύματος ἁγίου ἐθέσπισαν… Αὕτη ὡς ἀληθῶς ἐστι, καθώς αὐτήν ἐπωνομάσαμεν, τό Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τοῦ ὁποίου αὕτη κυβερνωμένη, ἀσφαλῶς τούς ἐν αὐτῇ ναύτας καί ἐπιβάτας, ἱερωμένους τε λέγω καί λαϊκούς, πρός τόν ἀκύμαντον παραπέμπει τῆς ἄνω βασιλείας λιμένας»[23].
Βέβαια όπως διαπιστώνεται εκ των πραγμάτων, οι παραπάνω εσφαλμένες εκτιμήσεις και παρανοήσεις, δεν θα γινόντουσαν εφ’ όσον θα γινόταν μια καθ’ αυτό θεολογική θεώρηση των ιερών κανόνων με γνήσια εκκλησιαστικά κριτήρια και με το πνεύμα της Εκκλησίας δηλαδή των ιερών κανόνων. Δεν υπάρχει συμπερασματικά θέμα καταργήσεως των ιερών κανόνων, ούτε τροποποιήσεως αλλά αναγνωρίσεως του κύρους και επιγνώσεως της αξίας και εφαρμογής αυτών, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἐνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»[24].
[1] Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β’Ἀθῆναι 1959, σελ. 402.
[2] Πρβλ. το Ψαλμ. 118, 86: «Πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου ἀλήθεια».
[3] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. Β’, Ἀθήνησι 1852 σελ. 309-310. Στον κανόνα αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι κανόνες της Ζ’ Οικουμ. Συνόδου, καθ’ όσον είναι ισόκυροι προς αυτούς.
[4] Πρβλ. Γ. Καψάνη, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς κανόνας, Πειραιεύς 1967 σελ. 59 ἐπ.
[5] Ἰω. Καρμίρη, Δογματικῆς τμῆμα Ε΄, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, σελ. 520.
[6] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σσ. 554-556.
[7] Κ. Μουρατίδου, Οἱ ἱεροί κανόνες «στῦλος καί ἑδραίωμα» τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1972, σελ. 9.
[8] Πρβλ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη (Ἀρχιμ. καί νῦν ‘’Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου’’), Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1970 σελ. 15 και 44.
[9] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σελ. 85.
[10] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Δ’, σελ. 159.
[11] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σελ. 33.
[12]Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Γ’, σελ. 342.
[13] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Γ’, σσ. 39-40.
[14] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σελ. 318.
[15] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σελ. 7.
[16] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σσ. 330-331.
[17] Βαρθολομαίου, ὅπ, παρ, σελ. 73.
[18] «Ὀρθόδοξος Κῆρυξ», «Πρός Κανονολόγον Θεολογικές Παραινέσεις», Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1972 σελ. 4
[19] Κων. Μουρατίδου, Τό αἰώνιον κῦρος τῶν ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1972 σσ. 34-36.
[20] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σελ. 426.
[21] Γ. Ράλλη –Μ. Ποτλῆ, ὅπ., παρ. τόμ. Β’, σελ. 425.
[22] Το ίδιο, όπ. παρ. σελ 25.
[23] Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1957, σελ. 16.
[24] Ἐφεσ. 4, 13.