Το δόγμα της Μίας Αγίας Καθολικής Εκκλησίας
Υπό Iερομ. Μακαρίου Παλαιολόγου
Στον 20ο και 21ο μ. Χ. αιώνα δημοσιεύθηκαν διάφορα κείμενα από καθηγητές, θεολόγους, Κληρικούς, οι οποίοι έθεσαν σοβαρά ερωτήματα γύρω από εκκλησιολογικά θέματα και προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε Θεολογικά θέματα με ανακριβείς απαντήσεις. Αυτές δε οι απαντήσεις είναι εντελώς αντίθετες με τα Συνοδικά και Εκκλησιολογικά κείμενα μέχρι και τον 19ο αιώνα τα οποία και εκδίδονταν επισήμως από την Εκκλησία και που υπήρχε κατά βάση μια σαφής εκκλησιολογική συνέχεια, όπως φαίνεται στο κείμενο των Πατριαρχών της Ανατολής το 1848.
Έτσι τους δύο τελευταίους αιώνες άρχισε μια ασάφεια και διγλωσσία στα εκκλησιολογικά κείμενα που εκδίδονται και εκφωνούνται σε διάφορες περιπτώσεις. Η διγλωσσία και η ασάφεια φαίνεται στα θέματα τι είναι Εκκλησία, ποια είναι τα μέλη της, τι είναι αίρεση, πως αποδέχεται η Εκκλησία τους αιρετικούς όταν επιστρέφουν σε αυτήν κ. ά. Για να φανεί η διαφορά αντιμετωπίσεως των θεμάτων από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και από τους σύγχρονους θεολόγους, θα αναφέρουμε δύο-τρία παραδείγματα ώστε να φανεί η σύγχυση πάνω στα εκκλησιολογικά θέματα.
Πρώτο παράδειγμα είναι ένα κείμενο που εξέδωσε η Αρχιεπισκοπή Θυατείρων το έτος 1975 με τίτλο: «Ἡ ομολογία Θυατείρων» η οποία γράφτηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μ. Βρατανίας Αθηναγόρα Κοκκινάκη, και εκδίδεται «ευλογία καί εγκρίσει τοῦ Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως»[1]. Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ἡ Μία Ἐκκλησία καί αἱ Ἐκκλησίαι» γίνεται αναφορά στο ποιά είναι τα μέλη της Εκκλησίας και ποιοί έχουν μυστήρια εντάσσοντας μαζί με τους Χριστιανούς Ορθοδόξους, τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Αγγλικανούς, τους Κοπτοαρμενίους και Αιθίοπες, Λουθηρανούς και άλλους Προτεστάντες[2]. Παρόμοια θέση έχουν και καθηγητές οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτοχαρακτηρίζεται ως Ανατολική υπονοώντας «σαφέστατα» (sic) ότι υπάρχει και η Δυτική Εκκλησία ή αφού ονομάζουμε την Εκκλησία Ορθόδοξη άρα υπάρχει και η Καθολική (υπον. Τους Παπιστές). Επιστρατεύουν δε ως επιχειρήματα για να υποστηρίξουν την άποψή τους και κείμενα Δογματικά και Συμβολικά της Ορθοδοξίας της 2ης χιλιετίας τα οποία παρερμηνεύουν.
Ένα σημαντικό γνώρισμα της Εκκλησίας που είναι η ενότητα της, φαίνεται από την ταυτότητα της πίστεως, των πιστών που ομολογούν την μία και ίδια διδασκαλία, αποδεχομένων τις βάσεις της λατρείας και του πολιτεύματος χωρίς σχισμάτων και ετεροδιδασκαλιών. Είναι φανερό ότι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού και ο γνήσιος του Χριστιανισμού τύπος δεν μπορεί να είναι ούτε η νεωτερίσασα στο δόγμα και στην διοίκηση Δυτική ομάδα , ούτε οι Διαμαρτυρόμενοι οι οποίοι γκρέμισαν το κύρος και την αυθεντία της παραδόσεως και την χριστιανική διδασκαλία αλλά μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία κρατάει την αρχαία παράδοση, την παρακαταθήκη της πίστεως όπως πολλοί και εκ των αιρετικών ομολογούν. Αφού αποτελεί η Ορθόδοξος Εκκλησία τη αληθινή του Χριστού Εκκλησία, κάθε χριστιανική ομολογία δεν μπορεί να αποτελεί γνήσιο και ισόκυρο μέλος της αληθινής Εκκλησίας, σε μια δε πιθανή ένωση με τους εκτός αυτής, δεν αποτελεί αποκατάσταση της διαρραγείσης και αφανισθείσης ενότητος της Εκκλησίας, αλλά μόνο επιστροφή στη γνήσια του χριστιανισμού μορφή. Μεγαλύτερης προσοχής είναι άξια, η διάκριση των χριστιανικών δογμάτων σε αναγκαία ή θεμελιώδη και δευτερεύοντα ή επουσιώδη, και σύμφωνα με αυτή την αξίωση άλλο είναι η αίρεση, άλλο η ετεροδοξία, η δε μία του Χριστού Εκκλησία αποτελείτε από εκκλησιών χωρισμένων σε άλλα, συναδουσών όμως σε θεμελιώδη άρθρα της πίστεως. Γνώμονας όμως για την διάκριση των χριστιανικών αληθειών είναι η έννοια της σωτηρίας, δηλαδή η επίκληση ουσιωδών δογμάτων που είναι απαραίτητα για την αιώνια ζωή, και ανουσίων τα οποία δεν αναιρούν την σώζουσα πίστη και τα οποία δεν αποκλείουν την ουράνια βασιλεία. Αυτός ο διαχωρισμός όμως είναι απαράδεκτος. Έτσι τους χριστιανούς πρέπει να τους ενδιαφέρει όχι ποιο είναι το θεμελιώδες και ποιο όχι αλλά τι καθόλου δίδαξε ο Χριστός, οι Απόστολοι και το τηρεί αλάθητα η Εκκλησία. Από αυτή την άποψη και οι ετερόδοξοι, που αρνούνται επιμέρους αλήθειες είναι εξ’ ίσου αιρετικοί. Γι’ αυτό παρατηρεί και ο Ευγένιος Βούλγαρης δογματολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, «Οὐ τούς περί τά βασιμώτατα καί πρῶτα ἦ φασι τῶν μυστηρίων, οἷον τριάδα, ἐνσάρκωσιν καί τά τοιαῦτα κακοδοξοῦντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀποκρουστέον, ἀλλά καί τούς περί τά δεύτερα καί ἐξ’ ἐκείνων ἥ ἐπ’ ἐκείνοις βεβηκότα… τῷ ὄντι γάρ μικρά ζύμη ὅλον τό φύραμα ζυμοῖ καί τό ἐγχωροῦν τῇ ἀκροτάτῃ ἀληθείᾳ ψεῦδος οὐκέτι ἀκηλίδωτον ἀφίησι καί καθαρόν»[3]. Άλλωστε αυτή η διάκριση των δογμάτων είναι άγνωστη στην αρχαία Εκκλησία, και ούτε από την γραφή μαρτυρείτε ούτε από την παράδοση και επινοήθηκε στους χρόνους της μεταρρυθμίσεως για να υποστηρίξουν και οι Προτεστάντες και μετά οι Παπικοί ότι όλοι μαζί αποτελούμε την μία Εκκλησία και δυστυχώς τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιούν και ταγοί της Εκκλησίας και Θεολόγοι. Όμως έχουμε επίσημες μαρτυρίες της Εκκλησίας και των Αγίων, ότι μόνο οι Ορθόδοξοι έχουμε την αληθινή Εκκλησία. Και για να αντιμετωπίσουμε το κυρίως θέμα που είναι η ονομασία της Εκκλησίας ως «Ανατολικής» και ως «Ορθοδόξου» που δεν υποδηλώνει μέρος της Εκκλησίας αλλά την Μία Αγία Καθολική Εκκλησία, θα χρησιμοποιήσουμε κάποια κείμενα Εκκλησιολογικά της 2ης χιλιετίας της Εκκλησίας για να διαπιστώσουμε και να φανερώσουμε την αλήθεια αυτή.
Αρχικά αυτοί που ισχυρίζονται ότι η Ανατολική Εκκλησία δεν θεωρεί καθόλου τον εαυτό της, ως την μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, και οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους «ορθοδόξους» ενώ αμαρτάνουν στο δόγμα της Μίας Αγίας Καθολική Εκκλησίας, στηρίζονται είτε σε εκφράσεις φιλόφρονες είτε αόριστες που βρίσκονται σε ορθόδοξα έργα ή εκκλησιαστικά γράμματα. Αλλά από τις φιλόφρονες και αόριστες και αμφίβολες εκφράσεις δεν μπορεί να διαμορφώσει κανείς την γνώμη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στον λόγο υπάρχουν κάποιες φορές εκφράσεις, οι οποίες αποξενωμένες παρερμηνεύονται και αυτός που θέλει να ερμηνεύσει αυτές πιστά, χωρίς να πέσει σε άλλες δοξασίες, πρέπει να δει την διάνοια και την πρόθεση του συγγράμματος ή του σχετικού τμήματος του κειμένου.
Ως το πρώτο σκέλος του θέματος για το ποια είναι η συνείδηση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας για τον εαυτό της, θα αντλήσουμε την απάντηση μας μέσα από τα δογματικά και συμβολικά κείμενα της 2ης χιλιετίας.
Πρώτο παράδειγμα οι αποκρίσεις των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής, δηλαδή των Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Γ’, Αλεξανδρείας Σαμουήλ, Αντιοχείας Αθανασίου Γ’, και Ιεροσολύμων Χρυσάνθου προς τους Αγγλικανούς Ανωμότους (1716/1725), οι οποίοι ήθελαν να ενωθούν με την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας, αφ’ όσον θεωρούσαν τους εαυτούς τους ότι αντιπροσώπευαν και συνέχιζαν την αίγλη των Ορθοδόξων. Οι Πατριάρχες τους απάντησαν ότι πρέπει να αποδεχθούν ολόκληρη την Ορθόδοξη διδασκαλία[4].
Τι απάντησαν: «Ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καί ἄμωμος καί εἰλικρινεστάτη πίστις, τῆς Ἀνατολικῆς δηλαδή εὐσεβοῦς καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὐδέποτε ἀλλόκοτα καί ἀλλότρια τῆς τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν διδασκαλίας ἐδέξατο δόγματα, ἀλλ’ ἐκεῖνα καί μόνα διακρατεῖ καί φυλάττει ἀεί, ὅσα παρ’ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς καί θείαις Γραφαῖς ἐδιδάχθη, ἅπερ δηλαδή οἱ τε ἀπόστολοι ἐδίδαξαν καί αἱ ἅγιαι καί οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἐθέσπισαν καί ἐκύρωσαν καί παρέδωκαν ἡμῖν, ἅπαιρ ἡμεῖς μέχρι τοῦδε καί ἐφυλάξαμεν καί φυλάττομεν ἀπαράτρωτα καί ἀπαρασάλευτα. Διό αὕτη μόνη ἐστί δικαίως ἀληθής, καθαρά καί εὐσεβεστάτη, μηδέν ἐχόντων ὅλως τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἄλλως φρονούντων… ἔστι γάρ καί διαμένει ἄσπιλος καί καθαρωτάτη. Ὅτι δέ αὐτή μόνη ἡ τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων (πάλαι μέν Ἑλλήνων, νῦν δέ Γραικῶν καί νέων Ρωμαίων διά τήν νέαν Ρώμην καλουμένων) χριστιανῶν πίστις ἐστί ἀληθής καί μόνη ἀκραιφνεστάτη…»[5].
Έπειτα χτυπώντας δογματικά σφάλματα των Λατίνων γράφουν: «Ἔστωσαν παράδειγμα οἱ νῦν Παπισταί πῶς γάρ ἄν αὐτοί τό μή μεταδιδόναι τοῖς πιστοῖς τά μυστήρια τῆς εὐχαριστίας διά δύο εἰδῶν, ἄρτου φημί καί οἴνου, ἀλλά δι’ ἐνός καί μόνου… ἤ πῶς ἄν ἐκ τῶν Γραφῶν ἀποδείξωσι τήν θρυλλουμένην τοῦ Πάπα μοναρχίαν…, ἤ πῶς ἄν ἀποδείξειαν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ το Πνεύμα ἐκπορεύες, Αὐτά ταῦτα ποιοῦσι καί πάντες οἱ λοιποί τῶν αἱρετικῶν…. Ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος ἀνατολική καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, οὐδέν ἀλλότριον τῆς τοῦ Κυρίου διδασκαλίας παρεδέξατο ἤ ἀπᾶδον Θεῷ δόγμα, οὔτε παρά τῶν σχισματικῶν Παπιστῶν ἠρανίσατο»[6].
«Ὕστερον μέντοι πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ρώμης πάπας ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη. καί νῦν ἐστι οἷον διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου ἱστίου τῆς πνευματικῆς ὁλκάδος τῆς Ἐκκλησίας, ὄπερ ἐκ πέντε πρότερον συνίστατο καί συνέρραπτο μερῶν. Νῦν δέ τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ρηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί συνερραμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου πέλαγος, καί κούφως διαπερῶμεν τά κύματα τῶν αἰρέσεων, μέχρις οὗ εἰς τόν εὔδιον καταντήσωμεν τῆς σωτηρίας λιμένα. Ἐκεῖνος δέ, τό πεμπτημόριον τεμάχιον, τοῦ ὅλου ἱστίου ἀπσχισθεῖς, καί διαμείνας καθ’ ἑαυτόν ἐν διερρωγότος ἱστίου μικρῷ τεμαχίῳ, οὐκ ἄν ποτέ διαπλεύσειε… ἕως ἄν καί αὖθις προσέλθη τῇ καθολική ἀποστολική ἀνατολική ἀμωμήτῳ ἡμῶν πίστει, καί συρραφείη τῷ οὗ πρότερον ἀπεσχίσθη ἱστίῳ»[7].
Στις αποκρίσεις τους οι Πατριάρχες της Ανατολής και οι Ορθόδοξοι επίσκοποι, μιλούν για σχίσμα των Λατίνων, τους αποκαλούν συνεχώς παπιστές, και τους τονίζουν ότι πρέπει να ενωθούν με την μόνη αληθινή πίστη των Ορθοδόξων.
Επόμενο κείμενο είναι η Συνοδική επιστολή της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως προς τους Ορθοδόξους Αντιοχείς το 1722, που προτρέπει τους Αντιοχείς να προφυλαχθούν από τις αιρετικές δυτικές καινοτομίες που εισχωρήσαν στην Αντιόχεια: Οι Λατίνοι, « ἐσχίσθησαν ἀπό τήν καθόλου Ἐκκλησίαν, καί ἐπενόησαν τόσας καινοτομίας καί νεωτερισμούς εἰς τά τῆς εὐσεβοῦς πίστεως δόγματα καί παραδόσεις. … » Οι Λατίνοι «δέν ἄφησαν κανένα δόγμα καί μυστήριον καί παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ὁποῦ νά μήν τό φθείρουν καί νά τό νοθεύσουν… . Ὅτις δέ τολμήσει ἀπό λόγου σας νά ἀθετήσει τά δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί νά παρασαλεύση κανένα ἀπό αὐτά καί νά δεχθῇ κανένα νεωτερισμόν καί ἀπάτην καί ψεῦδος τῆς λατινικῆς κακοδοξίας, ἄς γνωρίζῃ βεβαίως ὁ τοιοῦτος, ὅτι ἁμαρτάνει θανάσιμα, ἐπειδή καί εὐγαίνει ἀπό τά ὅρια τῆς εὐσεβείας, καί γίνεται ὑπόδικος καί ὑπεύθυνος τῇ αἰωνίᾳ κολάσει καί ὡσάν ἀσεβής καί αἱρετικός λογισθήσεται παρά Θεῷ, λαμβάνοντας τάς ἀράς τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Συνόδων καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας,ὡς παραβάτης καί καταφρονητής τῆς διδασκαλίας καί παραδόσεως αὐτῶν»[8].
Επόμενο κείμενο τμήμα το οποίο θα παραθέσουμε είναι Η ομολογία πίστεως της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1727.
Σε αυτήν λέει μεταξύ πολλών άλλων ότι : «Τόν δέ Πάπαν Ρώμης οὐ κεφαλήν ἡγεῖσθαι τῆς ἁγίας καί καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά μέλος ὄντα ὑποκεῖσθαι ταῖς Συνόδοις, καί ὡς δυνάμενον ἀμαρτῆσαι… τοῦ ὀρθοῦ καί τοῦ ἀληθοῦς, κρίνεσθαι τε καί ἀνακρίνεσθαι καί διορθοῦσθαι καί παιδείαις ἐκκλησιαστικαῖς ὑποβάλλεσθαι, ὅτε τύχοι ἄν πταῖσαι, ὑπό τῆς ἱερᾶς Συνόδου, ὡς μέλος ὤν, ἀλλ’ οὐ κεφαλή τῆς ἁγίας καί καθολικῆς Ἐκκλησίας. καί τοῦτο δέ ὁπηνίκα συμφρονῇ τοῖς λοιποῖς ἁγιωτάτοις Πατριάρχαις ἐν τοῖς περί εὐσεβείας καί πίστεως λόγοις, καί τά αὐτά δοξάζων ᾖ δόγματα τῆς καθόλου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μήν δέ ὅταν σχισματικός ἐστι, καί ξ΄πενα καί ἀλλότρια καί ἀπάδοντα τῇ εὐσεβείᾳ φρονῇ. τότε γάρ οὐδ’ ὡς μέρος αὐτόν ἀποδέχεσθαι χρή»[9].
Το δογματικό και Συμβολικό αυτό κείμενο των Πατριαρχών της Ανατολής χαρακτηρίζει Καθολική Εκκλησία, την Ορθόδοξη Ανατολική και μιλάει για την αρχαία Ρωμαϊκή Εκκλησία η οποία και αυτή πρώτα ήταν Ορθόδοξη άρα ανήκε στην Καθολική Εκκλησία. Το αμέσως προαναφερθέν κείμενο όμως, δείχνει ξεκάθαρα ότι οι Παπιστές αφού δεν ορθοδοξούν δεν ανήκουν ούτε καν ως μέρος στην Εκκλησία. Άρα είναι παραπλανητικό κάποιος να υποστηρίζει ότι εδώ το κείμενο αποκαλεί τους Λατίνους ως «μερική Εκκλησία».
Στην απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής (Ανθίμου Κωνσταντινουπόλεως, Ιεροθέου Αλεξανδρείας, Μεθοδίου Αντιοχείας και Κυρίλλου Ιεροσολύμων), προς τον πάπα Πίον Θ’ (1848) αναφέρεται ότι όπως η αρχαία αίρεση του αρειανισμού είχε απλωθεί σε μεγάλο μέρος του κόσμου έτσι και τώρα συμβαίνει με την αίρεση του Παπισμού, αλλά όπως εξαφανίσθηκε αυτή το ίδιο θα συμβεί και στον παπισμό[10].
Το Άγιο Σύμβολο της Πίστεως, (Πιστεύω εις έναν Θεόν) «συνάψει τάς Εκκλησίας τῆς Δύσεως τῇ Καθολική ἁγία Ἐκκλησία, ἐν ἧ καί ἡ κανονική πρωτοκαθεδρία τῆς αὐτοῦ Μακαριώτητος καί αἱ ἕδραι ἁπάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως κεναί καί ἕτοιμαι διατελοῦσιν»[11].
Και προσθέτει : «Ἀλλ’ ἕως ἄν γένηται αὕτη ἡ ἐπιθυμητή τῶν ἀποστησασῶν Ἐκκλησιῶν ἐπιστροφή εἰς τό σῶμα τῆς μιᾶς, ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἧς ὁ μέν «Χριστός κεφαλή» ἡμεῖς δέ ἕκαστος «μέλη ἐκ μέρους», πᾶσα παραίνεσις αὐτεπάγγελτος, τείνουσα εἰς κατάλυσιν τῆς πατροπαραδότου ἡμετέρας ἀμωμήτου πίστεως, οὐ μόνον ὡς ὕποπτος και φευκτέα, ἀλλά και ὡς δυσσεβής και ψυχόλεθρος δικαίως κατακρίνεται συνοδικῶς»[12].
Όλες αυτές οι μαρτυρίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι μυριότροπες εκφορές του 10 άρθρου του Συμβόλου της πίστεως «Εἰς μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», το οποίο απαγγέλει η Εκκλησία με την πίστη και την πεποίθηση ότι αυτή είναι η Εκκλησία στην οποία αναφέρονται οι ιδιότητες της Αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Το κύρος των μαρτυριών αυτών κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει διότι είναι η ομόφωνη γνώμη της Καθολικής Εκκλησίας.
Ως δεύτερο σκέλος της εργασίας θα εξηγήσουμε τα ονόματα «Ανατολική» και «Ορθόδοξη», τα οποία χρησιμοποιούν ως επιχείρημα οι βάλλοντες κατά του δόγματος της μίας αγίας καθολικής Εκκλησίας, θεολόγοι, καθηγητές, κληρικοί και αιρετικοί οι οποίοι πιστεύουν ότι η Εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της όχι ταυτιζομένη αλλά μία μοίρα της όλης Εκκλησίας και ότι υπάρχουν άλλες επιμέρους Εκκλησίες. Και αυτό το συμπέρασμα κάνει φανερό ότι παρερμηνεύουν και παραβιάζουν τα ονόματα. Όταν ονομάζει τον εαυτό της Ορθόδοξη η Ανατολική Εκκλησία δεν προϋποθέτει ούτε υπονοεί ότι υπάρχουν και άλλες εκκλησίες οι οποίες παρά την παρέκκλιση στην πίστη είναι γνήσια μέλη της Εκκλησίας, αλλά απλώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτή που πιστεύει ορθά και τίποτα παραπάνω. Ο δε χαρακτηρισμός «Ανατολική Εκκλησία» όταν υπήρχε το αρχαίο Ρωμαϊκό κράτος χρησιμοποιούνταν για να διαχωριστεί το Ανατολικό τμήμα από το Δυτικό, κέντρο του οποίου ήταν η Εκκλησία της Ρώμης. Όταν όμως μετά η Δυτική Εκκλησία καινοτόμησε την διδασκαλία, χωρίσθηκε από την Ανατολή, και η ονομασία πείρε ηθική σημασία που δήλωνε την Εκκλησία που υπερμαχεί της αρχαιοπαραδότου πίστεως σε αντίθεση με την Δυτική που παρέκκλινε. Έτσι αυτή η ονομασία παρέμεινε για να θυμίζει την υψηλή θέση της Ανατολικής Ορθοδοξίας, που συνδέεται με την αρχαία Εκκλησία, και της οποίας είναι γνήσια διάδοχος. Για δε το όνομα «Καθολική» το οποίο αντιποιούνται οι Δυτικοί ως χαρακτηριστικό για την παπιστική Εκκλησία τους, το παρερμηνεύουν και το χρησιμοποιούν για να βγάλουν λανθασμένα συμπεράσματα για την θειότητα και γνησιότητα αυτών. Έτσι κατά τους παπικούς θεολόγους αποκαλείται Καθολική η «Εκκλησία» τους, επειδή είναι διεσπαρμένη παντού και αριθμεί πολλούς πιστούς. Επειδή ο αριθμός των μελών της λατινικής «Εκκλησίας» είναι περισσότερος απ’ ότι των Ορθοδόξων, -είναι προφανές- λένε, ότι η κατά το ιερό Σύμβολο καθολικότητα της Εκκλησίας ολοκληρώνεται, στην Ρωμαϊκή «εκκλησία» και συνεπώς αυτή είναι η αληθινή του Χριστού Εκκλησία. Αλλά μια τέτοια ερμηνεία είναι εσφαλμένη διότι αν σήμαινε αυτό τότε η πρώτη ολιγάριθμη Χριστιανική Εκκλησία δεν θα ονομαζόταν έτσι και κριτήριο της αληθείας θα ήταν όχι η αλήθεια αλλά ο αριθμός. Αλλά η αλήθεια είναι πάντοτε η ίδια οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των μελών της. Εάν ο αριθμός είναι η βάση της Καθολικότητας τότε καθόλου δεν ταιριάζει να αποδώσουμε τον τίτλο αυτό στην πρώτη Εκκλησία και ο αρειανισμός μπορούσε δίκαια να αντιποιηθεί την ονομασία αυτή, αφού αριθμούσε πολλές φορές περισσότερους οπαδούς. Καθολικός κατά την ετοιμολογία σημαίνει αυτός που αναφέρεται στο όλον. Καθόσον δηλαδή το ευαγγελικό κήρυγμα διαδιδόταν σε όλο τον κόσμο και οι αιρετικοί και οι σχισματικοί διακρίνονταν από την καθόλου Εκκλησία αποτελούσαν ιδιαίτερες κοινότητες, ενώ αυτοί που κρατούσαν την ορθή πίστη ονομάστηκαν από τη αρχή Καθολική Εκκλησία. Άρα το Καθολική είναι ίσο με το Ορθόδοξη. Αυτή και μόνον είναι η σημασία της λέξεως Καθολική στο ιερό Σύμβολο και έτσι το ερμηνεύει και ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων[13]. Ακόμη και οι επιμέρους παροικίες ονομάσθηκαν καθολικές Εκκλησίες όπως η Σμύρνη « ἐπίσκοπος τῆς ἐν Σμύρνῃ καθολικῆς Ἐκκλλησίας»[14] ως ταυτιζόμενες δηλαδή με την πίστη της Καθολικής Εκκλησίας και επομένως ορθόδοξες. Τέλος αν θα διαβάσουμε όλα τα Συνοδικά κείμενα της Εκκλησίας, η συνήθης ονομασία που χρησιμοποιούν είναι η λέξη Καθολική. Ως παράδειγμα θα αναφέρω την σύνοδο των Ιεροσολύμων που αποφάνθηκε τα ακόλουθα στον 11ο όρο της: «πιστεύομεν μέλη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντας καί μόνους τούς πιστούς τούς τήν τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ δηλαδή ἀμώμητον πίστιν ὑπό τε ἐκείνου Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων δειχθεῖσαν ἀδιστάκτως πρεσβεύοντας».Και αυτή η μαρτυρία είναι αξιοσημείωτη διότι μας διδάσκει ότι οι αιρετικοί δεν αποτελούν μέλη της μίας Αγίας Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας. Για να ονομασθεί κάποια κοινότητα Εκκλησία πρέπει να έχει οντολογικά την φύση της Μίας Εκκλησίας που αυτή είναι 1)η πίστη της, 2)τα μυστήρια της, 3)η ιεροσύνη και 4) η Αποστολική διαδοχή. Άρα δεν αναγνωρίζουμε καμία εκκλησιαστική υπόσταση στους αιρετικούς.
[1] Athenagoras Kokkinakis, Archbishop of Thyateira and Great Britian, The Thyateira Confession. The Faith and Prayer of the People of God, (in English and Greek,) Published with the Blessing and Authorisation of the Ecumenical Patriarchate of Constantinople, The Faith Press, 1975.
[2] «Οἱ Χριστιανοί πιστεύουν ότι οἱ ἀληθινή χειροτονία καί ἱερωσύνη ἔχουν καί μεταδίδουν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί Ἐπίσκοποι, οἱ Κοπτοαρμένιοι καί Αἰθίοπες… Και τά μυστήρια τῶν Ἀγγλικανῶν εἶναι Μυστήρια τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὡς εἶναι καί τά Μυστήρια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν», όπου παρ. σελ. 203.
[3] Ευγένιος Βούλγαρης, Θεολογικόν, Βενετία 1872.
[4] Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, 1968, τόμος 2ος, σελ. 783.
[5] Το ίδιο, όπου παρ, σελ.789.
[6] Το ίδιο, όπου παρ, σελ.792.
[7] Το ίδιο, όπου παρ, σσ.794-795.
[8] Το ίδιο, όπου παρ, σσ. 858-859.
[9] Το ίδιο, όπου παρ, σελ.867.
[10] Το ίδιο, όπου παρ, σελ. 906.
[11] Το ίδιο, όπου παρ, σελ. 918.
[12] Το ίδιο, όπου παρ, σελ. 921.
[13] «Καθολική καλεῖται… διά τό διδάσκειν καθολικῶς καί ἀνελλιπῶς ἅπαντα τά εἰς γνῶσιν ἀνθρώπου ἐλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα» Κατηχ. 18.
[14] Μαρτ. Πολυκάρπ. 16, 2.