Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Η Πνευματολογία κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά

 

Η Πνευματολογία κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά

 

Υπό Ιερομ. Μακαρίου Παλαιολόγου

 

Κυριακή Β’ των Νηστειών,

 Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Μακάριε,

Παναγιώτατε Μητροπολίτα, Θεσσαλονίκης κ. Ευθύμιε,

Σεβασμιώτατε και Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών,

Πανοσιολογιώτατοι, Αιδεσιμολογιώτατοι, Οσιώτατες μητέρες, αγαπητοί μου αδελφοί,

ημέρα αφιερωμένη στην μνήμη του Αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, του μεγάλου αυτού Ιεράρχου, υπερασπιστού και στύλου της Ορθοδόξου Πίστεως και αγωνιστού για την διατήρηση της γνησίας και ανοθεύτου αληθείας της πίστεως. Ως γνήσιος εκπρόσωπος της Ορθοδοξίας υπήρξε ακαταμάχητος ερμηνευτής και επίμονος υπερασπιστής, γι’  αυτό και η Εκκλησίας μας τοποθετεί την εορτή του, την Κυριακή μετά την, της Ορθοδοξίας, ως συνέχεια των αγώνων του υπέρ αυτής. Δοξάζω τον Θεό για την ευκαιρία της συναντήσεώς μας αυτής, και ενασχολήσεως με σημαντικά θεολογικά θέματα όπως είναι το σημερινό επιλεγέν  θέμα, το οποίο έχει τίτλο ‘’Η Πνευματολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά’’. Το θέμα αυτό ήταν το δεύτερο ανάμεσα σε αυτά που θα επέλεγα, αλλά  κατόπιν προτροπής του Παναγιωτάτου Μητροπολίτους μας, αποφάσισα να μιλήσω όχι για το θέμα διάκρισης ουσίας και ενεργειών αλλά για την διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.  Η μορφή  και το έργο του Αγίου Γρηγορίου, αποδεικνύουν τρανώς ότι η εποχή των μεγάλων Πατέρων και γενικώς η «πατερική εποχή» δεν τελειώνει, όπως κακώς συνηθίζεται να υποστηρίζεται με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Είναι πλέον καιρός η Ορθόδοξη Θεολογία να συνειδητοποιήσει την ιστορική συνέχειά της, η οποία δεν διεκόπη ποτέ. Μόνο εάν παραδεχθούμε την «διακοπή» της Εκκλησίας και την «νέκρωσή» της σε ορισμένες εποχές, μόνο τότε δικαιολογούμαστε να παραδεχθούμε την ύπαρξη θεολογικώς «κενών εποχών» στην ζωή της. «Πατερική εποχή» είναι κάθε εποχή, η οποία χαρίζει αγίους στην Εκκλησία. Κάθε άγιος είναι πατήρ της Εκκλησίας και κάθε εποχή των Πατέρων είναι η ίδια με την εποχή της Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ένας εκ των πλέον αντιπροσωπευτικών μαρτύρων αυτής της ζωντανής συνέχειας της πατερικής εποχής. Η μορφή του Αγίου, πιστεύω έχει αποκτήσει τις πραγματικές διαστάσεις της, και ευλόγως δεν είναι απλώς ένας άγιος της Εκκλησίας, , αλλά ως θεολογική μορφή είναι η δημιουργική συνέχεια και ανάπτυξη ολόκληρης της πατερικής σκέψεως. Έτσι όπως μετά τον Άγιο Αθανάσιο ήταν αδιανόητη η θεολογία χωρίς εκείνον, και μετά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, χωρίς τον Άγιο Μάξιμο, έτσι και μετά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι αδιανόητη η Θεολογία η Ορθόδοξη χωρίς εκείνον.

 Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)[1]

Ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου, Κωνσταντίνος Παλαμάς, ήταν συγκλητικός, μέλος της αυτοκρατορικής αυλής και φίλος του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Β’. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γεννήθηκε το 1296 μ. Χ. Πολύ νωρίς πέθανε ο πατέρας του και εκείνος στην ηλικία των 7 ετών έγινε προστατευόμενος του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Γ’. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την φιλοσοφία. Στην ηλικία κοντά των 17 ετών άφησε τις σπουδές και μελετούσε ασκητικά έργα και επιδόθηκε στην άσκηση. Ο αυτοκράτορας τον προόριζε για ανώτατα αξιώματα, αλλά εκείνον τον ένοιαζε η νοερά προσευχή. Στα 20 έμεινε σε διάφορα μοναστήρια της Θράκης  του Αγίου Όρους και της Μακεδονίας. Κατόπιν έγινε ιερέας το 1326 μ. Χ στην Θεσσαλονίκη.  Η εισβολή των Σέρβων από τον Στέφανο Δουσάν στην Βέροια, οι λεηλασίες και ο εξανδραποδισμός, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στον Άθωνα. Στο κελλί του Αγίου Σάββα και σε αυτήν την εποχή μετασχηματίζεται και ο λόγος του από ηθικός σε δογματικό εντολή την οποία έλαβε σε όραμα. Νόμιζε, καλυφθείς από ελαφρά σκιά ύπνου, ότι κρατούσε στα χέρια του σκεύος γεμάτο από γάλα, το οποίο ξαφνικά φούσκωνε και άρχισε να εκχειλίζει, ενώ συγχρόνως μεταβαλλόταν σε οίνο εύγευστο  ο οποίος ανέδυε ευχάριστη ευωδία. Νέος επιφανής Άγγελος εμφανίσθηκε, τον επετίμησε με τους λόγους «διατί δεν μεταδίδεις από το θείον τούτο ποτόν το οποίο αναβλύζει κατά θαυμαστό τρόπο, αλλά το αφήνεις να χύνεται ματαίως;». Αντιλήφθηκε ο Άγιος ότι η έννοια της οπτασίας ήταν ότι έπρεπε να δώσει στον λόγο του υψηλό και δογματικό περιεχόμενο και έτσι άρχισε να γράφει[2]. 

Το 1334 επί αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Γ’, ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για επανάληψη διαπραγματεύσεων περί ενώσεως των εκκλησιών αντιπρόσωποι του πάπα, ο Ιταλός Φραγκίσκος, επίσκοπος Χερσώνος και ο Άγγλος Ριχάρδος, επίσκοπος Βοσπόρου. Τούς δύο θεολόγους αντιμετώπισε τότε ένας «ορθόδοξος» της Δύσεως, Βαρλαάμ ο Καλαβρός. Οι θεολογικοί κύκλοι της Ανατολής θεώρησαν ότι ο Βαρλαάμ με όσα εισηγήθηκε περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το θέμα. Ο βιογράφος του Παλαμά παρατηρεί ότι ο Βαρλαάμ, αναλαμβάνοντας δήθεν να ελέγξει τους Λατίνους για την προσθήκη του Filioque απέτυχε, διότι προσπάθησε να θεραπεύσει το κακό των Λατίνων με νέο μεγαλύτερο κακό[3]. Τότε ο Άγιος Γρηγόριος εκλήθη να πάρει μέρος στον διάλογο και οι τίτλοι ακόμη των έργων του περί «ἀποδεικτικού» λόγου, δείχνουν την αντίθεση του και στον Βαρλαάμ.

 Ο Βαρλαάμ υποστήριζε ότι ο ισχυρισμός των Λατίνων περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού δεν στηρίζεται στην λογική, διότι το θείο είναι ακατάληπτο. Η θέση αυτή καθώς ήταν σύμφωνη με τις φυσιολογικές προϋποθέσεις του Βαρλαάμ, υπέσκαπτε τα θεμέλια του ορθοδόξου δόγματος γι’ αυτό ο Παλαμάς συνέταξε τα έργα του «Λόγοι δύο ἀποδεικτικοί περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» στους οποίους τονίζει ότι υπάρχει επί του Θεού απόδειξη, αλλ’ αυτή είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου ενώ απαντά κυρίως στις προτάσεις των Λατίνων και των Λατινοφρόνων.

Πρώτος που απέκρουσε την προσθήκη του Filioque υπήρξε ο Άγιος Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μέγας. Επιχειρήματα του Αγίου Φωτίου χρησιμοποιεί και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Ο Άγιος Γρηγόριος αρχίζει τον λόγο του κάνοντας αναφορά στον διάβολο και στους υπάκοους σε αυτόν αιρετικούς (αρειανούς, Ευνομιανούς, Μακεδονιανούς) και γράφει γι’ αυτούς ότι εκπροσωπούν τον διάβολο  που βάζει στους αιρετικούς άδικες και αιρετικές σκέψεις. Σε αυτόν τον διάβολο, είναι πειθήνιοι και οι Λατίνοι οι οποίοι εισάγουν νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φέρνουν μεγάλα κακά [4].  Κάποιες φορές δε οι λατίνοι ισχυρίζονται ότι συμφωνούν με εμάς, μόνο έχοντας διαφωνία σε κάποιους λόγους, λέγοντας ψέματα στους εαυτό τους. Αφού όμως εμείς δεν δεχόμαστε την ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος  ως προερχόμενη  και από την υπόσταση του Υιού, ενώ εκείνοι την δέχονται ως προεχομένη και από τον Υιό, είναι αδύνατο να καταλήγουμε και οι δύο σε μία έννοια… και δεν είναι δυνατόν να είμαστε στην αλήθεια όταν για το ίδιο πράγμα αποδώσουμε και αρνηθούμε αυτό[5] λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μέσα στο Θεό υπάρχει μία μόνο υπεράρχιος αρχή και έναν μόνο αναίτιο που είναι ο Θεός Πατήρ.  «Εσείς»- λέει ο Θεολόγος της Θεσσαλονίκης,- δέχεσθαι δύο αρχές αν και δεν το ισχυρίζεσθε φανερά,  αλλά αυτό συνάγεται από τα όσα λέτε»[6]. «Εμείς που διδαχθήκαμε από την θεοσοφία των Πατέρων, δεν αγνοούμε τα εφευρήματα τα διαβόλου…,  γι’  αυτό, ποτέ δεν πρόκειται να σας δεχθούμε σαν κοινωνούς, όσο χρόνο ομολογείτε ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού»[7]. Όταν διδάσκετε αυτά, Προσθέτετε στην αποκαλυπτική για το άγιο Πνεύμα θεολογία του Χριστού που είναι η αυτοαλήθεια,(ενν. ο Χριστός), ο Θεός ο ενανθρωπίσας,(εκείνος είπε :Το Πνεύμα της αληθείας, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα)[8], και συνεπώς, αθετείτε τα του Χριστού[9].

Έρχεσθε επίσης σε αντίθεση με τους Ευαγγελιστές, τους Αποστόλους και τους θεολόγους οι οποίοι δεν μίλησαν ποτέ περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό. Επίσης ούτε στις Συνόδους ειπώθηκε ή θεολογήθηκε κάτι τέτοιο[10]. Πώς τολμάτε να εισαγάγετε τόσον εκφυλιστικήν[11], προσθήκην εις τον όρο της πίστεως τον οποίο  οι έγκριτοι πατέρες παρέδωσαν πνευματοκινήτως[12];Εις το σύμβολο αυτό, δεν επιτρέπεται καθόλου να προσθέσει ή να αφαιρέσει κανείς μετά την Δεύτερη Σύνοδο των αγίων, από την οποία όποιος τολμήσει κάτι τέτοιο υποβάλλεται σε κατάρα και εκβάλλεται από την Εκκλησία[13]».

Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει ο Παλαμάς είναι ερμηνευτικό. Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι το σύμβολο λέει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός, αλλά δεν λέει «εκ μόνου του Πατρός», επομένως επιτρέπεται να υιοθετήσουμε ότι το σύμβολο σιωπηρώς δέχεται και την εκ του Υιού εκπόρευση. Ανάλογες απόψεις υποστήριξε ο Βαρλαάμ, με το «Συμβουλευτικό περί ὁμονοίας πρός Ρωμαίους καί Λατίνους» κατά τις συνομιλίες του 1334[14].

Ο λόγος αυτός εκφράζει για τον Βαρλαάμ και τις αντιλήψεις του για τον τρόπο, κατά τον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένωση των εκκλησιών. Με το «Συμβουλευτικό» τόνιζε ότι το θέμα της εκπορεύσεως ή όχι του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού δίχασε την Εκκλησία, και πρότεινε δε για αποφυγή σχισμάτων την καθιέρωση του «νόμου», κατά τον οποίο δημόσια μεν θα απαγγελλόταν το σύμβολο ως είχε, χωρίς της προσθήκης του Filioque, κατ’ ιδίαν δε ο καθ’ ένας μπορούσε να έχει το δικό του πιστεύω πάνω στο θέμα αυτό[15]. Επιπλέον συμβούλεψε και τους Έλληνες και τους Λατίνους να μετριάσουν τις εκφράσεις τους, για να ειρηνεύσουν οι εκκλησίες. Έτσι προς τους Έλληνες έλεγε να αφήσουν αυτήν την θέση και να μην την λέγουν, διότι είναι «στασιαστική» και αίτιο συμφορών στην Εκκλησία[16] και στον πάπα ζητούσε να ακυρώσει αυτήν την λέξη και τότε θα είναι ο ευεργετικότερος όλων  διότι αυτή η προσθήκη δημιούργησε πολλά δεινά και κανένα καλό δεν έφερε στην εκκλησία. Η κεφαλή ο Χριστός, έμεινε άτμητος, τα δε μέλη διαιρεθέντα και φιλονικούντα αμφισβητούν την κεφαλή. Έτσι ο πάπας αφαιρώντας το Filioque θα ενώσει την Εκκλησία, θα φέρει ειρήνη και θα απολαμβάνει την τιμή των τεσσάρων πατριαρχών[17].

Ο Παλαμάς αντικρούοντας τις θέσεις των Λατίνων υποστήριξε ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από μόνο τον Πατέρα. Προκειμένου αφ’ ενός να αναιρέσει και αφ’ ετέρου να θεμελιώσει τις ορθόδοξες θέσεις ο Παλαμάς επικαλείται το Σύμβολο Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως. Με το σύμβολο ομολογούμε πίστη σε «ἕναν Θεόν, πατέρα παντοκράτορα». Επίσης ομολογούμε πίστη και «εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων» και «εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον τό ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορευόμενον». Όπως λοιπόν ομολογούμε ότι ο Υιός γεννάται εκ του Πατρός, συννοείται και συνυπακούεται το «μόνου», έτσι το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα[18]. Ακολούθως ο Παλαμάς επιστρατεύει πατέρες της Εκκλησίας, παραθέτοντας την διδασκαλία τους πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Πρώτη μαρτυρία από τον Άγιο Ιουστίνο τον Φιλόσοφο και μάρτυρα: «οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως · ὁ μέν γάρ γεννητῶς ἐκ φωτός ἐξέλαμψε, τό δέ ἐκπορευτῶς προῆλθεν»[19]. Δεύτερη μαρτυρία του Αγίου Μεγάλου. Αθανασίου ο οποίος ρωτά: « Τίς ἐστι Θεός; Ἡ πάντων ἀρχή κατά τόν Ἀπόστολον λέγοντα, εἶς Θεός «ὁ Πατῆρ, ἐξ’ οὗ τά πάντα, καί γάρ ὁ λόγος ἐξ’ αὐτοῦ γεννητῶς, καί τό πνεῦμα ἐξ’ αὐτοῦ ἐκπορευτῶς»[20]. Τον Παλαμά ενισχύει επίσης και η διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου, που τονίζει ότι τα προσκυνητά πρόσωπα είναι τρία· ο Πατήρ, η πηγή της θεότητος, ο Υιός, γεννηθείς εκ του Πατρός, και το Πνεύμα το Άγιο εκπορευόμενον εκ του Πατρός[21].

Κατά τις μαρτυρίες του συμβόλου της πίστεως και των πατερικών χωρίων, αν και δεν λέγεται «εκ μόνου του πατρός», διότι δεν είχε δημιουργηθεί τέτοιο θέμα, η εκπόρευση αναφέρεται  μόνο στον Πατέρα.

Μόνη πηγή θεότητος είναι ο Πατήρ. Ο Υιός με κανένα τρόπο δεν έχει την εκπόρευση, όπως ούτε το Πνεύμα την γέννηση. Αυτό αποτελεί αλήθεια της Εκκλησίας. Η τήρηση αυτή επιβάλλεται αλλιώς καταλήγουμε σε βλασφημία. Όπως ο Υιός είναι γεννητός, έτσι και μονογενής, έτσι ένα και μόνο είναι το εκπορευτό, το Πνεύμα το άγιο. Και όπως ο Υιός γεννάται αμέσως από τον Πατέρα, έτσι και το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται από μόνο τον Πατέρα αμέσως[22].  Είναι άρα αδύνατον να υπάρχει εκπορευτό και από τον Υιό, εκτός εάν και ο Υιός είναι Πατήρ.

Την ανατολική θέση για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από μόνο τον Πατέρα κατοχύρωσαν κυρίως οι Καππαδόκες θεολόγοι, που εισήγαγαν τον όρο «αἴτιον» στις ενδοτριαδικές σχέσεις. Το αίτιο αναφέρεται αποκλειστικά στον Πατέρα[23]. Ο Υιός γεννάται από την υπόσταση του Πατρός ενώ το Πνεύμα εκπορεύεται από αυτή. Σύμφωνα με αυτά ένα είναι το αίτιο, και μία η θεογόνος πηγή, το πρόσωπο του Πατρός. Ο Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιώντας τον όρο «αἴτιον»  ξεχωρίζει μεταξύ πολλών και διαφόρων αιτίων στους ανθρώπους και του ενός στις ενδοτριαδικές σχέσεις. Τά πρόσωπα τοῦ ἀνθρώπου δέν έχουν  ὅλα τήν ὕπαρξιν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό ἴδιον πρόσωπον, διότι μαζί μέ τά αἰτιατά εἶναι καί τά αἴτια πολλά καί διάφορα. Ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιον διότι τό ἕν καί τό αὐτό εἶναι τό πρόσωπον, ἀπό τό ὁποῖον γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἐκπορεύεται τό ἅγιον Πνεῦμα, τό τοῦ Πατρός. Διά τοῦτο ἔχομεν τό θάρρος νά λέγωμεν ἐγκύρως ἕνα Θεόν τόν ἕναν αἴτιον μαζί μέ τά αἰτιατά αὐτοῦ»[24]. Ο Παλαμάς εμμένοντας στην διδασκαλία αυτή υπογραμμίζει ότι στην Τριάδα υπάρχει ένα αίτιο, ο Πατήρ, μαζί με τα δύο αιτιατά[25].

Η προσθήκη στο σύμβολο της πίστεως «καί ἐκ τοῦ υἱοῦ» δεν εισάγει μόνο δύο αρχές, οδηγεί και σε πολυθεΐα. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δίδαξε ότι «ὅσα ἐστί τοῦ πατρός καί τοῦ υἱοῦ, ταῦτα καί τῷ θεαρχικῷ πνεύματι κοινῶς καί ἠνωμένως ἀνατίθεσθαι»[26], ἐνῷ ὁ Μ. Βασίλειος «πάντα τά κοινά Πατρί και Υἱῷ κοινά ἐστι τῷ Πνεύματι»[27].Εάν όμως είναι κοινό και το εκπορεύειν το Πνεύμα, παρατηρεί ο Παλαμάς, τότε κατά συνέπεια και αυτό πρέπει να εκπορεύσει άλλο πνεύμα. Έτσι πρέπει να δεχθούμε όχι τριάδα, αλλά τετράδα[28]. Ο ισχυρισμός των Λατίνων ότι εκ δύο προσώπων προέρχεται το ένα  εισάγουν δύο αρχές και δύο αίτια και πολυθεΐα[29]. Βεβαίως παρατηρεί ο Παλαμάς ουδέποτε οι Λατίνοι είπαν ή δίδαξαν ετούτο, αλλ’ ισχυριζόμενοι ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού, εισάγουν δύο αντιθέτους αρχές και κατ’ ανάγκην καταλήγουν σε πολυθεΐα[30].

Οι Λατίνοι συγχέουν τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα, δηλαδή τις τριαδικές υποστάσεις με την φύση του Θεού. Συγχέοντας δε μεταξύ των ενεργημάτων όλης της θείας φύσεως, όπως είναι το δημιουργικόν, και των υποστατικών όπως είναι το εκπορευτόν, αποδίδουν το τελευταίο αυτό, όχι στην υπόσταση του Πατρός μόνο, αλλά και στην υπόσταση του Υιού, ή μάλλον σε ολόκληρη τη θεότητα, όπως πράγματι και η δημιουργία αποδίδεται σε ολόκληρη την θεότητα. Η σύγχυση αυτή είναι απόρροια παλαιών μοναρχιανικών αντιλήψεων της Ρώμης. Ο Παλαμάς αποκρούοντας την εκπόρευση εκ του Υιού, σημειώνει τον κίνδυνο ταύτισης της υποστάσεως του Υιού με την του Πατρός[31]. Για να διευκρινίσει ακόμη περισσότερο την εκ μόνου του Πατρός εκπόρευση ο Παλαμάς διαστέλλει μεταξύ της κατά χάριν θεοποιήσεως του ανθρώπου που αυτός καθίσταται θεός όχι εκ μόνου του Πατρός αλλά και δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι και της καθ’ ύπαρξιν και κατά φύσιν θεότητος του Πνεύματος. Το Πνεύμα είναι όμως Θεός φύσει[32].

Άλλο θέμα που αντιμετωπίζει ο Παλαμάς είναι η διδασκαλία του Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος είπε για τον Κύριο ότι είναι αρχή εκ της αρχής[33]. Αυτήν επικαλούνται οι Λατίνοι για στήριξη των θέσεών τους. Αυτοί έναντι των Ορθοδόξων πρόβαλαν την δική τους διδασκαλία όπως είχε διαμορφωθεί από σειρά πολλών διακεκριμένων θεολόγων, από του Αυγουστίνου Ιππώνος μέχρι του Ανσέλμου Κατερβουρίας και του Θωμά του Ακινάτου, για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αναγνωρίζοντας όμως και οι ίδιοι τον κίνδυνο εισαγωγής δυαρχίας στην τριαδική θεολογία, εξελάμβαναν αυτήν τη δυαδική εκπόρευση ουσιωδώς εκ μίας αρχής, χωρίς να φοβούνται τον κίνδυνο καταλήξεως στην αρχαία μοναρχιανική αντίληψη. Ο Βαρλαάμ ενδιαφερόμενος πολύ για την ένωση των εκκλησιών, τόνιζε ότι δεν είναι άτοπο να δεχθεί κανείς δύο αρχές, τον Πατέρα και τον Υιό, όχι όμως διηρημένες ή αντιτιθέμενες, αλλά την μία από την άλλη, επικαλούμενος και την ανωτέρω μαρτυρία του Γρηγορίου του Θεολόγου[34].Τις θέσεις του αυτές ανέπτυξε εκτός των άλλων και στο «Συμβουλευτικόν», επανέλαβε δε αυτές και στις προς τον Παλαμά επιστολές του[35].

Ο Παλαμάς απορρίπτοντας αυτήν την ερμηνεία στο χωρίο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου έλεγε ότι για κανέναν λόγω μπορεί να αναφέρεται αυτή στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός είναι όντως αρχή, όχι όμως του Αγίου Πνεύματος, αλλά των δημιουργημάτων. Με την έννοια αυτή όχι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Πνεύμα είναι η αρχή του κόσμου. Προς στήριξη της διδασκαλίας αυτής επικαλείται Γραφικά χωρία, από τα οποία φαίνεται ότι η δημιουργία είναι έργο κοινό της Αγίας Τριάδος «πνεῦμα Κυρίου τό ποιῆσάν με»[36], «λόγῳ μέν Κυρίου τούς οὐρανούς στερεωθῆναι»[37]  κ. α. Ερμηνεύοντας τα χωρία αυτά , λέει ο Παλαμάς ότι ο Υιός και το Πνεύμα δημιούργησαν τον κόσμο και είναι αρχή της δημιουργίας[38].Η ορθή ερμηνεία της φράσεως του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου είναι ότι ο Υιός δεν είναι αρχή του Πνεύματος, αλλά των κτισμάτων, όπως αρχή των κτισμάτων είναι και το Πνεύμα. Δηλαδή αναφέρεται στην μία δημιουργική αρχή που είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα[39].

Εάν παρά αυτά κάνουμε και τον Υιό αρχή του Πνεύματος με την έννοια αυτή, τότε και το Πνεύμα υποβιβάζεται σε δούλο και κτίσμα όπως τα δημιουργήματα: «Τοῦ δέ Πνεύματος πῶς θά ἠδύνατο νά εἴπῃ κανείς ἀρχήν ἐπί τῆς σημασίας ταύτης τόν Υἱόν, ἐκτός ἐάν καί τό Πνεῦμα εἶναι δοῦλον καί κτιστόν;»[40]. Η εμμονή στην διδασκαλία αυτή παρουσιάζει τον Υιό ως άλλη αρχή, ως άλλη θεότητα, της κοινωνίας του Πνεύματος σε αυτή την περίπτωση να καθίσταται αδύνατη προς τον Πατέρα : «Εἰ δέ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος θεότητος ὁ Υἱός ἐστιν ἀρχή κοινωνεῖν δέ κατ’ αὐτήν τῷ Πατρί ἀμήχανον, μόνος γάρ τεθεολόγηται πηγαία θεότης Πατήρ, ἑτέρας ἄρα διαφόρου τινός θεότητος ὁ Υἱός ἐστι ἀρχή καί διέσπασε τό Πνεῦμα τῆς πηγαζούσης ἐκ τοῦ Πατρός θεότητος. Ἡ δύο διαφόρους θεότητας δώσωμεν τούτῳ τῷ ἑνί οἱ καί τοῖς τρισίν μίαν ἀνομολογοῦντες θεότητα;»[41]

Συναφές θέμα με την ερμηνεία του ανωτέρου χωρίου του Γρηγορίου του Θεολόγου είναι και αυτή που δίδεται από τον Παλαμά στις προθέσεις «ἐκ» και «διά», το νόημα των οποίων ταύτιζαν οι Λατίνοι. Η πρόθεση «διά» πρέπει να ταυτίζεται όχι με την «εκ» αλλά με την «συν» και «μετά». Έτσι πρέπει να κατανοήσουμε όταν γίνεται λόγος στους ορθοδόξους ότι το Πνεύμα διά του Υιού εκπορεύεται, «συν τω Υιώ το Πνεύμα εκ του Πατρός». Η εκ του Πατρός εκπόρευση του Πνεύματος συμπαρομαρτεί την αΐδια γέννηση του Υιού, κατά τον Δαμασκηνό ο οποίος είπε «Πνεῦμα γάρ μεμαθήκαμεν, το συμπαρομαρτυροῦν τῷ λόγῳ καί φανεροῦν αὐτοῦ την ἐνέργειαν»[42] ενώ κατά τον Μ. Βασίλειο, η πρόθεση «διά» αναφέρεται στα κτίσματα. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Πατέρα δια του Υιού, κατά τον Απ. Παύλο «ἐξ’ αὐτοῦ καί δι’ αὐτοῦ»[43].

 Διευκρινίζοντας ο Παλαμάς περαιτέρω το νόημα των προθέσεων «διά» λέει ότι δια μέσου Θεού εκ Θεού, «οὐ Θεόν ὑφιστάμενον δοξάζομεν», αλλά μόνο κτίσματα. Ο Χριστός δεν είναι όργανο αλλά συνδημιουργός. Οι Λατίνοι φρονώντας ότι δια μέσω του Υιού, δηλαδή δια μέσω της θεότητας του Υιού, ήλθε ο Πατήρ για να εκπορεύσει το Πνεύμα, καταλήγουν σε βλασφημία, διότι δια μέσου Θεού δεν προέρχεται Θεός, αλλά κτίσματα[44].Οι προθέσεις «ἐκ» και «διά» ορθά ερμηνευόμενες δεν μαρτυρούν διαφωνία ούτε διαφοροποιούν την Τριάδα, αλλά διευκρινίζουν και τονίζουν την ενότητά της[45].

Τα κτίσματα, έχοντας την αρχή τους στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, είναι αποτέλεσμα θελήσεως του Θεού. Δηλαδή όλης της Αγίας Τριάδος. Εάν πούμε ότι το Πνεύμα προήλθε διά του Υιού, τότε και αυτό είναι προϊόν θελήσεως. Αλλά τα δύο πρόσωπα, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, προήλθαν όχι από την θέληση αλλά από την φύση του Πατρός. Εάν επιμείνουμε στην ταύτιση του νοήματος των δύο αυτών προθέσεων υπάρχει φόβος να ερμηνευθεί ως διαβατικώς και παροδικώς, κατά κάποιον τρόπο δια του Υιού διέρχεται το Πνεύμα. Αλλά τότε είναι σαν να μιλούμε για τόπο και όργανο. Η φύση όμως του οργάνου είναι διαφορετική από την φύση του Θεού. Όταν δε, λέμε ότι τα πάντα διά του Υιού εκ του Πατρός, όχι διαβατικώς αλλά δημιουργικώς. Ο Χριστός δεν είναι το όργανο αλλά συνδημιουργός, όπως συνδημιουργός με την έννοια αυτή είναι και το Πνεύμα[46]. Κατά τον Μ. Βασίλειο «τό διά τοῦ Υἱοῦ δημιουργεῖν τόν Πατέρα οὔτε ἀτελῆ τοῦ πατρός τήν δημιουργίαν συνίστησιν, οὔτε ἄτονον τοῦ Υἱοῦ παραδηλοῖ τήν ἐνέργειαν, ἀλλά τό ἡνωμένον τοῦ θελήματος παρίστησι»[47]. Ο Υιός και το Πνεύμα είναι συναίτιοι της δημιουργίας. Γι’ αυτό ο Πατήρ καλείται και προκαταρκτικόν αίτιον, επειδή δημιούργησε τα κτίσματα. Ο όρος, διευκρινίζει και πάλι ο Παλαμάς, αφορά όχι στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά στην δημιουργία. «Οὐκ ἐπί τοῦ ἀνάρχου τοίνυν Πνεύματος το προκαταρκτικόν καί πρῶτον αἴτιον, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, ἀλλ’ ἐπί τῶν ἐσχηκότων τήν χρονικήν ἀρχήν, ἐφ’ ὧν καί ὁ Υἱός τῷ Πατρί συναίτιός ἐστι»[48]. Κατά την επιγραμματική φράση του Παλαμά, ο κόσμος δημιουργήθηκε όχι από του Πατρός, αλλά από τον Θεό, δηλαδή από τον Θεό Πατέρα, τον Θεό Υιό και τον Θεό Άγιο Πνεύμα[49].

Οι Λατίνοι συγχέουν και ταυτίζουν την εκπόρευση με την αποστολή του Αγ. Πνεύματος. Αλλ’ η αποστολή, λέει ο Παλαμάς, είναι αποτέλεσμα θελήσεως. Τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά. Ένα δε από τα έργα είναι και η αποστολή, δηλαδή η φανέρωση. Το Άγιο Πνεύμα φανερώνεται αφ’ εαυτού του, έρχεται προς εμάς πεμπόμενον από τον Πατέρα και τον Υιό. Η εκ του Υιού πέμψις του Πνεύματος σημαίνει φανέρωση αυτού. Σύμφωνα με αυτά άλλη  είναι η σημασία της εκπορεύσεως και άλλη της φανέρωσης. Εάν ταυτίσουμε αποστολή και φανέρωση με την εκπόρευση, τότε κατ’ ανάγκη πρέπει να πούμε ότι και ο Υιός εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα. Διότι ο Υιός στάλθηκε στον κόσμο πρίν από το Άγιο Πνεύμα. Η αποστολή του Υιού είναι έργο του Πατρός και του Πνεύματος, κατά την Γραφή[50].Εάν πέμψη και αποστολή του Πνεύματος ταυτισθεί με την εκπόρευση, τότε και η αποστολή, δηλαδή η πέμψη του Υιού στον κόσμο, κατά συνεκδοχή, πρέπει να θεωρηθεί ως εκπόρευση[51].

 Η αποστολή είναι έργο θελήσεως και αποτελεί εκδήλωση προς τα έξω, συνδέεται δε προς την δημιουργία. Το Πνεύμα ούτε κτίσμα είναι ούτε έχει την ίδια προέλευση, την οποία έχουν τα κτίσματα. Το Άγιο Πνεύμα έχει την ύπαρξή του από την φύση και όχι από την θέληση. «Ἔργον μέν γάρ φύσεως κατ’ αὐτούς (τούς θεολόγους) ἡ προαιώνιος καί ἀΐδιος γέννησις. Ἔργον δέ θείας θελήσεως ἡ κτίσις»[52]. Εκπόρευση σημαίνει την καθ’ αυτό από τον Πατέρα ύπαρξη, αποστολή σημαίνει συγκατάβαση χάρη ημών των ανθρώπων[53] .

Το Άγιο Πνεύμα ήλθε στον κόσμο μετά τον Υιό, πεμπόμενο από τον Υιό. Η πέμψη γίνεται εν χρόνω. Η εν χρόνω αποστολή γίνεται για αιτία, ενώ η εκπόρευση χωρίς αιτία, ούτε χρονικά, ούτε προς ωρισμένους, αλλά γενικά και απόλυτα, ως ομόθεον και ομοούσιον και εξαρτώμενο όπως και ο Υιός από την ίδια αιτία και αρχήν, και παρ’  εαυτού ερχόμενο ως κύριον και αυτεξούσιον[54].

Ακολούθως ο Παλαμάς ερμηνεύει το νόημα του εμφυσήματος του Κυρίου προς τους μαθητές. Όταν ο Κύριος είπε προς τους μαθητές του «Λάβετε πνεῦμα ἅγιον» δεν έδιδε την υπόσταση του Πνεύματος, δεδομένου ότι σε άλλη περίπτωση ο ίδιος ο Κύριος τόνισε ότι ο Παράκλητος θα ερχόταν μετά την εις ουρανούς ανάληψή του, αλλά τις ενέργειες του Πνεύματος. Εξ’ άλλου ο Χριστός παρατηρεί ο Παλαμάς, δεν είπε «λάβετε το Πνεύμα», αλλά απλώς «Πνεῦμα» χωρίς άρθρο, δηλαδή «βραχύ τι τοῦ πνεύματος» και προσθέτει. «Σαφές οὖν ὡς μερικήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν διά τοῦ ἐμφυσήματος ἔδωσεν, οὐκ αὐτοῦ τήν φύσιν ἤ τήν ὑπόστασιν. ἀμερής γάρ παντάπασιν ἡ τοῦ θείου Πνεύματος φύσις τε καί ὑπόστασις»[55].  Και γιατί έδωσε δι’  εμφυσήσεως ότι έδωσε; Για να δείξει ότι είναι μία η ενέργεια του Θείου Πνεύματος και του Υιού και με αυτό να παραστήσει την συνάφεια και συμφυΐα και ομοτιμία δηλαδή  Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.

Η σημασία ακόμη του πέμπεσθαι και δίδοσθαι τίποτε άλλο ενέχει εκτός από την φανέρωση. Εάν η φανέρωση ταυτίζεται με την εκπόρευση, τότε η πέμψη πρέπει να είναι αΐδιος, πράγμα μή ορθό[56].

Κατά την έκφραση του Γρηγορίου του Θεολόγου ο Χριστός είναι ταμίας του Πνεύματος, ως Θεός και Θεού Υιός. Ο ταμίας όμως δεν έχει από τον εαυτό του τα δεδομένα, αν και ο Χριστός έχει όλο το Πνεύμα, το οποίο αναπαύεται σ’ αυτόν[57]. Επίσης διαφορετική είναι και η έννοια της προόδου, και όχι η εκπόρευση. Η πρόοδος αυτή σημαίνει την έκχυση σε κάθε σάρκα. Ο Παλαμάς την εκ του Πατρός και του Υιού πρόοδο είναι διατεθειμένος να εκλάβει  ως εκπόρευσις, με την έννοια της έκχυσης. Η πρόοδος αυτή του Πνεύματος ονομάζεται ευδοκία Πατρός και Υιού, διότι γίνεται για φιλανθρωπία. Ονομάζεται επίσης και αποστολή και δόση και συγκατάβαση. Οι λέξεις αυτές εκφράζουν την εν χρόνω φανέρωση[58].

Συνοπτική περί του Πνεύματος διδασκαλία του Γρηγορίου του Παλαμά έχουμε στην ομολογία του ενώπιον της συνόδου[59]. Ο Πατήρ είναι ο μόνος πατήρ του Υιού, ενώ ένας και μόνος προβολεύς του Πνεύματος. Ο Θεός Πατήρ είναι πάντοτε Πατήρ, μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς. Ο Θεός πατήρ είναι μείζων του Υιού και του Πνεύματος, αυτό μόνο κατά την αιτία της υπάρξεως ενώ κατά τα άλλα όλα ο Πατήρ είναι ομότιμος με τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, Του Πατρός Υιός είναι ένας, άναρχος μεν ως άχρονος, όχι όμως και άναρχος, διότι πηγή και ρίζα έχει τον Πατέρα. Το ίδιο και το Άγιο Πνεύμα. Αυτό είναι συνάναρχο του Πατρός και του Υιού, ως άχρονο, όχι όμως άναρχο, διότι και γι’ αυτό πηγή και ρίζα είναι ο Πατήρ, όχι όμως ως γεννητό το Πνεύμα αλλ’ ως εκπορευτό.. Το Άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον πατέρα αχρόνως και απαθώς, «οὐ γεννητῶς ἀλλ’ ἐκπορευτῶς» αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα αχρόνως και απαθώς. Προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό είναι ενωμένο ασυγχύτως και αμερίστως και αδιαιρέτως. Το Πνεύμα του Θεού, εκ Θεού, «οὐκ ἄλλος μέν καθ’ ὅ Θεός, ἄλλος δέ καθ’  ὅ Παράκλητος». Πνεύμα αυθυπόστατον εκπορευόμενο εκ του Πατρός και δι’ Υιού πεμπόμενο, δηλαδή φανερούμενο, αίτιο και αυτό όλων των γεγονότων. Το Άγιο Πνεύμα επέμφθει από τον Υιό προς του οικείους μαθητές, δηλαδή φανερώθηκε.

 Το όλο περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος θέμα εξετάσθηκε από τις εξής πλευρές. Εάν επιτρεπόταν κατ’ αρχήν να γίνει η προσθήκη των Λατίνων «και εκ του Υιού», και εάν ευσταθεί η διδασκαλία περί αυτού. Το δεύτερο πρόβλημα είναι κατ’ αρχήν ερμηνευτικό. Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι το σύμβολο της πίστεως λέει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός» αλλά δεν λέει «εκ μόνου του Πατρός» και επομένως επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι το σύμβολο δέχεται σιωπηρώς και την εκ του Υιού εκπόρευση. Ο Άγιος Γρηγόριος αποδεικνύει με επιχειρήματα ότι δεν επιτρέπεται η προσθήκη και ούτε είναι σωστή η επιχειρηματολογία για την προσθήκη και εκ του Υιού. Για να στηρίξει τις απόψεις του καταφεύγει σε θεολογικές περί Τριάδος προϋποθέσεις. Οι Λατίνοι συνέχεαν τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα, δηλαδή τις τριαδικές υποστάσεις με την φύση του Θεού. Συγχέοντας δε μεταξύ των ενεργημάτων της συνόλου θείας φύσεως, όπως είναι το δημιουργικόν, και των υποστατικών όπως είναι το εκπορευτόν, απέδιδαν την εκπόρευση όχι στην υπόσταση του Πατρός μόνον, αλλά και στην του Υιού ή καλύτερα σε ολόκληρη τη θεότητα., όπως η δημιουργία αποδίδεται σε ολόκληρη τη θεότητα.

Αγαπητοί μου, φθάνοντας στο τέλος της ομιλία μου, είδαμε τον Θεολόγο της Θεσσαλονίκης Άγιο Γρηγόριο να εκθέτει την διδασκαλία του για την τρισυπόστατη Θεότητα και για την κάθε μία υπόσταση και διαπιστώσαμε ότι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος  είναι το κέντρο της όλης θεολογίας του. Μίλησε ιδιαίτερα για τα σημεία εκείνα που αμφισβητούνται από τους κακοδόξους Λατίνους. Το πρόβλημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει αδιάφορο τον Άγιο Γρηγόριο, όχι μόνο γιατί ήταν ένα από τα κυριότερα θέματα διαφοράς με τους Λατίνους, αλλά και γιατί αυτό ήταν η αφορμή για να διατυπώσει τη διδασκαλία του περί διακρίσεως θείας ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Η διάκριση ουσίας και ενεργειών στον Θεό καθιστά απαράδεκτη την καινοτομία του λατινικού filioque και αν γίνει αυτό παραδεκτό, τότε προσλαμβάνει τελείως διαφορετική έννοια.  Συμπερασματικά, υπάρχουν σαφή διαχωριστικά όρια μεταξύ της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, της καθ’  ημάς Ανατολής και των Φραγκολατίνων της Δύσεως. Μπορεί κάποιοι να ισχυρίζονται ότι μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικών δογματικές και κανονικές διαφορές δεν είναι ούτε πολλές ούτε μεγάλες[60], αλλά ο απροσμάχητος Θεολόγος Άγιος Γρηγόριος δίνει διαφορετική απάντηση. Εύχομαι, το παράδειγμα του πατρός και διδασκάλου Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά να μας στερεώνει στην ενιαία γραμμή των πατέρων της Εκκλησίας μας, που διατύπωσαν σε δόγματα την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας,  και να μας δώσουν την ανάλογη γραμμή πλεύσεως στα ζητήματα της πίστεως αλλά να συγκρατήσει μερικούς επηρεαζομένους από την εφήμερη σκοπιμότητα, και από επικίνδυνους πειραματισμούς. Να μας δώσει επαγρύπνηση, ανασύνταξη των πνευματικών μας δυνάμεων, ενδελεχή μελέτη της Ορθοδόξου διδασκαλίας των Πατέρων και βαθιά κατανόηση του δογματικού πλούτου της Πίστεώς μας. Μόνος τρόπος, να επιτευχθεί η ενότητα του χριστιανικού κόσμου, είναι η ασφαλής και σωτήρια μέθοδος του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, δηλαδή  να αποδεχθούν την μία πίστη του Χριστού, την μόνη σώζουσα αλήθεια.

 

[1] Κ. Δυοβουνιώτου, «Τό ἔτος θανάτου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», Επ. Επετ. Θεολ. Σχ. Αθ. 1. (1924),74.

[2] Γρηγορίου Παλαμά, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τόμος 1, σελ. 13.

[3] Φιλοθέου, Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τόν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τόν Παλαμάν,  P.G. 151, 584 C.

[4] Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος 1ος Ε.Π.Ε τόμος 1 σσ. 68-71 Θεσσαλονίκη 1981.

[5] Το ίδιο όπου παρ. σελ 71.

[6] Γρηγορίου Παλαμά, το ίδιο, σελ. 75.

[7] Το ίδιο, σελ. 75.

[8] Το ίδιο.

[9] Το ίδιο.

[10] Το ίδιο, σελ 77.

[11] Τόσον μεγάλη διαφθορά στη φύση.

[12] Το ίδιο, σελ. 77.

[13] Το ίδιο, σσ. 79-81.

[14] Βαρλαάμ μοναχού, Συμβουλευτικός περί ὁμονοίας πρός Ρωμαίους καί Λατίνους, εκδ. Ciro Giannelli, Scripta Minora, Studi Bizantini e neoellenici, Roma 1963, s. 70-84.

[15] Το ίδιο, σελ. 73.

[16] Το ίδιο σελ. 76.

[17] Το ίδιο σελ. 78.

[18] [18] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, σσ. 83-85.

[19] Ιουστίνου, Έκθεσις τῆς ὀρθῆς ομολογίας 9, P.G. 6, 1224 A  ·

[20] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, σελ 86.

[21] «Αἱ προσκυνηταί τρεῖς ὑποστάσεις γινώσκονται καί πιστεύονται ἐν Πατρί ἀνάρχῳ καί ἐν Υἱῶ μονογενεῖ καί ἐν Πνεύματι ἁγίῷ τῷ ἐκπορευομένῳ καθάπερ εἴρηται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, οὐ γεννητῶς, καθάπερ ὁ Υἱός, ἀλλ’ ἐκπορευομένῳ καθάπερ εἴρηται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός…» Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ σελ. 116.

[22] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, παράγραφος 8 σσ. 94-95.

[23] Εἰσαγωγή Π. Χρήστου εἰς  το κείμενο Λόγοι Ἀποδεικτικοί, περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐν «Γρηγορίου Παλαμᾶ συγγράματα», τόμος Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 9.

[24]Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, P.G. 45, 180BC. Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, παράγραφος 7, σελ. 91. «Τά τοῦ ἀνθρώπου πρόσωπα πάντα, οὐκ ἀπό τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατά τό προσεχές ἔχει τό εἶναι, ὡς πολλά καί διάφορα εἶναι πρός τοῖς αἰτιατοῖς καί τά αἴτια. Ἐπί δέ τῆς Ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως. Ἕν γάρ πρόσωπον καί αὐτό τοῦ πατρός, ἐξ’ οὗπερ ὁ υἱός γεννᾶται καί τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τόν ἕνα αἴτιον μετά τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν φαμέν τεθαρρηκότως».

[25] Γρηγορίου Παλαμά, όπου παρ, παράγραφος 6 σσ, 89-91.

[26] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 2, P.G. 3  στήλη 637.

[27] Μ. Βασιλείου, επιστολή 38, Γρηγορίῳ ἀδελφῷ 4, P.G. 32, 329 C.

[28] «Εἰ μέν κοινόν ἐστι Πατρί καί Υἱῷ τό ἐκπορεύειν, κοινόν ἔσται τοῦτο καί τῷ Πνεῦματι, καί τετράς ἔσται ἡ τριάς. καί τό πνεῦμα γάρ ἐκπορεύσει πνεῦμα ἕτερον» Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 15 σελ. 109.

[29] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 37σ. 161: «καθ’ ἅ καί ἡ ἀρχή καί νοεῖται καί λέγεται, ἐκ δύο ἀρχῶν λέγουσι τό ἕν καί δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια καί πολυθεΐαν εἰσάγουσι»

[30] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 37 σελ. 161: « Ἐπειδή λέγουν τό ἔν καί ἐκ τῶν δύο ὑπό τήν ἔννοιαν καί τόν λόγον τῆς ἀρχῆς καί τοῦ αἰτίου, λέγουν τό ἔν δύο ἀρχῶν καί εἰσάγουν δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια, καί πολυθεΐαν».

[31]Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 7 σελ. 93.

[32] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 10 σελ. 97.

[33]  Γρηγορίου του Θεολόγου, Ομιλία 45, 9 , P.G. 36, στήλη 633 C.

[34] Gianneli, Studi e testi 123, Citta del Vaticano, σ. 193

[35] Συμβουλευτικό, όπου παρ, σ. 77. Βλέπε επίσης Επιστολή Α’ πρός Παλαμᾶν G. Schiro, Barlaam  Calabro, Epistole Greche, Studi Bizantini e Neogreci, Testi I, Palermo 1954, 229-266.

[36] Ιώβ 33, 4.

[37] Ψαλ. 32, 6.

[38]Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 13 σσ. 101-103.

[39]Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 14 σελ. 103. «Ὅταν ταῦτά τε καί περί τούτων ποιώμεθα τούς λόγους, ἀρχήν καί πηγήν και αἴτιον καί τόν Υἱόν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι φαμεν, οὐχ ἑτέραν, ἄπαγε, ἀλλά τήν αὐτήν, ὡς τοῦ Πατρός δι’ αὐτοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί προάγοντος καί ἐπανάγοντος καί συνέχοντος καλῶς τά πάντα».

[40] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 14 σελ. 105: Τοῦ δέ Πνεύματος τόν Υἱόν ἀρχήν ἐπί τῆς σημασίας ταύτης πῶς ἄν φαίη τις, εἰ μή και το Πνεῦμα δοῦλον καί κτιστόν;

[41] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 14 σελ. 105. Ο Βαρλαάμ, ενώ επαναλάμβανε στις προς Παλαμά Επιστολές του ότι και αυτός και οι Λατίνοι γνώριζαν ότι το χωρίο του Θεολόγου ορθά είχαν κατανοήσει, ότι δηλαδή λέχθηκε για τα δημιουργήματα, παρ’ όλα αυτά προσπαθούσε, χρησιμοποιώντας και το χωρίο «Θεός ἐκ Θεοῦ» να τονίσει ότι ο Χριστός εάν είναι αρχή του Πνεύματος, αυτή έχει από τον Πατρός, σώζοντας έτσι το δόγμα της μοναρχίας. Επιστολή προς Παλαμά 1, σ. 236, 238, 239, 240.

[42] Ιω. Δαμασκηνού, Ἔκθεσις ἀκριβῆς, 1, 7, P.G. 94, 805 AB. Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 24, σ. 127.

[43] Λόγος περί Αγ. Πνεύματος P.G. 32, 80 A. Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 25 σελ. 129.

[44] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Β’ Περί Ἁγίου Πνεύματος, παρα, 60 σσ. 295-297.

[45] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 59 σελ. 295.

[46] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 61, σελ. 297.

[47] Μ. Βασιλείου, Πρός Ἀμφιλόχιον 8, P.G. 32, 105 C. Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 60, σελ. 295.

[48] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 33, σελ. 245.

[49] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 38, σελ. 161.

[50] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Β’ Περί Ἁγίου Πνεύματος, παρα, 45 σελ. 269.

[51] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 21, σελ. 223.

[52] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 22, σελ. 225.

[53] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 22, σελ. 223 και 25 παράγραφος σελ. 231.

[54] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 34, σελ. 155.

[55] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Β’ Περί Ἁγίου Πνεύματος, παρα, 6 σελ. 193.

[56] Γρηγορίου Παλαμά όπου παρ, παρ. 17, σσ. 217-219.

[57] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 29, σελ 137.

[58] Γρηγορίου Παλαμά Λόγος Α’ περί Αγ. Πνεύματος παρ. 29, σσ.131-137.

[59] Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, εκτεθείσα παρά του ιερωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κυρίου Γρηγορίου Παλαμά, παρά Ιω. Καρμίρη, ΔΣΜ,  τόμος Α’ 1952  σ.343-346.

[60] Μητρ. Πατρῶν Νικοδήμου, Ἀνακαῖαι προϋποθέσεις τοῦ «Διαλόγου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μετά τῆς Δυτικῆς, ἐν «Ἐκκλησία» τόμ. ΝΗ’(1981), σελ. 44

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ