Οι Δυτικοί βαπτιστέοι
Του Οσιολογ. Ιερομ. Μακαρίου Παλαιολόγου
Ο Τρόπος αποδοχής των ετεροδόξων (αιρετικών) στην Ορθόδοξη Εκκλησία όσον αφορά το μυστήριο του βαπτίσματος απασχόλησε την Εκκλησία τόσο στα αρχαία χρόνια όσο και τους τελευταίους αιώνες Το φλέγον ζήτημα που θα μας απασχολήσει στην παρούσα εργασία μου, επικεντρώνεται στο δυνατό ή μή της αποδοχής του βαπτίσματος των αιρετικών α) Φραγγολατίνων αλλά και των β) Διαμαρτυρομένων Προτεσταντών. Άλυτο πρόβλημα το έχει χαρακτηρίσει τόσο η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία[1] όσο και η Ακαδημαϊκή θεολογία[2]. Για τον τρόπο αποδοχής των ετεροδόξων- αιρετικών παρουσιάζονται δύο ερωτήματα: Πρώτον αν το βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο καθ’ εαυτό, αν δηλαδή αυτοί που παραμένουν στις αιρέσεις πρέπει να τους θεωρούμε ως βαπτισμένους ή ως αβαπτίστους και δεύτερον αν οι υπό αιρετικών βαπτισθέντες, στην περίπτωση που προσέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να βαπτίζονται εξ’ υπ’ αρχής.
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα για το αν είναι έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών είναι αρνητική. Η κανονική παράδοση της Εκκλησίας και η διδασκαλία των αγίων πατέρων με την οποία θα αναπτύξω την εργασία μου, είναι πλήρως διαφωτιστική.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, αν το βάπτισμα των προσερχομένων στην Ορθοδοξία αιρετικών θεωρείται ως έγκυρο ομοίως και αυτή είναι αρνητική.
Για να καταδειχθεί όμως το σωστό των παραπάνω απαντήσεων θα διέλθουμε από τους ιερούς κανόνες, το Κανονικό Δίκαιο και την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων σύμφωνα με την χρονική σειρά, δηλαδή θα αναφερθούμε είτε πρώτα στους ιερούς κανόνες αν αυτοί προηγούνται από την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, είτε στα κείμενα των Αγίων Πατέρων. Θα παραθέσουμε την διδασκαλία των Αγίων πατέρων για το τι συμβολίζει η τριπλή κατάδυση και ανάδυση των ανθρώπων στο βάπτισμα για να καταδειχθεί ότι δεν γίνεται αποδεκτό τίποτα άλλο εκτός από το ένα και μοναδικό βάπτισμα, αυτό της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Στο τέλος θα ολοκληρώσουμε την εργασία μας με την παράθεση απόψεων των Αγίων Πατέρων για το αν γίνονται αποδεκτά τα μυστήρια των αιρετικών με το πρόσχημα ότι αυτές έχουν την επίκληση στην Αγία Τριάδα.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έδωσε εντολή στους αποστόλους να διδάξουν στα έθνη τον Χριστιανισμό και να τους βαπτίσουν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 28.19) αλλά και (Ματθ. 3, 16).
Η Αποστολική διδαχή ορίζει το βάπτισμα ως απαραίτητο για την σωτηρία του ανθρώπου όπως π.χ. στην προς Ρωμαίους στην οποία ο απόστολος Παύλος μιλάει για τον τρόπο του βαπτίσματος (6. 3-5) .
Ας δούμε λοιπόν πρώτα τους Αποστολικούς κανόνες οι οποίοι προηγούνται όλων και είναι αρνητικοί στην αποδοχή του βαπτίσματος των αιρετικών.
46ος Αποστολικός Κανόνας
«Ἐπίσκοπον, ἤ πρεσβύτεον, αἰρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου»;[3]
Ο παραπάνω αποστολικός κανόνας διατάσσει να μην δεχόμαστε τα μυστήρια των αιρετικών. Αμφιβάλει κανείς ότι οι δυτικοί είναι αιρετικοί; Μια φανερή απόδειξη είναι, ότι τους αποστρεφόμαστε και τους σιχαινόμαστε ως αιρετικούς τόσους αιώνες. Όποιος δε αμφιβάλει ας αναγνώσει τα κείμενα των Τριών Στύλων της Ορθοδοξίας, Φωτίου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Παλαμά και Μάρκου του Ευγενικού. Εκείνος δε, που προβάλει ότι οι δυτικοί έχουν την επίκληση της Αγίας Τριάδος θα λάβουν την απάντηση από τους Μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας παρακάτω όπου θα αναφερθούμε σ’ αυτό το θέμα.
Ας προχωρήσουμε όμως στον επόμενο αποστολικό κανόνα, τον 47ο ο οποίος λέει τα εξής:
47ος Αποστολικός Κανόνας
«’Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα , ἐάν ἄνωθεν βαπτίση, ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν, καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον , καί μή διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων»[4].
Αυτός ο κανόνας ένα βάπτισμα παραδέχεται, αυτό των Ορθοδόξων Χριστιανών, το οποίο παραδόθηκε τόσο από τον Κύριό μας, όσο και από τους Θείους Αποστόλους και αγίους Πατέρες. Ενώ απαγορεύει τον αναβαπτισμό ενός ορθοδόξου. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις καταγελούν τον Σταυρό και τον Θάνατο του Χριστού, δηλαδή καταγελούν την θυσία του Χριστού. Όμως ποιο είναι το «κατά ἀλήθειαν βάπτισμα» πού αναφέρει ο κανόνας;
Το κατά ἀλήθειαν βάπτισμα αναφέρεται στον 50ο Αποστολικό κανόνα. Τι λέει;
50ος Αποστολικός
«Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἡ Πρεσβύτερος μή τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέση, ἀλλά ἕν βάπτισμα, τό εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γάρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τόν θάνατόν μου βαπτίσατε, ἀλλά πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά .εθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[5] .
Πως ερμηνεύουν οι βυζαντινοί κανονολόγοι:
Ζωναράς: (Κατά μετάφραση μου) Τρία βαπτίσματα εδώ τις τρείς καταδύσεις λέει ο κανόνας, σε μία μύηση δηλαδή ένα βάπτισμα. Ώστε αυτός που βαπτίζεται σε κάθε μία κατάδυση ένα της Αγίας Τριάδας να λέει όνομα. Το να καταδύεται μία φορά ο βαπτιζόμενος στην κολυμβήθρα είναι ασέβεια. Και αυτός που βαπτίζει έτσι καθαιρείται[6].
Βασαλμ: Αυτός ο κανόνας διορίζει με τρείς καταδύσεις να γίνεται η μύηση, δηλαδή στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· μια φορά να βαπτίζει, για το ενιαίο της θεότητος, και το τριπλό των υποστάσεων, ή για τον εν τω σταυρό θάνατο του Χριστού, και την τριήμερη αυτού ανάσταση. Γιατί είπε ο Απόστολος Παύλος· Στον θάνατο αυτού βαπτισθήκαμε.. Τα δε βαπτίσματα εδώ καταδύσεις να σκεφθείς[7].
Αριστηνός: Αυτός που δεν μυεί σε τρείς καταδύσεις αλλά σε μία είναι ανίερος[8]… .
Ο δε Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζοντας τον κανόνα αυτόν λέει ότι τρία είναι τα αναγκαιότατα, και απαραίτητα στο μυστήριο του αγίου βαπτίσματος νερό ηγιασμένο, κατάδυση τριπλή και ανάδυση από το νερό και επίκληση των τριών υπερθέων υποστάσεων. Αυτός ο κανόνας γράφει ο Άγιος Νικόδημος διατάζει τις τρείς καταδύσεις και αναδύσεις. Είναι δόγμα αναντίρρητο της Ορθόδοξης πίστεως , ότι ο θάνατος του Ιησού Χριστού στάθηκε αναγκαίο μέσο για τη σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους και για την καταλλαγή του ανθρώπου προς τον Θεό. Χωρίς αυτόν δεν ήταν δυνατόν να συμφιλιωθεί ποτέ με τον Θεό ο άνθρωπος, αλλ’ ήταν ανάγκη να μένει στους αιώνες εχθρός Του αδιάλλακτος. Και αυτό δηλώνοντας ο Απ. Παύλος έλεγε: Ἔχθροί ὄντες, κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διά τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ (Ρωμ. ε’).Έτσι για να ενεργείται πάντοτε η μνήμη της αρρήτου αυτής ευεργεσίας του Θεού προς τον άνθρωπο, και για να ενεργείται στο εξής πάντοτε η από τον θάνατο Αυτού η σωτηρία των ανθρώπων, τόσο Εκείνος που υπέμεινε τον σταυρικό θάνατο, όσο και οι θεσπέσιοι Αυτού Μαθητές, και όλοι οι θεοφόροι πατέρες, διέταξαν να γίνεται αναγκαία και απαραίτητα ο τύπος και η εικόνα του θανάτου αυτού σε κάθε μυστήριο και σε κάθε ιεροπραξία της Εκκλησίας μας. Αλλά κατεξοχήν, ο τύπος του Δεσποτικού θανάτου ενεργείτε στο μυστήριο του βαπτίσματος διά των τριών τελουμένων καταδύσεων. Στο βάπτισμα αυτός ο βαπτιζόμενος τυπικώς πεθαίνει και θάβεται μαζί εν Χριστώ στο νερό του βαπτίσματος. Μάρτυς σε αυτό ο Απ. Παύλος που λέει «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν, συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον» (Ρωμ. σ’. 9). Λοιπόν για να γίνεται σε εμάς το ομοίωμα του θανάτου του Χριστού και της τριημέρου ταφής αυτού, εξ’ ανάγκης πρέπει να γίνονται οι τρείς καταδύσεις.[9]
Αυτά τα λόγια δεν λέγονται μόνο από τον Άγιο Νικόδημο. Την ίδια θεολογική σημασία δίνουν και οι Μεγάλοι Πατέρες της Αρχαίας Εκκλησίας. Γι’ αυτό θα αναφέρουμε πατερικά χωρία για την σημασία του βαπτίσματος στο οποίο με τις τρείς καταδύσεις και αναδύσεις έχουμε εξεικόνιση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού, αναπαράσταση που το νερό του βαπτισμού συμβολίζει.
Έτσι ο θεολόγος της μυσταγωγίας Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης γράφει :
«ἡ δι’ ὕδατος ὁλική κάλυψις εἰς τήν τοῦ θανάτου καί τοῦ τῆς ταφῆς ἀειδοῦς εἰκόνα παρείληπται. Τόν οὗν ἱερῶς βαπτιζόμενον ἡ συμβολική διδασκαλία μυσταγωγεῖ ταῖς ἐν τῷ ὕδατι τρισί καταδύσεσι τον θεαρχικόν τῆς τριημερονύκτου ταφῆς Ἰησοῦ τοῦ ζωοδότου μιμεῖσθαι θάνατον, ὡς ἐφικτόν ἀνδράσι τό θεομίμητον, ἐν ᾦ κατά τήν λογίου μυστηριώδη καί κρυφίαν παράδοσιν, οὐδέν εὕρηκεν ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων»[10].
Ο άτλας της Ορθοδοξίας Μέγας Αθανάσιος ερμηνεύοντας χωρίο του Απ. Παύλου γράφει:
«Σύμφυτοι γεγόναμεν, ἤγουν μέτοχοι·χ ὤσπερ τό σῶμα τό δεσποτικόν, ταφέν ἐν τῇ γῇ, ἔφυσε σωτηρίαν τῷ κόσμῷ, οὕτω καί τό ἡμῶν σῶμα, ταφέν ἐν τῷ βαπτίσματι, ἕφυσε δικαιοσύνην ἡμῖν αὐτοῖς. Τό δέ ὁμοίωμα οὔτως ἔχει ὥσπερ ὁ Χριστός ἀπέθανε, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἀνέστη, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν τῷ βαπτίσματι θνήσκοντες ἀνιστάμεθα. Τό γάρ καταδύσαι τό παιδίον ἐν τῇ κολυμβήθρα τρίτον καί ἀναδῦσαι, τοῦτο δηλοῖ τόν θάνατον καί τήν τριήμερον ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ» [11].
Ο Μ. Βασίλειος λέει: «ἀλλ’ ἔν οἴδαμεν τό σωτήριον Βάπτισμα, ἐπειδή εἷς ἐστιν ὁ ὑπέρ τοῦ κόσμου θάνατος, καί μία ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις, ὧν τύπος ἐστί τό Βάπτισμα… τό μέν οὗν ὕδωρ, τοῦ θανάτου τήν εἰκόνα παρέχε, τό δέ πνεῦμα, τήν ζωοποιόν ἐνίησι δύναμιν»[12]. Έτσι μιμούμαστε την εις άδου κάθοδον μιμούμενοι την ταφή του Χριστού. Όταν θάβεται το σώμα των βαπτιζομένων κάτω από το νερό[13].
Ο Άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων στην 2η από τις Μυσταγωγικές του Κατηχήσεις γράφει τα ακόλουθα: «Μετά ταῦτα ἐπί τήν ἁγίαν τοῦ θείου βαπτίσματος ἐχειραγωγεῖσθε κολυμβήθραν, ὡς ὁ Χριστός ἀπό τοῦ σταυροῦ ἐπί τό προκεῖμενον μνῆμα. Καί ἠρωτάτο ἕκαστος εἰ πιστεύει εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ὡμολογεῖτε τήν σωτήριον ὁμολογίαν, καί κατεδύετε τρίτον εἰς τό ὕδωρ καί πάλιν ἀνεδύετε, καί ἐνταῦθα διά συμβόλου τήν τριήμερον τοῦ Χριστοῦ αἰνιττόμενοι ταφήν. Καθάπερ γάρ ὁ Σωτῆρ ἡμῶν τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς πεποίηκεν, οὕτω καί ὑμεῖς ἐν τῇ πρώτη ἀναδύσει τήν πρώτην ἐμιμεῖσθε τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ γῇ ἡμέραν καί τῇ καταδύσει τήν νύκτα. … Καί ἐν τῷ αὐτῷ ἀπεθνήσκετε καί ἐγεννᾶσθε, καί τό σωτήριον ἐκεῖνο ὕδωρ καί τάφος ὑμῖν ἐγίνετο καί μήτρα…»[14].
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης γράφει τα παρακάτω:
«Ἡ δέ εἰς τό ὕδωρ κάθοδος, καί τό τρίς ἐν αὐτῷ γενέσθαι τόν ἅνθρωπον, ἕτερον ἐμπεριέχει μυστήριον. Ἐπειδή γάρ ὁ τῆς σωτηρίας ἡμῶν τρόπος, οὐ τοσοῦτον ἐκ τῆς κατά διαδοχήν ὑφηγήσεως ἐνεργός γέγονεν, ὅσον δι’ αὐτῶν ὧν ἐποίησεν ὁ τήν πρός τόν ἅνθρωπον ὑποστάς κοινωνίαν, ἔργῳ τήν ζωήν ἐνεργήσας…»[15].
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει:
«Τό γάρ βαπτίζεσθαι καί καταδύεσθαι, εἷτα ἀνανεύειν, τό τῆς εἰς ἅδου καταβάσεώς ἐστι σύμβολον καί τῆς ἐκεῖθεν ἀνόδου. Διό καί τάφον τό βάπτισμα ὁ Παῦλος καλεῖ λέγων, «Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον»[16].
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
«Διά τῶν τριῶν καταδύσεων, τάς τρεῖς ἡμέρας τῆς τοῦ Κυρίου ταφῆς σημαίνει τό βάπτισμα»[17].
Με παρόμοια χωρία μιλάνε και άλλοι Άγιοι Πατέρες όπως ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Ο Αυγουστίνος κ.λ.π.
Τα παραπάνω χωρία και οι ιεροί κανόνες δείχνουν ότι εκτός από την Αγιοτριαδολογική επίκληση χρειάζονται και οι τρείς καταδύσεις και αναδύσεις καθώς αυτός ο τύπος διασώζει το δόγμα αλλά και το δόγμα τον τύπο.
Τώρα θα δούμε κανόνες και πατερικά χωρία που ορίζουν ότι δεν πρέπει να αποδεχόμαστε τα μυστήρια των αιρετικών.
Στην αρχή της εργασίας μας αναφερθήκαμε στους Αποστολικούς κανόνες 46 και 47 οι οποίοι μιλούν για τα άκυρα μυστήρια των αιρετικών. Ας δούμε τώρα τι όρισαν οι Άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές και τοπικές Συνόδους.
Ο Άγιος Κυπριανός Επίσκοπος Καρχηδόνος , συγκάλεσε τρείς τοπικές Συνόδους στην Καρχηδόνα. Την πρώτη το 255 μ. Χ, την δεύτερη και την τρίτη το 258 μ. Χ από επισκόπους της Νουμιδίας και της λοιπής Αφρικής. Η τοπική Σύνοδος του 258 μ. Χ., στην οποία συμμετείχαν 84 θεοφόροι Πατέρες, εξέδωσε κανόνα στον οποίο ορίζεται ότι όλοι οι αιρετικοί και οι σχισματικοί πρέπει να βαπτίζονται καθώς δεν είναι αποδεκτό το βάπτισμά τους. Συγκεκριμένα στην Σύνοδο λέγεται «ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντας, περί τῶν παρά τοῖς αἰρετικοῖς, ἤ σχισματικοῖς, δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρός τήν καθολικήν ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστί μία, ἐν ᾖ βαπτιζόμεθα καί ἀναγεννώμεθα… διά παντός ἰσχυρώς καί ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας·» Η αιτία εύλογη: Παρά δέ τοῖς αἰρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστι, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν·… Πνεύμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι. ἑνός ὄντος βαπτίσματος, καί ἐν μόνη τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος… καί διά τούτο τά ὑπ’ αὐτῶν γενόμενα, ψευδῆ και κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»[18]. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο αναβαπτισμός άρχισε πρώτα από την διδασκαλία του προκατόχου του Αγίου Κυπριανού, του Αγριππίνου επισκόπου Καρθαγένης[19] όπως γράφει ο Κυπριανός στην προς Ιουβιανόν κανονική συνοδική επιστολή[20]. Το ίδιο έθος ίσχυε και στις εκκλησίες της Μ. Ασίας (Καππαδοκίας, Λυκίας, Γαλατίας και ετέρων Επαρχιών), όπου οι προηγούμενες πραγματοποίησαν Σύνοδο στο Ικόνιο υπό την προεδρία του Φιρμιλιανού Καισαρείας της Καππαδοκίας και αποφάσισαν να μην γίνεται τίποτα αποδεκτό στην Καθολική Εκκλησία από τους αιρετικούς ποικίλους!(«Καταφρύγων», «Ναυατιανών»κ.α.)[21].
19ος Κανόνας της 1ης Οικουμενικής Συνόδου
«Περί τῶν Παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ Ἐκκλησία, ὅρος ἐκτέθειται ἀναβαπτίζεσθαι αὐτούς ἐξάπαντος. Εἰ δέ τινές τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, ἐν τῶ κλήρῳ ἐξετάσθησαν, εἰ μέν ἄμεμπτοι καί ἀνεπίληπτοι φανεῖεν, ἀναβαπτισθέντες χειροτονείσθωσαν ὑπό τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἐπισκόπου…»[22].
Ο Παύλος από τα Σαμόσατα της Μεσοποταμίας, θεολόγησε κακώς και αναιρούσε τις υποστάσεις του Υιού και του Αγίου Πνεύματος , και μιλούσε για την θεότητα του Πατρός η οποία ήταν ένα πρόσωπο με αυτήν του Υιού. Αυτή η αίρεση που καταδικάσθηκε πρώτα από τον Άγιο Γρηγόριο τον θαυματουργό, τώρα στην Α’ Οικουμενική αποφασίζεται να μην γίνονται δεκτά τα μυστήρια του βαπτίσματος και της ιεροσύνης από την αίρεση αυτή. Βλέπουμε ότι συνεχίζεται το έθος της μη αποδοχής των μυστηρίων των αιρετικών όπως συμβαίνει στους Αποστολικούς κανόνες και τις Συνόδους στην Αφρική και την Μ. Ασία. Δηλαδή τα μυστήριά τους θεωούνται ως μη γενόμενα.
Κανόνας 1ος Μ. Βασιλείου :
«Τὸ μὲν οὖν περὶ τοὺς Καθαροὺς ζήτημα καὶ εἴρηται πρότερον καὶ καλῶς ἀπεμνημόνευσας, ὅτι δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ' ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι, διὰ τὸ διαφόρως ἐνδιενεχθῆναι περὶ τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν τοὺς τότε περὶ τούτων διαλαβόντας. Τὸ δὲ τῶν Πεπουζηνῶν οὐδένα μοι λόγον ἔχειν δοκεῖ καὶ ἐθαύμασα, πῶς κανονικὸν ὄντα τὸν μέγαν Διονύσιον παρῆλθεν. ᾽Εκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μη δὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον. Ὅθεν, τὰς μὲν αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δὲ σχίσματα, τὰς δὲ παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μέν, τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ' αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δέ, τοὺς δι' αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας, παρασυναγωγὰς δέ, τὰς συνάξεις τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας. Οἷον, εἴ τις ἐν πταίσματι ἐξετασθείς ἐπεσχέθη τῆς λειτουργίας καὶ μὴ ὑπέκυψε τοῖς κανόσιν, ἀλλ' ἐαυτῷ ἐξεδίκησε τὴν προεδρίαν καὶ τὴν λειτουργίαν καὶ συναπῆλθον τούτῳ τινές, καταλιπόντες τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν, παρασυναγωγὴ τὸ τοιοῦτον· σχίσμα δέ, τὸ περὶ τῆς μετανοίας διαφόρως ἔχειν πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας· αἱρέσεις δέ, οἷον ἡ τῶν Μανιχαίων καὶ Οὐαλεντίνων καὶ Μαρκιωνιστῶν καὶ αὐτῶν τούτων τῶν Πεπουζηνῶν, εὐθὺς γὰρ περὶ τῆς αὐτῆς τῆς εἰς Θεὸν πίστεως ἐστιν ἡ διαφορά.
Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι, τὸ δὲ τῶν ἀποσχισάντων, ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων, παραδέξασθαι, τοὺς δὲ ἐν ταῖς παρασυναγωγαῖς, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥστε πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν. Οἱ τοίνυν Πεπουζηνοὶ προδήλως εἰσὶν αἱρετικοί, εἰς γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐβλασφήμησαν, Μοντανῷ καὶ Πρισκίλλῃ τὴν τοῦ Παρακλήτου προσηγορίαν ἀθεμίτως καὶ ἀναισχύντως ἐπιφημίσαντες. Εἴτε οὖν ὡς ἀνθρώπους θεοποιοῦντες, κατάκριτοι, εἴτε ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τῇ πρὸς ἀνθρώπους συγκρίσει καθυβρίζοντες, καὶ οὕτω τῇ αἰωνίῳ καταδίκῃ ὑπεύθυνοι, διὰ τὸ ἀσυγχώρητον εἶναι τὴν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον βλασφημίαν. Τίνα οὖν λόγον ἔχει τὸ τούτων βάπτισμα ἐγκριθῆναι, τῶν βαπτιζόντων εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Μοντανὸν καὶ Πρίσκιλλαν; Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες. Ὥστε, εἰ καὶ τὸν μέγαν Διονύσιον τοῦτο παρέλαθεν, ἀλλ' ἡμῖν οὐ φυλακτέον τὴν μίμησιν τοῦ σφάλματος, τὸ γὰρ ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές, οἷς καὶ μικρὸν τοῦ λογίζεσθαι μέτεστιν. Οἱ δὲ Καθαροὶ καὶ αὐτοὶ τῶν ἀπεσχισμένων εἰσί, πλὴν ἀλλ' ἔδοξε τοῖς ἀρχαίοις, τοῖς περὶ Κυπριανὸν λέγω καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἡμέτερον, τούτους πάντας μιᾷ ψήφῳ ὑποβαλεῖν· Καθαροὺς καὶ Ἐγκρατίτας καὶ Ὑδροπαραστάτας καὶ Ἀποτακτίτας. Διότι ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺ, παρ' αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῶ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς ᾽Εκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι. Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν. Τὸ δὲ τῶν Ἐγκρατιτῶν κακούργημα νοῆσαι ἡμᾶς δεῖ ὅτι, ἵνα αὐτοὺς ἀπρυσδέκτους ποιήσωσι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐπεχείρησαν λοιπὸν ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι, ὅθεν καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἑαυτῶν παρεχάραξαν. Νομίζω τοίνυν ὅτι, ἐπειδὴ οὐδέν ἐστι περὶ αὐτῶν φανερῶς διηγορευμένον, ἡμᾶς προσῆκε. ἀθετεῖν αὐτῶν τὸ βάπτισμα, κἄν τις ᾖ παρ' αὐτῶν εἰληφώς, προσιόντα τῇ Ἐκκλησίᾳ βαπτίζειν. Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἴκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν. Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδοδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων. Παντὶ δὲ λόγῳ τυπωθήτω, τοὺς ἀπὸ τοῦ βαπτισμοῦ ἐκείνων προσερχομένους, χρίεσθαι ὑπὸ τῶν πιστῶν δηλονότι καὶ οὕτω προσιέναι τοῖς μυστηρίοις. Οἶδα δέ, ὅτι τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς περὶ Ζώινον καὶ Σατορνῖνον, ἀπ’ ἐκείνης ὄντας τῆς τάξεως, προσεδεξάμεθα εἰς τὴν καθέδραν τῶν ἐπισκόπων, ὥστε τοὺς τῷ τάγματι ἐκείνων συνημμένους, οὐκέτι δυνάμεθα διακρίνειν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἷον κανόνα τινὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς κοινωνίας ἐκθέμενοι, διὰ τῆς τῶν επισκόπων παραδοχῆς»[23].
Σε αυτόν τον κανόνα οι αιρετικοί Μανιχαίοι, Ουαλεντίνοι και Μαρκιωνιστές, γίνονται αποδεκτοί ως Έλληνες, δηλαδή βαπτίζονται.
Ο 47ος Κανόνας του Μ. Βασιλείου, λέει τα εξής:
«Ἐγκρατῖται καὶ Σακκοφόροι καὶ Ἀποτακτῖται τῷ αὐτῷ ὑπόκεινται λόγῳ, ᾧ καὶ Ναβατιανοί, ὅτι περὶ μὲν ἐκείνων κανὼν εξεφωνήθη, εἰ καὶ διάφορος, τὰ δὲ κατὰ τούτους ἀποσεσιώπηται. Ἡμεῖς μέντοι ἑνὶ λόγῳ ἀναβαπτίζομεν τοὺς τοιούτους. Εἰ δὲ παρ' ὑμῖν ἀπηγόρευται τὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὥσπερ οὖν καὶ παρὰ ῥωμαίοις, οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα, ἀλλ' ὁ ἡμέτερος λόγος ἰσχὺν ἐχέτω· ὅτι, ἐπειδὴ ὥσπερ Μαρκιωνιστῶν ἐστιν αὐτοβλάστημα ἡ κατ' αὐτοὺς αἵρεσις, βδελυσσομένων τὸν γάμον καὶ ἀποστρεφομένων τὸν οἶνον καὶ τὴν κτίσιν τοῦ Θεοῦ μεμιασμένην εἶναι λεγόντων, οὐ δεχόμεθα αὐτοὺς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐὰν μὴ βαπτισθῶσιν εἰς τὸ ἡμέτερον βάπτισμα. Μὴ γὰρ λεγέτωσαν, ὅτι εἰς Πατέρα καὶ Υἱόν καὶ ἅγιον Πνεῦμα ἐβαπτίσθη μεν, οἵ γε κακῶν ποιητὴν ὑποτιθέμενοι τὸν Θεόν, ἐφαμίλλως τῷ Μαρκίωνι καὶ ταῖς λοιπαῖς αἱρέσεσιν. ῞Ωστε, ἐὰν ἀρέσκῃ τοῦτο, δεῖ πλείονας ἐπισκόπους ἐν ταυτῷ γενέσθαι καὶ οὕτως ἐκθέσθαι τὸν κανόνα, ἵνα καὶ τῷ ποιήσαντι τὸ ἀκίνδυνον ᾖ, καὶ ὁ ἀποκρινόμενος τὸ ἀξιόπιστον ἔχῃ ἐν τῇ περὶ τῶν τοιούτων ἀποκρίσει»[24].
Σε αυτόν τον κανόνα ο Μ. Βασίλειος γράφει ότι πρέπει να βαπτίζονται και οι Εγκρατίτες σε αντίθεση με τον κανόνα 1 του Μεγάλου Πατρός. Και αυτό διότι είναι παραφυάδα των Μαρκιωνιστών, οι οποίοι λέγαν τον Θεό ποιητή κακών. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να έχει ο κανόνας αυτός κύρος και ισχύ. Ας αναλογισθούμε λοιπόν πως αν πρέπει να αναβαπτίζονται αυτοί οι αιρετικοί πόσο περισσότερο ισχύει αυτό για τους δυτικούς οι οποίοι διεύθειραν και το μυστήριο του βαπτίσματος;
7ος κανόνας της Β’ Οικουμενικής Συνόδου.
«Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων, ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν, καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν, καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Σαββατιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, εἴτουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν, μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, καὶ σφραγιζομένους, ἤτοι χριομένους, πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ τό τε μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα· καὶ σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεὰς Πνεύματος ἁγίου. Εὐνομιανοὺς μέντοι τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν διδάσκοντας, καὶ ἕτερά τινα καὶ χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ τὰς ἄλλας πάσας αἱρέσεις· (ἐπειδὴ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ὁρμώμενοι), πάντας τοὺς ὑπ' αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα· καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς, τὴν δὲ δευτέραν κατηχουμένους· εἶτα τῇ τρίτῃ ἐξορκίζομεν αὐτούς, μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν»[25].
Ο παραπάνω ιερός κανόνας έχει υποστεί παραποίηση από πολλούς δικούς μας Θεολόγους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι αιρετικοί δεν ξανά βαπτίζονται. Αυτό δεν ισχύει εφόσον το δεύτερο σκέλος μιλάει για αναβαπτισμό σε αυτούς που δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα αλλά και σε αυτούς που αλλοίωσαν τον τύπο του βαπτίσματος: «Εὐνομιανοὺς μέντοι τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν διδάσκοντας, καὶ ἕτερά τινα καὶ χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ τὰς ἄλλας πάσας αἱρέσεις· (ἐπειδὴ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ὁρμώμενοι), πάντας τοὺς ὑπ' αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα»!
Ο κανόνας χωρίζει σε δύο ομάδες τους αιρετικούς και στην πρώτη που εντάσσονται οι Αρειανοί, Μακαδονιανοί, Ναυατιανοί και Απολλιναριστές τους οποίους δεχόμαστε με λίβελλο και χρίση του αγίου μύρου. Η δεύτερη κατηγορία. Τους Ευνομιανούς όμως που βαπτίζονται σε μία κατάδυση, τους Σαββελλιανούς που η αίρεσή τους οδηγεί στην αναίρεση των υποστάσεων της Αγίας Τριάδας, αυτούς τους δέχεται η Εκκλησία ως Έλληνες δηλαδή ως αβαπτίστους.
Γιατί όμως κάνει δεκτό το βάπτισμα των αιρετικών Αρειανών, Μακεδονιανών, κ.λπ. ; Διότι εφαρμόζει την οικονομία διότι ήταν μεγάλο πλήθος οι αρειανοί και οι Μακεδονιανοί, και ήκμαζαν αλλά και είχαν και μεγάλες δυνάμεις και ήταν κοντά στους βασιλείς και τους άρχοντες και την σύγκλητο. Έτσι πρώτον για να τους ελκύσουν στην Ορθοδοξία, αλλά και για να μην τους εξαγριώσουν κατά της Εκκλησίας, τους οικονόμησαν και δέχθηκαν το βάπτισμά τους. Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος επειδή οι Πνευματομάχοι είχαν μεγάλη δύναμη, ο Άγιος δεν έλεγε φανερά Θεό το Πνεύμα το Άγιο. Ο δε άγιος Γρηγόριος θέλοντας να φανερώσει τις δυνάμεις και την αγριότητα των Αρειανών και των Μακεδονιανών, στον συντακτήριο λόγο προς τους ρν’ επισκόπους λέγει για τους αιρετικούς: «Τῳόντι γάρ θήρες δεινοί ἐπιπετώκασι τῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μηδέ μετά τήν αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι, ἀλλ’ ἀναισχυντοῦντες εἶναι καί τοῦ καιροῦ δυνατώτεροι»[26]. Και δεύτερον, διότι βάπτιζαν με την επίκληση της Αγίας Τριάδος και τον Ορθό- Ορθόδοξο τύπο του βαπτίσματος σύμφωνα με το σχόλιο του Αγίου Νικοδήμου[27].
Άρα η άποψη των Πατέρων βάσει των παραπάνω κανόνων είναι ότι οι αιρετικοί έχουν ανενέργητο το βάπτισμα.
Αλλά και για το βάπτσιμα των Αρειανών ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας λέει στον λόγο του Κατά Αρειανών: «Οἱ Ἀρειανοί κινδυνεύουσι καί εἰς αὐτό τό πλήρωμα τοῦ μυστηρίου, λέγω το βάπτισμα. Διότι ἀνίσως ἡ διά τοῦ βαπτίσματος τελείωσις δίδοται εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, οἱ δέ Ἀρειανοί λέγουσι Πατέρα ἀληθινόν , μέ τό νά ἀρνοῦνται τό ἐξ’ αὐτοῦ ὅμοιον τῆς οὐσίας, ἀρνοῦνται δέ καί τόν ἀληθινόν Υἱόν, πῶς τό παρ’ αὐτῶν διδόμενον βάπτισμα, δέν εἶναι τελείως ἀνωφελές, καί μάταιον; Καί φαίνεται μέν κατά προσποίησιν, ὅτι εἶναι βάπτισμα, ἀλλά τῇ ἀληθείᾳ δέν ἔχει καμίαν βοήθειαν πρός τήν πίστιν καί τήν εὐσέβειαν. Οὐ γάρ ὁ λέγων ἀπλῶς Κύριε, ἐκεῖνος δίδει καί ὀρθόν βάπτισμα, ἀλλά ἐκείνος «ὅπου καί τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος λέγει, καί τήν πίστην ἔχει ὀρθήν… . Διά τοῦτο καί ἄλλαι πολλαί αἱρέσεις, λέγουσι μέν τά ὀνόματα μόνον τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἐπειδή δέν φρονοῦσι ταῦτα ὀρθῶς, μηδέ τήν πίστιν ἔχουσιν ὑγιᾶ ἀνωφελές ἔχουσι καί τό παρ’ αὐτῶν διδόμενον βάπτισμα, μέ τό νά ὑστερῆται τήν εὐσέβειαν»[28].
Το ίδο λέει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προς τους Αρειανούς και τους Μακεδονιανούς: «Εἰ δε ἀκόμη χωλαίνεις, καί δέν καταδέχεσαι τό τέλειον τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ζήτησαι ἄλλον σέ βαπτίσῃ, ἤ μάλλον εἰπεῖν νά σέ πνίξῃ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐπειδή καί ἐγώ δέν ἔχω τήν ἄδειαν να χωρίζω τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ἀπό τήν Θεότητα τοῦ Πατρός, καί νά σέ κάμω νεκρόν, εἰς τόν καιρόν ὁποῦ πρέπει νά σέ ἀναγεννήσω διά τοῦ βαπτίσματος, ὥστε ὁποῦ οὔτε τό χάρισμα τοῦ βαπτίσματος νά ἔχης, οὔτε τήν ἐλπίδα ὁποῦ γεννᾶται ἀπό τό βάπτισμα, μέ τό νά χάσης ἐν ταῖς ὀλίγαις συλλαβαῖς τοῦ ὁμοουσίου καί ὁμοιουσίου, τήν σωτηρίαν σου. Ἐπειδή ὅποιαν ἀπό τάς τρεῖς ὑποστάσεις ἤθελες καταβιβάσῃς ἀπό τό ἀξίωμα τῆς Θεότητος, ὅλην τήν ἁγίαν Τριάδακαταβιβάζεις ἀπό αὐτό, καί τόν ἑαυτόν σου ὑστερεῖς ἀπό τήν διά τοῦ βαπτίσματος τελείωσιν»[29].
Ο δέ Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ομιλία του εἰς το ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος γράφει : «ἄς μή σέ γελάσουν, ὧ ἀκροατά, τά τῶν αἰρετικῶν συστήματα. Βάπτισμα γάρ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ φώτισμα, καί βαπτίζονται μέν κατά τό σῶμα, κατά δέ τήν ψυχήν δέν φωτίζονται»[30].
Ο δε Άγιος Αμβρόσιος στον περί τῶν κατηχουμένων λέει: «τό τῶν δυσσεβῶν βάπτισμα, οὐχ ἁγιάζει»[31].
Ο Άγιος Λέων στη προς Νικήταν ἐπιστολή γράφει: «οὐδεῖς αἰρετικός, ἁγιασμόν παρέχει διά τῶν μυστηρίων»[32].
Δυστυχώς μετά τον 1903 στην Κωνσταντινούπολη με την εγκύκλιο της 29ης Οκτωβρίου , και στην Ελλάδα με εγκύκλιο στις 22-9-1932 εκδόθηκε ακολουθία αποδοχής των αιρετικών Φραγγολατίνων, με χρήση μόνο Αγίου Μύρου. Κάποιοι θα απαντήσουν ότι η πρακτική από τον 15ο αιώνα ήταν η επιστροφή των Δυτικών μόνο με χρήση αγίου Μύρου. Αιτία που αποφάσισε έτσι η Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1484 είναι α) Διότι ο Ραντισμός δεν υπήρχε για όλη την Ρώμη αλλά κατά μέρος (π.χ. Η εν Τολέδω Σύνοδος με κανόνα της ορίζει ότι το ράντισμα είναι άχρηστο[33]). Β) Επίσης διότι η κυριαρχία των οθωμανών εμπόδιζε την Εκκλησία να ερευνήσει περί των αιρετικών βαπτισμάτων. Και γ) διότι φοβόμασταν πιθανή επιδρομή των Λατίνων όπως λέει και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Δύο αιώνες όμως αργότερα ο όρος της Πανορθοδόξου Συνόδου του 1755 διατάζει να αναβαπτίζονται οι Φραγγολατίνοι γιατί δεν έχουν ούτε τον τύπο, ούτε την πίστη. Σήμερα όμως πολλοί θεολογούντες θέλουν να αποδεχόμαστε τους δυτικούς μόνο με μύρο. Άποψή μας είναι ότι πρέπει να βαπτίζονται διότι ο ραντισμός έχει γενικευθεί και την ονομάζουν παράδοση της Αγίας Γραφής, αλλά και διότι δεν τίθεται θέμα μετάνοιας των δυτικών, και επιστροφής στην παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Αλλά συζητούν για μία συγκόλληση χωρίς μετάνοια. Άρα οι δυτικοί κρίνονται βαπτιστέοι. Κλείνοντας θα πρέπει να εφιστήσω την προσοχή και στους λατινόφρονες αλλά και στους νεοημερογίτες ως προς τον τρόπο του βαπτίσματος που εφαρμόζουν. Όποιος δεν τηρεί τον τύπο του βαπτίσματος στον βαπτιζόμενο, κατά τους αγίους Πατέρες αυτός βαπτίζεται. Ενώ αυτός που πράττει αυτά καθαιρείται. Μην λατινίζουμε και εμείς οι Ορθόδοξοι.
[1] Εφ’ όσον συγκαταλέγεται στα θέματα προς συζήτηση των «Πανορθόδοξων» Διασκέψεων.
[2] Πλούσια βιβλιογραφία υπάρχει στο βιβλίο της Καθηγήτριας της Κοινωνικής Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α Ελένης Γιαννακοπούλου με τίτλο: Το βάπτισμα των μη Ορθοδόξων 1453- 1756, Σταθμοί έρευνας και πράξης (Ιστορικοκανονική θεώρηση) σσ. 31-40., Β’ έκδοση Αθήνα 2015.
[3] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων και ἱερῶν κανόνων, τόμ. Β’, 46ος Αποστολικός κανόνας σελ. 61 Ἀθήνησι 1852 .
[4] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, τόμ. Β’, 47ος Αποστολικός κανόνας, σελ. 62.
[5][5][5] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, τόμ. Β’, 50ος Αποστολικός κανόνας, σελ. 66.
[6]. Γ Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, τόμ. Β’, Αποστολικός κανόνας, σελ. 66.
[7] Γ Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, τόμ. Β’, Αποστολικός κανόνας, σσ. 66-67.
[8] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, τόμ. Β’, σελ. 67.
[9] Πηδάλιον Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου και Αγαπίου Ιερομονάχου, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλόνίκη 1998, σελ 63. υποσημ. 1.
[10] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας Β’ 7, P.G. 3, 404 AB.
[11] Μ. Αθανασίου, Ρήσεις καί Ἐρμηνείαι παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου,P.G. 28 στ. 753.
[12] Περί τοῦ βαπτίσματοςς τοῦ Μεγάλου Βασιλίου ἀπό τόν πρός Ἀμφιλόχιον τόν Ἰκονίου τριάκοντα κεφαλαίων P.G. 130 στ. 1248-1249.
[13] Βλέπε την προηγούμενη παραπομπή.
[14]Κυρίλλου Ιεροσολύμων Β’ Μυσταγωγική Κατήχηση, Κατηχήσεις Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, εκδ «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ». Ι.Μ. Τ. Προδρόμου, Κααρέας 1991 σσ. 426-427.
[15]Γρηγορίου Νύσσης Κατηχητικός Λόλος ο Μέγας, 35 στ. 85
[16] Ιωάνν. Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. Λόγος Μ’ στην Α΄ προς Κορ.αελ 646.
[17] Βιβλίον 4, Κεφ. 10.
[18] 1ος κανόνας της εν Καρχηδόνι Συνόδου Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ,, τόμ. Β’, Ἀθήνησι 1852 σσ 2-6. Πηδάλιον όπου παρ, σσ. 368-369.
[19] Αυτό το έπραξε «οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδέ νῦν ἡδρασμένην» αλλά ως παλαιότερη πρακτική της Καρχηδόνας όπως αναφέρει στην προς Ιουβιανόν επιστολή ο Άγιος Κυπριανός αλλά και το αναφέρει και ο Δωσίθεος Ιεροσολύμων: Δωδεκάβιβλος, Κεφ. 16, Παρα. Α’ σελ. 154. Εκδ. Ρηγοπούλου. Γ. Κορεσσίου, «εἰ χρή τον αἰρετικόν ἀναβαπτίζεσθαι» σελ. 116 «Καί πρό τοῦ Κυπριανοῦ ὁ Ἀγριπίννος ὁπου ἧτον τῆς Ἀφρικῆς Ἐπίσκοπος εἶχε την γνώμην τοῦ διαδόχου του Κυπριανοῦ».
[20] Πηδάλιον, σελ. 367, υποσημείωση 1.
[21] Δωσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, Κεφ. 16, Παρα.Γ’ σελ. 157 εκδ. Ρηγοπούλου.
[22] Πηδάλιο, 19ος Κανόνας της Α’Οικουμενικής σελ. 147.
[23] Πηδάλιο, 1ος Κανόνας Μ. Βασιλείου, σσ. 587-588.
[24] Πηδάλιο, 47ος Κανόνας Μ. Βασιλείου, σελ. 617.
[25] Πηδάλιο, 7ος Κανόνας Β’ Οικουμενικής, σελ. 163.
[26] Πηδάλιο, Σχόλιο Αγίου Νικοδήμουστον στον 47ο Απ. Κανόνα σελ. 53
[27] Πηδάλιο Σχόλιο στον 7ο κανόνας της Β’ Οικουμενιικής Συνόδου σσ. 164-165.
[28] Πηδάλιο, Σχόλιο Αγίου Νικοδήμουστον στον 46ο Απ. Κανόνα σσ. 52-53.
[29] Πηδάλιο, Σχόλιο Αγίου Νικοδήμουστον στον 46ο Απ. Κανόνα σελ. 53.
[30] Το ίδιο όπου, παρ.
[31] Το ίδιο όπου, παρ.
[32] Το ίδιο όπου, παρ.
[33] Βλέπε Ευστρατίου Αργέντη, Ραντισμού Στηλήτευσις, όπου και ο σχετικός κανόνας, αλλά και σελ. 36.