Κατσίκης Κωνσταντίνος Κατσίκης Κωνσταντίνος
(Δρ Αρχαιολόγος, ΜΑ Βυζαντινής Μουσικολογίας – Υμνολογίας, δεξιός ψάλτης Ι. Ν. Παναγίας Γοργοϋπηκόου Ευόσμου Θεσσαλονίκης)
Το Τυπικόν και η Ψαλτική Τέχνη.Βασικοί παράγοντες τέλεσης των ιερών ακολουθιών
Ευχαριστώ την Ιερά Σύνοδο για την πρόσκληση να μιλήσω σήμερα ενώπιόν σας και την ευκαιρία που μου δίνεται να απευθύνω σε σας την παρούσα εισήγηση. Σκέφτηκα ότι καλό θα είναι να συζητήσουμε για ορισμένες γενικές ιδέες και σκέψεις μου περί του θέματος, σε μια προσπάθεια να ενεργοποιήσω και τα δικά σας συναισθήματα. Πρέπει να πούμε κάποια πράγματα και θέλω όλοι να σκεφτούμε μήπως στη συνέχεια μπορούμε κάτι αλλάξουμε προς το καλύτερο. Κάτι να βελτιώσουμε, κάτι να διορθώσουμε. Θα μιλήσουμε, λοιπόν, για το Τυπικό και την Ψαλτική Τέχνη, την εκκλησιαστική μας μουσική δηλαδή, δύο βασικούς παράγοντες τέλεσης των ιερών ακολουθιών. Αντί προλόγου ας διαβάσουμε το παρακάτω κείμενο: «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου, και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω· ο γαρ Βασιλεύς των Βασιλευόντων, και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς· προηγούνται δε τούτου οι Χοροί των αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον· αλληλούϊα». Πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα υμνογραφικά κείμενα, ένας από τους πιο αρχαίους ύμνους της Εκκλησίας μας, καθώς διαμορφώθηκε πριν από τον 5ο αι., ο οποίος σήμερα ψάλλεται ως χερουβικό το πρωί του Μ. Σαββάτου, καθώς και στην παλαιά Θ. Λειτουργία του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου (αλλά και στην ακολουθία των Εγκαινίων, στην οποία προσδίδει ιδιαίτερη αρχαιοπρέπεια και κατάνυξη). Ένα ανεπανάληπτο κείμενο, που προκαλεί ρίγος σε όποιον αντιληφθεί τι μας λέει. Μια πρόχειρη μετάφραση είναι η εξής: «Ας σιγήσει κάθε θνητή ύπαρξη και ας σταθεί με φόβο και τρόμο και τίποτε από τη γήινη ζωή μας να μην σκέφτεται. Γιατί ο Βασιλεύς των Βασιλέων και Κύριος των κυριάρχων της γης έρχεται για να σφαγιασθεί και να δοθεί ως τροφή στους πιστούς. Προηγούνται Αυτού οι χοροί των αγγέλων μαζί με όλες τις Αρχές και τις Εξουσίες, τα Χερουβείμ με τα πολλά μάτια και τα Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες, που καλύπτουν τα πρόσωπά τους και ψάλλουν δυνατά τον ύμνο. αλληλούϊα»! Σιγησάτω… Ας ακούσουμε αυτή την πρόσκληση. Μας καλεί να μετέχουμε της θείας σιγής. Η σιγή είναι μεγάλη αρετή από την αρχαιότητα ήδη (κρείττον του σιγάν) και ως έννοια εμφανίζεται σε αρχαίους και σε άλλους πρώιμους χριστιανικούς ύμνους. Σιγή μπροστά στην ιερότητα. Σιγή μπροστά στο μέγεθος της Θυσίας. Σιγή και προσοχή για το θείο γεγονός που καλούμαστε να συμμετάσχουμε, να διακονήσουμε. Ο ύμνος αυτός εἰσηγεῖται στὸν κάθε ἄνθρωπο τὴ λειτουργικὴ σιγή, τὸν καλεῖ στὴ σιωπηλὴ προσμονή τοῦ Βασιλέα καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Η φανέρωση του Θεού γίνεται με σιγή. Αν κάθε φορά που μπαίνουμε στο ναό για να υπηρετήσουμε τις λειτουργικές ανάγκες είχαμε στο νου μας αυτά τα συγκλονιστικά λόγια, τότε πιθανόν δε θα χρειαζόταν να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Όταν οι ουράνιες δυνάμεις καλύπτουν τα πρόσωπά τους, εμείς πόσο άξιοι είμαστε να συνεισφέρουμε στη θεία λατρεία; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει: δέον σε δεδοικότα και τρέμοντα την αγγελικήν δοξολογίαν εκπέμπειν, ενώ και στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος διαβάζουμε «Εκείνος που αναλογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της προσευχής βρίσκεται ενώπιον του Θεού και το αισθάνεται αυτό στην καρδιά του, θα είναι στύλος ακλόνητος και δε θα εμπαίζεται από κανένα δαίμονα» [Κλίμαξ, ΙΗ 4 (4)]. Με αυτό το πνεύμα, λοιπόν, προχωρώ στις ακόλουθες επισημάνσεις μου.
Α. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΤΥΠΙΚΟΥ Ο απόστολος Παύλος μας παραγγέλλει «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. 14:40). Θα μου πείτε, υπήρχε Τυπικό τόσο παλιά, στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες; Αγαπητοί μου, οι απαρχές της τυπικής τάξεως στη λατρεία είναι η φράση του Κυρίου μας «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22-19). Πράγματι, ο Χριστός μας, με τη θεία Του φιλευσπλαχνία, μας παρέδωσε το Μυστήριο των Μυστηρίων, άρα τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα τελείται. Εκεί βρίσκονται οι απαρχές του Τυπικού. Αυτό να κάνετε. Έτσι να το κάνετε. Από τον ίδιο τον Κύριό μας κατοχυρώνονται οι πρώτες «λειτουργικές οδηγίες». Μετά την Πεντηκοστή, που μόλις εορτάσαμε, σχηματίστηκε στα Ἱεροσόλυμα ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα και σιγά-σιγά κι άλλες σε όλη την οικουμένη. Η λατρεία ἐξελίχθηκε καί ἐμπλουτίστηκε, για να φτάσουμε στη σημερινή της μορφή, πάντα ὅμως με κέντρο και σημεῖο ἀναφορᾶς τη Θεία Εὐχαριστία. Ο απόστολος Παύλος, λοιπόν, ζητᾶ τὴν ἐπικράτηση τῆς «τάξεως», στὴ λατρεία, στην προσευχή, στην ψαλμωδία και στη διδασκαλία κατά τις λατρευτικές συνάξεις, γιατί μέσα ἀπό αὐτή την τάξη ἐπέρχεται ἡ οἰκοδομὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε προσωπικά, εἴτε και εν συνόλω. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τῆς τάξεως καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὅρισε καὶ καθόρισε τὴν τάξη τῶν Ἀκολουθιῶν μὲ τὶς Τυπικὲς Διατάξεις, γιατί μέσα ἀπὸ τὴν τάξη ἐξυπηρετεῖται τὸ σωτήριο ἔργο της. Τα δρώμενα μέσα στο Ναό, μαζί με τις εἰκόνες, τις αγιογραφίες, την ψαλμωδία, τα υμνογραφικά κείμενα και τα Ἁγιογραφικά Αναγνώσματα, με όλους τους συμβολισμούς που αυτά φέρουν, δημιουργούν (ἢ τουλάχιστον πρέπει νὰ δημιουργούν) υψηλό αἰσθητήριο τοῦ ὡραίου καὶ τῆς θείας αἰσθητικῆς, για να μεταφέρουν τον πιστό στη λατρεία τοῦ Θεοῦ στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο. Τυπικό της Εκκλησίας ή Εκκλησιαστικό Τυπικό ή Λειτουργικό Τυπικό είναι, λοιπόν, το σύνολο των οδηγιών και διατάξεων για το πώς και πότε πρέπει να τελούνται οι ακολουθίες της Εκκλησίας. Ποιες είναι οι ακολουθίες που πρέπει να τελούνται κάθε ημέρα, είτε είναι Κυριακή, είτε Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή, είτε μνήμη αγίου, είτε μια απλή καθημερινή. Επίσης καθορίζει τη βασική δομή των ακολουθιών, τους ύμνους που πρέπει να ψαλλούν, τα εκκλησιαστικά κείμενα (ψαλμούς, ευχές, αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα, κλπ.) που πρέπει να διαβαστούν, πώς συμπλέκονται δύο ή τρεις ακολουθίες σε μία ημέρα και πολλές άλλες οδηγίες. Είναι απαραίτητο για την ορθή διεξαγωγή των ακολουθιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συμπληρώνει και συμβιβάζει το περιεχόμενο άλλων λειτουργικών βιβλίων, όπως το Ευχολόγιο, το Ωρολόγιον, η Παρακλητική, τα Μηναία, κ.λπ. Ας προχωρήσουμε σε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση. Το Τυπικό διαμορφώθηκε σταδιακά σε πλήρη σύνδεση με την ανάπτυξη της υμνογραφίας και τον εμπλουτισμό των ακολουθιών με νέα στοιχεία. Όσο «γέμιζε» η ακολουθία δημιουργήθηκε η ανάγκη καθορισμού της με συγκεκριμένες οδηγίες. Ορισμένοι μελετητές αναγνωρίζουν έναν πρώτο «αρχέγονο» τύπο ακολουθιών από την αποστολική μέχρι την προκωνσταντίνεια περίοδο, που εφαρμοζόταν στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, και απετέλεσε τη «μήτρα» των μετέπειτα διατάξεων. Ωστόσο, πιο σίγουρες πληροφορίες από τις σωζόμενες πηγές έχουμε για τον τρόπο τέλεσης των νυχθήμερων ακολουθιών της βυζαντινής Εκκλησίας, που καθοριζόταν από τυπικές διαταξεις, από τον 4ο αι. και μετέπειτα, και είχε δύο «τύπους»: τον ενοριακό και το μοναχικό τύπο. Ο πρώτος αφορούσε τις ακολουθίες που τελούνταν στους ενοριακούς ναούς (στις πόλεις δηλ.) και είναι γνωστός ως «κοσμικό» ή «ασματικό» τυπικό, με αντιοχειανή πιθανώς καταγωγή και επιδράσεις από τη γειτονική Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Σύντομα καθιερώνεται στην Κωνσταντινούπολη και συνδέεται με τη λειτουργία της Αγίας Σοφίας (του κεντρικού ναού της αυτοκρατορίας) και του Πατριαρχείου, γιαυτό και ονομάζεται «Τυπικόν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», αλλά και του Παλατιού (αυτοκρατορικά τυπικά και διατάξεις της Βασιλείου τάξεως). Η ονομασία του ασματικού τυπικού προήλθε από τη μελωδία, δηλ. την ψαλμωδία (το άσμα), που υπήρξε το κυρίαρχο στοιχείο στην τέλεση των ακολουθιών κατά το τυπικό αυτό. Ο δεύτερος τύπος αφορούσε τις ακολουθίες που τελούνταν στις ιερές μονές, γνωστός ως «μοναχικό» τυπικό, με προέλευση την Παλαιστίνη και ιδιαίτερα τη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα και γι’ αυτό ονομαζόταν και «Ιεροσολυμιτικό» ή «Τυπικό του αγίου Σάββα». Τα δύο αυτά τυπικά λόγω της παράλληλης πορείας τους στη λατρεία της Εκκλησίας έχουν αρκετές ομοιότητες, αλλά και πολλές και ουσιαστικές διαφορές, που οφείλονταν στις διαφορετικές ανάγκες που εξυπηρετούσαν. Το ασματικό τυπικό εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών που ζούσαν στον κόσμο με τις πολλές βιοτικές μέριμνες και γι’ αυτό διακρίνεται για μικρότερο αριθμών ακολουθιών (με βασικές αυτές του εσπερινού και του όρθρου) με σχετικά σύντομη διάρκεια, απαιτούσε όμως για τη διεκπεραίωσή τους πολυπληθῆ καὶ ὀργανωμένο κλῆρο και χορούς ψαλτών. Η ακολουθία αποτελείτο κυρίως από ψαλμούς (χωρισμένους σε αντίφωνα), αιτήσεις, ευχές και πολύ λίγα και σύντομα τροπάρια. Κατὰ τὴ διεξαγωγὴ αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν ὑπῆρχε κινητικότητα στὸ λειτουργικὸ σῶμα μὲ τὴ μορφὴ εἰσόδων, λιτανειῶν καὶ ἄλλων τελετῶν καὶ τὴ συμμετοχὴ ἀρχόντων καὶ γενικῶς ἐπισήμων προσώπων τῆς κρατικῆς καὶ εκκλησιαστικής ἐξουσίας. Το μοναχικό τυπικό εξυπηρετούσε τις ανάγκες των μοναχών, που είχαν ως κύριο έργο τους την προσευχή, και γι αυτό χαρακτηρίζεται από πλουσιότερο αριθμό ακολουθιών (τις γνωστές μας επτά ακολουθίες – κατά τον ψαλμικό στίχο επτάκις της ημέρας ήνεσά σε [ψαλμ. 118, στιχ. 164]) με μεγαλύτερη διάρκεια και με πιο ευρύ περιεχόμενο απ’ ότι του ασματικού. Στα βασικά του συστατικά έχουμε τους κανόνες (στον όρθρο) και γενικά το βιβλίο της «Παρακλητικής», τα πολλά προσόμοια και ιδιόμελα τροπάρια, αλλά και τα διάφορα αναγνώσματα. Η χρονική διαδρομή του ασματικού τυπικού αρχίζει από τον Δ’ αιώνα και φθάνει μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως αρχικά από τους Λατίνους (1204) και στη συνέχεια από τους Τούρκους (1453). Μέχρι τον Θ’ αιώνα η πορεία του στον ενοριακό χώρο υπήρξε σταθερή. Μετά το τέλος της εικονομαχικής αίρεσης και τη νίκη της ορθοδοξίας (843) αυξήθηκε το κύρος των μοναχών, οι οποίοι ήταν οι πρωταγωνιστές στον αγώνα κατά της εικονομαχίας, και η επίδρασή τους στο λειτουργικό χώρο ήταν καταλυτική. Οι Στουδίτες μοναχοί στην Κωνσταντινούπολη προέβησαν σε αναμόρφωση των λειτουργικών βιβλίων και του τυπικού, πράγμα που βοήθησε να γίνει το μοναχικό τυπικό προσφιλέστερο του ασματικού και ν’ αρχίσει βαθμηδόν να επικρατεί και στον ενοριακό χώρο. Η λεγόμενη «στουδιτική μεταρρύθμιση» ήταν η ζύμωση των δύο τύπων, η οποία οδήγησε σε μια κυριαρχία και γενίκευση τοῦ μοναχικοῦ τυπικοῦ με παράλληλη διατήρηση ἱκανῶν στοιχείων τοῦ ἀσματικοῦ τυπικοῦ μέσα σ’ αὐτό. Κατά μαρτυρία του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης το 15ο αι., το ασματικό τυπικό ήταν σε γενική χρήση στην Κωνσταντινούπολη κυρίως μέχρι την άλωσή της από τους Λατίνους (1204), και μετά την ανάκτησή της (1261) περιορίσθηκε στη Μεγάλη Εκκλησία μόνο στις εορτές της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της μνήμης του ιερού Χρυσοστόμου. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι το τυπικό τοῦ Ἁγίου Σάββα δεχόμενο τις στουδιτικές, κατ’ ἀρχάς, και ἁγιορειτικές («νέο-σαββαΐτικες»), στη συνέχεια, ἐπιδράσεις κατέληξε στη σημερινή του μορφή να γίνει ἡ λειτουργική τάξη και πράξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ωστόσο, δεν έχουμε μόνο το ένδοξο «αυτοκρατορικό» παρελθόν. Οι δύσκολες συνθήκες που πέρασαν το έθνος και η Εκκλησία μας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας επέφεραν σημαντικές επιπτώσεις στη διάρκεια και στην ακρίβεια τέλεσης των ακολουθιών (κυρίως με τη συρρίκνωση ιερατείου και ψαλτών), αλλά και τον περιορισμό της μοναχικής δράσης (με εξαίρεση τα μεγάλα μοναστικά κέντρα του Αγίου Όρους, των Μετεώρων κ.α.). Λόγοι ιστορικοί, λοιπόν, αλλά και λόγοι ποιμαντικού χαρακτήρα, οι οποίοι προέκυψαν από τις ανελεύθερες συνθήκες διαβίωσης του Ελληνισμού, επέβαλαν την ανάγκη αναθεωρήσεων, μεταβολών και ανανεώσεων των ισχυουσών τυπικών διατάξεων, αρχικά χωρίς επίσημη καταγραφή τους. Περαιτέρω απομάκρυνση των ενοριών από το μοναστηριακό τύπο έχουμε και κατά το 19ο και 20ο αιώνα με τη σταδιακή άνοδο του «αστικού» τρόπου ζωής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη «λείανση» των τυπικών διατάξεων με συντομεύσεις των ακολουθιών. Επιπλέον, η ενσωμάτωση τυπικών διατάξεων στα λειτουργικά βιβλία εκδόσεων της Βενετίας επέτεινε τη σύγχυση στην εφαρμογή τους (ανάλογα με την πηγή τους δηλ.). Η λειτουργική και ψαλτική τάξη στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο άνθησης του ελληνισμού της Πόλης, με επίκεντρο τον πατριαρχικό ναό του Φαναρίου, καταγράφει αυτές τις αλλαγές, οι οποίες σταδιακά καθιερώνονται και συμπεριλαμβάνονται στα Τυπικά των πρωτοψαλτών Κωνσταντίνου Βυζαντίου και Γεωργίου Βιολάκη, το 19ο αι., τα οποία έρχονται να καλύψουν την ανάγκη ενός συγκροτημένου βιβλίου με τυπικές διατάξεις και φέρουν πλέον τον τίτλο «Τυπικόν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», τυπώνονται και διαδίδονται σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο και οι διατάξεις τους αποτελούν τη σημερινή τυπική τάξη. Αυτά τὰ πατριαρχικὰ τυπικὰ τῶν ἐτῶν 1838, 1851 καὶ 1888 θεσμοθέτησαν ἀρκετὲς «καινοτομίες», ὅπως μεταφορὰ τῶν στιχηρῶν τῆς λιτῆς στὸ μεσονυκτικό, παράλειψη κανόνων, ψαλμωδία ὅλων τῶν καταβασιῶν μαζί, μετάθεση τοῦ ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, μεταφορὰ τῆς θ’ ᾠδῆς τῶν κανόνων πρὸ τῆς τιμιωτέρας, διαφορετικὴ διάταξη τῶν κανόνων τῆς θ’ ᾠδῆς ἀπὸ τὶς προηγούμενες ᾠδές, μὴ ἐναλλαγὴ κάθε Κυριακὴ τοῦ «Ἀναστὰς ἐκ τοῦ μνήματος...» μὲ τὸ «Σήμερον σωτηρία...», ψαλμωδία πολλών απολυτίκιων στη θεία λειτουργία, κατάργηση τῶν διπλῶν ἀναγνωσμάτων (απόστολος – ευαγγέλιο) καὶ των διπλῶν κοινωνικῶν, παράλειψη τοῦ «Πληρωθήτω...», αλλά και επιμέρους αλλαγές στη δομή των ακολουθιών, όπως μετάθεση τῶν ἐγκωμίων μετὰ τὸν κανόνα «Κύματι θαλάσσης...», μετάθεση τοῦ κατηχητικοῦ λόγου ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τοῦ Πάσχα κ.α. ακόμη και «κατάργηση» των αγρυπνιών. Για την παράλειψη των κανόνων ας μου επιτραπεί εδώ να σχολιάσω ότι οι κανόνες είναι ένα κορυφαίο υμνογραφικό είδος, μεστό θεολογικών, ιστορικών και βιογραφικών αναφορών, αποτελούν κεντρικότατο και αναπόσπαστο κομμάτι της ακολουθίας του όρθρου, ανεπίδεκτου, κατά τη γνώμη μου, παράλειψης (έστω ας διαβάζονται). Στο έργο του Άγγελου Βουδούρη, Άρχοντος Α΄ Δομεστίκου της ΜΧΕ στο α΄ μισό του 20ου αι., διαβάζουμε για το πώς εισήχθησαν νέες περιπτώσεις και άλλαξαν κάποιες από την παλαιότερη τάξη του πατριαρχικού ναού με το Τυπικό, το λεγόμενο «του Βιολάκη», από το μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνο το Χίο (και παρά τις αντιρρήσεις του κραταιού λαμπαδαρίου Νικολάου Στογιάννου, του εμπειρότερου τότε παλαιού ψάλτη του πατριαρχικού ναού) [βλ. στο Αγγ. Βουδούρη, Μουσικολογικά απομνημονεύματα, §423 – 424]. Επίσης, παραθέτουμε σχετικό χωρίο και από τον π. Γ. Ρήγα (Ζητήματα Τυπικού, σ. 17): «διατάξεις τινές αυτού [ενν. του Τυπικού του Βιολάκη] απεμακρύνθησαν της ορθότητος, καθόσον η προς αναθεώρησιν των προγενεστέρων Τυπικών, και ιδίως του Τυπικού του πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου, διορισθείσα τότε επιτροπή, διερρύθμισεν αυτάς έχουσα οδηγόν ίσως μόνην την κρίσιν της, και μη στηριχθείσα, ως έδει, εις την παλαιάν παράδοσιν. Τοιουτοτρόπως εις αρκετά σημεία κατά την διεξαγωγήν των ιερών ημών ακολουθιών δεν τηρείται η της παλαιάς και ορθής παραδόσεως τάξις, ως ώφειλεν, αλλά καινοφανείς και εσφαλμένοι τύποι». Ευτυχώς, κάποιες από τις περιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω έχουν πλέον διορθωθεί. Βλέπουμε, λοιπόν, πως διάφορες συντομεύσεις και συνήθειες περνάνε τελικά στα τυπικά ως ο καθιερωμένος τύπος. Ας δούμε μερικές ακόμη νεότερες πρακτικές: -εξοβελισμός της ανάγνωσης του ψαλτηρίου -παράλειψη στιχολογίας εσπερινού και αίνων. -παράλειψη του μεσονυκτικού και του πολυελέου. -παράλειψη των κανόνων της Οκτωήχου την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης (ενώ αυτοί ορίζονται σαφώς στο Τριώδιον και σε όλα τα μοναχικά τυπικά). -«Σήμερον σωτηρία» σε όλους τους ήχους, και διάφορα άλλα. Ειδικά για την παράβλεψη της ανάγνωσης του Ψαλτηρίου, σας μεταφέρω γλαφυρό σχόλιο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με το οποίο καυτηριάζει αυτή την πρακτική ήδη από την εποχή του (1904): έμμελον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλείπωνται όλως ως φορτικόν τι και παρέλκον! («Στο Χριστό, στο κάστρο»). Ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που γίνονται «δοκιμές» κάποιων διατάξεων που δεν καθιερώνονται, όπως π.χ. τα αντίφωνα σε διάφορες περιπτώσεις αγίων στο Τυπικό του Κωνσταντίνου και η απουσία τους από το μεταγενέστερο Τυπικό του Βιολάκη (πιθανόν επειδή συνεργούσαν στην εξάλειψη της τάξης ψαλμώδησης των στάσεων των τυπικών, του «Ευλόγει η ψυχή μου» δηλ., και των μακαρισμών). [Σημειώνουμε πως επιχειρείται σταδιακά η επαναφορά τους τώρα που η βιασύνη τείνει να εξαλείψει τελείως τη λεγόμενη «ακολουθία των τυπικών»]. Μετά από τη σύντομη αυτή ανασκόπηση, που ελπίζω να φανέρωσε σε όλους μας την ιστορική διάσταση του Τυπικού, ας περάσουμε σε πιο πρακτικά θέματα που αφορούν στη σύγχρονη λατρευτική τάξη, που μας αφορούν όλους. Η μελέτη των τυπικών διατάξεων διαχρονικά αποκαλύπτει μία διπλή λειτουργία αυτών. Δύο μοτίβα φαινομενικά αντίθετα μεταξύ τους. Από τη μία έχουμε την προσήλωση σε συγκεκριμένη τυπική τάξη (για την ομοιομορφία της λατρείας), και από την άλλη έχουμε ελευθερία στην εφαρμογή της. Κοινός τύπος λατρείας σε όλες τις εκκλησίες αλλά και επιμέρους ελευθερίες στον τρόπο εφαρμογής του τύπου (γι αυτό, άλλωστε, είναι γνωστά τα διαφορετικά Τυπικά πολλών μοναστηριών αλλά και τοπικών Εκκλησιών). Για παράδειγμα: μπορούμε να επιλέξουμε εορτασμούς ή όχι τοπικών αγίων, σύντομα ή αργά μέλη, αντίφωνα ή τυπικά, ψαλμώδηση ή ανάγνωση κάποιων κανόνων, τέσσερα ή έξι τροπάρια με διπλασιασμό κ.α. Η ψαλτική τέχνη μας δείχνει το δρόμο, αφού πολλές φορές τα ίδια τροπάρια καταγράφονται με τρεις τρόπους: σύντομο, αργοσύντομο και αργό. Όσοι διακονούμε στη λατρεία θα πρέπει να διακρίνουμε το ἀπόλυτο και δογματικό (σε θέματα πίστεως) και το εὐέλικτο και προσαρμοστικό μετά διακρίσεως σε θέματα τυπικοῦ («μεγίστη τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισις»). Συμπέρασμα: το τυπικό δεν είναι βέβαια ευαγγέλιο (όσον αφορά στην ιερότητα του περιεχομένου), αλλά η εφαρμογή του θέλει ευλάβεια, σεβασμό, διάκριση, γνώση, που έρχεται μέσα από τη μελέτη και την εμπειρία. Αλλά προσοχή: η εμπειρία χωρίς μελέτη μπορεί να μας οδηγήσει απλά στη διαιώνιση των ίδιων λαθών. Στα Τυπικά έχουν με τους αιώνες παρεισφρήσει και λάθη. Λανθασμένες ή ελλιπείς διατάξεις. Σεβασμός στο τυπικό δε σημαίνει ότι δε μπορώ να αλλάξω κάτι που είναι λάθος. Αντιθέτως, είμαι υποχρεωμένος όταν σιγουρευτώ γιαυτό, σε συνεννόηση με τον λειτουργό ιερέα, να τηρήσω την ορθή τάξη. Σαράντα χρόνια το ίδιο λάθος δεν είναι παράδοση, είναι διαιώνιση του λάθους. Η «αταξία» που έρχεται ως αποτέλεσμα σε στιγμές αδυναμίας και παρακμής του έθνους μας ή από τυχόν επαναλαμβανόμενα λάθη στις λειτουργικές εκδόσεις δεν πρέπει να νοηθεί τελικά ως «παράδοσις», και αυτό ισχύει όχι μόνο για το τυπικό, αλλά για όλες τις εκκλησιαστικές τέχνες (ζωγραφική, μουσική), ακόμη και τη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη. Ας δούμε ακροθιγώς ένα μόνο παράδειγμα: προσεκτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται στο Τυπικό κάθε Κυριακή από τον ιερέα και τον ψάλτη, προκειμένου να διευκρινιστεί αν ο άγιος που τυχαίνει εκείνη τη μέρα είναι μη εορταζόμενος ή εορταζόμενος εις στ΄ ή εις η΄, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές – προσθήκες στα ψαλλόμενα (απολυτίκια, καθίσματα, κανόνες, εξαποστειλάρια, αίνοι, μακαρισμοί, κοντάκια – όχι σε όλα, αλλά ανάλογα με την περίσταση). Προσοχή: δεν αναγράφονται όλες οι περιπτώσεις στο Τυπικό του Βιολάκη, αλλά δεν ψάλλουμε και κάθε Κυριακή ότι είναι γραμμένο στο μηναίο για τον άγιο της ημέρας!! Αυτά που έχει το μηναίο αφορούν κυρίως στις καθημερινές ακολουθίες. Δυστυχώς, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο να ψάλλονται παράτυπα ορισμένα τροπάρια του αγίου της ημέρας εις βάρος μάλιστα των αναστάσιμων ύμνων π.χ. τα εσπέρια προσόμοια του αγίου να αντικαθιστούν τέσσερα αναστάσιμα τροπάρια στους αίνους ή να ψάλλεται το εξαποστειλάριο του αγίου με το θεοτοκίο του με αποτέλεσμα πολλοί να μην ψάλλουν ποτέ (σχεδόν) το θεοτοκίο του αναστάσιμου (εωθινού) εξαποστειλαρίου! Ο λειτουργικός χρόνος, κατά το τυπικό της μονής του Αγίου Σάββα, χωρίζεται σε τρεις λειτουργικούς κύκλους, που επαναλαμβάνονται περιοδικά. Οι τρεις αυτοί λειτουργικοί κύκλοι, κατά την τέλεση των καθημερινών ακολουθιών, εμπλέκονται μεταξύ τους και καλός τυπικάρης (γνώστης, δηλαδή, της τυπικής τάξεως) είναι αυτός που μπορεί να τους διακρίνει με ασφάλεια και να μοιράσει σωστά μεταξύ τους τα διάφορα λειτουργικά στοιχεία, που δομούν την κάθε ακολουθία, ως ενιαία λατρευτική πράξη [χωρίς να τα βλέπει έτοιμα από κάποιον «τυφλοσούρτη»]. Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις λειτουργικοί κύκλοι του Σαββαΐτικου τυπικού είναι οι εξής: α) ημερήσιος [περιλαμβάνει ότι επαναλαμβάνεται καθημερινά κατά την τέλεση των ακολουθιών της ημέρας] (σχετικό βιβλίο: Ωρολόγιον), β) εβδομαδιαίος [περιλαμβάνει ότι επαναλαμβάνεται με εβδομαδιαία περιοδικότητα κατά την τέλεση των ακολουθιών της ημέρας] (σχετικό βιβλίο: Παρακλητική), γ) ετήσιος [περιλαμβάνει ό,τι επαναλαμβάνεται με ετήσια περιοδικότητα κατά την τέλεση των ακολουθιών της ημέρας] (σχετικά βιβλία: Μηναία, Τριώδιον, Πεντηκοστάριον). Είναι απαραίτητη η μελέτη και καλή γνώση του τυπικού για την ορθή τέλεση των ακολουθιών, καθώς ἡ συνολικὴ θ嬬ώρηση τῶν πα¬ρεμ¬φερῶν διατά-ξε¬ων ὅλων τῶν ὁμοίων περι¬πτώ¬σεων μας επιτρέπει πολλὲς φορὲς νὰ λύ¬σουμε κάποιες ἀπορίες μας ἢ να κα¬τα¬λάβουμε καλύτερα μία μεμονωμένη, ἀ¬σα¬φῆ ἢ ἀντιφατικὴ ἢ ἐσφαλμένη διάταξη. Αντίθετα, η ελλιπής γνώση γύρω από το τυπικό μπορεῖ εὔκολα να οδηγήσει σε παρερμηνείες, εἰδικὰ μάλιστα στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει ἕνας ἐρασιτεχνισμὸς γύρω ἀπὸ αὐτό. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι «ξέρουν τυπικό», ἐπειδὴ ἔχουν διαβάσει τὰ «κόκκινα γράμματα» στὸ ᾿Εγκόλπιον τοῦ ἀναγνώστου, ἢ θεωροῦν ὡς τυπικὸ μόνον ὅσα οἱ ἴδιοι ξέρουν ἢ κατανοοῦν ἢ γνωρίζουν, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν ἐξαντλεῖται στὶς λίγες δεκαετίες ποὺ διαρκεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διακονία ἑνὸς ἀνθρώπου, και μάλιστα εντός τῆς ἴδιας γεωγραφικῆς περιοχῆς. Ως ἐκ τούτου δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο νὰ ὑπάρχουν διαδεδομένες ἀντιλήψεις, ποὺ νὰ θεωροῦνται μάλιστα ὡς τὸ «ἀκριβὲς τυπικό», ἐνῷ ἀφίστανται κατὰ πολὺ ἀπὸ τὶς πραγματικὲς διατάξεις καὶ ἀρχὲς τοῦ ἰσχύοντος τυπικοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας. Ας πούμε ακόμη κάτι σημαντικό: πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να παραδώσουμε στην επόμενη γενιά αυτό που παραλάβαμε και όχι κάτι λιγότερο. π.χ. η ψαλμώδηση της λιτής, οι πολυέλεοι, τα αργά μαθήματα «Τον δεσπότην και αρχιερέα», «Τη Υπερμάχω», «Φως ιλαρόν», «Ιδού ο Νυμφίος», αλληλουάριον κ.α. (κάποια από τα οποία ονομάζονται «αρχαία»), αλλά και αργά κεκραγάρια, πασαπνοάρια, καταβασίες, δοξολογίες, γίνονται σταδιακά μαθήματα μιας άλλης εποχής. Κάποιοι νεότεροι μπορεί να μην τα ξέρουν, γιατί δεν τα έχουν ακούσει ποτέ. Ακόμη ένα παράδειγμα: ποιος από τους νεότερους γνωρίζει περί του τριαδικού κανόνα στο μεσονυκτικό της Κυριακής; Κι όμως εγώ θυμάμαι μικρός να τον ακούω το πρωί (τουλάχιστον διαβάζονταν), καθώς και τα αντίστοιχα τριαδικά μεγαλυνάρια «Άξιον εστί» (τα οποία ψάλλονταν). Ο γιός μου όμως δεν τα έχει ακούσει ποτέ! Φαίνεται πως οι παππούδες και οι πατέρες μας ήταν πιο υπομονετικοί και ανθεκτικοί και άντεχαν μεγαλύτερες ακολουθίες, ενώ εμείς δε μπορούμε. Ή μήπως στην εποχή μας δε χρειαζόμαστε τόση προσευχή; Παλαιότερα ο κόσμος ήταν κατηρτισμένος και περίμενε να ακούσει κάποια πράγματα. Γνώριζε τη λειτουργική τάξη, τη «σειρά» της ακολουθίας, και δεν αποδεχόταν αλλαγές και παραλείψεις (έστω κι αν επέμεινε καμιά φορά σε λάθος πρακτικές). Λογικόν ποίμνιον ευλαβώς ακροαζόμενον της Ακολουθίας, κατά τον Παπαδιαμάντη («Η Μεγάλη Εβδομάς εν Αθήναις»). Ο ναός ήταν ο φυσικός τους χώρος και μετείχαν στη λατρεία με απλότητα καρδιάς. Οι εκκλησίες γέμιζαν από μουσικόφιλους για να ακούσουν από καλούς ψάλτες τα αργά μέλη που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και κάποια άλλα σημαντικά μαθήματα της ψαλτικής (όπως π.χ. το τροπάριο της Κασσιανής, το αργό «Θεοτόκε Παρθένε» κ.α.). Ας είμαστε προσεκτικοί με τις συντομεύσεις και τις αφαιρέσεις, καθώς προκαλείται ανισορροπία στη δομή των ακολουθιών, η οποία μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει στην απαξίωση της εκκλησιαστικής τάξης, δείγμα της οποίας είναι και κάποια «θεατρικά δρώμενα», που εμφανίζονται σταδιακά όλο και περισσότερο (ιδιαίτερα την περίοδο της Μ. Εβδομάδας), παράγωγα άγνοιας τῶν στοιχειωδῶν μορφῶν λατρείας. Τελειώνω αυτή την ενότητα με την εξής επισήμανση: Δε μελετούμε το Τυπικό για να κάνουμε τους έξυπνους, αλλά για τη σωστή περάτωση της λογικής λατρείας. Παρακαλώ, ας βοηθήσουμε όλοι προς αυτή την κατεύθυνση.
Β. ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Η λεγόμενη Βυζαντινή Μουσική (ΒΜ) είναι ένα πολύτροπο και πολυσχιδές μουσικό σύστημα. Είναι το λειτουργικό άσμα της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, είναι δηλαδή η μουσική που περιβάλλει και αναδεικνύει το θείο λόγο και τα υμνογραφικά ποιήματα της Εκκλησία μας κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο. Γιαυτό καλείται και «Εκκλησιαστική Μουσική» και «ψαλμωδία» (=> ψαλμός + ωδή) ή «Ψαλτική Τέχνη». Με τον όρο «βυζαντινή» δηλώνεται η σχέση που έχει με την πνευματική παραγωγή της λεγόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (πιο σωστά: Ανατολικής Ρωμαϊκής) και φυσικά διατηρεί πολλά στοιχεία εκείνης της περιόδου. Ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύστημα της εκκλησιαστικής μας μουσικής έχει άμεση σχέση με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα, έχοντας παραλάβει την τεχνική διάρθρωσή του με βάση το αρχαιοελληνικό πεντάχορδο. Όλοι οι μουσικοί και υμνογράφοι, από τον 3ο μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ., όπως φαίνεται από τα έργα τους, ήταν βαθιά ποτισμένοι από την ελληνική παιδεία και γνώριζαν την αρχαία ελληνική μουσική. Η ορθόδοξη βυζαντινή ψαλμωδία είναι αυστηρά εκκλησιαστικό μέλος, ιερατικού και λειτουργικού χαρακτήρα, σαφώς διακρινόμενο από το κοσμικό άσμα, διότι είναι το «ένδυμα» του λόγου, της διδασκαλίας δηλαδή που περιέχουν τα τροπάρια. Την «κοσμική» μουσική οι παλαιοί μουσικοδιδάσκαλοι ονόμαζαν «εξωτερική», δηλώνοντας ξεκάθαρα με αυτό πως ο προορισμός της ήταν να καλύψει τις εκτός Εκκλησίας «μουσικές ανάγκες» του ανθρώπου. Η ψαλτική τέχνη είναι η εκτέλεση του μέλους και με το μέλος εννοούμε την ασύγχυτη και αδιαίρετη ενότητα λόγου και μουσικής. Λόγος και μέλος συνυπάρχουν και συνεισφέρουν στη Λατρεία μας. Δημιουργούν μια σύζευξη και γίνονται (όπως έχει σωστά επισημανθεί) το συναμφότερον της ψαλτικής τέχνης. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει ότι ο εκκλησιαστικός μελοποιός κατασκευάζει το μέλος έτσι ώστε να ερμηνεύει με τη μελωδία «την των λεγομένων διάνοιαν» (Εις την επιγραφήν των ψαλμών, PG 44, 444). Η μουσική κατά την ψαλμωδία οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή προς την κατάνυξη και την προσευχή και συμβολίζει τη Χάρη και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Πολλοί πατέρες της Εκκλησίας μας παραινούν τους πιστούς να προσέρχονται στις ακολουθίες και να ακούν με προσοχή τα μουσικά άσματα, γιατί έτσι οδηγούνται «στη θεραπεία και τη σωτηρία». Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο μέσα από την ενσυνείδητη ψαλμωδία τα διάφορα υμνολογικά είδη λειτουργούν ως διδασκαλία και νουθεσία για τους μετέχοντες στις λατρευτικές συνάξεις. Γιαυτό το διακόνημα της ψαλμωδίας είναι σημαντικό και οι ιεροψάλτες πρέπει να το υπηρετούν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Σε πολλά βυζαντινά μοναστικά Τυπικά, αλλά και σε θεωρητικές πραγματείες για τη μουσική, εντοπίζουμε παραινέσεις για τη φροντίδα της ψαλτικής τέχνης, για την εξασφάλιση εύτακτης και έντεχνης ψαλμωδίας. Ο ΙΕ’ κανόνας της εν Λαοδικεία Συνόδου απαγορεύει το να ψάλλει στην Εκκλησία ο οποιοσδήποτε, αλλά θεωρεί την ψαλμωδία καθήκον των «κανονικών» ψαλτών, δηλαδή αυτών που περιλαμβάνονται στις τάξεις του κλήρου και έχουν χειροτονηθεί, διότι αταξία ομολογουμένως συμβαίνει και χασμωδία όταν ψάλλη ο τυχών αμαθής και άμουσος, τουναντίον δε ευταξία και συγκίνησις όταν ψάλλωσιν οι μουσικής έμπειροι και της εκκλησιαστικής τάξεως γνώσται (Τυπικόν της ΜΧΕ [του Βιολάκη], «Περί ψαλτών», σελ. ιη΄) [παρατηρούμε πως συσχετίζονται εδώ η μουσική και η εκκλησιαστική τάξη]. Το λειτουργικό και τελετουργικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας διεξάγεται και εκδηλώνεται ολόκληρο με φωνητική μουσική, για την εκτέλεση της οποίας δε δικαιούται κανείς να αδιαφορεί για δύο πολύ σοβαρούς λόγους. Ο ένας είναι το ότι παρουσιάζει σε όλο τον κόσμο την αισθητική όψη της Ορθοδοξίας στο τελετουργικό της (είναι η βιτρίνα της, θα λέγαμε), και ο άλλος το ότι η μουσική αυτή, όπως είπαμε παραπάνω, συνδέεται με τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων, αποτελεί απόσταγμα της παράδοσης του έθνους μας και δε μας επιτρέπεται να την παρουσιάζουμε κακόγουστη και αλλοιωμένη. Η εκκλησιαστική και λειτουργική μουσική του ελληνισμού είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς της καλλιτεχνικής και πνευματικής του έκφρασης. Είναι ένα κοινό κληροδότημα και πρέπει να λογίζεται ως εθνικό μνημείο. Η μουσική αυτή δημιουργία είναι συνυφασμένη με την μακραίωνη πολιτιστική μας παράδοση. Επιπλέον, η ψαλτική είναι τέχνη λατρευτική και ο χαρακτήρας της είναι μυσταγωγικός και προσευχητικός. Η υμνωδία είναι συνυφασμένη με τη Λατρεία από αυτή τη γένεση της δεύτερης κατά το Μυστικό Δείπνο [Και υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των ελαιών (Ματθ. 26,30) διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο]. Η ψαλμωδία είναι θεολογία («θεολογούντες φώμεν» ψάλλουμε στους αναβαθμούς), είναι ομολογία («ομολόγουν ψάλλοντες» οι τρεις παίδες στην κάμινο) που οδηγεί στη σωτηρία (οι τρεις παίδες «εσώθησαν ότι ύμνουν», σύμφωνα με τον αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο) και γιαυτό είναι αναπόσπαστο στοιχείο της χριστιανικής λατρείας, λειτουργεί ως επικουρικό στοιχείο αυτής και όχι ως ανεξάρτητο είδος. Είναι το στοιχείο εκείνο που συντελεί στην επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό και στην ολοκλήρωση της συμμετοχής του στο μυστήριο της Θείας Λατρείας. Η μουσική, λοιπόν, είναι κυρίως και κατ’ εξοχήν λατρευτικό βίωμα, είναι μέσο και όχι σκοπός μέσα στην Εκκλησία. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας πως από την καλή ή κακή χρήση αυτού του μέσου ωφελείται ή ζημιώνεται, αντίστοιχα, ο ιερός σκοπός μας. Όταν μιλάμε για ψαλτική μουσική παράδοση, αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική παράδοση. Μουσική και λατρεία είναι απόλυτα συνυφασμένες έννοιες. Η εκκλησιαστική μουσική δεν αφορά απλά τη λατρεία, δεν γίνεται για τη λατρεία, αλλά είναι η ίδια καθ’ εαυτή λατρεία. Η μουσική της Εκκλησίας μας είναι προσευχή, είναι λατρευτική πράξη, είναι δοξολογία, ευχαριστία, παράκληση, ύμνηση. Δεν διατρέχεται από στοιχεία ατομικοποιημένης αντίληψης, από ιδεολογικά πλέγματα, αλλά αντιθέτως καθίσταται γεγονός αποκάλυψης. Ο μελετητής, ο ερευνητής, ο ψάλτης την αναγνωρίζει, τη βιώνει και όσο εξοικειώνεται μαζί της, τη θαυμάζει και τη σέβεται. Στη μουσική αυτή εντοπίζουμε βαθιά ποιοτικά επίπεδα συνείδησης, υψηλή δημιουργικότητα, απουσία ατομικών εξάρσεων, απουσία έντονων συναισθηματικών στοιχείων, μεγαλοπρέπεια μέσα στην απλότητα, λατρευτική επικέντρωση, προσευχητική διάθεση, απουσία ασύνδετων εξάρσεων. Αυτό το επίπεδο μουσικής αισθητικής εντυπώνει πλήρως την πατερική σοβαρότητα. Όλα αυτά τα αισθητικά στοιχεία αποκαλύπτουν μία τέχνη η οποία δεν υπηρετεί απλά και αόριστα το Θεό, αλλά έχει σαρκωθεί μέσα στο ιστορικό βίωμα της Εκκλησίας. Η μουσική γίνεται έτσι εκκλησιολογικό γεγονός, εκφράζοντας μια ζωντανή και ρέουσα πραγματικότητα. Η ψαλτική είναι επιστήμη και τέχνη. Ως επιστήμη νοείται διότι στηρίζεται σε ένα σύστημα εκμάθησης με ένα σαφές θεωρητικό υπόβαθρο και ορισμένους κανόνες. Έχει την τεχνική της και τα στοιχεία της, που μπορούμε να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε. Ως τέχνη νοείται διότι η απόδοσή της στηρίζεται στην ικανότητα και τη μουσική αντίληψη του κάθε ψάλτη. Αποτελεί πνευματική αξία και φανέρωμα του πνεύματος και επομένως είναι προσωπική ανεπανάληπτη δημιουργία. Αυτά τα δύο στοιχεία (επιστήμη και τέχνη) πρέπει να καλλιεργεί κάθε ψάλτης με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επάρκεια. Να μαθαίνει δηλαδή τη θεωρία, να αναζητεί την επιστημονική επάρκεια γνώσεων, αλλά να ασκείται και στην πράξη, να καλλιεργεί την τέχνη. Δε μπορεί να υπάρχει μάθηση της ΒΜ χωρίς πρακτική άσκηση πάνω στο αναλόγιο και χωρίς δάσκαλο. Ο συνδυασμός θεωρίας και πράξης εξασφαλίζει τις καλύτερες προϋποθέσεις ουσιαστικής γνώσης του φαινομένου της μουσικής δημιουργίας. Η πράξη, η ακουστική δηλαδή άσκηση, προηγείται πάντοτε της θεωρίας. Η Ψαλτική είναι ζωντανή παράδοση, είναι κυριολεκτικά μία παραδοσιακή τέχνη. Μαθαίνεται και ερμηνεύεται σωστά μόνο ύστερα από πολυχρόνια έξη (δηλ. συνήθεια, άσκηση, μαθητεία) και προσπάθεια μίμησης του διδασκάλου. Η διαδικασία μίμησης του ύφους κατέχει διαχρονικά κορυφαία θέση στην παιδαγωγική μέθοδο εκμάθησης της Ψαλτικής Τέχνης. Όταν λέμε μίμηση δεν εννοούμε την άκριτη αποδοχή στοιχείων και την προσπάθεια αντιγραφής της φωνής ενός δασκάλου, που κάποτε φτάνει και στη γελοιότητα, αλλά την πρόσληψη στοιχείων έπειτα από εξατομίκευση, την εφαρμογή τεχνικών στοιχείων στο μοναδικό φωνητικό όργανο που διαθέτει ο καθένας. Η μίμηση του τρόπου εκφοράς των μουσικών κειμένων είναι αυτή που εξασφαλίζει την πιστή τήρηση και συνέχιση της μουσικής παράδοσης. Η διαδικασία εκμάθησης της μουσικής πρέπει να στηρίζεται στη φωνητική παράδοση. Ωστόσο, είναι αποδεδειγμένο πως η βαθύτερη γνώση των πολλαπλών θεωρητικών δεδομένων της μουσικής λειτουργεί ευεργετικά και για τον ψάλτη ως καλλιτέχνη. Για να αποδοθεί σωστά στην πράξη η ΒΜ απαιτεί γνώσεις. Οι ασχολούμενοι με τη μεγάλη αυτή και μοναδική μουσική δημιουργία θα πρέπει να έχουν πλήρη θεώρηση και συνολική γνώση των συστατικών στοιχείων της, κυρίως δε να γνωρίζουν τα ακριβή πλαίσια μέσα στα οποία δεοντολογικά μπορεί να κινηθεί στην πράξη η ερμηνεία και η απόδοση της ψαλμωδίας, όπως αυτά καθορίζονται από τη φύση, το σκοπό και τη φιλοσοφία της. Εκτός, λοιπόν, από τη διά βίου ενασχόληση (το ψάλσιμο), απαραίτητη είναι η επισταμένη μελέτη της θεωρίας της, η σε βάθος παρατήρηση για τα όσα συμβαίνουν σ’ αυτήν, η καλώς εννοούμενη περιέργεια για τη λύση αποριών, η έρευνα, και γενικά η αντιμετώπιση της βυζαντινής μουσικής όχι μόνο ως απλής τέχνης, αλλά και ως επιστήμης και μάλιστα υψηλής και δύσκολης. Οι αγαπητοί φίλοι της ψαλτικής τέχνης και όσοι θέλουν να γίνουν καλοί ψάλτες και υπηρέτες του αναλογίου δε θα πρέπει να παραθεωρήσουν τη σημασία της καλής θεωρητικής κατάρτισης. Πολλοί σπουδαστές της ΒΜ και ψάλτες πέφτουν στην παγίδα, λόγω ίσως της καλής σχέσης που έχουν με την πρακτική διδασκαλία και της εμπειρίας τους επί του αναλογίου και λόγω του ότι φαινομενικά «ψάλλουν καλά», να εκλαμβάνουν την ενασχόληση με τη θεωρητική σπουδή της ψαλτικής ως διαδικασία κουραστική, επίπονη, ακόμη και ανώφελη, μάταιη, και τελικά υποδεέστερη από την ενασχόληση με την «πράξη» (δηλ. με το ψάλσιμο). Αυτό, όμως, μόνο ωφέλιμο δεν είναι για τη συνολική παρουσία και την προσωπικότητα ενός ψάλτη, καθώς χωρίς τα ερείσματα (και τα πορίσματα) της επιστήμης δε θα είχε ούτε ταυτότητα ούτε μέλλον, θα έμενε «στάσιμος» και σε μια τέχνη, όπως η μουσική, στασιμότητα σημαίνει στην ουσία οπισθοχώρηση. Αυτό είχαν αντιληφθεί από πολύ παλαιά οι βυζαντινοί δάσκαλοι και συνιστούσαν το «ψάλλειν επιστημόνως». Ο Μανουήλ Χρυσάφης (θεωρητικός και δάσκαλος του 15ου αι.) έχει γράψει ολόκληρη πραγματεία γι’ αυτούς που ασχολούνται με τη ΒΜ αλλά δεν την μεταχειρίζονται «μετ’ επιστήμης ακριβούς και απταίστου», ενώ ψέγει και όσους συνθέτουν μελωδίες «αμαθώς και ανεπιστημόνως». Τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εκκλησιαστικής μας μουσικής είναι: α) ο φωνητικός και μονοφωνικός χαρακτήρας της. Η εκκλησιαστική μουσική είναι αποκλειστικά φωνητική, δηλ. εκτελείται μόνο από τη φωνή του ψάλτη και ποτέ με τη συνοδεία κάποιου οργάνου, γιατί εκτός των άλλων χάνεται η αμεσότητα της επαφής του προσευχόμενου πιστού με το Θεό. Επίσης, είναι και μονοφωνική. Αυτό δε σημαίνει ότι ψάλλει ένας μόνος του, αλλά ότι όλοι οι ψάλτες (όσοι κι αν είναι) ψάλλουν στο ίδιο τονικό ύψος και ακούγονται σαν μία φωνή. Η «ομοφωνία» αυτή συμβολίζει και την ενότητα της πίστεως, που επιδιώκεται και μέσω της Θείας Λατρείας (οι τρεις παίδες στην κάμινο υμνούσαν το Θεό «ως εξ ενός στόματος»). β) η κατ’ αντιφωνία ψαλμωδία. Το αντιφωνικό σύστημα εισήχθηκε στη Λατρεία, σύμφωνα με την παράδοση, στην Αντιόχεια από τον άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο. Η συγκεκριμένη τεχνική της αντιφωνικής ψαλμώδησης προϋποθέτει πάντοτε δύο αντιψαλλόμενα μέρη, δύο ομάδες ψαλλόντων (δήλ. δύο χορούς ψαλτών), που διευθετούνται τοποθετημένοι ο ένας απέναντι από τον άλλο σε έναν ήρεμο και σύμφωνο μουσικό διάλογο, με στόχο την αρμονία και την ενότητα, κατά μίμηση του αγγελικού χορού, τον οποίο άλλωστε οι ψάλτες εικονίζουν μυστικώς (όπως ψάλλουμε στο χερουβικό). γ) η χρήση ιδιαίτερου συστήματος γραφής, που ονομάζεται παρασημαντική και είναι το μοναδικό – παγκοσμίως – αυτόνομο σύστημα γραφής εθνικής μουσικής με δικά του ιδιαίτερα «σύμβολα», τα «σημεία» (γιαυτό λέγεται και σημειογραφία). Αποτελεί το σοφότερο και τελειότερο σύστημα καταγραφής και απόδοσης της προσωπικής μελωδίας, της μονοφωνίας. Είναι αποκύημα του βυζαντινού πνεύματος και πολιτισμού και είναι στην κυριολεξία ένα ηχητικό αλφάβητο, απότοκο του ελληνικού αλφαβήτου. δ) η κατά μουσικές φράσεις (τις λεγόμενες «θέσεις») – και όχι κατά νότες – μελοποίηση των ύμνων. Η μουσική θέση είναι μία μουσική φόρμουλα, μία μελωδική γραμμή, με συγκεκριμένη αρχή και τέλος. Ένα σταθερό μουσικό μοτίβο δηλαδή. Η μεγάλη σημασία της έγκειται στο γεγονός ότι η μελοποιία ως προς το τεχνικό της μέρος είναι κυρίως ένωση θέσεων. Άρα το μέλος είναι συγκεκριμένο και δε μπορεί να αλλάζει αυθαίρετα. Η χρήση των θέσεων συνετέλεσε στην αδιάσπαστη διατήρηση του βυζαντινού μέλους ως τις μέρες μας. ε) η μεγάλης έκτασης προφορική παράδοσή της, τόσο σε χρονική έκταση αιώνων όσο και σε περιεχόμενο, καθώς περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν της εκκλησιαστικής μουσικής. Αυτή η παράδοση ουδέποτε διεκόπη στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Διατηρείται ζωντανή ως τις μέρες μας και (πρέπει να) αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για κάθε ψάλτη και πιστό. Η μουσικολογική έρευνα αποκαλύπτει έναν βαθύ εσωτερικό σύνδεσμο στη μακραίωνη μουσική μας παράδοση, μια αισθητική και οντολογική ενότητα όλων των περιόδων ανάπτυξής της. Οι παλαιότεροι διδάσκαλοι-μελουργοί προκειμένου να διατηρήσουν ανόθευτη τη μορφολογία της ψαλτικής τέχνης, όντας αποτέλεσμα αργής και ενιαίας κατεργασίας πολλών γενεών, στηρίχθηκαν στη αυστηρή προσήλωση προς τους προγενέστερους μελοποιούς και μουσικοδιδασκάλους, πράγμα το οποίο επέδρασε ανασταλτικά σε κάθε εξέλιξη που έτεινε να απομακρύνει τα μέλη από την αρχική τους μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από μοναδική καλλιτεχνική ιδιομορφία. Οι παλαιοί δάσκαλοι και μελοποιοί δημιουργούσαν στηριζόμενοι στην παράδοση και χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες και δεδομένες μελωδίες και μουσικές θέσεις (όπως είπαμε). Έτσι, το προσωπικό μουσικό έργο, η προσωπική δημιουργία, αποκτά χαρακτήρα εκκλησιαστικό. Δυστυχώς, κατά τον τελευταίο αιώνα εμφανίζεται μια διασάλευση αυτής της αισθητικής μουσικής ενότητας από μια άκαιρη και βιαστική δημιουργικότητα η οποία απομακρύνεται από το χαρακτήρα και το ύφος των παλαιότερων μουσικών εκφράσεων. Η εκκοσμίκευση δημιουργεί μία προσωπική (και ενίοτε ναρκισσιστική) αντίληψη περί αισθητικής που εισέρχεται θύραθεν και προσβάλλει την εκκλησιαστικότητα. Ένας από τους δρόμους που εισδύει η εκκοσμίκευση στην Εκκλησία είναι και η μουσική. Έτσι, παρατηρούμε στοχευμένο ψαλτικό συναισθηματισμό, επίδειξη φωνητικών ικανοτήτων, στείρα μιμητική πρακτική του ύφους και της φωνής συγκεκριμένων προσώπων, κατ’ αίσθηση ή κατά φαντασία μελοποιία, μη χρήση κλασσικών μαθημάτων, αγνόηση των θεωρητικών κατακτήσεων της σύγχρονης μουσικολογικής έρευνας. Η ψαλτική τέχνη, λοιπόν, τείνει να αυτονομηθεί ως καλλιτεχνική έκφραση. Ο ψάλτης, δηλαδή, ζητά να προσελκύσει την προσοχή του "κοινού" επειδή ψάλλει ωραία, επιδεικνύει την τέχνη του, προχωρεί σε ηχογραφήσεις και αναρτήσεις στο διαδίκτυο, χρησιμοποιεί ακριβό εξοπλισμό για την καλή ηχητική απόδοση στον ναό κ.λπ. (αντίστοιχους λογισμούς μπορεί να έχει και ο ιερέας – ατυχή και κακόγουστα παραδείγματα βλέπουμε κατά συρροήν στο διαδίκτυο). Έτσι, όμως, κινδυνεύουμε να απομακρυνθούμε από τον αποκλειστικό μας στόχο, που είναι να υπηρετούμε τη λατρεία. Η ψαλτική αλλοιώνεται όταν εκπίπτει από τέχνη μετοχής σε τέχνη που απευθύνεται σε κοινό. Η καλλιτεχνική αυτονόμησή της την μετατρέπει από «τέχνη που υπηρετεί τη λατρεία» σε «τέχνη που απευθύνεται σε κοινό», γίνεται δηλαδή φορέας σκοπιμότητας με σκοπό να τέρπει τις ακοές των πιστών, ενώ όλο το εκκλησιαστικό τελετουργικό πρέπει να είναι ευχαριστία και αναφορά. Η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας διαμορφώνει το γνήσιο ψαλτικό ύφος. Η αυθεντικότητα του βιώματος είναι το καλύτερο εχέγγυο για να προσεγγίσουμε τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Τα παλαιά χρόνια οι σπουδάζοντες την ψαλτική τέχνη αποτύπωναν όλα τα αφανή και τα επιμέρους στοιχεία της, καθώς και τις λεπτομέρειες της απόδοσης των μελών, μέσα από την προφορική διδασκαλία, έχοντας οι πάντες την εποχή εκείνη μία ζώσα προφορική παράδοση και μια έντονη εκκλησιαστική ζωή, η οποία δυστυχώς στη συνέχεια άρχισε να ατονεί. Τι να πούμε και για την εποχή μας, όπου κατακλυζόμαστε από κάθε λογής άσχετους και άσχημους – ξενόφερτους – ήχους, ψάχνοντας τα πρότυπα της τέχνης μας σε δυτικές επιδράσεις. Το παραδοσιακό μας μουσικό αισθητήριο χάνεται σταδιακά στις νεότερες γενιές. Ακόμη και όσοι έρχονται στην Εκκλησία παραμένουν, δυστυχώς, άγευστοι αυτού του μουσικού πλούτου και ασυγκίνητοι. Μέσα από τη μελέτη της παλαιάς γραπτής παράδοσης και το σεβασμό της προφορικής παράδοσης καλούμαστε να προσφέρουμε μία δημιουργική συνέχεια. Όμως, η σταδιακή απομάκρυνση από τα κλασσικά μέλη που μας παρέδωσαν οι δάσκαλοι του 18ου και 19ου αι. και η απουσία κατάλληλων ακουσμάτων έχει επιφέρει μία αλλοτριωμένη αντίληψη και αισθητική σε μεγάλη μερίδα ιεροψαλτών και ιερουργών. Η εκκλησιαστική μουσική έχει μία διαχρονική ιστορική εξέλιξη, η οποία προσφέρεται ως αποτέλεσμα και απόσταγμα ευσεβούς ζύμωσης της παλαιάς και της ζώσας παράδοσης. Αν αυτό το αγνοήσουμε, αποκόπτουμε τους εαυτούς μας από τον ομφάλιο λώρο της παράδοσης του μουσικού μας πλούτου, που είναι ζωτικό στοιχείο της λατρευτικής πράξης. Οι αλλαγές ήταν πάντοτε λελογισμένες και στα πλαίσια του εκκλησιαστικού ήθους. Δεν πρέπει σήμερα να μας παρασύρουν οι καταιγιστικοί ρυθμοί εξέλιξης της εποχής μας. Δεν πρέπει να υπάρχει βιασύνη για μια κάποια μουσική εξέλιξη. Να σκεφτόμαστε τι θα έλεγαν οι παλαιοί ψάλτες και ιερείς αν μας άκουγαν. Άραγε θα άντεχαν μέσα στην Εκκλησία σήμερα; Και το αντίστροφο: ακούμε παλαιές ηχογραφήσεις και συγκινούμαστε από το αμίμητο ύφος των ψαλτών μιας παλιάς ηρωικής εποχής ή μας αφήνουν ασυγκίνητους και ίσως μας ακούγονται κάπως παράξενα; Μήπως προτιμούμε γλυκερές μελωδίες και αισθαντικές φωνές με περίτεχνα γυρίσματα και δυνατά αρμονικά ισοκρατήματα, αντί του αυστηρού και μεγαλοπρεπούς παλαιού ύφους; (παιδί μου πρέπει να ψάλλεις θυμωμένος, έλεγε χαρακτηριστικά κάποιος παλαιός δάσκαλος, εννοώντας το σοβαρό και στιβαρό ψάλσιμο). Μήπως τα κλασσικά μαθήματα μας φαίνονται «πολύ απλά» και ψάχνουμε νεότερες ακροβατικές δημιουργίες, που απομακρύνονται από τις παραδοσιακές μουσικές θέσεις; Η προσπάθεια που καταβάλουμε στη μουσική μας ας είναι απαλλαγμένη από εξωτερικές επιδράσεις και νεωτερισμούς και απόλυτα συνυφασμένη με το πνεύμα της θείας λατρείας. Η σωστή τέλεση των ακολουθιών (κι εδώ έρχεται ο σεβασμός του τυπικού και της εκκλησιαστικής τάξης που λέγαμε πιο πάνω) περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τέτοια φαινόμενα. Επομένως, το ψάλσιμο, οι εκφωνήσεις και η ανάγνωση κειμένων και ευχών, αλλά και όλες μας οι στάσεις και οι κινήσεις, όλη μας η παρουσία, ας γίνονται με συνείδηση, σεβασμό και προσοχή, για να μη γινόμαστε θέατρον (περίγελος δηλ.) και αγγέλοις και ανθρώποις (σε μία δική μου παράφραση του αποστολικού χορίου [A΄ Κορινθίους, Δ΄ 9]). Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης περιγράφοντας τον ιερέα πατέρα του, παπα-Αδαμάντιο, γράφει: «... στολισμένος με καθαράν απαγγελίαν, απλούς και απέριττος τους τρόπους, καθαρός και σεμνός εν τη περιβολή, προσέδιδεν αφελή μεγαλειότητα εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας» («Παπά-Αδαμάντιος Οικονόμος»). Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει με τη σειρά του: «οι μεν άγιοι ιερείς να αναγινώσκετε και να ψάλλετε τας εν τη εκκλησία ιεράς ακολουθίας … με αργοπορίαν και μετά ευταξίας και ευλαβείας. οι δε λαϊκοί χριστιανοί να ακούετε με επιμέλειαν και προσοχήν τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα διά να τα εντυπώνετε εις την καρδίαν σας και να τα ενθυμείσθε μετά ταύτα», ενώ στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος διαβάζουμε: «κατά την ώρα της ψαλμωδίας ας διατηρήσουμε ησυχία και αταραξία. Διότι οι δαίμονες προσπαθούν με τις ταραχές να χαλούν την προσευχή» [Κλίμαξ Δ 111 (101)]. Είτε ψάλλουμε είτε διαβάζουμε αυτοί που μας ακούνε πρέπει να καταλαβαίνουν τι λέμε, και αυτοί που δε βλέπουμε να μη λυπούνται για την κατάντια μας. Πριν ολοκληρώσω την εισήγησή μου θέλω να θίξω και ένα σημαντικό πρακτικό ζήτημα: τη δημιουργία χορού ψαλτών στους ναούς μας. Ο καταρτισμός ενός σοβαρού εκκλησιαστικού χορού (έστω και μικρού) θα πρέπει να είναι η επιδίωξη κάθε ιεροψάλτη και εφημέριου, που θέλουν να λέγουν ότι υπηρετούν με συνέπεια την εκκλησιαστική μας μουσική και τη Λατρεία, καθώς (όπως έχουμε πει) η ΒΜ είναι κυρίως προορισμένη για να ψάλλεται (να αποδίδεται) χορωδιακά. Επιπλέον, σε πολλά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι εμφανής η προτροπή για χορωδιακή ψαλμώδηση, η οποία εκτός των άλλων εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο την ενότητα των πιστών, την ενότητα δηλ. του σώματος της Εκκλησίας. Η επάνδρωση ενός αναλογίου από έναν και μόνο ψάλτη αποτελεί «κατάντημα» της μουσικής μας και παρότι ίσως σε παλαιότερες εποχές να δικαιολογούνταν, λόγω της ψαλτικής λειψανδρίας, στις μέρες μας είναι ασυγχώρητο σφάλμα. Τα μέσα υπάρχουν: ωδεία, σχολές, σύλλογοι, αρχεία, βιβλία, ηχογραφήσεις, διαδίκτυο, δάσκαλοι, χορωδίες κλπ. Είναι κρίμα, λοιπόν, να αδιαφορούμε και να μην εργαζόμαστε προς αυτό το σκοπό. Το χορωδιακό ψάλσιμο, λόγω της υποχρεωτικής συνεργασίας όλων των μελών του χορού, προστατεύει το μέλος (αλλά και τους ίδιους τους ψάλτες) από φωνητικές ακροβασίες, φωνασκίες, άκριτες δοκιμές και αλλοιώσεις, που δυστυχώς, λόγω υπερηφάνειας, εμφιλοχωρούν σε πολλούς συναδέλφους, όταν ψάλλουν μόνοι τους. Λόγω χρόνου, παραλείπω τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τη διάρθρωση που πρέπει να έχει ένας ψαλτικός χορός. Ωστόσο, πρέπει να πούμε κάτι τελευταίο. Η ιεραρχική και συμμετοχική δομή ενός χορού ψαλτών εξυπηρετεί και τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του αναλογίου. Η συμμετοχή μαθητών και μικρών παιδιών σε ένα καλά οργανωμένο αναλόγιο είναι το καλύτερο σχολείο, αποτελεί μέγιστη επένδυση για το μέλλον και θέτει τις βάσεις για την καλλιέργεια του παραδοσιακού μουσικού αισθητηρίου στους νεότερους. Σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, προσπάθησα με αυτή την εισήγηση να καταθέσω στην αγάπη σας κάποιες σκέψεις μου για τους δύο βασικούς παράγοντες τέλεσης των ιερών ακολουθιών, το τυπικό και τη μουσική, οι οποίες προήλθαν μέσα από την εμπειρία μου επί του αναλογίου αλλά και πολυετή έρευνα και μελέτη. Το Τυπικό, η λειτουργική τάξη δηλαδή, και η εκκλησιαστική μουσική είναι δύο πολύ σοβαρά ζητήματα και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Ας εργαστούμε όλοι, όσο μπορεί ο καθένας, για τη θεραπεία τους. Ελπίζω, αυτές οι σκέψεις να αποτελέσουν για κάποιους εφαλτήριο τουλάχιστον για μία προσεκτικότερη και επιμελέστερη διακονία, για μια δημιουργική συνεργασία λειτουργών ιερέων και ιεροψαλτών, για να επιβεβαιώσουμε τα τροπάρια που μας καλούν να προσφέρουμε στο Χριστό μας «εσπερινόν ύμνον και λογικήν λατρείαν», ώστε ο Κύριος να μην μας απορρίψει από του προσώπου Του, αλλά να μας ελεήσει διά της Αναστάσεως . Αμήν.
Γενική βιβλιογραφία - Γεώργιος Αγγελινάρας, Έκφρασις της Ψαλτικής Τέχνης, Αθήνα 2009. -Διονύσιος Ανατολικιώτης, «Είναι υποχρεωτικό το εκκλησιαστικό Τυπικό;», http://www.symbole.gr/typikon/thty/808-obligation . -Αθανάσιος Βουρλής, «Το Τυπικό της Κωνσταντινουπόλεως (19ος αι.) και η περαιτέρω πορεία του», Εκκλησία 4 (Απρίλιος 2013), σ. 287-297. - Εμμανουήλ Στ. Γιαννόπουλος, Η Ψαλτική Τέχνη. Λόγος και μέλος στη Λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004. - Κωνσταντίνος Καραγκούνης, «Οι θεολογικές διδασκαλίες του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, περί Ψαλμωδίας, όπως αποτυπώνονται στην συγγραφή αυτού, ‘‘Κλίμαξ των αρετών’’», Από χορού και ομοθυμαδόν. Εξελίξεις και Προοπτικές της Διεπιστημονικής Έρευνας για την Ψαλτική, Πρακτικά 2ου Διεθνούς Μουσικολογικού Συνεδρίου, 9-11 Ιουνίου 2016, Βόλος, Τόμος εισηγήσεων, Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης και Κωστής Δρυγιανάκης, Βόλος 2016. - Κωνσταντίνος Καραγκούνης, Προθεωρία Ψαλτικής Τέχνης. Σημειώσεις Σημειογραφίας και Θεωρίας, Βόλος 2006. -π. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης, «Ασματικό και μοναχικό τυπικό και η στουδιτική μεταρρύθμιση», https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ib_1_7.pdf . -Κωνσταντίνος Κατσίκης, «Η μεταρρύθμιση του 1814 μέσα από το έργο του Άγγελου Βουδούρη. Παρατηρήσεις για την ψαλτική τέχνη έναν αιώνα μετά την καθιέρωση της ‘‘Νέας Μεθόδου’’», 1814 – 2014. 200 χρόνια από την καθιέρωση της Νέας Μεθόδου, Πρακτικά Διεθνούς Επετειακού Μουσικολογικού Συνεδρίου, Αθήνα 17-18 Οκτωβρίου 2014, οργάνωση: Σχολείον Ψαλτικής (υπό έκδοσιν). -Κωνσταντίνος Κατσίκης, «‘‘Θεολογούντες φώμεν’’. Ο θεολογικός λόγος μέσα από την Υμνογραφία και την Εκκλησιαστική Μουσική», Εισήγηση στην Επιστημονική Ημερίδα «Η Θεολογία σε διάλογο». Θεολογική Σχολή ΑΠΘ. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας. Σύλλογος μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς», Τετάρτη 6 Απριλίου 2016 (υπό έκδοσιν). -Κωνσταντίνος Κατσίκης, «Παρατηρήσεις στη λειτουργική και ψαλτική τάξη του πατριαρχικού ναού μέσα από το έργο του Άγγελου Βουδούρη, Άρχοντος Α’ Δομεστίκου της ΜΧΕ (1924-1925)», Εισήγηση στο Συνέδριο Λειτουργικής «Η Πατριαρχική Λειτουργική Πρακτική στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό Αγ. Γεωργίου Κωνσταντινουπόλεως» (20 Φεβρουαρίου 2016, Αίθουσα Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, οργάνωση: Ιερά Μητρόπολις Λεμεσού και Πρότυπος Σχολή Ελληνικής Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής Τέχνης). -Κωνσταντίνος Κατσίκης, Σημειώσεις για τη θεωρία και την πράξη της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Θεσσαλονίκη 2015. [όπου παραπέμπεται ο αναγνώστης για εκτενέστερη βιβλιογραφία επί του θέματος] -Παναγιώτης Κοσμόπουλος, Λειτουργικές επισημάνσεις στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, https://www.sholeionpsaltikis.gr/blog/2023/06/13/leitourgikes-episimanseis-sto-ergo-tou-alexandrou-papadiamanti/ . -Δημήτριος Κ. Μπαλαγεώργος, Η ψαλτική παράδοση των ακολουθιών του βυζαντινού κοσμικού τυπικού, Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας, Μελέται 6, Αθήνα 2001. -Μιχαήλ Μπερκουτάκης, «Τυπικόν», ήτοι παρουσίασις συνοπτική του εκκλησιαστικού τυπικού της εν Παλαιστίνη Ιεράς Μονής του εν αγίοις πατρός ημών Σάββα του ηγιασμένου, https://www.oodegr.com/oode/biblia/typiko1/perieh.htm . -Γεώργιος Ρεμούνδος, Απόσταγμα. Χερουβικο-Κοινωνικάριον. Μέλη αρχαία και σημερινά [πρόλογος και εισαγωγικά κείμενα], Αθήνα 2021. - Ευαγγελία Χ. Σπυράκου, Οι χοροί ψαλτών κατά την βυζαντινή παράδοση, Αθήνα 2008. -Γεώργιος Χατζηθεοδώρου, Μελετήματα εκκλησιαστικής και δημοτικής ελληνικής μουσικής, Κάλυμνος 2021.