ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
Ένας πολύ μεγάλος Άγιος και Ιεράρχης της Εκκλησίας μας εορτάζει αρχάς του μηνός Δεκεμβρίου. Ένας άγιος λαοφιλής και ιδιαιτέρως αγαπητός, ο άγιος Νικόλαος. Πολλοί είναι εκείνοι που φέρουν το όνομά του και ακόμη περισσότεροι εκείνοι που τον ευλαβούνται και τον επικαλούνται σε κάθε περίσταση. Και μπορεί μεν ο άγιος Νικόλαος να μην συγκαταλέγεται εις τους μεγάλους οικουμενικούς διδασκάλους, διότι ήταν ολιγογράμματος και δεν άφησε πίσω του συγγράμματα, άλλα σίγουρα με την αγία του ζωή και την θεάρεστη πολιτεία του ανήκει στην χορεία των πολύ μεγάλων αγίων, που το κύρος του και η παρουσία τους έχουν λάβει οικουμενικές διαστάσεις. Μάλιστα, εάν εξαιρέσουμε τον Τίμιο Πρόδρομο, ο άγιος Νικόλαος είναι ο μόνος άγιος της Εκκλησίας μας που τιμάται κάθε εβδομάδα ονομαστικώς και ιδιαιτέρως, καθώς η ημέρα Πέμπτη είναι αποκλειστικώς αφιερωμένη εις αυτόν.
Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, θα θέλαμε να ασχοληθούμε με ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητος του αγίου, το οποίο μαρτυρείται και στο Απολυτίκιό του. Ο άγιος ήταν «εικόνα πραότητος». Λαμβάνοντας αφορμή από αυτό, θα ασχοληθούμε γενικότερα με την πραότητα.
Τι σημαίνει όμως όταν λέμε ότι ο άγιος ήταν εικόνα πραότητος; Ουσιαστικά σημαίνει ότι ήταν εικόνα Χριστού, διότι ο Χριστός ήταν και είναι η ενσαρκωμένη πραότητα στον απόλυτο βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει η Αγία Γραφή, ότι ο Χριστός «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει». Όταν ύβριζαν και ενέπαιζαν τον Κύριο, ολίγο προ της Σταυρικής Του Θυσίας, δεν απαντούσε στις ειρωνείες, ούτε απειλούσε τους σταυρωτάς Του όταν έπασχε. Ο άγιος Νικόλαος, λοιπόν, όπως κάθε άγιος, ήταν και είναι εις τύπον και τόπον Χριστού. Το παράδειγμά του και η εικόνα που παρουσίαζε στη ζωή του, οδηγούσε στο παράδειγμα και την ζωή του Κυρίου μας. Εκείνον εμιμείτο εις πάσαν αρετή, και μάλιστα εις αυτήν την πραότητα.
Ας δούμε τι λέγει σχετικά ο προφήτης Ζαχαρίας, περιγράφοντας την θριαμβευτικήν είσοδον του Κυρίου μας εις τα Ιεροσόλυμα, την ημέρα των Βαΐων: «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι, δίκαιος και σώζων αυτός, πραύς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον». Ο προφήτης καλεί την Ιερουσαλήμ να χαίρεται με μεγάλη ένταση, διότι ο βασιλεύς της καρδιάς της έρχεται εις αυτήν, ο βασιλεύς τον οποίον ανέμεναν οι Ιουδαίοι και του οποίου την έλευση είχαν προαναγγείλει πάντες οι προφήτες. Αυτός είναι ο αληθινάδίκαιος και Σωτήρ του κόσμου- και αυτός, αν και βασιλεύς, είναι ο κατεξοχήν ταπεινός και πράος, αποφεύγει τις κοσμικές επιδείξεις, γι’ αυτό εισέρχεται εις τα Ιεροσόλυμα όχι σαν τύραννος κατακτητής, επάνω σε μεγαλοπρεπή και υπερήφανο άλογο, ή σε πολεμικό άρμα, όπως συνήθιζαν οι άρχοντες και οι βασιλείς, άλλα καθήμενος επάνω σε πουλάρι, ένα ζώο που χρησιμοποιείτο από τις κατώτερες λαϊκές τάξεις και χαρακτηρίζεται από την ευτέλεια, το χαμηλό διανοητικό επίπεδο, την αργοπορία στις κινήσεις και είναι ικανό να παρέχει μόνον υπηρεσία μεταφορική.
Ο Χριστός είναι πράος, διότι δεν έρχεται με απότομον τρόπο να τιμωρήσει τους πταίοντας, ούτε να επιβάλλει τον θάνατον στους παραβαίνοντας τις εντολές Του, άλλα για να σώσει με την ημερότητά Του και να αναστήσει εκείνους πουέχουν ολισθήσει στην αμαρτία. Ο Χριστός με την πραότητά Του και την ειρηνική του διάθεση κατέλυσε την αλαζονεία του διαβόλου.
Για την πραότητα αναφέρονται στην Πατερικήν γραμματείαν, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «Ουκ ένι πράον τινά γενέσθαι ποτέ, μη πρότερον διά της ταπεινώσεως πολλής και εργασίας των εντολών εις βάθη ταπεινοφροσύνης ελάσαντα· αύται γαρ αι αρεταί αλλήλων αεί έχονται και ουκ εστι διαζευχθήναι μιας την ετέραν. Και γάρ ο πράος και ταπεινός, και ο ταπεινός πράος, κατά τον ειπόντα Θεόν “Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία”». Δεν μπορεί, δηλαδή, ποτέ να γίνει κανείς πράος εάν πρώτα δεν φθάσει σε βάθη ταπεινοφροσύνης με την συστηματική και επίμονη εργασία των εντολών του Χριστού και την υπομονή με ταπείνωση στις θλίψεις και τις δοκιμασίες. Οι δύο αυτές αρετές, η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη, εμπεριέχονται η μία στην άλλη (“αλληλοπεριχωρούνται”), και δεν είναι δυνατόν να διαζευχθεί, να χωρίσει, η μία από την άλλη· αλλά είναι αχώριστοι συνοδοιπόροι και σύντροφοι. Διότι ο πράος είναι ταυτόχρονα και ταπεινός· και το αντίστροφο, ο ταπεινός έχει εντός του «φυλακισμένη» την πραότητα. Αυτό, άλλωστε, τονίζει και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όταν λέγει: «μάθετε από μένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».
Η ταπείνωσις είναι η υποδομή, η εσωτερική κατάστασις της ψυχής. Η δε πραότης είναι η έκφρασις της ταπεινοφροσύνης, ως γλυκύτητα, ηρεμία και γαλήνη. Ο πράος άνθρωπος είναι γλυκύς και ήμερος εις τους τρόπους, γι’ αυτό και γίνεται πολύ αγαπητός από τους άλλους. η συντροφιά του είναι ευχάριστη και η παρουσία του επιθυμητή. Για να φθάσει όμως εις αυτό το σημείο κανείς, πρέπει να έχει ταπεινό φρόνημα για να αντέχει στην ενδεχόμενη περιφρόνηση και τις επιτιμήσεις των άλλων και να παραμένει πράος. Και όταν οι άλλοι δουν και διαπιστώσουν την ειρηνική διάθεση με την οποία αντιδρά στις στενοχώριες που του προκαλούν, μαλακώνει η καρδιά τους και γεμίζει από συμπάθεια και αγάπη για τον υπομένοντα με πραότητα. Είναι, μεταξύ των άλλων, και γι’ αυτόν τον λόγο που ο πράος και υπομονετικός άνθρωπος γίνεται, σύμφωνα με το βιβλίο των Παροιμιών, ιατρός του πόνου της καρδιάς των άλλων. Όταν ευρίσκεσαι πλησίον ενός πραέος ανθρώπου, η καρδιά σου γαληνεύει, η σκέψη σου ηρεμεί και οι πληγές σου επουλώνονται, δεχόμενες σαν βάλσαμο την ήρεμον αντιμετώπισιν του πραέος συνανθρώπου σου.
Μάλιστα, εάν θα θέλαμε να παρομοιάσουμε με μία εικόνα παρμένη μέσα από την Αγία Γραφή την κατάσταση της πραότητας, τότε θα οδηγούσαμε την σκέψη μας στο όρος Χωρήβ, όπου ο Θεός εμφανίστηκε στον προφήτη Ηλία. Εκεί όταν ευρέθη ο προφήτης Ηλίας και περίμενε να δη τον Θεό, εις την αρχήν επισυνέβη ορμητική θύελλα, που συνέτριβε τα όρη και κατακομμάτιαζε τις πέτρες. Όμως ο Θεός δεν ήταν εντός της θυέλλης. Εν συνεχεία έγινε σεισμός που συνετάραξε τον τόπο. Ούτε εκεί ήταν ο Θεός. Ακολούθησε πυρ που κατέκαιγε τα πάντα, αλλά και από εκεί απουσίαζε ο Θεός. Τελικά φύσηξε αύρα λεπτή· και στην φωνή της αύρας αυτής ήταν ο Θεός. ’Έτσι και ο πράος και ειρηνικός άνθρωπος ομοιάζει με τον απαλό ψίθυρο λεπτής και δροσερής αύρας, πού ελκύει την χάρη του Θεού με την μακροθυμία και την ευσπλαγχνική του διάθεση. Δεν γίνεται θύελλα για να συντρίψει τον πλησίον, ούτε σεισμός για να τον συγκλονίσει, αλλ’ ούτε και πυρ για να τον καύσει. Αντιθέτως, με τον ήμερον και πράον τρόπον του, εγγίζει τις λεπτότερες χορδές της καρδιάς του συνανθρώπου του- ως δροσερή αύρα δροσίζει την ύπαρξίν του και τον αλλοιώνει εσωτερικά, καταμαλάσσει (μαλακώνει) την καρδιά του, συντελών στην μυστική του μεταμόρφωση. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, πριν από την ταπεινοφροσύνη τρέχει η πραότητα, όπως πριν από την ανατολή του ήλιου τρέχει το φως της αυγής. Δίδει έναν έξοχον ορισμόν της πραότητος, όπου συμφώνως με αυτόν «πραότης είναι μία αμετακίνητη κατάστασις του νου, που παραμένει η ίδια και στις τιμές και στις περιφρονήσεις». Δεν προσβάλλουν δηλαδή τον νουν, ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Δεν επαίρεται, δεν κενοδοξεί από τις τιμές και τους επαίνους, αλλ’ ούτε και στενοχωρείται ή θλίβεται από τους ονειδισμούς και τις περιφρονήσεις. Με τον ίδιον ακριβώς τρόπον και τα ίδια συναισθήματα υποδέχεται και τα δύο· τους επαίνους ως ονειδισμούς, και τους ονειδισμούς ως επαίνους. Ακολουθεί επομένως και σέ κάθε περίσταση του βίου την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση. Είτε τον βρουν μεγάλες θλίψεις και συμφορές, είτε του έρθει κάποια μεγάλη χαρά, τα βλέπει και τα αντιμετωπίζει το ίδιο. Δεν έχει καμία διαφορά καταστάσεως και καμία μετάπτωση ο νους του πραέος. Διά τούτο και προσεύχεται πάντοτε ειλικρινώς διά τον πλησίον του, δίχως να ενοχλείται καθόλου από τις ταραχές που ενδεχομένως του προξενεί. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που η πραότητα ομοιάζει με τον βράχο εκείνο, που ίσταται επάνω στην αφρισμένη θάλασσα και εντελώς ακλόνητος διαλύει όλα τα κύματα που τον χτυπούν. Η πραότητα έρχεται με την προσευχή, την εγκράτεια και την χωρίς ταραχή υπομονή στις θλίψεις. Και αυτό διότι δεν συμβιώνει με την ταραχώδη γνώμη. Επειδή ακριβώς είναι συνυφασμένη με την εσωτερική ησυχία και γαλήνη, την ψυχική ηρεμία και ανάπαυση, διότι ο πράος - κατά τον λόγο του Κυρίου - «ευρήσει ανάπαυσιν τη ψυχή αυτού». Ο πράος είναι φιλήσυχος άνθρωπος, καθώς εις αυτόν επικρατεί η ειρήνη και αταραξία των λογισμών, και μπορεί έτσι να ακούσει μέσα στην καρδιά του τους αλαλλήτους στεναγμούς του Πνεύματος που κράζει «Αββά ο Πατήρ», προσευχομένου εντός του ανθρώπου. Μπορεί ο άνθρωπος έτσι να ησυχάσει από την ενόχληση της αμαρτίας, να αναπαυθεί, να ξεκουρασθεί από την αγωνία και το άγχος, να βάλει ένα τέλος - ένα φρένο - στην άλογη ορμή των παθών και να δεχθεί ευκολότερα και ανετότερα την θεία φώτιση και ευλογία, που του χαρίζει τα άφθαρτα αγαθά της ουρανίου γης της επαγγελίας. Η πραότητα στηρίζει την υπομονή, άλλα και στηρίζεται από αυτήν και οδηγεί στην αγάπη.
Όμως, όπως τονίζει με έμφαση και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ισχύει και το αντίστροφο. Η πραότητα, δηλαδή, γεννάται από την αγάπη, διότι η «αγάπη μακροθυμεί» και «ου παροξύνεται». Δεν υποκύπτει η αγάπη στον παροξυσμό και την παραφορά της στιγμής. Μακροθυμία και πραότητα είναι σχεδόν το ίδιο σύμφωνα με τον άγιο, διότι μακροθυμία σημαίνει αναβολή του θυμού. Συνεχίζοντας με τα όσα σχετικώς λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, σημειώνει ότι πραότητα είναι η εκκοπή του θυμού και η παντελής απουσία της οργής. Η αρχή, μάλιστα, της αοργησίας αυτής είναι να σιωπούν τα χείλη, ενώ η καρδιά ευρίσκεται σε ταραχή. Όποιος όμως είναι υπερήφανος, είναι και θυμώδης, και γι’ αυτό δεν θα κληρονομήσει την γη, την οποία επαγγέλλεται ο Κύριος στους πραείς κατά το «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην» . Την παντοτινή και αληθινή γη, επειδή την πρόσκαιρον και τα αγαθά της τα στερούνται για την πραότητα που έχουν, ένεκα της οποίας υπομένουν και θλίψεις και αδικίες και πειρασμούς και ζουν σαν εξόριστοι εδώ, προκρίνοντες με αναπαυμένη την καρδιά τα ουράνια από τα επίγεια αγαθά, και κατατρυφώντες σύμφωνα με τον Ψαλμωδό· «επί πλήθει ειρήνης»,της ειρήνης του Χριστού.
Η πραεία δε ψυχή είναι θρόνος της απλότητος, ενώ ο νους του οργίλου, δημιουργός της πονηρίας και συγκάτοικος με το σκοτάδι και την άγνοια. Οι ψυχές των πραέων θα πλημμυρίσουν από γνώση και σύνεση, διότι ο Κύριος «οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού» . Θα οδηγεί πάντοτε τους πράους και ταπεινούς ανθρώπους να πολιτεύονται με συνετή και διαυγή σκέψη, θα τους διδάξει τους δρόμους των εντολών του, καθώς και τις πανσόφους μεθόδους που χρησιμοποιεί διά την σωτηρίαν των ανθρώπων. Θα τους χορηγήσει το χάρισμα της διακρίσεως για να διακρίνουν το καλό από το κακό, τις οδούς του Κυρίου από τις παγίδες του διαβόλου.
Στους πράους, σύμφωνα με τον Σοφό Σειράχ, αποκαλύπτονται τα μυστήρια του Θεού. Ο Θεός επιβλέπει επ’ αυτούς, τους επιδοκιμάζει διά την πραότητα, αλλά και την υπακοήν εις τους λόγους του, και τους ανοίγει έναν καινούριο κόσμο, που δεν εγνώριζαν προηγουμένως. Έναν αόρατον κόσμο με ουράνιες αποκαλύψεις, που τροφοδοτούνται από το άπλετο φως της θείας χάριτος, η οποία εκχύνεται πλουσίως στην καρδιά του πραέος. Πραότατος γι’ αυτό πρέπει να είναι και ο Πνευματικός, διά να έχει πρόσβαση στην γνώση των μυστηρίων του Θεού. Σχετική προτροπή διά τους πνευματικούς υπάρχει και εις τον Απόστολον Παύλον: «Αδελφοί, εάν και προληφθή άνθρωπος εν τινι παραπτώματι, υμείς οι πνευματικοί καταρτίζετε τον τοιούτον εν πνεύματι πραότητος». Εάν κάποιος από τους πιστούς υποπέσει σέ κάποιο παράπτωμα, εσείς οι πνευματικοί να τον καταρτίζετε, να τον εκπαιδεύετε, δηλαδή να τον νουθετείτε, με πνεύμα πραότητος. Οι πνευματικοί πατέρες πρέπει να καταρτίζουν, να ελέγχουν και να διορθώνουν τους αμαρτάνοντας με πραότητα και ημερότητα. Με ήπιους τρόπους. Ο δούλος του Κυρίου, λέγει ο Απόστολος, που είναι εργάτης του Ευαγγελίου, ποιμένας ψυχών, δεν πρέπει να μάχεται, άλλα να είναι ήπιος προς πάντας. Να σηκώνει τα βάρη των άλλων αγογγύστως και να βαστάζει το φορτίο τους, δίχως να οργίζεται από την έλλειψη υπακοής των πνευματικών του παιδιών, αλλά με υπομονή και γλυκύτητα να θεραπεύει εκείνους που από αδυναμία πίπτουν στην αμαρτία και ειρηνικά να ελέγχει τους αμετανοήτους, καλώντας τους σε μετάνοια, χωρίς να επηρεάζεται από την επιμονή τους στην πτώση. Ο σφοδρός έλεγχος τότε, μάλιστα, «δαγκάνει»και πλήττει τον ελεγχόμενον, όταν γίνεται με πραότητα και ατάραχον καρδίαν. Βεβαίως, όπου δεν περνά ο λόγος πίπτει η ράβδος, διότι —όπως λέγει και ο Απόστολος των Εθνών: «Τί θέλετε; εν ράβδω έλθω προς υμάς; η εν αγάπη, πνεύματί τε πραότητος;». Θέλετε να έλθω προς εσάς με ράβδον παιδαγωγικήν, με τιμωρίες, επιτίμια και κανόνες; Ή με αγάπη και πνεύμα πραότητος; Στοιχεία που βεβαίως δεν θα λείπουν και από την παιδαγωγικήν μέθοδον της ράβδου. Θα υπάρξουν επομένως και στιγμές κατά τις οποίες ο πνευματικός θα χρειασθεί να φανεί αυστηρός, ή και να θυμώσει κιόλας, προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα· όμως δεν θα πρέπει να παραδοθεί εις τον θυμόν του, αλλά να είναι ήρεμος και πράος· και ως έμπειρος χειρουργός και ιατρός, θα απαιτηθεί να κάνει και επεμβάσεις, που τυχόν θα πονέσουν τον ασθενή, όμως ο πόνος αυτός θα αποτελέσει το δραστικό φάρμακο διά την θεραπείαν του.
Ο πράος άνθρωπος είναι αμνησίκακος και ανεξίκακος. Δεν ενθυμείται το κακό που του έχουν προξενήσει, αλλά συγχωρεί τα πάντα και δεν κρατά σέ κανέναν κακία. Δεν προκαλεί ταραχή για τίποτα, ούτε ταράζεται ο ίδιος, εκτός και αν ο λόγος είναι διά την ευσέβειαν. Αν πρόκειται, δηλαδή, για θέμα πίστεως. Ο πράος και γλυκύς άγιος Νικόλαος, που νίκησε τα πάθη της οργής και του θυμού, που ποτέ του δεν θύμωνε, είχε στιγμές που εξοργίσθηκε με μεγάλη ένταση. Δύο φορές αναφέρεται εις τον βίον του ότι εξερράγη και αγανάκτησε διά λόγους πίστεως, ο πραότατος Νικόλαος. Την μία φορά όταν είδε ότι υπήρχαν ακόμη άνθρωποι ειδωλολάτρες, που λάτρευαν και προσκυνούσαν τα αγάλματα της Αφροδίτης στην πόλη, της οποίας ήταν επίσκοπος, εις τα Μύρα της Λυκίας. Δεν το ανέχθηκε· παρωξύνετο και αυτός τω πνεύματι, όπως ο Απόστολος Παύλος, βλέπων κατείδωλον την πόλιν του. Έκανε, λοιπόν, δυνατή προσευχή και αμέσως κατεκρημνίσθησαν και συνετρίβησαν τα ξόανα των ειδώλων. Την άλλην φορά αγανάκτησε με τον Άρειο, με την γνωστή κατάληξη. Ακούγοντας τις φοβερές βλασφημίες που εξεστόμιζε ο αιρεσιάρχης της Αλεξανδρείας ενώπιον των πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου, σηκώθηκε από την θέσιν του και έδωκε εις τον βλάσφημον «θεολόγο» που φιλοσοφούσε ισχυρόν ράπισμα, δίχως να υπολογίζει τις συνέπειες. Αυτό συνέβη γιατί είχε μία καρδιά που κόχλαζε από πίστιν και διακρινόταν για την πνευματική της ευαισθησία· για την αγάπη προς την Εκκλησία και την αλήθεια που αυτή εκφράζει.
Ακόμη και ο ίδιος ο Κύριός μας, ο πραότατος Ιησούς, όταν αντίκρυσε εις τον ιερόν περίβολον του ναού τους εμπόρους που πωλούσαν τα ζώα, τα οποία προορίζοντο διά την θυσίαν και τους κερματιστάς, αγανάκτησε- και με την δικαίαν του οργήν ανέτρεψε τα τραπέζια των κολλυβιστών, έδιωξε τους πωλούντας τα ζώα και τους απηύθηνε με ιεράν αγανάκτησιν τον εξής λόγον: «μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου, οίκον εμπορίου» . Αυτό βεβαίως έγινε, διότι είχε ως άνθρωπος ζήλον κατά Θεόν, που «κατέτρωγε» όλην του την ύπαρξιν και δεν ανεχόταν να βλέπει τον ναόν του Θεού βεβηλούμενον από τους εμπόρους κατά το Ψαλμικόν: «οζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με». Επίσης, αγανάκτησε επανειλλημένως με τους Γραμματείς και Φαρισαίους, βλέπων την υποκρισίαν τους και την πόρωσιν της καρδιάς τους. τους κατακεραύνωσε με τα αλησμόνητα εκείνα «ουαί». Σέ άλλη περίπτωση, όταν ευρίσκετο στην Συναγωγή των Ιουδαίων και ήταν έτοιμος την ημέρα του Σαββάτου να θεραπεύσει έναν άνθρωπον που ήταν παράλυτος στο ένα του χέρι, διέγνωσε ο Κύριος ως καρδιογνώστης, ότι οι Φαρισαίοι περίμεναν να δουν αν θα προέβαινε εις την θεραπεία, για να τον κατηγορήσουν για κατάλυση της αργίας του Σαββάτου- και «περιβλεψάμενος αυτούς μετ’ οργής, συλλυπούμενος επί τη πωρώσει της καρδίας αυτών» εθεράπευσε τον άνθρωπον με την εξηραμένην χείραν. Ο Κύριος σπανιότατα οργίζετο, αλλά και πάλιν η οργή του ήτο απαθής και δίχως αμαρτία, διά την δόξαν του Θεού, κατά το· «οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» του Ψαλμωδού. Όταν ο θυμός είναι δικαιολογημένος και κατά Θεόν, τότε δεν αμαρτάνει εκείνος που οργίζεται.
Το βέβαιον είναι ότι πολλές φορές εις τον κόσμον τούτον οι άδικοι και ασεβείς θλίβουν τους αδυνάτους, ασθενείς και ανυπεράσπιστους· ιδιαιτέρως δε όταν οι τελευταίοι είναι πράοι και ταπεινοί και δεν διεκδικούν το δίκαιόν τους. Ο Θεός όμως συνήθως φανερώνει το δίκαιον των πραέων και ησύχων ανθρώπων, αναδεικνύει την αρετήν τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που ανεδείχθησαν και ξεχώρισαν διά την αρετήν της πραότητος, είναι του προφήτου Μωϋσέως και ιδίως του προφήτου και βασιλέως Δαβίδ.
Ο Μωϋσής, ενώ διετέλεσε ηγέτης του Ισραήλ, ήταν άνθρωπος πράος. Δεν ήταν σαν τους εγωϊστές άρχοντες που δεν δέχονται αντιρρήσεις και διαφορετικές γνώμες. ενώ οι Ιουδαίοι εξηγέρθησαν πολλές φορές εναντίον του, και μάλιστα τον ελιθοβόλησαν κιόλας, εκείνος όχι μόνον δεν οργίσθηκε, αλλά ικέτευε τον Θεόν να μην τιμωρήσει τον αποστάτην λαόν και να τον συγχωρέσει. Εάν δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά και έπρεπε να τιμωρηθεί ο λαός, τότε ζητούσε από τον Θεόν να τιμωρηθεί και αυτός μαζί τους, ενώ εις τίποτε δεν έσφαλλε ο ίδιος. Κάποτε, μάλιστα, όταν ο Μωϋσής έλαβε διά γυναίκαν μίαν Αιθιόπισσα, τότε τα αδέλφια του, ο Ααρών και η Μαριάμ, τον κακολόγησαν και μίλησαν περιφρονητικά εναντίον του, λαμβάνοντας την αφορμήν να εκδηλώσουν τον φθόνο τους, συγκρίνοντες τον αδελφόν τους με τον εαυτόν τους· και αυτό διότι ο Μωϋσής απελάμβανε μεγαλυτέρα τιμήν και δόξαν από τους ίδιους. Ο Μωϋσής όμως, εκδηλώνων την πραότητά του, δεν θύμωσε εναντίον τους, ούτε έδειξε εκδικητικήν διάθεσιν. Όταν όμως έπρόκειτο διά τον Θεόν, όταν το διακύβευμα ήταν η πίστις, τότε όπως ο Άγιος Νικόλαος, έτσι και ο Μωϋσής οργιζόταν κατά των Ισραηλιτών. Όταν έβλεπε τους συμπατριώτας του να είναι αχάριστοι προς τον ευεργέτην τους Θεόν, όταν εγόγγυζαν κατά του Θεού, ή όταν τον εγκατέλειπαν και ελάτρευαν τα είδωλα, τότε αγανακτούσε δικαίως εναντίον τους. Ώστε όταν προσεβάλλετο ο ίδιος, ο Μωϋσής ωσάν το πρόβατον ήτο ήμερος - και μάλιστα πραότατος από όλους τους ανθρώπους - όπως τον χαρακτηρίζει η Αγία Γραφή. Όταν όμως υβρίζετο ο Θεός, γινόταν τολμηρός και επιθετικός, όπως το λιοντάρι.
Περνώντας εις το παράδειγμα του προφήτου Δαβίδ, ενθυμούμαστε την αρχήν εκείνου του Ψαλμού που λέγει: «Μνήσθητι, Κύριε, του Δαβίδ και πάσης της πραότητος αυτού». Πραότητα, σύμφωνα με την πατερικήν ερμηνείαν, ονομάζεται εδώ η αμνησικακία και μακροθυμία του Δαβίδ, την οποίαν έδειχνε εις τον Σαούλ και τους μετ’ αυτού· ομοίως και εις τον Σεμεί, τόν υβρίζοντα αυτόν ως και εις άλλους πολλούς, όπως επί παραδείγματι εις τον επαναστάτην υιόν του Αβεσσαλώμ. Ενώ ο Δαβίδ ευηργέτησε επίσης πολλαπλώς τον βασιλέα Σαούλ, εκείνος από φθόνον επεχείρησε πολλάκις να του αφαιρέσει την ζωήν. Ήδη από την πρώτην στιγμήν της εμφανίσεώς του εις το προσκήνιον, ο Δαβίδ φρόντισε να βγάλει από την δύσκολον θέσιν εις την όποιαν είχον περιέλθει τον Σαούλ και το στράτευμά του κατά την αναμέτρησιν με τους Φιλισταίους, θανατώνοντας τον επηρμένον Γολιάθ. Επειδή, όμως, άκουσε ο Σαούλ τις γυναίκες του Ισραήλ, να εξυμνούν και να δοξάζουν τον Δαβίδ, περισσότερον από τον ίδιον που ήταν βασιλεύς, εφθόνησε τον Δαβίδ. Επίσης, όταν ο Δαβίδ με την λύρα του κατεύναζε την μελαγχολίαν και την κατάθλιψιν εις την όποιαν είχε περιπέσει ο Σαούλ, ο τελευταίος προσπάθησε έπανειλημμένως να τον φονεύσει με το δόρυ του. ο Δαβίδ όμως όχι μόνον δεν θύμωσε, ή δεν προσπάθησε να ανταποδώσει, αλλ’ ούτε και σκέφθηκε άσχημα διά τον Σαούλ, διότι θεωρούσε ότι ο βασιλεύς ήταν χριστός Κυρίου και άξιος σεβασμού δι’ αυτό. Ο Σαούλ από το μίσος του, δεν ήθελε ούτε καν να αναφέρει το όνομα του Δαβίδ. Από τότε ουκ ολίγας φοράς ο Σαούλ τον καταδίωξε, με σκοπό να τον θανατώσει. Ο δε Δαβίδ, δίνοντας πάντα τόπον εις την οργήν, έφευγε μακριά σαν εξόριστος, για να κατευνάσει τον φθόνον του Σαούλ, επειδή δεν ήθελε να συγκρουσθεί μαζί του.
Θαυμαστόν δε παράδειγμα της μεγαλοψυχίας, ανεξικακίας και πραότητος του προφήτου Δαβίδ είναι και το ακόλουθον. Κάποτε ενώ ο Σαούλ τον εδίωκε, ευρέθη εν αγνοία του εις το σπήλαιον εις το όποιον ήσαν και ο Δαβίδ με τους συντρόφους του. Ο τελευταίος, ο όποιος εν τω μεταξύ αντελήφθη την παρουσίαν του Σαούλ, είχε την μεγάλην ευκαιρίαν να απαλλαγεί μια για πάντα από τον θανάσιμον εχθρόν του σκοτώνοντάς τον, καθώς ο Σαούλ κοιμόταν αμέριμνος και δεν είχε κοντά του κανέναν από τους στρατιώτες του. Πλησίασε λοιπόν στα κρυφά τον Σαούλ, δίχως να τον καταλάβει ο κοιμώμενος, και έκοψε με το μαχαίρι του την άκρην από το βασιλικό χιτώνιον του Σαούλ, διά να έχει στα χέρια του την απόδειξιν ότι βρέθηκε τόσο κοντά του και δεν τον έβλαψε. Μάλιστα, ο Δαβίδ είχε τόσο λεπτή συνείδηση , που αισθάνθηκε τύψεις και ενοχές δι’ αυτό που έκανε.
Γεμάτος θαυμασμό διά την ανεξικακίαν του, ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι· ενώ ο Δαβίδ είχε μία τόσο μεγάλη ευκαιρία και οι σύντροφοί του τον παρακινούσαν να τελειώνει μια και καλή με τον Σαούλ, διά να γλυτώσουν από τις συνεχείς καταδιώξεις και τους κινδύνους που αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα, αυτός τον άφησε σώον και αβλαβή να ξεφύγει από τον θάνατον, βάζοντας χαλινόν εις τον θυμόν, και γνωρίζοντας ότι άφηνε ζωντανόν έναν αδιάλλακτον εχθρόν του, ο όποιος δεν θα ησύχαζε εάν δεν του έπαιρνε την ζωήν. Μάλιστα, ούτε η μνήμη των παρελθόντων (αυτά που ήδη είχε περάσει από τον Σαούλ), ούτε ο φόβος των μελλόντων (αυτά που επρόκειτο να περάσει εν συνεχεία) ήταν αρκετά διά να οπλίσουν το χέρι του Δαβίδ κατά του Σαούλ. Το μόνον που αρκέστηκε να πράξει ήταν, εύρισκόμενος σέ ασφαλή απόσταση από τον Σαούλ, να του δείξει την άκρην από τον χιτώνα του, την οποίαν του είχε αφαιρέσει, για να του αποδείξει, ότι την ημέραν εκείνην ο Θεός τον παρέδωκεν εις τα χέρια του, και όμως εκείνος δεν επωφελήθηκε της ευκαιρίας αυτής. Ενώπιον της τόσης πραότητος και μεγαλοψυχίας του Δαβίδ, λύγισε και μαλάκωσε, έστω και προς στιγμήν, ακόμη και αυτός ο μοχθηρός και σκληρόκαρδος Σαούλ. Δεν σταμάτησε όμως να έχει φονικές διαθέσεις απέναντι του και να τον καταδιώκει.
Μάλιστα και δεύτερη φορά κατάφερε ο Δαβίδ να εισέλθει εις το στρατόπεδον του Σαούλ και να συλλάβει τους πάντας κοιμωμένους, όμως και πάλιν «εφείσθη» της ζωής του βασιλέως. Αρκέστηκε μόνον να πάρει ως απόδειξη το δόρυ του Σαούλ, για να διαπιστώσει ο τελευταίος, για μίαν ακόμη φοράν ότι, εάν ο Δαβίδ ήταν εχθρός του, θα τον είχε ήδη θανατώσει προ πολλού. Και εις άλλην περίπτωσιν εφάνη η πραότητα του Δαβίδ. Όταν έφυγε από πρόσωπον Αβεσσαλώμ, του υιού αυτού, ο όποιος ήθελε να σφετερισθεί τον θρόνον του πατρός του, τον συνάντησε εις τον δρόμον ένας συγγενής του Σαούλ, ο Σεμεί. Αυτός άρχισε να τον υβρίζη και να καταράται τον Δαβίδ. Τον κατηγορούσε μάλιστα διά πράξεις που δεν διέπρα- ξε, συκοφαντών αυτόν, ότι δήθεν είχε ξεκληρίσει την γενιά του Σαούλ, φονεύσας όλους τους συγγενείς του, από φόβον ότι κάποιος από αυτούς θα διεκδικούσε τον θρόνον του βασιλέως. Ο Δαβίδ όμως όχι μόνον δεν αντέδρασε, αλλά και απέτρεψε κάποιον από τους στρατηγούς του, που ήθελε να θανατώσει εκείνον που με περισσό θράσος προσέβαλε τον βασιλέα. Αργότερα, όταν ο Δαβίδ επέστρεψε εις τον θρόνον του, έδωσε άφεσιν αμαρτιών εις τον Σεμεί, λησμονώντας την προηγουμένην βάναυση συμπεριφορά του. Το ίδιο πράος και ανεξίκακος εφάνη και απέναντι εις τον υιόν του Αβεσσαλώμ, ο όποιος δεν επεχείρησε μόνον να ανέλθει πραξικοπηματικά εις τον θρόνον, αλλά και να απαλλαγεί από την παρουσία του πατρός του, φονεύοντάς τον. Ο Δαβίδ όμως ζήτησε από τους δικούς του ανθρώπους να μην βλάψουν τον υιόν του· και όταν έμαθε ότι παρά τις διαταγές που έδωσε, έθανάτωσαν τον Αβεσσαλώμ, επόνεσε πολύ, και μάλιστα έκλαυσε και εθρήνησε γοερώς διά την απώλειαν του αγαπημένου του παιδιού, λέγοντας και επαναλαμβάνοντας σπαρακτικά κάθε τόσο· «Υιέ μου Αβεσσαλώμ, υιέ μου Αβεσσαλώμ».
Συμπερασματικά δυνάμεθα να τονίσωμεν ότι, μπορεί μεν οι προφήτες και οι άγιοι εν γένει να επέτυχαν την άσκηση της πραότητος και των λοιπών αρετών, όμως η κατόρθωσις της πραότητος δεν είναι ένα εύκολο επίτευγμα.
Προϋποθέτει σκληρό και αιματηρό αγώνα απέναντι εις τα πάθη και τις αμαρτωλές μας κλίσεις και – κυρίως - απέναντι εις τον εγωισμό μας, έναν αγώνα εις τον όποιον ανενδότως επιδόθηκαν οι άγιοι με περισσόν σθένος και δύναμιν ψυχής. Ο πράος δεν αντιδρά όταν οι άλλοι του μιλούν άσχημα· δεν θίγεται όταν τον προσβάλουν· σιωπά όταν επιχειρούν να τον πληγώσουν με λόγια η και έργα· δεν προσπαθεί να δικαιώσει και να προβάλλει τον εαυτό του, όταν οι άλλοι τον κατηγορούν ή τον περιφρονούν· διατηρεί την ψυχραιμίαν και την νηφαλιότητά του υπό ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες, ακόμα και όταν καταρρακώνεται το εγώ του και η αξιοπρέπειά του- αγωνίζεται σθεναρώς κατά του θυμού και της μνησικακίας· δεν αγανακτεί με τις παράλογες απαιτήσεις των άλλων. Εμείς αντιθέτως, ή τουλάχιστον πολλοί από εμάς, δεν μπορούμε να βαστάξουμε έναν λόγον που θα μάς πει κάποιος· το φέρουμε βαρέως και λέμε: «γιατί να μου πει εμένα αυτόν τον λόγον;». Οργιζόμαστε με το παραμικρόν, αγανακτούμε με τις αβλεψίες και τα λάθη των άλλων απέναντι μας. Κανείς «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του»· και όχι μόνον δεν ανεχόμαστε τίποτα, αλλά πολλές φορές υβρίζουμε με τον χειρότερο τρόπο αυτούς που μάς φταίνε, βλασφημούντες μερικοί ασύνετοι ακόμα και εις το πανάγιον Όνομα του Χριστού και της Κυρίας Θεοτόκου.
Η έλλειψις πραότητος - όλοι το βλέπουμε και γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες αυτού του γεγονότος - χωρίζει τα ζευγάρια μετά από χρόνια εγγάμου βίου· κάνει τους αδελφούς να μισούνται θανασίμως· προξενεί παρεξηγήσεις μεταξύ των γονέων και των παιδιών· δημιουργεί τους «χούλιγκαν» και τους «αναρχικούς»· οπλίζει το χέρι του φονέως, που εν βρασμώ ψυχής θανατώνει το θύμα του· και, εν ενί λόγω, ταράσσει και πληγώνει ανεπανόρθωτα το σύνολο της κοινωνίας. Από την άλλην, η πραότητα τιμά και δοξάζει την ψυχή που την κατέχει. Την αναδεικνύει ευγενεστέρα και ανωτέρα παντός πάθους και πολεμίου. Εάν οι πάντες ασκούντο στην αρετήν αυτήν, τότε δεν θα υπήρχαν πόλεμοι στην ανθρωπότητα- οι διχόνοιες και οι έριδες θα είχαν εκλείψει και θα ζούσαν οι άνθρωποι με την γαλήνη που χαρίζει η πραότητα, έναν «ήρεμον και ησύχιον βίον... εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι».
Δι’ όλα αυτά τα ευεργετικά αποτελέσματα της πραότητος, ο Κύριος - όπως λέγουν οι Μακαρισμοί - θα υψώσει τους πράους και ταπεινούς, εκείνους οι οποίοι διά των ταπεινώσεων, των παθημάτων και των θλίψεων διδάχθηκαν την υπομονήν. Θα τους καταστήσει περιβλέπτους και ενδόξους, εάν όχι από τώρα εις αυτήν την ζωήν, σίγουρα εις την άλλην. Αντιθέτως, θα ταπεινώσει και θα κατακρημνίσει έως εδάφους τους αμαρτωλούς και οργίλους. θα συντρίψει και όλους τους υπερηφάνους και ενδόξους άρχοντας που συμπεριφέρονται με αλαζονεία και δεν γνωρίζουν τί θα πή ταπείνωση και πραότητα. Όλους αυτούς θα τους καταπατήσει νοητά εν τέλει εις την άλλην ζωήν όχι μόνον ο Κύριος, αλλά και όλοι οι κατά Χριστόν πράοι και ταπεινοί άνθρωποι, διότι θα έχουν μαζί τους την θείαν δύναμιν και χάριν.
Εις αυτούς ανήκει και ο άγιος Νικόλαος, ο Ιεράρχης με την σεβασμίαν εμφάνισιν, την πραότητα εις τους τρόπους και την αξιοπρέπεια και γλυκύτητα εις τα λόγια· ο άνθρωπος που από την παιδική του ηλικία είχε επιδοθεί και γυμνάσει τον εαυτόν του εις κάθε είδος αρετής. Αυτός, και όταν ζούσε εις τον παρόντα κόσμον, αλλά και τώρα εις τον ουρανόν, υψώνει τα χέρια του προς τον Θεόν και εύχεται με θέρμη από το βάθος της καρδιάς του για ολόκληρη την οικουμένη, και προπαντός για τους πιστούς ορθοδόξους χριστιανούς.
Ας προσεύχονται και οι φιλόχριστοι αναγνώστες του παρόντος άρθρου εις τον άγιον Νικόλαον, να χαρίσει έστω ένα μέρος από την πραότητά του και εις τον γράφοντα, ώστε να μην φανεί αδόκιμος εις την αρετήν «άλλοις διδάξας» και κατακριθεί από τον Κύριον ως «δάσκαλος που δίδασκε και νόμον δεν εκράτει». Είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο το να διδάσκεις από το να πράττεις. Όταν η διδασκαλία προέρχεται μόνον από μελέτη και θεωρητική γνώση, και όχι και από την προσωπικήν εμπειρία της ασκήσεως των αρετών, τότε αυτό δεικνύει ότι δεν υπάρχει συνέπεια και συμπόρευση λόγων και έργων. Διά τούτο ας χαρίζει εις όλους μας ο άγιος και πραότητα και ειρηνικήν διάθεσιν, για να μπορούμε να ξεπερνάμε κάθε σκόπελον και εμπόδιον που ορθώνεται ενώπιόν μας και να εξέλθουμε νικητές εις τον προκείμενον ημίν αγώνα, έχοντες εις το τέλος κληρονομήσει την γην των πραέων, διά να συνευφραινόμεθα πάντοτε μετά του αγίου Νικολάου, και να απολαμβάνουμε διαπαντός την γλυκύτητα του προσώπου του κατ’ εξοχήν πράου Ιησού, εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν!