ΕΟΡΤΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Β`ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
ΕΚΔΗΛΩΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,3/16-03-2025
Εἰσήγησις:Περί τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἐπὶ τῇ ἑκατονταετηρίδι, ἀπὸ τὴν ἐπάρατον ἀλλαγὴ τοῦ θεσμοθετημένου ἐκκλησιαστικοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου.
ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ:Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΚΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ.
ΘΕΜΑ:<<1924-2024.Ενας αἰῶνας Ὀρθοδόξου Στάσεως καὶ Πίστεως καὶ ἡ διαφύλαξις τῆς Πατερικῆς Ὁμολογίας>>.
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ.Μακαριε,
Παναγιώτατε καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς, συμπρεσβύτεροι, ἱεροδιάκονοι, σεπτὴ χορεία τῶν μοναχῶν καὶ μοναζουσσών, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί...
Ἡ Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπικυρώνοντας τὰς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἐπισφραγίζοντας αὐτάς, ἀναφωνεῖ καὶ τονίζει «Ἡμεῖς τοὺς θεσμοὺς τῶν πατέρων φυλάττομεν». Αὐτὸ τὸ «ἡμεῖς» εἶναι μόνιμο καὶ διαχρονικὸ διὰ τὰ μέλη (κλῆρο καὶ λαὸ) τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχοντας ὡς ὁδοδείκτη, αὐτόν, τὸν λόγον τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, εἰσέρχομαι στήν, ὅσο τὸ δυνατόν, σύντομη εἰσήγησή μου μὲ θέμα «1924-2024. Ἕνας αἰῶνας Ὀρθοδόξου Στάσεως καὶ Πίστεως καὶ ἡ διαφύλαξις τῆς Πατερικῆς Ὁμολογίας». Ἕνας αἰῶνας ἀγώνων, δοκιμασιῶν καὶ ὀρθόδοξου ὁμολογίας καὶ πορείας.
Ἡ εἰσήγησίς μου αὐτή, σκοπὸν ἔχει νὰ προβάλλει διεξοδικὰ καὶ σὲ διακριτὲς γραμμὲς τὸν λόγον τῆς ἐπιμονῆς μᾶς εἰς τὰ πατροπαράδοτα θέσμια,να ἀναδείξει τὸν ἀγῶνα,την ὁμολογία τῶν πιστῶν (κλήρου καὶ λαοῦ) καὶ τὴν πορεία μας πρὸς τὴν διατήρησιν αὐτοῦ τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Παραδόσεως τῶν πατέρων.
Ὡς ἐκ τούτου σὲ τρία μέρη, λοιπόν, θὰ χωρισθεῖ ἡ εἰσήγησής μου, ἂν καὶ ἑνωμένη οὐσιαστικά, καθὼς καὶ ἡ ἐκκλησία, ἡ ὁποία πορεύεται πρὸς τὰ ἔσχατα ἐνῷ, τὴν ἴδια στιγμή, αὐτὴ ἡ πορεία της εἶναι ὁμολογία,είναι θέσις, ἀγῶνας, μαρτύριο καὶ σκοπός.
Στὸ πρῶτο μέρος, ἀναφέρομαι στὴν αἰτία αὐτῆς τῆς στάσεως καὶ θέσεως τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων μας, ἔναντι τῆς ἐπάρατης μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἑορτολογίου.Η στάσις αὕτη δὲν ἦτο μία ἐμπαθὴς ἀντίδραση πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ μεταρρύθμιση καὶ τὴν πολιτικὴ γραμμή, ἀλλὰ μία στάση καὶ θέση ἀπολύτως Ἁγιοπατερική. Διότι συγκλίνει καθὼς στηρίζεται καὶ τεκμηριώνεται μέσα στὸν χρόνο,με τὴ στάση, τὴ θέση καὶ τὴ γραμμὴ ὅλων τῶν Ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων μας, στὴ διαχρονικὴ καὶ ἱστορικὴ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων, τὰ ὁποῖα ἀναφύονταν συνεχῶς εἰς τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ δεύτερο μέρος ἀναφέρομαι στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βιώθηκε, ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, αὐτὴ ἡ διατήρηση καὶ διαφύλαξη τῆς πατρώας Παραδόσεως στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ἔναντι τῶν σκληρῶν καὶ ἀδυσώπητων διωγμῶν τῆς κρατούσης ἐκκλησίας.
Καὶ στὸ τρίτο μέρος ἀναλύεται τὸ ποιά θεωρεῖται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση,δια νὰ συνεχίσουμε αὐτὴν τὴν γραμμὴ τῶν Προπατόρων μας καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὸ ἴδιο ὀρθόδοξο καὶ ὁμολογιακὸ φρόνημα Πίστεως τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μας.
Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ἀναλογιζόμαστε ὅτι ἔχουν παρέλθει ἤδη 100 χρόνια,στη διάρκεια τῶν ὁποίων ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μάχεται, ἐναντίον τῆς ἐπάρατης ἀλλαγῆς ἢ μεταρρύθμισης τοῦ Ὀρθοδόξου Πατροπαραδότου Ἰουλιανοῦ Ἐορτολόγιου γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν θεσμίων τὰ ὁποῖα παρέλαβε καὶ παρελάβαμε,από τοὺς Ἁγίους Πατέρας.
Ἐνθυμούμεθα μὲ πολὺ χαρά,τον ἐλπιδοφόρο,θα ἔλεγα, ἐκεῖνον λόγον ,ποὺ ἀναφέρεται στὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων,του Γαμαλιὴλ πρὸς τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους ὅταν αὐτοὶ κρατοῦσαν δέσμιους τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «᾿ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται· ἡ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστίν, οὐ δύνασθε καταλύσει αὐτό, μὴ ποτὲ καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε».
Ποιός θὰ πίστευε, καὶ πολὺ περισσότερο οἱ σκληροὶ μεταρρυθμισταὶ τοῦ ἑορτολογίου, ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο θὰ ἦτο αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συνέχιζαν –καὶ συνεχίζουν– ἐπὶ ἕναν αἰῶνα τὴν ἀδιάκοπη πορεία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας πρὸς τὰ ἔσχατα!
Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, μὲ πλήρη συνείδηση, μόλις ἀνακοινώθηκε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου, ἐξεφράσθη αὐθορμήτως καὶ ὁμοφώνως μὲ τὴ ρήση:«Μας ἐφράγγεψαν», λόγος εὐαγγελικός, λόγος πατερικὸς λόγος Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας.
(Ὁ σωστὸς καὶ ἀνεπηρέαστος μελετητὴς τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου – ἑορτολογίου μελετῶντας τὸ ἀπὸ ἱστορικῆς, ἐκκλησιαστικῆς, ἄγιοπατερικής καὶ νομοκανονικῆς πλευρᾶς θὰ ὁμολογήσει καὶ θὰ ἀναφωνήσει ὅτι ἡ «Μεταρρύθμισις» εἶναι ἐμπορευματοποιημένη καινοτομία, καταπάτησις καὶ ἀθέτησις Πανορθοδόξων Συνόδων καὶ σχίσμα, ποὺ προσβάλλει τὸ δόγμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπ’ αὐτῆς τῆς ὁμολογίας,η ὁποῖα δὲν συνιστα(δεν ἀποτελεῖ)μίαν ἁπλῆ καὶ ἀπερίσκεπτη ἀντίδραση,η ἐκκλησία μας συνεχίζει τὸν πατερικὸν καὶ ὁμολογιακόν της ἀγῶνα.
Ποιοί ἦταν οἱ λόγοι ποὺ οἱ πατέρες μας, ἐπὶ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ ἑορτολογίου, ἔμειναν πιστοὶ στὰς Βιβλικάς, Ἀποστολικάς, Πατερικὰς καὶ Συνοδικὰς ἀποφάσεις;
Κατόπιν ἐπισταμένης καὶ ἀντικειμενικῆς (ἀμερολήπτου)μελέτης τοῦ ἱστορικοῦ τῆς ἀντορθοδόξου καὶ ἀντικανονικῆς εἰσαγωγὴ τῆς καινοτομίας τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου – ἑορτολογίου, ἀποδεικνύεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι ἡ «μεταρρύθμισις» δημιούργησε πρωτίστως σχίσμα εἰς τοὺς κόλπους τῆς ἐκκλησίας, προσβάλλοντας τὸ δόγμα τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν, καθὼς ἐπινόησε νέας πλάνας, οἱ ὁποῖες ἐπέφεραν διαιρέσεις καὶ προκάλεσαν ἐκκλησιαστικὰς παρατυπίας.
Ἐπίσης ἡ παράνομος,αντικανονική ἀντορθόδοξος ἐπιβολὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου ἐπέφερε καινοτομίες εἰς τὴν Ἐκκλησία, τραυματίζοντας θρησκευτικὲς ὑπέρτατες ἀξίες.
Ἐλησμονήθηκε δυστυχῶς τὸ ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων!
Κατεφρονήθη ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τὸ Θεῖον Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ!
Ποιοί ἦταν οἱ λόγοι,εξ’αιτίας τῶν ὁποίων οἱ Πατέρες μας ἔμειναν πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι εἰς τὰς Βιβλικές, Ἀποστολικές, Πατερικὲς καὶ Συνοδικὲς ἀποφάσεις καὶ δὲν ἀκολούθησαν (κλῆρος καὶ λαὸς) τὴν ἀλλαγὴν ἢ μεταρρύθμισιν ἡ ὁποία ἐγένετο ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος κυρίως μετὰ τὴν ἑκούσια σύμπραξη-ὑποταγὴ τοῦ «νεωτεριστῆ» Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (1868-1938),κατόπιν ἐντολῆς τῆς Ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως, τοῦ Νικολάου Πλαστήρα.
Ἦταν τὰ παραγγέλματα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παράδοσις,ήταν ἡ φωνὴ τῶν Ἀποστόλων,των πατέρων καὶ θεολόγων τῆς ἐν Χριστῷ ἐκκλησίας,ήταν οἱ ἀπαρασάλευτες ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι μὲ τὴν φωνὴν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου παραγγέλλουν: «Εἰ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, κἂν Ἄγγελος ἐξ ουρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ. Κ΄ 9), τὸ δὲ «παρ’ ὃ παρελάβετε» ἑρμηνεύων ὁ Θεῖος Χρυσόστομος λέγει: «Καὶ οὐκ εἶπεν ὁ Παῦλος, ἐὰν ἐναντία καταγγέλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσιν τὸ πᾶν, ἀλλὰ κἂν μικρὸν τί εὐαγγελίζονται παρ’ ὁ εὐαγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν». Ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ὁ σπουδαῖος Πατριάρχης, ὁ φιλόσοφος καὶ ἀστρονόμος Μελέτιος ὁ Πηγάς, στὴν ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρον, ἐλέγχει τὴν καινοτομίαν τοῦ πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄, λέγοντας ὅτι «εἰς τε τὸ Πασχαλιον καὶ Μηνολόγιον ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἑορτολογίου δὲν εἶναι μόνο προσβολὴ στὸ "παρ’ ὃ παρελάβετε" τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ ἀνατροπὴ στὸ πᾶν, στὸ ὅλον», δηλαδή, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπὶ τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, καὶ συνεχίζει: «Τίνες πηγαὶ δακρύων, διὰ νὰ εἴπω κατὰ τὸν προφήτην Ἰερεμίαν, θὰ ἐξαρκέσουν διὰ νὰ θρηνήσουν τοιοῦτον μέγα κακόν; τίνες στεναγμοί; τίνες ὀδυρμοί; μὲ τί πρόσωπον, ὦ φίλοι ἐλπίζετε; μὲ τίνας καρδίας ἔχετε λάβει θάρρος νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν Βασιλείαν ἐκείνην τὴν εἰρηνικήν;»
Οἱ Ἀποστολικὲς ἀποφάσεις λέγουν «στήκετε καὶ κρατῆτε τὰς παραδόσεις ἂς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν...» (Ἀπ. Παῦλος, Β΄ Θεσσαλονικεῖς κέφ. Β’,15).» οἱ Ἱεροὶ κανόνες τονίζουν «τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω», (6ος Κανῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, μὲ κυρώσεις φρικτῶν ἐπιτιμίων τοῦ ἀναθέματος, κατοχυρώνουν τὰς Ἐκκλησιαστικὰς Παραδόσεις λέγοντας: «Εἰ τὶς πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικὴν ἔγγραφον τε καὶ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα», καὶ «τοὺς προστιθέντας ἢ ἀφαιροῦντας τί (ἀπὸ τὰ ἱερὰ θέσμια καὶ ἔθιμα) ἐκ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἡμεῖς ἀναθεματιζομεν» (ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμολογεῖ: «Ἡ πίστις μου εἶναι αὐτὴ τὴν ὁποία ἤκουσα ἀπὸ τὰ θεῖα λόγια, τὴν ὁποία ἐδιδάχθην παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων... τὴν πίστι αὐτὴ δὲν θὰ παύσω νὰ διδάσκω. Μαζὶ τῆς ἐγεννήθηκα καὶ μὲ αὐτὴν "συναπέρχομαι" τῆς παρούσης ζωῆς...».
Ἔπι πλεον ὁ Οἰκουμενισμὸς μετερχόμενος σκοτεινά,ύπουλα καὶ καταχρηστικὰ μεσα διὰ τὴν ἐνισχυσιν τῆς παντοδυναμίας του καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὰς ἐθνικας Τραγωδίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους,προσπαθεί ἀενάως μέσα ἀπὸ τὴ βία,τον ἐκβοβισμὸ καὶ τὸν ἐκμαυλισμὸ τῶν συνειδήσεων,να ἀλλοιώσει τοὺς θεσμοὺς τῶν Αἰωνίων Ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ νὰ νεωτερίσει φθάνοντας σὲ τέτοιο σημεῖο ἠθικῆς ἀπονέκρωσις καὶ σήψης ὥστε νὰ κατηγοροῦν καὶ Αὐτόν ,ἀκόμη,τον Ἀναστάντα Κύριο καὶ Θεό μας.
Τὸν ἐκ Δυσεως κίνδυνον διὰ τὰς ὀρθοδοξους χριστιανικας συνειδήσεις μεγιστοποιεῖ καὶ ἡ δολίως δρομολογημένη ἀλλοίωσις καὶ σημερον κατάργησις τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα της πατριδος μας καὶ ὁ ἐν γένει προσανατολισμὸς τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας ἡ(του Ὕπιυργειου Παιδείας)..
Σύσσωμος ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων διὰ στόματος τοῦ προέδρου τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Ἱεροῦ Ταρασίου κηρύττει: «Τέκνα ὑπακοῆς ἐσμὲν καὶ ἐγκαυχώμεθα τὴ παραδώσει τῆς καθολικῆς (Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας)...ημείς τοὺς θεσμοὺς τῶν πατέρων φυλάττομεν...ημείς κατὰ πάντα τῶν αὐτῶν Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τὰ Δόγματα καὶ πράγματα κρατοῦντες κηρύττομεν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιὰ καρδία, μηδὲν προστιθέντες, μηδὲν ἀφαιροῦντες τῶν ἐξ αὐτῶν παραδοθέντων ἡμῖν, ἀλλὰ τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα...τα γὰρ ἐν αὐτῇ παραδοθέντα οὐκ εἰσὶ ναὶ ἢ οὗ ἀλλὰ ναὶ εἰσὶν ἐν ἀληθείᾳ καὶ μένουσιν ἀρραγῆ καὶ ἀκράδαντα εἰς τὸν αἰῶνος χρόνον» (πράκτ. Ζ΄ Ὄικουμ. Σύν.)
Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, στὸ Σύγγραμμά του Ὅροι κατὰ πλάτος λέγει: «Δεῖ ἀνακρίνειν καὶ δοκιμάζειν τα παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα· καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς, δέχεσθαι· τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν καὶ τοὶς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμένοντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον».
Ἐνισχύουσι δὲ τὰ ἀνωτέρω καὶ αἱ «Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ» λεγόντων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Λογικὰ τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἄλογα· μήποτε εἴπη ὁ λαϊκὸς ὅτι ἐγὼ πρόβατον εἰμὶ καὶ οὗ ποιμήν...διό φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων» (βίβλ. Η΄ κέφ.19)· ἀκολούθως πρὸς τὰ ὁποῖα λέγει ὁ Μέγας Χρυσόστομος: «Κρεῖττον ὑπὸ μηδενὸς ἄρχεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι· ὁ μὲν γάρ, (ὁ ὑπὸ μηδενὸς ἀρχόμενος) πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν· οὕτως δὲ (ὁ ὑπὸ κακοῦ ἀγόμενος), πάντως κινδυνεύει, εἰς βάραθρον ἀγόμενος...η μὲν Πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε καὶ παραίτησαι, μὴ μόνος ἂν ἄνθρωπος ἤ, ἀλλὰ κἂν Ἄγγελος ἐξ ουρανοῦ» (βίβλ. Περὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως, σέλ.206).
Ἡ διαπίστωσις αὐτὴ ἀποτελεῖ (παράλληλα)-ταυτοχρόνως καὶ ἀπαντησις εἰς ὅσα οἱ νεωτεριστὲς λέγουν λοιδορῶντας τὴν Ὀρθοδοξία,ότι δηλαδὴ δὲν εἶχε ὡς τὸ 1935 ἀρχιερεῖς ποιμενάρχες.Ιδού λοιπὸν ἡ ἀπαντησις.
Ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐναντίον τῶν νεωτεριζόντων ἐπιστέλλων λέγει: «Μὴ λίπειν (νὰ μὴ ἐγκαταλείψωμεν) τὴν πατρώαν τάξιν, ἥν ἡμᾶς οἱ πρόγονοι, δι’ ὧν ἔπραξαν κατέχειν, παραδεδώκασιν». Τονίζει ὅτι πρέπει νὰ φυλάσσωμεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὥρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ εἶναι δίκαιον καὶ θεάρεστον ἠμεις τὰ τέκνα νὰ ὑπακούωμεν,εις τοὺς Ἁγίους Πατέρας».
Τοιουτου ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ μεγέθους ποιμεναρχες(ταγοί)καθοδήγησαν τὴν ἐκκλησιαν τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος,,εμμένοντες πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι εἰς τὰ πάτρια παραγγέλματα τῶν Ἁγίων Ἄποστολων καὶ τῶν Ἁγίων Ὀρθόδοξων Πατέρων.
Καὶ συνεχίζοντας καταθέτει «οἵδε δὲ καὶ ἡ μικρὰ τῶν παραδοθέντων ἀθέτησις καὶ πρὸς ὅλην τοῦ Δόγματος ἐπιτρέψαι καταφρόνησι» (Δ΄ ἐπιστ. Μ. Φωτίου.)
Καὶ καταλήγει ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, εἰς ὅποιον τολμήσει νὰ θίξει τί ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων καὶ ἀπὸ τὴν Παράδοσιν αὐτῆς, στὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἑνότητα στὴν Θείαν Λατρείαν, ὅπου εἶναι τὸ Πασχάλιον καὶ τὸ Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας, οἱ τοιοῦτοι «τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ὡς ἐσφαλμένην κρίνουσιν, ποικίλοις ρήμασι τὴν ἑαυτῶν γνώμην συρραψωδήσαντες καὶ ἁπαλύνοντες τοὺς λόγους αὐτῶν ὑπὲρ ἔλαιον, τὴ δὲ καρδία πόρρω ἀπέχουσιν ἀπ’ αὐτῆς τῆς εὐσεβείας, μὴ προσιέμενοι δέχεσθαι τὴν ἐν παντὶ τῷ παρελθόντι χρόνῳ ὑπὸ τοσούτων Ἁγίων κεκρατηκυίαν Παράδοσιν’’(Mansi Τ.13, σελ. 217).
Τὸ δὲ Πασχάλιον εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένον μὲ τὸ Μηνολόγιον τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι, ὅταν προσβάλλεις ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, Πασχάλιον ἢ Ἑορτολόγιον, αὐτομάτως προσβάλλεις καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ Αὐτὸ Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον «ὡς μὴ ὀρθῶς λαλῆσαν» εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Συνόδους.
Ἀπευθυνόμενος, λοιπόν, ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερὸς Χρυσόστομος, πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤθελον νὰ κάμουν ἀνυπακοὴ εἰς τὶς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, καὶ νὰ δείχνουν ἀπείθεια εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν, ἐμφαντικότατα τονίζει ὅτι, αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα, ὕβρις, πρὸς τοὺς νομοθέτας Θείους Πατέρας καὶ βεβαιοῖ ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη ὑγιαίνουν εἰς τὰ δόγματα τῆς πίστεως, ὅμως, ὁ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων «ταχέως εἰς ἀρρωστίαν πεσεῖται».
Διότι, μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ εἰς τὰ θεῖα Δόγματα, μία καὶ εἰς τὰς Ἱερὰς αὐτῆς Παραδόσεις, Ἀποστολικὰς καὶ Ἐκκλησιαστικάς, μία καὶ εἰς τὴν τάξιν τῶν τυπικῶν καὶ τοῦ διακόσμου αὐτῆς , ὥστε, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὸ ἀλάθητον Αὐτῆς, νὰ παραμένει οὕτως εἰς τὸν αἰῶνα ἀναλλοίωτον.
Ἤδη ἀπὸ τὸν 16ον αἰῶνα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ Πανορθοδόξους καὶ Τοπικὰς Συνόδους, μὲ Πατριαρχικὰς ἐγκυκλίους καταδίκασε τὴν ὅποιαν «μεταρρύθμισιν» εἰς τὸ Πασχάλιον ἡ Ἑορτολόγιον τῆς Ἔκκλησιας «ἵνα μὴ μερισμὸν τὴ Ἐκκλησία ἀπαγάγωσι· καὶ σκανδάλων ὑπόθεσις γένηται ἡ ἑκάστοτε τοῦ ἡμερολογίου διόρθωσις».
Ὁ ἀείμνηστος Ἱστορικὸς συγγραφεὺς ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν Μελέτιος, εἰς τὴν Ἱστορίαν τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς «Πατριαρχεύοντος Ἰερεμίου τοῦ Β΄, ἡ Σύνοδος Μητροπολιτῶν συνήχθη ἐν Κων/πόλει τῷ 1583, ἐπιδημεύσαντος καὶ Σιλβέστρου του Ἀλεξανδρείας, ἥτις κατακρίνασα τὸ καινοτομηθὲν ὑπὸ Γρηγορίου του Ρώμης Καλενδάριον, δὲν τὸ ἐδέχθη κατὰ τὴν αἴτησιν τῶν Λατίνων (Ἴστ. Μέλ.16 αἰών, Τόμ.3).
Ἐπίσης, περὶ τὴν Συνοδον ταύτην ἀναφέρεται καὶ ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ἡρακλείας ὁ ἀπὸ Διδυμοτείχου Φιλάρετος εἰς τὴν Ἱστορία (1453-1908, Γ΄ τόμος, σσ. 124-125) λέγων τὰ ἑξῆς:
«Ὅτε δὲ περὶ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος ὁ Γρηγόριος ὁ 13ος, διὰ τοῦ Καλαβροῦ Λουδοβίκου Λιλίου, μεταρρύθμισε τὸ Ἰουλιανὸν τῇ 15ῃ Ὀκτωβρίου 1582, τὴν 5ην Ὀκτωβρίου ἀριθμήσας ὡς 15ην, ἐπιθυμῶν καὶ τὴν παρὰ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν παραδοχὴν αὐτοῦ, καθ’ ὅσον μάλιστα οἱ Προτεστάνται δὲν ἀπεδέχθησαν αὐτὸ ἀμέσως, ἀποστέλλει πρὸ Ἰερεμίαν τὸν Β΄ πρεσβείαν μετὰ δώρων παρακαλῶν, ἵνα ἐπινεύση καὶ οὗτος εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῆς διορθώσεως. Ὁ [Ὄικ. Πατριάρχης] Ἰερεμίας, ἔχων ὑπόψει τὰς δυσκολίας τῆς ἐφαρμογῆς τῆς διορθώσεως, ἀπορρίπτει τὴν πρότασιν τοῦ Πάπα· κοινῶς δὲ μετά του Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου ἐκδίδωσι τῷ 1583 ἐπιστολήν, ἐν ἢ καθορίζων τὰς τέσσαρας διατάξεις τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου περὶ ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, καταδεικνύει καὶ τὰς ἐλλείψεις τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου. Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐγράφη συνεπεία τῆς κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο συγκροτηθείσης ἐν Κων/πόλει Συνόδου, ἥτις κυρίως καταδικάζει τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον (Τόμος Γ΄, σσ. 124-125).
Εἰς τὴν ἰδίαν Σύνοδον ἀναφέρεται καὶ ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος (Τόμος Ἀγάπης σελ. 538) ὡς καὶ ὁ Μέγας Χαρτοφύλαξ Μ. Γεδεῶν (Κανονικαὶ Διατάξεις Α΄, σελ. 34). Ὁ αὐτὸς πολυμαθὴς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς Φ. Βαφείδης ἀναφέρει ὅτι καὶ κατὰ τὸ 1587 συνεκροτήθη Σύνοδος ἐν Κων/πόλει ἐν ἤ, παρόντων Ἰερεμίου τοῦ Β΄, Μελετίου του Πηγά, καὶ τοῦ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, κατεκρίθη τοῦ ἡμερολογίου ἡ διόρθωσις, ὡς ἐπισφαλὴς καὶ οὐκ ἀναγκαῖα, πρόξενος δὲ μᾶλλον πολλῶν κινδύνων» (Τόμος Γ’, σελ. 125).
Ἀπόδειξις τῆς ἐγκυρότητος τῆς θέσεως αὐτῆς περὶ ἀπόρριψις(της διορθώσεως) τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου,αποτελεί καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου εἰς δύο του ἔργα,εις τὴν ἱστοριαν ἥν ἔγραψε περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, ἢν ἐδημοσίευσε τῷ 1918 ἐν τῷ «Ἐκκλησιαστικῷ Κήρυκι» Ἀθηνῶν. Οὗτος εἰς τὴν Ἱστορίαν του ταύτην κάμνει λόγον περὶ τῆς καταδίκης τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ Πανορθοδόξου Συνόδου, συγκροτηθείσης ἐπὶ Ἰερεμίου τοῦ Β΄, εἰς ἥν μετέσχε καὶ ὁ πρὸς συλλογὴν ἐράνων παρεπιδημῶν ἐν Κων/πόλει Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος, ὅστις μετὰ τὴν καταδίκην τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου μετέβη εἰς Ἱεροσόλυμα. (Ἔκκλ. Ἷστορ. περὶ Ἱεροσολύμων, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, σέλ, 482)
Εἰς δὲ τὴν πραγματείαν του περὶ τοῦ ἡμερολογίου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρυσοστομος σχολιάζων τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ὄικ. Πατριάρχου Ἰερεμίου τοῦ Β΄ πρὸς τὸν πρίγκηπα τῆς Ἐνετίας Νταπόντε, λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου χαρακτηρίζει ὡς ἄριστα τὴν θέσιν, ἢν εὐθὺς κατέλαβεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπέναντι τῆς Γρηγοριανῆς τροποποιήσεως τοῦ ἡμερολογίου, θεωρειθεῖσα ἡ θέσις αὕτη διὰ τῆς ἐπιστολῆς ὡς μιὰ τῶν πολλῶν καινοτομιῶν τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, παγκόσμιον σκάνδαλον, καὶ αὐθαίρετος τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων καταπάτησις».
Προχωρῶν εἰς τὴν αὐτὴν πραγματείαν του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος,τότε Ἀρχιμανδρίτης,λέγει: «Ἔτι ἐπισημότερον ἀπεκρούσθη τὸ ἠμερολόγιν ὑπὸ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης ἐνδημούσης Συνόδου (1593) εἰς ἢν συμμετέσχον, ἐκτὸς τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Ἰερεμίου, Ἀλεξανδρείας Μελετίου τοῦ Πηγὰ ἐπέχοντος καὶ τὸν τόπον τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ ΣΤ΄, καὶ τοῦ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, καὶ Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἡ Σύνοδος ἀπέκρουσε τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον ὡς νεωτερισμόν,αντιβαίνοντα εἰς Κανόνας καὶ Διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐπίσης ὁ αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἰδοὺ τί λέγει ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, εἰς μίαν ἐκτενῆ τοῦ πραγματείαν περὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας: «Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγὰς παρεπιδημῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει πρὸς συλλογὴν ἐράνων μετέσχε τῆς ἐν ἔτει 1593 συγκροτηθείσης Συνόδου ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰερεμίου τοῦ Β΄ πρὸς ἐπικύρωσιν τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ρωσσικοῦ Πατριαρχείου, πρὸς ἀπόκρουσιν τῆς Γρηγοριανῆς μεταρρυθμίσως τοῦ ἡμερολογίου καὶ διαρρύθμισιν τοῦ ἐσωτερικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας».
Τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα ἀνεκινήθη καὶ ἐπὶ τῆς δευτέρας Πατριαρχείας τοῦ ἀοιδίμου Οἰκομενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ (1902). Οὗτος ὁ Πατριάρχης, Συνοδικὴ ἀποφάσει, ἀπετάνθη διὰ Συνοδικοῦ Γράμματος πρὸς ὅλας τα Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ζητῶν τὴν γνώμην αὐτῶν περὶ τῆς διορθώσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου. Αἱ δὲ ἀπαντήσεις ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὠσεὶ νὰ εἶχον προηγουμένην συνεννόησιν, κατέληγον εἰς τὸ αὐτὸ περίπου συμπέρασμα, τὸ ἑξῆς:
«Τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, ληφθὲν ὑπὸ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς βάσις, ἐφ’ ᾖς συνετάχθη ὁ Πασχάλιος Κανῶν, ἀπετέλεσεν ἤδη ἀφ’ ἑνὸς ἕνα τῶν ἀκρογωνιαίων λίθων, ἐφ’ ὧν ἡδράσθη ἅπαν τὸ σύστημα τῆς ταυτοχρόνου καὶ ὁμοιομόρφου Θείας λατρείας καὶ ἐκδηλώσεως τῶν ἔργων τῆς Πατρώας Πίστεως καὶ Εὐσεβείας, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἕνα τῶν συνδετικῶν κρίκων ἁπασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὥστε οὕτω Ἑορτολόγιον, Πασχάλιος Κανῶν καὶ Κυριακοδρόμιον, ἀπετέλεσαν μίαν ἅλυσον, μὴ δυναμένην νὰ συγκρατηθῇ ἐν τῇ ὁλότητι καὶ τὴ ἐννοία αὐτῆς, ὅταν εἰς κρίκος ἐκ ταύτης ἀποκοπὴ κατὰ τὴν προσφυὰ ἔκφρασιν τοῦ Ὄικ. Πατριάρχου Ἰερεμίου Β΄, εἰπόντος: "Οὐ γὰρ ὑπέρτεροι Κανόνων ἡμεῖς, δι’ ὃ πολλοὶ τῆς εὐσεβείας ἐξετράπησαν"».
Οὕτως, ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων ἀπήντησεν ὡς ἑξῆς περὶ τῆς διορθώσεως τοῦ ἡμερολογίου: «Ἐπί του περὶ μεταρρυθμίσεως δὲ τοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ κρατοῦντος Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου ἐρωτήματος τῆς Ὑμετέρας Γερασμιωτάτης Παναγιώτητος τὸν λόγον μεταφέροντες, παρατηροῦμεν πρὸ παντός, ὅτι πᾶσα περὶ μεταρρυθμίσεως τοῦ κρατοῦντος ἡμερολογίου καὶ δὴ ἐπὶ προτιμήσει του Γρηγοριανοῦ ἀπόφασις ἔσται ἐπὶ βλάβη τῆς Ὀρθοδοξίας...»
Ἡ Ἐκκλησία της Ρουμανίας ἀπήντησεν ὦ ἑξῆς: «Χωρὶς νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐπιστημόνων οἵτινες ἐμελέτησαν τὸ ζήτημα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται, ἵνα μένωμεν εἰς ἅ εὑρισκόμεθα σήμερον. Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰ Κανονικὰς Διατάξεις, ἐὰν ἠθέλωμεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ’ οὐ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῇ ἀπὸ τόσων αἰώνων. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀρχαιοτάτας Συνοδικὰς Ἀποφάσεις αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησιαστικὴν δόξαν».
Πλέον συντομωτέρα, ἀλλὰ καὶ πλέον πειστικὴ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Μαυροβουνίου ἔχουσα ὡς ἑξῆς: Ἡ μεταβολὴ τοῦ ἡμερολογίου ἐξυπονοεὶ μεταλλαγὴν τοῦ Πασχαλίου Κανόνος, τουτέστι παντὸς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος καὶ τοῦ ὑπολογισμοῦ τῆς ἐνιαυσίου περιόδου καὶ τῶν κινητῶν ἑορτῶν.
Διὰ τοῦτο, φοβούμενοι μὴ ὑποπέσωμεν εἰς κίνδυνόν τινα,τον ὁποῖον γνωρίζομεν ἐκ τῆς Ἱστορίας, εἴμεθα ταύτης τῆς ταπεινῆς γνώμης, ὅπως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τηρῶμεν τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον».
Ἐμβριθεστέρα ὅμως καὶ μείζονος σοβαρότητος καὶ προσοχῆς τυγχάνει ἡ ἀπάντησις τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ἔχουσα ὡς ἑξῆς: «Τὸ ζήτημα τῆς μεταβολῆς, ἢ καὶ τῆς μερικῆς μόνον μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἡμερολογίου οὐ μικρὸν ὠσαύτως ἀπὸ πολλοῦ ἤδη ταράττει τοὺς Ὀρθοδόξους ἐν τῇ ἡμετέρᾳ Χώρᾳ. Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἄν, ἀναμφιβόλως, διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῷ Ἐκκλησιαστικῷ βίῳ».
Ἐπίσης τὸν φωτοστέφανον ὄντως τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ὡς Ὀρθοδόξου Θεσμοῦ, καὶ ὡς ἀκαθαιρέτου προπυργίου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ Λατρείας, ἐπέθηκεν ἡ ἀπαντητικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τονίζουσα: «Τοῦτο γνώρισμα οὐσιωδέστατον τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦτο τὸ θεμέλιον τοῦ ὅλου αὐτῆς Κανονικοῦ καὶ Διοικητικοῦ οἰκοδομήματος», τὸ’’μη κινεῖν ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο, πὼς δὲ οὐκ ἀκίνδυνον διασείεσθαι καὶ διασαλεύεσθαι τὸ ἀπὸ Συνόδων Οἰκουμενικῶν καὶ ὅρων Πατέρων ἀποπηγάζον σεμνὸν καὶ ἱερώτατον σύστημα τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν, ὤν καὶ τὰ θεμέλια Ἀποστολικά, τὸ δὲ παραφυλλάσσοντας τὸ Ἰουλιανὸν Ἤμερολογιον, καὶ τὸ Ἑορτολόγιον ἡμῶν ἀμετακίνητον, ὑπερπηδῆσαι δὲ ἡμέρας τινάς, 13 ἡμέρας, ὥστε συμπίπτει τὰς μηνολογίας ἡμῶν τε καὶ τῶν τῷ ἑτέρῳ ἡμερολογίῳ κατακολουθούντων (Παπικῶν τε καὶ Προτεσταντῶν), ἀνόητον καὶ ἄσκοπον εἶναι, ἠμεις τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν ἠμερολογιον, ὡς καὶ ἡ ἐπιστήμη, παρ’ εἰδικῶν ἀνδρῶν, ἐβεβαίωσεν».
Ὅπως καταδεικνύεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς συνδέσεως αὐτοῦ τοῦ ἑορτολογίου μετὰ τοῦ πασχαλίου κανόνος , τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ἤμερολογιον χρησίμευσε ἐπὶ 20 αἰῶνας ὡς Σύμβολον τῆς ἑνιαίας βιώσεως τῆς Πίστεως, τῆς ὁμοιομόρφου ἐκδηλώσεως τῆς Θείας Λατρείας, καθὼς καὶ τῶν ἔργων τῆς πατρώας εὐσεβείας. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπέκτησε πλέον σημασίαν καὶ ἀξίαν Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, καθιερωθείσης ὑπὸ τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνοδων, καὶ κυρωθείσης ὑπὸ τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀπόφασις τοῦ ἐσχάτου αὐτοῦ συνεδρίου τοῦ 1902 τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου ἦτο:
«Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου νὰ προκύψει ἐκ κοινῆς συμφωνίας ἁπασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς ἀποφυγὴν τῆς διασπάσεως αὐτῶν». Οὕτως ἀνεγνωρίσθη καὶ ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου, ὅτι: «Τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου εἶναι γενικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, καὶ συνεπῶς ἡ τελειωτικὴ λύσις αὐτοῦ ἀνάγεται εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ ταῦτα καὶ συνωδὰ τῷ πνεύματι τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, πᾶσα ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, προβαίνουσα μονομερῶς καὶ ἄνευ τῆς συναινέσεως τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν μεταβολὴν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, ἀποσχίζει ἑαυτὴν τοῦ καθόλου κορμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ κηρύττει ἑαυτὴν σχισματικὴν ἀπέναντι τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Εἰς τὴ συνέχειαν ἀπὸ τὴν ἰδίαν βιβλιογραφικὴν πηγὴν πληροφορούμεθα ὅτι: «Εἰς τὸ συμπέρασμα τοῦτο κατέληξεν ἀληθῶς ἡ ἐξ ἀρίστων νομομαθῶν καὶ Θεολόγων Καθηγητῶν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου διορισθεῖσα ἐπιτροπὴ ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ᾖς Μέλος ἀπετέλεσε ὡς Καθηγητὴς τότε καὶ ὁ νῦν (δηλ. τότε) Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος [...]». Ἐπίσης, ἡ εἰρημένη Ἐπιτροπὴ μετὰ «βαθεῖαν μελέτην τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος» ἐγνωμοδότησεν τὰ ἑξῆς: «Ἅπασαι αἱ Ὄρθοδοξοι Ἐκκλησίαι, ἂν καὶ αὐτοκέφαλοι, εἶναι ὅμως ἡνωμέναι διὰ τῶν Δογμάτων τῆς Πίστεως καὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Συνοδικῶν Κανόνων καὶ διατάξεων. Τούτου ἕνεκα, δὲν δύναται μία ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία νὰ χωρισθῇ καὶ νὰ ἀποδεχθῇ μονομερῶς τὸ νέον ἡμερολόγιον χωρὶς νὰ καταστῇ Σχισματικὴ ἀπέναντι τῶν ἄλλων». Ἐπιπλέον ἀναφέρεται ὅτι: «Συνεπεία δὲ τοῦ συμπεράσματος τούτου, εἰς ὃ κατέληξεν ἡ συγκληθεῖσα Ἐπιτροπὴ περὶ Ἡμερολογιακοῦ Ζητήματος, ἐξεδόθη τότε, ἐπὶ Γεωργίου τοῦ Β΄, τὸ Βασιλικὸν Διάταγμα τῆς 18ης Ἰανουαρίου 1923, δι’ οὗ διὰ μὲν τὸ Κράτος ἀνεγνωρίζετο τὸ νέον ἡμερολόγιο, διὰ δὲ τὴν Ἐκκλησίαν ἐπεκυροῦτο τὸ ἀνέκαθεν κεκανονισμένον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον διὰ τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς ἱεροτελεστίας Αὐτῆς [...]».
Ἔχομεν μάλιστα καὶ τὴν προσωπικὴν ἐκτίμησιν τοῦ συγγραφέως, ὅτι: «Εἶναι ὄντως πολὺ λυπηρὸν νὰ βλέπη τις την μὲν Πολιτείαν, σεβόμενη τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἡμερολόγιον, τὴν δὲ Διοικοῦσαν Σύνοδον τοῦ Οἰκομενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος μεταβάλλουσαν τοῦτο μετὰ τόσης σπουδῆς καὶ δὴ μονομερῶς καὶ ἀντικανονικῶς, ἤτοι ἄνευ τῆς συναινέσεως τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν καὶ ἄνευ τῆς γνώμης καὶ ἀποφάσεως τῆς ὅλης Ἱεραρχίας τοῦ θρόνου συνερχομένης εἰς Σύνοδον, καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφαινομένης κατὰ τὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [...]». Καὶ ἔτι ἐπισημαίνεται ὅτι: «Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ἡμερολόγιον ἔχει σημασίαν καὶ ἀξίαν Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, τοῦτο μαρτυροῦσι καὶ αἱ προμνησθεῖσαι πανορθόδοξοι Σύνοδοι ἐν ἔτεσι 1583, 1587 καὶ 1593, συγκροτηθεῖσαι ἐπὶ Πατριαρχῶν Ἰερεμίου τοῦ Β΄, Μελετίου του Πηγά, καὶ Σωφρονίου, ἐν αἰς κατεδικάσθη τὸ Γηγοριανὸν Ἡμερολόγιον, "ὡς νεωτερισμὸς τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, ὡς παγκόσμιον σκάνδαλον, καὶ ὡς αὐθαίρετος καταπάτησις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Συνοδικῶν Κανόνων καὶ παραδόσεων"».
Πρὸς τούτοις καὶ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος τοῦ 1848 των κατ’ Ἀνατολὰς τεσσάρων Πατριαρχῶν, διακευλεύουσα, ὅπως φυλάττωμεν ἀλώβητον καὶ ἀπαραχάρακτον τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῶν 7 Οἰκομενικῶν Συνόδων, καὶ πᾶσαν τῶν Πατέρων Παράδοσιν, ἀποφαίνεται ὡς ἑξῆς: « Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας, ἢν παρελάβομεν ἄδολον παρὰ τηλικούτων ἀνδρῶν, ἀποστρεφόμενοι νεωτερισμόν, ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ Διαβόλου. Ὁ δεχόμενος νεωτερισμὸν κατελέγχει ἐλλιπῆ την κεκηρυγμένην Ὄρθοδοξον Πίστιν· ἀλλ’ αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται». (ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου 1848).
Ἀστείρευτη εἶναι ἡ Πατερικὴ Γραμματεία καὶ Θεολογία ἡ ὁποία καταδεικνύει τὸ ἀμετάθετον τοῦ Ἔκκλησιαστικου Ἑορτολογίου καὶ τὴν καταδίκην ὁποιασδήποτε μεταρρυθμίσεως εἴτε εἰς τὸ Ἑορτολόγιον εἴτε εἰς τὸ Πασχαλιον ἀπό την, σχεδόν, δυσχιλιετὴ Παραδοσιν της Ὀρθόδοξου Ἔκκλησιας. Διὰ τούτο πολύ ὀρθῶς ἔγραψεν ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰερεμίας ὁ Β΄ πρὸς τοὺς διαμαρτυρομένους θεολόγους της Τυβίγγης: «[...] Ἤδη ἐκ τῶν θείων γραφῶν τὴν ὀρθοδοξίαν ἐπιγνόντες, προσέλθετε ἐν αὐτῇ ὁλοψύχως, πᾶσαν καινοτομία ἄτοπον, ἢν ὁ χορὸς τῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καὶ ἡ Ἐκκλησία οὗ παρεδέξατο, μακρὰν πόρρω ἀφ’ ὑμῶν ἀπορρίψαντες» (Τόμ.Β’σελ 246).
Ἡ ἀποδοχή, ἑπομένως, τοῦ νεωτερισμοῦ ἀποτελεῖ, κατὰ τὰ προειρημένα, ζήτημα Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ Ὁμολογίας. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἑορτολογίου, ὑπὸ τοῦ ποιμνίου, θὰ ἐδημιούργει ἄμεσον κίνδυνον ψυχικοῦ θανάτου, διότι, δι’ αὐτοῦ, προέκυπτε ζήτημα παρακοῆς εἰς τὰς Θείας Ἐντολάς, εἰς τὰ Ἀποστολικὰ Παραγγέλματα, εἰς τὰς Πατερικὰς Διατάξεις καὶ εἰς τὴν ὁμόφωνον ἀπόφανσιν ὁλοκλήρου τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου ὁ εὐσεβὴς καὶ θρησκεύων λαὸς τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν ἐνσυνείδητο Κλῆρο, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐπαράτου μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἑορτολογίου,διατρανώνει τὸν Ἱστορικὸν λόγον «μᾶς ἐφράγγεψαν» καὶ ὁμολογοῦσαν ὅτι, ὁ ἐπείσακτος οὗτος νεωτερισμὸς τοῦ Νέου Ἑορτολογίου, δὲν εἶναι ζήτημα ἁπλῶς 13ων ἡμερῶν, καθώς, πλανῶντες τὸν λαόν, ἐκήρυττον οἱ ἐκασταχοῦ Ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καταχθόνιος ἐνέργεια τῶν σκοτεινῶν καὶ δυτικόφερτων οἰκουμενιστῶν, ἐναντίον της Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀσέβεια πρὸς τὴν χορείαν τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων.
Ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τὴν δεύτερη ἑνότητα ὅπου καταδεικνύεται πὼς αὐτὴ αὕτη ἡ Πίστις βιώθηκε ἀπὸ τοὺς Ὁμολογητὰς Πατέρες μας κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωρῶ πρέπον νὰ τονίσω ὅτι διὰ ἕναν ὁλόκληρο αἰῶνα εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χωρο,εις κάθε Μητρόπολη,εις κάθε γωνιὰ Ἑλληνικῆς γῆς ἀναδεικνύονταν ὁμολογηται πατέρες μὲ ἦθος καὶ πατερικὴ συνείδηση. Πρὸς τί, λοιπόν, ἡ ἀνάγκη νὰ τρέχομε, νὰ ψάχνομε, νὰ εὕρομε συγχρόνους ἁγίους, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δίκην ἐργοστασιακῆς παραγωγῆς, καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε Μητρόπολη, προσπαθοῦν νὰ βγάλουν καὶ νὰ δημιουργήσουν; Ποῖος ὁ λόγος; ἐπαναλαμβάνω. Ἐὰν ἀναζητοῦμεν μὲ πόθο ἀληθινοὺς ἁγίους, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ἔχομε τοὺς Πατέρας καὶ Ἀγωνιστάς μας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ 100 χρόνια ἀναλώθησαν εἰς τὸν βωμὸ τῆς Πατερικῆς Παράδοσις καὶ ἀσκητικῆς βιωτῆς, χωρὶς νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ ὑπολογίζουν οὔτε τὴν εἰρωνεία καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου,ούτε τὶς φοβερὲς καὶ ἀδυσώπητες διώξεις ἐκ μέρους τῆς πολιτείας,η ὁποία εὐρισκεται εἰς ἀπόλυτον ταύτισην καὶ συμπόρευσην μὲ τὴν κοσμικήν -κρατοῦσαν ἐκκλησίαν.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἑορτολογίου, ὅταν εἶδαν οἱ κρατοῦντες καὶ μεγαλόσχημοι κληρικοὶ ὅτι ἕνα μεγάλο καὶ σεβαστὸ μέρος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, δὲν ὑπέκυψαν οὔτε ὑποτάχθηκαν εἰς τὰ παραγγέλματα τῆς νέας ἐποχῆς, ζήτησαν ἄμεση ἐπέμβαση καὶ παρέμβαση τῆς πολιτείας, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε μὲ ἀπηνεῖς διωγμούς, μὲ διώξεις, ἐξορίες, φυλακίσεις τῶν κληρικῶν καὶ ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ καταπάτηση ἀμέτρητων ἐκκλησιῶν, μονῶν,οι ὁποῖες ἀνηκαν εἰς τοὺς ἐμμένοντας εἰς τὰ πατροπαράδοτα θέσμια.
Ἔτσι, μὲ τὴν ἐπιβολὴν αὐτῆς ταύτης τῆς μεταρρυθμίσεως ἔχουμε καὶ τοὺς πρώτους ἀγωνιστὰς καὶ μάρτυρας τῆς Ἑορτολογικῆς Παραδόσεως. Ἐπιλήψη μου ὁ χρόνος ὥστε νὰ διηγηθῶ ὅσα καταγράφονται εἰς τὰς ἀμετρήτους σελίδας ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἑορτολογίου, διὰ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐκράτησαν τὴν Ὁμολογία Πίστεως, στηρίζοντες καὶ ὑπηρετοῦντες τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὶς κοσμοσωτήριες ἑορτὲς καὶ ἐν γένει εἰς τὴν μυστηριακὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιγραμματικὰ θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ κάποιους ἀγωνιστὲς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν Ὁμολογία Πίστεως, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τί κόστος θὰ εἶχε αὐτὴ ἡ ὁμολογία διὰ τὴν θέσιν των ὡς κληρικῶν τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ἀναφερόμεθα εἰς τὰς ἱερὰς μορφὰς ἀγωνιστῶν τῆς μαρτυρικῆς μας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν μέχρι ἐσχάτων εἰς τὰ πατρῶα θέσμια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὥστε νὰ ἠμποροῦν νὰ ἀναφωνοῦν μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήτηκα» (Β’ Τιμή. δ’17) καὶ νὰ ἀποτελέσουν δι ἠμας ὁδοδεῖκτες, πυξίδες καὶ λαμπερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς.
Ἐπιγραμματικὰ θὰ ἀναφερθοῦμε, καὶ μὲ «τυχαῖα» θὰ ἔλεγα σειρά, εἰς τὰς περιοχας ὅπου, τὴν περίοδο τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἑορτολογίου, ἔδρασαν οἱ Ὁμολογηταὶ Πατέρες. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ π. Χαράλαμπος Σταματάκης (1895-1972). Οὗτος ἀνήκει εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς τῆς μαρτυρικῆς Κρήτης, ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονή του Κουδουμά. Ἡ Μονὴ αὐτὴ μοναδική, τότε εἰς τὴν Κρήτην, καὶ φημισμένη διὰ τοὺς σπουδαίους κτήτορες,, δὲν ἐδέχθη τὴ μεταρρύθμιση τοῦ ἑορτολογίου ἀλλὰ παρέμεινε πιστὴ εἰς τὸ Πατροπαράδοτον Ἑορτολόγιον, μὲ ἐντολὴν τῶν κτητόρων αὐτῆς, π. Εὐμενίου καὶ π. Παρθενίου. Ὁ π. Παρθένιος, πρὸ τοῦ θανάτου του, εἶπε τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια: «Μιὰ αἵρεση θὰ ἔλθει στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ σεῖς μὴν τὴν δεχθεῖτε». Αὐτὸς ὁ λόγος,ο ὁποῖος ἔμεινε εἰς τὰς ψυχας τῶν πιστῶν, στήριξε τότε ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ μὴ δεχθεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ Νέον Ἑορτολόγιον.
Ὅ π. Χαράλαμπος, συνεχιστὴς τῶν Παραδόσεων τῶν Ἁγίων Πατέρων, δὲν ἐδέχθη τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Ἑορτολογίου καὶ ἀντέδρασε σθεναρῶς, σὲ σημεῖο ὥστε ὁ τότε Ἐπίσκοπος Βασίλειος, διώκτης τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου , τὸν ἐκάλεσεν καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τοῦ ἐπιβάλει κυρώσεις.. Καὶ τὸ ἔπραξε ἀφοῦ ἔσυρε αὐτὸν πολλὲς φορὲς εἰς τὸ αὐτόφωρο. Ὁ ἐξαιρετικὸς ἱερέας ἀγωνιστὴς ἐδέχθη χειροπέδας εἰς τοὺς καρπούς του, ὡς ληστής. Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ποιμαντορίας τοῦ ἑπομένου Μητροπολίτη Ἀρκαδίας Εὐγενίου, κατὰ πολὺ περισσότερον σκληροῦ καὶ ἀδυσώπητου, ὁδηγήθηκε πάμπολλες φορές, –μὲ ἐντολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐπισκόπου– δέσμιος διὰ τῆς χωροφυλακῆς, στὸ ἐπισκοπεῖο ὅπου τοῦ ἐπέβαλε ἀργίας,απομάκρυνσιν ἀπὸ κάθε ἱεροπραξία καὶ δίκην δικαστοῦ Ἱερᾶς Ἐξετάσεως τοῦ ἀφαίρεσε τὸ δικαίωμα νὰ διαμένει εἰς τὸ κελί του, καὶ τὸν ἐξόρισε μακρὰν τοῦ τόπου του καὶ τοῦ ποιμνίου του. Ὁ πιστὸς ἱερέας προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτελεῖ τὰ ἱερά του καθήκοντα στὴν ἐξορία καὶ νὰ ἱερουργεῖ κρυφὰ σὲ ἐξωκλήσια, ὥστε νὰ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἔνθεο ποίμνιό του. Ἀγωνιστὴς καὶ μαχόμενος διὰ τὴν Πίστιν του, ὑπέμενε τὸ μῖσος τοῦ σχισματικοῦ Ἐπισκόπου μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του,το ὁποῖο ἦτο μαρτυρικό, καταφρονημένος ὡς ἐγκληματίας ἐπειδὴ δὲ ἐδέχθη τὸ αἱρετικὸν Παπικὸν Ἑορτολόγιον.
Εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ εἰς τὴν εὐρυτέραν περιοχὴ τῆς Ἀττικῆς ἔχουμε πολλὲς καὶ μεγάλες μορφὲς ἀγωνιστῶν ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτυρικὰ χρόνια τῶν διωγμῶν – περίπου μέχρι τὸ 1962, ὅταν φαινομενικὰ σταμάτησαν οἱ διωγμοί. Ἁγιασμένες μορφὲς ἀναλώθηκαν διὰ νὰ βοηθήσουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀντέξει τὴν λαίλαπα τῆς παπικῆς «μεταρρύθμισης». Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο ο Άγιος Ιερώνυμος Αιγίνης μέ Αγιοπατερική και Εκκλησιαστική συνείδηση,όπου προσφέρθηκε και θυσιάστηκε στην πνευματική διακονία και καθοδήγηση του Γνησίου και Ορθοδόξου ποιμνίου της Αιγίνης της Αττικης και όπου η Εκκλησία τόν καλουσε.Επίσης,μία μεγάλη μορφή του ιερου ημων αγωνος ητο ὁ π. Εὐγένιος Λεμονής, ὁμολογητὴς καὶ ἀγωνιστὴς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἁγία μορφή, μὲ τεράστιο ποιμαντικὸ ἔργο, συγκράτησε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος. Προστάτευσε τὸ ποίμνιο τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν ἐπάρατον ἀλλαγὴν τοῦ Ἑορτολογίου, ἀναλωθεῖς εἰς τὴν Μυστηριακὴν λατρείαν καὶ εἰς τὴν Ποιμαντικὴν διακονίαν τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, εἴτε διωκόμενος, εἴτε βασανιζόμενος δι’ αὐτήν, πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ χειμαζομένου λαοῦ.
Ἂς μὴν λησμονοῦμε τοὺς τρεῖς μεγάλους ἀγωνιστάς, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν τὴν διαποίμανση τοῦ χειμαζομένου λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς διώκτας τῆς Κρατικῆς Ἐκκλησίας καὶ Ἐξουσίας. Τὸν Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον,, τὸν Ζακύνθου Χρυσόστομον καὶ τὸν Γερμανὸν Δημητριάδος,οι ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν σθεναρῶς κατὰ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἑορτολογίου. Προσπάθησαν ἐπὶ μιὰ δεκαετίαν διὰ τὴν ἐπαναφορᾶν τοῦ ἑορτολογίου , μὲ ἀποστολὴ ἐπιστολῶν, ἐγκυκλίων, καὶ διατριβῶν, πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ὥσπου εἶδαν τὸ ἀμετακίνητον ἀπὸ τὴν γραμμὴν τῶν «μεταρρυθμιστῶν» καὶ ἀνέλαβαν τὴν διαποίμανση τοῦ Γνησίου Ὀρθοδόξου κλήρου καὶ λαοῦ. Αὐτὴ ἡ μαχητικὴ καὶ δυναμικὴ ἐνέργεια κατετάραξε τοὺς «μεταρρυθμιστὰς» καὶ εὐθὺς ἀμέσως διὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν καὶ ἄλλες μετακινήσεις-διαρροὲς Ἱεραρχῶν εἰς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου, ἀντιμετώπισαν τοὺς Ἱεράρχες τῆς διωκομένης Ἐκκλησίας μας μὲ δικαστήρια καὶ ἐξορίες, μὲ ἐξευτελισμοὺς καὶ συκοφαντίες, μὲ δεσμεύσεις καὶ σωματικοὺς περιορισμούς, καταστάσεις, ποὺ παρέπεμπαν σὲ ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἐδιώκετο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, μὲ τὴν συμβολὴ τῆς Κρατικῆς Ἐξουσίας. Τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ οἱ «μεταρρυθμισταὶ» Ἐπίσκοποι μὲ ἐντολὴν τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Μὲ τὴν συμβολὴ τῆς Ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως τοῦ Πλαστήρα προέβησαν εἰς ἐνέργειας δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ τύπου ἐξοριῶν καὶ φυλακίσεων. Εἰς τον Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον ἐπεβλήθη, πότε περιορισμὸς εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης καὶ πότε ἐγκλωβισμὸς εἰς τὸ ὑπόγειον, ὡς φυλακή, τοῦ οἴκου του. Τὰς ἴδιας φυλακίσεις καὶ δεσμεύσεις ἀντιμετώπισεν καὶ ὁ Γερμανὸς Δημητριάδος, τὸ αὐτὸ ἠκολούθησαν ὡς τακτικὴ καὶ εἰς τὸν Ζακύνθου Χρυσόστομο. Ὅλα αὐτὰ διὰ νὰ ὑποκύψουν εἰς τὰς ἀπειλας τῶν «μεταρρυθμιστῶν», δίκην Ἱερὰς Ἐξετάσεως. Τὴν ἀπάντησιν εἰς ὅλα αὐτὰ ἔδωκεν ὁ Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, μὲ στεντορεία τὴ φωνή: «Ἐὰν ὅλοι γύριζαν εἰς τὸ ἐπάρατο Νέον Ἑορτολόγιον καὶ ἔμεινε ἕνας μὲ τὸ Πάτριον, αὐτὸς ὁ ἕνας θὰ ἤμουν Ἐγώ». Λόγος βαθύτατα θεολογικός, ἑνὸς συνειδητοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε τὸν λαὸν καὶ δὲν ἀρνήθηκε τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ ἔδωσε ὅταν ἐλάμβανε τὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου.
Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν Μητρόπολη ἡμῶν, Φθιώτιδος καὶ Θαυμακοῦ, θὰ ἦτο παράληψις νὰ μὴν ἀναφερθῶ, ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς, εἰς ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἔγιναν φωτεινοὶ φάροι διὰ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φθιώτιδος, εἰς τὰ δύσκολα χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς δεκαετίας τοῦ 1950. Ὅπως εἶναι ὁ π. Εὐσέβιος Καραγιῶργος καὶ ὁ π. Γεώργιος Παπαναγιώτου (ὁ πάππος μου, δηλαδή, ὁ πατέρας τῆς μητέρας μου). Ὁ π. Εὐσέβιος κτήτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Θερμοπυλῶν, ἦτο καὶ ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Στυλίδος. Κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο τῶν σκληρῶν διωγμῶν, προσήχθη πολλάκις δέσμιος εἰς τὰ Κρατητήρια τῆς Λαμίας, μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι «λειτουργεῖ μὲ τὸ Πάτριον Ἑορτολόγιον», Αὐτός, ἦτο καὶ ὁ λόγος τοῦ ἐπαναλαμβανομένου ἀποσχηματισμοῦ του, μαζὶ μὲ τὴν διαπόμπευση τοῦ εἰς τὴν κεντρικῆς πλατεῖα τῆς Πόλεως τῆς Λαμίας, καθὼς καὶ τὴν ἐπανειλημμένη καὶ βίαια ἀποβολή των γενίων του, (τὸν ἐξύρισαν δηλαδή ).
Ὁ δὲ π. Γεώργιος Παπαναγιώτου ἐξυπηρέτησε, σχεδόν, ὅλα τὰ Παραρτήματα τῆς Φθιώτιδος καὶ κυρίως τὸ χωρίον ἀπ’ ὅπου κατήγετο, τὰ Πουγκάκια. Μετακινεῖτο συνεχῶς, ἀνάλογα μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀνάγκες, εἰς τὴ Λαμία, εἰς τὴ Βίτωλη, εἰς τὸν Δομοκὸ ὅπου ἔμεινε καὶ κάποια χρόνια καὶ τέλος εἰς τὴ Στυλίδα, ὅπου παρέμεινε 17 χρόνια. Ἐπὶ 40 ὁλόκληρα χρόνια διηκόνησε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Φθιώτιδος. Τὴν περίοδο τῶν ἀμείλικτων καὶ ἀπηνῶν διωγμῶν δοκιμάστηκε σκληρά, πολύτεκνος οἰκογενειάρχης ὤν. Δέχθηκε καὶ ὑπέστη 17 δικαστήρια μὲ αἰτιολογία ὅτι δὲν μνημόνευε τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτην τῆς Νεοημερολογίτικης Ἐκκλησίας. Πάμπολες φορές, μὲ ἐντολὴ τοῦ Νεημερολογίτου Δεσπότου, καὶ ὑπακοὴ τῆς Ἀστυνομικῆς Ἀρχῆς, τὸν ὁδηγοῦσαν μὲ χειροπέδες στὰ κρατητήρια τῆς Λαμίας. Τρεῖς φορὲς ξερίζωσαν βιαίως, ὄχι μόνο τὰ γένια του ἀλλὰ καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του.(έχω ἀκούσει μαρτυρίες,από τὴν γιαγιά μου καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα μου,ότι τοῦ ξερίζωσαν τὰ γένια βίαια.Η γιαγιά μου,μάλιστα,του ἔβαζε ἐπιθέματα,δεν θυμᾶμαι μὲ τί,για ν’απαλύνει τὶς πληγές του).Με εἰρωνεία καὶ γέλωτες, τοῦ ἀφήρεσαν διὰ διαπόμπευση πολλὲς φορὲς τὰ ράσα, σὲ ἐποχὴ καὶ σὲ περιοχή, ὅπου δὲν ὑπῆρχε ἡ δυνατότης νὰ βρεθοῦν ἄλλα ράσα, καὶ χωρίς, ἐννοεῖται, νὰ τοῦ τὸ ἐπιτρέπουν. Τὸν ἔσυραν 3 φορές, εἰς τὶς πλατεῖες τῆς πόλεως Λαμίας,με ἐντολὴ τοῦ Μητροπολίτου, καὶ διώκτου τῶν Γνησίων Χριστιανῶν, Ἀμβροσίου μὲ Ἀστυνομικὴ παρουσία, ὥστε νὰ τὸν γελοιοποιήσουν. Ἔκαναν καὶ πολλὰ ἄλλα. Ἡ μητέρα μου διηγεῖται πὼς ὅταν τὸν ξύρισαν γιὰ πρώτη φορὰ καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες ἐπέστρεψε στὸ χωριὸ χωρὶς ράσα, ξυρισμένος καὶ ταλαιπωρημένος.Στην ἀρχὴ δὲν τὸν γνώρισε καὶ ἐνόμισε ὅτι ἦταν ζητιάνος. Ἀργότερα, ὅταν τὰ παιδιά τον καταλάβαν, προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ἐξηγήσει μὲ λόγια ἁπλᾶ, σὰν πολὺ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν, γιατί ὑπέστη αὐτὴν τὴ δοκιμασία καὶ τὸν ἐξευτελισμό.
Θυμᾶμαι τὴν γιαγιά μου, πρεσβυτέρα καὶ κατόπιν μοναχὴ Ἐπιστήμη νὰ λέγει: «Ὅταν πῆγαν οἱ Ἀστυνομικὲς Ἀρχές, γιὰ τρίτη φορά, νὰ τὸν συλλάβουν στὸ σπίτι ποὺ ἦτο στὸ χωριὸ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν Λαμία του εἶπε: «Παπᾶ μου, μὴν ἀρνηθεὶς τὴν Πίστη σου καὶ τὸ Πάτριον Ἑορτολόγιον. Ἂς σοῦ κόψουν τὰ γένια, ἂς σοῦ κόψουν καὶ τὰ μαλλιά, αὐτὰ πάλι θὰ γίνουν. Τὴν πίστη σου μὴν ἀλλάξεις καὶ μὴν σκέφτεσαι ὅτι ἔχεις 6 μικρὰ παιδιὰ· καὶ νὰ μαρτυρήσεις ἐγὼ θὰ τὰ μεγαλώσω μὲ τὴν χάρη τῆς Παναγίας μας». Ὅταν ὅλα αὐτὰ κόπασαν, ὁ παπποῦς μοῦ π. Γεώργιος, μοῦ ἔλεγε μὲ βαθειὰ κατάνυξη: «Ἐννοεῖται πὼς ἤμουν ἀποφασισμένος καὶ τὴν ζωήν μου νὰ δώσω γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως μας, ἀλλὰ θυμᾶμαι πόσο πολὺ μὲ στήριξαν τὰ λόγια της γιαγιά σου, τῆς παπαδιᾶς, ὥστε νὰ μὴν σκέφτομαι καὶ ἀγωνιῶ γιὰ τὰ παιδιά».
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα γιὰ τοὺς πατέρες της δοκιμασθείσης Μητροπόλεώς μας. Γνωρίζω ἐπίσης ὅτι, ὅπως ἐδῶ, εἰς τὴν ἐγγὺς περιοχή, ἔτσι καὶ εἰς τὴν εὐρύτερη κάθε ἄλλη Μητρόπολιν εἶχε Ὁμολογητὰς καὶ Μάρτυρας Πίστεως ἐκείνην τὴν περίοδον. Ἀλλὰ ἐπιλήψη μοὶ ὁ χρόνος τὴν διήγησιν διὰ κάθε ἕναν ξεχωριστά. Μὲ ἕναν λόγον αὐτοὶ εἶναι οἱ φάροι καὶ οἱ πυξίδες διὰ ὅλους ἡμᾶς εἰς τὴν θεσμοθετημένην, ἀπὸ τοὺς Πατέρας, κατεύθυνσιν τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεώς μας καὶ εἰς τὴν πορείαν τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας ἡμῶν.
Εἰς τὸ τρίτον καὶ καταληκτικὸν μέρος αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως,της σχετικῆς μὲ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν κατὰ τῆς ἐπάρατης ἀλλαγῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου,διατυπώνονται εὔλογα ἐρωτήματα δι ἠμας τοὺς κληρικοὺς καὶ τὸν πιστὸ λαό:«Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; πῶς ἡμεῖς θὰ συνεχίσωμε τὸν ἴδιον Ὁμολογιακὸν Ἀγῶνα, χωρὶς αὐτὴ ἡ ὁμολογία μας νὰ εἶναι περιτετμημένη στὰ μέτρα καὶ στὰ σταθμὰ πού, ἐν μέρει, μᾶς ἐξυπηρετοῦν; Διὰ νὰ μὴ συμβεῖ αὐτὸ πρέπει νὰ κατανοήσομεν καὶ νὰ διαφυλάξομεν ὅσα μᾶς παρέδωσαν οἱ Ὁμολογητές μας ὡς παρακαταθήκη, ὥστε νὰ συνεχίσομε τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι ἠκολούθησαν, ἀκριβῶς ὅπως τὴν ἐχάραξαν οἱ Θεοφόροι Πατέρες μας. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ζωή τους, ἡ ὁποία ἦτο ὁδοδείκτης τῆς Ἀληθοῦς ἐν Χριστῷ Πίστεως καὶ Ἠθικῆς, μᾶς ἐμπιστεύτηκαν καὶ γραπτὰ κείμενα, συνοδικὰς ἐγκυκλίους κυρίως. Καὶ μάλιστα, ἀπὸ τὴν ἐποχὴν διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἀπὸ τοὺς πρώτους Ὁμολογητὰς Ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὸ σθένος νὰ ὑψώσουν τὸ Ὀρθόδοξο Ἀρχιερατικό τους ἀνάστημα χάριν Ὁμολογίας, ἔναντι μιᾶς Ἱεραρχίας ἡ ὁποία ἐβάδιζε ὁλοταχῶς νὰ συνταχθεῖ μὲ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν οἰκουμενιστικῶν βημάτων τῆς ἐπάρατης ἐγκυκλίου τοῦ 1920, καθὼς καὶ μίας Πολιτείας ἀδίστακτης ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐπίτευξιν τῶν καταχθονίων στόχων τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνέλαβον τὴν διαποίμανση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., οἱ Ὁμολογητὲς Ἱεράρχες ἐπιμελήθηκαν γραφας καὶ ἐγκυκλίους, ὥστε νὰ ἐνημερωθεῖ ὁ χριστεπώνυμος κλῆρος καὶ λαὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖον προκάλεσε ἡ κατάπτυστη Κρατικὴ Ἐκκλησία καὶ πολιτικὴ Ἐξουσία μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἑορτολογίου εἰς τοὺς κόλπους τῆς ἡνωμένης κάποτε Ἐκκλησίας. Κατάφεραν νὰ διασαλπίσουν,ότι αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δὲν ἦταν παρωνυχὶς ἀλλὰ καταπάτησις τῆς αἰωνίας Παραδόσεως τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ἐπι πλεον νὰ συντονίσουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ κατάστασις, εἴτε τὴν κατὰ μέτωπο πολεμική,είτε μὲ τὴν χρῆσιν Δουρείου Ἵππου ἔναντι τῆς Κρατούσας Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, λοιπόν, σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην συνεδρίασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπὸ τῶν Τριῶν Ἡγετῶν τῆς μαρτυρικῆς μας Ἐκκλησίας (τοῦ Πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ καὶ τοῦ Ζακύνθου Χρυσοστόμου) διακηρύσσεται ἡ διακοπὴ κάθε πνευματικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνία μετ’ αὐτῆς καὶ τονίζονται οἱ λόγοι διὰ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος τῆς Πατερικῆς Παράδοσης.
Αὐτὴ ἡ διακοπὴ σχέσεων τῶν ὑπὸ ὀρθοδόξου συνειδήσεως διαποτισμένων Χριστιανῶν μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς Κρατούσης Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ δημοσιοποίησις τῶν λόγων διὰ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀποκήρυξις, ἀποτελοῦν τὸν φαεινὸ ὁδοδείκτη διὰ τὴν διαχρονικὴ πορεία τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.,καθόσον, ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως καὶ ὁμολογίαν, ὄχι μόνο πρὸς τὴν Σχισματικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ πρὸς κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό.
Κλείνοντας τὴν εἰσήγησιν παραθέτομεν ὅσα ὁμολόγησαν χωρὶς φόβο καὶ κόστος οἱ ὁμολογηταὶ Ἱεράρχες πρὸς τὴν Διοικοῦσαν Σύνοδον:
Ἡ ΑΠΟΚΗΡΥΞΙΣ
(Διὰ Δικαστικοῦ ἐπιμελητοῦ)
«Πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἶναι γνωστὸν εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἑλλάδος ὅτι ἀνέκαθεν ἐτάχθημεν ἀντιμέτωποι πρὸς τὴν γνώμην Αὐτῆς, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσαρμογὴν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου πρὸς τὸ Πολιτικόν.
Δι’ ὃ καὶ καθῆκον συνειδήσεως ἐκπληροῦντες καὶ ὑπὸ τοῦ πόνου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων Χριστιανῶν ἐν τῷ ἐδάφει τῆς ἡμερολογιακῆς καὶ Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἀγόμενοι, προαγόμεθα νὰ φέρωμεν εἰς γνῶσιν τῆς Διοικούσης Ἱερᾶς Συνόδου τὰ ἀκόλουθα:
Ἐπειδὴ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος τὴ ἐμπνεύσει καὶ προτάσει τοῦ Μακαριωτάτου Προέδρου εἰσήγαγε μονομερῶς καὶ ἀντικανονικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον παρὰ τὰ θέσμια. Ἐπειδὴ ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐφαρμόσασα μονομερῶς τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον, ὅσον καὶ ἂν διατείνεται ὅτι ἀφῆκεν ἄθικτον τὸν Πασχάλιον Κανόνα, ἑορτάζουσα καὶ αὐτὴ τὸ Πάσχα κατὰ τὸ παλαιόν, δὲν ἀπέφυγεν ὅμως ἐμμέσως καὶ τὴν παράβασιν αὐτοῦ διὰ τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ Ἑορτολογίου καὶ τοῦ ἐνιαυσίου κύκλου του Κυριακοδρομίου, μεθ’ ὧν ἀναποσπάστως συνδέεται ὁ ὑπὸ τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθιερωθεῖς Πασχάλιος Κανῶν.
Ἐπειδὴ ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διασπάσασα διὰ τῆς μονομεροῦς καὶ ἀντικανονικῆς εἰσαγωγῆς καὶ ἐν τῇ Θείᾳ λατρείᾳ τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου τὴν ἑνότητα τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας, καὶ διαιρέσασα τοὺς Χριστιανοὺς εἰς δύο ἀντιθέτους ἡμερολογιακὰς μερίδας, ἔθιξεν ἐμμέσως καὶ τὸ δόγμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Ἐπειδὴ ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄνευ σπουδαίων ἐκκλησιαστικῶν λόγων, ἐφαρμόσασα μονομερῶς καὶ ἀντικανονικῶς τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον, ἐγένετο αἰτία σκανδάλου τῶν Χριστιανῶν καὶ θρησκευτικῆς διαιρέσεως καὶ ἀντεγκλήσεων μεταξὺ αὐτῶν, ἀποβαλόντων ἐξ αἰτίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου τὴν ὁμοφωνίαν ἐν τῇ πίστει καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην, καὶ ἠθικὴν ἀλληλεγγύην ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους σχέσει καὶ ἀνατροφή.
Ἐπειδή, τέλος, δι’ ὅλους τοὺς ἀνωτέρω λόγους ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέσχισε καὶ ἀπετείχισεν ἑαυτὴν κατὰ τὸ πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ καθόλου κορμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκήρυξεν κατ’ οὐσίαν ἑαυτὴν Σχισματικήν, καθ’ ἅ ἀπεφάνθη καὶ ἡ πρὸς μελέτην τοῦ ἠμερολιακοῦ ζητήματος ὁρισθεῖσα ἐξ εἰδικῶν Νομομαθῶν καὶ Θεολόγων Καθηγητῶν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου Ἐπιτροπή, ᾖς μέλος ἀπετέλει καὶ ὁ Μακαριώτατος, ὡς Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου.
Διὰ ταῦτα ὑποβάλλοντες εἰς τὴν Διοικοῦσαν Σύνοδον τὴν ἐπισυνημμένην διαμαρτυρίαν ἡμῶν, δηλοῦμεν, ὅτι κόπτομεν τοῦ λοιποῦ πᾶσαν σχέσιν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ὡς ἐμμενούσης εἰς τὴν ἡμερολογιακὴ καινοτομίαν καὶ ἀναλαμβάνομεν τὴν πνευματικὴν ἡγεσίαν καὶ ποιμαντορίαν τοῦ ἀποκηρύξαντος τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν ἐκ πολυαρίθμων Κοινοτήτων συγκειμένου Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, τοῦ ἐμμένοντος πιστοῦ εἰς τὸ Πάτριον καὶ Ὀρθόδοξον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον.
Ταῦτα φέροντες εἰς γνῶσιν τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας, διὰ χρηστῆς ἔχομεν ἐλπίδος ὅτι αὕτη, συναισθανομένη τὴν μεγίστην εὐθύνην, ἥν ὑπέχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους, ὅπερ διήρεσεν εἰς δύο ἀντιθέτους θρησκευτικὰς μερίδας, θὰ ἀναθεωρήση τὴν σχετικὴν ἀπόφασίν της περὶ τοῦ ἡμερολογίου τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀγαθυνθὴ νὰ ἐπαναφέρει τὸ Ὀρθόδοξον καὶ Πάτριον Ἐκκλησιαστικὸν Ἑορτολόγιον, διατηρουμένου διὰ τὴν πολιτείαν τοῦ Νέου Ἡμερολογίου πρὸς ἀναστήλωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰρήνευσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους, διατελοῦμεν.
+ Ὁ Δημητριάδος ΓΕΡΜΑΝΟΣ
+ Ὁ πρώην Φλωρίνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
+ Ὁ Ζακύνθου ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Τὸ ἴδιον ἔτος ἐνημερώνεται τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διὰ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κρατήσει κλῆρος καὶ λαὸς ἔναντι τῆς καινοτόμου Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἐπισήμανσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς (ἀπαράδεκτης καὶ διασπαστικῆς) «καινοτομίας» τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἑορτολογίου κατέστη ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ.
Τὸ ἴδιον ἐπαναλαμβάνεται καὶ εἰς τὶς 26/9/1950 ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπευθυνομένης πρὸς τὸν ἱερὸν κλῆρον τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., μὲ πρόεδρον τὸν Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον καὶ μέλη τὸν Κυκλάδων Γερμανόν, τὸν Χριστιανουπόλεως ΧριστοφόροΝ καὶ τὸν Διαυλείας Πολύκαρπον.. Αὐτὴ ἡ ἐγκύκλιος ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς πρὸς τοὺς κληρικούς,ώστε νὰ γνωρίζουμε πὼς πρέπει νὰ δεχόμεθα τοὺς προσερχομένους ἀπὸ τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον.
Ἐν Ἀθήναις τὴ 26/9/1950 Μαΐου 1950
Αρ. Ἔγκ. 13
Πρός
Τοὺς Εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς της καθ’ ἡμᾶς
Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
Χάρις ὑμῖν καὶ Εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ παρ’ ἡμῶν δέ
εὐχὴ καὶ Εὐλογία.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν πληροφορίας καθ’ ἂς τινὲς τῶν εὐλαβεστάτων Ἱερέων ἡμῶν ἀμελοῦσι τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν καθηκόντων αὐτῶν βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς ὑφ’ ἡμῶν δοθείσης ὁμολογίας κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος 1935, προαγόμεθα ὅπως ὑπομνήσομεν πᾶσιν τὰ ἀκόλουθα:
Κατὰ τὸ ἔτος 1935 ἐκηρύξαμεν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗΝ, ἐπαναλαμβάνομεν καὶ αὔθις την τοιούτην διακήρυξιν καὶ κατὰ συνέπειαν ἐντελλόμεθα τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ Α΄ Κανόνος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, δεδομένου ὅτι ὑπὸ τῶν Νεοημερολογιτῶν τελούμενα μυστήρια, ὡς ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ὄντων τούτων, στεροῦνται τῆς Ἁγιαστικῆς Χάριτος.
Ὠσαύτως, οὐδένα Νεοημερολογίτην δέον νὰ δέχεσθε εἰς τοὺς κόλπους της καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας καὶ κατὰ συνέπειαν ἐξυπηρετεῖτε τοῦτον ἄνευ προηγουμένης ὁμολογίας δι’ ᾖς νὰ καταδικάζη οὗτος τὴν καινοτομίαν τῶν Νεοημερλολογιτῶν καὶ νὰ κηρύσσει τὴν Ἐκκλησίαν τούτων ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗΝ προκειμένου περὶ βαπτισθέντων ὑπὸ τῶν καινοτόμων νὰ Μυρόνονται διὰ διὰ Ἁγίου Μύρου ὀρθοδόξου προελεύσεως, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἐν ἀφθονίᾳ παρ’ ἡμῖν.
Πάντες δὲ ἡμεῖς δέον νὰ φυλάσσωμεν τὴν ὑφ’ ἡμῶν δοθεῖσαν ὁμολογίαν ἐν ἔτει 1935 ἀκαιρέαν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐπικαλούμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ διὰ πᾶσαν παρέκλισιν.
Στῶμεν ὅθεν καλῶς. Μετ’ εὐχῶν διαπύρων
Μετ’ εὐχῶν διαπύρων
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος
Ὁ Πρόεδρος
+ Ὁ Πρ. Φλωρίνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ + Ὁ Κυκλάδων ΓΕΡΜΑΝΟΣ
+ Ὁ Χριστιανουπόλεως ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
+ Ὁ Διαυλείας ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ
Διὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀντιγραφῆς ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Τ.Σ.Υ.
Ὁ παρ’ Αὐτὴν Γραμματεύων Συνοδικός
Ἐπίσκοπος
Ἀκριβὲς ἀντίγραφον
Ὁ Θαυμακοῦ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
«Τὸ ἔτος 1971 ἐπανακυκλοφορεῖ μὲ προτροπὴ τοῦ Μητροπολίτου Φθιώτιδος καὶ Θαυμακοῦ κυροῦ Καλλινίκου ἡ Ὁμολογία Πίστεως τοῦ 1950, ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μὲ Ἀρχιεπίσκοπο αὐτῆς τὸν κυρὸν Αὐξέντιον, μὲ τίτλον «Οὕτω φρονοῦμεν οὕτω λαλοῦμεν». Στὸ τέλος,της ἐπανακυκλοφορίας τῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1950,τονίζει καὶ προτρέπει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, τα,εξής:<<Πάντες δὲ ἡμεῖς δέον νὰ φυλάσσωμεν τὴν ὑφ’ ἡμῶν δοθεῖσαν ὁμολογίαν ἐν ἔτει 1935 ἀκαιρέαν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐπικαλούμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ διὰ πᾶσαν παρέκλισιν.
Στῶμεν ὅθεν καλῶς>>.
Ἐπάνω σὲ αὐτὰ τὰ θεμέλια προχωρᾶ ἡ Ἀγωνιζόμενη Ἐκκλησία μας μέχρι τὴν ἐκλογὴ τοῦ Γέροντος Μήτρ/τοῦ Φθιώτιδος κυροῦ Καλλινίκου ὡς προέδρου αὐτῆς καὶ τοῦ νῦν Ἀρχιεπισκόπου αὐτῆς κ. Μακαρίου.
Διὰ αὐτὸν ἀκριβῶς, τὸν λόγον, ὅτι, δηλαδή, συνεχίζομεν ἀπαραχαράκτως τὴν ὁμολογιακὴν γραμμὴν τῶν στυλοβατῶν, τῆς ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ Ἑλλάδος (Πρ. Χρυσοστομου, Γερμανοῦ, Ἀκάκιου, Αὐξεντίου) δημοσιοποίησε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος καὶ γνωστοποίησε τὸ ἔτος 2007, πρὸς ἐνημέρωση κλήρου καὶ λαοῦ, τὰς θέσεις καὶ τὸ πιστεύω αὐτῆς, ἔναντι τῆς μεταρρύθμισης τοῦ Ἑορτολογίου, τοῦ ἐπάρατου οἰκουμενισμοῦ ἐπι πλεον καὶ ἄλλων σοβαρῶν θεμάτων Πίστεως, καθὼς καὶ μὲ ποιόν τρόπο πρέπει νὰ προσέρχονται οἱ ἐκ τοῦ νέου ἑορτολόγιο πιστοί, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἀκριβὴς Ὁμολογία Τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως».
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἐπιγραμματικῶς στὴν ἐγκύκλιο τῆς 17ης Ὀκτωβρίου 2004 μὲ τίτλο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ», τονίζεται καὶ αὐτολεξεὶ λέγεται ὅτι:
«Ἀποκηρύσσομεν ἔτι καὶ καταδικάζομεν τὴν νεοφανῆ παναίρεσιν – πανθρησκεία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ... Ὠσαύτως καταδικάζομεν καὶ ἀποστρεφόμεθα τὴν αὐτόχρημα αἱρετικὴν Ἐγκύκλιον ὑπ’αριθμ.1928/1920 τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἔνθα ἀπετέλεσε τὸ σχέδιον δράσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ἀλλαγὴν τοῦ πατροπαραδότου τῆς Ὀρθοδοξίας Ἡμερολογίου, τοὺς διαλόγους ἐν τῷ Παγκοσμίω Συμβουλίω τῶν Ἐκκλησιῶν, Τὰς διαφόρους αἱρετικὰς συμφωνίας (ἐν Κωνσταντινουπόλει, Σαμπεζύ, Μπελεμέντ, Ρώμη κτλ)».
Καὶ συνεχίζει ἡ Ἐγκύκλιος:
«Οἱ ἐνεργοῦντες ταῦτα καὶ ὅσοι μετ’ αὐτῶν ἐπικοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικῶς, εἴτε ἀκολουθοῦσιν τὸ Πάτριον εἴτε τὸ Παπικὸν Ἡμερολόγιον, ἔθεσαν ἑαυτοὺς ἕκτος τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἥτις κατὰ τοὺς λόγους του Δομήτωρος αὐτῆς πρὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, ἐρείδεται ἐπὶ τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ, ἥν οὗτοι πάντες ἀπώλεσαν...»
Καὶ καταλήγει:
«Συμφώνως δὲ τὴν ἀπὸ τῶν ἐτῶν 1935, 1950 καὶ 1974 ὁμολογίαν τῶν ἡγετῶν τοῦ ἱεροῦ ἐν Ἑλλάδι ἀγῶνος τῶν Ὀρθοδόξων, τὰ ὑπὸ τῶν νεοημερολογιτὼν τελούμενα μυστήρια, ὡς σχισματοαιρετικῶν ὄντων τούτων, στεροῦνται τῆς ἀγιαστικὴςς Χάριτος. Ὅθεν καὶ τοὺς ἐξ’ αὐτῶν προσερχομένους τὴ Ὀρθοδοξία δεχόμεθα δι’ ἁγίου Μύρου, κατὰ τὰς ἐπιταγὰς τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Κανόνων περὶ τῶν ἐξ’ αἱρέσεως ἐπιστρεφομένων, τοὺς δὲ ἐξ’ αὐτῶν Κληρικούς, χειροθετοῦμεν. Τοὺς δὲ προερχομένους ἐξ’ αἱρετικῶν, οἵτινες ἔχουσι καταργήσει τὸν τύπον τῆς τριττὴς ἐν τῷ βαπτίσματι καταδύσεως, κατὰ ταῖς θείαις καὶ ἱεραῖς διατάξεσιν βαπτίζομεν αὐτοὺς κανονικῶς, ὡς μηδέποτε βαπτισθέντας...».
Ἕπονται οἱ ὑπογραφὲς τῶν Συνοδικῶν μελῶν: Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου, Φθιώτιδος Καλλινίκου, Θεσσαλονίκης Εὐθυμίου, Μεσογαίας Χριστοφόρου, Γαλλίας Φιλαρέτου καὶ τῶν ὑπολοίπων, τότε, μελῶν.
Πατέρες καὶ ἀδελφοί, τὸ Ἡμερολογιακὸν Θέμα, ζήτημα τὸ λένε κάποιοι, δὲν εἶναι παρονυχὶς ὅπως πολλοὶ κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἀκολουθοῦντες τὰς ἐπιταγὰς τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ οἰκουμενισμοῦ θέλουν νὰ τὸ ὀνομάζουν. Οὔτε ἔγινε, ἁπλῶς, ὡς μιὰ διόρθωσις εἰς τὸ Ἡμερολόγιον καὶ ἔμεινε ἄθικτο τὸ Πασχάλιον. Ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐορτολογικην παράδοσιν, σύμφωνα μὲ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Καμία σύνοδος δὲν ἐτόλμησε νὰ θίξει τὴν διόρθωση καὶ ἀλλαγὴ τοῦ Ἑορτολογίου ἀπὸ τὸ σημεῖον, ὅπου βρῆκε τὴν ἰσημερίαν ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σύμφωνα μὲ τὸ βίωμα ὅλων τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων μας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ εἴπαμε γιὰ τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρας μας,καταδεικνύεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι τὸ ἑορτολόγιον ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων, ἡ ὁποία ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ δόγματος καὶ τὴν ὁμόνοια τῶν πιστῶν εἰς τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφανση τῆς λατρείας, καθὼς τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν», ὅπου ὁμολογοῦμε καὶ τὸ Ἕνα Βάπτισμα, στὴν Ὀρθόδοξη καὶ μόνον Ἐκκλησίαν.
Ἂς μείνουμε ἀκριβεῖς, σὲ ὅ,τι παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς Ὁμολογητὰς προκατόχους μας, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τὴν ἁγιοπατερικὴν ὁμολογίαν τῆς Πίστεώς μας, καὶ ἂς συνεχίσουμε μὲ τὸ ἴδιον ὁμολογιακὸν/ ἀγωνιστικὸν φρόνημα νὰ μεταφέρομε τὸ μήνυμα τῆς Ἀληθείας τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀναφωνοῦντες μαζὶ μὲ τοὺς Ὁμολογητὰς προκατόχους μας, κλῆρος καὶ λαός, αὐτὸ ποὺ πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰς Πανορθοδόξους Συνόδους, ποὺ ἔγιναν γιὰ τὸ ἑορτολογικὸ ζήτημα κήρυτταν οἱ Ἅγιες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνοδοι ὅτι:
«Ἡμεῖς τοὺς προστίθεντες τί ἢ ἀφαιροῦντες ἐκ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΟΜΕΝ» καί
«Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Παράδοσιν καὶ Διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν Ἁγίων καὶ ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ἢ μετὰ τοῦτο πραχθησόμενα, ΑΝΑΘΕΜΑ Γ΄»
Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀληθείας εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν. Ἀμήν.
-
ΑΘΗΝΩΝ - ΠΕΙΡΑΙΩΣ - ΑΤΤΙΚΗΣ ____________________________________________ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ____________________________________________ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ _...
-
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ † ὁ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΙ † ὁ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ † ὁ ΤΟΡΟΝΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟΣ † ὁ ΓΑΛΛΙΑΣ...
-
Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Μακάριος Μάνης 8, Τ.Κ. 121 31 Περιστέρι...