ὑπό τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Κυκλάδων κ. Σάββα
Μέρος γ΄
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
«Ὅσοι κατηχούμενη, προέλθετε. Οἱ κατηχούμενοι προέλθετε. Μὴ τὶς τῶν Κατηχουμένων, ὅσοι πιστοί, ἕτι καὶ ἕτι, ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι».
Με την προτροπή αυτήν του διακόνου, όλες οι τάξεις των Κατηχουμένων και μετανοούντων αφήνουν τον Ναό. Θα παραμείνουν να ακούσουν την Θεία Λειτουργία οι συνιστάμενοι και οι πιστοί. Στην πρωτοχριστιανική εκκλησία όσοι παρέμεναν στο Ναό ήταν πιστοί. Κοινωνούσαν όλοι των Αχράντων Μυστηρίων. Σήμερα ερχόμαστε αδιάφορα και χλιαρά στο Ναό. Κι ο βαθμός ζεστασιάς ως προς την πίστη μας έχει θερμόμετρο την συμμετοχή μας στα μυστήρια της Ι. Εξομολογήσεως και Θείας Κοινωνίας.
Έτσι η προσέλευσή μας στον Ι. Ναό έχει κυρίως σχέση με «κοινωνικές υποχρεώσεις» όπως γάμους, κηδείες, μνημόσυνα, βαπτίσεις και να κατατάξω και το τυπικό Κυριακάτικο Εκκλησιασμό. Θεωρούμε μάλιστα και τον εαυτό μας «καλό άνθρωπο» και ότι αγαπούμε όλο τον κόσμο.
Όμως άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός. Ο Χριστιανός αγωνίζεται να μετέχει στην μυστηριακή ζωή της εκκλησίας με όλα εκείνα τα πνευματικά αγωνίσματα που διαθέτει στο χώρο της η παράδοση της εκκλησίας.
-«Δείξον μη τὴν πίστην σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ιακώβ. 2,13)
-«Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί» (Ιακώβ. 2,26)
Με την Θ. Λειτουργία οι πιστοί ανυψωνόμαστε εις τα ύψη έχοντας ως ανυψωτικό μηχάνημα τον Ιησού Χριστό και ας το ακούσουμε αυτό από τον Άγ. Ιγνάτιο Αντιοχείας: «Ὅς ἐστίν σταυρός, σχοινίῳ χρώμενοι τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ. Ἡ πίστις ἡμῶν ἀναγωγεύς ἡμῶν, ἡ δὲ ἀγάπη ὁδός ἡ αναφέρουσα εἰς Θεόν».
Η αγία προσφορά προεικονίζει το δείπνο της Βασιλείας. Όσοι δεν φόρεσαν το ένδυμα του γάμου που δίνεται στο Άγ. Βάπτισμα, απομακρύνονται από το δώρο όπου ιερουργείτε στη Θ. Ευχαριστία. Παραμένουν, λοιπόν, εκείνοι στους οποίους αναπαύεται το πνεύμα του Θεού. Αυτοί θα ευφραίνονται από την θεωρία του Θεού.
Ο ΙΕΡΕΥΣ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΑΝΤΙΜΝΗΣΙΟΝ (ή ΕΙΛΗΤΟΝ)
Είναι ένα ορθογώνιο ύφασμα με παραστάσεις από την αποκαθήλωση του Κυρίου, τους ευαγγελιστές πάνω στο οποίο τοποθετούνται τα τίμια δώρα μετά την μεγάλη Είσοδο. Χρησιμεύει και σαν άγια Τράπεζα όπου δεν υπάρχει αυτή. Στις γωνίες ή και σε άλλο σημείο ράβονται άγια Λείψανα μαρτύρων και καθαγιάζονται στα εγκαίνια Ναών και στις Επτά συνεχόμενες λειτουργίες που θα ακολουθήσουν.
Χωρίς αυτό δεν μπορεί ο ιερεύς να τελέσει Θ. Λειτουργία. Κάθε ένα φέρει την υπογραφή του Επισκόπου και την ημερομηνία που καθαγιάστηκε.
Στις ευχές που μυστικά θα ακολουθήσουν, ο ιερεύς δέεται στον Κύριο να τον κάνει άξιο για να προσφέρει αυτή την θυσία. Η καθαρότητα του ιερέως είναι προϋπόθεση για να τελέσει τα Άγια Μυστήρια. «Ἀπαιτεῖται Ἀγγελική τάξη καὶ καθαρότητα» για το λόγο αυτό τονίζει ο όσιος Θεόγνωστος: «Εἰδεμή, ἀναμιγνύοντας τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν δυσωδία μὲ τὸ μύρο, πρόκειται σίγουρα να κληρονομήσει το οὐαί (δηλ. αἰώνιο θρῆνο) καὶ τὴν ἀπώλεια ὡς ἱερόσυλος».
Όμως πέρα από την σωματική και πνευματική καθαρότητα οφείλει ο ιερεύς να ιερουργεί την Θ. Αναφορά με «ἄβυσσο ταπεινώσεως». «Ταπείνωσε τὸν ἐαυτό σου σὰν νὰ ἤσαν πρόβατον γιὰ σφαγή, θεωρώντας ὅλους πραγματικά ἀνώτερους ἀπό σένα καὶ λογάριαζε τὸν ἐαυτό σου γῆ καὶ σποδόν». Έτσι μόνο ο ιερεύς συνειδητοποιεί ότι μπροστά στο Θυσιαστήριο βρίσκεται στην θέση του Χριστού και όπως εκείνος ιερούργησε την σωτηρία του κόσμου έτσι και αυτός προσφέρει την αναίμακτο θυσία υπέρ της του κόσμου σωτηρίας και των αιτημάτων που έχει αναλάβει.
Ο Λαός κατανοεί και αυτός το ύψος του μυστηρίου και λέγοντας «ΑΜΗΝ» δείχνει ότι ενώνει και εκείνος την προσευχή του με τον τρόμο και την αγωνία του ιερέως μπροστά στην μεγάλη ευθύνη της ιερατικής διακονίας. Συμφωνεί και προσεύχεται στο Θεό για να διαφυλάξει τον κληρικό άγιο και καθαρό μπροστά σ’ αυτό που σε λίγο θα τελεστεί. Να, λοιπόν και ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσθέσουμε στα ήδη υπάρχοντα σχετικά με τη θέση πως η Θ. Λειτουργία χρήζει απαραίτητα την παρουσία κλήρου και λαού. Όλοι μαζί γινόμαστε ένα και η προσευχή μας, η δοξολογία μας εκχέεται πύρινη προς τον Ουράνιο Πατέρα μας. Παύουν οι διαχωρισμοί και οι ιδιοτέλειες, οι εγωισμοί και το συμφέρον. Μπροστά στον Παντογνώστη Θεό είμαστε όλοι γυμνοί και τετραχηλισμένοι φέροντες τα πταίσματά μας και τις αδυναμίες μας. «Ἰδοῦ λοιπόν καιρός εὐπρόσδεκτος» έφτασε η ώρα να αποδεχθούμε τον «Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων» και να γίνει η γη μας ουρανός…
Χερουβικός ύμνος…
ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
Φτάσαμε, λοιπόν, στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟ και την ονομάζουμε έτσι καθώς ακολουθεί η έξοδος του Βασιλέως Χριστού και η πορεία προς τον Γολγοθά. Και γίνεται μια σειρά από πράξεις του λειτουργού και του Λαού και διαβάζουμε και ψέλνονται μια σειρά από σπουδαιότατες ευχές. Ας δούμε πρώτα ποια ευχή μυστική διαβάζει ο λειτουργός:
Ο ιερεύς λέγει την ευχή του χερουβικού ύμνου:
«Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς, προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ λειτουργεῖν σοι Βασιλεῦ τῆς δόξης∙ τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερόν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν. Ἀλλ΄ ὅμως διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητον σου φιλανθρωπία, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καὶ Ἀρχιερεύς ἡμῶν ἐχρημάτισας, καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων∙ σὺ γὰρ μόνος, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, δεσπόζεις τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ὁ ἐπί θρόνου χερουβικοῦ ἐποχούμενος, ὁ τῶν Σεραφίμ Κύριος καὶ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ μόνος ἅγιος καὶ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος. Σὲ τοίνυν δυσωπῶ τὸν μόνον ἀγαθόν καὶ εὐήκοον. Ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ τὸν ἁμαρτωλόν καὶ ἀχρεῖον δοῦλόν σου καὶ καθάρισον μου τὴν ψυχήν καὶ τὴν καρδίαν ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς∙ καὶ ἱκάνωσόν με τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον τὴν τῆς ἱερατείας χάριν, παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ σου ταύτῃ Τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντόν σου Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα. Σοὶ γὰρ προσέρχομαι κλίνας τὸν ἐμαυτοῦ αὐχένα καὶ δέομαί σου∙ μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, μηδέ ἀποδοκιμάσῃς με ἐκ παίδων σου∙ ἀλλ’ ἀξίωσον προσενεχθῆναί σοι ὑπ’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου τὰ δῶρα ταῦτα. Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Συγχρόνως από τους ιεροψάλτες ακούγεται ο λεγόμενος χερουβικός ύμνος, ο οποίος και πλαισιώνει την μυστική ευχή του ιερέως.
«Οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς, εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον Ὕμνον προσᾴδοντες, πᾶσαν νῦν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν∙ ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορηφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα».
Μας προτρέπει ο Ύμνος, λοιπόν, να αποθέσουμε την στιγμή αυτή (νῦν) κάθε μέριμνα βιοτική, γιατί ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων. Ας κάνουμε προσπάθεια να βγούμε από τα βιοτικά πράγματα και να μπούμε στον χώρο της παρουσίας του Χριστού. Τα αφήνουμε όλα στα χέρια του Χριστού και αυτός σηκώνει το φορτίο μας και ανεβαίνει στον Γολγοθά. Μεριμνά Εκείνος για τις δικές μας ανάγκες. «Ψυχή Χριστιανού, που δεν έμαθε να αποξενώνεται από τις βιοτικές μέριμνες μέσα στην Θ. Λειτουργία, δεν θα μπορέσει να θαυμάσει ποτέ τα υπερουράνια» (Ι. Χρυσοστ.). Να τι λέει ο ύμνος:
«Εμείς, οι χριστιανοί (ιερείς και λαϊκοί και όλοι), που εικονίζουμε μυστικά τα Χερουβίμ και ψάλλουμε στην ζωοποιό παναγία Τριάδα τον Τρισάγιο Ύμνο, ας αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα και φροντίδα, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούια».
Να τι διηγείται και ένας ευλαβέστατος ρώσος αγιορείτης ο ιερεύς παπα-Τύχων:
«Την ώρα της Θείας Λειτουργίας έλεγε στον μοναχό που θα τον βοηθούσε και θα έκανε το ψάλτη, να μένει στο μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέει το «Κύριε, ελέησον», για να νιώθει τελείως μόνος του (ο πάπα Τύχων) και να κινείται άνετα στην προσευχή του.
Με τα λίγα Ελληνικά που ήξερε, έλεγε:
-Την ώρα του Χερουβικού, Φύλακας Άγγελος ανεβάσει… Μισή ώρα, μία ώρα, δεν ξέρω… Άγγελος πάλι κατεβάσει…
Καταλάβαινε τότε, μόλις συνερχόταν ο άγιος αυτός Λειτουργός, ότι βρισκόταν στην μέση της Θείας Λειτουργίας και έπρεπε να συνεχίσει. Κι έλεγε:
-Πω, πω! Εγώ λειτουργήσει… εγώ λειτουργήσει… πω, πω!
Πολλές φορές τον ρωτούσαν:
-Γέροντα, τι έβλεπες, τι άκουγες τόση ώρα;
Κι εκείνος απαντούσε ταπεινά:
-Χερουβείμ, Σεραφείμ, πολλά – πολλά, δοξολογούσε Θεό Τριαδικό… Πω, πω!
Και κατέβαζε το κεφαλάκι του συντετριμμένος και κλαίγοντας».
Δορυφορούμενος από τα αγγελικά τάγματα εισέρχεται ο Κύριος στην Αγ, Πόλη για να θυσιαστεί. Αυτό το μυστήριο της ύψιστης αγάπης του Χριστού η εκκλησία μας καλεί να τιμήσουμε με σιγή:
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία καὶ στήτω μετά φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδέν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω∙ ὁ γὰρ Βασιλεύς τῶν Βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρὼσιν τοῖς πιστοῖς. Προηγοῦνται δὲ τούτου οἱ χοροί τῶν Ἀγγἐλων, μετά πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τὰ ἐξαπτέρυγα Σεραφείμ, τὰς ὄψεις καλύπτοντα καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον∙ Ἀλληλούϊα».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην ευχή του ιερέως, την ευχή του Χερουβικού Ύμνου. Με αυτή ο λειτουργός αναγνωρίζει την αναξιότητά τους και την μεγαλειότητα του μυστηρίου που καλείται να διακονήσει. Προχωράει στο Θυσιαστήριο όχι με τις δικές του δυνάμεις αλλά στο Θείο Έλεος, στο πέλαγος της Φιλανθρωπίας του Θεού. Δεν ήρθε μία φορά μόνο και θυσιάστηκε αλλά εις το διηνεκές έρχεται και δέχεται θυσία και διαδίδεται στους πιστούς: «Ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος». Ο Χριστός μόνος Του επιτελεί και ολοκληρώνει το μυστήριο της σωτηρίας μας. Ο ιερός Καβάσιλας θα το πει: «Ο Χριστός είναι ταυτόχρονα και τροφεύς και τροφή. Είναι ζωή για όσους ζουν, μύρο για όσους αναπνέουν και ένδυμα για όσους θέλουν να ενδυθούν».
Και εμείς δεχόμαστε την Θεία Δωρεάν και ευχαριστούμε για όλα τον Κύριο. Στην συνέχεια ο ιερεύς θυμιάζει την Αγ. Τράπεζα, την ιερά πρόθεση και τον λαό λέγοντας τον Ν΄ ψαλμό της μετανοίας. Ακολουθεί ο ασπασμός του Αγίου Αντιμηνσίου και λέγονται τα εξής κατανυχτικά τροπάρια:
- Ἥμαρτον εἰς σὲ Σωτῆρ, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός∙ δέξαι με, Πάτερ, μετανοοῦντα και ἐλέησον με ὁ Θεός.
- Κράζω σοι Χριστέ Σωτήρ τοῦ τελώνου τὴν φωνήν∙ Ἱλάσθητι μοι ὥσπερ ἐκείνῳ καὶ ἐλέησον ὁ Θεός.
- Ὡς ὁ περιπεσών…
Και ζητά συγχώρηση από το λαό υποκλινόμενος και λέγει: Τοῖς μισούσι, καὶ ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ὁ Θεός, συγχώρησον. Και συνεχίζει στην Αγία Πρόθεση και προσκυνεί τα Τίμια Δώρα για να γίνει η Μεγάλη Είσοδος. Για να πάρει, όμως, στα χέρια του τα Τίμια Δώρα πρέπει να περάσει από το στάδιο της μετανοίας και να δώσει και το παράδειγμα του στους πιστούς. Παίρνει την θέση του Βαπτιστού υποδεικνύει την οδό της μετανοίας. Μόνο διά της μετανοίας μπορούμε να εισέλθουμε στην Θ. Λειτουργία.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟΣ
Στην Μεγάλη Είσοδο έχουμε να παρατηρήσουμε μερικά σημεία:
- Την μεταφορά των Τιμίων Δώρων από την Αγ. Πρόθεση, στο Άγ. Βήμα (μέσω του ναού)
- Την ανάμνηση της κραυγής του Ληστού πάνω στο Σταυρό, την οποία επαναλαμβάνει ο ιερέας (Μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλεία Αὐτοῦ).
- Την υποδοχή των Τιμίων Δώρων από τους πιστούς και την τοποθέτηση τους στο Άγ. Βήμα.
Και ενώ στην μικρά είσοδο ο ιερεύς καλύπτει το πρόσωπο του με το Ευαγγέλιο, στην μεγάλη το καλύπτει με τα Τίμια Δώρα καθώς ο Χριστός έρχεται να θυσιαστεί για μας. Την ώρα που ο λειτουργός τελούσε την προσκομιδή αποθέσαμε στα Τίμια Δώρα ολόκληρη τη ζωή μας: πόνους, χαρές, εχθρούς, φίλους, εγγύς, μακράν, ζώντες, κοιμηθέντας και Εκείνος τα προσαγάγει στον Πατέρα μας. Ας δούμε, όμως, κάποιους συμβολισμούς σχετικά με την Μεγάλη Είσοδο…
- Είσοδος στην Αγ. Πόλη του Ιησού, όπου και «μέλλει σταυρωθῆναι ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας».
Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων εισέρχεται στην αγία Πόλη. Ο Λειτουργός γίνεται το ονάριον επάνω στο οποίο κανένα πάθος δεν κάθισε και γι’ αυτό αξιώνεται να μεταφέρει τον Βασιλέα της Δόξης (Καβάσιλας). Και οι πιστοί υποδέχονται με ύμνους τον Χριστό: «Μετά κλάδων νοητῶς κεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς, ὡς οἱ παῖδες τὸν Χριστόν, ἀνευφημήσωμεν πιστῶς, μεγαλοφώνως, κραυγάζοντες τῷ Δεσπότῃ. Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐλθών, τοῦ σῶσαι τὸν Ἀδάμ ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς… ὁ πάντα λόγε πρὸς τὸ συμφέρον οἰκονομήσας δόξα Σοι».
- Η μαρτυρική πορεία του Ιησού από το Πραιτόριο στο Γολγοθά (ανάλυση)
- Η αναπαράσταση της ταφής του Κυρίου και η πορεία της Αποκαθήλωσης μέχρι και τον Τάφο. Τα όσα γίνονται στην Αγ. Πρόθεση και τα όσα λέγονται (Σταυρωθέντος σου Χριστέ – εις των στρατιωτών – και εξήλθεν Αίμα και ύδωρ…) μας επιτρέπουν να δούμε και την είσοδο την μεγάλη σαν μία αναπαράσταση της ταφής του Κυρίου μας. Γι’ αυτό και όταν ο ιερεύς καταλήξει στην Αγ. Τράπεζα έπειτα από την Λιτάνευση των Τιμ. Δώρων λέει και το τροπάριο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών…» και κλείνει την ωραία πύλη που συμβολίζει το κλείσιμο του Ζωοδόχου Τάφου.
- Την Δευτέρα παρουσία του Κύρίου.
Ιδιαιτέρως όταν κατά την Θεία Λειτουργία έχουμε πλήθος Ιερέων και Διακόνων αλλά και Αρχιερέων τότε μπορούμε να πούμε ότι εικονίζεται και η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Όπως ακριβώς γράφει η Αποκάλυψη ότι ο Κύριος θα έλθει μετά δόξης πολλής και πλήθος ουρανίων στρατιών έτσι και εδώ με μεγαλοπρέπεια μέσα στο Ναό γίνεται η είσοδος και η έλευση του Κυρίου μετά των Αγ. Αγγέλων. Και επειδή θα προπορεύεται ο Τίμιος Σταυρός γι’ αυτό και προπορεύεται κατ’ αναλογία το Ωμοφόριο του Αρχιερέως που προεξάρχει μπροστά από όλη την τελετή. Εμείς ως πιστός λαός εκλιπαρούμε νοερώς τον Κύριο: «Κύριε, Κύριε, μὴ μὲ ἀπορρίψης στὴν Δευτέρα Σου Παρουσία, ποίησον ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
- Η κραυγή του Ληστή
Ο ιερεύς κατά την Μεγάλη Είσοδο λέγει κάτι από τα λόγια του μετανοημένου και σεσωσμένου Ληστού: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Και θυμόμαστε αυτόν τον ευγνώμονα Ληστή και την τόσο κατανυχτική προσευχή και κραυγή του προς τον Εσταυρωμένο Ιησού. Το όνομά του σύμφωνα με την παράδοση ήταν Δυσμάς και ήταν φονιάς και κακούργος. Και όταν αντίκρισε την αδικία και το μίσος των Ιουδαίων προς τον Κύριο τον οποίο φαίνεται τα θαύματα και την διδασκαλία γνώριζε θαύμασε το ύψος του «Σταυρωθέντος». Ιδιαιτέρως στην μεγαλειώδη κραυγή του Κυρίου: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς…» συγκλονίστηκε, φωτίστηκε η καρδιά του και αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού την Θεότητα και ζήτησε ταπεινά το έλεος του: «Μνήσθητι μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Αυτό ακριβώς επαναλαμβάνει και ο ιερεύς.
Τελειώνοντας όσα έχουμε επιλέξει για την Μεγάλη Είσοδο θα πρέπει να πούμε ότι τώρα πια τα Τίμια Δώρα βρίσκονται πάνω στην Αγία Τράπεζα και ο ιερεύς ετοιμάζεται να ολοκληρώσει την θυσία. Άρτος, λοιπόν, και Οίνος και όχι μάννα εξ’ ουρανού μέλλει να θρέψει τις καρδιές μας και τούτο μπορούμε να το αισθανθούμε ανάλογα με την εσωτερική μας κατάσταση…
Υπάρχει ένα θαυμάσιο γεγονός από τη ζωή του Αγίου Ονουφρίου, τον οποίο εορτάζει η Εκκλησία μας στις 12 Ιουνίου:
«Όταν ήταν πολύ μικρός, μπήκε σ’ ένα Κοινόβιο, άγνωστο πως. Μεγάλος αναχώρησε για την έρημο, όπου έζησε 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο. Ήταν γυμνός, αλλά ολόκληρο το σώμα του εκαλύπτετο από την μακριά γενειάδα του, που έφθανε μέχρι το έδαφος, καθώς και από τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτό Άγιο τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος, στον οποίο διηγήθηκε τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Όταν, λοιπόν, ήταν πολύ μικρός 5 - 6 ετών, και ζούσε στο Κοινόβιο, συνέβη το εξής: Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα… Κάποτε, όμως, ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
-Κάποιο ζωάκι θα ταΐζει, σκέφθηκε.
Αυτό συνεχίστηκε για καμιά εβδομάδα.
-Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, που τα πηγαίνει αυτά που του δίνω.
Πράγματι, τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και μ’ αυτά, που είδε, γούρλωσαν τα μάτια του… Ο μικρός κουβέντιαζε με το Βρέφος, Ιησούς, που βρίσκεται στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στην εικόνα του Τέμπλου!
-Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον Χριστούλη, μια και δε Σε ταΐζει κανείς… ούτε και η μαμά Σου…
Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μία φέτα ψωμί…
Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που ήταν μικρό παιδάκι στην ιερή εικόνα, άπλωσε τα χεράκι, πήρε το ψωμί… και, όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι, εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα!...
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος, έτρεξε στον Ηγούμενο και του διηγήθηκε τι συνέβη. Τότε ο Ηγούμενος του έδωσε εντολή να μην δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε, να του λέγουν:
-Να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί Εκείνος, τον Οποίον μέχρι εχθές εσύ τάιζες.
Την επόμενη ημέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον, που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα είπε στον Χριστούλη:
-Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου. Τώρα, που θα το βρεις Εσύ, δεν ξέρω!
Και – ω, του θαύματος! – άπλωσε το μικρό Του χεράκι το Βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του, και του έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει! Μοσχομύρισε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στο Ναό, αλλά και σ’ όλο το μοναστήρι και στον γύρω τόπο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γεγονότα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω, μετά πολλού πολλού κόπου. Έτρεξαν δύο μοναχοί να τον βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ βαρύς! Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος. Είναι αυτό, που λέγει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στην Θεία Λατρεία: «Ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος».
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι γνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνονταν και η αγιότης του. Θα γινόταν ένα μεγάλος Άγιος… όπως και έγινε…
Από τέτοιο όμοιο ουράνιο άρτο τρεφόταν ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε στην έρημο».
Αὐτό τὸ Πνεὺμα συλλειτουργήσει ἡμῖν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Και ας μιλήσουμε λίγο εδώ για το Πανάγιο Πνεύμα που ασφαλώς μετέχει και αυτό στην τέλεση της αναίμακτου θυσίας. Μαζί με τις αγγελικές δυνάμεις εισοδεύει και ο Παράκλητος και εμείς νοερώς το βλέπουμε στο πυρ του θυμιατού, στο θυμίαμα και την αναθυμίαση του ευωδιαστού καπνού. Ο Χρίστος ιερουργεί την σωτηρία του ανθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι: «Χριστοὺ ἐπιδημία∙ καὶ τὸ Πνεῦμα προτρέχει. Ἔνσαρκος παρουσία∙ καὶ τὸ Πνεῦμα ἀχώριστον. Διάβολος κατηργεῖτο συμπαρόντος τοῦ Πνεύματος. Οἰκείωσις προς Θεόν διά τοῦ Πνεύματος». Τώρα ο Λειτουργός επικαλείται την εξ ύψους δύναμη του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτόν και για τον Διάκονο. Άνθρωποι και ιερείς, βρίσκονται κάτω από την ίδια ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως και τίποτα δεν γίνεται εάν δεν συμπράξει μαζί τους ο Παράκλητος. Κάθε προσευχή είναι δικό του δώρο. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ έν Πνεύματι Ἁγίω…». Γιατί, λοιπόν, αν κάνουμε προσευχές, νηστείες και αρετές υπερηφανευόμαστε; Αφού όλα γίνονται με τη βοήθεια του Παρακλήτου. Και ο εκκλησιασμός και η προσφορά των Τιμίων Δώρων με την βοήθειά του γίνονται…«Ὁ ἐκκλησιάζων καὶ πάντας συγκαλῶν τῷ κηρύγματι ὁ Παράκλητος ἐστί». Έτσι το Παράκλητο Πνεύμα είναι ο χειραγωγῶν με σοφία «εἰς πρόσωπον πρὸς πρόσωπον τελείαν ἐπίγνωση καὶ μύησιν αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος τῶν ὅλων Χριστοῦ».
Στο γνωστό βιβλίο Λειμωνάριον αναφέρεται η ακόλουθη διήγηση: «Σε κάποιο τόπο ένας γέροντας ιερομόναχος μόναζε και λειτουργούσε στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Οι εκκλησιαζόμενοι (επί το πλείστον αγρότες) έβλεπαν πότε να αρχίζει της Κυριακές την Τρίτη ώρα της ημέρας, άλλοτε την έκτη και άλλοτε την ενάτη, πράγμα που τους οδηγούσε σε δυσφορία και απορύθμιση του προγράμματός των. Έφτασαν να διαμαρτυρηθούν στον Επίσκοπο και εκείνος αμέσως κάλεσε τον ιερομόναχο για να διαλευκάνει την υπόθεση.
-Λοιπόν καλόγερε, γιατί δεν φυλάττεις την τάξη της εκκλησίας και ο Γέρων αποκρίθηκε:
-Ορθώς Δέσποτα είπες: Έτσι είναι τα πράγματα. Πλην εγώ μετά την ακολουθία του Όρθρου, κάθομαι δίπλα στο Άγ. Θυσιαστήριο και περιμένω να δω το Πανάγιο Πνεύμα να επισκιάζει την Αγία Τράπεζα και τότε αρχίζω την Θ. Λειτουργία.
Έκπληκτος ο Επίσκοπος για την αρετή του Γέροντος πληροφόρησε τους κατοίκους για την αργοπορία και την αιτία της και άφησε τον Όσιο με ειρήνη να συνεχίζει το Άγιο έργο του».
Μυστικά και ιεροκρυφίως για να χρησιμοποιήσω την εκκλησιαστική γλώσσα το Πανάγιο Πνεύμα εργάζεται τα της σωτηρίας ημών και με σοφία, Δύναμη, χάρη, φωτισμό οδηγεί δια του ιερέως τας ψυχάς μας πλησίον του Θεού. Να πως περιεκτικά, θεολογικά και απαράμιλλα ο Μέγας Βασίλειος μας το παρουσιάζει: «Διά Πνεύματος Ἁγίου ἡ εἰς παράδεισον ἀποκατάστασις∙ ἡ εἰς βασιλείαν οὐρανῶν ἄνοδος∙ ἡ εἰς υἱοθεσίαν ἐπάνοδος∙ ἡ παρρησία τοῦ καλεῖν ἐαυτῶν πατέρα τον Θεόν, κοινωνόν γενέσθαι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, τέκνον φωτός χρηματίζειν, δόξης ἀϊδίου μετέχειν καὶ απαξαπλῶν ἐν παντί πληρώματι εὐλογίας γενέσθαι, ἔν τὲ τῷ αἰῶνι τούτῳ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι». Όλα, λοιπόν, δια του Αγ. Πνεύματος. «Πάντα χορηγεί τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο…».
ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ
Αμέσως ευθύς αρχίζουν τα λεγόμενα ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ και ονομάζονται έτσι γιατί αρχίζουν με την έκφραση: «Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ» δηλαδή ας συμπληρώσουμε την αίτησή μας προς τον Κύριο. Και σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε να εξετάσουμε 7 νέες αιτήσεις που απαγγέλει ο ιερεύς ύστερα εξ όσων προηγήθηκαν και αναλύθηκαν. Στις νέες αυτές αιτήσεις ο λαός δια του ιεροψάλτου απαντάει το: «Παράσχου Κύριε», που σημαίνει: «Δώσε μας Κύριε αυτό που ζητάμε! Γι’ αυτό πρέπει όπως και στις άλλες στιγμές να δίνουμε προσοχή και βαρύτητα σε κάθε λέξη (!) που ακούγεται… Σπουδαία αιτήματα λοιπόν…
ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΘΕΝΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ
Και αφού ο ιερεύς θυμιάσει τα Τίμια Δώρα αρχίζει τα λεγόμενα «Πληρωτικά», τα οποία ονομάζονται έτσι γιατί αρχίζουν με την φράση «Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίω». Επτά νέες δεήσεις συμπληρώνουν τις προαναφερθέντες και γι’ αυτό ερχόμαστε να κάνουμε και εδώ την συνηθισμένη ανάλυση… Πριν απ’ όλες ακολουθεί η αίτηση: «Ὑπέρ τῶν προτεθέντων Τιμίων Δώρων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Και οι καρδιές μας θα πρέπει να είναι έτοιμες για να ευχηθούμε μπροστά στα Τίμια Δώρα. Να γίνει εκείνη η θεοφιλή προσπάθεια να απομακρύνουμε ότι ξένο προς την αρετή και το καλό. Ότι ξένο προς την αγάπη και αγνότητα. Ιδιαιτέρως να προσέξουμε την μνησικακία που μας χωρίζει από τον Θεό και τους ανθρώπους. «Ἐάν οὖν προσφέρεις τὸ δῶρον σου ἐπί τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατά σου…» λέει ο Κύριος άφησέ τα όλα και πήγαινε να συνδέσεις την ψυχή σου με την αγάπη του αδελφού σου. Έτσι πρέπει να είναι οι καρδιές μας μπροστά στα προτιθέμενα Τίμια Δώρα.
- «ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΑΣΑΝ ΤΕΛΕΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΕΙΡΗΝΙΚΗΝ & ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΝ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ»
Στην αίτηση αυτή ζητούμε από τον Θεό 4 πράγματα να συνοδεύουν την ημέρα μας. Αλλά τι είναι η ημέρα εκτός από ένα απλό διάστημα χρόνου; Στην ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ την συναντάμε με πολλές έννοιες όπως: ΑΠΛΗ ΗΜΕΡΑ, ΗΜΕΡΑ ΕΚΔΙΚΗΣΕΩΣ, ΗΜΕΡΑ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΠΟΝΗΡΑ, ΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΕΩΣ, ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΚΥΡΙΟΥ.
Όλες οι ημέρες του Θεού είναι ευλογημένες. Μεταβάλλονται όμως σε κακές, πειρασμικές και θλιβερές, από τα πολλαπλά πάθη μας, από την κακία και τον φθόνο του Διαβόλου, από τα στοιχεία της φύσεως, και από την καλή παιδαγωγία του Θεού, ο οποίος θέλει «πάντας σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωση ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4). Κάθε μέρα μας κυκλώνουν πειρασμοί πολλοί (εσωτερικοί και εξωτερικοί) και «διαβαίνουμε ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν», όπως είδε σε όραμα ο Μεγ. Αντώνιος (πρβλ). Γι΄ αυτό και εμείς φωνάζουμε νύχτα και μέρα στον Κύριο μας για το έλεος Του και τον εκλιπαρούμε λέγοντας: «καὶ μὴ εισενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», τον πειρασμό της παρούσης ημέρας και ζωής αλλά και τον έσχατο και τελευταίο πειρασμό, της Μελλούσης Κρίσεως. Ας δούμε, λοιπόν, με λεπτομέρεια..
ΤΕΛΕΙΑΝ: σημαίνει για μας εφαρμογή της εντολής «ἔσεσθε οὖν ἡμεῖς τέλειοι». Να περάσουμε ημέρα σαν ολοκληρωμένοι χριστιανοί. Να φέρουμε σε πέρας το ἐπι γῆς ἔργο μας στο όποιον χώρο και να ανήκουμε. Και πατερικά ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος θα το διατυπώσει: «ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης».
ΑΓΙΑΝ: είναι συνώνυμο με το «τελείαν». Γιατί αγιασμός και τελειότης είναι τα ύψιστα αγαθά κάθε χριστιανού που αγωνίζεται. «Αγία ημέρα» σημαίνει χωρισμένη από την αμαρτία, αγνή, καθαρή, αμόλυντος, καθώς ο Κύριος παραγγέλει: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί». Γι’ αυτό και πρέπει να προσπαθούμε να αγιάσουμε, αισθήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες, λόγια πράξεις, εκδηλώσεις ώστε το σύνολό τους να κάνουν αγιασμένη την ζωή και την ημέρα.
ΕΙΡΗΝΙΚΗΝ: Ο Χριστιανός που έχει ειρήνη, ειρηνεύει με τον εαυτό του και τους άλλους. Ο Κύριος μας στην αγία γραφή καλείται «ἄρχων εἰρήνης» και επομένως σε όποια καρδιά υπάρχει αυτό το πολύτιμο αγαθό υπάρχει και ο Δότης του αγαθού ο Χριστός. Γι’ αυτό και κατά την διάρκεια της Θ. Λειτουργίας αλλεπάλληλα είναι τα αιτήματα και οι ευλογίες της ειρήνης (εἰρήνη πᾶσι, έν εἰρήνη του Κυρίου δεηθῶμεν, ἄγγελον εἰρήνης πιστόν ὀδηγόν…).
ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΝ: Με όπλα τα παραπάνω να μην εισχωρεί η αμαρτία στην ημέρα μας και στην ζωή μας αλλά να φυγαδεύεται, όπως το σκοτάδι όταν έρχεται το φως. Αλλά «αναμαρτησία» είναι ιδιότητα που την έχει μόνο ο Θεός. «Συ γὰρ μόνος ἐκτός ἁμαρτιάς ὑπάρχεις». Αλλά το ότι ζητά αυτό η εκκλησία δείχνει πόσο μισητή είναι η αμαρτία στο Θεό. Και για να σωθούμε από την αμαρτία χρειάζεται μέθοδο και αγώνας μεγάλος. Οι Πατέρες έγραψαν και έκαναν αναλύσεις πάνω σ’ αυτό το ύψιστο σημασίας ζήτημα με σκοπό να μας δώσουν όπλα και εργαλεία για να αγωνιζόμαστε. Προσοχή στην σκέψη και στο νου όπου καταφθάνουν οι προσβολές και από εκεί ξεκινούν τα πάθη και όλα τα εγκλήματα. Αμέσως να τα διώχνουμε από την διάνοια μας. «ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ», γιατί ο πειρασμός έρχεται και ως αδύνατοι πνευματικά αρχιζεί την συζήτηση και τα επιχειρήματα… και όσο να νομίζουμε ότι είμαστε δυνατοί κινδυνεύουμε να πέσουμε… όλοι βαδίζουμε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Η βοήθεια του Θεού και η προσπάθεια μας μας κρατεί πάνω σ’ αυτό… Υπάρχουν, όμως, και στιγμές στην ζωή του ανθρώπου που τα πάντα σαρώνονται και μόνο η επέμβαση του Θεού μπορεί να δώσει λύση...
«Κάποτε, ζούσε σε μια κωμόπολη της Κρήτης κοντά στους Καλούς Λιμένες ένας γεωργός, έξυπνος και καλλιεργημένος, αλλά γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στις τότε γνωστές αιρέσεις. Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν: «Είμαι στον σωστό δρόμο; ή κάνω λάθος και πνίγομαι και εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, στείλε μου έναν Άγγελό Σου, αν έχεις και αν υπάρχει, για να με οδηγήσει στο σωστό… «Και πάλι «Αχ, Θεέ μου…» και «αχ, Θεέ μου…» Αυτό γινόταν για χρόνια…
Κάποτε πέρασε ένας Διάκονος Ορθόδοξος, έξω από τον αμπελώνα του. Τον πλησίασε και άρχισε μια συζήτηση με πολλές ερωταποκρίσεις. Ο αμπελουργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση. Πέρασε η ώρα και ο ευκατάστατος γεωργός κάλεσε τον Διάκονο στο σπίτι του.
Όταν έφθασαν στο σπίτι, ο Διάκονος άρχισε να ομιλεί για την Ορθόδοξη πίστη. Όλη η οικογένεια κρεμάστηκε από τα χειλή του.
Όλη τη νύχτα τους μιλούσε για τον Κύριο, για την ενανθρώπησή Του ως Θεανθρώπου, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για τον θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα τόσα άλλα της πίστεώς μας.
Κανείς δεν κουράστηκε. Όλοι τους σκλαβώθηκαν από τα γλυκά σαν μέλι λόγια του. Η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε. Τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της Ορθοδόξου πίστεως…
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, αν ήταν δυνατόν, εκείνη την ώρα να βαπτισθούν. Δεν έχασε καιρό ο Διάκονος. Πήρε μαζί του τον αμπελουργό και πήγαν στον τοπικό επίσκοπο. Ο επίσκοπος τους δέχθηκε και ρώτησε τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε και που μεταβαίνει.
Ο Διάκονος σηκώθηκε όρθιος και αποκρίθηκε:
-Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα. Είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές του Μεγάλου Αρχιερέως. Αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή, λιμενιστήκαμε εδώ, στους λεγόμενους Καλούς Λιμένας. Έρχομαι δε σήμερα προς εσάς, για να παρακαλέσω να βαπτισθεί αυτός ο άνθρωπος και η οικογένειά του, της οποίας όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως όλη την νύχτα στα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας ο επίσκοπος ότι ήταν Αρχιδιάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, δεν ρώτησε τίποτα άλλο, μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος, μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός, και τον παρακάλεσαι την επομένη, που ήταν Παρασκευή, να λάβει μέρος στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τον διαβεβαίωσε συγχρόωνς ότι θα συνεχιζόταν η κατήχησης για λίγες ακόμη ημέρες και το Πάσχα θα βάπτιζε τον γεωργό και την οικογένειά του.
Την άλλη ημέρα πράγματι τελέστηκε η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Στην Μεγάλη Είσοδο δόθηκε στον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Άγιο Δίσκο και το Πανάγιο Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος, αλλά έτρεμε πολύ. Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά. Με πολλή βία, ιερό δέος και φόβο, κατάφερε να μπει μέσα στο Άγιο Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε πολλή εντύπωση. Και ο επίσκοπος και ο ιερεύς και το πλήθος των χριστιανών είδαν και ασιθάνθηκαν ότι ο φόβος του Αρχιδιακόνου δεν ήταν συνηθισμένος φόβος. Αυτή η εξώκοσμος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Λειτουργίας ο επίσκοπος ρώτησε τον Αρχιδιάκονο μήπως ήταν άρρωστος ή μήπως είχε κάποια παράξενη ασθένεια.
Και η απάντηση του Αρχιδιακόνου:
-Όντως, Άγιε δέσποτα, κατέχομαι από ασθένεια, την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή Μυσταγωγία και παίρνω στα χέρια μου το Τίμιο και Πανάγιο Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος, γι’ αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, δήλαδή χωρίς να κλονίζομαι από τον τρόμο.
Και πρόσθεσε επί λέξει:
-Και τις δύναται, άγιε δέσποτα, ἐκ τῶν γνῶσιν ἐχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας, να κρατήσει ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ «τὸν τοῖς πᾶσιν ἀχώρητον»; Η συγκατάβαση του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνέχισε ο Αρχιδιάκονος, ἐνισχύουσα τὸ ἀσθενές ἡμῶν, καθιστᾶ τὰ ὀγκώδη ἐλαφρά καὶ τὰ ἀδύνατα δυνατά. Μακάριος δὲ, Ἅγιε δέσποτα, ὁ ἀξιωθείς νὰ ὑπηρετῆ εἰς τὸ μέγα τοῦτο Μυστήριον, εἰς τὸ ὁποῖο οἱ ἐν οὐρανοῖς Ἄγγελοι καὶ πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῆς οὐρανίου δόξης ὑπηρετοῦντες, παρίστανται μετά φόβου καὶ τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά, ταράχθηκε ο Άγιος Διάκονος. Ολόκληρο το Άγιο Βήμα άστραψε από ουράνιο φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος και με αλλοιωμένη πλέον, παράξενη, ουράνια φωνή ακούστηκε να λέει:
-Ἐγώ εἰμί ἕν ἐκ τῶν λειτουργικῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα στέλνονται «εἰς διακονίαν… διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». Ἐγώ εἰμί ὁ Ἄγγελος, ὁ ἀποσταλείς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον, τὸν εὐσεβῆ και φοβούμενον τὸν Θεόν σὺν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ὅστις ἐδέετο τοὺ Θεοῦ διὰ παντός ποιῶν ἐλεημοσύνας πολλάς τῷ λαῷ. Εἶμαι ἕνας Ἄγγελος ἀπό τὸ Ἀγγελικό ἐκεῖνο Τάγμα, που προσφέρει τὶς προσευχές «τῶν θελόντων σωθῆναι» εις τον ουράνιον Θρόνον τοῦ Σωτῆρος Χριστού.
Ὅταν συνεχῶς προσηύχετο ὁ γεωργός, τὸν ὁποῖο σᾶς παρέδωκα χθες, ὅπως βαπτισθῆ αὐτός καὶ ἡ οἰκογένειά του, ἐζητοῦσε παρά τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ ὑποδειχθῆ ἡ ἀληθής θρησκεία, διὰ νὰ προσκυνήση ἐν γνώσει τὸν Θεόν. Καὶ ἐγώ ἤμουν αὐτός, ποὺ προσήγαγε τὴν προσευχήν του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τοῦτον μὲ ἀπέστειλεν ὁ Θεός νὰ ὁδηγήσω εἰς τρίβον εὐθεῖαν καὶ ἐκπληρώσας τὴν ἀποστολήν μου ἀπέρχομαι εἰς τὰ ἴδια.
Όταν άκουσαν αυτά ο αρχιερεύς και οι περί αυτόν, ταράχθηκαν τόσο πολύ, ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος. Ο Άγγελος όμως τους είπε:
-Μὴ φοβῆσθε, ἀλλά τον Θεόν νὰ εὐλογῆτε καὶ Αὐτόν νὰ προσκυνῆτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἐφανερώθηκα εἰς ἐσᾶς, ἀλλά οὔτε ἔφαγον οὔτε ἔπιον, μόνον ὡς εἰς ὅρασιν ἐσεῖς μὲ βλέπατε οὕτως. Τίποτε ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν συνέβη. Καὶ τώρα ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ διότι ἀναβαίνω πρὸς τὸν ἀποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν. Δόξασαν τον Θεό για τα θαυμαστά Του έργα και διότι φανερώθηκε σ’ αυτούς τους ανάξιους Άγγελος Κυρίου!
Ο γεωργός, ο οποίος παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από την Εκκλησία, από ένα ανοιχτό παράθυρο, κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο άκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθηκαν από τον Άγγελο του Κυρίου με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου και ανεφώνησε με μεγάλη φωνή και είπε:
-Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος ὁ Θεός τὸν Ἄγγελον Αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ τοῦ σκότους τῆς ἀγνωσίας. Δόξα Σοι, Βασιλεῦ Θεέ Παντοκράτορ και Φιλάνθρωπε, ὅτι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἀγγέλου μὲ ἠξίωσες τὸν ἁμαρτωλόν καὶ πρώην αἰρετικόν νὰ ἀναστηθῶ έκ τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐγώ καὶ ἡ οίκογένειά μου. Καὶ τώρα, Κύριε, φώτισόν μου τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν, ἵνα Σὲ ὑμνῶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, κράζων ὡς οἱ ἐν Οὐρανοῖς Ἄγγελοί σου «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος σὺ εἶ ὁ Θεός, πλήρης ὁ οὐρανός καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου».
Ο γεωργός όταν βαπτίστηκε, ονομάστηκε Σέργιος.
- ΑΓΓΕΛΟΝ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΠΙΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ, ΦΥΛΑΚΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΗΜΩΝ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ
Ο ιερός Χρυσόστομος θα μας πει: «Ο Διάκονος ἐπιτάτει αἰτεῖν τὸν Ἄγγελον τῆς εἰρήνης, καὶ τὰ προκείμενα πάντα είρηνικά, καὶ τῆς συνόδου ταύτης ἀπολύων ἡμᾶς τοῦτο ἡμῖν ἐπεύχεται λέγων: Πορεύεσθαι ἐν εἰρήνη∙ καὶ οὐδέν ὅλως ἔνι οὔτε εἰπεῖν, οὔτε πράξαι ταύτης χωρίς. Αὕτη γὰρ ἐστίν ἡ τροφός ἡμῶν καὶ μήτηρ, θάλπουσα μετά πολλῆς τῆς ἀκριβείας ἡμᾶς… Εἰρήνην δὲ λέγω… τὴν κατά Θεόν εἰρήνην, τὴν ἐκ τῆς συμφωνίας τῆς πνευματικῆς».
Αναφερόμαστε με αυτήν την αίτηση στο προσωπικό μας Άγγελο. Αυτόν που λάβαμε κατά το άγιο Βάπτισμα με την προσταγή του Θεού να μας υπηρετεί και να μας διαφυλάττει. Να μας οδηγεί στον φωτισμό και στην Θεία Γνώση της πίστεως. Γι’ αυτό και κάθε βράδυ τον επικαλούμαστε στο Μικρό Απόδειπνο. «Μὴ δώης χώραν τῷ πονηρῷ δαίμονι κατακυριεῦσαι μου τῇ καταδυναστείᾳ τοῦ Θνητοῦ τούτου σώματος. Κράτισον τῆς ἀθλίας καὶ παρειμένεις χειρός μου καὶ ὁδήγησον με εἰς ὁδόν σωτηρίας».
Ο Άγγελος Φύλακας της ψυχής μας ενδιαφέρεται μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μας για την σωτηρία μας. Αν εμείς με τα έργα της αμαρτίας, την αμετανοησία και την σκληροκαρδία, απομακρυνόμαστε από την χάρη του Θεού, αυτό σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε και από τον Άγγελό μας.
Θα πρέπει να ευχόμαστε συχνά προς τον Άγιο Άγγελο μας. Να έχουμε αιτήματα και βεβαίως όχι μόνο υλικά αλλά πιο πολύ πνευματικά. Αυτά που τρέφουν και αναβιβάζουν την ψυχή και την καρδιά μας. Να ζητάμε να μην μας λείψει η Θ. Λατρεία, η Θ. Κοινωνία, ο Πνευματικός μας Πατέρας και πρώτα-πρώτα η βασιλεία του Θεού.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι ζητάμε ο Φύλακας Άγγελός μας τα πηγαίνει στα πόδια του Θεού.
- ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΦΕΣΙΝ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΗΜΩΝ.
Στην αίτηση αυτή θα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό ερμηνείας. Ο όρος «συγγνώμη» με «άφεση» έχει διαφορά. Συγγνώμη θα λάβουμε μέσα από την προσευχή και την παράκληση. Συγγνώμη σημαίνει επιείκεια του Θεού για τα μικρά μας λάθη έως ότου φθάσουμε στην εξομολόγηση. Στην εξομολόγηση λαμβάνουμε «άφεση» και η οποία παρέχεται μόνο με την μετάνοια μέσα στο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. «Άφεση», λοιπόν, είναι η συγχώρεση και η αθώωση και η αποκατάσταση της υιοθεσίας.
Ανάλογη επίσης διαφορά υπάρχει μεταξύ «πλημμελήματος» και «αμαρτίας». Το πρώτο αφορά κυρίως απλό πταίσμα που έγινε κυρίως από αμέλεια και απροσεξία. Όχι με πρόθεση κακή. Ενώ «αμαρτία» είναι η κακή πράξη, ο βλάσφημος λόγος, η διεστραμμένη πράξη, η πονηρή επιθυμία. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί: «Ἡ ἁμαρτίαν ἐστίν ἡ ἀνομία καὶ πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστίν». Είναι η δύναμη του κακού που φωλιάζει μέσα μας. Είναι η ελεύθερη αντιλογία και ανταρσία στην φωνή του Θεού που ακούγεται μέσα με την μορφή της συνειδήσεως. Γι’ αυτό και την αμαρτία την ακολουθεί η ενοχή και όσο μεγαλώνει η αμαρτία μεγαλώνει και η ενοχή. Κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει, επαναλαμβάνει την πράξη των Πρωτοπλάστων. Και τέλος είναι η συνειδητή και ελεύθερη παρακοή του ανθρώπου, που τον αποξενώνει από τον Θεό.
Πως, λοιπόν, θα λυτρωθεί ο άνθρωπος από αυτές τις ενοχές;
Ο έλεγχος της συνειδήσεως μας θλίβει, μας πονάει, μας τυραννάει. Γι’ αυτό και ρωτά την ένοχη συνείδησή του ο αμαρτωλός με το στόμα του Αγίου Παύλου: «ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τοῦτου;!».
Πολλοί, μα πάρα πολλοί καταφεύγουν στους νευροψυχιάτρους, αστρολόγους, μάγους, μέντιουμ, σε γνωστούς συγγενείς ή φίλους και σε εικόνες ακόμα. Όπου και αν καταφύγουν δεν υπάρχει λύτρωση και η ανακούφιση είναι προσωρινή. Χαπάκια μπορεί να δίνουν οι γιατροί για να κοιμούνται οι ασθενείς αλλά μόλις ξυπνήσουν πάλι η συνείδηση φωνάζει. Κανένας όση δύναμη και εξουσία και αν έχει δεν μπορεί να εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής και να την απαλλάξει από τα προβλήματά της. Ούτε αυτός ακόμα ο «πανδαμάτωρ» χρόνος. Μόνο ο Θεός μπορεί. Και ο Θεός προσφέρει λύτρωση και άφεση με το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και Μετανοίας.
«Ο Όσιος Παύλος ο Απλούς πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι μοναχοί μαζεύονταν στην Εκκλησία να λειτουργηθούν. Ο Όσιος Παύλος στάθηκε σε μία γωνιά και από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία ένας – ένας. Είχε χάρισμα από το Θεό, να βλέπει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων.
Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως και την εσωτερική τους διάθεση. Ο καθένας είχε πλάι του τον Φύλακα – Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά έδειχναν αγιότητα και πρόοδο στην αρετή. Ο αββάς Παύλος, όταν τα έβλεπε αυτά, ευχαριστούσε το Θεό από την καρδιά του.
Καθυστερημένος, έφθασε στο τέλος κι ένας άλλος μοναχός. Αυτός ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο. Ήταν ταραγμένος. Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες και προσπαθούσαν ο καθένας χωριστά να τον τραβήξει προς το μέρος του. Όλοι του βομβάρδιζαν τ’ αυτιά, τον νου, την καρδιά. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του ακολουθούσε από πίσω περίλυπος, με κατεβασμένο το κεφαλάκι. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάσει.
Ο Όσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για την βασανισμένη ψυχή του αδελφού κι άρχισε να κάνει κομποσκοίνι.
Η Θεία Λατρεία τελείωσε. Οι μοναχοί με την σειρά άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε. Τώρα έδειχναν πιο λαμπιρισμένοι. Οι Άγγελοι τους φωτεινότεροι! Ο αββάς Παύλος δεν κινήθηκε καθόλου από τη θέση του. Περίμενε να δει κι εκείνον τον άλλο, για τον οποίο τόσο είχε προσευχηθεί σ’ ολόκληρη την Θεία Λειτουργία.
Δεν άργησε να φανεί κι εκείνος. Αλλά τι αλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανιστεί. Ο Φύλακας - Άγγελος τον σκέπαζε με τις φτερούγες του. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα! Πόσο ήταν λαμπερός!
-Δόξα Σοι, ο Θεός, ξέφυγε χωρίς να το θέλει από τα χείλη του Οσίου.
Οι αδελφοί γύρισαν και κοίταξαν με απορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε δει εκείνο το πρωινό στην Εκκλησία. Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διαθέσεις πήγε στην Λειτουργία και πως έφυγε. Εκείνος βέβαια δεν δίστασε να κάνει δημόσια Εξομολόγηση και να πει τα εξής:
-Μέχρι σήμερα περνούσα με αμέλεια τις ημέρες μου. Τα πάθη μου είχαν φουντώσει. Οι λογισμοί οργίαζαν μέσα στην καρδιά μου. Ο νους μου είχε σκοτισθεί… Σήμερα, όμως, με ελέησε ο Θεός! Άκουσα μία προτροπή στην ανάγνωση από τον Προφήτη: «Λούσασθε καὶ καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ἡμῶν…, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν… καὶ ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν (κατακόκκινες δηλαδή οι αμαρτίες από τις φονικές διαθέσεις και πράξεις, γι’ αυτό λέγει «φοινικοῦν»), ὡς χιόνα λευκανῶ».
Η καρδιά μου συνετρίβει… τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Έπεσα στα γόνατα και ζήτησα το έλεος του Θεού, όπως ο άσωτος: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν καὶ ἐνώπιόν σου…», όπως ο ληστής, «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου…», όπως ο τελώνης «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ…», όπως ο λεπτρός, «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησόν με…», όπως ο τυφλός, «Υἱέ Δαυίδ, Ἰησοῦ, ἐλέησόν με»!...
Σηκώθηκα ξαλαφρωμένος από τα βάρη και τις ενοχές και πήρα την απόφαση να μην ξαναμαρτήσω και αμέσως να εξομολογηθώ…
Ο Όσιος Παύλος και οι μοναχοί θαύμασαν μ’ αυτήν την εξομολόγηση και είπαν:
-Πράγματι ανυπολόγιστη η αξία της μετάνοιας, της αποφάσεως του ανθρώπου να μην ξαναμαρτήσει!
Να γιατί, λοιπόν, και εμείς φωνάζουμε την «ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν».
- ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ.
Δεν γνωρίζεις λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «εάν εκείνα που σε συμφέρουν, όπως τα γνωρίζει ο Θεός πάρα πολύ καλά. Πολλές φορές ζητείς βλαβερά και επικίνδυνα πράγματα, ο Θεός όμως που ενδιαφέρεται περισσότερο για την σωτηρία σου, δεν προσέχει το αίτημά σου, αλλά πριν απ’ αυτό φροντίζει παντού για το συμφέρον σου». Έτσι ο πιστός άνθρωπος δεν θλίβεται εάν δεν λάβει από τον Κύριο εκείνο το οποίο ζήτησε. Αλλά πιστεύει ότι ο Κύριος είναι: «ὁ βάθει σοφίας πάντα οἰκονομῶν καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων». Και είτε λάβει απάντηση, είτε όχι, ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό.
Ένας πνευματικός θα μπορούσε να μας πει σε τι παραλογισμούς πέφτουν σήμερα οι άνθρωποι και τι ζητούν. Όπως και για άγια και λογικά αιτήματα ανάλογα. Γι’ αυτό πολλές φορές κατασκευάζουμε στο μυαλό μας ένα Θεό - εκδικητη, ένα Θέο – πλουτοδότη, ένα Θεό – προξενευτή και μένουμε μόνο εκεί. Στα αιτήματά μας, λοιπόν, δυστυχώς κυριαρχεί το συμφέρον και η ιδιοτέλεια. Και ξεχνάμε αυτό που μας παραγγέλλει ο Κύριος μας: «ζητείτε πρώτον τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» και όλα θα έρθουν μετά…
Κάποτε, ο Άγιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν Σαλός, πολύ πριν αρχίσει την παράξενη αποστολή του στον κόσμο, μια βραδιά, ενώ προσευχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ήλθε σε έκσταση και βρέθηκε στα Βασιλικά Παλάτια του Ουρανού…
Τον κάλεσε ο Ουράνιος Βασιλιάς και του είπε:
-Θέλεις να με υπηρετήσεις ολόψυχα και να σε κάνω έναν από τους αξιωματούχους του παλατιού μου;
-Υπάρχει κανείς, Δέσποτα, που να μη θέλει το καλό του; Αποκρίθηκε. Εγώ πάντως πολύ το επιθυμώ.
-Αν το επιθυμείς λοιπόν, δοκίμασε τη γεύση της Βασιλείας μου.
Συγχρόνως του πρόσφερε να πιει κάτι. Έμοιαζε με χιόνι και ήταν πολύ γλυκό και νόστιμο, που δεν μπορεί άνθρωπος να το φανταστεί. Μόλις το ήπιε, είπε:
-Δώσε μου κι άλλο, Σε παρακαλώ, γιατί μόλις το ήπια, ένιωσα να ευωδιάζει σαν θεϊκό μύρο.
Εκείνος του έδωσε και δεύτερο, που έμοιαζε με κυδώνι. Αυτό όμως ήταν πιο ξινό και πιο πικρό από την αψιθιά. Όταν το ήπιε ο Όσιος Ανδρέας, καταπικράθηκε, απογοητεύθηκε και ξέχασε την προηγούμενη θαυμάσια γεύση.
Βλέποντάς τον λυπημένο ο Βασιλιάς του είπε:
-Βλέπεις, που δεν μπορείς να υποφέρεις την πικράδα του ποτού ή του φαγητού; Σου έδωσα να καταλάβεις τον τελειότερο τρόπο, με τον οποίο μπορεί κανείς να με υπηρετεί. Αυτή είναι ακριβώς η στενή και «τεθλιμμένη ὁδός, ἡ . ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν».
-Μου φαίνεται πικρό το πράγμα, Δέσποτα. Ποιος μπορεί να Σε υπηρετεί τρώγοντας ή πίνοντας αυτό το φαρμάκι;
-Το πικρό το θυμάσαι, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς; Το γλυκό το ξέχασες; Πριν από το πικρό δεν σου έδωσα το γλυκό;
-Ναι, Δέσποτα, αλλά μου είπες ότι η στενή οδός μοιάζει με το πικρό.
-Όχι, κάθε άλλο! Η οδός αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο πικρό και στο γλυκό. Το πικρό είναι οι κόποι, οι αγώνες και οι ιδρώτες για την αρετή, ενώ το γλυκό και νόστιμο είναι η δροσιά, η ανάπαυση και η παρηγοριά, που προσφέρει η Αγαθότης μου σε όσους θλίβονται και υποφέρουν και μαρτυρούν για χάρη μου. Δεν προσφέρω λοιπόν το πικρό μόνο, ούτε πάλι μόνο το γλυκό, αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Αν θέλεις λοιπόν να με υπηρετήσεις, πες μου, για να ξέρω.
-Δώσε μου πάλι να τα δοκιμάσω και θα σου πω, αποκρίθηκε ο μακάριος.
Εκείνος του έδωσε πρώτα το πικρό. Ο Άγιος Ανδρέας τότε καταπικραμένος είπε:
-Δεν μπορώ να Σε υπηρετήσω και να τρώω απ’ αυτό. Είναι πικρό και ανυπόφορο.
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε και βγάζοντας από τον κόρφο Του κάτι που μοσχοβολούσε, του είπε:
-Πάρε και φάγε, για να τα ξεχάσεις όλα.
Πήρε πραγματικά και έφαγε. Για πολλή ώρα ένοιωθε τόση ηδονή, τόση γλυκύτητα και χαρά, τόσο ευφροσύνη και μακαριότητα, ώστε βρισκόταν εκτός εαυτού. Νόμιζε πως ζούσε μέσα σε υπερβολική ευωδία, δόξα, λαμπρότητα και θεία τερπνότητα. Όταν συνήλθε, έπεσε στα πόδια εκείνου του μεγάλου Ουρανίου Βασιλέως και Τον παρακαλούσε:
-Ελέησέ με, Αγαθέ Δέσποτα, και δέξε με να Σε υπηρετώ, γιατί κατάλαβα πραγματικά πως η υπηρεσία Σου είναι πολύ ευχάριστη.
-Πίστεψέ με, του είπε Εκείνος, ότι από τα πλούτη μου αυτό είναι το πιο ασήμαντο!... Ασφαλώς τώρα θα γυρίσεις πίσω… Στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου αν με υπηρετήσεις σωστά και με αυταπάρνηση, τότε, όσα έχω, θα γίνουν ΟΛΑ δικά σου! Θα γίνεις κληρονόμος της Βασιλείας μου! «Τὰ ἐμά πάντα σὰ ἐστί».
- «ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΧΡΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΑΙ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ».
Πνιγμένοι στο άγχος και στις μέριμνες της ζωής δεν καταλαβαίνουμε πως περνάμε τα χρόνια. Σπαταλούμε τον καιρό μας. Ζούμε με αδιαφορία και αναισθησία. Νομίζουμε ότι δεν θα πεθάνουμε. Υπάρχουν όμως πολλοί οι οποίοι βλέπουν τη ζωή να φεύγει και ανησυχούν. Ανησυχούν κοσμικά όμως. Να δουν τα παιδιά τους παντρεμένα, το εξοχικό να έχει τελειώσει και εν γένει οι επιδιώξεις τους είναι γύρω από την ύλη. Όμως εμείς θα πρέπει να έχουμε την υπόλοιπη ζωή μας ειρηνική. Να αναθέτουμε τα προβλήματά μας στον Θεό που ξέρει πως θα τα οικονομήσει. Να φροντίζουμε για ήρεμη συνείδηση και ειρηνικό λογισμό. Να μην είναι εφιαλτικές και γεμάτες τύψεις οι ζωές μας. Αν έχουμε ειρήνη τότε έχουμε την χάρη του Αγ. Πνεύματος. Έχουμε μέσα μας την γαλήνη και την ευλογία του Θεού και επειδή δεν γνωρίζουμε το τέλος μας και την ώρα που θα φύγουμε αγωνιζόμαστε με μετάνοια και προσευχή να είμαστε κοντά στο Θεό.
«Τὶς γὰρ καθαρός ἔσται ἀπό ρύπον; ἀλλ’ οὐδεῖς, ἐάν καὶ μία ἡμερα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί γῆς». Ἰώβ΄
- «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ, ΑΝΩΔΥΝΑ, ΑΝΕ-ΠΑΙΣΧΥΝΤΑ, ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗΝ ΑΠΟΛΟΓΙΑΝ ΤΗΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΦΟΒΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ».
Ο άνθρωπος ο οποίος διέρχεται του βίου του μέσα στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν φοβάται να ατενίσει την τελευταία στιγμή του εγκόσμιου βίου του. Με την μετάνοια έχει καθαρισθεί και διά της Θ. Λειτουργίας ζει ήδη την ατελεύτητο ζωή.
Γι’ αυτούς που αληθινά μετανόησαν ο Θάνατος δεν είναι είσοδος στο σκοτάδι της ανυπαρξίας, αλλά η Πύλη του Δεσποτικού Νυμφώνος, ο τοκετός της καινής Ζωής. «Ὁ τοκετός μου ἐπίκειται», γράφει στους πιστούς της Ρώμης ο Θεοφόρος Ιγνάτιος βαδίζοντας προς το μαρτύριο. Είναι κοντά η ώρα της γεννήσεώς μου. «Συγχωρέστε με αδέλφια. Μη με εμποδίσετε να ζήσω, μη θελήσετε να πεθάνω.. Αφήστε με να λάβω φως καθαρό. Μόλις φθάσω εκεί – κοντά στον Θεό – θα γίνω άνθρωπος». Ότι ονομάζουμε ζωή είναι θάνατος και ο λεγόμενος Θάνατος οδηγεί στη ζωή. «Είναι καλό να δύσω από αυτόν τον κόσμο προς τον Θεόν και να ανατείλω ενώπιόν Του».
Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή έχει τόση μεγάλη σπουδαιότητα το ζήτημα ζωή-θάνατου γι’ αυτό και φροντίζουμε ὑπό τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Κυκλάδων κ. Σάββα
Μέρος γ΄
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
«Ὅσοι κατηχούμενη, προέλθετε. Οἱ κατηχούμενοι προέλθετε. Μὴ τὶς τῶν Κατηχουμένων, ὅσοι πιστοί, ἕτι καὶ ἕτι, ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι».
Με την προτροπή αυτήν του διακόνου, όλες οι τάξεις των Κατηχουμένων και μετανοούντων αφήνουν τον Ναό. Θα παραμείνουν να ακούσουν την Θεία Λειτουργία οι συνιστάμενοι και οι πιστοί. Στην πρωτοχριστιανική εκκλησία όσοι παρέμεναν στο Ναό ήταν πιστοί. Κοινωνούσαν όλοι των Αχράντων Μυστηρίων. Σήμερα ερχόμαστε αδιάφορα και χλιαρά στο Ναό. Κι ο βαθμός ζεστασιάς ως προς την πίστη μας έχει θερμόμετρο την συμμετοχή μας στα μυστήρια της Ι. Εξομολογήσεως και Θείας Κοινωνίας.
Έτσι η προσέλευσή μας στον Ι. Ναό έχει κυρίως σχέση με «κοινωνικές υποχρεώσεις» όπως γάμους, κηδείες, μνημόσυνα, βαπτίσεις και να κατατάξω και το τυπικό Κυριακάτικο Εκκλησιασμό. Θεωρούμε μάλιστα και τον εαυτό μας «καλό άνθρωπο» και ότι αγαπούμε όλο τον κόσμο.
Όμως άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός. Ο Χριστιανός αγωνίζεται να μετέχει στην μυστηριακή ζωή της εκκλησίας με όλα εκείνα τα πνευματικά αγωνίσματα που διαθέτει στο χώρο της η παράδοση της εκκλησίας.
-«Δείξον μη τὴν πίστην σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ιακώβ. 2,13)
-«Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί» (Ιακώβ. 2,26)
Με την Θ. Λειτουργία οι πιστοί ανυψωνόμαστε εις τα ύψη έχοντας ως ανυψωτικό μηχάνημα τον Ιησού Χριστό και ας το ακούσουμε αυτό από τον Άγ. Ιγνάτιο Αντιοχείας: «Ὅς ἐστίν σταυρός, σχοινίῳ χρώμενοι τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ. Ἡ πίστις ἡμῶν ἀναγωγεύς ἡμῶν, ἡ δὲ ἀγάπη ὁδός ἡ αναφέρουσα εἰς Θεόν».
Η αγία προσφορά προεικονίζει το δείπνο της Βασιλείας. Όσοι δεν φόρεσαν το ένδυμα του γάμου που δίνεται στο Άγ. Βάπτισμα, απομακρύνονται από το δώρο όπου ιερουργείτε στη Θ. Ευχαριστία. Παραμένουν, λοιπόν, εκείνοι στους οποίους αναπαύεται το πνεύμα του Θεού. Αυτοί θα ευφραίνονται από την θεωρία του Θεού.
Ο ΙΕΡΕΥΣ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΑΝΤΙΜΝΗΣΙΟΝ (ή ΕΙΛΗΤΟΝ)
Είναι ένα ορθογώνιο ύφασμα με παραστάσεις από την αποκαθήλωση του Κυρίου, τους ευαγγελιστές πάνω στο οποίο τοποθετούνται τα τίμια δώρα μετά την μεγάλη Είσοδο. Χρησιμεύει και σαν άγια Τράπεζα όπου δεν υπάρχει αυτή. Στις γωνίες ή και σε άλλο σημείο ράβονται άγια Λείψανα μαρτύρων και καθαγιάζονται στα εγκαίνια Ναών και στις Επτά συνεχόμενες λειτουργίες που θα ακολουθήσουν.
Χωρίς αυτό δεν μπορεί ο ιερεύς να τελέσει Θ. Λειτουργία. Κάθε ένα φέρει την υπογραφή του Επισκόπου και την ημερομηνία που καθαγιάστηκε.
Στις ευχές που μυστικά θα ακολουθήσουν, ο ιερεύς δέεται στον Κύριο να τον κάνει άξιο για να προσφέρει αυτή την θυσία. Η καθαρότητα του ιερέως είναι προϋπόθεση για να τελέσει τα Άγια Μυστήρια. «Ἀπαιτεῖται Ἀγγελική τάξη καὶ καθαρότητα» για το λόγο αυτό τονίζει ο όσιος Θεόγνωστος: «Εἰδεμή, ἀναμιγνύοντας τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν δυσωδία μὲ τὸ μύρο, πρόκειται σίγουρα να κληρονομήσει το οὐαί (δηλ. αἰώνιο θρῆνο) καὶ τὴν ἀπώλεια ὡς ἱερόσυλος».
Όμως πέρα από την σωματική και πνευματική καθαρότητα οφείλει ο ιερεύς να ιερουργεί την Θ. Αναφορά με «ἄβυσσο ταπεινώσεως». «Ταπείνωσε τὸν ἐαυτό σου σὰν νὰ ἤσαν πρόβατον γιὰ σφαγή, θεωρώντας ὅλους πραγματικά ἀνώτερους ἀπό σένα καὶ λογάριαζε τὸν ἐαυτό σου γῆ καὶ σποδόν». Έτσι μόνο ο ιερεύς συνειδητοποιεί ότι μπροστά στο Θυσιαστήριο βρίσκεται στην θέση του Χριστού και όπως εκείνος ιερούργησε την σωτηρία του κόσμου έτσι και αυτός προσφέρει την αναίμακτο θυσία υπέρ της του κόσμου σωτηρίας και των αιτημάτων που έχει αναλάβει.
Ο Λαός κατανοεί και αυτός το ύψος του μυστηρίου και λέγοντας «ΑΜΗΝ» δείχνει ότι ενώνει και εκείνος την προσευχή του με τον τρόμο και την αγωνία του ιερέως μπροστά στην μεγάλη ευθύνη της ιερατικής διακονίας. Συμφωνεί και προσεύχεται στο Θεό για να διαφυλάξει τον κληρικό άγιο και καθαρό μπροστά σ’ αυτό που σε λίγο θα τελεστεί. Να, λοιπόν και ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσθέσουμε στα ήδη υπάρχοντα σχετικά με τη θέση πως η Θ. Λειτουργία χρήζει απαραίτητα την παρουσία κλήρου και λαού. Όλοι μαζί γινόμαστε ένα και η προσευχή μας, η δοξολογία μας εκχέεται πύρινη προς τον Ουράνιο Πατέρα μας. Παύουν οι διαχωρισμοί και οι ιδιοτέλειες, οι εγωισμοί και το συμφέρον. Μπροστά στον Παντογνώστη Θεό είμαστε όλοι γυμνοί και τετραχηλισμένοι φέροντες τα πταίσματά μας και τις αδυναμίες μας. «Ἰδοῦ λοιπόν καιρός εὐπρόσδεκτος» έφτασε η ώρα να αποδεχθούμε τον «Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων» και να γίνει η γη μας ουρανός…
Χερουβικός ύμνος…
ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
Φτάσαμε, λοιπόν, στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟ και την ονομάζουμε έτσι καθώς ακολουθεί η έξοδος του Βασιλέως Χριστού και η πορεία προς τον Γολγοθά. Και γίνεται μια σειρά από πράξεις του λειτουργού και του Λαού και διαβάζουμε και ψέλνονται μια σειρά από σπουδαιότατες ευχές. Ας δούμε πρώτα ποια ευχή μυστική διαβάζει ο λειτουργός:
Ο ιερεύς λέγει την ευχή του χερουβικού ύμνου:
«Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς, προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ λειτουργεῖν σοι Βασιλεῦ τῆς δόξης∙ τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερόν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν. Ἀλλ΄ ὅμως διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητον σου φιλανθρωπία, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καὶ Ἀρχιερεύς ἡμῶν ἐχρημάτισας, καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων∙ σὺ γὰρ μόνος, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, δεσπόζεις τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ὁ ἐπί θρόνου χερουβικοῦ ἐποχούμενος, ὁ τῶν Σεραφίμ Κύριος καὶ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ μόνος ἅγιος καὶ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος. Σὲ τοίνυν δυσωπῶ τὸν μόνον ἀγαθόν καὶ εὐήκοον. Ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ τὸν ἁμαρτωλόν καὶ ἀχρεῖον δοῦλόν σου καὶ καθάρισον μου τὴν ψυχήν καὶ τὴν καρδίαν ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς∙ καὶ ἱκάνωσόν με τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον τὴν τῆς ἱερατείας χάριν, παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ σου ταύτῃ Τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντόν σου Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα. Σοὶ γὰρ προσέρχομαι κλίνας τὸν ἐμαυτοῦ αὐχένα καὶ δέομαί σου∙ μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, μηδέ ἀποδοκιμάσῃς με ἐκ παίδων σου∙ ἀλλ’ ἀξίωσον προσενεχθῆναί σοι ὑπ’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου τὰ δῶρα ταῦτα. Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Συγχρόνως από τους ιεροψάλτες ακούγεται ο λεγόμενος χερουβικός ύμνος, ο οποίος και πλαισιώνει την μυστική ευχή του ιερέως.
«Οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς, εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον Ὕμνον προσᾴδοντες, πᾶσαν νῦν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν∙ ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορηφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα».
Μας προτρέπει ο Ύμνος, λοιπόν, να αποθέσουμε την στιγμή αυτή (νῦν) κάθε μέριμνα βιοτική, γιατί ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων. Ας κάνουμε προσπάθεια να βγούμε από τα βιοτικά πράγματα και να μπούμε στον χώρο της παρουσίας του Χριστού. Τα αφήνουμε όλα στα χέρια του Χριστού και αυτός σηκώνει το φορτίο μας και ανεβαίνει στον Γολγοθά. Μεριμνά Εκείνος για τις δικές μας ανάγκες. «Ψυχή Χριστιανού, που δεν έμαθε να αποξενώνεται από τις βιοτικές μέριμνες μέσα στην Θ. Λειτουργία, δεν θα μπορέσει να θαυμάσει ποτέ τα υπερουράνια» (Ι. Χρυσοστ.). Να τι λέει ο ύμνος:
«Εμείς, οι χριστιανοί (ιερείς και λαϊκοί και όλοι), που εικονίζουμε μυστικά τα Χερουβίμ και ψάλλουμε στην ζωοποιό παναγία Τριάδα τον Τρισάγιο Ύμνο, ας αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα και φροντίδα, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούια».
Να τι διηγείται και ένας ευλαβέστατος ρώσος αγιορείτης ο ιερεύς παπα-Τύχων:
«Την ώρα της Θείας Λειτουργίας έλεγε στον μοναχό που θα τον βοηθούσε και θα έκανε το ψάλτη, να μένει στο μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέει το «Κύριε, ελέησον», για να νιώθει τελείως μόνος του (ο πάπα Τύχων) και να κινείται άνετα στην προσευχή του.
Με τα λίγα Ελληνικά που ήξερε, έλεγε:
-Την ώρα του Χερουβικού, Φύλακας Άγγελος ανεβάσει… Μισή ώρα, μία ώρα, δεν ξέρω… Άγγελος πάλι κατεβάσει…
Καταλάβαινε τότε, μόλις συνερχόταν ο άγιος αυτός Λειτουργός, ότι βρισκόταν στην μέση της Θείας Λειτουργίας και έπρεπε να συνεχίσει. Κι έλεγε:
-Πω, πω! Εγώ λειτουργήσει… εγώ λειτουργήσει… πω, πω!
Πολλές φορές τον ρωτούσαν:
-Γέροντα, τι έβλεπες, τι άκουγες τόση ώρα;
Κι εκείνος απαντούσε ταπεινά:
-Χερουβείμ, Σεραφείμ, πολλά – πολλά, δοξολογούσε Θεό Τριαδικό… Πω, πω!
Και κατέβαζε το κεφαλάκι του συντετριμμένος και κλαίγοντας».
Δορυφορούμενος από τα αγγελικά τάγματα εισέρχεται ο Κύριος στην Αγ, Πόλη για να θυσιαστεί. Αυτό το μυστήριο της ύψιστης αγάπης του Χριστού η εκκλησία μας καλεί να τιμήσουμε με σιγή:
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία καὶ στήτω μετά φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδέν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω∙ ὁ γὰρ Βασιλεύς τῶν Βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρὼσιν τοῖς πιστοῖς. Προηγοῦνται δὲ τούτου οἱ χοροί τῶν Ἀγγἐλων, μετά πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τὰ ἐξαπτέρυγα Σεραφείμ, τὰς ὄψεις καλύπτοντα καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον∙ Ἀλληλούϊα».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην ευχή του ιερέως, την ευχή του Χερουβικού Ύμνου. Με αυτή ο λειτουργός αναγνωρίζει την αναξιότητά τους και την μεγαλειότητα του μυστηρίου που καλείται να διακονήσει. Προχωράει στο Θυσιαστήριο όχι με τις δικές του δυνάμεις αλλά στο Θείο Έλεος, στο πέλαγος της Φιλανθρωπίας του Θεού. Δεν ήρθε μία φορά μόνο και θυσιάστηκε αλλά εις το διηνεκές έρχεται και δέχεται θυσία και διαδίδεται στους πιστούς: «Ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος». Ο Χριστός μόνος Του επιτελεί και ολοκληρώνει το μυστήριο της σωτηρίας μας. Ο ιερός Καβάσιλας θα το πει: «Ο Χριστός είναι ταυτόχρονα και τροφεύς και τροφή. Είναι ζωή για όσους ζουν, μύρο για όσους αναπνέουν και ένδυμα για όσους θέλουν να ενδυθούν».
Και εμείς δεχόμαστε την Θεία Δωρεάν και ευχαριστούμε για όλα τον Κύριο. Στην συνέχεια ο ιερεύς θυμιάζει την Αγ. Τράπεζα, την ιερά πρόθεση και τον λαό λέγοντας τον Ν΄ ψαλμό της μετανοίας. Ακολουθεί ο ασπασμός του Αγίου Αντιμηνσίου και λέγονται τα εξής κατανυχτικά τροπάρια:
- Ἥμαρτον εἰς σὲ Σωτῆρ, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός∙ δέξαι με, Πάτερ, μετανοοῦντα και ἐλέησον με ὁ Θεός.
- Κράζω σοι Χριστέ Σωτήρ τοῦ τελώνου τὴν φωνήν∙ Ἱλάσθητι μοι ὥσπερ ἐκείνῳ καὶ ἐλέησον ὁ Θεός.
- Ὡς ὁ περιπεσών…
Και ζητά συγχώρηση από το λαό υποκλινόμενος και λέγει: Τοῖς μισούσι, καὶ ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ὁ Θεός, συγχώρησον. Και συνεχίζει στην Αγία Πρόθεση και προσκυνεί τα Τίμια Δώρα για να γίνει η Μεγάλη Είσοδος. Για να πάρει, όμως, στα χέρια του τα Τίμια Δώρα πρέπει να περάσει από το στάδιο της μετανοίας και να δώσει και το παράδειγμα του στους πιστούς. Παίρνει την θέση του Βαπτιστού υποδεικνύει την οδό της μετανοίας. Μόνο διά της μετανοίας μπορούμε να εισέλθουμε στην Θ. Λειτουργία.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟΣ
Στην Μεγάλη Είσοδο έχουμε να παρατηρήσουμε μερικά σημεία:
- Την μεταφορά των Τιμίων Δώρων από την Αγ. Πρόθεση, στο Άγ. Βήμα (μέσω του ναού)
- Την ανάμνηση της κραυγής του Ληστού πάνω στο Σταυρό, την οποία επαναλαμβάνει ο ιερέας (Μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλεία Αὐτοῦ).
- Την υποδοχή των Τιμίων Δώρων από τους πιστούς και την τοποθέτηση τους στο Άγ. Βήμα.
Και ενώ στην μικρά είσοδο ο ιερεύς καλύπτει το πρόσωπο του με το Ευαγγέλιο, στην μεγάλη το καλύπτει με τα Τίμια Δώρα καθώς ο Χριστός έρχεται να θυσιαστεί για μας. Την ώρα που ο λειτουργός τελούσε την προσκομιδή αποθέσαμε στα Τίμια Δώρα ολόκληρη τη ζωή μας: πόνους, χαρές, εχθρούς, φίλους, εγγύς, μακράν, ζώντες, κοιμηθέντας και Εκείνος τα προσαγάγει στον Πατέρα μας. Ας δούμε, όμως, κάποιους συμβολισμούς σχετικά με την Μεγάλη Είσοδο…
- Είσοδος στην Αγ. Πόλη του Ιησού, όπου και «μέλλει σταυρωθῆναι ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας».
Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων εισέρχεται στην αγία Πόλη. Ο Λειτουργός γίνεται το ονάριον επάνω στο οποίο κανένα πάθος δεν κάθισε και γι’ αυτό αξιώνεται να μεταφέρει τον Βασιλέα της Δόξης (Καβάσιλας). Και οι πιστοί υποδέχονται με ύμνους τον Χριστό: «Μετά κλάδων νοητῶς κεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς, ὡς οἱ παῖδες τὸν Χριστόν, ἀνευφημήσωμεν πιστῶς, μεγαλοφώνως, κραυγάζοντες τῷ Δεσπότῃ. Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐλθών, τοῦ σῶσαι τὸν Ἀδάμ ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς… ὁ πάντα λόγε πρὸς τὸ συμφέρον οἰκονομήσας δόξα Σοι».
- Η μαρτυρική πορεία του Ιησού από το Πραιτόριο στο Γολγοθά (ανάλυση)
- Η αναπαράσταση της ταφής του Κυρίου και η πορεία της Αποκαθήλωσης μέχρι και τον Τάφο. Τα όσα γίνονται στην Αγ. Πρόθεση και τα όσα λέγονται (Σταυρωθέντος σου Χριστέ – εις των στρατιωτών – και εξήλθεν Αίμα και ύδωρ…) μας επιτρέπουν να δούμε και την είσοδο την μεγάλη σαν μία αναπαράσταση της ταφής του Κυρίου μας. Γι’ αυτό και όταν ο ιερεύς καταλήξει στην Αγ. Τράπεζα έπειτα από την Λιτάνευση των Τιμ. Δώρων λέει και το τροπάριο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών…» και κλείνει την ωραία πύλη που συμβολίζει το κλείσιμο του Ζωοδόχου Τάφου.
- Την Δευτέρα παρουσία του Κύρίου.
Ιδιαιτέρως όταν κατά την Θεία Λειτουργία έχουμε πλήθος Ιερέων και Διακόνων αλλά και Αρχιερέων τότε μπορούμε να πούμε ότι εικονίζεται και η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Όπως ακριβώς γράφει η Αποκάλυψη ότι ο Κύριος θα έλθει μετά δόξης πολλής και πλήθος ουρανίων στρατιών έτσι και εδώ με μεγαλοπρέπεια μέσα στο Ναό γίνεται η είσοδος και η έλευση του Κυρίου μετά των Αγ. Αγγέλων. Και επειδή θα προπορεύεται ο Τίμιος Σταυρός γι’ αυτό και προπορεύεται κατ’ αναλογία το Ωμοφόριο του Αρχιερέως που προεξάρχει μπροστά από όλη την τελετή. Εμείς ως πιστός λαός εκλιπαρούμε νοερώς τον Κύριο: «Κύριε, Κύριε, μὴ μὲ ἀπορρίψης στὴν Δευτέρα Σου Παρουσία, ποίησον ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
- Η κραυγή του Ληστή
Ο ιερεύς κατά την Μεγάλη Είσοδο λέγει κάτι από τα λόγια του μετανοημένου και σεσωσμένου Ληστού: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Και θυμόμαστε αυτόν τον ευγνώμονα Ληστή και την τόσο κατανυχτική προσευχή και κραυγή του προς τον Εσταυρωμένο Ιησού. Το όνομά του σύμφωνα με την παράδοση ήταν Δυσμάς και ήταν φονιάς και κακούργος. Και όταν αντίκρισε την αδικία και το μίσος των Ιουδαίων προς τον Κύριο τον οποίο φαίνεται τα θαύματα και την διδασκαλία γνώριζε θαύμασε το ύψος του «Σταυρωθέντος». Ιδιαιτέρως στην μεγαλειώδη κραυγή του Κυρίου: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς…» συγκλονίστηκε, φωτίστηκε η καρδιά του και αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού την Θεότητα και ζήτησε ταπεινά το έλεος του: «Μνήσθητι μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Αυτό ακριβώς επαναλαμβάνει και ο ιερεύς.
Τελειώνοντας όσα έχουμε επιλέξει για την Μεγάλη Είσοδο θα πρέπει να πούμε ότι τώρα πια τα Τίμια Δώρα βρίσκονται πάνω στην Αγία Τράπεζα και ο ιερεύς ετοιμάζεται να ολοκληρώσει την θυσία. Άρτος, λοιπόν, και Οίνος και όχι μάννα εξ’ ουρανού μέλλει να θρέψει τις καρδιές μας και τούτο μπορούμε να το αισθανθούμε ανάλογα με την εσωτερική μας κατάσταση…
Υπάρχει ένα θαυμάσιο γεγονός από τη ζωή του Αγίου Ονουφρίου, τον οποίο εορτάζει η Εκκλησία μας στις 12 Ιουνίου:
«Όταν ήταν πολύ μικρός, μπήκε σ’ ένα Κοινόβιο, άγνωστο πως. Μεγάλος αναχώρησε για την έρημο, όπου έζησε 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο. Ήταν γυμνός, αλλά ολόκληρο το σώμα του εκαλύπτετο από την μακριά γενειάδα του, που έφθανε μέχρι το έδαφος, καθώς και από τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτό Άγιο τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος, στον οποίο διηγήθηκε τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.
Όταν, λοιπόν, ήταν πολύ μικρός 5 - 6 ετών, και ζούσε στο Κοινόβιο, συνέβη το εξής: Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα… Κάποτε, όμως, ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
-Κάποιο ζωάκι θα ταΐζει, σκέφθηκε.
Αυτό συνεχίστηκε για καμιά εβδομάδα.
-Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, που τα πηγαίνει αυτά που του δίνω.
Πράγματι, τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.
Έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και μ’ αυτά, που είδε, γούρλωσαν τα μάτια του… Ο μικρός κουβέντιαζε με το Βρέφος, Ιησούς, που βρίσκεται στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στην εικόνα του Τέμπλου!
-Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον Χριστούλη, μια και δε Σε ταΐζει κανείς… ούτε και η μαμά Σου…
Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μία φέτα ψωμί…
Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που ήταν μικρό παιδάκι στην ιερή εικόνα, άπλωσε τα χεράκι, πήρε το ψωμί… και, όπως μάζεψε το χεράκι Του μαζί με το ψωμάκι, εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα!...
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος, έτρεξε στον Ηγούμενο και του διηγήθηκε τι συνέβη. Τότε ο Ηγούμενος του έδωσε εντολή να μην δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε, να του λέγουν:
-Να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί Εκείνος, τον Οποίον μέχρι εχθές εσύ τάιζες.
Την επόμενη ημέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον, που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα είπε στον Χριστούλη:
-Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου. Τώρα, που θα το βρεις Εσύ, δεν ξέρω!
Και – ω, του θαύματος! – άπλωσε το μικρό Του χεράκι το Βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του, και του έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το σηκώσει! Μοσχομύρισε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στο Ναό, αλλά και σ’ όλο το μοναστήρι και στον γύρω τόπο.
Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γεγονότα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω, μετά πολλού πολλού κόπου. Έτρεξαν δύο μοναχοί να τον βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ βαρύς! Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος. Είναι αυτό, που λέγει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στην Θεία Λατρεία: «Ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος».
Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι γνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνονταν και η αγιότης του. Θα γινόταν ένα μεγάλος Άγιος… όπως και έγινε…
Από τέτοιο όμοιο ουράνιο άρτο τρεφόταν ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε στην έρημο».
Αὐτό τὸ Πνεὺμα συλλειτουργήσει ἡμῖν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Και ας μιλήσουμε λίγο εδώ για το Πανάγιο Πνεύμα που ασφαλώς μετέχει και αυτό στην τέλεση της αναίμακτου θυσίας. Μαζί με τις αγγελικές δυνάμεις εισοδεύει και ο Παράκλητος και εμείς νοερώς το βλέπουμε στο πυρ του θυμιατού, στο θυμίαμα και την αναθυμίαση του ευωδιαστού καπνού. Ο Χρίστος ιερουργεί την σωτηρία του ανθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι: «Χριστοὺ ἐπιδημία∙ καὶ τὸ Πνεῦμα προτρέχει. Ἔνσαρκος παρουσία∙ καὶ τὸ Πνεῦμα ἀχώριστον. Διάβολος κατηργεῖτο συμπαρόντος τοῦ Πνεύματος. Οἰκείωσις προς Θεόν διά τοῦ Πνεύματος». Τώρα ο Λειτουργός επικαλείται την εξ ύψους δύναμη του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτόν και για τον Διάκονο. Άνθρωποι και ιερείς, βρίσκονται κάτω από την ίδια ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως και τίποτα δεν γίνεται εάν δεν συμπράξει μαζί τους ο Παράκλητος. Κάθε προσευχή είναι δικό του δώρο. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ έν Πνεύματι Ἁγίω…». Γιατί, λοιπόν, αν κάνουμε προσευχές, νηστείες και αρετές υπερηφανευόμαστε; Αφού όλα γίνονται με τη βοήθεια του Παρακλήτου. Και ο εκκλησιασμός και η προσφορά των Τιμίων Δώρων με την βοήθειά του γίνονται…«Ὁ ἐκκλησιάζων καὶ πάντας συγκαλῶν τῷ κηρύγματι ὁ Παράκλητος ἐστί». Έτσι το Παράκλητο Πνεύμα είναι ο χειραγωγῶν με σοφία «εἰς πρόσωπον πρὸς πρόσωπον τελείαν ἐπίγνωση καὶ μύησιν αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος τῶν ὅλων Χριστοῦ».
Στο γνωστό βιβλίο Λειμωνάριον αναφέρεται η ακόλουθη διήγηση: «Σε κάποιο τόπο ένας γέροντας ιερομόναχος μόναζε και λειτουργούσε στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Οι εκκλησιαζόμενοι (επί το πλείστον αγρότες) έβλεπαν πότε να αρχίζει της Κυριακές την Τρίτη ώρα της ημέρας, άλλοτε την έκτη και άλλοτε την ενάτη, πράγμα που τους οδηγούσε σε δυσφορία και απορύθμιση του προγράμματός των. Έφτασαν να διαμαρτυρηθούν στον Επίσκοπο και εκείνος αμέσως κάλεσε τον ιερομόναχο για να διαλευκάνει την υπόθεση.
-Λοιπόν καλόγερε, γιατί δεν φυλάττεις την τάξη της εκκλησίας και ο Γέρων αποκρίθηκε:
-Ορθώς Δέσποτα είπες: Έτσι είναι τα πράγματα. Πλην εγώ μετά την ακολουθία του Όρθρου, κάθομαι δίπλα στο Άγ. Θυσιαστήριο και περιμένω να δω το Πανάγιο Πνεύμα να επισκιάζει την Αγία Τράπεζα και τότε αρχίζω την Θ. Λειτουργία.
Έκπληκτος ο Επίσκοπος για την αρετή του Γέροντος πληροφόρησε τους κατοίκους για την αργοπορία και την αιτία της και άφησε τον Όσιο με ειρήνη να συνεχίζει το Άγιο έργο του».
Μυστικά και ιεροκρυφίως για να χρησιμοποιήσω την εκκλησιαστική γλώσσα το Πανάγιο Πνεύμα εργάζεται τα της σωτηρίας ημών και με σοφία, Δύναμη, χάρη, φωτισμό οδηγεί δια του ιερέως τας ψυχάς μας πλησίον του Θεού. Να πως περιεκτικά, θεολογικά και απαράμιλλα ο Μέγας Βασίλειος μας το παρουσιάζει: «Διά Πνεύματος Ἁγίου ἡ εἰς παράδεισον ἀποκατάστασις∙ ἡ εἰς βασιλείαν οὐρανῶν ἄνοδος∙ ἡ εἰς υἱοθεσίαν ἐπάνοδος∙ ἡ παρρησία τοῦ καλεῖν ἐαυτῶν πατέρα τον Θεόν, κοινωνόν γενέσθαι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, τέκνον φωτός χρηματίζειν, δόξης ἀϊδίου μετέχειν καὶ απαξαπλῶν ἐν παντί πληρώματι εὐλογίας γενέσθαι, ἔν τὲ τῷ αἰῶνι τούτῳ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι». Όλα, λοιπόν, δια του Αγ. Πνεύματος. «Πάντα χορηγεί τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο…».
ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ
Αμέσως ευθύς αρχίζουν τα λεγόμενα ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ και ονομάζονται έτσι γιατί αρχίζουν με την έκφραση: «Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ» δηλαδή ας συμπληρώσουμε την αίτησή μας προς τον Κύριο. Και σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε να εξετάσουμε 7 νέες αιτήσεις που απαγγέλει ο ιερεύς ύστερα εξ όσων προηγήθηκαν και αναλύθηκαν. Στις νέες αυτές αιτήσεις ο λαός δια του ιεροψάλτου απαντάει το: «Παράσχου Κύριε», που σημαίνει: «Δώσε μας Κύριε αυτό που ζητάμε! Γι’ αυτό πρέπει όπως και στις άλλες στιγμές να δίνουμε προσοχή και βαρύτητα σε κάθε λέξη (!) που ακούγεται… Σπουδαία αιτήματα λοιπόν…
ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΘΕΝΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ
Και αφού ο ιερεύς θυμιάσει τα Τίμια Δώρα αρχίζει τα λεγόμενα «Πληρωτικά», τα οποία ονομάζονται έτσι γιατί αρχίζουν με την φράση «Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίω». Επτά νέες δεήσεις συμπληρώνουν τις προαναφερθέντες και γι’ αυτό ερχόμαστε να κάνουμε και εδώ την συνηθισμένη ανάλυση… Πριν απ’ όλες ακολουθεί η αίτηση: «Ὑπέρ τῶν προτεθέντων Τιμίων Δώρων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Και οι καρδιές μας θα πρέπει να είναι έτοιμες για να ευχηθούμε μπροστά στα Τίμια Δώρα. Να γίνει εκείνη η θεοφιλή προσπάθεια να απομακρύνουμε ότι ξένο προς την αρετή και το καλό. Ότι ξένο προς την αγάπη και αγνότητα. Ιδιαιτέρως να προσέξουμε την μνησικακία που μας χωρίζει από τον Θεό και τους ανθρώπους. «Ἐάν οὖν προσφέρεις τὸ δῶρον σου ἐπί τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατά σου…» λέει ο Κύριος άφησέ τα όλα και πήγαινε να συνδέσεις την ψυχή σου με την αγάπη του αδελφού σου. Έτσι πρέπει να είναι οι καρδιές μας μπροστά στα προτιθέμενα Τίμια Δώρα.
- «ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΑΣΑΝ ΤΕΛΕΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΕΙΡΗΝΙΚΗΝ & ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΝ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ»
Στην αίτηση αυτή ζητούμε από τον Θεό 4 πράγματα να συνοδεύουν την ημέρα μας. Αλλά τι είναι η ημέρα εκτός από ένα απλό διάστημα χρόνου; Στην ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ την συναντάμε με πολλές έννοιες όπως: ΑΠΛΗ ΗΜΕΡΑ, ΗΜΕΡΑ ΕΚΔΙΚΗΣΕΩΣ, ΗΜΕΡΑ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΠΟΝΗΡΑ, ΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΕΩΣ, ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΚΥΡΙΟΥ.
Όλες οι ημέρες του Θεού είναι ευλογημένες. Μεταβάλλονται όμως σε κακές, πειρασμικές και θλιβερές, από τα πολλαπλά πάθη μας, από την κακία και τον φθόνο του Διαβόλου, από τα στοιχεία της φύσεως, και από την καλή παιδαγωγία του Θεού, ο οποίος θέλει «πάντας σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωση ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4). Κάθε μέρα μας κυκλώνουν πειρασμοί πολλοί (εσωτερικοί και εξωτερικοί) και «διαβαίνουμε ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν», όπως είδε σε όραμα ο Μεγ. Αντώνιος (πρβλ). Γι΄ αυτό και εμείς φωνάζουμε νύχτα και μέρα στον Κύριο μας για το έλεος Του και τον εκλιπαρούμε λέγοντας: «καὶ μὴ εισενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», τον πειρασμό της παρούσης ημέρας και ζωής αλλά και τον έσχατο και τελευταίο πειρασμό, της Μελλούσης Κρίσεως. Ας δούμε, λοιπόν, με λεπτομέρεια..
ΤΕΛΕΙΑΝ: σημαίνει για μας εφαρμογή της εντολής «ἔσεσθε οὖν ἡμεῖς τέλειοι». Να περάσουμε ημέρα σαν ολοκληρωμένοι χριστιανοί. Να φέρουμε σε πέρας το ἐπι γῆς ἔργο μας στο όποιον χώρο και να ανήκουμε. Και πατερικά ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος θα το διατυπώσει: «ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης».
ΑΓΙΑΝ: είναι συνώνυμο με το «τελείαν». Γιατί αγιασμός και τελειότης είναι τα ύψιστα αγαθά κάθε χριστιανού που αγωνίζεται. «Αγία ημέρα» σημαίνει χωρισμένη από την αμαρτία, αγνή, καθαρή, αμόλυντος, καθώς ο Κύριος παραγγέλει: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί». Γι’ αυτό και πρέπει να προσπαθούμε να αγιάσουμε, αισθήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες, λόγια πράξεις, εκδηλώσεις ώστε το σύνολό τους να κάνουν αγιασμένη την ζωή και την ημέρα.
ΕΙΡΗΝΙΚΗΝ: Ο Χριστιανός που έχει ειρήνη, ειρηνεύει με τον εαυτό του και τους άλλους. Ο Κύριος μας στην αγία γραφή καλείται «ἄρχων εἰρήνης» και επομένως σε όποια καρδιά υπάρχει αυτό το πολύτιμο αγαθό υπάρχει και ο Δότης του αγαθού ο Χριστός. Γι’ αυτό και κατά την διάρκεια της Θ. Λειτουργίας αλλεπάλληλα είναι τα αιτήματα και οι ευλογίες της ειρήνης (εἰρήνη πᾶσι, έν εἰρήνη του Κυρίου δεηθῶμεν, ἄγγελον εἰρήνης πιστόν ὀδηγόν…).
ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΝ: Με όπλα τα παραπάνω να μην εισχωρεί η αμαρτία στην ημέρα μας και στην ζωή μας αλλά να φυγαδεύεται, όπως το σκοτάδι όταν έρχεται το φως. Αλλά «αναμαρτησία» είναι ιδιότητα που την έχει μόνο ο Θεός. «Συ γὰρ μόνος ἐκτός ἁμαρτιάς ὑπάρχεις». Αλλά το ότι ζητά αυτό η εκκλησία δείχνει πόσο μισητή είναι η αμαρτία στο Θεό. Και για να σωθούμε από την αμαρτία χρειάζεται μέθοδο και αγώνας μεγάλος. Οι Πατέρες έγραψαν και έκαναν αναλύσεις πάνω σ’ αυτό το ύψιστο σημασίας ζήτημα με σκοπό να μας δώσουν όπλα και εργαλεία για να αγωνιζόμαστε. Προσοχή στην σκέψη και στο νου όπου καταφθάνουν οι προσβολές και από εκεί ξεκινούν τα πάθη και όλα τα εγκλήματα. Αμέσως να τα διώχνουμε από την διάνοια μας. «ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ», γιατί ο πειρασμός έρχεται και ως αδύνατοι πνευματικά αρχιζεί την συζήτηση και τα επιχειρήματα… και όσο να νομίζουμε ότι είμαστε δυνατοί κινδυνεύουμε να πέσουμε… όλοι βαδίζουμε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Η βοήθεια του Θεού και η προσπάθεια μας μας κρατεί πάνω σ’ αυτό… Υπάρχουν, όμως, και στιγμές στην ζωή του ανθρώπου που τα πάντα σαρώνονται και μόνο η επέμβαση του Θεού μπορεί να δώσει λύση...
«Κάποτε, ζούσε σε μια κωμόπολη της Κρήτης κοντά στους Καλούς Λιμένες ένας γεωργός, έξυπνος και καλλιεργημένος, αλλά γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στις τότε γνωστές αιρέσεις. Μέσα του όμως είχε ανησυχία και κάθε τόσο αναρωτιόταν: «Είμαι στον σωστό δρόμο; ή κάνω λάθος και πνίγομαι και εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Αχ, Θεέ μου, στείλε μου έναν Άγγελό Σου, αν έχεις και αν υπάρχει, για να με οδηγήσει στο σωστό… «Και πάλι «Αχ, Θεέ μου…» και «αχ, Θεέ μου…» Αυτό γινόταν για χρόνια…
Κάποτε πέρασε ένας Διάκονος Ορθόδοξος, έξω από τον αμπελώνα του. Τον πλησίασε και άρχισε μια συζήτηση με πολλές ερωταποκρίσεις. Ο αμπελουργός αιχμαλωτίστηκε από τη συζήτηση. Πέρασε η ώρα και ο ευκατάστατος γεωργός κάλεσε τον Διάκονο στο σπίτι του.
Όταν έφθασαν στο σπίτι, ο Διάκονος άρχισε να ομιλεί για την Ορθόδοξη πίστη. Όλη η οικογένεια κρεμάστηκε από τα χειλή του.
Όλη τη νύχτα τους μιλούσε για τον Κύριο, για την ενανθρώπησή Του ως Θεανθρώπου, για τη Λατρεία, για τα Μυστήρια, για τον θάνατο, για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την Κρίση του Θεού και για τα τόσα άλλα της πίστεώς μας.
Κανείς δεν κουράστηκε. Όλοι τους σκλαβώθηκαν από τα γλυκά σαν μέλι λόγια του. Η καρδιά τους ζεστάθηκε, ο πόθος για την αληθινή πίστη άναψε. Τα μάτια τους άνοιξαν, φωτίστηκαν από το φως αυτό της Ορθοδόξου πίστεως…
Το πρωί ήθελαν όλοι μαζί, αν ήταν δυνατόν, εκείνη την ώρα να βαπτισθούν. Δεν έχασε καιρό ο Διάκονος. Πήρε μαζί του τον αμπελουργό και πήγαν στον τοπικό επίσκοπο. Ο επίσκοπος τους δέχθηκε και ρώτησε τον Διάκονο ποιος είναι, από πού ήλθε και που μεταβαίνει.
Ο Διάκονος σηκώθηκε όρθιος και αποκρίθηκε:
-Έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα. Είμαι Αρχιδιάκονος του Μεγάλου Αρχιερέως και πηγαίνω στην Αθήνα για υποθέσεις εκκλησιαστικές του Μεγάλου Αρχιερέως. Αλλά επειδή επεκράτησαν άνεμοι και τρικυμία δυνατή, λιμενιστήκαμε εδώ, στους λεγόμενους Καλούς Λιμένας. Έρχομαι δε σήμερα προς εσάς, για να παρακαλέσω να βαπτισθεί αυτός ο άνθρωπος και η οικογένειά του, της οποίας όλα τα μέλη κατήχησα καταλλήλως όλη την νύχτα στα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως.
Ακούγοντας ο επίσκοπος ότι ήταν Αρχιδιάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, δεν ρώτησε τίποτα άλλο, μόνο του είπε να παραμείνει φιλοξενούμενος, μέχρις ότου αλλάξει ο καιρός, και τον παρακάλεσαι την επομένη, που ήταν Παρασκευή, να λάβει μέρος στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, διότι ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τον διαβεβαίωσε συγχρόωνς ότι θα συνεχιζόταν η κατήχησης για λίγες ακόμη ημέρες και το Πάσχα θα βάπτιζε τον γεωργό και την οικογένειά του.
Την άλλη ημέρα πράγματι τελέστηκε η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Στην Μεγάλη Είσοδο δόθηκε στον Διάκονο να κρατήσει και μεταφέρει σιωπηλά τον Άγιο Δίσκο και το Πανάγιο Σώμα του Κυρίου.
Το παρέλαβε ο ξένος Αρχιδιάκονος, αλλά έτρεμε πολύ. Σχεδόν κλονιζόμενος έκανε την μεταφορά. Με πολλή βία, ιερό δέος και φόβο, κατάφερε να μπει μέσα στο Άγιο Βήμα.
Αυτό το πρόσεξαν όλοι και τους έκανε πολλή εντύπωση. Και ο επίσκοπος και ο ιερεύς και το πλήθος των χριστιανών είδαν και ασιθάνθηκαν ότι ο φόβος του Αρχιδιακόνου δεν ήταν συνηθισμένος φόβος. Αυτή η εξώκοσμος και μυστηριώδης συμπεριφορά υπήρχε και στη Θεία Κοινωνία.
Μετά το πέρας της Λειτουργίας ο επίσκοπος ρώτησε τον Αρχιδιάκονο μήπως ήταν άρρωστος ή μήπως είχε κάποια παράξενη ασθένεια.
Και η απάντηση του Αρχιδιακόνου:
-Όντως, Άγιε δέσποτα, κατέχομαι από ασθένεια, την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να θεραπεύσει. Όσες φορές διακονώ στη Θεία και φρικτή Μυσταγωγία και παίρνω στα χέρια μου το Τίμιο και Πανάγιο Σώμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αισθάνομαι ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μου σε τόσο μεγάλο βάρος, γι’ αυτό και αδυνατώ να βαδίσω ελεύθερα και ακλινώς, δήλαδή χωρίς να κλονίζομαι από τον τρόμο.
Και πρόσθεσε επί λέξει:
-Και τις δύναται, άγιε δέσποτα, ἐκ τῶν γνῶσιν ἐχόντων της υποθέσεως της Θείας Μυσταγωγίας, να κρατήσει ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ «τὸν τοῖς πᾶσιν ἀχώρητον»; Η συγκατάβαση του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνέχισε ο Αρχιδιάκονος, ἐνισχύουσα τὸ ἀσθενές ἡμῶν, καθιστᾶ τὰ ὀγκώδη ἐλαφρά καὶ τὰ ἀδύνατα δυνατά. Μακάριος δὲ, Ἅγιε δέσποτα, ὁ ἀξιωθείς νὰ ὑπηρετῆ εἰς τὸ μέγα τοῦτο Μυστήριον, εἰς τὸ ὁποῖο οἱ ἐν οὐρανοῖς Ἄγγελοι καὶ πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῆς οὐρανίου δόξης ὑπηρετοῦντες, παρίστανται μετά φόβου καὶ τρόμου.
Όταν τα είπε αυτά, ταράχθηκε ο Άγιος Διάκονος. Ολόκληρο το Άγιο Βήμα άστραψε από ουράνιο φως. Άστραψε και ο Αρχιδιάκονος και με αλλοιωμένη πλέον, παράξενη, ουράνια φωνή ακούστηκε να λέει:
-Ἐγώ εἰμί ἕν ἐκ τῶν λειτουργικῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα στέλνονται «εἰς διακονίαν… διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». Ἐγώ εἰμί ὁ Ἄγγελος, ὁ ἀποσταλείς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον, τὸν εὐσεβῆ και φοβούμενον τὸν Θεόν σὺν παντί τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ὅστις ἐδέετο τοὺ Θεοῦ διὰ παντός ποιῶν ἐλεημοσύνας πολλάς τῷ λαῷ. Εἶμαι ἕνας Ἄγγελος ἀπό τὸ Ἀγγελικό ἐκεῖνο Τάγμα, που προσφέρει τὶς προσευχές «τῶν θελόντων σωθῆναι» εις τον ουράνιον Θρόνον τοῦ Σωτῆρος Χριστού.
Ὅταν συνεχῶς προσηύχετο ὁ γεωργός, τὸν ὁποῖο σᾶς παρέδωκα χθες, ὅπως βαπτισθῆ αὐτός καὶ ἡ οἰκογένειά του, ἐζητοῦσε παρά τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ ὑποδειχθῆ ἡ ἀληθής θρησκεία, διὰ νὰ προσκυνήση ἐν γνώσει τὸν Θεόν. Καὶ ἐγώ ἤμουν αὐτός, ποὺ προσήγαγε τὴν προσευχήν του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τοῦτον μὲ ἀπέστειλεν ὁ Θεός νὰ ὁδηγήσω εἰς τρίβον εὐθεῖαν καὶ ἐκπληρώσας τὴν ἀποστολήν μου ἀπέρχομαι εἰς τὰ ἴδια.
Όταν άκουσαν αυτά ο αρχιερεύς και οι περί αυτόν, ταράχθηκαν τόσο πολύ, ώστε έπεσαν με το πρόσωπο κάτω στο έδαφος του Ιερού Βήματος. Ο Άγγελος όμως τους είπε:
-Μὴ φοβῆσθε, ἀλλά τον Θεόν νὰ εὐλογῆτε καὶ Αὐτόν νὰ προσκυνῆτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἐφανερώθηκα εἰς ἐσᾶς, ἀλλά οὔτε ἔφαγον οὔτε ἔπιον, μόνον ὡς εἰς ὅρασιν ἐσεῖς μὲ βλέπατε οὕτως. Τίποτε ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν συνέβη. Καὶ τώρα ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ διότι ἀναβαίνω πρὸς τὸν ἀποστείλαντά με.
Σηκώθηκαν και δεν είδαν κανέναν. Δόξασαν τον Θεό για τα θαυμαστά Του έργα και διότι φανερώθηκε σ’ αυτούς τους ανάξιους Άγγελος Κυρίου!
Ο γεωργός, ο οποίος παρακολουθούσε τα τελούμενα της Προηγιασμένης Λατρείας έξω από την Εκκλησία, από ένα ανοιχτό παράθυρο, κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο άκουσε και είδε όσα έγιναν και ειπώθηκαν από τον Άγγελο του Κυρίου με το πρόσωπο του Αρχιδιακόνου και ανεφώνησε με μεγάλη φωνή και είπε:
-Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος ὁ Θεός τὸν Ἄγγελον Αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ τοῦ σκότους τῆς ἀγνωσίας. Δόξα Σοι, Βασιλεῦ Θεέ Παντοκράτορ και Φιλάνθρωπε, ὅτι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἀγγέλου μὲ ἠξίωσες τὸν ἁμαρτωλόν καὶ πρώην αἰρετικόν νὰ ἀναστηθῶ έκ τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐγώ καὶ ἡ οίκογένειά μου. Καὶ τώρα, Κύριε, φώτισόν μου τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν, ἵνα Σὲ ὑμνῶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, κράζων ὡς οἱ ἐν Οὐρανοῖς Ἄγγελοί σου «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος σὺ εἶ ὁ Θεός, πλήρης ὁ οὐρανός καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου».
Ο γεωργός όταν βαπτίστηκε, ονομάστηκε Σέργιος.
- ΑΓΓΕΛΟΝ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΠΙΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ, ΦΥΛΑΚΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΗΜΩΝ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ
Ο ιερός Χρυσόστομος θα μας πει: «Ο Διάκονος ἐπιτάτει αἰτεῖν τὸν Ἄγγελον τῆς εἰρήνης, καὶ τὰ προκείμενα πάντα είρηνικά, καὶ τῆς συνόδου ταύτης ἀπολύων ἡμᾶς τοῦτο ἡμῖν ἐπεύχεται λέγων: Πορεύεσθαι ἐν εἰρήνη∙ καὶ οὐδέν ὅλως ἔνι οὔτε εἰπεῖν, οὔτε πράξαι ταύτης χωρίς. Αὕτη γὰρ ἐστίν ἡ τροφός ἡμῶν καὶ μήτηρ, θάλπουσα μετά πολλῆς τῆς ἀκριβείας ἡμᾶς… Εἰρήνην δὲ λέγω… τὴν κατά Θεόν εἰρήνην, τὴν ἐκ τῆς συμφωνίας τῆς πνευματικῆς».
Αναφερόμαστε με αυτήν την αίτηση στο προσωπικό μας Άγγελο. Αυτόν που λάβαμε κατά το άγιο Βάπτισμα με την προσταγή του Θεού να μας υπηρετεί και να μας διαφυλάττει. Να μας οδηγεί στον φωτισμό και στην Θεία Γνώση της πίστεως. Γι’ αυτό και κάθε βράδυ τον επικαλούμαστε στο Μικρό Απόδειπνο. «Μὴ δώης χώραν τῷ πονηρῷ δαίμονι κατακυριεῦσαι μου τῇ καταδυναστείᾳ τοῦ Θνητοῦ τούτου σώματος. Κράτισον τῆς ἀθλίας καὶ παρειμένεις χειρός μου καὶ ὁδήγησον με εἰς ὁδόν σωτηρίας».
Ο Άγγελος Φύλακας της ψυχής μας ενδιαφέρεται μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μας για την σωτηρία μας. Αν εμείς με τα έργα της αμαρτίας, την αμετανοησία και την σκληροκαρδία, απομακρυνόμαστε από την χάρη του Θεού, αυτό σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε και από τον Άγγελό μας.
Θα πρέπει να ευχόμαστε συχνά προς τον Άγιο Άγγελο μας. Να έχουμε αιτήματα και βεβαίως όχι μόνο υλικά αλλά πιο πολύ πνευματικά. Αυτά που τρέφουν και αναβιβάζουν την ψυχή και την καρδιά μας. Να ζητάμε να μην μας λείψει η Θ. Λατρεία, η Θ. Κοινωνία, ο Πνευματικός μας Πατέρας και πρώτα-πρώτα η βασιλεία του Θεού.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι ζητάμε ο Φύλακας Άγγελός μας τα πηγαίνει στα πόδια του Θεού.
- ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΦΕΣΙΝ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΗΜΩΝ.
Στην αίτηση αυτή θα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό ερμηνείας. Ο όρος «συγγνώμη» με «άφεση» έχει διαφορά. Συγγνώμη θα λάβουμε μέσα από την προσευχή και την παράκληση. Συγγνώμη σημαίνει επιείκεια του Θεού για τα μικρά μας λάθη έως ότου φθάσουμε στην εξομολόγηση. Στην εξομολόγηση λαμβάνουμε «άφεση» και η οποία παρέχεται μόνο με την μετάνοια μέσα στο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. «Άφεση», λοιπόν, είναι η συγχώρεση και η αθώωση και η αποκατάσταση της υιοθεσίας.
Ανάλογη επίσης διαφορά υπάρχει μεταξύ «πλημμελήματος» και «αμαρτίας». Το πρώτο αφορά κυρίως απλό πταίσμα που έγινε κυρίως από αμέλεια και απροσεξία. Όχι με πρόθεση κακή. Ενώ «αμαρτία» είναι η κακή πράξη, ο βλάσφημος λόγος, η διεστραμμένη πράξη, η πονηρή επιθυμία. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί: «Ἡ ἁμαρτίαν ἐστίν ἡ ἀνομία καὶ πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστίν». Είναι η δύναμη του κακού που φωλιάζει μέσα μας. Είναι η ελεύθερη αντιλογία και ανταρσία στην φωνή του Θεού που ακούγεται μέσα με την μορφή της συνειδήσεως. Γι’ αυτό και την αμαρτία την ακολουθεί η ενοχή και όσο μεγαλώνει η αμαρτία μεγαλώνει και η ενοχή. Κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει, επαναλαμβάνει την πράξη των Πρωτοπλάστων. Και τέλος είναι η συνειδητή και ελεύθερη παρακοή του ανθρώπου, που τον αποξενώνει από τον Θεό.
Πως, λοιπόν, θα λυτρωθεί ο άνθρωπος από αυτές τις ενοχές;
Ο έλεγχος της συνειδήσεως μας θλίβει, μας πονάει, μας τυραννάει. Γι’ αυτό και ρωτά την ένοχη συνείδησή του ο αμαρτωλός με το στόμα του Αγίου Παύλου: «ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τοῦτου;!».
Πολλοί, μα πάρα πολλοί καταφεύγουν στους νευροψυχιάτρους, αστρολόγους, μάγους, μέντιουμ, σε γνωστούς συγγενείς ή φίλους και σε εικόνες ακόμα. Όπου και αν καταφύγουν δεν υπάρχει λύτρωση και η ανακούφιση είναι προσωρινή. Χαπάκια μπορεί να δίνουν οι γιατροί για να κοιμούνται οι ασθενείς αλλά μόλις ξυπνήσουν πάλι η συνείδηση φωνάζει. Κανένας όση δύναμη και εξουσία και αν έχει δεν μπορεί να εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής και να την απαλλάξει από τα προβλήματά της. Ούτε αυτός ακόμα ο «πανδαμάτωρ» χρόνος. Μόνο ο Θεός μπορεί. Και ο Θεός προσφέρει λύτρωση και άφεση με το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και Μετανοίας.
«Ο Όσιος Παύλος ο Απλούς πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι μοναχοί μαζεύονταν στην Εκκλησία να λειτουργηθούν. Ο Όσιος Παύλος στάθηκε σε μία γωνιά και από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία ένας – ένας. Είχε χάρισμα από το Θεό, να βλέπει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων.
Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως και την εσωτερική τους διάθεση. Ο καθένας είχε πλάι του τον Φύλακα – Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά έδειχναν αγιότητα και πρόοδο στην αρετή. Ο αββάς Παύλος, όταν τα έβλεπε αυτά, ευχαριστούσε το Θεό από την καρδιά του.
Καθυστερημένος, έφθασε στο τέλος κι ένας άλλος μοναχός. Αυτός ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο. Ήταν ταραγμένος. Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες και προσπαθούσαν ο καθένας χωριστά να τον τραβήξει προς το μέρος του. Όλοι του βομβάρδιζαν τ’ αυτιά, τον νου, την καρδιά. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του ακολουθούσε από πίσω περίλυπος, με κατεβασμένο το κεφαλάκι. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάσει.
Ο Όσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για την βασανισμένη ψυχή του αδελφού κι άρχισε να κάνει κομποσκοίνι.
Η Θεία Λατρεία τελείωσε. Οι μοναχοί με την σειρά άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε. Τώρα έδειχναν πιο λαμπιρισμένοι. Οι Άγγελοι τους φωτεινότεροι! Ο αββάς Παύλος δεν κινήθηκε καθόλου από τη θέση του. Περίμενε να δει κι εκείνον τον άλλο, για τον οποίο τόσο είχε προσευχηθεί σ’ ολόκληρη την Θεία Λειτουργία.
Δεν άργησε να φανεί κι εκείνος. Αλλά τι αλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανιστεί. Ο Φύλακας - Άγγελος τον σκέπαζε με τις φτερούγες του. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα! Πόσο ήταν λαμπερός!
-Δόξα Σοι, ο Θεός, ξέφυγε χωρίς να το θέλει από τα χείλη του Οσίου.
Οι αδελφοί γύρισαν και κοίταξαν με απορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε δει εκείνο το πρωινό στην Εκκλησία. Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διαθέσεις πήγε στην Λειτουργία και πως έφυγε. Εκείνος βέβαια δεν δίστασε να κάνει δημόσια Εξομολόγηση και να πει τα εξής:
-Μέχρι σήμερα περνούσα με αμέλεια τις ημέρες μου. Τα πάθη μου είχαν φουντώσει. Οι λογισμοί οργίαζαν μέσα στην καρδιά μου. Ο νους μου είχε σκοτισθεί… Σήμερα, όμως, με ελέησε ο Θεός! Άκουσα μία προτροπή στην ανάγνωση από τον Προφήτη: «Λούσασθε καὶ καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ἡμῶν…, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν… καὶ ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν (κατακόκκινες δηλαδή οι αμαρτίες από τις φονικές διαθέσεις και πράξεις, γι’ αυτό λέγει «φοινικοῦν»), ὡς χιόνα λευκανῶ».
Η καρδιά μου συνετρίβει… τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Έπεσα στα γόνατα και ζήτησα το έλεος του Θεού, όπως ο άσωτος: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν καὶ ἐνώπιόν σου…», όπως ο ληστής, «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου…», όπως ο τελώνης «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ…», όπως ο λεπτρός, «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησόν με…», όπως ο τυφλός, «Υἱέ Δαυίδ, Ἰησοῦ, ἐλέησόν με»!...
Σηκώθηκα ξαλαφρωμένος από τα βάρη και τις ενοχές και πήρα την απόφαση να μην ξαναμαρτήσω και αμέσως να εξομολογηθώ…
Ο Όσιος Παύλος και οι μοναχοί θαύμασαν μ’ αυτήν την εξομολόγηση και είπαν:
-Πράγματι ανυπολόγιστη η αξία της μετάνοιας, της αποφάσεως του ανθρώπου να μην ξαναμαρτήσει!
Να γιατί, λοιπόν, και εμείς φωνάζουμε την «ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν».
- ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ.
Δεν γνωρίζεις λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «εάν εκείνα που σε συμφέρουν, όπως τα γνωρίζει ο Θεός πάρα πολύ καλά. Πολλές φορές ζητείς βλαβερά και επικίνδυνα πράγματα, ο Θεός όμως που ενδιαφέρεται περισσότερο για την σωτηρία σου, δεν προσέχει το αίτημά σου, αλλά πριν απ’ αυτό φροντίζει παντού για το συμφέρον σου». Έτσι ο πιστός άνθρωπος δεν θλίβεται εάν δεν λάβει από τον Κύριο εκείνο το οποίο ζήτησε. Αλλά πιστεύει ότι ο Κύριος είναι: «ὁ βάθει σοφίας πάντα οἰκονομῶν καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων». Και είτε λάβει απάντηση, είτε όχι, ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό.
Ένας πνευματικός θα μπορούσε να μας πει σε τι παραλογισμούς πέφτουν σήμερα οι άνθρωποι και τι ζητούν. Όπως και για άγια και λογικά αιτήματα ανάλογα. Γι’ αυτό πολλές φορές κατασκευάζουμε στο μυαλό μας ένα Θεό - εκδικητη, ένα Θέο – πλουτοδότη, ένα Θεό – προξενευτή και μένουμε μόνο εκεί. Στα αιτήματά μας, λοιπόν, δυστυχώς κυριαρχεί το συμφέρον και η ιδιοτέλεια. Και ξεχνάμε αυτό που μας παραγγέλλει ο Κύριος μας: «ζητείτε πρώτον τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» και όλα θα έρθουν μετά…
Κάποτε, ο Άγιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν Σαλός, πολύ πριν αρχίσει την παράξενη αποστολή του στον κόσμο, μια βραδιά, ενώ προσευχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ήλθε σε έκσταση και βρέθηκε στα Βασιλικά Παλάτια του Ουρανού…
Τον κάλεσε ο Ουράνιος Βασιλιάς και του είπε:
-Θέλεις να με υπηρετήσεις ολόψυχα και να σε κάνω έναν από τους αξιωματούχους του παλατιού μου;
-Υπάρχει κανείς, Δέσποτα, που να μη θέλει το καλό του; Αποκρίθηκε. Εγώ πάντως πολύ το επιθυμώ.
-Αν το επιθυμείς λοιπόν, δοκίμασε τη γεύση της Βασιλείας μου.
Συγχρόνως του πρόσφερε να πιει κάτι. Έμοιαζε με χιόνι και ήταν πολύ γλυκό και νόστιμο, που δεν μπορεί άνθρωπος να το φανταστεί. Μόλις το ήπιε, είπε:
-Δώσε μου κι άλλο, Σε παρακαλώ, γιατί μόλις το ήπια, ένιωσα να ευωδιάζει σαν θεϊκό μύρο.
Εκείνος του έδωσε και δεύτερο, που έμοιαζε με κυδώνι. Αυτό όμως ήταν πιο ξινό και πιο πικρό από την αψιθιά. Όταν το ήπιε ο Όσιος Ανδρέας, καταπικράθηκε, απογοητεύθηκε και ξέχασε την προηγούμενη θαυμάσια γεύση.
Βλέποντάς τον λυπημένο ο Βασιλιάς του είπε:
-Βλέπεις, που δεν μπορείς να υποφέρεις την πικράδα του ποτού ή του φαγητού; Σου έδωσα να καταλάβεις τον τελειότερο τρόπο, με τον οποίο μπορεί κανείς να με υπηρετεί. Αυτή είναι ακριβώς η στενή και «τεθλιμμένη ὁδός, ἡ . ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν».
-Μου φαίνεται πικρό το πράγμα, Δέσποτα. Ποιος μπορεί να Σε υπηρετεί τρώγοντας ή πίνοντας αυτό το φαρμάκι;
-Το πικρό το θυμάσαι, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς; Το γλυκό το ξέχασες; Πριν από το πικρό δεν σου έδωσα το γλυκό;
-Ναι, Δέσποτα, αλλά μου είπες ότι η στενή οδός μοιάζει με το πικρό.
-Όχι, κάθε άλλο! Η οδός αυτή βρίσκεται ανάμεσα στο πικρό και στο γλυκό. Το πικρό είναι οι κόποι, οι αγώνες και οι ιδρώτες για την αρετή, ενώ το γλυκό και νόστιμο είναι η δροσιά, η ανάπαυση και η παρηγοριά, που προσφέρει η Αγαθότης μου σε όσους θλίβονται και υποφέρουν και μαρτυρούν για χάρη μου. Δεν προσφέρω λοιπόν το πικρό μόνο, ούτε πάλι μόνο το γλυκό, αλλά πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Αν θέλεις λοιπόν να με υπηρετήσεις, πες μου, για να ξέρω.
-Δώσε μου πάλι να τα δοκιμάσω και θα σου πω, αποκρίθηκε ο μακάριος.
Εκείνος του έδωσε πρώτα το πικρό. Ο Άγιος Ανδρέας τότε καταπικραμένος είπε:
-Δεν μπορώ να Σε υπηρετήσω και να τρώω απ’ αυτό. Είναι πικρό και ανυπόφορο.
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε και βγάζοντας από τον κόρφο Του κάτι που μοσχοβολούσε, του είπε:
-Πάρε και φάγε, για να τα ξεχάσεις όλα.
Πήρε πραγματικά και έφαγε. Για πολλή ώρα ένοιωθε τόση ηδονή, τόση γλυκύτητα και χαρά, τόσο ευφροσύνη και μακαριότητα, ώστε βρισκόταν εκτός εαυτού. Νόμιζε πως ζούσε μέσα σε υπερβολική ευωδία, δόξα, λαμπρότητα και θεία τερπνότητα. Όταν συνήλθε, έπεσε στα πόδια εκείνου του μεγάλου Ουρανίου Βασιλέως και Τον παρακαλούσε:
-Ελέησέ με, Αγαθέ Δέσποτα, και δέξε με να Σε υπηρετώ, γιατί κατάλαβα πραγματικά πως η υπηρεσία Σου είναι πολύ ευχάριστη.
-Πίστεψέ με, του είπε Εκείνος, ότι από τα πλούτη μου αυτό είναι το πιο ασήμαντο!... Ασφαλώς τώρα θα γυρίσεις πίσω… Στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου αν με υπηρετήσεις σωστά και με αυταπάρνηση, τότε, όσα έχω, θα γίνουν ΟΛΑ δικά σου! Θα γίνεις κληρονόμος της Βασιλείας μου! «Τὰ ἐμά πάντα σὰ ἐστί».
- «ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΧΡΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΑΙ, ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ».
Πνιγμένοι στο άγχος και στις μέριμνες της ζωής δεν καταλαβαίνουμε πως περνάμε τα χρόνια. Σπαταλούμε τον καιρό μας. Ζούμε με αδιαφορία και αναισθησία. Νομίζουμε ότι δεν θα πεθάνουμε. Υπάρχουν όμως πολλοί οι οποίοι βλέπουν τη ζωή να φεύγει και ανησυχούν. Ανησυχούν κοσμικά όμως. Να δουν τα παιδιά τους παντρεμένα, το εξοχικό να έχει τελειώσει και εν γένει οι επιδιώξεις τους είναι γύρω από την ύλη. Όμως εμείς θα πρέπει να έχουμε την υπόλοιπη ζωή μας ειρηνική. Να αναθέτουμε τα προβλήματά μας στον Θεό που ξέρει πως θα τα οικονομήσει. Να φροντίζουμε για ήρεμη συνείδηση και ειρηνικό λογισμό. Να μην είναι εφιαλτικές και γεμάτες τύψεις οι ζωές μας. Αν έχουμε ειρήνη τότε έχουμε την χάρη του Αγ. Πνεύματος. Έχουμε μέσα μας την γαλήνη και την ευλογία του Θεού και επειδή δεν γνωρίζουμε το τέλος μας και την ώρα που θα φύγουμε αγωνιζόμαστε με μετάνοια και προσευχή να είμαστε κοντά στο Θεό.
«Τὶς γὰρ καθαρός ἔσται ἀπό ρύπον; ἀλλ’ οὐδεῖς, ἐάν καὶ μία ἡμερα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί γῆς». Ἰώβ΄
- «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ, ΑΝΩΔΥΝΑ, ΑΝΕ-ΠΑΙΣΧΥΝΤΑ, ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗΝ ΑΠΟΛΟΓΙΑΝ ΤΗΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΦΟΒΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΙΤΗΣΩΜΕΘΑ».
Ο άνθρωπος ο οποίος διέρχεται του βίου του μέσα στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν φοβάται να ατενίσει την τελευταία στιγμή του εγκόσμιου βίου του. Με την μετάνοια έχει καθαρισθεί και διά της Θ. Λειτουργίας ζει ήδη την ατελεύτητο ζωή.
Γι’ αυτούς που αληθινά μετανόησαν ο Θάνατος δεν είναι είσοδος στο σκοτάδι της ανυπαρξίας, αλλά η Πύλη του Δεσποτικού Νυμφώνος, ο τοκετός της καινής Ζωής. «Ὁ τοκετός μου ἐπίκειται», γράφει στους πιστούς της Ρώμης ο Θεοφόρος Ιγνάτιος βαδίζοντας προς το μαρτύριο. Είναι κοντά η ώρα της γεννήσεώς μου. «Συγχωρέστε με αδέλφια. Μη με εμποδίσετε να ζήσω, μη θελήσετε να πεθάνω.. Αφήστε με να λάβω φως καθαρό. Μόλις φθάσω εκεί – κοντά στον Θεό – θα γίνω άνθρωπος». Ότι ονομάζουμε ζωή είναι θάνατος και ο λεγόμενος Θάνατος οδηγεί στη ζωή. «Είναι καλό να δύσω από αυτόν τον κόσμο προς τον Θεόν και να ανατείλω ενώπιόν Του».
Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή έχει τόση μεγάλη σπουδαιότητα το ζήτημα ζωή-θάνατου γι’ αυτό και φροντίζουμε πάντοτε να ετοιμαζόμαστε γι’ αυτή τη στιγμή. Και η εκκλησία δεν παύει να ζητά έλεος για τον κάθε άνθρωπο. Και ιδιαιτέρως οι ιερείς εύχονται ενώπιον του Τριαδικού Θεού να είναι όλα τα χρόνια της ζωής μας ειρηνικά και χριστιανικά ιδιαιτέρως όμως τα «τέλη» μας και να μας οδηγήσουν σε «καλή απολογία». Οφείλουμε τούτο να το κατορθώσουμε με την μετάνοια και την καλή εξομολόγηση.
Ο δαίμονας προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις τελευταίες αυτές στιγμές όχι μόνο των ιερέων αλλά και των απλών χριστιανών. Οι φίλοι και οι συγγενείς, που περικυκλώνουν το κρεβάτι του αρρώστου, πολλές φορές, αντί να τον προετοιμάσουν για το ταξίδι της αιωνιότητας, για τον θάνατο και για την κρίση του Θεού, γίνονται όργανα του Διαβόλου, για να χάσει ο δυστυχισμένος την ψυχή του και να κολασθεί, μη αφήνοντας να πλησιάσει ο ιερεύς για εξομολόγηση και Θ. Κοινωνία.
Αλλά ο Χριστιανός δεν περιμένει τις τελευταίες στιγμές για να προετοιμασθεί για την ώρα του θανάτου αλλά η ζωή του είναι μια διαρκή μνήμη θανάτου. «Μιμνήσκου τα ἔσχατά σου, και εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἀμαρτήσεις». (Σοφ. Σειράχ 7, 36). Ο πιστός, λοιπόν, που αγωνίζεται παρ’ όλες τις αδυναμίες του, τις τελευταίες στιγμές είναι έτοιμος. Τις περνά με βεβαιωμένη την ελπίδα ότι το άπειρο έλεος του Θεού θα τον σκεπάσει, θα του κλείσει τα μάτια ειρηνικά...
- ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗΣ
«Κύριε, ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτωρ, ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ δεχόμενος θυσίαν αἰνέσεως παρά τῶν ἐπικαλουμένων Σε ἐν ὅλῃ καρδίᾳ, πρόσδεξαι καὶ ἡμῶν τῶν ἁμαρτω-λῶν τῆν δέησιν, καὶ προσάγαγε τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ^ καὶ ἱκάνωσον ἡμᾶς προσενεγκεῖν Σοι δῶρα τε καὶ θυσίας πνευματικάς ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἀμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων. Καὶ καταξίωσον ἡμᾶς εὐρεῖν χάριν ἐνώπιόν Σου, τοῦ γενέσθαι Σοι εὐπρόσδεκτον τῆν θυσίαν ἡμῶν καὶ ἐπισκηνῶσαι τὸ πνεῦμα τῆς χάριτός Σου τὸ ἀγαθόν ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπί τὰ προκείμενα Δῶρα ταῦτα καὶ ἐπί πάντα τον λαόν Σου».
Η ευχή και αυτή σημαντικότατη. Αναφέρει δε 4 πράγματα:
- Ο λειτουργός ομολογεί την Παντοδυναμία του Θεού. Ότι είναι Πατέρας, Δημιουργός, Πλάστης.
- Παρακαλεί να δεχθεί ο Κύριος τις δεήσεις όλου του εκκλησιάσματος.
- Να κάνει άξιους τους ιερείς να λειτουργούν ΚΑΙ για αυτούς Και για τον Λαό.
- Να γίνει δεκτή η Θυσία της Εκκλησίας και ο Παράκλητος να επισκιάσει τον Λαό, τους Λειτουργούς και τα τίμια Δώρα.
Αν παρατηρήσουμε σωστά θα δούμε ότι το ίδιο γεγονός (η αμαρτία δηλαδή) έχει δύο διαφορετικές ονομασίες. Αμαρτία και αγνόημα. Η Θεία Ευχαριστία προσφέρεται στον Θεό για τις αμαρτίες του ιερέως και για όσα από άγνοια έπραξε ο Λαός.
Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Αλλά ενώ ο λαός μπορεί από άγνοια πολλές φορές να αμαρτήσει, στον ιερέα δεν επιτρέπεται η άγνοια. Και οι πιο ασήμαντες αμαρτίες του, λόγω του αξιώματος του είναι μεγάλες. (Ι. Χρυσόστ.)
- Έτσι, ο επίσκοπος επιβαρύνεται για όλες τις αμαρτίες του λαού της Μητροπόλεως.
- Ο ιερέας για όλες τις πτώσεις του Λαού της ενορίας του.
- Και ο πνευματικός για όλες τις πτώσεις των πνευματικών του παιδιών εάν δεν προβαίνει στην κατάλληλη θεραπεία τους.
Ο ιερεύς – Λειτουργός αμαρτάνει.. και ο λαός αγνοεί.. Παρ’ όλο που τα αμαρτήματα του λαού ονομάζονται «αγνοήματα» από την στιγμή κατά την οποία ο λαός μαθαίνει και πληροφορείται ποιο είναι το θέλημα του Θεού, από εκεί και πέρα αρχίζει και η ευθύνη του. Γι’ αυτό και θα δώσει λόγο εν ημέρα κρίσεως.
Αξίζει επίσης να προσέξουμε και ορισμένες λέξεις και φράσεις από την ευχή αυτή.
«ἐν ὅλη καρδίᾳ»: Ν’ αγαπάμε τον Θεό, όπως τον αγάπησαν οι Άγιοι, οι Μάρτυρες, οι Ομολογητές, οι Πατέρες της Εκκλησίας. Να νιώσουμε στην καρδιά μας την αγάπη του Θεού για να ελευθερωθούμε από άλλες «καταστροφικές προσκολλήσεις» όπου δεν ωφελούμε ψυχή και σώμα.
«εὐρεῖν Χάριν ἐνώπιόν Σου»: μέσα από την ίδια ευχή ζητούμε να βρούμε Χάριν παρά Κυρίου, όπως βρήκε ο Προφήτης Δαβίδ, οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής και οι οποίοι «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου». Όπως συνέβη και στην Υπεραγία Θεοτόκου: «Πνεῦμᾳ ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι», και εμείς λοιπόν προσευχόμαστε κατά τον Απόστολο Παύλο: «ἵνα λάβωμεν ἔλεος καὶ χάριν εὔρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν». Και εκείνος πραγματοποιεί τα αιτήματά μας, αλλά «διὰ τῶν οἰκτιρμών τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ Υἱοῦ».Οικτιρμοί = πόθος προσφοράς και ευεργεσίας.
«ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΣΙ»
Καθ’ όλη την διάρκεια της Θ. Λειτουργίας πολλές φορές ο ιερεύς επικαλείται την ειρήνη του Θεού. Και αυτήν προφέρει:
- Πριν από το ευαγγέλιο / - όταν ομιλεί / - όταν ευλογεί / - στον ασπασμό της αγάπης /- στο τέλος της θυσίας / - στην τριαδική ευλογία (χάρις ἡμῖν καὶ εἰρήνη).
Και ο λαός που δέχεται την μεγάλη ευλογία της ειρήνης και γνωρίζει πόσο απουσιάζει από τις καρδιές ιδίως σήμερα απαντάει με την φράση: «ΚΑΙ Τῼ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΜΟΥ» που σημαίνει όχι μόνο σε μας αλλά και σένα. Αλίμονο και στον ιερέα που δεν έχει ειρήνη, που δεν έχει την ευλογία αυτή στην καρδιά του. Ότι συναντάει και ότι περνάει ο ιερεύς πρέπει να είναι ήρεμος ανεξάρτητα από την στάση του λαού που εκκλησιάζεται. Ο λειτουργός παρίσταται ως μιμητής του Χριστού και πως θα μπορούσε να έχει μίσος, φθόνο, κακία στην ψυχή του και συγχρόνως να ιερουργεί; Γι’ αυτό η παρουσία στο μυστήριο απαιτεί πάνω απ’ όλα ειρηνική καρδιά.
ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Δύο είναι τα κυριότερα γνωρίσματα του πιστού χριστιανού: η αγάπη και η πίστη, που είναι και τα «ενδύματα γάμου» για να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών.
«ΑΓΑΠΗΣΩΜΕΝ ΑΛΛΗΛΟΥΣ, ΙΝΑ ΕΝ ΟΜΟΝΟΙΑ, ΟΜΟΛΟΓΗΣΩΜΕΝ»
είναι η προτροπή του λειτουργού και αν θέλετε να μελετήσετε το αρχαιότερο τύπο της Θ. Λειτουργίας, θα διαβάσετε τα λόγια: «ΑΣΠΑΣΑΣΘΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΕΝ ΦΙΛΗΜΑΤΙ ΑΓΙΩ». Που σημαίνει φιληθείτε μεταξύ σας με άγιο φίλημα. Και αυτό κάνουν οι ιερείς στα συλλείτουργα και το βλέπετε. Λέει ο ένας στον άλλο: «Ο Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν». Και η απάντηση: «Καὶ ἔστι καὶ ἔσται».
Στην αρχαία εποχή, στα χρόνια των κατακόμβων και των μαρτύρων υπήρχε και ανάμεσα στους πιστούς ο ασπασμός αυτός καθώς ήταν η αγάπη αγνή και πνευματική και χριστιανούς=θάνατος από τυράννους και άγρια θηρία. Όταν όμως η συμπόνια και η αγάπη άρχισε να ψυχραίνεται και να ελαττώνεται η ιερή συνήθεια του ασπασμού άρχισε να χάνεται και περιορίστηκε μέσα στο άγιο βήμα από τους κληρικούς.
Ο ασπασμός της αγάπης δεν είναι ένα απλό λειτουργικό σύμβολο, αλλά ιερουργία, μία λειτουργική εμπειρία. Είναι η εμπειρία της συνδιαλλαγής και του συνδέσμου μεταξύ πιστών και της ενώσεως με τον Χριστό. «Ἄς ἐνθυμούμεθα, ἀγαπητοί, τὰ ἅγια φιλήματα καὶ τὸν φρικτό ἀσπασμό, ποὺ δίνουμε μεταξύ μας κατά τὴν Θ. Λειτουργία. Αὐτός ὁ ἀσπασμός ἐνώνει τὶς ψυχές μας καὶ μας ἐνώνει ὅλους μαζί σε ἕνα σώμα». (Ἱ.Χρυσ.). - πρβλ. ασπασμός με αιρετικούς
Κάθε πράξη, λοιπόν, κάθε λόγος, κάθε κίνηση και κάθε γεγονός της Θ. Λειτουργίας είναι όμοια με τα καθημερινά πράγματα της ζωής μας, αλλά μεταμορφωμένα, πνευματικοποιημένα, αγιοποιημένα. Μέσα στην Θ. Λειτουργία η ύλη καθαγιάζεται και η σάρκα γίνεται πνευματική. Άρα και το φίλημα αυτό παίρνει καινούριες διαστάσεις, ουράνιες..
«Τον Ιούλιο του 1933, μία επιστημονική ομάδα σταμάτησε για λίγες μέρες κοντά σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στην πόλη Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Δεν υπήρχαν κάτοικοι σ’ αυτή την πόλη, μόνο κρατούμενοι, που δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα κάποιας κατασκευής. Οι περισσότεροι ήταν ιερείς, διάκονοι, μοναχοί και λίγοι επίσκοποι.
Στους καταυλισμούς κυριαρχούσε μια ανήκουστη βαρβαρότητα. Χωρίς κανένα λόγο μαστίγωναν, χτυπούσαν βάναυσα και πυροβολούσαν τους αιχμαλώτους, σπάζοντας τα κόκαλά τους. Οι συνθήκες διαβιώσεως ήταν φρικτές. Οι πιο πολλοί πέθαιναν από το φοβερό κρύο και την πείνα.
Ο καιρός εκείνον τον Ιούλιο ήταν ευχάριστος. Μετά το δείπνο μας, λέει ο περιγράφων το γεγονός, καθίσαμε μέχρι αργά το βράδυ κοντά στη φωτιά, συζητώντας μεταξύ μας. Κάθε τόσο ακούγαμε κραυγές και δυνατά βογκητά από το παρακείμενο στρατόπεδο... Ήταν μία ξάστερη και ήσυχη νύχτα.. Όσο όμως ζω, δεν θα ξεχάσω εκείνη την κοιλάδα της Σιβηρίας. Θα ήταν ενθυμούμαι παντοτινά.
Ο γλυκός πρωινός μας ύπνος διακόπηκε ξαφνικά από ένα πένθιμο ανθρώπινο βογκητό. Σηκωθήκαμε γρήγορα. Ο επικεφαλής της ομάδας μας, ντόπιος από το Ιρκούτσκ, πήρε γρήγορα ένα ζευγάρι κιάλια, και οι άλλοι στήσαμε δύο τοπογραφικά όργανα και ασχολούμασταν δήθεν με την εργασίας μας, όταν παρατηρήσαμε ένα πλήθος να έρχεται προς την κατεύθυνσή μας. Εξαιτίας των θάμνων ήταν δύσκολο να καταλάβουμε ευθύς αμέσως τι συνέβαινε.
Ήταν εξήντα κρατούμενοι και όσο πλησίαζαν μπορούσαμε καθαρότερα να δούμε πως ήταν όλοι τους εξαντλημένοι, σκελετωμένοι από την πείνα, την πολλή δουλειά, την κακομεταχείριση και την άσπλαχνη συμπεριφορά.
Τι έβλεπαν όμως τα έκπληκτα μάτια μας; Όλοι τους κρατούσαν ένα σχοινί στους ώμους τους. Και με αυτό έσερναν ένα έλκηθρο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα βαρέλι γεμάτο από ανθρώπινες ακαθαρσίες (περιττώματα)!
Οι φρουροί, που τους συνόδευαν, προφανώς δεν γνώριζαν ότι υπήρχε μία επιστημονική αποστολή κοντά στην περιοχή του στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Ακούσαμε ακριβώς τις λέξεις της διαταγής των φρουρών: «Ξαπλώστε κάτω και μην κινήστε». Ένας φρουρός έτρεξε πίσω στο στρατόπεδο. Προφανώς μας θεώρησαν υπόπτους.
Κάποιος από την ομάδα μας εκτίμησε κάπως γρήγορα την κατάσταση των κρατουμένων και είπε: «Παρατείναμε την ζωή τους για λίγα ακόμη λεπτά». Καταρχάς δεν καταλάβαμε αυτά του τα λόγια. Σε 15 όμως με 20 λεπτά είχαμε περικυκλωθεί από μία διμοιρία φρουρών του στρατοπέδου, που μας πλησίασαν κρατώντας τουφέκια έτοιμα για μάχη, σα να πρόκειται να επιτεθούν με τις ξιφολόγχες.
Ο επικεφαλής της διμοιρίας και ο πολιτικός κομισάριος μας πλησίασαν και ζήτησαν τα χαρτιά μας. Όταν τα εξέτασαν, μας εξήγησαν πως αυτοί οι εξήντα άντρες είχαν καταδικαστεί να εκτελεστούν, ως στοιχείο αλλότριο και εχθρικό προς την σοβιετική, σοσιαλιστική εξουσία του Στάλιν.
Ένα τεράστιο χαντάκι είχε ήδη ετοιμαστεί για τους εξήντα. Ο πολιτικό κομισάριος μας ζήτησε να μπούμε στις σκηνές μας, πράγμα που κάναμε. Οι εξήντα Μάρτυρες ήταν όλοι τους ιερείς. Στο ήσυχο πρωινό του Ιουλίου οι αδύναμες φωνές πολλών Ιερέων ακούγονταν ξεκάθαρα.
Ανοίγοντας τρύπες στα αντίσκηνά μας είδαμε, ακούσαμε και ζήσαμε την πρώτη Εκκλησία των Αγίων Μαρτύρων...
ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΗΣΠΑΖΟΝΤΟ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΜΕ ΦΙΛΗΜΑ ΑΓΙΟ... Ο ένας απ’ αυτούς σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε δυνατά: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς^ οὐ γάρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι». Θεέ μου, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν... Αποτέλεσμα: έφαγε μια κλωτσιά κα έπεσε κάτω.
Κατόπιν τους έσπρωξαν όλους κοντά στο χαντάκι. Ένας απ’ τους δήμιους ρωτούσε έναν έναν τους ιερείς, που τώρα στέκονταν κοντά στο χαντάκι:
- Είναι η τελευταία σου πνοή. Πες μας, υπάρχει Θεός ή όχι;
Η απάντηση των Αγίων Μαρτύρων Ιερέων ήταν σταθερή και σίγουρη:
- Ναι, υπάρχει Θεός!
Ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός.
Καθόμαστε και βλέπαμε μέσα από τις σκηνές και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει... Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μας...
Ένας δεύτερος πυροβολισμός αντήχησε..., ένας τρίτος... και μετά περισσότεροι...
Οι Ιερείς οδηγιόντουσαν ο ένας μετά τον άλλο μπροστά στο χαντάκι. Οι δήμοι στο χείλος του χαντακιού ρωτούσαν κάθε Ιερέα:
- Υπάρχει Θεός;
Η απάντηση ήταν η ίδια:
- Ναι, υπάρχει Θεός!
Ή έλεγαν:
- Ναι, υπάρχει! Όπως υπάρχει και ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρας του κόσμου!
Και άλλοι πρόσθεταν:
- Ναι, υπάρχει! Και η Παναγία μας υπάρχει και οι Άγιοι υπάρχουν! Και άλλοι:
- Ναι, υπάρχει! Και Αυτός σας συγχωρεί, όπως κι εμείς...
Και πριν προλάβουν να τελειώσουν τις λέξεις, ακούγεται ο πυροβολισμός...
Ήμασταν αυτόπτες μάρτυρες... Είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αυτιά μας τους εξήντα Λειτουργούς Ιερείς του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μπροστά στον θάνατο, να δίνουν το άγιο φίλημα και τον ασπασμό της αγάπης, να μακροθυμούν και να συγχωρούν, να προσεύχονται για τους δήμιους τους και για ολόκληρο τον Ρώσικο λαό και τέλος να ομολογούν με τόσο θάρρος την πίστη τους στον Θεό...
Ίσως περάσουν ακόμη χρόνια, δεκαετίες. Όμως αυτός ο τάφος πάνω στον δρόμο Κατσούγκ-Νίζνιε-Ουντίνσκ, πρέπει να βρεθεί. Κανείς Ορθόδοξος χριστιανός, πουθενά, δεν πρέπει να ξεχάσει αυτούς τους Αγίους Μάρτυρες, που έδωσαν τη ζωή τους για την Ορθόδοξη πίστη τους, τον Ιούλιο του 1933, κοντά στην ακατοίκητη πόλη Ιρκούτσκ...».
Μέσα σ’ αυτήν την αληθινή ιστορία βλέπουμε στην πράξη τα δύο στοιχεία της Θ. Λ. την πίστη και την αγάπη, συζευγμένα με την συγχώρηση και την ανεξικακία. Και όλα αυτά μπροστά στο Θάνατο!!! Τι έχουμε να παρουσιάσουμε ή να πούμε εμείς οι χριστιανοί της εποχής τούτης; Επιμένοντας σ’ αυτήν την ενότητα της αγάπης και της πίστεως ας θυμηθούμε τον Ευαγγελιστή της αγάπης Ιωάννη, Μαθητή και Απόστολο του Κυρίου, ο οποίος όταν γέρασε και δεν μπορούσε να διδάξει τους Χριστιανούς, έφθασε στην σύναξη βασταζόμενος και αντί για κήρυγμα έλεγε στους Χριστιανούς αυτές τις λέξεις: «Τεκνία μου, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους... ἀγαπάτε ἀλλήλους». Και τούτους τους λόγους έλεγε μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής τους. Αλλά και ο Κύριος χαρακτηριστικά είπε: «Ἐαν τούτῳ γνώσσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ, ἐαν ἀγάπην ἔχετε ἔν ἀλλήλοις». Από κει λέει ο Χριστός θα σας γνωρίσουν όσοι βρίσκονται στα σκοτάδια της πλάνης, της αμαρτίας, της αγνωσίας. Η αγάπη θα σας διακρίνει απ’ όλους τους ανθρώπους και αυτή θα σας κάνει να ξεχωρίζεται. Οι Απόστολοι και οι μάρτυρες χριστιανοί των πρώτων αιώνων μιμήθηκαν και ακολούθησαν το παράδειγμα του Διδασκάλου τους. Ο κόσμος άφωνος και βουβός από κατάπληξη θαύμαζε και εδιδάσκετο απ’ αυτήν την μαρτυρική αγάπη.
Στην προτροπή λοιπόν «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» ο λαός δια των Ιεροψαλτών απαντά: «ΠΑΤΕΡΑ, ΥΙΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΤΡΙΑΔΑ ΟΜΟΟΥΣΙΟΝ ΚΑΙ ΑΧΩΡΙΣΤΟΝ».
Είναι η πιο σύντομη και επιγραμματική ομολογία της Χριστιανικής πίστεως. Ενωμένοι με τους συνδέσμους της πίστεως και της αγάπης βαδίζουμε τον ορθό και απλανή δρόμο της ορθοδοξίας. Ομολογούμε με παρρησία το δογματικό αυτό τριαδικό θεμέλιο λίθο της πίστεως. Εδραζόμαστε στην παραδεδομένη από τον Κύριο ουράνια διδασκαλία στις Αποστολικές παρακαταθήκες, στην παράδοση της εκκλησίας, στις Πατερικές διδασκαλίες, στους αγώνες και τα άγια θαύματα της Πίστεως και ευλαβούμενοι ομολογούμε και εμείς ότι ακολουθούμε όλους αυτούς. Η εκκλησία, η Στρατευομένη μαζί με την Θριαμβεύουσα, καθίσταται η Μία Ποίμνη, με τον έναν Ποιμένα, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό!
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Μετά τον ασπασμό της αγάπης και την ομολογία της πίστεως στον Τριαδικό Θεό, ακολουθεί η εκφώνηση του Διακόνου ή του Λειτουργού Ιερέως:
«ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, ΤΑ ΘΥΡΑΣ, ΕΝ ΣΟΦΙΑ ΠΡΟΣΧΩΜΕΝ»
Ύστερα από την απόλυση των Κατηχουμένων έκλειναν οι θύρες του Ναού. Στην συνέχεια διάκονοι και υποδιάκονοι στέκονταν στις θύρες, ώστε την ώρα της αγίας Αναφοράς ούτε να εξέρχονται πιστοί, ούτε να εισέρχονται άπιστοι ή αιρετικοί. Να τι γράφουν οι Αποστολικές Διαταγές: «Ἄς φυλάγονται οἱ θύρες τοῦ Ναοῦ, μήπως ἔλθει μέσα κάποιος ἄπιστος ἤ ἀμύητος. Καὶ ἄν ἔλθει κάποιος ἀδελφός ἤ ἀδελφή ἀπό ἄλλη περιοχή ἔχοντας συστατική ἐπιστολή, ὁ διάκονος ἄς ἐρευνήσει τὰ σχετικά μὲ αὐτους... μήπως εἶναι μολυσμένοι ἀπό αἴρεση».
Το κλείσιμο των θυρών του Ναού κατά τον Άγιο Μάξιμο συμβολίζει το κλείσιμο των αισθήσεων και την απομάκρυνση του νου από τους γήινους λογισμούς. «Έτσι απελευθερωμένος ο άνθρωπος από τις πραγματικότητες ενός κόσμου φευγαλέου, φθάνει στην θέα των Θείων καταστάσεων. Ο Λόγος οδηγεί την ψυχή «προς τὴν τῶν νοητῶν ἐποψίαν» (Μάξιμος ο Ομολογητής).
Αλλά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι δείχνει (αυτό το συμβολικό γεγονός) «τὴν παροδικότητα τῶν ὑλικῶν καὶ τὴν εἴσοδο τῶν ἀξίων πιστῶν στὸν νοητόν κόσμο, δηλαδή στὸν νυμφικό θάλαμο τοῦ Χριστοῦ, ποῦ θα γίνει ἔπειτα ἀπό τὸν φοβερό ἐκεῖνο χωρισμό καὶ τὴν ἀκόμη φοβερότερη ἀπόφαση τοῦ Κριτοῦ».
«ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν»
Τι να προσέξουμε; Που να συγκεντρώσουμε την «σοφία» μας; Τι να κοιτάξουμε να ακούσουμε; Το σύμβολο της πίστεως. Το «ΠΙΣΤΕΥΩ» όπως λέμε πιο απλά... Το σύμβολο της Πίστεως είναι η απαρίθμηση των δωρεών του Θεού και η ευχαριστήριος ομολογία του ανθρώπου. Προσφέρουμε λίγο και εμείς από την ανθρώπινη σοφία στην ανώτερη σοφία του Θεού. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να ομολογήσουμε τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες Του και να τον ευχαριστήσουμε γι’ αυτές».
Η ομολογία του Συμβόλου της πίστεως, λέγει ο Άγιος Μάξιμος, «προδηλώνει την μυστική ευχαριστία, που θα αναπέμπουμε στην άλλη ζωή, για τους θαυμαστούς λόγους και τρόπους της Πάνσοφης Πρόνοιας του Θεού για μας, με τους οποίους σωθήκαμε» και συνεχίζει ο ιερός σχολιαστής πέρα από τα λόγια του Αγίου και προσθέτει: «ἡ αἰώνια ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως... θὰ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀγάπη Του προς ἐμᾶς δὲν ἔμεινε χωρίς ἀποτέλεσμα».
ΑΓΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ
«Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου, πρόσχωμεν τὴν Ἁγίαν Ἀναφοράν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν».
Οι Άγγελοι είναι πολυάριθμοι. Σχηματίζουν τάγματα και ταξιαρχίες, εννέα στον αριθμό, στις οποίες – πάντα κατά τους Πατέρες – αρχηγοί είναι οι Αρχάγγελοι. Ονόματα Αρχαγγέλων μνημονεύονται στην Αγία Γραφή όπως: Μιχαήλ – Γαβριήλ – Ραφαήλ. Εκτός όμως από αυτούς υπήρχε και ένας άλλος Αρχιστράτηγος που λεγόταν Εωσφόρος εξαιτίας της λαμπρότητας που είχε. Αλλά αυτός ο Αρχάγγελος δεν έμεινε πιστός και αφοσιωμένος στον Θεό, όπως λέγει ο Προφήτης Ησαΐας. Έπεσε από τον ουρανό και αιτία της πτώσεως ήταν η υπερηφάνεια.
Τι είπε λοιπόν ο Εωσφόρος; «Εἰς τὸν οὐρανόν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ Θήσω τον Θρόνον μου,... ἔσομαι ὅμοιος τῶ ὑψίστῳ...». Και μόλις άρχισε να σκέπτεται υπερήφανα, άρχισε να πέφτει από το ύψος της δόξης του, και να κατρακυλά στο χάος, να μεταβάλλεται και να γίνεται από Άγγελος Φωτός, άγγελος σκότους, σατανάς και να παρασύρει και προς το μέρος του πλήθος αγγέλων. Ίσως πει κανείς ωραίο παραμυθάκι αλλά στην πραγματικότητα το αναφέρει η αυτοαλήθεια ο Κύριός μας: «ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» (Λουκ. 10, 18). Την στιγμή που ο Εωσφόρος έπεφτε συμπαρασύροντας και το πλήθος των αγγέλων ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με την αρχαγγελική σάλπιγγα σάλπιζε στους άλλους Αγγέλους... «Στῶμεν καλῶς» και συγκράτησε τον Αγγελικό κόσμο από αυτή την φοβερή πτώση. Γι’ αυτό και ο λειτουργός το φωνάζει στους πιστούς. Έχει όμως η φράση αυτή και αναφορά στον Απόστολο Παύλο: «Μετά φόβου καί τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε...»
Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει τα ιερά αυτά λόγια τα οποία σημαίνουν: «προσπάθησε να καταλάβεις κοντά σε ποιον στέκεσαι. Μαζί με ποιους πρόκειται να επικαλεσθείς τον Θεόν: μαζί με τους αγγέλους, τα Χερουβίμ... Κανείς δεν πρέπει να μετέχει στους ιερούς και μυστικούς τούτους ύμνους με χαλαρωμένη προθυμία... Αλλά αφού απομακρύνει όλες τις γήινες σκέψεις από τον νου του και μεταφέρει τον εαυτό του ολόκληρο στον ουρανό, σαν να στέκεται κοντά στον ίδιο τον Θρόνο της δόξης και να πετά μαζί με τα Σεραφείμ, τότε ας προσφέρει τον Πανάγιο Ύμνο στον Θεό της δόξης και της μεγαλοσύνης. Γι’ αυτό μας προτρέπει ο Διάκονος να στεκόμαστε με φρίκη και τρόμο, με άγρυπνη και γρηγορούσα ψυχή».
Ότι ακολουθεί μετά από αυτή την εκφώνηση ονομάζεται Αγία Αναφορά. Είναι η μοναδική άνοδος των πιστών και της προσφοράς τους στον ουρανό. Τα τίμια Δώρα δεν προσκομίζονται απλώς επάνω στο Άγιο Θυσιαστήριο αλλά ανυψώνονται στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ο λειτουργός μας προτρέπει να ανυψωθούμε και εμείς «ἐν εἰρήνη». Είναι η προϋπόθεση για να μεταβούμε σ’ αυτόν τον πνευματικό τόπο του ουρανού. Την ώρα που προσφέρεται η Αγία Αναφορά στο Υπερουράνιο Θυσιαστήριο, αγγελικές Δυνάμεις παραστέκουν με φόβο και τρόμο. Καλύπτουν ευλαβώς τα πρόσωπα. Υμνούν την Τρισήλιο Θεότητα. Ο λαός απαντά:
«ΕΛΕΟΝ ΕΙΡΗΝΗ, ΘΥΣΙΑΝ ΑΙΝΕΣΕΩΣ»
Προσφέρουμε έλεον ειρήνης, δηλαδή αγάπη, που είναι καρπός της ειρήνης. «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Δεν είναι δυνατόν να προσφέρουμε θυσία δοξολογίας του Θεού πριν προσφέρουμε την θυσία της αγάπης μας. Η θυσία που προσφέρεται με αγάπη, είναι θυσία ευάρεστη στον Θεόν. Είναι η θυσία που δοξάζει και υμνεί την δική Του αγάπη: θυσίαν αινέσεως.
Αυτή την θυσία επιθυμεί ο Κύριος, περισσότερο από μυριάδες θυσίες αλόγων ζώων: «Ἱερουργήσω σοι τὴν τῆς αἰνέσεως θυσίαν, μυρίων ὁλοκαυτωμάτων προτιμοτέραν, σοὶ τῷ ἀπροσδεεῖ (σε σένα που δεν έχει ανάγκη) καὶ τελείῳ Θεῷ».
Και η Θεία Λειτουργία προχωρεί, ανεβαίνει προς την κορυφή του Γολγοθά. Σε λίγο θα τελεστεί η αναίμακτη Θυσία!!! Και η θυσία είναι η συγκλονιστική εκείνη στιγμή όπου ο Άρτος και ο Οίνος γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού. Αυτό είναι το θαύμα θαυμάτων που τελείται μέσα στην Θεία Λατρεία. Το Άγιο Πνεύμα δια της Ιεροσύνης κατέρχεται και ποιεί την Θεία Μεταβολή. Το αισθάνονται και το βιώνουν, όσοι έχουν ταπείνωση και αμόλυντη ζωή, καθαρότητα ψυχής και σώματος.
«Θυσία αἰνέσεως δοξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδός, ἧ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου».
ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ
«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμῶν».
Καὶ μετά τοῦ πνεύματός σου.
Η ευχή αυτή γράφει ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας είχε ληφθεί από τις επιστολές του μακαρίου Παύλου προς τις διάφορες εκκλησίες στις οποίες απευθύνεται κατά καιρούς. Και βλέπουμε διάφορα αγαθά που αποδίδονται στις μακάριες τριαδικές υποστάσεις. Στον Υιόν η χάρις, στον Πατέρα την αγάπη, και στο Άγιο Πνεύμα την κοινωνία. Και ας κάνουμε την ανάλυση και επεξήγηση:
Χάρη στον Υιό διότι χωρίς εμείς να συνεισφέρουμε τίποτα, αλλά ενώ είμαστε ένοχοι απέναντί Του μας έδωσε τον εαυτό Του Σωτήρα για μας. Επειδή δε ο Πατέρας δια μέσου των παθημάτων Του Υιού συμφιλιώθηκε με το ανθρώπινο γένος και αγάπησε τους εχθρούς Του, γι’ αυτό, όσα έκανε για μας, λέγονται αγάπη. Και επειδή ο «πλούσιος ἐν ἐλέει» έπρεπε να μεταδώσει τα αγαθά στους εχθρούς Του, με τους οποίους συμφιλιώθηκε, αυτό το έκανε το Άγ. Πνεύμα, με την επιφοίτηση Του στους Αποστόλους. Την καλοσύνη του Αγ. Πνεύματος προς τους ανθρώπους λέγεται κοινωνία. Γι’ αυτό όπως είπαμε και κατά την έναρξη του μεγάλου αυτού κεφαλαίου, η Θεία Λειτουργία, αποπνέει σε κάθε πτυχή της την Τριαδική χάρη και ευλογία.
Στην συνέχεια διερωτάται ο ιερός Καβάσιλας αλλά και όλοι εσείς... «Αφού τα λάβαμε όλα αυτά τα τριαδικά χαρίσματα τι χρειάζεται σ’ αυτό το σημείο της Θ. Λ. αυτή η αποστολική ευλογία και ευχή; Και απαντά ο ίδιος:
«Ο ιερέας δεν λέγει: «εἴθε νὰ μείνουν σε ὅλους σας, ἀφού ἄλλωστε ἔχουν δοθεῖ, ἀλλά εὔχεται: «εἴη μετά πάντων ἡμῶν», «εἴθε νὰ μείνουν σε ὄλους σας». Τα πήραμε αλλά να μην τα χάσουμε και να μείνουν σε μας για πάντα. Βλέπουμε και παρατηρούμε ότι οι τριαδικές δωρεές και κηρύσσουν συγχρόνως το Δόγμα της Αγ. Τριάδος. Πατήρ, Υιός και Άγ. Πνεύμα συνεργάζονται για την σωτηρία του Ανθρώπου.
Και ποια είναι η απάντηση του λαού στην Τριαδική ευλογία που εκπέμπει ο ιερέας προς τους πιστούς; ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΟΥ και αυτό σημαίνει ότι και στον ιερέα ζητάει ο λαός να γυρίσει αυτή η ευλογία. Και όλη αυτή η χάρις να επιστρέψει στην ψυχή σου, η οποία έχει γίνει όλη πνεύμα και έχει στραφεί προς τα άνω, προς την μεγαλοσύνη του Θεού. Είναι αλήθεια ότι οι στιγμές είναι φοβερές, συγκλονιστικές, φωτοφόρες. Παρά ταύτα εμείς είμαστε φτωχοί, άδειοι, κενοί και παγωμένοι! Και αντί μέσα μας να βασιλεύει η Χάρις του Αγ. Πνεύματος, δυστυχώς κυριαρχούν τα πάθη, οι μικρότητες, οι εγωισμοί, οι πονηρίες, οι φθόνοι, οι κακίες... γι’ αυτό και ο λαός αντεύχεται να γεμίσει η ύπαρξη του ιερέως από τις ανεκτίμητες αυτές ευλογίες του ουρανού και τότε είναι αλήθεια η ψυχή του ιερέως ύπταται ως πνεύμα στον ουρανό και βιώνει τα απόρρητα μυστήρια του Θεού. «Ἐν τῷ Ναῷ ἐστώντες τῆς δόξης Σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν». Ότι λοιπόν κάνει ο ιερουργός, ό,τι επιτελεί δεν είναι δικά του ανθρώπινα κατορθώματα αλλά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία είναι παρούσα, υπερίπταται όλων και ενεργεί την μυστική αυτή θυσία.
ΑΝΩ ΣΧΩΜΕΝ ΤΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΕΧΟΜΕΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ
Ας δούμε τι λέει η ευαγγελική διήγηση της Μεταμορφώσεως του Χριστού: Παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον και τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτους εἰς ὄρος ὑψηλόν κατ’ ἰδίαν μόνους^ καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν. Το ίδιο συμβαίνει και στο θαύμα της λειτουργικής Μεταμορφώσεως:
Η χάρις του Κυρίου μας παραλαμβάνει από τον κόσμο που ζούμε και μας ανεβάζει στο υψηλό όρος της Αγάπης του Πατρός, όπου τελετουργείτε το Μυστήριο της Κοινωνίας του Αγ. Πνεύματος. Αλλά και στην Π. Δ. όπου έχουμε την θυσία του Ισαάκ τι βλέπουμε να λέει ο Θεός στον Πατριάρχη Αβραάμ; Λάβε τον υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν, ὅν ἠγάπησας, τὸν Ἰσαάκ καὶ πορεύθητι εἰς τὴν γῆν τὴν ὑψηλήν καὶ ἀνένεγκον αὐτον ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν. Σ’ αυτή την υψηλή γη μας προτρέπει ο λειτουργός να ανέλθουμε και εμείς για να προσφέρουμε την ευχαριστιακή Αναφορά. Μην αφήσεις, μας λέει ο ιερός Χρυσόστομος, κανένα από τα δουλικά πάθη να παρευρίσκεται στον τόπο της Αγ. Αναφοράς. «Ας μην σε ενοχλεί τότε τίποτα, αλλά γίνε πιο υψηλός από τους ουρανούς».
Το «ἄνω σχώμεν», λέγει ο ιερεύς υποδεικνύει το τόπο όπου γίνεται η συνάντηση της φιλοθέου ψυχής και του Νυμφίου Χριστού. Και αυτός ο τόπος δεν είναι κάτι συγκεκριμένο ή ένα σημείο προκαθορισμένο. Γιατί η ψυχή ανεβαίνει ασταμάτητα. Μοιάζει η όλη πορεία με μία σκάλα που αρχή έχει το Άγ. Θυσιαστήριο και κορυφή την θέα του Θεού, απρόσιτη για τον άνθρωπο. Όσο ανεβαίνει τόσο περισσότερο θαυμάζει το ύψος της Θεότητος. Ορειβάτης, λοιπόν, ο χριστιανός. «Ακατάπαυστα πορεύεται προς τα άνω ανανεώνοντας συνεχώς με τα όσα ήδη κατόρθωσε, τις δυνάμεις για το πέταγμα» (Γρηγ. Νύσσης). Είναι αλήθεια πως σ’ αυτή την «άνιση» αναζήτηση στο ζεύγος Θεού-ανθρώπου η Θεία Φιλανθρωπία συγκατατίθεται αλλά εκδηλώνει και την δυσκολία της ανθρωπίνης έρευνας προς την ατελείωτη Θεία Μεγαλοσύνη: «Ὠς ἐν τούτῳ ὄντος τοῦ ἀληθῶς ἰδεῖν τὸν Θεόν, ἐν τῷ μη λῆξαι ποτέ τῆς ἐπιθυμίας του προς αὐτον ἀναβλέποντα» (Γρηγ. Νύσσης).
ΕΧΟΜΕΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ
Αυτό απαντούν οι πιστοί στον λειτουργό του υψίστου. Και με την απάντηση αυτή τον διαβεβαιώνουν ότι έχουν ήδη ανέλθει σ’ αυτό το ύψος. Απαραίτητο για να διαλεχθούμε με τον Κύριο είναι οι καρδιές μας να βρίσκονται σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο. Και ο πιστός λαός βρίσκεται εκεί για να μιλήσει με τον Θεό, να κοινωνήσει την Χάρη του και τις δωρεές Του και να απολαύσει την Θεία Μεγαλοσύνη Του. Ο ιερεύς λαμβάνει τη διαβεβαίωση και συνεχίζει την ανάβαση και τον εαυτό Του και των πιστών. Κλήρος και λαός ανεβαίνει την θεάρεστη ανάβαση προς το ύψος της δόξης του Θεού.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΩΜΕΝ Τῼ ΚΥΡΙῼ
Λαμβάνοντας την διαβεβαίωση των πιστών ο ιερεύς προτρέπει τον λαό να ευχαριστήσουν τον Κύριο. Μα και όλη η Θεία Λειτουργία ονομάζεται «ευχαριστία». Γιατί αποτελεί ανάμνηση των πολλών ευεργεσιών του Θεού και μας αποκαλύπτει το αποκορύφωμα της Θείας Πρόνοιας. Το Θείο τούτο μυστήριο μας παροτρύνει με κάθε τρόπο να ευχαριστήσουμε τον Θεό. Γι’ αυτό και στο σημείο που βρισκόμαστε οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Θεό για την οικουμένη ολόκληρη, για όλα όσα μας δώρησε, για τα παρελθόντα, τα μέλλοντα, τα παρόντα.
Ευχαριστούμε τον Θεό για τα θεία δώρα Του, και η ίδια η Ευχαριστία είναι ένα καινούριο δώρο του Θεού. Διότι σ’ Εκείνον δεν προσθέτει τίποτε, ενώ εμάς: «οἱκειοτέρους αὐτῷ κατασκευάζει».
ΑΞΙΟΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΝ
Οι πιστοί απαντούν στην προτροπή του ιερέως λέγοντας το: «ΑΞΙΟΝ και ΔΙΚΑΙΟΝ» και πάλι ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας θα μας πει ότι αυτός ο λόγος είναι μία συμφωνία μεταξύ ιερέως και πιστών. Κλήρον και λαού ώστε να ιερουργηθεί η Θ. Ευχαριστία. Ο Θείος Χρυσόστομος θα πει χαρακτηριστικά: «Η ευχαριστία προς τον Θεό είναι κοινή, διότι δεν ευχαριστεί μόνος του ο ιερεύς αλλά όλος ο λαός. Αφού αρχίσει ο ιερεύς, συμφωνούν όλοι ότι αυτό γίνεται άξια και κατά δίκαιο λόγο. Και τότε ο ιερεύς αρχίζει την Θεία Ευχαριστία».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ