Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ (δ΄ μέρος)

Ομιλία Κυριακή της Ορθοδοξίας (δ΄ μέρος) 6 Ιουνίου 2017

Υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ

Εδώ θα έπρεπε να απαντήσει κανείς εις τον π. Χαρίτωνα, ότι εκείνοι οι αγιορείτες πατέρες – οι επί Βέκκου – υπέφεραν τα πάνδεινα, έδωσαν μέχρι και την ζωή τους, μαρτύρησαν δια πελέκεως, ξίφους, αγχόνης, πυρός και μυρίων άλλων βασάνων, ενώ οι αγιορείτες του 20ου αι. εκ του ασφαλούς – με την δίβουλη και υποκριτική στάση τους – εξορίζουν τον Πατριάρχη δια της κεντρικής θύρας και τον επαναφέρουν δια της πλαγίας (δια να μην είπω και το αντίστροφον). Και συνεχίζει ο γέρων Χαρίτων: «Διέκοψαν λοιπόν τώρα το μνημόσυνον του Πατριάρχη, αλλά χωρίς ίδρυση σχιματικής παρατάξεως ή προσχώρηση σε προϋπάρχουσες ζηλωτικές παρατάξεις – εκκλησίες». Προφανώς εννοεί ο π. Χαρίτων, ότι διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχη, αλλά συνέχισαν να έχουν κοινωνία με την διοικούσα «εκκλησία» του νέου ημερολογίου – παρέμειναν εντός των κόλπων της – η οποία δεν έπαψε εν συνόλω να συνδέεται εκκλησιαστικώς και να μνημονεύει τον Πατριάρχη.

Και πάνω που θα έλεγε κανείς ότι ο π. Χαρίτων λησμόνησε τους Εσφιγμενίτες, λέγει παρακάτω: «Η Μονή Εσφιγμένου είναι η μόνη που σήμερα δεν μνημονεύει, αλλά δυστυχώς έχει προσχωρήσει στους σχισματικούς Ζηλωτές». Την απάντηση επ’ αυτού στον π. Χαρίτωνα, δεν θα τη δώσουμε εμείς. Ας ακούσει καλύτερα με προσοχή τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή να του απαντά ως εξής: «Αν αυτός που λέγει (αυτός που ακολουθεί), όσα διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι πατέρες, σχίζει την Εκκλησία, τι θα αποδειχθεί ότι διαπράττει εις βάρος της Εκκλησίας, αυτός που αναιρεί τα δόγματα των Αγίων, άνευ των οποίων δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η ίδια η Εκκλησία;». Εάν, εμείς, οι «Ζηλωτές» όπως μας ονομάζουνε, που ακολουθούμε κατά πόδας την Γραφή και τους Πατέρας, είμασθε σχισματικοί, τότε τι μπορεί να πει κανείς για τους νεοημερολογίτες, που αναιρούνε τα δόγματα και τους κανόνες των αγίων και καταργούνε την εκκλησία με την αίρεση του οικουμενισμού;

Αλλά δυστυχώς αγαπητοί μου, το σύγχρονο Άγιον Όρος δεν θυμίζει σε τίποτε το αρχαίον του κάλλος και την προπτωτική – προ της πτώσεως του οικουμενισμού- κατάστασή του. Τα πρώτα παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Θεωρείται φάρος Ορθοδοξίας, προπύργιο παραδοσιακότητας και τηρητής των παραδόσεων, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος, για το εάν είναι όντως έτσι. Ας μην μας ξεγελάει το γεγονός ότι κράτησε το πάτριο εορτολόγιο. Δεν είναι δικό του κατόρθωμα. Και ακούσθε το γιατί. Μετά την αλλαγή του εορτολογίου, εισήλθε εν Αγίω Όρει ο πατριαρχικός έξαρχος Μαρωνείας Άνθιμος προκειμένου να πείσει τους Αγιορείτες να δεχθούν το νέο ημερολόγιο και να συνεχίσουν το μνημόσυνο του Πατριάρχη. Στην απόρρητη έκθεσή του προς το πατριαρχείο Κων/πόλεως, έγραφε τα εξής: «Μη θεωρείται αναγκαία η επιβολή της μεταρρυθμίσεως και εν Αγίω Όρει, το οποίον δύναται να χαρακτηρισθεί ως εκκλησιαστική όασις και μουσείον, εν ώ διατηρούνται ανέπαφα τα πάτρια και αρχαΐζοντα» (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ…, σελ. 48).

Ας αφήσουμε το Άγιον Όρος – λέγει ο Άνθιμος – να κρατήσει το πάτριον εορτολόγιον, δεν μας πειράζει. Ας είναι ένα μουσείο στο οποίον διατηρούνται ανέπαφα τα πάτρια και αρχαΐζοντα. Για όσους θεωρούν ότι το Άγιον Όρος είναι μια όαση πνευματική και εκκλησιαστική, ιδού η απάντησις. Από τότε – το 1924 κ.ε. – υπήρχε το σχέδιο να διατηρηθεί ως μια μουσειακή όασις. Στο μουσείο βλέπεις και θαυμάζεις τα αρχαία εκθέματα, ως μνημεία και ενθύμια του παρελθόντος, αυτά όμως δεν αποτελούν πλέον μέρος της ζωής σου. Δεν διατηρείς ζώσα σύνδεση με αυτά, ούτε και έχουν θέση και χώρο στην πραγματικότητά σου. Το άγιον Όρος είναι φάρος της Ορθοδοξίας μόνον στον τύπο και το σχήμα. Θυμίζει ίσως κάτι από το ένδοξο παρελθόν του, κατ’ ουσίαν όμως έχει απομείνει σκιά του εαυτού του. Οι Αγιορείτες πατέρες στην πλειονότητά τους, έχουν απωλέσει την ουσία που είναι η καθαρότητα της πίστεως και η ακεραιότητα του ορθοδόξου φρονήματος. Φαίνονται, αλλά δεν είναι πατερικοί. Μοιάζουν αλλά δεν είναι παραδοσιακοί. Έχουν το σχήμα του ορθοδόξου, αλλά το καταργούν οι ίδιοι με τη στάση τους.

Ασκητεύουν, προσεύχονται, αγωνίζονται, αλλά ορθοπραξία χωρίς ορθοδοξία δεν μπορεί να υπάρξει. Όταν φθείρεται η πίστη, τότε αλλοιώνεται και το ήθος, ο τρόπος ζωής του χριστιανού. Ακούσθε τι λέγει για τους μνημονευτές αγιορείτες, ο προαναφερθείς π. Αυγουστίνος και αυτός αγιορείτης μοναχός: «Οι λύκοι εφόρεσαν τον κόθορνον της υποκρισίας. Όπως οι υποκριταί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είχον έν υπόδημα προσαρμοζόμενον κατ’ άμφω και εις τους δύο πόδας. Το αυτό δε και οι δι’ αυτών απατηθέντες εις το μνημόσυνον. Προσαρμόζονται και με τους νεοημερολογίτας και με τους παλαιοημερολογίτας!...» (αυτόθι, σελ. 43). Οι υποκριτές, οι ηθοποιοί στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, φορούσαν ένα υπόδημα, τον κόθορνο που ταίριαζε τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξί πόδι. Το ίδιο και οι μνημονευτές, που προσαρμόζονται και με τους νεοημερολογίτες και με τους παλαιοημερολογίτες. Για τους μνημονευτές Αγιορείτες το πάτριο εορτολόγιο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στην ζωή τους, αφού στην πράξη εορτάζουν τις εορτές και τις μνήμες των αγίων τόσο με τον πάτριο όσο και με το νέο, και με τα δύο εορτολόγια, όντες σε πλήρη κοινωνία προς την κρατούσα «Εκκλησία».

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι το εορτολόγιο από μόνο του, δεν εξασφαλίζει την παραδοσιακότητα και την ορθοδοξία. Και απόδειξη τούτου είναι οι επίσημες «Εκκλησίες», που δεν δέχθηκαν το νέο ημερολόγιο και κράτησαν το πάτριο. Οι μόνες που προέβησαν στην μεταρρύθμιση αρχικά, με πρώτο και καλύτερο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν οι Εκκλησίες της Ελλάδος, της Κύπρου και της Ρουμανίας. Όλες μαζί, δεχθείσαι και μη δεχθείσαι την καινοτομία, με την ένοχη σιωπή τους συγκατατέθηκαν στην εισαγωγή του νέου, στις προαναφερθείσες τοπικές εκκλησίες και δεν απαλλάσσονται της ευθύνης των ανόμων. Διότι αντήλλαξαν τους ιερούς κανόνες με την βλάσφημον και αιρετικόν εγκύκλιο που εξέδωκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920, της οποίας τα ένδεκα σημεία, τα ένδεκα βήματα προς την παναίρεση του οικουμενισμού, τα έκαμαν καταστατικό τους χάρτη. Και μπορεί μεν οι Εκκλησίες που δεν δέχθηκαν την καινοτομία να διαμαρτυρήθηκαν φραστικά κατά της πραξικοπηματικής ενέργειας, με την οποία έγινε η εισαγωγή του νέου ημερολογίου στις ως άνω εκκλησίες, συνέχισαν όμως να έχουν πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία μετ’ αυτών.

Ας παύσουν λοιπόν να πιστεύουν ορισμένοι από τους πιστούς μας, ότι επειδή σε κάποιες χώρες οι εκκλησίες διατήρησαν το παλαιό, πως αυτό σημαίνει ότι βαδίζουνε σωστά. Όλες μαζί από το 1920 κ.ε. υποστηρίζουν την αδογμάτιστον ένωση με τις αιρέσεις, τις οποίες θεωρούν «συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ», σύμφωνα με την πατριαρχική εγκύκλιο. Αμνηστεύουν τους αιρετικούς και τους αντιμετωπίζουν ουχί ως ξένους και αλλοτρίους εν τη πίστει, αλλά ως συγγενείς και οικείους εν Χριστώ. Και το πατριαρχείο των Ιεροσολύμων και οι εκκλησίες της Ρωσίας και της Σερβίας και όπου αλλού υπάρχει επίσημη «Εκκλησία» με το παλαιό, είναι βουτηγμένες μέχρι το μεδούλι, μέχρι μυελού οστέων, στην αίρεση του οικουμενισμού και δεν διαφέρουν σε τίποτε από αυτές του νέου ημερολογίου.

Αλλά ας επιστρέψουμε δι’ ολίγον στην εποχήν του Αθηναγόρα, όταν διέκοψαν το μνημόσυνόν του, τρεις επίσκοποι των Νέων Χωρών, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος και ο Παραμυθίας Παύλος. Ο Αυγουστίνος Καντιώτης είχε πει κάποια στιγμή σχετικά με την διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας προς τους οικουμενιστές επισκόπους: «… Όσο αυξάνεται η αγιοπατερική ύστατη και μαρτυρική αντίδραση του ποιμνίου της Εκκλησίας, δηλαδή η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετίζοντες οικουμενιστές, τόσο αυξάνεται και η οργή τους, μη όντες ικανοί να αποδεχθούν, ότι υπάρχουν ακόμα – παρόλη την προεργασία και την πλύση εγκεφάλου που έκαναν – ορθόδοξα ανακλαστικά στο ποίμνιο. Το τελευταίο επιχείρημα που έχουν ανακαλύψει, αφού η προσπάθειά τους να ανακηρύξουν τον 15ο κανόνα δυνητικό απέτυχε, είναι ότι τάχα οι αποτειχιζόμενοι βρίσκονται εκτός εκκλησίας, αλλά και ότι τάχα ανακηρύττουν έτσι τον εαυτόν τους εκκλησία… Γιατί οι κανόνες μας προστάζουν και ότι ο κοινωνών ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω και ότι δεν επιτρέπεται ένας πιστός να διακόψει το μνημόσυνο του δικού του επισκόπου και να πάει σε άλλον» (Ιστολόγιο: Σύναξη Ορθοδόξων Κρητών).

Το πρώτο λάθος που κάνει εδώ ο Καντιώτης είναι ότι λέγει πως ο «κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος έστω». Δεν είναι «έστω» προστακτική, δεν μας προτρέπουν απλώς οι κανόνες να τον καταστήσουμε ακοινώνητον, δεν λέγουν «ας είναι ακοινώνητος», αφήνοντας σ΄εμάς το περιθώριο, εάν θέλουμε να τον κοινωνήσουμε, αλλά είναι «έσται», «θα είναι ακοινώνητος», ούτως ή άλλως, όποια στάση και αν τηρήσουμε εμείς απέναντί του – είτε κοινωνήσουμε με αυτόν, είτε όχι – αυτός θα είναι ακοινώνητος για τον Θεό.

Έπειτα αφού ο Αυγουστίνος Καντιώτης θεωρεί – και έτσι είναι – ότι ο 15ος κανόνας της Α΄Β΄ Συνόδου δεν έχει δυνητικό χαρακτήρα, αλλά υποχρεωτικό, τότε (με όλο τον σεβασμό), γιατί δεν αποτειχίσθηκε από την αίρεση του οικουμενισμού, αλλά πέθανε εντός αυτής; Εν συνεχεία, λέγει ότι όσοι αποτειχίζονται, δεν ανακηρύττουν κατ΄ αυτόν τον τρόπον τον εαυτόν τους εκκλησία. Όσοι όμως αποτειχίζονται από αιρετικούς επισκόπους, γιατί το πράττουν; Δεν το πράττουν γιατί θέλουν να συνεχίζουν να ευρίσκονται εντός της εκκλησίας; Να συνεχίσουν να είναι εκκλησία; Και ποιος κανόνας απαγορεύει στους παύοντες το μνημόσυνο των αιρετικών ψευδεπισκόπων να μνημονεύουν και να έχουν κοινωνία με άλλους επισκόπους, γνησίους και αληθινούς, ορθόδοξα φρονούντες; Διότι, όπως ακούσατε θεωρεί ότι «δεν επιτρέπεται ένας πιστός να διακόψει το μνημόσυνο του δικού του – αιρετικού εννοείται – επισκόπου και να πάει σε άλλον».

Όσοι όμως αφίστανται της κοινωνίας των αιρετικών επισκόπων, δεν αποτελούν μία απλή κοινότητα ενισταμένων. Αλλά έχουν πλήρη συνείδηση και επίγνωση ότι αποτελούν την γνησία και αληθινή εκκλησία του Χριστού. Θα επιμείνουμε λίγο σ΄αυτό το σημείο, διότι υπάρχουν αρκετοί νεοημερολογίτες που συμμερίζονται την άποψη του Αυγουστίνου Καντιώτη και τη χρησιμοποιούν ως επιχείρημα εναντίον ημών των γνησίων Ορθοδόξων. Μας λέγουν ότι «εντάξει αποτειχισθήκατε, αλλά μέχρις εδώ, μην χειροτονείτε δικούς σας επισκόπους, μην έχετε άλλους επισκόπους. Πως όμως θα γίνει ανεκτό, ο αιρετικός ψευδεπίσκοπος να αφεθεί μόνος του, ως αποκλειστικός και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος μιας επαρχίας και επισκοπής; Το ορθόδοξο ποίμνιο που αποτειχίζεται από τον αιρετικό επίσκοπο, δε θα πρέπει να έχει τον δικό του πνευματικό και εκκλησιαστικό ηγέτη; Θα πρέπει να μείνει ανεπίσκοπο και απροστάτευτο, έρμαιο στις διαθέσεις του λυκοποιμένα, του ληστή και του κλέπτη κατά το Κυριακό λόγιο; Θα αφήσουμε λοιπόν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα;

Η θεωρία όμως του Αυγουστίνου Καντιώτη και των ομοίων του, προέρχεται από παρερμηνεία -ηθελημένη ή όχι- του λα΄ Αποστολικού κανόνος. Εκεί γράφει ότι: «Εί τις πρεσβύτερος καταφρονήσας του ιδίου Επισκόπου, έτερον θυσιαστήριον πήξει, καθαιρείσθω ως φίλαρχος». Ο ιερεύς που θα καταφρονήσει τον επίσκοπό του και θα κτίσει άλλην εκκλησίαν, έτερον θυσιαστήριον, όπου θα συνάζει τους χριστιανούς και θα λειτουργεί χωρίς την άδεια του επισκόπου του, αυτός να καθαιρείται ως φίλαρχος, φίλος της αρχής και της εξουσίας. Πότε όμως να καθαιρείται; Όταν πράττει τα παραπάνω, «μηδέν κατεγνωκώς του επισκόπου, εν ευσεβεία και δικαιοσύνη».Όταν δηλαδή χωρίζεται από τον Επίσκοπό του, χωρίς να μπορεί να τον κατηγορήσει σε θέματα πίστεως ή δικαιοσύνης. Οι γνήσιοι ορθόδοξοι όμως – εάν κτίζουν έτερο θυσιαστήριο, έτερο και ξεχωριστό από τους νεοημερολογίτες, δεν το κάνουν για λόγους φιλαρχίας, αλλά για λόγους ευσεβείας και ορθοδοξίας. Άλλωστε κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας, αποδεικνύεται ότι οι Ορθόδοξοι καταφρονούσαν την παρουσία αιρετικού επισκόπου και εκεί που αυτός υπήρχε, χειροτονούσαν δικό τους επίσκοπο, όταν βεβαίως οι συνθήκες το επέτρεπαν.

Ας αναφέρουμε δύο-τρία παραδείγματα για να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές. Κατά το δεύτερο μισό του τετάρτου αιώνα, τα χρόνια της κυριαρχίας των Αρειανών, μετά την πατριαρχεία του δικού τους Ευδοξίου, χειροτονήθηκε νέος πατριάρχης ο αρειανός Δημόφιλος. Οι Ορθόδοξοι χωρίς να υπολογίσουν ότι στον θρόνο υπήρχε άλλος πατριάρχης – που ήταν όμως αιρετικός – χειροτόνησαν δικό τους ορθόδοξο, τον Ευάγριο. Την χειροτονία εποίησε εν κρυπτώ, ο μέχρι τότε εξόριστος επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, διερχόμενος εκ Κων/πόλεως. Μπορεί κάποιοι ακούγοντας αυτό, να θεωρήσουν υπερόρια την χειροτονία ( Επίσκοπος από άλλη επαρχία – την Αντιόχεια - χειροτόνησε τον Κων/πόλεως), αλλά μία τέτοια ενέργεια ως λύση ανάγκης είναι κατά πάντα νόμιμος, όταν η εκκλησία τελεί εν διωγμώ και είναι εμπερίστατος. Όπως καθ΄ όλα νόμιμες ήταν και οι χειροτονίες των γνησίων ορθοδόξων από τους Ρώσους της Διασποράς, αν και υπερόριες, δια τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό του πατριαρχείου της Νικαίας, που εσυστάθη μετά την άλωση της Κων/πόλεως από τους Φράγκους, στην αυτοκρατορία της Νικαίας, που ήταν η διάδοχος κατάσταση της Ρωμανίας (Βυζαντίου). Μετά την ενθρόνιση στην Κων/πολη λατίνου ψευδοπατριάρχου και την φυγή του ορθοδόξου, οι Ορθόδοξοι συνέχισαν την κανονική χειροτονία Πατριαρχών Κων/πόλεως στην Νίκαια. Ο Πατριάρχης Νικαίας δηλαδή ήταν ταυτοχρόνως και Κων/πόλεως. Αν περίμεναν την απελευθέρωση της Πόλεως, προκειμένου να χειροτονήσουν ορθόδοξο πατριάρχη, δε θα υπήρχε ίσως σήμερα Ορθοδοξία.

Το συμπέρασμα από τη θεωρία αυτή των νεοημερολογιτών (Καντιώτη, Τρικαμηνά κ.ά.), ότι οι αποτειχισμένοι από αιρετικό επίσκοπο δεν μπορούν να χειροτονούν και να έχουν ορθόδοξο επίσκοπο, είναι ότι οι χαρακτηριζόμενοι και υπ΄αυτών ακόμη (των παραδοσιακών του νέου) ως ψευδεπίσκοποι και ψευδοδιδάσκαλοι, εκλαμβάνονται ως νόμιμοι διεκδικητές των ορθοδόξων, νόμιμοι διεκδικητές του ορθοδόξου ποιμνίου, άρα ως ισόνομοι και ισότιμοι των ορθοδόξων Επισκόπων. Δηλαδή μόνον στα λόγια, τους ονομάζουν ψευδεπισκόπους. Ας διαβάσουν ωστόσο τι έγραφε ο δικός τους Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος μεταξύ των άλλων ήταν εκκλησιαστικός ιστορικός. Αναφερόμενος στην κατάκτηση της Αθήνας υπό των Λατίνων και την εγκατάσταση δικού τους επισκόπου, θεωρεί πως το ορθόδοξο ποίμνιο της πόλης ήταν αποίμαντο, ότι δεν είχε ποιμένα και επίσκοπο .(Μέχρι και ο καινοτόμος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, που εισήγαγε το νέο ημερολόγιο στην εκκλησία, αγνόησε τον αιρετικό λατίνο ψευδεπίσκοπο των Αθηνών). Και μιας και έγινε αναφορά στους Λατίνους, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι στα εδάφη που κατακτούσαν αυτοί, κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας-φραγκοκρατίας, ουδέποτε ελάμβαναν υπόψη τους, εάν υπήρχε ορθόδοξος επίσκοπος, αλλά τελείως συνεπείς στην εκκλησιολογία τους, εγκαθιστούσαν δικούς τους επισκόπους, σαν να επρόκειτο για παρθένα ιεραποστολικώς εδάφη.

Ας κοιτάξουν δε, οι παραδοσιακοί του νέου, την κατάσταση που επικρατεί σε Αμερική και Ευρώπη, όπου η κάθε εθνότητα έχει τον δικό της επίσκοπο. Άλλον το πατριαρχείον Κων/πόλεως, έτερον το Πατριαρχείον Μόσχας, ξεχωριστόν οι Ρώσοι της Διασποράς, τον δικό τους τα πατριαρχεία Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Αντιοχείας και ούτω καθεξής. Στην ίδια πόλη, στην ίδια εκκλησιαστική περιφέρεια, υπάρχουν περισσότεροι του ενός «Ορθόδοξοι» επίσκοποι, οι οποίοι ανήκουν και υπάγονται εις διάφορον εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, είναι όμως κοινωνικοί προς αλλήλους. Στην ίδια πόλη υπάρχει και Έλληνας και Ρώσος και Βούλγαρος και Ρουμάνος επίσκοπος κ.λπ. και όλοι αυτοί έχουν κοινωνία μεταξύ τους σαν να πρόκειται για επισκόπους που ο καθένας έχει διάφορον εκκλησιαστικήν επαρχίαν. Είναι λοιπόν νόμιμο ιεροκανονικώς και εκκλησιολογικώς – για λόγους εθνοφυλετικούς – να εδρεύουν σε μία επισκοπή, περισσότεροι του ενός ορθόδοξοι, επίσκοποι και αποτελεί παράβαση των ιερών κανόνων, να χειροτονείται και να υπάρχει ορθόδοξος επίσκοπος, εκεί όπου τον θρόνο κατέχει αιρετικός λυκοποιμένας;

Επειδή όμως, αγαπητοί μου, σας υποσχέθηκα ότι θα ανατρέξουμε ακόμη και στα πρώτα χρόνια μετά την αλλαγή του εορτολογίου, ιδού φέρομεν εις το μέσον, έναν ονομαστό και περίφημο γέροντα, ο οποίος έζησε τα χρόνια εκείνα και προβάλλεται υπό των «παραδοσιακών» του νέου ως ομολογητής και αγωνιστής της Ορθοδοξίας, τυγχάνει δε, εκτιμήσεως και σεβασμού και στον δικό μας χώρον. Αυτός δεν είναι άλλος από τον γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Ως οδηγό μας θα έχουμε το σχετικό βιβλίο – αφιέρωμα στον Ζερβάκο του π. Θεοδώρου Ζήση.

Γράφει λοιπόν ο π. Θεόδωρος: «Ο Γέροντας Φιλόθεος επί πολλά έτη και παρά τις πιέσεις που του ασκούσε ο επιχώριος μητροπολίτης, εξακολουθούσε στην Μονή της Λογγοβάρδας στην Πάρο να τηρεί το παλαιό ημερολόγιο, όπως έπρατταν και πράττουν μέχρι σήμερα το Άγιον Όρος και πολλές αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αγωνιζόταν και έγραφε να αντιμετωπισθεί γρήγορα το θέμα, για να αποφευχθεί το σχίσμα. Όταν διεπίστωσε ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική διορθώσεως, αλλά παγιωνόταν η χρήση του νέου ημερολογίου… άλλαξε στάση, δέχθηκε κατ’ οικονομίαν το νέο ημερολογιο… εξακολούθησε όμως να πιστεύει και να γράφει ότι αυτή η κατ’ οικονομίαν αποδοχή του νέου ημερολογίου δεν πρέπει να παρατείνεται, αλλά οφείλει η Εκκλησία να επανέλθει στην ακρίβεια με την επαναφορά του παραδοσιακού εκκλησιαστικού παλαιού ημερολογίου» (Θεοδώρου Ζήση, Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ, ὡς ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ ἀναφορές στήν ἐπικαιρότητα. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 81-82).

Τι παρατηρούμε εδώ, αγαπητοί μου; Ότι τη στιγμή που διεπίστωσε ότι παγιωνόταν η χρήση του νέου ημερολογίου και δεν υπήρχε προοπτική διορθώσεως, θα ήταν εύλογο και λογικό να εντείνει και να κλιμακώσει τον αγώνα του και όχι μόνο να διατηρήσει το πάτριο εορτολόγιο, αλλά και να αποκόψει το μνημόσυνο και την κοινωνία προς τον επιχώριο μητροπολίτη. Αντιθέτως, εκείνη ακριβώς την στιγμή εδέχθη «κατ’ οικονομίαν» το νέο ημερολόγιο που όπως ο ίδιος έλεγε αποτελούσε «απρομελέτητον, άσκοπον, άκαιρον και διαβολικήν καινοτομίαν» και εισήχθη «αντικανονικώς, αυθαιρέτως και παρανόμως». Έκανε δηλαδή ο γέροντας Ζερβάκος ισόβια «οικονομία», στην αντικανονικότητα, την αυθαιρεσία και την παρανομία.

Ο π. Φιλόθεος αρχικώς ακολουθούσε το πάτριον εορτολόγιον, αλλά μνημόνευε τον νεοημερολογίτη επίσκοπο. Και ενώ πολλοί γνήσιοι αγωνιστές, εδιώκοντο, διότι δεν επιθυμούσαν να έχουν καμία κοινωνία με τους νεοημερολογίτες Ιεράρχες, αυτός μετά από παράκλησή του στον οικείο μητροπολίτη, έλαβε την άδεια και απήλαυε της ανέσεως να εορτάζει με το πάτριο. Αυτό φέρει στην σκέψη μας, ένα πρόσφατο παράδειγμα που αφορά τους ναούς που έχουν οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια και στους οποίους οι ιερείς τους εορτάζουν με το παλαιό, αλλά την ίδια στιγμή μνημονεύουν τους επισκόπους της κρατούσης «εκκλησίας», τους νεοημερολογίτες δηλαδή επισκόπους. Η απάτη αυτή βεβαίως ουδένα άλλο σκοπό έχει από το να εξαπατήσει και να αγρεύσει πολλούς από τους ανυποψίαστους πιστούς που ακολουθούν το πάτριο εορτολόγιο.

Ο Ζήσης γράφει ότι ο Ζερβάκος θεωρούσε πως η εισαγωγή του νέου ημερολογίου «έσχισε και διήρεσε την εκκλησία και αγωνίζεται για την επαναφορά του παλαιού, ακόμη και όταν κατ’ οικονομίαν αποφάσισε και αυτός για το πνευματικό καλό των χριστιανών και των πνευματικών του τέκνων, προς αποτροπήν μείζονος κακού, δηλαδή του σχίσματος, να ακολουθήσει το νέο» (αυτόθι, σ.96). Δέστε παροιμιώδεις αντιφάσεις! Θαυμάστε σκεπτικό πανεπιστημιακών διδασκάλων και γερόντων «ομολογητών» του νέου. Από τη μία, λέγει, ότι το νέο ημερολόγιο διήρεσε καί έσχισε την Εκκλησία και από την άλλη, ότι για να αποτρέψει το μείζον κακό, δηλαδή το σχίσμα, ακολούθησε το νέο. Τελικά, ας αποφασίσουν. Ποιοι έσχισαν την Εκκλησία; Οι εισάγοντες και ακολουθούντες το νέο ημερολόγιο ή οι εμμένοντες εις το πάτριο; Δεν μπορούνε ανάλογα με το τι τους βολεύει κάθε φορά να υποστηρίζουνε πότε το ένα και πότε το άλλο. Αλλά αυτή θαρρώ είναι λίγο-πολύ η τακτική όλων των «παραδοσιακών» του νέου ημερολογίου. Στρεψόδικη και μεσοβέζικη. Θεωρητική – διότι μένει μόνο στη θεωρία – και γλυκανάλατη, χωρίς δυναμισμό και αποφασιστικότητα.

Σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καντιώτη ο π. Φιλόθεος έγραφε τα εξής: «Επειδή το νέον είναι καινοτομία παπικής και μασονικής προελεύσεως, όσοι καταφρονούν το παλαιόν εορτολόγιον και ακολουθούν το νέον είναι υποκείμενοι τω αναθέματι. Κάθε πρόφασις και δικαιολογία είναι αδικαιολόγητος και “πρόφασις εν αμαρτίαις”. Μη νομίζομεν ως μηδαμινόν, το ότι ακολουθούμεν το παπικόν εορτολόγιον. Είναι παράδοσις και ως παράδοσιν οφείλομεν να την φυλάξωμεν, διότι υποκείμεθα εις ανάμεθα. “Ει τις πάσαν παράδοσιν έγγραφον ή άγραφον αθετεί, ανάθεμα״, ορίζει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο… Λοιπόν δεν είναι καιρός να σιωπάτε πλέον… μην αναβάλλετε, σπεύσατε» (αυτόθι σσ.99-100). Ο ίδιος μάλιστα περιγράφει με ζωηρά χρώματα, τα συναισθήματα που τον κατέκλυσαν, όταν μετά από θερμή προσευχή όπως υποστηρίζει, δέχθηκε αποκάλυψη εκ Θεού που του υπαγόρευε να επιλέξει το πάτριον εορτολόγιον στην τέλεση των ακολουθιών εν τω μοναστηρίω αυτού. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τοιαύτην συγκίνησιν, τοιαύτην χαράν, τοιαύτην ελπίδα, τοιαύτην ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν ησθάνθην την στιγμή εκείνην, οίαν σπανίας στιγμάς ησθάνθην εις όλην μου την ζωήν» (αυτόθι, σ.100).

Αργότερα όμως όλα άλλαξαν. Εφύσηξε άνεμος σαρωτικός – άγνωστο πόθεν κινηθείς – και ανέτρεψε τα πάντα. Σε πνευματικά του τέκνα που σκανδαλίσθηκαν και θεώρησαν ότι από ανθρωπαρέσκεια και ανθρωποφοβία δέχθηκε το νέο εορτολόγιο, απαντά ο ίδιος με «αδικαιολόγητες δικαιολογίες και προφάσεις εν αμαρτίαις». «Αφού εμελέτησα από όλας τας πλευράς το ζήτημα και ηρεύνησα εις τα βιβλία της Εκκλησίας, το ιερόν ευαγγέλιον, εις τας επιστολάς των Αγίων Αποστόλων, των Διδασκάλων και Αγίων Πατέρων μας, δεν εύρον να γράφουν ότι θα μας σώσουν τα ημερολόγια, ούτε ότι η Ορθοδοξία είναι το παλαιόν ημερολόγιον, ως διατείνονται οι φανατικοί παλαιοημερολογίται, οι οποίοι απερισκέπτως και ανοήτως λέγουν . ήλλαξε το εορτολόγιον, εχάθη η Ορθοδοξία» (αυτόθι, σσ.96-97).

Τα σχόλια νομίζουμε πως είναι περιττά. Ενώ αρχικώς αναθεμάτιζε ευκαίρως - ακαίρως το νέο ημερολόγιο, εν συνεχεία υποτίμησε το θέμα, κηρύττοντας ότι δεν χάθηκε κι ο κόσμος που άλλαξε το εορτολόγιο .Ήξερε δε, πολύ καλά ότι εμείς δεν υποστηρίζουμε πως η Ορθοδοξία είναι μόνον το πάτριο εορτολόγιο. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να δικαιολογήσει και να κατοχυρώσει αγιοπνευματικά την αιφνίδια μεταστροφή του, δια τούτο και ρίπτει τις ευθύνες αλλού. Αλλά για να ολοκληρωθεί η εικόνα του «παραδοσιακού» κατά τα άλλα Φιλοθέου Ζερβάκου, ακούστε και κάτι τελευταίο. Σε επιστολή του προς κάποιον κ. Χαραλάμπην έγραφε το χειμώνα του 1931 τα εξής: «Μου γράφεις αγαπητέ μου, δια να ενωθώμεν με τους ζηλωτάς και να εργασθώμεν εναντίον των εχθρών της Εκκλησίας. Αυτοί αγαπητέ μου, εκτός ολίγων, οι πλείστοι είναι ανισόρροποι, φανατικοί, συκοφάνται, υβρισταί, αδιάκριτοι. Δικαίως εις ενάρετος πνευματικός που ονομάζει ζουρλωτάς, διότι δεν γνωρίζουν τι κάμουν… Από τους παλαιοημερολογίτας πρόσεχε, περισσότερον εμπιστοσύνην να έχεις εις τους εργάτας της “Ζωής״, καθ΄ ότι περί μερικών εκ των παλαιοημερολογιτών ηκούσθησαν πολλά έκτροπα».(αυτόθι,σελ.258)

Βλέπετε, αγαπητοί μου; Τι ωραία μας τα λέγει ο γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος! Αποκαλύπτεται βαθμηδόν! Συμβουλεύει το πνευματικό του τέκνο να μην έχει εμπιστοσύνη στους παλαιοημερολογίτες, αλλά να εμπιστεύεται τους εργάτες της προτεσταντικής εμπνεύσεως και επινοήσεως αδελφότητος της «Ζωής». Οι οποίοι σύμφωνα με την γνώμη εκείνων που γνωρίζουν, συνετέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια στην καταστροφή της διοικούσας «Εκκλησίας» με την ευσεβιστική τους στάση, την ακατάσχετη ηθικολογία και τη μέθοδο της «έξωθεν καλής μαρτυρίας», η οποία εφαρμόσθηκε με δόλιο τρόπο για την σπίλωση και ηθική εξόντωση εντίμων και ικανών κληρικών και ιεραρχών που δεν ανήκαν στη «Ζωή», καθώς και την ανάδειξη των «καθαρών» «ημετέρων» της αδελφότητος. Και όλοι αυτοί οι «Ζωικοί» ιεράρχες, κληρικοί και θεολόγοι, μαζί με εκείνους τους εργάτες της αδελφότητος που κατέληξαν μοναχοί στο Άγιον Όρος, ακολουθούν μέχρι σήμερα μία συνεπή φιλοπατριαρχική συμπεριφορά, με πρώτο και καλύτερο τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη, ο οποίος το 1972 είχε χαρακτηρίσει τον Αθηναγόρα ως «προφηταπόστολο»!

Την εποχή εκείνη η – κατά πολλούς – σημαντικότερη ίσως μορφή του αγιορείτικου μοναχισμού ήταν ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. Τα συγγράμματά του είναι πράγματι περισπούδαστα. Ειδικά, το περίφημο βιβλίο του «Μεταξύ Ουρανού και γης», έγινε αιτία πολλοί νέοι να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να στραφούν προς την μοναχική ζωή.

Ας ακούσουμε όμως τον Αθ. Σακαρέλλο που τον γνώρισε προσωπικώς να μας διηγείται τα περί του προσώπου του: «Άλλος όμως ήταν ο π. Θεόκλητος τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας και άλλος, δυστυχώς, ο μετέπειτα. Τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας ο π. Θεόκλητος εξέφραζε αρκετά την Πατερική Παράδοση. Ήταν ένας αντι-παπικός και ανθενωτικός μοναχός.Τα πρώτα αυτά χρόνια της γνωριμίας μας ο π. Θεόκλητος ασκούσε οξύτατη κριτική στον Αθηναγόρα. Τον θεωρούσε αιρετικό. Τον αποκαλούσε “στόμα του Άδη״! Δεν ήταν ευχαριστημένος από τους (παλαιούς) αγιορείτες μοναχούς, οι οποίοι αδυνατούσαν να συλλάβουν τις απόψεις του. Ακόμα ούτε με τον γέροντά του, τον π. Γαβριήλ… ήταν ευχαριστημένος … Εν τω μεταξύ ο π. Θεόκλητος άρχισε ο ίδιος να μεταλλάσεται. Άρχισε να συμφιλιώνεται με το Πατριαρχείο. Έφτασε στο σημείο να γίνει ο έμπιστός του στο Άγιον Όρος. Ο ίδιος δε, αποκήρυξε τα πρώτα άρθρα του, με τα οποία στρέφονταν εναντίον του Αθηναγόρα. Τα θεωρούσε πλέον ως προϊόντα νεανικού ενθουσιασμού, που έπαυσαν πλέον να τον εκφράζουν. Ακόμα και τις κακόδοξες δηλώσεις του Αθηναγόρα, τις θεωρούσε ως απλές εκφράσεις, που ειπώθηκαν από τον Πατριάρχη στα πλαίσια των κοινωνικών του σχέσεων! Έπαυσε πλέον να οσφραίνεται κανένα κίνδυνο για την Ορθοδοξία. Ο π. Θεόκλητος δεν είχε εκτίμηση και σε ορισμένους καταξιωμένους αγιορείτες γεροντάδες, τους οποίους άκουσα να αποκαλεί ψευτοαγίους. Μεταξύ αυτών συγκατέλεγε και τον π. Παϊσιο. Σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτά τα έλεγε μάλλον από κάποια ζηλοτυπία. Καλύτερη γνώμη είχε αρχικά για τους “Ζηλωτές” του Αγίου Όρους, δηλαδή τους Παλαιοημερολογίτες. Γρήγορα όμως άρχισε να καταφέρεται και κατ’ αυτών…» (Αθ. Σακαρέλλου, ενθ’ ανωτ.). (Συνεχίζεται…)


ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ