Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ (β΄ μέρος)

Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πένθος σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος, «σημαίνει συνεχὴς καὶ μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου καὶ ὀδύνης, σὲ μία φλογισμένη ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη ψυχή»6. Πρέπει νὰ ἀγαπᾷ κανεὶς πολὺ τὸν Θεόν, νὰ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη του ὁλόκληρος, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πονᾷ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ποὺ ὡς ἄλλα τείχη αἴσχους τὸν χωρίζουν καὶ τὸν ἀποξενώνουν ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ὁ πόνος, ἡ ὀδύνη αὐτὴ γεννᾷ καθημερινὰ ὀδύνη ἐπάνω στὴν ὀδύνη, σὰν γυναίκα «τίκτουσα καὶ ὠδίνουσα». Σὰν τὴν ἔγκυο, δηλαδή, ποὺ κοιλοπονεῖ καὶ ὀδυνᾶται, ἀλλ’ ὅταν γεννᾷ «οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον»7. Δὲν μνημονεύει, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη ποὺ πέρασε, διότι αἰσθάνεται μεγάλη χαρὰ διὰ τὸ ὅτι ἔφερε τὸ παιδί της εἰς τὸν κόσμο.

Ἔτσι, λοιπόν, ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ἔχει λύπη ἀρχικά, ὅταν ὅμως τὸν ἐπισκέπτεται ἡ θεία παράκλησις, βλέπει τὸν Κύριον καὶ χαίρεται ἡ καρδιά του, ἀναψύχεται καὶ παρηγορεῖται ἡ ψυχή του, ἀνακουφίζεται ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὰ δάκρυά του, μεταβάλλονται ἀπὸ ἔμπονα (δάκρυα πόνου) σὲ δάκρυα ἀνώδυνα. Ἰσχύει δηλαδὴ καὶ ἐδὼ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος εἰς τοὺς μαθητάς Του: «Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς. καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν»8.

Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη ποὺ προξενοῦν τὰ δάκρυα εἰς τὸν πενθοῦντα εἶναι τόσο δυνατὴ ποὺ μένει ἀνεξίτηλη εἰς τὴν ψυχήν του καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει, διότι εἶναι χαρὰ οὐράνια καὶ ὑπερκόσμιος. Συμπληρώνοντας ὁ Σιναΐτης τὸν ὁρισμὸν τοῦ κατὰ Θεὸν πένθους, λέγει ὅτι «αὐτὸ εἶναι ἡ σκυθρωπότης τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδίας, ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ζητάει μὲ πάθος ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καὶ ὅσο δὲν τὸ κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει καὶ τὸ κυνηγᾷ καὶ τρέχει ξοπίσω του μὲ ὀδυνηρὸ κλάμα»9.

Ἡ δίψα, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴν πείνα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς νὰ φάῃ, ἐνδεχομένως καὶ σαράντα καὶ πενήντα μέρες· ἐνῶ ἂν δὲν πιεῖ νερὸ γιὰ νὰ ξεδιψάσῃ, τὶς πρῶτες μέρες θὰ ἀφυδατωθῇ καὶ πολὺ γρήγορα θὰ πεθάνῃ. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ὁ Ἅγιος – ἐπειδὴ εἶναι πιὸ ἔντονο καὶ βασανιστικὸ τὸ αἴσθημα τῆς δίψας – λέγει πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι διψασμένη, γιὰ νὰ δείξῃ πόσο πολὺ ἐπιθυμεῖ αὐτὸ ποὺ θὰ τὴν ξεδιψάσῃ. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγει ὁ προφήτης Δαβὶδ εἰς τὸν τεσαρακοστὸν πρῶτον ψαλμόν: «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σὲ ὁ Θεός»10. Τὸ ἐλάφι βασανιζόμενο ἀπὸ τὴν δίψα, σὲ ἀνύδρους τόπους καὶ ὥρες ἀνομβρίας, τρέχει σὰν τρελὸ στενάζοντας καὶ κλαίγοντας σχεδόν, ἀπὸ τὴν λαχτάρα ποὺ ἔχει καὶ τὸν πόθο νὰ βρῇ πηγὲς μὲ καθαρὸ νερό.

Κατὰ παρόμοιον τρόπο καὶ ἡ ψυχή, ἡ πονεμένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, διψώντας ἀφόρητα τὴν ἐπιστροφήν της εἰς τὸν Θεόν, εὑρισκομένη εἰς τὸν ἄνυδρον τόπον τοῦ ματαίου τούτου κόσμου – κατὰ τὸ «ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ»11– ἀναζητᾷ τὴν χαμένη της ἀθωότητα ποὺ θὰ τὴν ὁδηγήσῃ εἰς τὴν πηγὴν τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ «ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον»12, γιὰ νὰ ξεδιψάσῃ ἔτσι μὲ τὰ ρεῖθρα τῆς θείας γλυκύτητος καὶ νὰ δῇ τὴν οὐράνιον δόξαν· νὰ ἀπολαύσῃ τὸ ἀμήχανον κάλλος τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ποθεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ ἐπιποθεῖ νὰ βρεθῇ ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται πλησίον τοῦ Δημιουργοῦ της, κάτι ποὺ δείχνει τὴν ἐπίταση τοῦ πόθου. «Πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μου;»13. «Πότε θὰ φθάσω εἰς τὸν λιμένα τῆς ἀπαθείας γιὰ νὰ δῶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μου;», διερωτᾶται ἡ διψασμένη ψυχή. Καὶ ὅσο δὲν εὑρίσκει αὐτὸ ποὺ ζητᾷ, τόσο πιὸ ἀπαρηγόρητη καθίσταται καὶ κλαίει καὶ ὀδυνᾶται σπαραξικάρδια. Πενθεῖ καὶ μέμφεται τὸν ἑαυτόν της, διότι δὲν κατέστη ἄξια νὰ γευθῇ τὸ ποθούμενον.

Ὡσὰν τὴν νύμφην τοῦ ᾍσματος ᾉσμάτων, συνειδητοποιεῖ τὸ μέγεθος τῆς ἀπωλείας καὶ ἀναφωνεῖ στενάζοντας: «Ποῦ ἐστὶν ὁ ἀδελφός μου, ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους;». Εἶναι σὰν ἐκείνη τὴν ἐρωτευμένη γυναίκα ποὺ δὲν ἡσυχάζει παρὰ μόνον ὅταν συναντάται μὲ τὸν ἀγαπημένο της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ψάχνει συνεχῶς τὸν νυμφίο της. Καὶ ἐνόσω δὲν τὸν εὑρίσκει, δὲν σταματᾷ τὸ κυνήγι, δὲν καταπαύει τὸ ψάξιμο, διότι ἐνθυμεῖται τὸν Κύριον ποὺ τὴν βεβαιώνει : «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν·… κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται»14.

Τὸν θρήνον αὐτὸν καὶ τὴν κατώδυνον διάθεση τῆς ψυχῆς ποὺ ποθεῖ μὲ ἱερὸν πάθος νὰ δῇ τὸν Κύριόν της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνταπόκρισιν τοῦ Κυρίου, τὰ περιγράφει μὲ γλαφυρὸν τρόπον ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, καταθέτοντας τὴν προσωπικήν του ἐμπειρία : «Ἔκλαιον, ἐθρήνουν σφόδρα… Ἐξεζήτουν γὰρ ἐκεῖνον, ἐκεῖνον ὅνπερ ἐπόθουν, οὗ ἠράσθην, οὗ τῷ κάλλει ὡραιότητος ἐτρώθην, ἐφλεγόμην, ἐκαιόμην, ὅλος ἐνεπυριζόμην. Οὕτως οὖν διάγοντά με, οὕτω καὶ δακρύοντά με, ἐκτηκόμενόν τε ἅμα καὶ δεινῶς με μαστιζόμενον καὶ βοῶντα κατωδύνως, τῆς κραυγῆς μου ἐπακούσας. Ἀπὸ ἀνεικάστου ὕψους διακύψας καὶ ἰδών με κατηλεήσε καὶ αὖθις κατιδεῖν ἠξίωσέ με τὸν ἀόρατον τοῖς πᾶσιν, ὅσον ἐφικτὸν ἀνθρώπῳ». «Ἔκλαιγα καὶ θρηνούσα με σφοδρότητα – λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών – διότι ζητοῦσα ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ποθοῦσα, ἐκεῖνον ποὺ ἐρωτεύθηκα καὶ ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος καὶ τὴν ὡραιότητα ἐτρώθη ἡ καρδιά μου καὶ ὁλόκληρος φλεγόμουν ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θεϊκῆς του ἀγάπης. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση εὑρισκόμενος, κλαίγοντας καὶ λιώνοντας ἀπὸ τὴν λαχτάρα καὶ τὴν ἐπιθυμία καὶ βοώντας μὲ ὀδύνη καὶ πόνο, ἄκουσε τὴν κραυγή μου ἐκεῖνος. Καὶ ἀπὸ τὸ ἄρρητο ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ποὺ εὑρίσκεται, μὲ εἶδε καὶ μὲ ἐλέησε, ἀξιώνοντάς με νὰ ἀπολαύσω τὴν θέα του ὅσον εἶναι ἐφικτὸ σὲ ἄνθρωπο νὰ δῇ τὸν ἀόρατο»15.

Ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ἡ ψυχὴ εἶναι σὰν τὸ βρέφος ποὺ ὅταν δὲν βλέπει τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, τοὺς ἀναζητᾷ κλαίγοντας. Ὅταν οἱ γονεῖς του ἐπιστρέψουν, τὸ μωρὸ ἔχει χαρά, ἀλλὰ καὶ λύπη μαζί, γιατὶ τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν παρουσία τους. Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, πολλὲς φορὲς κρύβεται ἀπὸ κοντά μας γιὰ νὰ Τὸν ἀναζητάμε· καὶ θεωρώντας τοὺς ἑαυτούς μας ἀναξίους καὶ ἁμαρτωλούς, νὰ προσκολούμεθα πάντοτε πλησίον Του, νὰ ἐμπιστευώμεθα τὴν θεία Του πρόνοια καὶ νὰ Τὸν ποθοῦμε πιὸ ἔντονα.

Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ νόημα τοῦ πένθους. Γευόμενη ἡ ψυχὴ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ, πῶς θὰ ἀντέξῃ – διερωτᾶται ὁ Ἅγιος Συμεών – τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀναμαρτήτου Ἰησοῦ καὶ δὲν θὰ ἀποστάξῃ θερμὸ δάκρυον; Βλέποντας τὶς ἁμαρτίες της, ἡ ὀδύνη της θὰ αὐξάνεται καθημερινά. Καὶ ὅσο θὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ τῆς θείας παρουσίας, τόσο θὰ μεγαλώνῃ ἡ δίψα της καὶ δὲν θὰ χορταίνει, δὲν θὰ ξεδιψᾷ, διότι ὁ Χριστός, ἡ ἀκρότης τῶν ἐφετῶν, εἶναι ἐπιθυμία ἀκόρεστος καὶ ἄπειρος ἀνάβασις. Εἶναι, λοιπόν, τὸ κατὰ Θεὸν πένθος ἕνα ἰσόβιο πνευματικὸ βίωμα, μία κατάστασις ποὺ – ὅπως σημειώνουμε ἀνωτέρω – ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ βιώνῃ σὲ ὅλην του τὴν ζωή καὶ ὄχι μόνο τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἢ κάποιες συγκεκριμένες ἡμέρες.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει να πενθῇ, κάποια στιγμὴ θὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν εὐλογημένη κατάνυξη. Ὅπως ἡ λόγχη ἔνυξε τὴν πλευρὰ τοῦ Δεσπότου καὶ τὰ καρφιὰ διαπέρασαν τὰ ἄχραντα χέρια καὶ πόδια του, προξενώντας εἰς Αὐτὸν ἀβάσταχτον πόνον, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ κατάνυξη προκαλεῖ ἕναν ἀδυσώπητο βασανισμὸ τῆς συνειδήσεως· μίαν ἀμετεώριστον ὁδύνη, δίχως καμία παρηγορία.

Ὅταν ἡ ψυχὴ δεῖ μέσα της καὶ διαπιστώσει τὶς πληγὲς καὶ τὰ τραύματα, τὰ δυσώδη πάθη καὶ τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζει νὰ ραπίζῃ μὲ ἀνελέητα χτυπήματα τὴν συνείδηση καὶ νὰ καλῇ ἑαυτὴν εἰς μετάνοιαν. Κάτω ἀπὸ τὶς συνεχὲς μαστιγώσεις καὶ τοὺς ἐμπτυσμοὺς τῆς συνειδήσεως, ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ σκληρὴ καρδιὰ μαλακώνει καὶ γίνεται σὰν τὸ κερί. Φλογίζεται ἀπὸ τὸ θεϊκὸ πῦρ τῆς κατανύξεως, τὸ ὁποῖον διαλύει τὰ βουνὰ τῶν παθῶν καὶ τὶς πέτρες, καὶ τὰ κάμει ὅλα λεῖα καὶ ἐπίπεδα. Ἀλλοιώνει δηλαδὴ τὴν ψυχήν, θλίβοντάς την, γιὰ νὰ ἰσχύσῃ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ: «πιανθήσονται τὰ ὄρη τῆς ἐρήμου καὶ ἀγαλλίασιν οἱ βουνοὶ περιζώσονται»16· ὅπου ἔρημος εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄρη τὰ πάθη του, τὰ ὁποῖα μεταμορφώνονται καὶ χριστοποιοῦνται· κάτι ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ τὸν κατακλύσῃ ἀγαλλίασις καὶ θεία εὐφροσύνη.

Αὐτὸ συμβαίνει διότι, σύμφωνα μὲ τὸν

γιο Μάξιμο τὸν ὁμολογητή, τὰ πάθη δὲν ἀπονεκρώνονται ἁπλῶς σὲ αὐτὸν ποὺ ἀγωνίζεται κατὰ Χριστόν, ἀλλὰ μεταμορφώνονται. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτόν του γίνεται αγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπό του· ὁ ἔρωτας γιὰ τὰ σαρκικὰ γίνεται ἔρωτας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς.

Ὅπως ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης: «καρδίας θλιβείσης, εξεπήδησαν ὕδατα». Ὅταν ἡ μωσαϊκὴ ράβδος τῆς κατανύξεως χτυπᾷ διαρκῶς τὴν πέτρα τῆς καρδιᾶς, αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα κάποια στιγμὴ να σχισθῇ εἰς τὸ μέσον ἡ πετρώδης σκληρότητα καὶ ἀπὸ μέσα νὰ ἀναβλύσουν ποταμοὶ ὑδάτων πολλῶν. Ἡ ψυχὴ πληγώνεται ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῶν ἰδίων της ἁμαρτιῶν, ἐλέγχεται, καὶ μὲ τὸ σφουγγάρι τῆς θεαρέστου λύπης, ἐξαλείφει τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν της.

Ὅπως τὸ νερὸ καθαρίζει τὰ λερωμένα ροῦχα, ἔτσι καὶ τὰ δάκρυα ξεπλένουν τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας καὶ καθαρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη. Ἡ ἁμαρτία προκαλεῖ πόνο καὶ τὰ δάκρυα ἔχουν τὴν ἰδιότητα νὰ γίνονται φορεῖς αὐτοῦ τοῦ πόνου, νὰ τὸν κουβαλάνε μέσα τους καὶ νὰ ἀνακουφίζουν ἔτσι τὴν ψυχή· γίνονται τὸ ὕδωρ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς βρύσες τῶν ματιῶν καὶ δροσίζει, ξεκουράζει τὸν κλαίοντα. (Συνεχίζεται)

6) Λόγος Ζ΄, ὁ αὐτός, § 51.

7) Ἰωάν. ις΄, 21.

8) Ἰωάν. ις΄, 22-23.

9) Λόγος Ζ΄, ὁ αὐτός, § 1.

10) Ψαλμ. μα΄, 1-2.

11) Ψαλμ. ξβ΄, 2.

12) Ἰωάν. δ΄, 14.

13) Ψαλμ. μα΄, 3.

14) Ματθ. ζ΄, 7.

15) (Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἔργα, τόμ. Γ΄ - Ὕμνοι καὶ Ἐπιστολαί, κεφ. Λ΄, στίχ. 249)

16) Ψαλμ. ξδ΄,13.


ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ