Η παραβολή αυτής της Κυριακής χαρακτηρίζεται από όλους τους ερμηνευτές σαν τον μαργαρίτη μεταξύ των παραβολών, σαν το Ευαγγέλιο μέσα στο Ευαγγέλιο. Αυτή και η παραβολή του καλού Σαμαρείτη, το δεύτερο πολύεδρο διαμάντι, αναφέρονται μόνο στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, το οποίο είναι το κατά Παύλον Ευαγγέλιο.
Η παραβολή είναι εξαιρετικά πλούσια σε νοήματα και αλήθειες.
Αναφέρεται στον άνθρωπο, στην πιο τραγική και άθλια κατάσταση που μπορεί να φτάσει.
Αυτή είναι η ώρα που απομακρύνεται από τον Δημιουργό του, τον Πατέρα του, τον Θεό.
Είναι η ώρα που εγκαταλείπει το σπίτι του Πατέρα του, την πατρίδα του, τον παράδεισο για να πάρει το δρόμο «εἰς χώραν μακράν», σε ξένη γη, όπου πιστεύει ότι θα βρει την ελευθερία του, την ηδονή, την ξενοιασιά.
Δεν έχουμε μπροστά μας μια μεμονωμένη αμαρτία, αλλά εδώ αποκαλύπτεται η ίδια η ουσία της αμαρτίας και η φοβερή και τρομερή για τον άνθρωπο δύναμη της.
Ένας πατέρας έχει δύο παιδιά, ο νεότερος ζητάει χωρίς υπεκφυγές, χωρίς περιστροφές, ωμά και ψυχρά από τον πατέρα του το μερίδιο που του ανήκει από την κληρονομιά.
Εδώ πρέπει να σταθούμε με προσοχή στο αίτημα του νεαρού γιατί η απαίτηση του ‘’ «Πάτερ, δός μοι ……………» σημαίνει πατέρα δώσε μου τώρα αυτήν την στιγμήν, ότι θα γίνει σίγουρα δικό μου, όταν εσύ θα πεθάνεις.
Διότι κληρονομεί κάποιος την όποια περιουσία όταν ο πατέρας του πεθάνει.
Πατέρα, θέλω να απολαύσω την ζωή μου ελεύθερα. Εσύ είσαι εμπόδιο, δεν μπορώ να περιμένω να πεθάνεις, τότε ίσως θα είναι πολύ αργά για να χαρώ τον πλούτο και την ελευθερία που μου προσφέρει η κληρονομιά σου.
Για αυτό λοιπόν θέλω τώρα δα να πεθάνεις για μένα, δεν υπάρχεις πια τώρα που μεγάλωσα, δεν έχω ανάγκη από πατέρα, θέλω την ελευθερία μου, θέλω να απολαύσω τη ζωή μου και για να γίνει αυτό πρέπει εσύ να πεθάνεις και εγώ να σε κληρονομήσω.
Ακριβώς έτσι έγινε και με τον Εωσφόρο, θέλησε να ρίξει από τον θρόνο, από την βασιλεία του, τον Θεό και πατέρα του για να απολαύσει αυτός την δύναμη του, πού σαν περιουσία του χάρισε Εκείνος.
Έτσι έγινε και με τον Αδάμ που ήθελε να πάρει την ζωή όχι από την αγάπη του Χριστού, αλλά να την κλέψει παραθεωρώντας και προσπερνώντας την αγάπη Του.
Αυτός ο φόνος της αγάπης είναι η ίδια η πράξη της αμαρτίας. Είναι η αμαρτία του Σατανά, του Αδάμ, του Κάιν.
Μόλις ο νέος γιος πήρε την περιουσία που του χάρισε ο θάνατος του πατέρα του, φεύγει βιαστικά με ελαφρά την καρδιά του, ότι πλέον είναι ελεύθερος, και σπεύδει στην χώρα που νομίζει ότι τίποτα δεν θα τον εμποδίσει να ζήσει όπως θέλει, χωρίς περιορισμούς, χωρίς δεσμεύσεις χωρίς πατέρα. Χωρίς παρελθόν, με το δέλεαρ των φαντασιώσεων του.
Εκεί τον περιτριγυρίζουν « φίλοι», νομίζει ότι είναι το κέντρο των πάντων, πιστεύει ότι συνδέονται μαζί του, με το πρόσωπο του, όμως η αλήθεια είναι ότι φέρονται και αυτοί όπως και εκείνος φέρθηκε στον πατέρα του.
Υπάρχει για τους φίλους μόνον όσο υπάρχουν τα πλούτη του, μόνον όσο εκείνοι μπορούν να μετέχουν στη σπάταλη ζωή του.
Ο διάβολος ξέρει να ξεγελά, να παίζει με τα θύματα του. Έρχεται ο καιρός, τα πλούτη του τελειώνουν, τίποτα δεν μένει για αυτόν και τους φίλους του. Τότε γίνεται αυτό που λέει ο αδυσώπητος νόμος του Ευαγγελίου: «ἐν ὦ μέτρῳ μετρεῖται μετρηθήσεσται ὑμῖν» (Ματθ 7,2) . Όλοι τον εγκαταλείπουν, ποτέ δεν ήταν μαζί του, ποτέ δεν τον είδαν σαν πρόσωπο, ποτέ δεν τον είχαν αγαπήσει.
Μένει μόνος και φτωχός, πεινάει, διψάει, κρυώνει, είναι εγκαταλελειμμένος χωρίς στήριγμα, μένει μόνος αυτός που άφησε μόνο τον πατέρα του. Είναι πια ένας μικρός, ένας μηδαμινός, ένα εσωτερικό τίποτα.
Αυτή είναι η κατάντια του ανθρώπου που αποδέχεται τον διάβολο.
Στην μακρινή χώρα τώρα κανένας δεν του δίνει τροφή, δεν ξέρει πώς να ξεπεράσει την εξαθλίωση του. Βρίσκει μια δουλειά, όμως αυτή γίνεται αφορμή μεγαλύτερης δυστυχίας και εξευτελισμού, βόσκει γουρούνια.
Αυτά όπως γνωρίζουμε ήταν το σύμβολο της ακαθαρσίας για τους Εβραίους.
Η δουλειά που κάνει δείχνει την κατάσταση του, την φωτογραφίζει.
Η εσωτερική ακαθαρσία του είναι ακριβώς ίδια με την ακαθαρσία που επικρατούσε στο κοπάδι που έβοσκε.
Σε αυτή την κατάσταση της εγκατάλειψης, μισοπεθαμένος από τα τραύματα των παθών του, όπως εκείνος που έπεσε στα χέρια των ληστών στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, θυμάται την παιδική ηλικία του, θυμάται τον καιρό που είχε πατέρα, τον καιρό που δεν ήταν ορφανός, δεν ήταν ζητιάνος, δεν ήταν χωρίς σπίτι.
Καταλαβαίνει ότι ο ηθικός φόνος που έκαμε, δεν σκότωσε τον πατέρα του αλλά τον ίδιο.
Θυμάται την απλόχερη αγάπη, τον θεληματικό θάνατο του πατέρα του χωρίς ανταλλάγματα, αυτό τον κάνει να ελπίζει, να σκέφτεται.
Δεν αναπολεί την θαλπωρή, την ζεστασιά του πατρικού σπιτιού, το γεμάτο από φαγητά τραπέζι του πατέρα.
Αυτό που τον ανασταίνει είναι η λέξη ΠΑΤΕΡΑΣ, δεν είναι η συγχώρεση αλλά ο πατέρας.
Δεν γυρίζει πίσω σε ένα ξένο που δεν θα τον θυμάται, που θα κρατάει πείσματα, αντίποινα για την προδοσία του, την εγκατάλειψη του.
Αυτό που ανεβαίνει από την καρδιά του και όχι από την λογική του είναι ο Πατέρας και αυτή η ενθύμηση του δίνει την δύναμη που χρειάζεται για να σπάσει τα δεσμά του διαβόλου, να τον βγάλει από το δίχτυ της φαντασίωσης της απελπισίας.
Τον αφήνει να έχει το θάρρος να πιστεύει στην αγάπη του πατέρα του.
Στην αληθινή μετάνοια υπάρχουν μαζί η συναίσθηση της αμαρτωλότητας με την βεβαιότητα ότι υπάρχει συγγνώμη για όλους και για τα πάντα, γιατί η γνήσια αγάπη ούτε σφάλλει ούτε σβήνεται, ούτε μετριέται.
« Ἁμαρτιῶν μου τα πλήθη καί ἀβύσσου σου ἐλέη τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου;»
Όταν βλέπουμε με απελπισία τα σφάλματα μας, τις αμαρτίες μας, ή μετάνοια χάνει την δύναμη τις. Οι τύψεις που φέρνει ο διάβολος μπορεί να οδηγήσουν σε απόγνωση, σε απροθυμία επιστροφής.
Ο Ιούδας κατάλαβε τι είχε κάνει, είδε ότι η προδοσία του ήταν αμετάκλητη, ο Χριστός είχε καταδικαστεί, είχε πεθάνει.
Η δυστυχία του ήταν ότι δεν θυμήθηκε αυτά που ο Κύριος έλεγε πάντα για τον ίδιο και τον Πατέρα του.
Δεν κατάλαβε ότι ο Χριστός δεν θα τον πρόδιδε, όπως αυτός τον πρόδωσε, όπως δεν πρόδωσε τους τελώνες, τις πόρνες, την μοιχευομένη.
Έχασε κάθε ελπίδα, η σκέψη του ήταν μόνον στην αμαρτία του και στον εαυτό του. Έβγαλε από τον οπτικό του ορίζοντα τον Δάσκαλο, τον Θεό, τον Πατέρα που τον περίμενε όπως περίμενε τον Πέτρο, τον Παύλο, και όλους τους μετανιωμένους.
Κλεισμένος στον εαυτό του δεν αγάπησε, έμεινε τυφλός.
Ο άσωτος έρχεται πίσω στο σπίτι του. Ο πατέρας στέκονταν πάντα στο κατώφλι και ατένιζε τον δρόμο από όπου είχε φύγει μακριά ο γιος του.
Έλπιζε και περίμενε τον γυρισμό του. Τον βλέπει, τα σπλάχνα του σκιρτούν, «δραμῶν» τρέχει στο παιδί του, δεν περιμένει να έλθει εκείνος, μειώνει την απόσταση που τους χωρίζει αυτός.
Η κίνηση του, δίνει φτερά στον μετανοιωμένο, η απόδειξη της αγάπης δεν έχει τύπους, τα ερωτηματικά πως θα τον δεχόταν ο πατέρας του διαλύονται.
Αυτός ο ζητιάνος, ο κουρελής, ο γουρουνοβοσκός με τα βρόμικα ρούχα δέχεται το θερμό φίλημα, « κατεφίλησε αὐτόν».
Ο υιός ομολογεί την αθλιότητα του «οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου… ἥμαρτον…».
Ο πατέρας του δεν απαντά, δεν είχε, ούτε έχει τίποτε μαζί του, δεν τον συγχωρεί μόνο, τον ΑΓΑΠΑ.
Στρέφεται στους ανθρώπους του, «ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν…». Ψάξτε να βρείτε την στολή που φορούσε την ημέρα που έφυγε, όταν την πέταξε στο πάτωμα και φόρεσε τον θάνατο.
Την είχε φυλάξει προσεκτικά, όπως ο Ιακώβ είχε φυλάξει το φόρεμα του Ιωσήφ που τα αδέρφια του είχαν φέρει πίσω στον πατέρα τους βουτηγμένο στο αίμα του χαμένου παιδιού του.
Ο γιος του νιώθει σαν το σπίτι του, είναι χαρούμενος, ο εφιάλτης έφυγε.
Ο πατέρας του προχωρεί ακόμα περισσότερο του δίνει το δαχτυλίδι του, το δαχτυλίδι ήταν πάντα δείγμα εξουσίας, ήταν σφραγίδα, ήταν επικύρωση κάθε σύμβασης και εξουσίας.
Να θυμηθούμε τον Δανιήλ στην Βαβυλώνα, τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο.
Με δαχτυλίδι ο βασιλιάς τους ανέθεσε την εξουσία να κυβερνούν στο όνομα του.
Πέραν τούτου διατάζει πανηγύρι, δείπνο, γιορτή, χαρά, να σφαχτεί ο Μόσχος ο σιτευτός.
Η γιορτή είναι γιορτή Ανάστασης, είναι πανηγύρι αιώνιας ζωής, το δείπνο του Αρνίου και της βασιλείας του Θεού. Ο γιός μου «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν»,
«ἀπολωλώς», σε ξένη χώρα, σε μία έρημη γη που ήταν αόρατος και ακατασκεύαστος «καὶ εὑρέθη».
Τώρα ο γιος είναι στη βασιλεία της αγάπης του πατέρα, που αγαπάει, που λυτρώνει, που επανορθώνει που ξαναφτιάχνει ζωή.
Στην απόφαση της επιστροφής θα ξεκινούμε πάντα έχοντας στα χείλη μας την λέξη «πατέρας» και όχι την λέξη κριτής.
Την ομολογία της αμαρτίας μας αλλά και την ελπίδα ότι τίποτε δεν είναι ικανό να καταστρέψει την βεβαιότητα ότι ο Θεός ποτέ δεν θα δεχθεί τον εξευτελισμό μας.
Ότι αυτός θα είναι ο εγγυητής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μας και δεν θα επιτρέψει ποτέ να γίνουμε δούλοι, διότι Εκείνος είπε «ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας».
Ο πατέρας μας περιμένει όλο τον καιρό που εμείς τον έχουμε ξεχάσει.
Θα έρθει ο ίδιος για να μας συναντήσει και όχι οι δούλοι του, όταν εμείς πλησιάσουμε διστακτικά στο σπίτι του, στην Εκκλησία, στον παράδεισο.
Θα τρέξει εκείνος να μας σφίξει στην αγκαλιά του, θα στηρίξει την αθλιότητα μας, θα λαμπρύνει την στολή της ψυχής ο φωτοδότης.
Θα μας βάλει στον παράδεισο, στην Εκκλησία.
Θα μας δώσει το δαχτυλίδι του Αγίου Πνεύματος «σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου».
Μπορούμε με απόλυτη σιγουριά να γυρίσουμε στον πατέρα, με εμπιστοσύνη αφού αυτός είναι η επικύρωση της αξιοπρέπειας μας, της ανθρωπιάς μας.
Αυτός είναι που επιθυμεί να μας σώσει.
Αυτός είναι που δε ζητάει παρά μόνο ένα πράγμα είναι το δόσιμο της καρδιάς μας.
Αυτός είναι βέβαια ο κριτής μας, αλλά πάνω από όλα είναι η εξιλέωση των αμαρτιών μας.
Είναι αυτός για τον οποίον ο άνθρωπος είναι τόσο αγαπητός, τόσο πολύτιμος, ώστε όλη η ζωή του, όλος ο θάνατος του, όλη η αγωνία και το μαρτύριο του στο Σταυρό, αφορούσε την σωτηρία μας.
Όλη η κόλαση που υπέφερε ο Θεός είναι το μέτρο, η απόδειξη της αξίας που αποδίδει στη σωτηρία μας, το πόσο πολύτιμοι και αγαπητοί του είμαστε.
Αφού είμαστε δημιουργήματά του, οι αγάπες του, τα παιδιά του, η δόξα του. Αν δεν ήμασταν τέτοιοι δεν θα έκανε τίποτε, θα έμενε απαθής στον βέβαιο θάνατο μας.
Εμφανίζεται τώρα και ο άλλος γιος που πάντα υπήρξε ένας πιστός εργάτης στο σπίτι του πατέρα του, και με υποδειγματική ζωή. Ποτέ όμως δεν είχε καταλάβει ότι βασικός σκοπός στις σχέσεις πατέρα και γιου δεν είναι μόνον η δουλειά αλλά πρώτιστα η ζεστή καρδιά, όχι μόνο το καθήκον, αλλά πρώτα το δόσιμο, η αγάπη.
Ήταν σε όλα πιστός τηρούσε όλες τις εντολές αλλά χωρίς αγάπη, χωρίς χώρο στην καρδιά του.
Ήταν «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον». Τον Νόμο ως γνωστόν τηρούσαν και οι Φαρισαίοι.
Μόλις μαθαίνει για την χαρά αρνείται να μετέχει σ’αυτή. Ο πατέρας βγαίνει και τον παρακαλεί αλλά εισπράττει άρνηση.
« Ὁ υἱός σου», όχι ο αδελφός μου, δεν θέλει να έχει αδελφό, άρα δεν αναγνωρίζει και τον πατέρα του. Ο πατέρας του όμως τον λογαριάζει για γιο του.
«Τέκνον σύ πάντοτε μετ΄ ἐμοῦ εἰ και πάντα τά ἐμά σά ἐστίν».
Για τον πατέρα είναι ο γιος του, πάντοτε τον αγαπούσε αλλά για τον γιό δεν ίσχυε το ίδιο.
Για τον γιό δεν υπήρχε κοινή ζωή ήταν ο ένας πλάι στον άλλο ζούσαν στο ίδιο σπίτι χωρίς ενότητα, χωρίς βάθος στη σχέση τους, ζούσαν παράλληλα.
Ο πατέρας επιμένει έχουμε ανάσταση στο σπίτι, ο νεκρός αδελφός σου έζησε έλα να γιορτάσεις να χαρείς.
Όπου ανάσταση εκεί και Χριστός. Ο μεγάλος γιός μένει με την άρνηση, την σκληροκαρδία, έξω από την χαρά της Βασιλείας, από τον μόσχο τον σιτευτό, στην κόλαση της μοναξιάς.
Αθανάσιος Κατσίκης
αρχιτέκτων