ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (8 ΜΑΪΟΥ 2022)
ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
«Ύψη ουράνια εκμανθάνειν και θαλάσσης τα βάθη ερευνάν, τολμηρόν υπάρχει και ακατάληπτον. Ώσπερ ουν άστρα εξαριθμήσαι και παράλιον ψάμμον ουκ έστιν όλως, ούτως ούτε τα του Ιωάννου του Θεολόγου ειπείν ικανόν.» (Από τον Οίκο της εορτής).
Το να μαθαίνεις για τα ουράνια ύψη και να ερευνάς τα βάθη της θαλάσσης είναι τολμηρό και ακατάληπτο, λόγω των τεραστίων μεγεθών του ουρανίου στερεώματος και της θαλασσίου αβύσσου. Όπως λοιπόν δεν μπορείς να εξαριθμήσεις καθ’ολοκληρίαν τα άστρα του ουρανού και την άμμο της θαλάσσης, έτσι άλλο τόσο δύσκολο και δυσχερές είναι το να μιλήσεις για το πρόσωπο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Μεγάλη η σημερινή εορτή και πανήγυρις αδελφοί μου! Διότι σήμερα εορτάζουμε και φέρουμε εις το μέσον, τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου, τον κορυφαίον Θεολόγον και παρθένον, τον μαθητήν της αγάπης, τον συγγραφέα της Ιεράς Αποκαλύψεως, τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην.
Και είναι ιδιαιτέρως θαυμαστή η υπόθεσις της παρούσης εορτής, καθώς αναμιμνησκόμεθα της εκπεμπομένης κατά θείον και παράδοξον τρόπον εκ του τάφου του Αποστόλου αγίας κόνεως, η οποία πολλά θαυμαστά εποίησε, απολυτρώνοντας τους πιστούς από ποικίλα πάθη και χαρίζοντάς τους, ιατρείαν ψυχών και την υγείαν των σωμάτων. Αυτό μας θυμίζει τα θαύματα και τις θεραπείες που επιτελούσε η σκιά του Πέτρου και οι αλυσίδες του, καθώς και τα μανδήλια των Αποστόλων. Τα ενδύματά τους, αλλά ακόμη και η σκόνη από τα πόδια των αγίων ανθρώπων, των ανθρώπων του Θεού, όπως τέτοιος κατ’εξοχήν υπήρξε και ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Σε ότι αφορά το πρόσωπο του σήμερον εορταζομένου αγίου. Ο Ιωάννης δεν επρόδωσε τον Χριστό, όπως ο Ιούδας. Δεν αρνήθηκε τον Διδάσκαλο, καθώς ο Πέτρος. Δεν εγκατέλειψε τον Εσταυρωμένο μαζί με τους δέκα. Δεν εδίωξε την Εκκλησία καθώς ο Παύλος. Ο Ιωάννης έμεινε πάντα πιστός, μέχρι της αυλής του αρχιερέως, μέχρι του Γολγοθά και του Σταυρού, πιστός εις τον Χριστόν του.
Ο Κύριος σε αυτόν και τον αδελφόν του Ιάκωβον, έδωσε το όνομα «Βοανεργές», το οποίο σημαίνει υιοί βροντής (Μάρκ. γ΄ 17). Και αυτό, διότι ενώ από χαρακτήρος ήσαν ήρεμοι και πράοι, όταν συνέβαινε να θιγεί από εχθρούς και αντιθέτους ο Διδάσκαλός τους, αυτοί απότομα άναβαν και άστραφταν και σαν βροντή ο ζήλος και ο λόγος τους, ζητούσε την εξουδετέρωση των αντιπάλων. Κανένα συμβιβασμό με τους αντιθέτους δεν έκανε ο Ιωάννης. Καμία υποχώρηση σε απίστους ή αιρετικούς ή αντιπάλους. Κρατούσε ακεραία και ανόθευτον την πίστη και διδαχή του Κυρίου και δεν ήθελε να πλησιάζει, ούτε να χαιρετά εκείνους που ηρνούντο την Θεότητα του Διδασκάλου του. Δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει. Η ιστορία του αναφέρει, ότι κάποτε ευρέθη σε ένα λουτρό στην Έφεσο με τον αιρετικό Κήρινθο. Μόλις το αντιλήφθηκε, άρχισε να τρέχει σαν τρελός για να βγει έξω από το λουτρό, φωνάζοντας στους μαθητές του τα εξής: « Ας φύγουμε γρήγορα από το λουτρό, μήπως πέσει το κτίριο και μας πλακώσει, μαζί με τον ασεβή Κήρινθο».
Και μάλιστα, όλα αυτά αγαπητοί μου, δεν ίσχυαν για κάποιον φονταμενταλιστή και φανατικό οπαδό του Χριστού, όπως ίσως θα τον χαρακτήριζαν σήμερα τα παπαγαλάκια του συστήματος, αλλά για τον μαθητή της Αγάπης, τον ηγαπημένον μαθητή του Κυρίου, τον πραότατο και γαλήνιο Ιωάννη. Τόσον ζηλωτής, τέτοιος φλογερός μαθητής του Χριστού, υπήρξε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, από της νεανικής μέχρι της γεροντικής του ηλικίας, ώστε ο πύρινος αυτός ζήλος του, να τον καθιστά έτοιμο ανά πάσα στιγμή, να οδηγηθεί αν ποτέ χρειαζόταν και στον μαρτυρικόν για τον Δεσπότη Χριστό θάνατον. Δια τούτο και εις την προαίρεση υπήρξε μεγαλομάρτυς, έστω κι αν τα τέλη του, θεία βουλή, ήσαν ανώδυνα και ειρηνικά.
Εμείς εδώ δι’ολίγων σήμερα, θα ασχοληθούμε με ορισμένα χωρία από την Α΄ Καθολική Επιστολή του Ιωάννου, τα οποία αποδεικνύουν ότι πολλές φορές, πολλοί από εμάς γινόμασθε ψεύτες απέναντι στον εαυτό μας, τον Θεό και τους άλλους και σαν να μην φθάνει αυτό, παρουσιάζουμε ως ψεύτη και τον ίδιο τον Θεό, με τα λόγια μας και την συμπεριφορά μας. Αρχικά μας λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι ο Θεός είναι φως, που ακτινοβολεί αγιότητα και αλήθεια και δεν υπάρχει μέσα του ίχνος σκότους, ένεκα αγνοίας, λήθης και αμαρτίας. Και συνεχίζοντας λέγει: «Εάν είπωμεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετ’αυτού και εν τω σκότει περιπατώμεν, ψευδόμεθα και ου ποιούμεν την αλήθειαν.» (Ά Ιωαν., α΄, 6). Εάν δηλαδή ισχυριζόμασθε, ότι έχουμε στενή σχέση και κοινωνία με τον Θεό, ενώ ταυτόχρονα η εν γένει συμπεριφορά μας είναι σκοτεινή και αμαρτωλή, τότε ψευδόμασθε και δεν συμμορφωνόμασθε προς την αλήθεια.
Εάν αυτοπαρουσιαζόμασθε στα λόγια μόνον και με μία επιδερμική πίστη, ότι έχουμε δήθεν κοινωνία και μετοχή με το φως του Χριστού, αλλά στην πραγματικότητα, περιπατούμε στο σκοτάδι, με πολιτεία αμαρτωλή και έργα σκοτεινά, που αναπαύουν τον άρχοντα του σκότους, τότε γινόμασθε ψεύτες, που πρωτίστως λέμε ψέμματα στον ίδιο μας τον εαυτό και βρισκόμασθε μακριά από το έδαφος της αληθείας. Την κοινωνία λοιπόν του φωτός, πρέπει να την επιβεβαιώνουμε με τα φωτεινά μας έργα.
Και επειδή προφανώς υπήρχαν και στην εποχή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου άνθρωποι, που ισχυρίζονταν και πίστευαν, ότι δεν είχαν αμαρτίες, γι’αυτό και τονίζει κατηγορηματικά ο ηγαπημένος μαθητής, ότι: «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν.» (Α΄Ιωάν. ά , 8) και «Εάν είπωμεν ότι ουχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, και ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν.» (Α΄ Ιωάν. ά , 10). Εάν δηλαδή πούμε, ότι δεν έχουμε αμαρτία, πλανώμεν τους εαυτούς μας και η αλήθεια δεν υπάρχει μέσα μας. Επειδή κανένας, όσο άγιος και αν είναι και όσο και αν περιπατεί στο φως των εντολών του Χριστού και της αρετής, δεν μπορεί να φυλαχθεί τελείως αναμάρτητος στην παρούσα ζωή, αλλά όλο και σε κάποια αμαρτήματα μικρά η μεγάλα θα έχει πέσει και όλο και κάποια ελαττώματα θα έχει. Και εάν πούμε, ότι δεν έχουμε διαπράξει καμία αμαρτία, διαψεύδουμε αυτόν τον ίδιο τον Θεό και τον παρουσιάζουμε ως ψεύτη, καθώς βεβαιώνει στην Αγία Γραφή, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί.
Και έτσι το συμπέρασμα για όσους από εμάς πιστεύουμε πως είμασθε αναμάρτητοι, είναι ότι ο λόγος του Χριστού δεν εφώτισε τις καρδιές μας και δεν επέδρασεν στο εσωτερικό μας. Διπλό λοιπόν το κακό. Και εμείς γινόμασθε ψεύτες και τον Θεόν παρουσιάζουμε ως ψεύτην. Και αυτό διότι ο λόγος του Θεού στην Αγία Γραφή λέγει τα εξής: « έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. 8, 21). Και «τις καθαρός έσται από ρύπου; Αλλ’ ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιώβ 14, 4-5). Άρα λοιπόν ένα από τα δύο συμβαίνει. Ή ο Χριστός που είναι η Αλήθεια και ο αψευδής λόγος του, λένε ψέματα, ή όσοι πιστεύουν πως είναι αναμάρτητοι, πλανώνται πλάνην οικτρά.
Που είναι λοιπόν όλοι εκείνοι, που έρχονται να εξομολογηθούν και μάλιστα ύστερα από πολλά χρόνια, ίσως κάποιοι από αυτούς και για πρώτη φορά στη ζωή τους και ισχυρίζονται πως δεν έχουν κάτι σοβαρό να εξομολογηθούν, δεν έχουν κάποιο αμάρτημα που να χρειάζεται εξαγόρευση; «Δεν έχω διαπράξει-σου λένε- κάποια μεγάλη αμαρτία. Δεν έχω φονεύσει, δεν έχω μοιχεύσει, δεν έχω κλέψει, είμαι καλός άνθρωπος». Ναι άνθρωπέ μου, δεν τα έχεις κάνει όλα αυτά, αλλά αυτό τι σημαίνει, ότι είσαι αναμάρτητος; Η καρδιά σου βρίθει από κακία, κάθε είδους πονηρία, ακαθάρτους λογισμούς και μάταιες ενθυμήσεις και μπορεί στην πράξη να μην έκανες πολλά, αλλά με την προαίρεση και τον λογισμό, τα έχεις διαπράξει και με το παραπάνω. Και χαιρεκακία έχεις επιδείξει και εκδικητικότητα και κατάκριση και ζηλοφθονία και εμπαθή διάθεση και φονικά ένστικτα και θυμώδη συμπεριφορά και πολλά έχεις διαπράξει, μικρά και μεγάλα και πολύ περισσότερα θα διέπραττες, εάν το επέτρεπε ο Κύριος.
Κατ’ επέκτασιν λοιπόν, όπως συμπληρώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, εκείνος που ισχυρίζεται, ότι ευρίσκεται σε στενή γνωριμία και οικειότητα με τον Χριστό, που υποστηρίζει ότι τον γνωρίζει βιωματικά πολύ καλά, αλλά συγχρόνως δεν τηρεί τις εντολές του, είναι ψεύτης και δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο αυτόν η αλήθεια. Ο Χριστός λέγει, πως εκείνος που τον αγαπά, το αποδεικνύει έμπρακτα, τηρώντας τις εντολές του. Δεν θα εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών, ο καθένας που ευκαίρως ή ακαίρως βάζει στο στόμα του το όνομα του Κυρίου, αλλά εκείνος που εφαρμόζει τα θεία προστάγματα. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε εισελεύσεται εις την Βασιλεία των ουρανών». Εμείς όμως αποδεικνύουμε, ότι όχι μόνον δεν αγαπούμε τον Κύριο, αλλά ότι δεν τον εμπιστευόμαστε ούτε κατ’ελάχιστον. Δεν πιστεύουμε καν στα λόγια του, δεν πιστεύουμε, ότι ο Χριστός μας λέει την αλήθεια, γιατί αν το πιστεύαμε, θα φροντίζαμε να κάνουμε πράξη, αυτά που μας ζητάει.
Ο Χριστός μας δίδει την εντολή να μην λέμε ψέμματα, διότι έτσι γινόμασθε εικόνες του διαβόλου και ζούμε καθ’ομοίωσιν του αρχεκάκου όφεως, ο οποίος είναι ο άρχοντας του ψεύδους. Ο εισηγητής και εφευρέτης κάθε πλάνης και απάτης και ψεύδους και βεβαίως κυρίως και κατ’εξοχήν του ψεύδους της αμαρτίας. Μας προειδοποιεί λοιπόν ο Κύριος, ότι μας περιμένουν αιώνιες τιμωρίες, εάν δεν παύσουμε να λέμε ψέμματα, το λέει μεταξύ των άλλων ξεκάθαρα ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Ιερά Αποκάλυψη: «τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις(εβδελυγμένοι=οι διαπράξαντες τα βδελυρά και συχαμένα παρά φύσιν αμαρτήματα) και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς(φαρμακοί=οι μάγοι) και ειδωλολάτραις και ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΨΕΥΔΕΣΙ το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο΄ εστίν ο θάνατος ο δεύτερος.» (Απ. κα΄, 8).
Εμείς όμως όχι μόνο δεν σταματάμε να λέμε ψέμματα, αλλά διαβάλλουμε και συκοφαντούμε τον συνάνθρωπό μας με περισσή ευκολία, σπιλώνοντας υπολήψεις και δυσφημώντας ονόματα, προκειμένου να χαντακώσουμε τους άλλους και να φανούμε εμείς ανώτεροι και καλύτεροι αυτών, ενώ δεν είμαστε, και εκτελούμε τον πλησίον μας, ως ψυχροί εκτελεστές χωρίς συνείδηση, με ψεύτικες κατηγορίες και ψέμματα, που έχουν γίνει ένα με την φύση μας. Άρα λοιπόν ποιούμε ψεύτη τον Χριστό, που απειλεί με αιώνια κόλαση, όσους λένε ψέμματα και ψευδομαρτυρούν κατά του πλησίον, διότι εάν πιστεύαμε στα λόγια του Κυρίου και τον αποδεχόμασταν ως πιστό (αξιόπιστο) και αληθινό μάρτυρα, που όσα μαρτυρεί είναι αληθινά, τότε δεν θα συνεχίζαμε τα ψέμματα.
Ο Χριστός μας ζητάει να μην κρίνουμε τον συνάνθρωπό μας, γιατί θα κριθούμε και εμείς από Εκείνον, τον Δικαιοκρίτη Ιησού, με τον ίδιο τρόπο, που κρίνουμε τους άλλους. «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν’ώ γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν’ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν». (Μτθ. ζ΄, 1-2). Με την ίδια αυστηρότητα που κρίνουμε εμείς τους συνανθρώπους μας, θα μας κρίνει και εμάς ο Κύριος. Εμείς όμως από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν σταματούμε στιγμή με ακατάπαυστη φιλοπεριέργεια και αδιακρισία να ανακατευόμαστε σε ξένες υποθέσεις και να ελέγχουμε τις ζωές των άλλων, με λυσσαλέα επικριτική διάθεση, κρίνοντας τους πάντες και τα πάντα, και διορίζοντας τους εαυτούς μας κριτές και τιμητές των πάντων. Άρα λοιπόν δεν πιστεύουμε κατ’ουσίαν, ότι θα έρθει μια ημέρα που ο Κύριος θα κρίνει την οικουμένη και γι’αυτό σπεύδουμε να κρίνουμε εμείς τους πάντες, εκτός από τους εαυτούς μας. Και ασφαλώς δεν πιστεύουμε, ότι θα τιμωρηθούμε για το αμάρτημα της κατακρίσεως και επομένως βγάζουμε ψεύτη τον Θεό, όχι μόνο μια φορά, αλλά πολλές.
Ο λόγος του Θεού μας επισημαίνει, ότι ο εγωισμός και η υπερηφάνεια είναι ίσως τα μεγαλύτερα αμαρτήματα και ανήκουν μάλιστα στα θανάσιμα αμαρτήματα. Εμείς όμως σαν να μην συμβαίνει τίποτα, συνεχίζουμε να φερόμασθε στους γύρω μας, με αλαζονεία, αναίδεια και θράσος και μάλιστα έχουμε πάντοτε έτοιμο το πνεύμα της ανταρσίας, που ενυπάρχει μέσα μας, προκειμένου να το ενεργοποιήσουμε ανα πάσα στιγμή για να επιδείξουμε ασέβεια και περιφρόνηση, αγνωμοσύνη και αχαριστία, προς εκείνους που μας ευεργέτησαν και έπραξαν το αγαθό απέναντί μας.
Ο Χριστός μας προειδοποιεί επανειλλημένως για την αιώνια κόλαση, το άσβεστο πυρ, τον ακοίμητο σκώληκα, το σκότος το εξώτερο, τον κλαυθμό και τον βρυγμό των οδόντων, αλλά εμείς και σε αυτό ακόμη εξακολουθούμε να τον βγάζουμε ψεύτη. «Όχι-λέμε- δεν είναι δυνατόν ο Θεάνθρωπος της Αγάπης, ένας τόσο Φιλάνθρωπος Δεσπότης να κολάσει τον άνθρωπο και μάλιστα σε μια κόλαση δίχως τέλος. Δεν το χωράει η συνείδησή μας και είναι τελείως απαράδεκτο να θεωρούμε, ότι ο Αγαθός Σωτήρας θα παραδώσει σε αιώνια βάσανα τους ανθρώπους. Ακόμα κι αν υπάρχει η κόλαση-λέμε-, κάποια στιγμή θα τελειώσει και όλοι από εκεί και πέρα θα χαίρονται και θα απολαμβάνουν τα αγαθά της Βασιλείας του». Άρα έλεγε ψέμματα ο Χριστός, όταν ετόνιζε, ότι «αναστήσονται οι μεν τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως», εκείνοι που έπραξαν το αγαθόν στην ζωή αυτή, θα αναστηθούν για να απολαύσουν την αιώνιον ζωή, ενώ όσοι έπραξαν τα φαύλα και σκοτεινά έργα, θα αναστηθούν για να κριθούν και να καταδικασθούν αιωνίως και το «πορεύεσθε απ’εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένο τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού». Και που είναι λοιπόν η δικαιοσύνη ενός τέτοιου Θεού, που θα ανταμείψει εξίσου το ίδιο, τον άγιο με τον ασεβή, τον δίκαιο με τον αμαρτωλό, τον αθώο με τον ένοχο, τον φιλόχριστο και όσιο με τον αντίχριστο και διάβολο; Αλλά ακόμα κι εκείνοι, που λένε ότι πιστεύουν στην αιώνια κόλαση, με τις πράξεις τους δείχνουν ότι δεν την φοβούνται καθόλου, δεν φοβούνται τα αιώνια βάσανα, δεν φοβούνται την αιώνιον κόλαση και ότι ελάχιστα ή καθόλου υπολογίζουν στην ύπαρξή της.
Η Αγία Γραφή συν τοις άλλοις στηλιτεύει ξεκάθαρα τα σαρκικά αμαρτήματα. Ο ίδιος ο Κύριος υπογραμμίζει, πως αν κάποιος επιθυμήσει ξένη γυναίκα, είναι σαν να έχει ήδη διαπράξει την μοιχεία με την επιθυμία και τον λογισμό του. Και όταν επιλήψιμα για τον Θεό είναι η πορνεία και η μοιχεία, φαντασθείτε τι ισχύει με τα παρά φύσιν αμαρτήματα. Ο Απόστολος Παύλος το λέει ξεκάθαρα: «ούτε πόρνοι… ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται… βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 9-10, 6). Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα θεωρούν κάτι πολύ φυσιολογικό τις προγαμιαίες σχέσεις και τους δεσμούς εκτός γάμου και κάποιοι από αυτούς μάλιστα βλέπουν ως κάτι το αχρείαστο και περιττό, το μυστήριο του γάμου, το οποίο αντιμετωπίζουν ως μία τυπική σύμβαση χωρίς ιδιαίτερο νόημα.
Υπάρχουν ακόμη και Αρχιερείς του νέου ημερολογίου, που αθωώνουν τις προγαμιαίες σχέσεις και θεωρούν, ότι ο σαρκικός έρωτας ανάμεσα σε έναν νέο και μία νέα, είναι ίσως το πιο ωραίο συναίσθημα και ό,τι πιο ωραίο υπάρχει στον παρόντα κόσμο και στη ζωή αυτή. Και όταν λοιπόν ακόμη και οι άνθρωποι της Εκκλησίας αποενοχοποιούν τα πάθη αυτά και τους παρέχουν πλήρη κάλυψη, κάνοντάς τα σημαία και λάβαρο, για τα οποία όχι μόνο δεν θα έπρεπε να ντρέπεται κανείς, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να παραδειγματιστεί θετικά και να τα μιμηθεί και να τα έχει ως πρότυπο, τότε πλέον καταλαβαίνουμε, ότι τα πράγματα έχουν προχωρήσει στο μη περαιτέρω και είναι πολύ σοβαρά.
Πρόσφατα επίσκοπος του νέου ημερολογίου είπε σε συνέντευξη που παραχώρησε, πως την ορμή για το ίδιο φύλο στον άνθρωπο, την έχει βάλει ο Θεός. Και πως δεν μπορεί να υποστηρίξει στα σοβαρά, ότι το πάθος της ομοφυλοφιλίας δεν το θέλει ο Θεός. Και τότε το ερώτημα που ανακύπτει είναι, τι έκανε ο Θεός αγαπητέ ιεράρχα στα Σόδομα και τα Γόμορα; Γιατί κατέστρεψε με πυρ και θείο ολόκληρες πολιτείες; Για να κάνει την πλάκα του; Γιατί ο Απόστολος Παυλος, όπως σας ανέφερα παραπάνω, καταδικάζει εκείνους που καλλιεργούν αυτά τα πάθη; Και γιατί αναφέρει στην προς Ρωμαίους επιστολή, ότι επειδή οι ειδωλολάτρες ελάτρευαν ως θεούς τα στοιχεία της φύσεως, καθώς και αμαρτωλούς ανθρώπους, τους οποίους εθεοποίησαν, δια τούτο επέτρεψε ο Κύριος να σκοτισθεί η ασύνετος καρδία τους και να πέσουν σε πάθη ατιμίας, ορεγόμενοι οι άνδρες τους άνδρες και οι γυναίκες επιθυμούντες παρα φύσιν τις γυναίκες;
Βλέπουμε λοιπόν δυστυχώς, ότι και οι εκπρόσωποι του Θεού, οι άνθρωποι της Εκκλησίας, χωρίς να ντρέπονται και χωρίς να διστάζουν, παρουσιάζουν ως ψεύτη τον Χριστό, καθώς διδάσκουν τα αντίθετα, από εκείνα που εδίδαξε ο Κύριος και θεσμοθετούν, νομοθετούν αλλότριους και ξένους θεσμούς και νόμους, που καταρρίπτουν τον νόμο του Θεού και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον Χριστό και το ευαγγέλιο του. Από ότι φαίνεται οι σύγχρονοι ποιμένες είναι πιο φιλάνθρωποι από τον Μέγα Αρχιερέα και Ποιμένα Ιησού, πιο προσαρμοστικοί και προνοητικοί, πιο διακριτικοί από τους Αποστόλους και τους Πατέρες, για να προσαρμόζονται ευκολότερα στις συνθήκες της εποχής και πιο σοφοί και καλόψυχοι από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και της Αγίας Γραφής εν γένει!!!
Αν μπορούσαν μάλιστα να μιμηθούν τον Πάπα, θα το είχαν κάνει προ πολλού ή μάλλον ήδη το κάνουν εδώ και χρόνια με το δικό τους τρόπο, διαστρεβλώνοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας και παρουσιάζοντάς την κατά το δοκούν, ως ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδεπίσκοποι που είναι. Και για να καταλάβετε λίγο καλύτερα, τι εννοούμε, όταν μνημονεύουμε τον Πάπα, σας αναφέρω ότι σε δύο από τις συνόδους του Βατικανού, μεταξύ των άλλων, ελήφθησαν οι εξής δογματικές συνοδικές αποφάσεις: «Ο Πάπας έχει το δικαίωμα να διορθώνει καθετί, το οποίο θεωρεί αναγκαίο μέσα στην Καινή Διαθήκη. Δύναται να μεταβάλλει και τα ίδια τα μυστήρια, που έχουν οριστεί από τον Ιησού Χριστό. Ο Πάπας είναι πιο ψηλά από όλους τους νόμους. Αν ο Πάπας αποφασίσει ενάντια στην κρίση του Θεού, τότε η κρίση του Θεού πρέπει να διορθωθεί, να μεταβληθεί». Είπατε τίποτα; Τι εωσφορική πραγματικά υπερηφάνεια! «Αλάθητος» ο Πάπας, «αλάθητοι» όμως και οι επίσκοποι της «Ορθοδοξίας», που μπορούν όποτε το κρίνουν απαραίτητο να διορθώνουν την Καινή Διαθήκη, να αλλάζουν και να αλλοιώνουν τα μυστήρια, αλλά και να τα βάζουν με την κρίση του Θεού, εάν αυτή δεν τους αρέσει και δεν τους κάνει.
Όταν λοιπόν η ζωή των χριστιανών, τροφοδοτείται από παρόμοιες διδασκαλίες και κυμαίνεται σε αυτά τα επίπεδα, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε, γιατί και μεταξύ των ανθρώπων της Εκκλησίας, των «πιστών», υπάρχουν πολλοί που στην ουσία δεν πιστεύουν, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού και ας λένε οι ίδιοι το αντίθετο, ας διαβεβαιώνουν, ότι πιστεύουν στον Χριστό. Η πνευματική στάθμη πολλών χριστιανών, είναι ιδιαιτέρως χαμηλή, με αποτέλεσμα να έχει ξεθωριάσει στην ψυχή τους και την συνείδησή τους, το πρόσωπο του Θεανθρώπου, να έχει ξεφτίσει η μορφή του Κυρίου στα ενδότερα της υπάρξεώς τους, γιατί η καρδιά τους πόρρω απέχει, από του να γευθεί, να βιώσει και να ψηλαφήσει εμπειρικά την παρουσία του Υιού του Θεού μέσα της, μέχρι τα κατάβαθά της. Μια εξωτερική ψιλή πίστη από μόνη της δεν λέει κάτι.
Γι’αυτό και πολλοί από τους χριστιανούς θα αρνηθούν τον Χριστό και θα προσκυνήσουν τον Αντίχριστο, γιατί δεν ανήκουν στο σιτάρι που θα αποθηκεύσει ο Κύριος στην Βασιλεία του, αλλά στο άχυρο που θα κατακαύσει πυρί ασβέστω, καθώς δεν είναι γνήσιοι πιστοί, αλλά ψεύτες και νόθοι υιοί της Βασιλείας. Όπως τονίζει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «τις εστίν ο ψεύστης ει μη ο αρνούμενος ότι Ιησούς ουκ έστιν ο Χριστός; Ούτος εστίν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον Πατέρα και τον Υιόν. Πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει.» (Α΄ Ιωάν. β΄, 22-23). Όποιος αρνείται να πιστεύσει-με λόγια και με έργα-ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, αυτός είναι ψεύτης και αντίχριστος, που μαζί με τον Υιό, αρνείται και τον Πατέρα, που ο Υιός αποκάλυψε στον κόσμο.
Και μάλιστα όποιος αρνείται τον Χριστό, αυτός παρουσιάζει ως ψεύτη και αναξιόπιστο, όχι μόνον τον Υιόν, αλλά και τον Θεόν Πατέρα, ο οποίος έδωσε πολλάκις την μαρτυρία για τον Χριστόν, ότι είναι Υιός του, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, δια στόματος των προφητών, όσο και στην Καινή Διαθήκη, στον Ιορδάνη ποταμό, όταν ο Κύριος εβαπτίζετο, καθώς και στο όρος Θαβώρ την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν’ω ευδόκησα, αυτού ακούετε». Και βεβαίως τον Πατέρα και τον Υιόν τον αρνούνται, όχι μόνον οι κατ’όνομα Ορθόδοξοι, αλλά και όλοι οι αιρετικοί. Και εάν όποιος πιστεύει εις τον Χριστό έχει στην καρδιά του μυστικώς, ένηχον-βοώσα-κραυγάζουσα και ανεξάλειπτον την μαρτυρία του Πατρός περί του Υιού και την εσωτερική πληροφορία του Αγίου Πνεύματος, εκείνος ο οποίος δεν έχει βαθιά μέσα του την πίστη αυτή, ότι ο Ιησούς είναι κατά φύσιν Υιός του Θεού, δείχνει και αποδεικνύει, ότι ούτε αυτός είναι κατά χάριν υιός του ουρανίου Πατρός. Και η μεγαλύτερη μαρτυρία, ότι ο Χριστός προέρχεται από τους Πατρικούς κόλπους, είναι η ζωή, η χάρις, η αθανασία που χαρίζει ο Πατήρ δια του Υιού στις καρδιές των πιστευόντων.
Κατακλείοντας αγαπητοί μου τον λόγον τούτον, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε στην αγάπη σας, ότι το χειρότερο για έναν χριστιανό στις μέρες μας, οπότε πολλά ακούγονται, δεν είναι το να έρθει ο Αντίχριστος, όπως φοβούνται πολλοί, ούτε το να μας διώκει και να μας βασανίζει εκείνος. Το χειρότερο είναι να γίνουμε εμείς οι ίδιοι αντίχριστοι. Αυτό που θα πρέπει να φοβόμαστε δηλαδή, είναι όχι τον ίδιο τον Αντίχριστο, αλλά μήπως πέφτοντας θύματα της απάτης του, της απάτης του Αντιχρίστου και του πνεύματός του, γίνουμε σαν και αυτόν, μήπως γίνουμε κι εμείς αντίχριστοι. Μήπως γίνουμε κι εμείς ψεύτες, ή μήπως είμασθε ήδη και βγάζουμε ψεύτη με την ζωή μας και τα λόγια μας τον Χριστόν και τον Πατέρα του. Αυτός πρέπει να είναι ο εφιάλτης των σημερινών χριστιανών, αλλά και ο διαχρονικός εφιάλτης των Ορθοδόξων. Ο Χριστός ήδη ήρθε και μας προειδοποίησε, ότι πλέον πριν την Ημέρα της Κρίσεως, πρέπει να αναμένουμε τον Αντίχριστο και κανέναν άλλο. Όπως επισημαίνει και ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος: «πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί. Ούτος εστίν ο πλάνος και ο αντίχριστος.» (Β΄ Ιωάν. 7).
Πολλοί πλάνοι-λέγει ο άγιος-ανεφάνησαν εις τον κόσμον, οι οποίοι εξαπατούν τους πιστούς, διδάσκοντάς τους ψέμματα και ψευδείς διδασκαλίες, καθώς δεν ομολογούν ότι ο Χριστός ήρθε εν σαρκί, εσταυρώθη, ετάφη, ανεστήθη και ανελήφθη εν σαρκί και ότι θα έλθει και πάλι ως Θεάνθρωπος για να κρίνει τον κόσμο. Αυτός που δεν ομολογεί την αλήθεια αυτήν, είναι ο κατ’εξοχήν απατεώνας, πλάνος και αντίχριστος. Ας προσέξουμε λοιπόν αδελφοί μου! Στώμεν καλώς! Μην γίνουμε αντίχριστοι, χειρότεροι από τον αναμενόμενον. Είθε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης να είναι μαζί μας μέχρι τέλους των αιώνων και να μας βοηθήσει και αυτός από την μεριά του μαζί με όλους τους αγίους, να εισέλθουμε στην Βασιλεία του Ηγαπημένου του Διδασκάλου Ιησού Χριστού και να απολαμβάνουμε τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.