ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ 2022
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι τρεις μεγάλοι άγιοι τους οποίους εορτάζουμε στην παρούσα ιερατική σύναξη, Μέγας Φώτιος, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Μάρκος ο Ευγενικός υπήρξαν πνευματικοί πατέρες και θεραπευτές ψυχών. Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε με την πνευματική πατρότητα, χωρίς βεβαίως να μπορέσουμε να εξαντλήσουμε έστω και μία πτυχή του τεράστιου και πολύ σημαντικού αυτού θέματος. Απλά ευελπιστούμε η παρούσα ομιλία να αποτελέσει την αφορμή για περαιτέρω συζήτηση και προβληματισμό.
Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό νοσοκομείο-θεραπευτήριο, όπου ο άνθρωπος-που μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, νοσεί την νόσο της αμαρτίας- δια των μυστηρίων και της ασκήσεως θεραπεύεται και οι Επίσκοποι με τους κληρικούς είναι οι θεραπευτές. Ασφαλώς ο κατ’ έξοχήν θεραπευτής του ανθρώπου είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων Ιησούς Χριστός. Αυτός εθέωσε την ανθρώπινη φύση. Αυτός είναι το ισχυρότερο φάρμακο ή μάλλον για να ακριβολογούμε το μοναδικό φάρμακο, που θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων, καθώς όλα όσα έκανε ο Χριστός τα έκανε για την θεραπεία των ανθρώπων.
Οι επίσκοποι και οι ιερείς συνεχίζουν το θεραπευτικό έργο του Χριστού, γίνονται συνεργοί του Θεού στη σωτηρία των ανθρώπων. Οι πρεσβύτεροι είναι οι πνευματικοί ιατροί, οι οποίοι τελούν τα Μυστήρια με την άδεια του Επισκόπου, και οι διάκονοι και μοναχοί είναι οι πνευματικοί νοσηλευτές. Βέβαια τα όρια μεταξύ ασθενείας και θεραπείας δεν είναι τελείως ξεχωριστά μεταξύ τους, γιατί, όπως στο νοσοκομείο, μπορεί και ο ιατρός που θεραπεύει τους άλλους να είναι και ο ίδιος ασθενής, το ίδιο κατ’ αναλογία συμβαίνει και στην Εκκλησία. Ο πνευματικός παράλληλα με την πνευματική καθοδήγηση των τέκνων του, έχει να ασχοληθεί με τα δικά του αρρωστήματα και τις δικές του ασθένειες, να παλέψει κατά των προσωπικών του παθών και ελαττωμάτων και να επουλώσει τα τραύματα της ψυχής και τις αδυναμίες του χαρακτήρος του. Όμως όπως και στο νοσοκομείο, έτσι και στο πνευματικό νοσοκομείο, την Εκκλησία, τουλάχιστον πρέπει ο Επίσκοπος και οι κληρικοί να γνωρίζουν την μέθοδο θεραπείας.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ
Ο όρος πνευματικός αναφέρεται στον άνθρωπο, ο οποίος έχει γίνει φορέας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Είναι εκείνος του οποίου η ψυχή είναι αναμεμιγμένη με το Άγιο Πνεύμα και ο οποίος δεν ζει σαρκικά, δηλαδή δεν έχει σαρκικό φρόνημα, και επειδή δεν εμπιστεύεται το θέλημά του, ακολουθεί το θέλημα του Αγίου Πνεύματος. Είναι εκείνος, ο οποίος έχει αναγεννηθεί «άνωθεν» και βρίσκεται στην κατάσταση, που ο Χριστός ζήτησε από τον μαθητή του Νικόδημο κατά την συνομιλία τους: «εάν μη τις γεννηθεί άνωθεν, ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού…Το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα εστί. Μη θαυμάσης ότι είπον σοι, δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν…, ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος» (Ιωάν. γ΄, 3-8). Ο Χριστός εδώ μας ομιλεί για μία ουράνια, άνωθεν γέννηση, την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, την οποία ξεχωρίζει και διακρίνει από την σαρκική γέννηση, την είσοδο δηλαδή του καθενός από εμάς στον κόσμο τούτο. Η σχέση ανάμεσα στον πνευματικό πατέρα και τα τέκνα του, είναι πνευματική, καθώς το Άγιο Πνεύμα αποτελεί την γέφυρα, που ενώνει τον πνευματικό και τα παιδιά του, αφού ανάμεσά τους βρίσκεται ο αγαπώμενος και ποθούμενος Χριστός, που αγαπάται και ποθείται, τόσο από τον πνευματικό, όσο και από τα τέκνα του.
Αυτό το οποίο οφείλουμε απέναντι στον πνευματικό μας είναι να τον αφήνουμε ελεύθερο να μας καθοδηγεί και να μας φανερώνει το θέλημα του Θεού, παρά την άρνηση του παλαιού μας εαυτού, των παθών και των αμαρτωλών μας ορέξεων. Το θέλημα του πνευματικού, του πατέρα μας, ταυτίζεται με το θέλημα του Θεού και γι’ αυτό εμείς οφείλουμε να συμμορφωνόμασθε με αυτό και να κάνουμε υπακοή στον πνευματικό μας πατέρα. Ο πνευματικός εμπνέει την υπακοή για να μεταδώσει την Ορθόδοξη Παράδοση στα τέκνα του, δηλαδή να θεραπεύσει τον άνθρωπο, και ο πιστός, το πνευματικό τέκνο κάνει υπακοή για να παραλάβει την Παράδοση, δηλαδή να θεραπευθεί και να αναγεννηθεί. Επομένως ο πυρήνας της Παραδόσεως είναι θεραπευτικός. Η υπακοή στον πνευματικό πατέρα είναι η περίληψη του Ευαγγελίου, η περίληψη των εντολών του Χριστού. Όταν έτσι αντιμετωπίζεται η υπακοή, για την οποία θα κάνουμε λόγο και παρακάτω, τότε αποφεύγονται πολλά λάθη.
ΤΙ ΖΗΤΑΕΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο σύγχρονος άνθρωπος στενάζει και καταπλακώνεται από τα προβλήματα της καθημερινότητας, τα οποία μεγιστοποιούνται με τη βίωση των ενοχικών καταστάσεων, που τον βασανίζουν εξ’ αιτίας της απομάκρυνσής του από τον Θεό. Η απογοήτευση που εισπράττει από τις εκτός της Εκκλησίας δυνάμεις, τον φέρνει τελικά στην αναγεννητική μήτρα της Εκκλησίας, όπου αναζητεί απελπισμένα βοήθεια. Μπορούμε να παρομοιάσουμε τον προβληματισμένο από την αμαρτία άνθρωπο με την γυναίκα του ευαγγελίου, η οποία «όλον τον βίον αναλώσασα ιατροίς, αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα», (Μαρκ. ε΄, 26), πλησίασε τον Ιατρό των ιατρών και τον Κύριον των δυνάμεων για να τύχει του ποθουμένου.
Είναι αλήθεια, πως πολλοί από τους χριστιανούς μας σήμερα, αφού για τα προβλήματά τους συμβουλευθούν τους φίλους, τους γείτονες, τους ψυχιάτρους ή κάποιο μέντιουμ ίσως, έρχονται τελικά και στον πνευματικό, με την αίσθηση μάλιστα, ότι η επίσκεψή τους αυτή, θα είναι εκείνη, που θα δώσει την αυτόματη λύση, που δεν βρήκαν σε όλους τους άλλους. Εδώ ο πνευματικός έχει ευθύνη να τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν, ότι η πνευματική ζωή είναι υπόθεση σοβαρή. Προϋποθέτει πίστη αληθινή στον Θεό και συνεπάγεται αγώνα και άσκηση. Πρέπει να δώσεις αίμα για να λάβεις Πνεύμα, να αγωνιστείς με συνέπεια, υπευθυνότητα και σοβαρότητα και όχι να περιμένεις με μαγικές επικλήσεις να τακτοποιηθούν τα ζητήματά σου.
Στις σύγχρονες απρόσωπες και σκληρές κοινωνίες ο άνθρωπος βιώνει την ψυχολογική και πνευματική ορφάνεια. Διότι πέρα από την βιολογική, υπάρχει και η ψυχολογική και πνευματική ορφάνεια, η οποία είναι οδυνηρότερη. Οι νέοι κυρίως, αλλά και άλλοι άνθρωποι αναζητούν πατέρα και μητέρα, διότι η έλλειψή τους είναι σοβαρή. Και εάν αυτό συμβαίνει σε βιολογικό επίπεδο, πολύ περισσότερο παρατηρείται στο πνευματικό επίπεδο. Οι άνθρωποι σήμερα αναζητούν πνευματικό πατέρα, πνευματικό οδηγό, ακόμη και εκτός Εκκλησίας, πλησίον του οποίου θα βρίσκουν θεραπεία, παρηγοριά, δύναμη έμπνευση και νόημα στην ζωή τους.
Δυστυχώς όμως ο πολύς λαός έχει παρεξηγήσει την έννοια και την αποστολή της Εκκλησίας. Θέλει να βλέπει από την Εκκλησία κοινωνικό έργο, προσφορά στην κοινωνία, στις οικογενειακές ανάγκες, θέλει τους ιερείς να αγωνίζονται για την δικαιοσύνη, για την ειρήνη κ.λ.π. και όχι για την θεραπεία των παθών. Το βασικό όμως έργο του ιερέως δεν είναι το κοινωνικό, αλλά η θεραπεία της καρδιάς, η θεραπεία του κρυπτού ανθρώπου, ώστε να προετοιμάζει τον άνθρωπο, να φθάσει στον Θεό θεραπευμένος και αυτή η θέα του Θεού, να γίνει Παράδεισος και όχι Κόλαση. Και βεβαίως έτσι προσφέρει άριστο έργο και στην κοινωνία, καθώς ετοιμάζει υπεύθυνους και ευσυνείδητους πολίτες.
Όταν όμως ψάχνουμε να βρούμε έναν καλό πνευματικό για να αναπαυθούμε σε αυτόν, θα πρέπει, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, να αγωνιζόμαστε με αγαθές πράξεις και ελεημοσύνη, με νηστεία και προσευχή και με δέησιν αδιάκοπον, προκειμένου ο Θεός να μας γίνει συνεργός εις τούτην την αναζήτηση και βοηθός. Βεβαίως και ο ίδιος ο πνευματικός, έχει ανάγκη προσωπικής μετανοίας και αφέσεως για τις προσωπικές του αμαρτίες, και χρειάζεται πνευματική καθοδήγηση, γι’ αυτό και πρέπει να έχει τον δικό του πνευματικό.
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ
Με τον τρόπο αυτό αποκτά εμπειρία δράσεως, διότι φέρει τον εαυτό του στη θέση του μετανοούντος πιστού και έτσι γνωρίζει τα συναισθήματα και τους φόβους και τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά την εξομολόγηση. Επίσης αποκτά ο πνευματικός με τον τρόπο αυτό έναν πνευματικό σύμβουλο, ο οποίος έχει εμπειρία και γνώση για να τον οδηγήσει σε ανώτερη πνευματική ζωή, αλλά και να τον διδάξει, πως να χειρίζεται τις διάφορες υποθέσεις των δικών του πνευματικών τέκνων. Ο πνευματικός είναι απαραίτητο να υπόκειται στη διαδικασία ελέγχου για τη σωστή ή μη πορεία του.
Για να γίνει όμως αληθινός και πεπειραμένος πατέρας και διδάσκαλος, ικανός να αναγεννήσει πνευματικά παιδιά, θα πρέπει πρώτα ο πνευματικός να έχει διατελέσει μαθητής. Υιός του ουρανίου Πατρός, κατά το υπόδειγμα του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός πρώτα υπήρξε Υιός του Πατρός και μάλιστα Υιός αγαπητός, που υπήκουσε τον Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού και στη συνέχεια με την υπακοή και την θυσία του, αναγέννησε τους ανθρώπους και έγινε Πατέρας όλων των χριστιανών. Εάν ο κληρικός δεν έχει αισθανθεί, δεν έχει βιώσει την πνευματική υιότητα, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί μέσα του και η πνευματική πατρότητα.
Η μη αποδοχή πνευματικού πατρός συνδέεται με την μη αναγέννηση του ανθρώπου. Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, λέγει τα εξής: «το μη υποταγήναι πατρί πνευματικώ κατά μίμησιν του μέχρι θανάτου και σταυρού υποταγέντος Υιού τω Πατρί, το μη γεννηθήναι άνωθεν εστίν». Εάν κάποιος δεν υποταγεί σε πνευματικό πατέρα κατά μίμησιν του Ιησού Χριστού, αυτός δεν μπορεί να γεννηθεί άνωθεν. Αυτός που δεν είναι «υιός αγαπητός πατρός αγαθού, πως πατήρ άρα…;». Πως μπορεί να γίνει κάποιος πνευματικός πατέρας, αν προηγουμένως δεν έχει αποδειχθεί αγαπητός υιός καλού πνευματικού πατρός; Η επιστήμη της πνευματικής ζωής δεν μπορεί να μαθευθεί από εξωτερικές διδασκαλίες, αλλά από υπακοή σε πνευματικούς πατέρες και από την αποβολή του θελήματος. Μία γνώση της πνευματικής ζωής μόνον από μελέτες και θεωρητική πείρα, είναι δυνατόν να έχει μέσα της οίηση, που δεν συνιστά πνευματική υγεία (άγ. Γρηγόριος Σιναϊτης).
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ
Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της κλίμακος, ο καλός ποιμένας πρέπει να είναι ενδεδυμένος την άνω σοφία, να είναι ανυπόκριτος, ελεγκτικός, ακριβής, νηφάλιος, συγκαταβατικός, χαρούμενος στην ψυχή. Το βασικότερο είναι ότι θα πρέπει να παιδαγωγεί με περισσότερη ακρίβεια, όσους βλέπει, ότι επιθυμούν την σωτηρία τους. Όσους πάλι βλέπει να έχουν ίδιον θέλημα ή προσπάθεια, θα είναι καλό να τους στερεί με τέτοιον τρόπο αυτό που επιθυμούν, ώστε του λοιπού να προσέχουν όλοι να μην δείχνουν καθόλου, ότι έχουν ίδιον θέλημα ή ιδιαίτερες συμπάθειες. Θα πρέπει να μην υπάρχει προσπάθεια, δηλαδή εμπαθής προσκόλληση σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις.
Ο Παύλος ως απόστολος, αναδεικνύεται υπέροχος ποιμήν, ποιμαίνοντας τις εκκλησίες με ικανότητα και σύνεση κατά το πρότυπο του Χριστού. Αυτός είναι ο πρώτος που διατύπωσε γενικά την πολιτεία των ποιμένων, ποιοι πρέπει να είναι οι ποιμένες της Εκκλησίας, στην προς Τίτον και στις δύο προς Τιμόθεον επιστολές του, οι οποίες ονομάστηκαν γι’ αυτόν τον λόγο, «ποιμαντικές». Μάλιστα ο απόστολος των εθνών, προσδιορίζει στην προς Κορινθίους την μοναδικότητα της πατρότητος στη σχέση πνευματικού πατέρα και τέκνων, με τα εξής λόγια: «εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας. Εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α΄Κορ. δ΄, 15).
Μπορεί να έχουμε πολλούς συμβούλους και παιδαγωγούς, αλλά έναν μόνο και μοναδικό πνευματικό πατέρα, ο οποίος μας γεννά, όχι με λόγους ανθρώπινους και σοφία κοσμική, αλλά με την δύναμη του Ευαγγελίου. Αυτή την πνευματική γέννηση υπονοεί ο Απόστολος Παύλος, όταν λέγει: «τεκνία μου ους πάλιν ωδίνω, άχρις ού μορφωθή Χριστός εν υμίν!». (Γαλ. δ΄, 19). Οι πνευματικοί πατέρες αγωνίζονται-κοιλοπονώντας τρόπον τινά-να μορφώσουν τον Χριστό μέσα στην καρδιά μας. Μορφώνεται ο Χριστός μέσα μας, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας «δια πίστεως ανεγκλήτου(αψόγου και αμέμπτου) και πολιτείας ευαγγελικής». Αυτή η μόρφωση του Χριστού στις καρδιές των πνευματικών παιδιών, είναι ο σκοπός και το έργο της πνευματικής πατρότητος και μητρότητος.
Πρέπει μάλιστα να σεβόμαστε τον πνευματικό μας πατέρα, σαν να έχουμε απέναντί μας τον ίδιο τον Χριστό, εις τύπον δηλαδή Χριστού. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας λέγει τα εξής: «ο πίστιν κτησάμενος εναργή προς τον κατά Θεόν Πατέρα αυτού, βλέπων αυτόν, αυτόν βλέπειν λογίζεται τον Χριστόν». Και ενώ ακολουθεί αυτόν, πιστεύει ότι ακολουθεί τον Χριστό. Μάλιστα λέγει ο άγιος Συμεών: «Και ως αυτόν τον Χριστόν και ορών και λαλών, ούτω σεβάσθητι αυτόν και ούτω διδάχθητι παρ’αυτού τα συμφέροντα». Οι χριστιανοί πρέπει να συμπεριφέρονται προς τον πνευματικό τους πατέρα, όπως ακριβώς οι Μαθητές συμπεριφέρονταν στον Χριστό.
Ο πνευματικός πρέπει να είναι κανονικά και αληθής θεολόγος ή τουλάχιστον να ακολουθεί τους αληθείς θεολόγους. Πρέπει ο ίδιος να έχει βιώσει την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, έτσι ώστε να μπορεί να υποδείξει και στους άλλους τον δρόμο της θεραπείας, του αγιασμού και της θεώσεως και δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι ακαδημαϊκά μορφωμένος. Ισχύει και εδώ ο λόγος του Χριστού: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. δ΄, 23).
Έτσι, ο θεολόγος είναι και Πνευματικός πατέρας και ο Πνευματικός πατέρας είναι και θεολόγος. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης συνιστά στην καθολική του επιστολή προς τους χριστιανούς: «αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α΄Ιωάν. δ΄, 1). Τα διάφορα πνεύματα πρέπει να δοκιμάζονται, εάν προέρχονται εκ του διαβόλου ή εκ των αγγέλων, εάν είναι διαβολικά ή θεϊκά. Αυτό σημαίνει, ότι ο αληθής θεολόγος κάνει την διάκριση μεταξύ θεϊκών και σατανικών ή ανθρωπίνων ενεργειών, μεταξύ κτιστών και ακτίστων ενεργειών, λόγω της προσωπικής του εμπειρίας, γνωρίζει τι είναι ασθένεια, τι είναι θεραπεία και πως επιτυγχάνεται η θεραπεία, γνωρίζει εκ πείρας τις μεθοδείες του διαβόλου και την ενέργεια της θείας χάριτος, και γι’ αυτό μπορεί να καθοδηγήσει τα πνευματικά του παιδιά στην πορεία της θεώσεως.
Ιδιαίτερα για τον πνευματικό, το χάρισμα της διακρίσεως είναι πολύ σημαντικό, διότι εκτός των άλλων, από την μια μεριά έχει την ικανότητα να διακρίνει το ειλικρινές ή μη της μετανοίας των εξομολογουμένων και από την άλλη γνωρίζει ποια παιδαγωγικά μέτρα πρέπει να λάβει, ώστε η μετάνοια να είναι μόνιμη και αποτελεσματική και ποιες συμβουλές να δώσει. Πρέπει να έχει κατά νουν, ότι κάθε περίπτωση, η οποία παρουσιάζεται ενώπιόν του είναι μία και μοναδική, όπως και το πρόσωπο είναι ένα και μοναδικό, και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Ο Χριστός ανέβηκε στον Σταυρό και έχυσε το Αίμα του, για κάθε ψυχή, της οποίας η αξία υπερβαίνει κατά πολύ την αξία όλου του κόσμου. Οι παρεμβάσεις λοιπόν του διακριτικού πνευματικού με την αρμόζουσα επιμέλεια και αγάπη, φέρνουν πάντοτε αγαθά αποτελέσματα.
Μάλιστα τα επιτίμια των κανόνων είναι θεραπευτικά και όχι τιμωρητικά. Είναι φάρμακα τα οποία θεραπεύουν τις πληγές και όχι μέσα τιμωρίας και επιβολής και για τα οποία ο 102ο (ρβ΄) Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, λέει στην αρχή του τα εξής χαρακτηριστικά: «Αυτοί που πήραν από τον Θεό την εξουσία του ‘λύειν και δεσμείν’, πρέπει να εξετάζουν το είδος και την φύση της αμαρτίας και την προθυμία της επιστροφής αυτού που έχει αμαρτήσει και έτσι να προσφέρουν στην αρρώστια την κατάλληλη θεραπεία, για να μην κάνουν λάθος σε σχέση με την σωτηρία του αμαρτωλού, χρησιμοποιώντας μέσο δυσανάλογο στον καθένα». Μπορεί για παράδειγμα για το ίδιο αμάρτημα να χρειασθούν διαφορετικά επιτίμια για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Και ενόσω η καλή χρήση των ιερών κανόνων σώζει και θεραπεύει, οι πνευματικά «χασάπηδες» σκοτώνουν τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας τους ιερούς κανόνες.
Γι’ αυτό και ένας αδιάκριτος πνευματικός μπορεί να προξενήσει μεγάλη πνευματική ζημία στους χριστιανούς, πολλές φορές μάλιστα με ανεπανόρθωτα αποτελέσματα. Βεβαίως εκεί που υπάρχει φόβος Θεού και προσευχή, τόσο από τον πνευματικό, όσο και από τον υποτακτικό, εκεί αναπληρώνει τα ελλείποντα ο ίδιος ο Θεός, που καλύπτει και σκεπάζει την έλλειψη διακρίσεως από την μεριά του πνευματικού. Επίσης ο πνευματικός δεν πρέπει να συμβουλεύει το πνευματικό του παιδί, με υψηλές διδασκαλίες και προτροπές, ενώ εκείνο βρίσκεται σε χαμηλή πνευματική κατάσταση. Ούτε να του προτείνει ένα τρόπο ζωής, τον οποίο δεν αντέχει. Ακόμη θα πρέπει να διακρίνει, μεταξύ του πνευματικού έργου που επιτελεί και των προσωπικών του επιθυμιών και επιδιώξεων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περιορίζεται, στην πνευματική βοήθεια που θα προσφέρει στους εξομολογουμένους και να μην τους εμπλέκει στα δικά του πάθη και τις δικές του επιδιώξεις. Να μην χρησιμοποιεί τα πνευματικά του τέκνα για να αποκτά οπαδούς, για να πλουτίζει και να έχει κοινωνική δύναμη.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης επισημαίνει, ότι δύο είδη κυβερνήσεως και διορθώσεως φυλλάττονται στην Εκκλησία του Χριστού. Στο κείμενό του αυτό οι Πνευματικοί λέγονται οικονόμοι του Πνεύματος, οι οποίοι κυβερνούν την σωτηρία των ψυχών, χρησιμοποιώντας άλλοτε την ακρίβεια και άλλοτε την οικονομία. Μάλιστα ο άγιος Νικόδημος παρατηρεί, ότι: «η οικονομία έχει μέτρα και όρια, και δεν είναι παντοτινή και αόριστος». Η οικονομία πρέπει να χρησιμοποιείται μέχρι του σημείου, που δεν καταλήγει σε παρανομία. Όπως λέγει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Οικονομητέον γαρ ένθα μη παρανομητέον».
Κάτι που ζητείται από τον κάθε ιερέα και πνευματικό, είναι το να είναι καταρτισμένος, τουλάχιστον στο επίπεδο των ενοριτών του. Σε αυτόν προσέρχονται άνθρωποι ποικίλου μορφωτικού επιπέδου και καλείται να έχει την δυνατότητα, να είναι έτοιμος προς απολογίαν, σε κάθε έναν που θα τον ρωτήσει το ο,τιδήποτε. «παντί τω αιτούντι αυτώ λόγον (Α΄Πέτρ. γ΄, 15). Είτε είναι εγγράμματος, είτε αγράμματος, θα πρέπει να μελετά τουλάχιστον εκκλησιαστικά κείμενα και θρησκευτικά βιβλία και όχι απαραίτητα να είναι πανεπιστήμων και να έχει γνώσεις επί παντός επιστητού. Μάλιστα η μορφωτική υπόθεση του πνευματικού, είναι υπόθεση δια βίου. Πρέπει να ισχύει και γι’ αυτόν το «γηράσκω αεί διδασκόμενος». Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία και καρποφορεί ως προς την κατάρτιση του πνευματικού, είναι το πνεύμα μαθητείας, το οποίο θα πρέπει να τον διακατέχει, όταν ερευνά και μελετά την παράδοση, η οποία προσφέρει πλείστα όσα παραδείγματα για την διακονία του πνευματικού.
Η εργασία του πνευματικού θα πρέπει να γίνεται, όσο είναι δυνατόν με ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία. Οφείλει να εκδαπανάται και να αναλώνει τον εαυτόν του στο έργο της καθοδηγήσεως του ποιμνίου του και σίγουρα εάν ο ίδιος δεν είναι αρκετά ανιδιοτελής, δεν θα καταφέρει να μεταμορφώσει τα πνευματικά του τέκνα από την κατάσταση της ιδιοτέλειας, στην ανιδιοτέλεια των αγίων. Πρέπει λοιπόν και ο ίδιος να αγωνίζεται καθημερινά, να απαλλαγεί από τα προσωπικά του πάθη και ελαττώματα. Ο ποιμήν ο καλός με αυταπάρνηση «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι΄, 11). Η συμπεριφορά του πρέπει να είναι συμπεριφορά πατέρα και όχι δικαστή και η προσέγγιση των αμαρτωλών να γίνεται με αγάπη και κατανόηση, χωρίς να συμβιβάζεται βεβαίως με την αμαρτία, αλλά να συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη ασθένεια, έχοντας σαν γνώμονα το αποστολικό χωρίο: «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις» (Φιλιππ. δ΄, 5). Ο πνευματικός πατέρας δεν είναι ούτε ανακριτής, ούτε δικηγόρος, ούτε δικαστής. Πρέπει να διακατέχεται κατ’ εξοχήν από τις αρετές της μακροθυμίας, της ανοχής και της επιείκειας. Κάποιες φορές όμως ο πνευματικός με την υπομονή του, την μακροθυμία, την επιείκεια και την χρηστότητά του, σκάβει τον τάφο του παιδιού του, όταν του λέει συνέχεια ναι, στα πάθη του, στις αδυναμίες του, στις απαιτήσεις του, στις ερωτήσεις του και στις παρακλήσεις του.
Σύμφωνα με την ποιμαντική αρχή των Πατέρων της Εκκλησίας, δεν νομιμοποιείται κανείς από τους πνευματικούς και τους διδασκάλους, να ζητάει από τους μαθητές του, αυτά που ο ίδιος δεν τα έχει εφαρμόσει στην δική του ζωή. Άλλωστε ο απόστολος Παύλος γράφει «μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α΄Κορ. θ΄, 27), δηλώνοντας έτσι την αρμονία λόγων και πράξεων, όπως πρέπει αυτή να παρουσιάζεται στη ζωή του πνευματικού.
Ο κίνδυνος όμως στην παρέμβαση του πνευματικού είναι μήπως, ενώ οι άνθρωποι έρχονται να ζητήσουν από αυτόν να τους αποκαλύψει το θέλημα του Θεού για την ζωή τους, εκείνος αντ’ αυτού τους προσφέρει απαντήσεις, που προέρχονται από την λογική του, η οποία είναι δυνατόν να μην είναι ευάρεστος εις τον Θεόν. Και φυσικά αντί να τους ωφελήσει, τους βλάπτει και οδηγούνται εις αβεβαίαν οδόν, με αποτέλεσμα να προκαλείται σε αυτούς ζημία. Η προσπάθειά του πρέπει να αποβλέπει προς κάθε μετανοούντα, να τον βοηθήσει με τον θείο φωτισμό, να εισέλθει στον χώρο της ειρήνης του Χριστού, όπου ούτε δειλία και φόβος υπάρχει, ούτε ταραχή και άγχος, ούτε προσκόλληση στα παρόντα.
Ο πνευματικός κατά την διακονία του, αναγκάζεται να προσεύχεται πάντοτε για τους ανθρώπους και ιδιαίτερα για τα πνευματικά του παιδιά. Προσευχόμενος για αυτά, κάθετί που τα αφορά, βιώνεται σαν δικό του πρόβλημα. Έτσι βαστάζει «τα ασθενήματα των αδυνάτων» (Ρωμ. ιε΄, 1). Η προσευχή του γίνεται μια πάλη με τον Θεόν, η οποία κάποιες φορές διεκπεραιώνεται με λίγα λόγια καρδιακής αγάπης, κάποιες άλλες όμως, γίνεται μία παρατεταμένη αγωνία, όπως οι στιγμές στον κήπο της Γεθσημανής. «Ωσεί θρόμβοι αίματος» τα δάκρυα του πνευματικού εκχύνονται ενώπιον της εσταυρωμένης αγάπης, την οποία προσπαθεί να ελκύσει στα πνευματικά του τέκνα, για να γίνει η κινητήρια δύναμη της αναγεννήσεώς τους. Εάν δεν προσεύχεται για τα πνευματικά του τέκνα, δεν θα μπορέσει να πονέσει για αυτά και να βιώσει τα προβλήματά τους ως δικά τους.
Χωρίς την εντατική αυτή καρδιακή προσευχή, προκειμένου ο Θεός να κατευθύνει τον νουν του πνευματικού σε σωστή έκφραση λόγου και βίου, η πνευματική διακονία του δεν θα έχει καρποφορία. Χωρίς την τροφοδοσία εξ ύψους, θα μετατρέπετο και η Εκκλησία σε μία από τις τυφλές δυνάμεις του κόσμου τούτου, που βαδίζουν στο σκοτάδι και συγκρούονται μεταξύ τους, εισάγοντας την καταστροφή στην ζωή της οικουμένης.
Ασφαλώς οι πνευματικοί θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως συνετοί και προσγειωμένοι και να προσέχουν πολλοί, ώστε να μην εκμεταλλεύονται την θέση τους και κάνουν κατάχρηση εξουσίας, μεταβάλλοντας την διακονία σε εξουσία. Διότι έτσι δεσμεύουν παραλόγως και κατεξουσιάζουν αναιδώς, ασεβώντας προς τον Αρχιποίμενα Χριστόν και επιχειρώντας να ελέγχουν δυναστικά και δεσποτικά τα πνευματικά τους τέκνα, ακόμη και με φοβερές αρές και επιτίμια, προκειμένου να εκφοβίσουν και να συμμορφώσουν κατά το δοκούν. Και δυστυχώς υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, ακόμη και στον χώρο του πατρίου εορτολογίου.
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ
Ο πνετματικός μας πατέρας ή ο Γέροντάς μας αλλοιώς, επέχει θέση Χριστού για εμάς. Αυτός θα μας δώσει τον Θεό. Αυτό ισχύει πάνω κάτω, τόσο για τους μοναχούς, όσο και για τους κοσμικούς. Οπουδήποτε κι αν ζητήσουμε τον Θεό, δεν θα τον βρούμε, παρά μόνον στον πνευματικό μας πατέρα. Εάν λοιπόν παρακούμε στον πνευματικό μας, δείχνουμε έλλειψη εμπιστοσύνης στον Χριστό και ενεργούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις του δικού μας λογισμού. Ο Μέγας Βασίλειος μας προτρέπει να εκδώσουμε τον εαυτό μας στον πνευματικό μας πατέρα. «Έκδος σεαυτόν αυτώ»(Ασκητικός Λόγος 2,PG 31, 632B). Να νιώθουμε τον εαυτό μας σαν κάτι πουλημένο, σαν κάτι σκλαβωμένο, που δεν έχουμε το δικαίωμα να το εξουσιάζουμε. Πρέπει ιδίως οι μοναχοί, να γίνουμε ανύπαρκτοι για τον εαυτό μας, για να είμαστε εν τω Γέροντι υπαρκτοί εις τον Θεόν.
Στη σχέση του πνευματικού με τον πιστό, υπάρχει μια αδυναμία, την οποία ο πνευματικός πατέρας δεν μπορεί να ξεπεράσει. Δεν μπορεί ο πνευματικός να αναιρεί την θέληση και την γνώμη του εξομολογουμένου. Αφ’ ης στιγμής το πνευματικό τέκνο είναι ισχυρογνώμων, ο πνευματικός πατέρας δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Εκείνος ο οποίος δεν έχει πλήρη εμπιστοσύνη, αγάπη και σεβασμό στον πνευματικό του, μπορεί να είναι υιός, αλλά θα είναι υιός χωρίς να χαίρεται την πατρική αγάπη και ζεστασιά. Η χαρά και η ομορφιά της υιότητος δεν θα υπάρχει στην καρδιά του. Θα υπάρχει αντ’ αυτού η ψύχρα και ο πόνος του ορφανού παιδιού, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχε όχι έναν, αλλά πολλούς πνευματικούς.
Στον πνευματικό μας πατέρα ασφαλώς και θα πρέπει να αποκαλύπτουμε τα μύχια της καρδιάς μας και τους λογισμούς, για να μας θεραπεύσει. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνιστά: « Σπεύσεις δε δια παντός του βίου, πνευματικόν έχειν και εξαγγέλειν αυτώ παν αμάρτημα και πάντα λογισμόν και λαμβάνειν παρ’ αυτού την ιατρείαν και την άφεσιν». Και αυτό πρέπει να γίνεται, γιατί οι πνευματικοί «ταύτην την χάριν και την δύναμιν έλαβον παρά Χριστού». Οφείλουμε λοιπόν, όπως τονίζει ο άγιος, να έχουμε πνευματικό μέχρι το τέλος της ζωής μας και να εξαγγέλλουμε τους λογισμούς μας. Οι λογισμοί φανερώνουν και την υπάρχουσα μέσα μας πνευματική κατάσταση, αλλά και τον πόλεμο του διαβόλου. Άλλωστε, από τους λογισμούς που συνεχώς εξακοντίζει εναντίον μας ο διάβολος, καταλαβαίνουμε τα υπάρχοντα πάθη. Έτσι σκοπός της υπάρξεως του πνευματικού πατέρα, δεν είναι απλά και μόνον να αναπαύσει την ένοχη συνείδηση, αλλά να μας θεραπεύσει. Και θεραπεία είναι η μεταμόρφωση της αγάπης, από ιδιοτελή σε ανιδιοτελή.
Όταν αγωνιζόμαστε να εφαρμόσουμε αυτό που μας υπέδειξε, τότε αποκτούμε κοινωνία με τον πνευματικό πατέρα, βιώνουμε την υποστατική αρχή, την αλληλοπεριχώρηση των αγαπωμένων προσώπων. Και τελικά αυτό είναι και λέγεται αληθινή υπακοή. Εάν δεν υπάρχει αυτή η υπακοή, όσο κοντά και αν είμαστε στον πνευματικό μας και τον Γέροντά μας, όσο χρόνο κι αν περνάμε μαζί του, απέχουμε από αυτόν, όσο ο ουρανός από την γη. Δεν πρόκειται για μια λατρεία και στάση εξωτερική, αλλά άνοιγμα της δικής μας υποστάσεως για να δεχθούμε μια άλλη υπόσταση, και προσπάθεια να εισέλθουμε με πνεύμα αγάπης και ελευθερίας στην υπόσταση του άλλου. Δυστυχώς πολλοί από εμάς κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως και όχι μόνον, διαπληκτιζόμαστε και αντιμαχόμαστε με τον πνευματικό πατέρα. Αυτό όμως που θα πρέπει να προσέξουμε, είναι, ότι δεν πρέπει να του προξενούμε στενοχώρια, ούτε και να κρίνουμε τις ενέργειες του, γιατί αυτό έχει φοβερές συνέπειες στην ζωή μας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης λέγει έναν φοβερό λόγο: «Είναι συμφερότερο και προτιμότερο, να αμαρτήσουμε στον Θεό, παρά στον πνευματικό μας πατέρα. Διότι εάν παροργίσουμε τον Θεόν, τότε υπάρχει ο πνευματικός μας, που έχει την δύναμη να μας συμφιλιώσει με αυτόν. Εάν όμως ταράξουμε τον πνευματικό μας οδηγό, τότε πλέον δεν θα έχουμε κανέναν, προκειμένου να μας εξιλεώσει με τον Θεόν και να μεσιτεύσει σε αυτόν προς χάριν μας, αφού ο πνευματικός πατέρας μας, είναι αντιπρόσωπος του Θεού για εμάς. Και αυτό το λέγει ο άγιος Ιωάννης, διότι έχει υπ’ όψιν του τον Μωϋσή, που πάντοτε προσευχόταν για τους Ισραηλίτες στον Θεό για να τους συγχωρήση.
Ακόμη ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας υπογραμμίζει, πως «όσοι θέλουν να τρέφουν πάντοτε αδίστακτη εμπιστοσύνη στους πνευματικούς πατέρες, επιβάλλεται να διατηρούν αλησμόνητα και ανεξάλειπτα στην καρδιά τους τα πνευματικά τους κατορθώματα. Ώστε όταν οι δαίμονες προσπαθούν να ενσπείρουν μέσα τους αμφιβολία, να τα ενθυμούνται και να τους αποστομώνουν». (Κλίμαξ, Περί Υπακοής, 8, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1991, σ. 65). Από τον λογισμό που μας υποβάλλει να εξετάζουμε ή να κατακρίνουμε τον πνευματικό μας, ο άγιος μας ζητάει να τιναχτούμε μακρυά σαν από πορνεία και να μην δώσουμε καθόλου άδεια στο φίδι αυτό, ούτε τόπο, ούτε είσοδο, ούτε αρχή. Και μάλιστα μας προτρέπει να απαντούμε στον δράκοντα: «Ω απατεώνα, δεν ανέλαβα εγώ να κρίνω τον Γέροντα, αλλά εκείνος να κρίνει εμένα. Δεν διορίσθηκα εγώ κριτής του, αλλά αυτός ιδικός μου».(Ο.π. Περί Υπακοής, σ.66).
Ο Θεόδωρος Εδέσσης γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «μη κρίνης αυτόν εν τινι, μη κακολογήσης ελεγχόμενος ή τυπτόμενος, μη δως ακοήν σου τινι καταλαλούντι, μη συνδυάσης (μην συμφωνήσεις) τω λοιδορούντι τούτον, ίνα μη οργισθή Κύριος επί σου, και εξαλείψει σε εκ βίβλου γης ζώντων». Το λέγει αυτό, γιατί υπάρχει ένας συνεχής πειρασμός εκ μέρους του διαβόλου προς τον υποτακτικό να στρέφεται εναντίον του πνευματικού του καθοδηγού. Επειδή ο διάβολος γνωρίζει, ότι δια του πνευματικού πατρός επιτυγχάνεται η σωτηρία, γι’ αυτό κάνει τα πάντα για να διασπάσει αυτή την σχέση, για να κλονίσει την εμπιστοσύνη και για να μεγαλοποιεί τυχόν ανθρώπινες αδυναμίες του πνευματικού πατρός.
Την ίδια συμβουλή δίνει και ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Μη καταδέχου κατά του Πατρός σου λοιδορίαν, μηδέ προθυμοποιήσης(μην ενθαρρύνεις) τον ατιμάζοντα αυτόν», γιατί αυτό θα έχει αιώνιες συνέπειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πει ότι, εάν κατά τον νόμον οι αντιλέγοντες στους γονείς τους, υφίσταντο στην Παλαιά Διαθήκη κυρώσεις, πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τους αντιλέγοντας στους πνευματικούς πατέρες. Ουσιαστικά με την πράξη τους αυτήν, οδηγούν την ψυχή σε πνευματικό θάνατο. Και παρακάτω λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τα εξής χαρακτηριστικά: «Αν πρέπει έτσι να τιμάς τους κατά σάρκα γονείς σου, πόσο περισσότερο θα τιμήσεις και θα αγαπήσεις τους πνευματικούς σου πατέρες; Αυτοί σε μετέφεραν από την απλή ζωή στη ζωή της αρετής(από το ζην στο ευ ζην), σου μετέδωσαν τον φωτισμό της γνώσεως, σου δίδαξαν την αλήθεια…έβαλαν μέσα σου την ελπίδα της αναστάσεως και της αθανασίας και της αδιάδοχης βασιλείας και κληρονομίας, και από ανάξιο, σε έκαναν άξιο των αιωνίων αγαθών…» (Φιλοκ. 4, 275-276).
Επομένως ένα βασικό χαρακτηριστικό του πνευματικού τέκνου και ιδίως του μοναχού, πρέπει να είναι η ακρισία του πνευματικού του πατέρα. Το να μην κρίνει δηλαδή τον πνευματικό του πατέρα. Εάν ο εξομολογούμενος κρίνει τον πνευματικό, κλονίζεται η συνείδησή του και η θέση του απέναντι του ιδίου του Θεού. Οπότε η ακρισία θα πρέπει να υπάρχει, όταν ερχόμασθε σε επικοινωνία με τον πνευματικό μας, όταν σκεπτόμασθε τον πνευματικό μας πατέρα ή όταν συζητάμε για αυτόν, διότι η ακρισία δεν αποτελεί απαίτηση του πνευματικού, αλλά του ιδίου του Θεού. Αυτό σημαίνει, ότι και η υπακοή πρέπει να είναι αδιάκριτος, χωρίς καμία διάκριση και χωρίς καν την στοιχειώδη κρίση, σαν ένα βρέφος το οποίο δεν κατανοεί και δεν γνωρίζει, αλλά φθάνει στην νηπιότητα με πολλή σύνεση. Η κρίση είναι του κόσμου τούτου, αλλά η ακρισία είναι του Αγίου Πνεύματος, είναι μια πνευματική αρετή και ένα πνευματικό πλεονέκτημα του ανθρώπου, που πορεύεται προς τον Θεόν.
Διότι εάν ο πιστός κρίνει και αμφισβητεί τον πνευματικό, τότε πως είναι δυνατόν να τον εμπιστεύεται και να τον ακολουθεί; Κι αν δεν τον θεωρεί ανώτερό του πνευματικά, πως είναι δυνατόν να έχει και την πεποίθηση, ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες του; Αν και βέβαια αυτό δεν είναι απολύτως σωστό, διότι οι αμαρτίες συγχωρούνται ανεξάρτητα από την αμαρτωλότητα του πνευματικού. Μάλιστα πολλές φορές και η προκοπή του πιστού, είναι ανεξάρτητη από την αρετή του πνευματικού. Υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες αμαρτωλοί πνευματικοί καθοδηγούσαν σωστά τα τέκνα τους και μέσω αυτής της διαδικασίας σώθηκαν και οι ίδιοι, διότι η υπακοή των πνευματικών τους τέκνων, τους έφερε σε προσωπική μετάνοια και άλλαξαν ζωή και διόρθωσαν την εσφαλμένη τους πορεία.
Άλλωστε, όπως τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, ο Κύριος πολλές φορές κρύβει από τα μάτια των πνευματικών τέκνων μερικά ελαττώματα του πνευματικού, για να συμβάλλει και αυτό, ώστε σε ολόκληρη την ζωή μας, κανέναν άλλο να μην σεβασθούμε, όπως αυτόν και να μην φύγουμε ποτέ από τα χέρια εκείνου, που μας προσέφερε στον Κύριο. Και πιο κάτω στον λόγο του περί υπακοής, λέγει ο συγγραφέας της Κλίμακος τα εξής χαρακτηριστικά: «Ας είμεθα αμέριμνοι και ας έχουμε εμπιστοσύνη σε εκείνους, οι οποίοι ανέλαβαν εν Κυρίω την φροντίδα των ψυχών μας, έστω κι αν μερικά προστάγματά τους φαίνονται επιζήμια στην ψυχή μας. Τότε ακριβώς δοκιμάζεται η πίστη μας προς αυτούς μέσα στο χωνευτήριο της ταπεινώσεως. Το γνώρισμα της τελείας εμπιστοσύνης είναι αυτό: Ενώ βλέπουμε πράγματα αντίθετα από ό,τι περιμένουμε, υποτασσόμεθα αδίστακτα σε εκείνους που μας προστάζουν». (Ιωάννου του Σιναϊτου, Κλίμακα, ό.π., Περί υπακοής, σ.105).
ΠΡΟΣΩΠΟΛΑΤΡΕΙΑ Η΄ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Και τώρα περνάμε στο τελευταίο κεφάλαιο. Υπάρχουν μερικοί οι οποίοι, είτε λόγω, είτε και έργω, έμπρακτα δηλαδή, αμφισβητούν την παρουσία του πνευματικού. Αμφισβητούν ακόμη και την αγάπη των τέκνων προς τους πνευματικούς τους. Ισχυρίζονται, ότι αυτή η αγάπη είναι ένα ψυχολογικό πρόβλημα, που λέγεται εξάρτηση. Τολμούν ακόμη να μιλούν και για προσωπολατρεία. Βεβαίως υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, αλλά αυτές αποτελούν μάλλον ή θα έπρεπε τουλάχιστον να αποτελούν την εξαίρεση του κανόνος. Η αγάπη όμως προς τον πνευματικό δεν είναι προσωπολατρεία, αλλά μυστήριο που δείχνει την εν Θεώ κοινωνία των προσώπων.
Πολλοί χριστιανοί αγαπούν εν Χριστώ τον πνευματικό τους πατέρα, διότι αισθάνονται ότι τους αναγέννησε πνευματικά και οφείλουν έτσι μια ευγνωμοσύνη σε αυτόν. Στενοχωρούνται μάλιστα, όταν βλέπουν ανθρώπους, που τον αδικούν κατάφωρα. Αυτό όμως από πολλούς θεωρείται προσωπολατρεία. Βλέπετε είμαστε εύκολοι και γρήγοροι στο να στιγματίζουμε ανθρώπους και να τους κατατάσσουμε σε κατηγορίες, όταν έτσι εξυπηρετούνται τα εμπαθή συμφέροντά μας. Βλέπουμε ως εμπαθείς και αρρωστημένες τις σχέσεις των άλλων, επειδή εμείς είμαστε εμπαθείς και άρρωστοι.
Εξάλλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε μάθει να συνδεόμαστε με πρόσωπα και όχι απλώς με θεσμούς. Τα πρόσωπα λαμβάνουν, πρωτίστως την Χάρη του Θεού και όχι οι θεσμοί. Οι θεσμοί και οι εξουσίες ευλογούνται και εξαγιάζονται από τα πρόσωπα. Ο δικός μας Θεός, είναι Θεός συγκεκριμένων προσώπων και η Εκκλησία δεν είναι μια εξουσία, μια αρχή, αλλά ενότητα προσώπων, τα οποία έχουν γίνει κατοικητήρια του Ζώντος Τριαδικού Θεού. Στον Παπισμό τονίζεται περισσότερο η εξουσία, η αυθεντία του θεσμού. Ο Πάπας είναι αλάθητος, κατά τους Λατίνους, όχι γιατί έχει την Χάρη του Θεού, αλλά γιατί κατέχει την θέση αυτή. Στον Προτεσταντισμό ο καθένας ως αυθεντία, μπορεί από μόνος του να ερμηνεύσει την Αποκάλυψη, ωστόσο μακρυά από την Ορθοδοξία, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πρόσωπα, αλλά για άτομα. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή διασώζεται ο ορθός τρόπος θεραπείας, γι’ αυτό υπάρχει το πρόσωπο.
Ο άνθρωπος είναι εικόνα Χριστού. Επομένως το ανθρώπινο πρόσωπο ανάγεται στον Δημιουργό του, στην άκτιστη εικόνα του Θεού, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτό ισχύει και για την τέχνη της αγιογραφίας. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων ανάγεται στο πρωτότυπο. Δεν προσκυνούμε το ξύλο ή το υλικό αντικείμενο από το οποίο είναι κατασκευασμένη η εικόνα, αλλά τον άγιο, που εικονίζει η εικόνα και αυτή είναι τιμητική προσκύνηση. Αγαπούμε και τιμούμε τους αγίους, γιατί έγιναν φίλοι Θεού και Θεοί κατά Χάριν.
Έτσι η αγάπη προς τον πνευματικό μας πατέρα, που μεταφέρει το θέλημα του Θεού στην ζωή μας, στηρίζεται στην θέση αυτή. Η αγάπη και η τιμή προς αυτούς ανάγεται στο πρωτότυπο. Έχει οπωσδήποτε αναγωγικό χαρακτήρα. Η αγάπη του ισραηλιτικού λαού στον Μωϋσή υπήρχε, γιατί ο Μωϋσής ήταν δούλος και θεράπων του Χριστού. Ήταν πνευματικός πατέρας του λαού, που τον κατηύθυνε στην γη της επαγγελίας. Και η τιμωρία του Θεού σε αυτούς που τον περιφρονούσαν, ήταν παραδειγματική. Όσοι πολεμούν την αγάπη των τέκνων προς τον πνευματικό τους, στην πραγματικότητα δεν έχουν αισθήσεις πνευματικές, για να διακρίνουν αυτόν τον αναγωγικό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητος και έτσι, είναι εικονομάχοι. Έχουν, δηλαδή, τις ίδιες «θεολογικές» ερμηνείες και τις ίδιες αιρετικές προϋποθέσεις με τους εικονομάχους.
Ο Χριστός έδωσε την εξουσία του δεσμείν και λύειν στους Αποστόλους. Επίσης τους είπε: «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί. Ο δε εμέ αθετών, αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ί, 16). Ο Χριστός ομιλεί δια των Αποστόλων. Και ζητάει την υπακοή των πιστών σε αυτούς, καθότι σε αυτούς έδωσε την δυνατότητα της θεραπείας του λαού. Αυτοί και οι διάδοχοί τους είναι οι Ποιμένες του νέου λαού του Θεού. Εάν, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, βρεις με την χάρη του Θεού, διδάσκαλο έργων αγαθών, τότε δεν πρέπει να κάνεις τίποτα, χωρίς την γνώμη του. Γιατί ό,τι γίνεται χωρίς την γνώμη και την ευλογία του πνευματικού πατρός, έστω κι αν θεωρείται αγαθό και επαινετό πράγμα, και όχι μόνο τα άτοπα, είναι κλοπή και ιεροσυλία, που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο.
Ο όσιος Θαλάσσιος βλέπει το πρόβλημα της ανυπακοής ή της μη αποκτήσεως πνευματικού πατρός και της μη συμμορφώσεως προς τις εντολές του, βαθύτερα. Ο άνθρωπος, λέγει, που είναι νεκρωμένος από τα πάθη «συμβουλής ουκ αισθάνεται, και παιδεύσεως πνευματικής, το σύνολον ουκ ανέχεται». Οι εμπαθείς άνθρωποι, όσο είναι νεκροί πνευματικά, δεν έχουν αισθήσεις για να αισθανθούν την αξία των συμβουλών και της πνευματικής παιδεύσεως, διό και αντιδρούν. Συνετός άνθρωπος, κατά τον όσιο Θαλάσσιο, δεν είναι εκείνος, που διαθέτει ισχυρά κρίση και δυνατή λογική, εκείνος που είναι ιδιαίτερα ευφυής, αλλά «ο συμβουλής ανεχόμενος. Και μάλιστα πνευματικού πατρός κατά Θεόν συμβουλεύοντος».
Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Όπως σημειώνει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, όπως η τιμή και η αγάπη προς τον γνήσιο θεραπευτή των ψυχών μας και πνευματικό μας πατέρα, αναβαίνει προς τον Χριστό, έτσι και η τιμή και η αγάπη σε ψευτοδιδασκάλους, αναβαίνει στον αντίχριστο. Επομένως, περισσότερο πρέπει να μας ενοχλεί και να μας προβληματίζει η προσωπολατρεία σε ψευδοδιδασκάλους, σε πνευματικούς που δεν δέχονται την Παράδοση της Εκκλησίας και που δεν είναι Ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γιατί η προσωπολατρεία σε γνήσιο και αληθινό πατέρα μπορεί να διορθωθεί συν τω χρόνω και να οδηγήσει στη σωτηρία, ενώ η όποια αγάπη σε ψευδοδιδάσκαλο δεν θα έχει καλά αποτελέσματα.
Σε ότι αφορά το μέχρι ποιου σημείου, πρέπει να φθάνει η αγάπη μας για τον Γέροντά μας, ο άγιος Συμεών, λέγει, πως αν δεις τον πνευματικό σου να ατιμάζεται, να φθονείται, να ραπίζεται και να σύρεται, τότε δεν πρέπει να σκανδαλισθείς. Και δεν εννοεί να μείνεις ατάραχος και να μην κάνεις τίποτα. «Αλλ΄ως θερμός Πέτρος λάβε την μάχαιραν και την χείρα εκτείνας, μη το ωτίον μόνον, αλλά και την χείρα και την γλώσσαν απόκοψον, του επιχειρούντος λέγειν κατά του σου πατρός ή αυτού άπτεσθαι». Όπως ο Πέτρος πάρε το μαχαίρι και κόψε όχι μόνο το αυτί, αλλά και το χέρι και την γλώσσα κόψε, εκείνου που θα επιχειρήσει να πει ή να κάνει κάτι κατά του πατρός σου. Έστω κι αν τότε επιτιμηθής, όπως επιτιμήθηκε ο Πέτρος, «πάντως και μειζόνως επαινεθήσει της πολλής αγάπης και πίστεως ένεκα». Γι’ αυτό όπως τονίζει ο άγιος Συμεών: «τω τω εαυτού πατρί αντιλέγοντι, συγχαίρουσι δαίμονες, τω δε μέχρι θανάτου ταπεινουμένω, θαυμάζουσιν άγγελοι». Οι δαίμονες χαίρονται με εκείνον, που αντιλέγει στον πατέρα του, ενώ αντιθέτως οι άγγελοι θαυμάζουνε εκείνον, που ταπεινώνεται στον πνευματικό του πατέρα, μέχρι θανάτου.
Μάλιστα ο άγιος φθάνει στο σημείο να πει, ότι η σχέση μεταξύ του πνευματικού πατρός και του πνευματικού τέκνου είναι αδιάλυτη, έστω κι αν παρέμβει ο θάνατος. «Πίστευε δε ότι μετά παρρησίας παρίσταται τω Θεώ καν τω τάφω το σώμα τούτου κατέθεικας και αδιστάκτως επικαλού την πρεσβείαν αυτού». Διότι ο πνευματικός ενδιαφέρεται μετά την κοίμησή του για το τέκνο του, το βοηθά στις δυσκολίες με την πρεσβεία και την μεσιτεία του, καθώς παρίσταται με παρρησία ενώπιον του Θεού και του ετοιμάζει μονή αιωνία για να το υποδεχθεί, όταν αναχωρήσει από την ζωή αυτή.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αγίας και θεοφιλούς ψυχής, που ετρώθη από αγάπη και θείο έρωτα για τον πνευματικό της πατέρα, αποτελεί η αγία πρωτομάρτυς Θέκλα. Η οποία άφηνε τα πάντα, προκειμένου να ακολουθεί τον απόστολο των εθνών και να ακούει την διδασκαλία του και τόσο πολύ αγαπούσε και ευλαβείτο τον θείο Παύλο, «ώστε κυλινδουμένη επί του τόπου ου ο Παύλος διδάσκων εκάθητο, κατεφίλει το έδαφος, εν ω ίσταντο οι πόδες αυτού».
Ανέκαθεν λοιπόν, όσοι επιζητούσαν την σωτηρία τους, κατέφευγαν σε Γέροντες, Στάρετς και Πνευματικούς για να μάθουν τον δρόμο της σωτηρίας. Η ιστορία της Εκκλησίας και τα συγγράμματα που έχουμε, όπως το Γεροντικό, αυτό μαρτυρούν. Επομένως είναι προτεσταντικής και αιρετικής χροιάς, κάθε άποψη, που καταφέρεται άμεσα ή έμεσα ενάντια στο θεσμό της πνευματικής πατρότητος. Μάλιστα όσοι διακηρύσσουν τέτοιες απόψεις και θεωρίες, στην πραγματικότητα είναι στείροι πνευματικά και πάσχουν από πνευματική ανικανότητα και φθόνο. Δεν έχουν οι ίδιοι την ικανότητα να γεννήσουν πνευματικά παιδιά ή έστω δεν διαθέτουν την ποιότητα της σχέσεως άλλων πνευματικών με τα πνευματικά τους τέκνα.
Εκείνος ο οποίος δεν έχει γεννηθεί, δεν έχει αναγεννηθεί πνευματικά, δεν μπορεί και να γεννήσει. Άλλωστε ένας νεκρός πνευματικά, πως μπορεί να γεννήσει; Γεννά ένας νεκρός; Ακόμη κι αν αποκτήσει τέκνα πνευματικά, η σχέση του μαζί τους θα είναι προβληματική. Και ίσως εκεί να αναφυεί και το φαινόμενο της προσωπολατρείας, το οποίο καταλογίζει σε εκείνους που φθονεί, λόγω της πνευματικής τους ευτεκνίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εν κατακλείδι, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε, ότι ο πνευματικός μας πατέρας, εκείνος που μας γέννησε κατά Χριστόν και μας καθοδηγεί στην πνευματική μας πορεία, φανερώνοντάς μας την αγάπη του Θεού, είναι αναμφιβόλως αναντικατάστατος. Κανείς δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει και να αναπληρώσει το κενό του. Όσο καλός κι αν είναι ο αντικαταστάτης, δεν παύει να είναι αντικαταστάτης. Ο Απόστολος Παύλος το λέγει ξεκάθαρα, εκτός βεβαίως, αν και ο κορυφαίος των Αποστόλων καλλιεργεί και μάλιστα για τον εαυτό του, το φαινόμενο της προσωπολατρείας. Μπορεί να έχουμε μυρίους παιδαγωγούς, αλλά μόνον ένα πατέρα εν Χριστώ.
Οι πνευματικοί πατέρες σήμερα, θα πρέπει να αναλογίζονται τον ερωτηματικόν λόγον του Κυρίου: «πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών, άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;». Όταν θα έλθει ο Χριστός κατά την ημέρα της κρίσεως, θα βρει την πίστη μεταξύ των ανθρώπων; Μεταξύ των χριστιανών και των πνευματικών τους πατέρων; Είναι βέβαιο, ότι μεταξύ των άλλων θα βρει μεγάλες και μικρές μοναστικές κοινότητες, όπου θα συναντήσει υπερφίαλους ηγουμένους και μεγαλοπρεπείς Γερόντισσες, που μαζί με όλα τα άλλα, θα έχουν αυτοπεποίθηση και αυτάρκεια. Θα βρει μοναστήρια και εκκλησίες, όπου θα μιλούν από το πρωί μέχρι το βράδυ, με ατελείωτες αγαπολογίες, για την αγάπη και το έλεος του Θεού, αλλά μακράν θα απέχουν από αυτά. Θα βρει πνευματικούς με πολυποίκιλη εκκλησιαστική δραστηριότητα και γεροντάδες με ησυχαστικό και ασκητικό προφίλ, «πλην όμως ευρήσει την πίστιν επί της γης;»
Μακάρι οι τρεις μεγάλοι ιεράρχες, πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι, των οποίων την σύναξη σήμερα εορτάζουμε, να φωτίζουν και να κατευθύνουν τα διαβήματα των πνευματικών οδηγών της Εκκλησίας, έτσι ώστε με πίστη και αγάπη και με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, να οικοδομούν τις ψυχές των πιστών και να τις οδηγούν εις λιμένα σωτηρίας, εις την Βασιλείαν του Χριστού. Αμήν!