Η αναχειροτονία κατά τους ιερούς κανόνες και την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων
Υπό του Οσιολογ. Ιερομ. Μακαρίου Παλαιολόγου
Εισήγηση στο Συνέδριο της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος προς τιμήν των Αγίων Τριών Στύλων της Ορθοδοξίας Φωτίου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Παλαμά και Μάρκου του Ευγενικού 2022
Με την χάρη του Θεού αγαπητοί μου και με την ευλογία του Μακαριωτάτου προκαθημένου ημών, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Μακαρίου, ανέλαβα την ευθύνη για την εκπόνηση της παρούσης εργασίας η οποία έλαβε αφορμή από τις βλάσφημες αναχειροτονίες που εφαρμόζουν τόσο η καινοτόμος νεοημερολογήτικη εκκλησία, με αρκετές εξαιρέσεις όσο και η γνωστή παράταξη Πατρίου εορτολογίου υπό τον «αρχιεπίσκοπο» Καλλίνικο Σαραντόπουλο, με μεγαλύτερο ζήλο και συνέπεια. Μεταξύ των αναχειροτονουμένων κληρικών, και των τριών βαθμών, είναι και οι κληρικοί οι οποίοι προέρχονται και από την δική μας, Κανονική Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος υπό τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Μακάριο.
Οι αναχειροτονίες των κληρικών μας από την παράταξη του κ. Σαραντόπουλου, που θα μας απασχολήσουν περισσότερο στην εισήγησή μου, άρχισαν να εφαρμόζονται από το έτος 2003 και έγιναν γνωστές από τη δημοσίευση αντιστοίχων δημοσιευμάτων και φωτογραφιών στο περιοδικό «Φωνή της Ορθοδοξίας». Συγκεκριμένα στο τεύχος 921 στην σελίδα 12 δημοσίευσαν την αναχειροτονία του Ιερομονάχου π. Αθανασίου Τζενή, ο οποίος είχε προχειρισθεί από τον ημέτερο Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ευθύμιο πρεσβύτερος, την δε βλάσφημη αναχειροτονία ενήργησε ο «Αττικής» Χρυσόστομος. Στο τεύχος 925 του ιδίου περιοδικού στην σελίδα 10 δημοσιεύεται η αναχειροτονία του ιερομονάχου π. Ιακώβου Λάμπρου ο οποίος είχε χειροτονηθεί από τον ημέτερο Αρχιερέα μακαριστό πλέον Μητροπολίτη Φθιώτιδος κυρό Καλλίνικο. Την βλάσφημη αυτή αναχειροτονία ενήργησε ο «Πειραιώς» Γερόντιος. Μετά από μερικές ακόμη δημοσιεύσεις βλασφήμων αναχειροτονιών, σταμάτησαν να δημοσιεύουν σχετικές ειδήσεις, όχι γιατί έπαψαν να τις ενεργούν, (π.χ. Επίσκοπο Φιλίππων κ. Αμβρόσιο, την μερίδα Επισκόπων της Αμερικής, οι οποίοι είχαν κανονική χειροτονία από τούς υπό τον μακαριστόν Αρχιεπίσκοπο κυρό Αυξέντιο χειροτονηθέντας), αλλά γιατί τους φόβισε η δημόσια κατακραυγή και ο γενικός σκανδαλισμός κλήρου και λαού!
Εκ’ πηγών προερχομένων από την παράταξη του κ. Καλλινίκου μαθαίνουμε ότι έχουν πάρει «συνοδική» απόφαση η οποία φυσικά όμως δεν έχει δημοσιευθεί πουθενά για προφανείς λόγους. Ο φερόμενος ως αρχιγραμματεύς της συνόδου της παρατάξεως του κ. Καλλινίκου, κ. Φώτιος, σε ερώτηση που του απηύθυνε ο Αγιορείτης Ιερομόναχος π. Γαβριήλ από το Κελί Άξιον Εστί των Κατουνακίων ‘’αν αναχειροτονούν από την Σύνοδο του κ. Μακαρίου’’, εκείνος απάντησε «όχι πάτερ δεν τους αναχειροτονούμε αλλά τους χειροτονούμε εξ’ αρχής»![1]. Όταν βέβαια κάποιος θέλει να προσχωρήσει στην παράταξή τους, του λένε ψευδώς «δεν είναι τίποτα αυτά που σας διαβάζουμε. Είναι μία χειροθεσία απλή». Και έτσι διαβάζουν τις ευχές της χειροτονίας για τον κάθε βαθμό σε ιερείς αφελείς και επίορκους από τις «Αποστολικές Διαταγές» με τις οποίες χειροτονούνταν οι κληρικοί της εκκλησίας σύμφωνα με το κείμενο που έχει το όνομα του Αγίου Κλήμεντος.
Ας ρίξουμε όμως μία σύντομη ματιά στα ιερά αυτά κείμενα, για να διαπιστώσουμε, είναι τα πράγματα έτσι όπως τα παρουσιάζουν ; Είναι μία απλή χειροθεσία ή είναι κανονική χειροτονία;
Οι χειροτονίες ως γνωστόν, γίνονται πάντοτε κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας και σε θέσεις δηλωτικές του έργου που αναλαμβάνει καθένας από τους τρείς βαθμούς. Οι χειροθεσίες διακρίνονται από τις χειροτονίες στα εξής: α)τελούνται πρό ή εκτός της λειτουργίας, β)εκτός του βήματος και γ)με μία ευχή. Οι χειροτονίες τελούνται κατά τη θεία Λειτουργία, εντός του βήματος και απαρτίζονται από δύο ευχές[2] σχεδόν παντού. Ας διαβάσουμε τώρα το κείμενο της χειροτονίας και όχι της «χειροθεσίας» των αποστολικών διαταγών που διαβάζουν οι «Καλλινικοί» για τον Επίσκοπο όταν προσέλθει στην παράταξή τους.
(Διαβάζω το κείμενο μεταφρασμένο για καλύτερη κατανόηση)
«Ὅταν γίνει ἡσυχία ἕνας ἀπό τούς πρώτους ἐπισκόπους μαζί με δύο ἄλλους ὄρθιος κοντά στό θυσιαστήριο, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι προσεύχονται σιωπηρά, καί οἱ διάκονοι κρατοῦν τά θεῖα Εὐαγγέλια πάνω στό κεφάλι τοῦ χειροτονουμένου ἀνοιχτά, νά λέει στό Θεό·
Σύ ὁ ὑπάρχων, Δέσποτα Κύριε καί Θεέ Παντοκράτορα, πού εἶσαι ὁ μόνος ἀγέννητος και δέν ἐξουσιάζεσαι ἀπό βασιλιά, σύ πού πάντοτε ὑπῆρχες καί ὑπῆρχες πρίν ἀπό τή δημιουργία, ὁ τελείως ἀνενδεής καί ἀνώτερος ἀπό κάθε αἰτία καί ὕπαρξη, ὁ μόνος ἀληθινός, ὁ μόνος σοφός καί ὁ μόνος ὕψιστος πού ὑπάρχει, ὁ μόνος κατά φύση ἀόρατος, τοῦ ὁποίου ἡ γνώση εἶναι χωρίς ἀρχή, ὁ μόνος ἀγαθός καί ἀσύγκριτος, «ὁ ὁποῖος γνωρίζει τά πάντα πρίν νά γίνουν, καί εἶναι γνώστης ὅλων τῶν κρυφῶν»[3], ὁ ἀπλησίαστος καί χωρίς δεσπότη. Ο Θεός καί Πατέρας τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα μας, ὁ δημιουργός ὅλων μέσω αὐτοῦ, σύ ὁ ὁποῖος προνοεῖς καί φροντίζεις, «ὁ Πατέρας τῆς εὐσπλαχνίας καί κάθε παρηγοριᾶς, σύ πού κατοικεῖς στά ὕψη καί ἐπιβλέπεις τά χαμηλά»[4]. Σύ πού ἔθεσες τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ σου καί μάρτυρα τόν Παράκλητο μέσω τῶν ἀποστόλων σου, πρῶτα καί ἡμῶν τῶν ἐπισκόπων πού μέ τή δική σου χάρη εἴμαστε παρόντες, σύ πού ἀπό τήν ἀρχή ὅρισες ἱερεῖς γιά νά ἐπιστατοῦν τόν λαό σου, πρῶτα Ἄβελ, τόν Σήθ καί τόν Ἐνώς καί τόν Ἐνώχ καί τόν Νῶε καί τόν Μελχισεδέκ καί τόν Ἰώβ. Σύ πού ἀνέδειξες τόν Ἀβραάμ καί τούς ὑπόλοιπους πατριάρχες, μαζί με τούς πιστούς ὑπηρέτες σου, τόν Μωυσῆ, τόν Ἀαρῶν, τόν Ἐλεαζαρο καί τόν Φινεές, σύ πού ἀπό αὐτούς ἐγκατέστησες ἄρχοντες καί ἱερεῖς στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, σύ πού ἐξέλεξες τόν Σαμουήλ ὡς ἱερέα καί προφήτη, σύ πού δέν ἄφησες ἀλειτούργητο τόν τόπο τοῦ ἁγιάσματός σου καί εὐδόκησες νά δοξάζεσαι μέ αὐτούς πού διάλεξες. Σύ καί τώρα μέ τή μεσολάβηση τοῦ Χριστοῦ σου, μέσω ἡμῶν, σκόρπισε τή δύναμη τοῦ «καθοδηγητικοῦ σου Πνεύματος», τό ὁποῖο ὑπηρετεῖται μέ τόν ἀγαπητό σου Υἱό Ἰησοῦ Χριστό, πού το δώρισε μέ τήν συγκατάθεσή σου στούς ἁγίους ἀποστόλους σοῦ τοῦ αἰωνίου Θεοῦ.
Δῶσε, καρδιογνώστη Θεέ, στό δοῦλο σου αὐτόν, τόν ὁποῖο διάλεξες γιά ἐπίσκοπο, τή δύναμη νά ποιμαίνει στό ὄνομά σου τό ἅγιο ποίμνιό σου καί νά σέ ὑπηρετεῖ ὡς ἀρχιερέας, λειτουργώντας ἄψογα νύχτα καί μέρα, καί ἐξευμενίζοντας τό πρόσωπό σου, νά συναθροίσει τό πλῆθος τῶν πιστῶν καί νά σοῦ προσφέρει τά δῶρα τῆς ἁγίας σου Ἐκκλησίας. Δῶσε σ’ αὐτόν, Δέσποτα Παντοκράτορα, μέσω τοῦ Χριστοῦ σου τή συμμετοχή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γιά νά ἔχει ἐξουσία «να συγχωρεῖ ἁμαρτίες»[5], σύμφωνα μέ τήν ἐντολή σου, νά μεταδίδει τήν ἱεροσύνη, ὅπως πρόσταξες, νά «συγχωρεῖ κάθε σύνδεσμο μέ τήν ἀμαρτία»[6], σύμφωνα μέ τήν ἐξουσία πού ἔδωσες στούς ἀποστόλους, νά εἶναι ἀρεστός σέ σένα μέ πραότητα καί καθαρή καρδιά, προσφέροντάς σου ἀμεταμέλητα, ἄμεμπτα καί ἄψογα «καθαρή»[7] καί ἀνέμακτη «θυσία», τήν ὁποία ὅρισες μέσω τοῦ Χριστοῦ, τό μυστήριο τῆς Καινῆς Διαθήκης, «ὡς προσφορά εὐωδίας μέσω τοῦ ἁγίου Υἱοῦ σου Ἰησοῦ»[8] Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα μας, διά τοῦ ὁποίου σοῦ ἀπονέμουμε δόξα, τιμή καί σεβασμό μαζί με τό ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀπεράντους αἰῶνες»[9].
Οι επίσκοποι λοιπόν της παρατάξεως του Καλλινίκου με συνέπεια προς την ανωτέρω διάταξη των Αποστολικών Διαταγών, όταν προσλαμβάνουν έναν αρχιερέα από άλλη παράταξη τελούν την θεία Λειτουργία και την «χειροτονία» με παρουσία έστω τριών επισκόπων σύμφωνα με την τυπική διάταξη των Αποστολικών Διαταγών. Στην περίπτωση μάλιστα της προσλήψεως των δύο εξ’ Αμερικής επισκόπων Μωϋσέως και Σεργίου εφήρμοσαν τις βλάσφημες αναχειροτονίες μεμονωμένα, την μεν του πρώτου στην λειτουργία της 1ης Μαΐου στην μονή του Αγ. Νικολάου Παιανίας, ενώ του δευτέρου την επομένη στο ναό του Αγ. Αθανασίου Ν. Φιλαδέλφειας πράγμα το οποίο αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν πρόκειται περί απλής χειροθεσίας αλλά για υπ’ αρχής χειροτονία! Όποιος διαβάσει την παραπάνω ευχή δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν είναι χειροτονία, εφόσον ζητείται η «μετουσία» του Αγίου Πνεύματος, ώστε ο χειροτονούμενος να τελεί την θεία Λειτουργία, να συγχωρεί αμαρτίες και να χειροτονεί. Άραγε μέχρι τότε δεν τα είχε αυτά τα προσόντα ο Επίσκοπος; Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί προβαίνουν στην τρομερή αυτή ιεροσυλία αφού οι αρχιερείς μας έχουν κανονική αποστολική διαδοχή από τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Αυξέντιο και την υπ’ αυτόν Ιερά Σύνοδο. Υπάρχει καμία δικαιολογία που να ευσταθεί γι’ αυτές τους τις επαναλήψεις των μυστηρίων με βάση πάντα τη Δογματική διδασκαλία και το Κανονικό δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά και της ιστορικής παραδόσεως; Σίγουρα ΟΧΙ. Τι ζητάνε από εμάς; Είναι προφανές!!! να βγάλουμε το δέρμα μας, να συναινέσουμε σε αυτά τα οποία έχουμε με συνέπεια αντιπαλέψει και να καταδικάσουμε τους εαυτούς μας; Η αναχειροτονία συνιστά κατάλυση της Δογματικής της Εκκλησίας, κατάλυση του Κανονικού της Δικαίου, κατάλυση της συνοδικής λειτουργίας και πραξικόπημα αφού είναι μια πράξη βλάσφημη, βέβηλη, συνωμοτική και ιδιοτελής για να αλλάξει κάτι προς όφελος μιας άλλης ομάδας και μόνον. Πιστεύω πως θέλουν διά αυτού του τρόπου να κλονίσουν την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας για το έγκυρο της χειροτονίας μας και της αδιαμφισβήτητης αποστολικής διαδοχής μας, προσλαμβάνοντας έναν έναν, από εμάς, αφού προηγουμένως αποκηρύξουμε όλα εκείνα τα οποία πιστεύουμε και για τα οποία αγωνιζόμαστε. Θέλουν να μας εξευτελίσουν σε βαθμό του να μην αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Θεωρώ ότι αυτό το ανοσιούργημα πρέπει να καταδικασθεί από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ώστε να μην επαναληφθεί ξανά. Δεν μπορεί εκείνοι που κατέστρεψαν τον τόπο να επιστρέφουν ως δικαιωμένοι και να μας κουνούν το δάχτυλο ενώ θα έπρεπε να απολογούνται στην Ιστορία και την Εκκλησία. Αποτελεί οξύμωρο γεγονός ότι ο σημερινός «αρχιεπίσκοπός» τους κ. Καλλίνικος δεν έχει λάβει κανέναν από τους βαθμούς της ιεροσύνης (διακόνου, ιερέως, αρχιερέως) από την εκκλησία της οποίας ηγείται. Ότι έχει λάβει το έχει λάβει από σχίσματα και παρασυναγωγές. Ας μην ψευδολογούν και ας μην παραπληροφορούν τους απλούς πιστούς περί κανονικότητος. Όλοι γνωρίζουμε ότι το μυστήριο της ιεροσύνης ανήκει στα μη επαναλαμβανόμενα μυστήρια αφού τηρούνται τα κριτήρια της αποστολικής διαδοχής και της ορθοδόξου πίστεως. Περί ενδεχομένης αφαιρέσεως της ιεροσύνης από κληρικούς, δεν δόθηκε κάτι ως τεκμήριο από τον Θείο και Αποστολικό Λόγο[10]. Το μυστήριο της ιεροσύνης παραμένει αμετάβλητο στον ιερωθέντα και εκείνος που το έλαβε, πείρε σφραγίδα ανεξάλειπτη - ακατάλυτη. Ακλόνητος στείλος σ’ αυτό είναι ο 68ος Αποστολικός κανόνας ο οποίος ορίζει: «εἰ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινός, καθαιρείσθω και αὐτός καί ὁ χειροτονήσας, εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρά Αἱρετικῶν ἔχει τήν χειροτονίαν. Τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων βαπτισθέντας, ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν». Σχολιάζοντας δε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τον κανόνα αυτό στο «Πηδάλιο» λέει: «δέν χειροτονοῦνται ἐκ δευτέρου (οἱ ἱερεῖς) ἐπειδή «ἐκτυποῦσι τόν πρῶτον καί μέγαν ἱερέα, ὅς εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τά ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος, κατά τόν Παῦλον, καί μένει εἰς τό διηνεκές ἀδιάπτωτον ἔχων τήν ἱεροσύνη».
Για το ανεξάλειπτο της ιεροσύνης μιλάνε και οι βυζαντινοί ερμηνευτές των ιερών κανόνων. Ο Ζωναράς στον ίδιο κανόνα τον 68ο Αποστολικό λέει: ο «δίς χειροτονηθείς, καί ὁ χειροτονήσας αὐτόν, καθαιρέσει ὑπόκεινται· εἰ μή που ἡ προτέρα χειροτονία παρά αἱρετικῶν ἐγένετο·»[11].
Ο Ματθαίος Βλάσταρης στο Κεφάλαιο 24 του Συντάγματος κατά στοιχείον λέει ότι ἀναχειροτονήσεις οὐ δεῖ γίνεσθαι, ενώ χαρακτηρίζει «ἄθεσμον» την δεύτερη χειροτονία[12].
Οι διαστάσεις και η ξ’ αυτών οδυνηρή διακοπή της κοινωνίας που παρατηρείται στον χώρο του Πατρίου εορτολογίου είναι κατά βάσιν ενδοεκκλησιαστικοί χωρισμοί. Η παράταξη του κ. Καλλίνικου Σαραντόπουλου δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της στο ίντερνετ ένα βιβλίο με τίτλο «Σύντομη Ἱστορία τῆς Μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησιων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος καί περί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς Αὐτῆς». Σε αυτό το βιβλίο που δεν έχει καμία παραπομπή και αποτελεί έναν ανιαρό μονόλογο δεν υπεισέρχεται σε κανένα από τα καθοριστικά της σημερινής καταστάσεως γεγονότα, όπως το πως χειροτονήθηκαν κάποιοι από αυτούς επίσκοποι, πώς εισήλθαν στους κόλπους της κανονικής εκκλησίας, πώς έγιναν δεκτοί αλλά και σε άλλα επιμέρους ιστορικά γεγονότα. Σε αυτό λοιπόν το βιβλίο, αποκαλεί τους αρχιερείς μας που χειροτονήθηκαν από τον μακαριστό Μητροπολίτη Φθιώτιδος κυρό Καλλίνικο το 1996«δήθεν ἐπισκόπους»[13]. Να σημειώσω ότι προφανώς δεν τους ένοιαζε ότι δέχθηκαν ένα επίσκοπο από εκείνες τις χειροτονίες, τις οποίες απεκάλεσαν «δήθεν επισκόπων», ενώ και ο περί ού λόγος δεν έχει αντιδράσει σε αυτό μέχρι σήμερα.
Προλαβαίνοντας κάποια ανταπάντηση περί δήθεν καθαιρέσεων, θα τους απαντήσω ότι αυτές οι καθαιρέσεις που επέβαλαν 4 αρχιερείς προς έξι ημετέρους αρχιερείς, ήταν εξόφθαλμα παράνομες και αντικανονικές. Πάρα πολλοί δε από την παράταξη των «Καλλινικών» σε στιγμές συνειδησιακής αφυπνίσεως (προσωρινές), εδήλωναν κατά καιρούς ότι διαφωνούν με αυτές τις καθαιρέσεις και ότι ωχριούνε να τις καταγράψουνε στον αριθμό[14].
Ενώ λοιπόν θα ταίριαζε να πούνε ότι έχουμε μία διάσταση ενδοεκκλησιαστική, αυτοί, από την μεριά τους, μας χαρακτηρίζουν σχισματικούς και γι’ αυτό επαναλαμβάνουν τα μυστήρια της ιεροσύνης. Είναι ολοφάνερο ότι αυτό διαιωνίζεται μόνο για λόγους σκοπιμότητος, και από δόλο. Αλλά αγαπητοί μου όπως είδαμε μέχρι τώρα και θα δούμε παρακάτω περισσότερο, για τους ενδοεκκλησιαστικούς χωρισμούς δεν επαναλαμβάνονται τα μυστήρια. Ούτε και σ’ αυτά τα σχίσματα επαναλαμβάνονται τα μυστήρια.
Υπήρξαν ενδοεκκλησιαστικοί χωρισμοί-σχίσματα στην εκκλησιαστική πορεία και ιστορία; Πάμπολλα.
Ενδοεκκλησιαστικό σχίσμα υπήρξε, μεταξύ των Αγίων Ιγνατίου και Φωτίου πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (858-877) καθώς υπήρχαν δύο διηρημένες Ορθόδοξες μερίδες στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι λοιπόν στην Θ’ ερώτηση που του έκαναν αν υπήρχαν στην ιστορία κληρικοί που καθαιρέθηκαν και μετά αναδείχθηκαν κανονικοί, ο Άγιος Φώτιος θα αναφέρει: «Σέ διάφορες συνόδους καί ἀπό διαφόρους αὐτό ἔγινε πολλές φορές, ὅπως ἔγινε καί μέ τόν ἅγιο Ἀθανάσιο καί τόν Μάρκελλο τόν ἐπίσκοπο τῆς Ἄγκυρας, τόν Μακάριο καί ἄλλους πολλούς, ὅπως εἴπαμε. Μέ τήν παράκληση ὅμως τοῦ λαοῦ πού ζητοῦσε τόν ποιμένα του ἔγινε καί ἐπί Ἡρακλᾶ τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου διάδοχος ἦταν ὁ Διονύσιος, καί ἔπειτα στή σειρά ὁ Μάξιμος, ὁ Θεωνᾶς καί ὁ ἅγιος ἱεομάρτυρας Πέτρος, καί ἔγινε ὡς ἑξῆς Στίς μέρες τοῦ ἁγιωτάτου Ἡρακλᾶ ζοῦσε ὁ Ὠριγένης, ὁ ἐπικαλούμενος Ἀδαμάντινος, πού ἐξηγοῦσε τήν αἴρεσή του φανερά, Τετάρτη καί Παρασκευή. Αὐτόν λοιπόν, ἐπειδή παραποιοῦσε τήν ὀρθή διδασκαλία καί παραχάρασσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, τόν ἀποχώρισε ὁ ἴδιος ἅγιος ἐπίσκοπος Ἡρακλᾶς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τόν ἐξεδίωξε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ ἀποκηρυγμένος αὐτός Ὠριγένης φεύγοντας πρός τίς πόλεις τῆς Συρίας ἔφτασε σέ μιά πόλη πού ὀνομαζόταν Θμούη καί εἶχε ἐπίσκοπο ὀρθόδοξο λεγόμενο Ἀμμώνιο, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε σ’ αὐτόν τόν Ὠριγένη νά ἐκφωνήσει λόγο διδακτικό στήν ἐκκλησία του. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ πᾶπας Ἡρακλᾶς πού ἀναφέραμε, πῆγε στή Θμούη καί γι’ αὐτή του τήν πράξη καθαίρεσε τόν Ἀμμώνιο καί στούς δύο, στόν Ἀμμώνιο δηλαδή καί Φίλιππο, τήν ἐπισκοπή τῆς Θμούης. Ὅταν ὅμως ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἡρακλᾶς, ὁ θαυμαστός Φίλιππος δέν κάθισε καθόλου στό σύνθρονο ἀλλ’ ὅταν στεκόταν, δηλαδή ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Ἀμμώνιος, αὐτός στεκόταν πίσω ἀπό τόν Ἀμμώνιο ὅλο τό διάστημα πού ζοῦσε ὁ Ἀμμώνιος. Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἀμμώνιος τότε κάθισε στό θρόνο ὁ Φίλιππος καί ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἐπισκόπους πού διακρίθηκαν καί θαυμάζονταν γιά τήν ἀρετή τους. Τόν Ἄρειο ὅταν ἦταν διάκονος τόν καθαίρεσε ὁ ἅγιος ὁσιομάρτυρας Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας καί τόν ἐξοστράκισε τελείως ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀχιλλᾶς ὅμως, ὁ ἅγιος διάδοχος τοῦ ὁσιομάρτυρα Πέτρου Ἀλεξανδρείας, ὄχι μόνο τόν δέχθηκε, ἀλλά τόν χειροτόνησε καί ἐπίσκοπο καί τόν ἔβαλε ἐπιμελητή τοῦ διδασκαλίου τῆς Ἀλεξάνδρειας. Τόν Εὐτυχῆ, πού καθαιρέθηκε ἀπό τόν ἅγιο Φλαβιανό, τόν δέχθηκαν μετά τό θάνατο τοῦ Φλαβιανοῦ ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀντιοχείας καί ὁ Ἱεροσολύμων. Τόν ἥλιο καί τό ἄστρο τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν , τόν ἁγιώτατο Χρυσόστομο πού καθαιρέθηκε (πῶς τό δέχθηκε ἡ δικαιοσύνη;) ἀπό τόν Θεόφιλο, ὁμόδοξο ἐπίσκοπο, ἐκτός ἀπό τούς ἄλλους πατριάρχες τόν δέχθηκαν καί τόν ἀποδέχθηκαν ὅλοι οἱ πιστοί. Τόν Πέτρο τῆς Μιλήτου, πού καθαιρέθηκε ἀπό τόν ἅγιο Μεθόδιο, ὄχι μόνο ἐμεῖς τοῦ ἀποδώσαμε δίκαιο, ἀλλά τόν κάναμε καί μητροπολίτη Σάρδεων. Καί πολλούς ἄλλους πού καθαιρέθηκαν γιά ἐγκλήματα ἀπό τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, ἐμεῖς τούς δεχθήκαμε, ἀλλά κι αὐτούς πού καθαιρέθηκαν ἀπό ἐμᾶς τούς δέχθηκε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος.
«καί ἑτέρους πλείστους καθαιρεθέντας ἐπί ἐγγκλήμασι παρά τοῦ ἁγιωτάτου Ἰγνατίου ἡμεῖς ἐδεξάμεθα, καί τούς ὑφ’ ἡμῶν καθαιρεθέντας ὁ ἐν ἁγίοις Ἰγνάτιος ἐδέξατο»[15].
Άλλο ενδοεκκλησιαστικό σχίσμα ήταν και το «Ιωάννειο» σχίσμα. Η καθαίρεσή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την παρά την Δρύν Σύνοδο, εξαιτίας της πολεμικής του Θεοφίλου Αλεξανδρείας, και των πλουσίων της Κωνσταντινουπόλεως έκαναν τον Άγιο να ζητάει την σύγκλιση Μείζονος Συνόδου για να τον δικαιώσει. Περί τους σαράντα επισκόπους και πολλοί άλλοι κληρικοί ήσαν αποκόπηκαν από τους υπολοίπους και λειτουργούσαν σε άλλους ναούς μέχρι να αποκατασταθεί η αδικία εις βάρος του αγίου Ιωάννου. Η Ρώμη προσπάθησε να οδηγήσει στην σύγκλιση τέτοιας συνόδου αλλά δεν το πέτυχε. Αλλά ωστόσο δικαίωσε τον Χρυσόστομο. Και επειδή οι άλλες εκκλησίες, της Ανατολής, δεν ανέγραφαν στα δίπτυχά τους τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η Ρώμη διέκοψε την κοινωνία με αυτές. Έτσι το πρώτο σχίσμα Ανατολής Δύσεως ήταν γεγονός. Μετά την κοίμηση του Αγίου πρώτος ανέγραψε, το όνομα του Χρυσοστόμου στα Δίπτυχα ο Αντιοχείας Αλέξανδρος το 413 μ.Χ και λίγο πρίν από το 418 πιεζόμενος από τον λαό ο Κωνσταντινοπόλεως Αττικός. Αυτός έγραψε στον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον προέτρεψε να πράξει το ίδιο χάριν της ειρήνης.(P.G. 77, 348- 349). Έτσι το 418 υποχώρησε και εκείνος. Τέλος ο Πρόκλος Κων/πόλεως αποκατέστησε οριστικά και θριαμβευτικά τον Χρυσόστομο, με την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου στην Κων/πολη στις 27 Ιανουαρίου του έτους 438[16].
Υπάρχει άλλο ένα σπουδαίο, μάλλον σπουδαιότατο κεφάλαιο από την ζωή του Αγίου Ιωάννου του Χυσοστόμου που αποσιωπάται και σχεδόν εξαφανίζεται και καταχωνιάζεται χίλια μέτρα κάτω από το έδαφος. Οι λόγοι προφανείς και ευκολονόητοι. Να μην γίνει παράδειγμα επανάληψης.
Η εξορία του Αγίου διήρκησε 3 χρόνια και τρείς μήνες. Το περισσότερο διάστημα της εξορίας του, τον εγκατέλειψαν- αλλά συνεχώς και αδιαλείπτως παρακολουθούμενο- οι διώκτες του στην Κουκουσό και στην Αραβησό της Αρμενίας.
Οι ειδωλολάτρες της περιοχής, όταν πληροφορήθηκαν ότι κατέφθασε εκεί κρατούμενος ο πασίγνωστος άγιος πατριάρχης, έσπευσαν στον τόπο που διέμενε και του ζητήσαν να γιατρέψει κάποιον παράλυτο της περιοχής «επί κλίνης βεβλημένον» και του δήλωσαν ότι αν θα τον γιατρέψει θα πιστεύσουν «άπαντες ομοθυμαδόν».
Ο σφόδρα καταπονημένος αλλά θαλερός Χρυσόστομος, αφού κάλεσε τον παραλυτικό και τον ρώτησε και του επιβεβαίωσε ότι θέλει να θεραπευθεί «ευθέως ιάθη ο άνθρωπος από της νόσου αυτού και έστη υγιής». Η θεραπεία του παραλυτικού εθεωρήθη μέγα γεγονός και «επίστευσαν πάντες ομοθυμαδόν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εβαπτίσθησαν πάντες και πλήθος αναρίθμητον».
Και μετά τί έκανε ο ιερός πατήρ;
«Τοῦτο τό θαῦμα πιστεῦσαι τούς τῆς χώρας ταύτης ποιεῖ, καί τῷ βαπτίσματι προσελθεῖν ἀριθμοῦ κρείττονας. Ἐπτά τοίνυν ἐπισκόπους σύν ἅμα πρεσβυτέροις καί διακόνοις ἱκανοῖς τῷ πλήθει τῶν πιστευσάντων ἐπί τούτοις χειροτονήσας… παραδίδωσι μέν τόν τύπον τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, ἐδιδάσκει δέ καί τά τῆς Καινῆς Διαθῆκης. Εἶτα καί κανόνας αὐτοῖς εἰσηγεῖται ψαλμωδίας καί προσευχῶν…»[17].
Υπάρχουν και άλλα ενδοεκκλησιαστικά σχίσματα όπως το «Αντιοχειανό» το οποίο διήρκησε 50 χρόνια και που κατέλειξε πάλι στην ένωση, με τις δύο ομάδες των Ευσταθιανών και των Μελετιανών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αγαπητοί μου αδελφοί, δέχθηκε και ακόμη πολλών σχισματικών τις χειροτονίες και δεν τις επανέλαβε.
Ο 8ος κανόνας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου λέει για τους Ναυατιανούς (καθαρούς) ότι οι ευρισκόμενοι στον κλήρο να είναι σε αυτό το σχήμα που έχουν. (Στον ίδιο δηλαδή βαθμό που κατέχουν).
Ο Βαλσαμών ερμηνεύοντας αυτόν τον κανόνα γράφει: «Καί εἰ μέν εἰσί κληρικοί ἕξουσι πάντας τούς οἰκείους βαθμούς»[18].
Και ο Αριστηνός «οἱ εὑρισκόμενοι κεχειροτονημένοι εἶεν ἐν αὐτῷ τάγματι»[19].
O 1ος κανόνας του Μ. Βασιλείου[20] ορίζει πως πρέπει να προσλαμβάνονται οι αιρετικοί, οι σχισματικοί και οι παρασυνάγωγοι. Πρέπει βεβαίως να αναφέρουμε ότι ο κανόνας αυτός ορίζει την ακρίβεια όχι την οικονομία και στο τέλος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο έθος της οικονομίας.
Επίσης ο ΞΗ’ (ΟΖ) κανόνας της εν Καρθαγένη Συνόδου δέχεται τους Δονατιστές στους οικείους βαθμούς της ιεροσύνης των σε αντίθεση με την περαματική Σύνοδο της Ρώμης. Και αυτό για να έλθουν όλοι στην αλήθεια, την Ορθόδοξη πίστη την καθολική Εκκλησία και στην ενότητά της[21].
Ο Στύλος της Ορθοδοξίας Αγ. Φώτιος βάσει του ΞΗ’ Αποστολικού κανόνα και ΜΗ’ της εν Καρθαγένη Συνόδου τάσσεται κατά των αναχειροτονήσεων. Έτσι στον Νομοκάνονα του γράφει: «περί τοῦ μή γίγνεσθαι ἀναχειροτονήσεις»[22].
Σε 10 ερωτήματα που του έθεσαν, στην «Ἐρώτησι Δ΄:
Τίνων κατακριθέντων οἱ ὑπ’ αὐτῶν χειροτονηθέντες οὐδέν ἐβλάβησαν; (Ποιοί καταδικάσθηκαν/ αλλ’ όσοι χειροτονήθηκαν απ’ αυτούς δεν έπαθαν τίποτα;) Μέσα σε πάρα πολλά παραδείγματα αναφέρει και το ακόλουθο. Κανείς από τους του Παύλου του Σαμοσατέως χειροτονηθέντων αναχειροτονήθηκε: « Ὁ Παῦλος ἀπό τά Σαμόσατα, ἐνῶ καταδικάσθηκε, κανένας ἀπό τούς δικούς του δέν καθαιρέθηκε, παρόλο πού κι αὐτοί συνέπραξαν σ’ αὐτά γιά τά ὁποῖα ἐκεῖνος εἶχε καθαιρεθεῖ. Ὁ Νεστόριος καθαιρέθηκε, ἀλλά δέν καθαιρέθηκε κανένας ἀπό ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό αὐτόν. Ὁ Πέτρος ὁ Μογγός, ἐνῶ ῆταν ἀκόμα πρεσβύτερος καί καθαιρέθηκε ἀπό τόν ἅγιο Προτέριο, ἔπειτα συνεργώντας στόν ἴδιο του τον θάνατο μέ τόν Τιμόθεο τόν Τιμόθεο τόν δολοφόνο, κι ἔπειτα ἀπό αὐτά μετά τό θάνατο ἐκείνου ἐνῶ ἅρπαξε τό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας καί καθημερινά ἀναθεμάτιζε τή σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπό αὐτόν πού ἦταν καθηρημένος καί δολοφόνος καί αἱρετικός, κι ἐκεῖνοι ἐξακολουθοῦσαν νά εἶναι αἱρετικοί, ὅταν μετενόησαν ἔγιναν ἀποδεκτοί. Καί ὁ Φῆλιξ Ρώμης, γράφοντας στόν βασιλιά Ζήνωνα, χαρακτηρίζει θεῖο τύπο τή διάταξή του πού ἀπέβαλε τόν Πέτρο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐκείνους ὅταν μετενόησαν τούς δέχθηκε, καί μέ ὅσα ἔγραψε τόν κατηγορεῖ, γιά ποιό λόγο, ἐνῶ ἀπέβαλε τόν Πέτρο ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόν ἐπανέφερε πάλι καί ἐξεδίωξε τόν Ἰωάννη. Ὁ Μελέτιος ἀπό τήν Ἀντιόχεια πού χειροτονήθηκε ἀπό αἰρετικούς στή θέση τοῦ Εὐσταθίου, ἐπισκόπου Σεβαστείας, κι ἀπό κεῖ μετατέθηκε στή Βέρροια, κι ἔπειτα πάλι ἀφοῦ ἀπό αὐτούς ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ἄν καί ἐκεῖνοι κατηγοροῦνται ὡς αἱρετικοί, αὐτός ἔγινε δεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνοι πού χειροτονήθηκαν ἀπό τόν Σέργιο καί τόν Πύρρο καί τόν Μακάριο, αὐτοί, ἐνῶ ἐκδιώχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν μετενόησαν ἔγιναν δεκτοί. Τό ἴδιο καί ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπό τόν πνευματομάχο Μακεδόνιο. Οἱ Ρωμαῖοι τόν Ἀκάκιο ὅσο ἀκόμα ζοῦσε τόν καθαίρεσαν καί τόν ἀναθεμάτισαν, μετά τόν θάνατό του ὅμως ὅταν ἔγινε βασιλιάς ὁ Ἰουστίνος μετά τόν Ἀναστάσιο, στέλνοντας πρεσβεία σ’ αὐτόν καί διαγράφοντάς τον ἀπό τά δίπτυχα, τότε πού τον θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τόν εἶχε ὁ Ἰωάννης, αὐτούς πού εἶχε χειροτονήσει τούς εἶχαν συλλειτουργούς τους καί εἶχαν κοινωνία μαζί τους. Ἐκεῖνοι πού χειροτονήθηκαν ἀπό τόν Ἀναστάσιο καί τόν Νικήτα, τούς αἰρετικούς, ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν ἕβδομη σύνοδο. Ὁ Μελέτιος ἐπίσης ἔγινε ἔνοχος μύριων κακῶν, ἀνέβηκε παράνομα σέ θρόνους ἄλλων, προκάλεσε λύπη σέ μάρτυρες, ἐπαναστάτησε κατά τοῦ πατριάρχη του καί πῆρε τό θρόνο του, πῆγε μέ τό μέρος τοῦ Ἀρείου, κι ὅπως λέει καί ὁ Σωκράτης καί θυσίασε κατά τόν διωγμό, καί ἐξαιτίας αὐτῶν καθαιρέθηκε ἀπό τόν Πέτρο. Ἀλλ’ ὅμως, ἄν καί καθαιρέθηκε πολλές φορές, ἔπειτα, ἄν καί ὄχι τήν ἱερωσύνη, ὅμως ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου [23].
Ο Ευγένιος Βούλγαρις Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας γράφει: «Ἡ ἱεροσύνη ἀνεξάλειπτος οὗσα οὐκ ἀναιρεῖται διά τῆς καθαιρέσεως»[24].Ο Ιωσήφ Βρυέννιος στην προς Νικήτα επιστολή λέει ότι είναι άγια και τέλεια τα παρά των καθηρημένων τολμηθέντα[25].
Αξίζει να αναφέρουμε και ότι επιτροπή που ορίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά το 1873 από τον Φιλόθεο Βρυέννιο και άλλους αρχιερείς και επιστήμονες θεολόγους γνωματεύσαν ότι «Οἱ ἐκ τῶν σχισματικῶν προερχόμενοι δεν αναχειροτονοῦνται». Άλλη επιτροπή του έτους 1876 από των Χαλκηδόνος Καλλίνικο, τον Αρχιμανδρίτη Γερμανού Γρηγορά και άλλους, απεφάνθη ότι δύναται η Εκκλησία να δέχηται τους επιστρέφοντας σχισματικούς με τον βαθμό τους χωρίς νέα χειροτονία[26].
Είναι ντροπή με βάση τις προαναφερθείσες αποφάσεις να υποστηρίζουν σήμερα νεοημερολογήτες επίσκοποι και μή, την ιεροσύνη των παλαιοημερολογιτών και να έχουν κάνει δεκτούς στο νέο ημερολόγιο κληρικούς δικούς μας χωρίς αναχειροτονία και οι «Καλλινικοί» να αμφισβητούν κληρικούς που μέχρι πρόσφατα συλλειτουργούσαν κοινωνούντες όλοι από το ίδιο σώμα και αίμα του Χριστού μας.
Ο Άγιος Πρωθιεράρχης Χρυσόστομος Καβουρίδης ήταν και αυτός κατά των αναχειροτονήσεων. Δυστυχώς την βλάσφημη επανάληψη των μυστηρίων της βαπτίσεως και της ιεροσύνης την πραγματοποιούσαν και στην εποχή του μερικοί νεοημερολογήτες, επικαλούμενοι τις παράνομες καθαιρέσεις που επέβαλε η διοικούσα εκκλησία στους αρχιερείς μας.
Έτσι ο Άγιος Χρυσόστομος ο νέος, ο Ομολογητής, λέει ότι οι καθαιρέσεις που έπραξαν οι νεοημερολογήτες στους Γνησίους Ορθοδόξους είναι άκυρες, καθώς αυτές επιβλήθηκαν αντικανονικά επειδή φρονούσαν ορθά οι Παλαιοημερολογίτες. Δεν είναι οι Παλαιοημερολογίτες που επαναστάτησαν, φατρίασαν και ξεσηκώθηκαν και γι’ αυτό τους καθαιρέσαν, αλλά οι νεοημερολογήτες οι οποίοι ύψωσαν το λάβαρο της επαναστάσεως. «Οἱ Παλαιοημερολογίτες εἶναι ἀμύντορες καί στυλοβάτες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν εἴμαστε ἀντάρτες, οὕτε δειλιάσαμε, περιφρουρούμε τούς κανόνες καί τούς ἱερούς θεσμούς τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτό καί ὑπέστημεν καί τά δεινά τῆς ἐξορίας καί μάλιστα περί τάς δυσμάς τῆς τριακονταπενταετοῦς Ἀρχιερατικῆς ἡμῶν σταδιοδρομίας»[27].
«Ὅθεν, αἰρομένου τοῦ λόγου τῆς ἀνταρσίας, ἐφ’ οὗ ἐστηρίχθη ἡ ἀπόφασις τῆς καθ’ ἡμῶν καθαιρέσεως, ἀποβάλλει αὕτη τό μοναδικόν βάθρον καί ἔρεισμα καί πίπτει ἀφ’ ἑαυτῆς, στερουμένης παντός κύρους καί πάσης νομιμότητος»[28].
«Ποιοι εἶναι ἄξιοι καθαιρέσεως, ἡμεῖς οἱ σεβόμενοι τάς παραδόσεις καί τούς θεσμούς τῆς Ὀρθοδοξίας καί συμμορφούμενοι ὡς ἐκ περισσοῦ, καί εἰς τάς συνοδικάς καί Πατριαρχικάς γνωμοδοτήσεις, ἤ ἐκεῖνοι οἵτινες θέτοντες ἐν μοίρα Καρός καί Κανόνας, καί Συνοδικάς ἀποφάσεις…;»[29]
«Έχοντας λοιπόν το πλήρες δικαίωμα της διακοπής του μνημοσύνου ( βάσει του 15ου της Πρωτοδευτέρας 861 μ. Χ) κόψαμε την κοινωνία μέχρι της εγκύρου και τελεσιδίκου λύσεως του ημερολογιακού ζητήματος»[30].
Και ο Ομολογητής ιεράρχης συνεχίζει γράφοντας για την καθαίρεση, ότι : «Ο κληρικός και καθαιρούμενος δεν αποβάλει την ιεροσύνη, διότι αυτή είναι ανεξάλειπτη. Την ιεροσύνη απονέμει στον κληρικό, όχι ο αρχιερέας που χειροτονεί, ο οποίος είναι όργανο, αλλά η Θεία Χάρις που επιφοιτά επί της κεφαλής του χειροτονουμένου με την επίκληση του Παναγίου Πνεύματος, υπό του χειροτονούντος Αρχιερέως λέγοντας : ἡ θεία χάρις, ἡ τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα, καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται Σε τόν Διάκονον εἰς Πρεσβύτερον ἤ Ἔπίσκοπον κ.λ.π. Συνεπώς ο Αρχιερεύς μη δίδων τον βαθμόν της ιεροσύνης, δεν δύναται και να αφαιρέση τούτον από τον καθαιρούμενον δια της καθαιρέσεως, διότι τα χαρίσματα του Θεού και η κλήσις του Παναγίου Πνεύματος είναι ανεξάλειπτα και αμεταμέλητα»[31]. Και ως παραδείγματα φέρνει ο ομολογητής ιεράρχης 1)την αποκατάσταση των καθηρεμένων που επανέρχονται χωρίς καμία πράξη και 2)την αποκατάσταση των σχισματικών όπως π.χ. το Βουλγαρικό Σχίσμα. Σχετικά με το τελευταίο, το 1876 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την γνωμοδότηση σχετικής επιτροπής (όπου αναφέρω παραπάνω) αποφάσισε ότι «τούς ὑπό καθηρημένων ἐπισκόπων κεχειροτονημένους καί ἀπό σχισματικῶν, ὡς ἔτι ἐκ τῆς ἐκκλησίας ὄντας, δεκτέον εἰς τήν κοινωνίαν κατά τήν διαγόρευσιν τοῦ ὀγδόου κανόνος τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἕκαστον δηλαδή μετά τοῦ οἰκείου βαθμοῦ καί σχήματος». Την απόφαση αυτή έκαναν δεκτή όλες σχεδόν οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες[32]. Έτσι όταν ήρθη το Βουλγαρικό σχίσμα το 1945 αναγνωρίσθηκαν ως κανονικές οι χειροτονίες, όχι μόνο των καθηρημένων σχισματικών επισκόπων, αλλά και των υπ’ αυτών χειροτονηθέντων από της κηρύξεως μέχρι της άρσεως του σχίσματος.
Ο νεοημερολογίτης μητροπολίτης Δωρόθεος Κοτταράς παραδέχεται ότι οι Παλαιοημερολίτες έχουν χειροτονίες πλήρεις ως προς το κύρος και οι Εκκλησιαστικές τους πράξεις είναι έγκυρες[33]. Ενώ ο Χρυσόστομος Φλωρίνης παραθέτοντας τα λόγια αυτά του Δωροθέου συμπεραίνει ότι οι αναχειροτονίες που κάνουν οι νεοημερολογήτες εμπίπτουν στις κυρώσεις του 68ου Αποστολικού κανόνος, δηλαδή οι αναχειροτονούντες είναι υπόδικοι καθαιρέσεως[34].
Στην σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία, το 1924 η Εκκλησία της Ελλάδος εφαρμόζει την αλλαγή του εορτολογίου και υιοθετεί το γρηγοριανό ημερολόγιο. Αυτή τη μεταρρύθμιση, την καινοτομία, δεν την ακολούθησε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Το έτος 1935, του παλαιού ημερολογίου ηγήθηκαν οι μητροπολίτες Δημητριάδος Γερμανός, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και Ζακύνθου Χρυσόστομος αφού αποκήρυξαν για λόγους πίστεως τη νεοημερολογήτικη εκκλησία και αφού πρίν προσπάθησαν να κάνουν τα πάντα για να επαναφέρουν το Ιουλιανό ημερολόγιο και το Ορθόδοξο εορτολόγιο. Έτσι οι Επίσκοποι αυτοί θέλοντας να επανδρώσουν τη νόμιμη Εκκλησία με επισκόπους, αλλά και να πιέσουν τους νεοημερολογήτες να γυρίσουν στο παλαιό ημερολόγιο, εξέλεξαν και χειροτόνησαν σύμφωνα με τους τύπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας τους αρχιμανδρίτες: α)Γερμανό Βαρυκόπουλο, σε Επίσκοπο Κυκλάδων, β) τον Χριστοφόρο Χατζή, σε Επίσκοπο Μεγαρίδος, αργότερα κατασταθέντος σε Επίσκοπο Χριστιανουπόλεως, γ)τον Πολύκαρπο Λιώση, σε Επίσκοπο Διαυλείας και δ) τον Ματθαίο Καρπαθάκη, σε τιτουλάριο Επίσκοπο Βρεσθένης. Αμέσως μετά από τις χειροτονίες αυτές ο «Αρχιεπίσκοπος» Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καλεί εκτάκτως την σύνοδο του, και επιβάλει την ποινή της καθαίρεσης, εξορίας και εγκλεισμού τους σε μοναστήρια. Αμέσως μετά την απόφαση αυτή, τρεις Αρχιερείς, ο Ζακύνθου Χρυσόστομος, ο Μεγαρίδος Χριστοφόρος και ο Διαυλείας Πολύκαρπος δηλώνουν μετάνοια στους νεοημερολογήτες, και έτσι η καθαίρεση του Ζακύνθου μετριάζεται στην ποινή της εξάμηνης αργίας, μετά το τέλος της οποίας ανέλαβε τα αρχιερατικά του καθήκοντα στην Μητρόπολη Ζακύνθου, από την οποία μετά από καιρό μετατέθηκε στην Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας, οι δε δύο άλλοι, με απόφαση του «Αρχιεπισκόπου» Χρυσοστόμου υποβιβάστηκαν στον βαθμό του πρεσβυτέρου την οποία δεν αποδέχθηκαν οι τελευταίοι.
Αλλά οι ποινές που επιβάλλαν οι νεοημερολογήτες στους Παλαιοημερολογίτες ήταν νόμιμες; Ήταν έγκυρες; Ήταν σύμφωνες με τη διδασκαλία της Δογματικής και του Κανονικού Δικαίου που στην περίπτωση αυτή κάνει λόγο για ιεροσυλία; ΟΧΙ. Γι’ αυτό και σοφοί μελετητές του Εκκλησιαστικού Δικαίου, άριστοι νομομαθείς, στηλίτευσαν με τα μελανώτερα χρώματα την ιεροσυλία αυτή. Έτσι ο μεγάλος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Κωνσταντίνος Ράλλης σε γνωμάτευσή του με ημερομηνία 30 Απριλίου 1936 γράφει: «Περί ὦν ὁ λόγος εἰς ἐπισκόπους χειροτονηθέντες ἀρχιμανδρίται, οὐδεμιᾶς ὡς εἰκός, θά τύχωσι νέας χειροτονίας εἰς τόν ἱερατικόν βαθμόν τοῦ ἐπισκόπου, διότι, παρά τά ἀνωμάλως καί ἀτάκτως γενόμενα, μυστηριακῶς μετεδόθη εἰς αὐτούς ἡ ἀρχιερωσύνη, δι’ ὅ καί θά δύνανται νά τελῶσι τά τοῖς ἀρχιερεῦσι προσήκοντα, ἄν ἡ Ἱερά Σύνοδος θά θελήσῃ νά χρησιμοποιήσῃ εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας αὐτούς, καθ’ ὅν νομίσει αὕτη τρόπον προσφορώτερον».
Ο δε μελετητής του όλου θέματος κ. Παναγιώτης Σμαΐλης, Τμηματάρχης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο περίφημο σύγγραμά του «Τό κῦρος τῶν Γάμων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί ἡ θέσις τῆς θρησκευτικῆς κοινωνίας τούτων»(Αθήνα 1956), αναφερόμενος στο θέμα των καθαιρέσεων των παλαιοημερολογιτών λέει ότι οι καθαιρέσεις είναι ανίσχυρες και ανενεργείς, άρα και ανύπαρκτες εξηγώντας τους λόγους γι’ αυτό.
Αλλά πιο πάνω είδαμε ότι οι Παλαιοημερολογίτες νεοχειροτονηθέντες Αρχιερείς Μεγαρίδος Χριστοφόρος Χατζής και Διαυλείας Πολύκαρπος Λιώσης, επέστρεψαν στη νεοημερολογήτικη εκκλησία, όπου και παρέμειναν δέκα ολόκληρα χρόνια, χωρίς όμως ποτέ να τολμήσουν να ιερουργήσουν ως ιερείς, σύμφωνα με την παράνομη απόφαση της διοικούσης εκκλησίας.
Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου Παντελεήμωνος την 31η Ιουλίου του 1942 προς την Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία γράφει ότι η συνείδησή του τον ελέγχει γιατί δεν θέλει να έχει υπό τους ώμους του το βάρος της ιεροσυλίας κατά τον 29ο κανόνα της Δ’ Οικουμενικής. Αισθανόταν ότι τον έχει καταδικάσει μία ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος. Έτσι ζητάει να αποκατασταθούν στον επισκοπικό βαθμό οι δύο Επίσκοποι Χριστοφόρος Χατζής και Πολύκαρπος Λιώσης.
Η κρατική εκκλησία κωφεύει στις εκκλήσεις τόσο του μητροπολίτη Καρυστίας όσο και άλλων αρχιερέων και έτσι το έτος 1945 επανέρχονται στην Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Τότε δέχονται για δεύτερη φορά απ’ τους νεοημερολογήτες «καθαίρεση» για «παλαιοημερολογιτισμό».Τέλος θα φύγουν πάλι το έτος 1953 στην καινοτόμο εκκλησία. Τότε η νεοημερολογήτικη εκκλησία τους δέχτηκε πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες, ανακαλώντας όχι μόνο τις καθαιρέσεις αλλά αναγνωρίζοντας και τον Επισκοπικό βαθμό που είχαν λάβει από την Εκκλησία του Πατρίου Εορτολογίου. Έτσι, σύμφωνα με απόφαση των νεωτεριστών, ο πρώην Παλαιοημερολογίτης Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Χριστοφόρος Χατζής λαμβάνει τον τίτλο του Επισκόπου Καρυουπόλεως, ο δε Διαυλείας Πολύκαρπος Λιώσης τον τίτλο του Επισκόπου Σταυρουπόλεως. Μετά από λίγο καιρό προήχθησαν και οι δύο σε εν ενεργεία Μητροπολίτες της νεοημερολογήτικης εκκλησίας, λαμβάνοντας ο μεν πρώτος την διαποίμανση της Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς και Κονίτσης, ο δε δεύτερος την διαποίμανση της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης.
Η Ιεροσύνη των Επισκόπων στο Παλαιό ημερολόγιο:
Μετά την προδοσία των δύο επισκόπων, η Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος έμεινε με έναν μόνο Επίσκοπο, τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Καβουρίδη, τον Ομολογητή, τον από Φλωρίνης. Ο Άγιος Φλωρίνης μή θέλοντας να διαπράξει το ανοσιούργημα τού Ματθαίου Καρπαθάκη, χειροτονώντας μόνος του επισκόπους, αναζητεί, ιδιαίτερα στην αλλοδαπή, ορθόδοξο επίσκοπο προκειμένου να συμπράξει μαζί του χειροτονώντας νέους επισκόπους εις τον Ιερόν ημών αγώνα. Όμως δυστυχώς τό έτος 1955 με ευθύνη των προπατόρων τής παρατάξεως τού κ. Καλλινίκου εκδημεί προς Κύριον αιφνιδίως. Επίσκοποι πλέον δεν υπάρχουν στον ιερό ημών αγώνα. Έτσι μετά από απόφαση τής μεγάλης πανελληνίου κληρικολαϊκής συνάξεως τού έτους 1958, τον Δεκέμβριο του 1960 στον Ρωσικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου Σικάγου, χειροτονείται Επίσκοπος Ταλαντίου ο ψηφισθείς από τον κλήρο και τον λαό των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, Αρχιμανδρίτης Ακάκιος Παππάς. Την χειροτονία τέλεσαν δύο έγκυροι, νόμιμοι, κανονικοί και κατά πάντα Ορθόδοξοι Επίσκοποι, ο Αρχιεπίσκοπος Σικάγου και Ντητρόϊτ Σεραφείμ και ο Ρουμάνος Επίσκοπος Θεόφιλος, μέλη της υπό τον Μητροπολίτη Αναστάσιο τότε, Ιεράς Συνόδου της Λευκορωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Διασποράς. Ακολούθως το έτος 1962 ο Επίσκοπος Ταλαντίου Ακάκιος μαζί μέ τόν Επίσκοπο Χιλής Λεόντιο χειροτονούν στην Αττική 5 νέους Επισκόπους, τους Κυκλάδων Παρθένιο, Γαρδικίου Αυξέντιο,(μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών) Μαγνησίας Χρυσόστομο, Διαυλείας Ακάκιο και Σαλαμίνος Γερόντιο. Οι διαδικασίες έγιναν σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο και τους εκκλησιαστικούς τύπους. Επόμενες αρχιερατικές χειροτονίες τελέστηκαν από τούς ανωτέρω αρχιερείς τό έτος 1971. Συνεχιστές αυτών των αρχιερέων, είναι η Σύνοδος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Μακαρίου.
Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν η επανάληψη των μυστηρίων είτε προέρχονται από τους Καλλινικούς είτε από τους νεοημερολογίτες δεν έχουν κανένα κανονικό έρεισμα.
Άγιοι Αρχιερείς και σεβαστοί πατέρες, είδαμε μερικά παραδείγματα από τούς ιερούς κανόνες και από τους αγίους Πατέρες, τα οποία διαφωνούν παντελώς με την πρακτική τόσο της κρατικής εκκλησίας όσο και της γνωστής. Παλαιοημερολογητικής παρατάξεως. Η Εκκλησία και οι ιεροί κανόνες αργά ή γρήγορα εκδικούνται αν δεν τους τηρούμε. Γι’ αυτό και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Μακάριος μας έχει τονίσει σε πολλές περιπτώσεις τον λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ο οποίος λέει περί ιεροσύνης μάχου ως περί πίστεως. Με την χάρη λοιπόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να παραμείνουμε σταθεροί στον αγώνα τον καλόν, κρατώντας τον θηραυρό της πίστεως και την ακεραιότητα της ιεροσύνης μας.
[1] Φωνή εξ’ Αγίου Όρους, Ἐκδοσις Ζηλωτῶν Πατέρων τῆς Ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἅγιον Ὄρος 2010.
[2] Άπαντα Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης. Βλ. και Λειτουργική Φουντούλη, τόμος Α’ Θεσσαλονίκη 1993.
[3] Δαν. 1, 42.
[4] Β’ Κορ. 1, 3. Ψαλμ. 122, 5-6.
[5] Ιω. 20, 23.
[6] Ἠσ. 58, 6.
[7] Μαλ. 1, 1.
[8] Ἐφ. 5, 2. Πράξ. 4, 30.
[9] Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα τά έργα, Διαταγαί Αποστόλων εκδ. «Τό Βυζάντιον» Θεσσαλονίκη 1993 σσ. 401-403. P.G. 1 βιβλίο 8 κεφάλαιο 5ο στήλη 1074 .
[10] Κατά τον Απ. Παύλο Ρωμαίους ΙΑ’. 29 «ἀμεταμέλητα γάρ τά χαρίσματα καί ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ».
[11]Γ. Ράλλη καί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμος 2ος Αθήνα 1852 σελ. 87.
[12] Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατά Στοιχείον, υπό Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή, τόμος 6ος σελ. 507, Αθήνα 1859.
[13] Σύντομη Ἱστορία τῆς Μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησιων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος καί περί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς Αὐτῆς Σελ. 110.
[14] ΦΩΝΗ ΕΞ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Εκδ. ΖΗΛΩΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2010. Όταν αποδέχθηκαν τους Χίου Στέφανο και Ευρίπου Ιουστίνο δήλωσαν ότι οι καθαιρέσεις ήταν αντικανονικές κ.α.
[15] Φωτίου του Πατριάρχου απόκριση Θ’ P.G. 104 σσ. 1229-1932. Επίσης Φωτίου Σύνταγμα Κανόνων Ε.Π.Ε. 11 σσ. 579-581.
[16] Σωκράτους, Ἐκκλης. ἱστορία, Ζ’ 25. P.G. 67, σσ. 1572-1592. Βλ. επίσης και Στυλιανού Παπαδόπουλου Πατρολογία Γ’ εκδ. Γρηγόρη 2010 σσ. 116-134. Επίσης βλ. Διομήδους Κυριακού Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήνα, 1881, σ. 233.
[17] Αγίου Συμεών Λογοθέτου και Μεταφραστού J. P. MIGNE, Patrologiae Graeca, Αθήναι 1994, τόμος 114, Βίος τοῦ Αγίου Ιάννου του Χρυσοστόμου, στήλη. 1193. Επίσης και ο Άγιος Φώτιος παραθέτει στην Μυριόβιβλο τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από το Βιβλίο του Γεωργίου Επισκόπου Αλεξανδρείας που υπάρχει πάλι στην P.G. στον τόμο 103 στήλη 357. Το ίδιο γεγονός αναφέρει και στα συγγράμματά του ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος.
[18] Γ. Ράλλη καί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμος 2ος Αθήνα 1852 σελ. 135.
[19] Το ίδιο όπ. παρ, τόμος 2ος, σελ. 136.
[20] Γ. Ράλλη καί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμος 4ος Αθήνα 1854 σελ. 89.
[21] Γ. Ράλλη καί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμος 3ος Αθήνα 1853 σσ. 478-479.
[22] Γ. Ράλλη καί Μ. Ποτλή, Σύνταγμα Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμος 1ος Τίτλ. Α’ κεφ. ΚΕ’ Αθήνα 1852 σελ. 63.
[23] Φωτίου του Πατριάρχου απόκριση Δ’ P.G. 104 σ. 1224. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως Ε.Π.Ε. τόμος 11 σσ. 569-571.
[24] Κριτικαί Επιστάσεις, Βιένη, σ. 278.
[25] Ιωσήφ μοναχού του Βρυεννίου, Τα Ευρεθέντα, τόμος Γ΄, σελ. 137.
[26] Αρχεῖον τοῦ Κανονικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Δεκέμβριος 1947.
[27] Άπαντα Χρυσοστόμου πρώην Φλωρίνης, εκδ. Ι.Μ. Αγίου Νικοδήμου Γορτυνίας, 1997 τόμος 2ος σελ.87.
[28] Το ίδιο όπου παρ.
[29] Το ίδιο όπ παρ, σελ 89
[30] Το ίδιο, όπου παρ. σελ. 91.
[31] Το ίδιο όπ. παρ, σσ. 91-92.
[32] Κ. Δυοβουνιώτη, Τά μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 165.
[33] Αρχεῖον τοῦ Κανονικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Δεκέμβριος 1947.
[34] Το ίδιο όπ. παρ, σ. 374.