ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ 2022- ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΔΑΒΙΔ
Ιδιαίτερα χαρούμενος είμαι σήμερα, αγαπητοί μου, διότι η πολυαγαπημένη μας αγία Ειρήνη ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, με αξιώνει ανήμερα στην εορτή της, με τις ευχές και ευλογίες του Παναγιωτάτου μας, να την υπηρετήσω στην εορτή της, ως διάκονος του θείου λόγου. Όταν είμαι εδώ στον ναό της, πάντοτε αναμιμνήσκομαι και ενθυμούμαι ημερών αρχαίων. Είναι πολύ σημαντική για εμένα η Αγία Ειρήνη, διότι εδώ εγνώρισα τον Μακαριώτατο Γέροντά μου κ.κ. Μακάριο και τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Ευθύμιο, τους πατέρες αλλά και όλους εσάς, τον κόσμο της Αγίας Ειρήνης, αλλά και ολάκερης της Θεσσαλονίκης και όχι μόνον, που ερχόταν εδώ και επισκεπτόταν την Αγία Ειρήνη. Εδώ γίναμε συνοδεία με τους πατέρες του Αγίου Ιακώβου, εδώ πρωτοσυστάθηκε υπό τον μακαριστό γέροντα Ιάκωβο Παπαδέλη, η συνοδεία, που έμελλε να πρωταγωνιστήσει στην Εκκλησία εις τα έσχατα χρόνια που διερχόμαστε. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο μακαριστός μας πάππος γέροντας Ιάκωβος, εκοιμήθη την ημέρα της Αγίας Ειρήνης, την οποία τόσο πολύ αγάπησε και διακόνησε, δαπανώντας εαυτόν με ανύστακτη διάθεση για την δόξα και εύκλεια της Αγίας. Και η Αγία Ειρήνη για να τον τιμήσει για την προσφορά του, την αυταπάρνηση της διακονίας του και το θυσιαστικό του πνεύμα, τον επήρε στην αγκαλιά της, την ημέρα της εορτής της.
Από όλα τα χαρίσματα και τις αρετές, που διέθετε η Οσία Ειρήνη και που δεν ήταν και λίγες, νομίζω πως η κορυφαία ήταν η καθαρή, πύρινη και αδιάλειπτη προσευχή της και τα όσα θαυμαστά συνέβαιναν κατά την διάρκεια αυτής. Η Οσία προσευχόταν ακατάπαυστα και μνημόνευε τον Θεόν, περισσότερο και από όσο ανέπνεε. Γι’αυτό άλλωστε και την αγάπησε ο Χριστός τόσο πολύ, που την κατέστησε ήδη από αυτήν την ζωή, νύμφη του ηγαπημένη.
Όταν προσευχόταν η Αγία, στεκόταν ορθή και με φλογερή και βαθιά πίστη και εμπιστοσύνη, προσευχόταν στον Κύριο για ώρες πολλές, με συγκέντρωση και χωρίς περισπασμούς. Πολλές φορές οι δαίμονες προσπαθούσαν να αποσπάσουν την προσοχή της από την προσευχή, άλλοτε με γέλια και θεατρινισμούς και άλλοτε με απειλές και φοβέρες. Μάλιστα ένας από αυτούς της είπε κάποτε: «Έως πότε Ειρήνη θα ανεχόμαστε τις πύρινες προσευχές σου, που θλίβουν το γένος μας; Έως πότε με την θεάρεστη συμπεριφορά σου θα φλογίζεις τα σωθικά μας;».
Μία φορά που προσευχόταν η Αγία με θέρμη, κάποιοι από τους δαίμονες άρπαξαν λαμπάδες, πήραν φωτιά από τα κανδήλια και πυρπόλησαν την Οσία Ειρήνη. Η φωτιά κατέκαψε τα ενδύματά της και θα κατέκαιε τις σάρκες της, αν οι καπνοί, που γέμισαν το κελλί της, δεν έβγαιναν από τα παράθυρα, για να το καταλάβουν οι μοναχές και να τρέξουν κοντά της και να την γλυτώσουν. Και ενώ αυτά συνέβαιναν, η Οσία Ειρήνη συνέχιζε να προσεύχεται ατάραχη, σαν να μην καίγεται η ίδια, αλλά κάποιος άλλος. Και όπως άγγελος Κυρίου εδρόσιζε τους τρεις παίδας μέσα στην κάμινο της Βαβυλώνος, έτσι και τώρα άγγελος από Θεού έπλεκε στην Οσία το στεφάνι της δόξας, το οποίο δεν πρόλαβε να της το φορέσει, καθώς οι μοναχές έσβησαν την φωτιά και έδωσαν τέλος στο μαρτύριό της. Και η Οσία τι έκανε; Όχι μόνο δεν επαίνεσε τις μοναχές, όπως θα περίμενε κανείς, αφού την έσωσαν από περίπου βέβαιο θάνατο, αλλά αντιθέτως σχεδόν τις μάλωσε και τις επέπληξε, όταν άρχισαν αυτές να φροντίζουν τις πληγές της. Από το καμένο σώμα της Αγίας έβγαινε ουράνια ευωδία και θαυματουργικά ο Χριστός αμέσως την θεράπευσε.
Κάποια άλλη φορά κατά το μεσονύκτιο, σηκώθηκε μία μοναχή για να προσευχηθεί στο κελλί της και βλέπει την Οσία Ειρήνη να προσεύχεται στο προαύλιο του καθολικού και να στέκεται όρθια σε στάση προσευχής, όπως το συνήθιζε. Ξαφνικά όμως η Οσία άρχισε να σηκώνεται ψηλά και να μετεωρείται πάνω από το έδαφος σε ύψος, όσο περίπου το μισό ύψος του αναστήματος ενός ανθρώπου. Την ίδια στιγμή τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, που βρισκόταν εκεί δίπλα της, έκλιναν τις κορυφές τους μέχρι την γη και παρέμειναν έτσι, για όσο διαρκούσε η προσευχή της Οσίας, για αρκετές δηλαδή ώρες. Όταν η Οσία Ειρήνη τελείωσε την προσευχή της, τα ευλόγησε σταυρωτά, όπως το συνήθιζε και αυτά ανασηκώθηκαν πάλι στην κανονική τους θέση. Τι παρατηρούμε εδώ αγαπητοί μου; Ότι ακόμη και τα άψυχα όντα (η κτίσις όλη), συναισθάνονται την αρετή των αγίων και υποκλίνονται μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής, αλλά και της προσευχής των φίλων του Θεού.
Εμείς εδώ λοιπόν σήμερα δι’ολίγων, θα ασχοληθούμε με την αρετή και εργασία της προσευχής, χωρίς να αναφέρουμε άγνωστα πράγματα, αλλά περισσότερο υπενθυμίζοντας ήδη γνωστά. Θα ξεκινήσουμε με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ο οποίος στον λόγο του περί προσευχής λέει τα εξής: « Η προσευχή είναι ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό, καθώς και σύστασις και διατήρησις του κόσμου». Πράγματι με την προσευχή ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό, αλλά και με τις προσευχές των αγίων και τις Ορθόδοξες θείες λειτουργίες, διατηρείται και συνέχεται ο κόσμος από το χέρι του Χριστού και την θεία πρόνοια.
Η προσευχή είναι-κατά τον άγιο- η γέφυρα που μας σώζει από τους πειρασμούς και το τείχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις. Με την προσευχή συντρίβουμε τους πολεμίους και χαίρονται οι άγγελοι. Προγευόμαστε την μελλοντική ευφροσύνη και προξενούμε στην ψυχή μας, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, με την αφανή πρόοδο και τον φωτισμό του νου, που επέρχονται ως μόνιμες καταστάσεις, όταν επιμένουμε στην ακατάπαυστη δοξολογία και την διηνεκή επίκληση του παναγίου ονόματος του Κυρίου.
Κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό που υπογραμμίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, είναι ότι η προσευχή γίνεται πέλεκυς που κτυπά την απόγνωση, είναι απόδειξις της ελπίδος και διάλυσις της λύπης. Εκείνος που προσεύχεται με θέρμη και εκ βάθους καρδίας στον Χριστό, δεν πρόκειται να κυριευθεί από τα δίχτυα της απόγνωσης και της απελπισίας, διότι η προσευχή του είναι θυγατέρα της ελπίδος, αφού προσεύχεται, σημαίνει, ότι ελπίζει στον Κύριο, εμπιστεύεται τον Κύριο, αλλά ταυτόχρονα η προσευχή του είναι και μητέρα της ελπίδος, γεννά την ελπίδα στο πρόσωπο του Χριστού και των αγίων του και την ισχυροποιεί.
Και βεβαίως διαλύεται η λύπη, μειώνεται ο θυμός και η μνησικακία, αποκαλύπτονται μελλοντικά πράγματα και φανερώνεται η πνευματική κατάσταση και η πνευματική δόξα, που έχει κανείς, καθώς η προσευχή είναι ο καθρέπτης της πνευματικής προόδου και όπως το λέει χαρακτηριστικά ο άγιος, η προσευχή είναι για εκείνον που προσεύχεται, δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα. Διότι η προσευχή με την ποιότητα, την ένταση, την δύναμη, την πυκνότητα, την καθαρότητα και την επιμονή της, κρίνει τον προσευχόμενο, καθώς τα χαρακτηριστικά της προσευχής του, είναι εκείνα που προσδιορίζουν και χαρακτηρίζουν την κατάσταση της καρδιάς του και το βάθος της προαιρέσεως του.
Ο άγιος ζητάει από εμάς να στεκόμαστε ως υπόδικοι και φταίχτες ενώπιον του Κυρίου και να μην λέμε πολλά στην προσευχή μας, για να μην διασκορπίζεται ο νους μας, αναζητώντας λόγια. Ο τελώνης έναν λόγο είπε και εξιλέωσε τον Θεό. Το ίδιο και ο ληστής επάνω στον Σταυρό. Ο Χριστός άλλωστε ξέρει τι θα του ζητήσουμε, προτού να το ζητήσουμε. Μια λεπτομέρεια, που όμως είναι σημαντική. Όταν αισθάνεσαι γλυκύτητα ή κατάνυξη σε κάποιο λόγο της προσευχής σου, σταμάτησε σε αυτόν, επανέλαβέ τον, για όσο διαρκεί η κατάνυξη, διότι τότε συμπροσεύχεται μαζί μας ο άγγελος φύλακάς μας.
Μεγάλη βαρύτητα δίνει ο άγιος στην πραότητα και την αοργησία με την οποία πρέπει να προσευχόμεθα. Κάτι όχι τόσο εύκολο, αλλά απαραίτητο, διότι εάν επιχειρούμε να προσευχηθούμε, γεμάτοι οργή και μνησικακία, δεν θα είναι εύκολο να συγκεντρωθούμε, αλλά ούτε και να προσευχηθούμε με θέρμη και ζήλο, διότι ο θυμός και η αγανάκτηση για το κακό, που μας έκαναν οι εχθροί μας, θα ψυχράνουν την καρδιά μας και δεν θα της επιτρέψουν να προσευχηθεί, όπως πρέπει.
Σε σχέση με την μάζωξη και τιθάσευση του ατίθασου και άσωτου νου μας, ο άγιος επισημαίνει, πως αν αγωνιζόμαστε συνεχώς και αποφασιστικώς, τότε θα μας επισκεφτεί και εμάς, Εκείνος που θέτει όρια στη θάλασσα του νου και κατά την ώρα της προσευχής μας, θα της πει: «Μέχρι τούτου ελεύση, και ουχ υπερβήση» (Ιώβ λή, 11). Είναι αδύνατον να δεσμεύσει κανείς ένα πνεύμα, όπως τον νου. Όπου όμως παρουσιασθεί ο Κτίστης του πνεύματος, τα πάντα υποτάσσονται. Η προσευχή βεβαίως προϋποθέτει την ύπαρξη πίστεως, διότι η πίστη δίνει φτερά στην προσευχή. Χωρίς την πίστη και την εμπιστοσύνη στον Κύριο, η προσευχή δεν μπορεί να πετάξει στον ουρανό. Και για να αποκτήσουμε ασφαλώς προσευχή καθαρή και ποιοτική και επομένως θεάρεστη, θα πρέπει να προσευχόμεθα, έστω και χωρίς συγκέντρωση μερικές φορές ή ρυπαρά και ακηδιαστικά κάποιες άλλες, δηλαδή έστω κι αν μας ταλαιπωρούν μάταιες ενθυμήσεις, ρεμβασμοί και διαλογισμοί πονηροί, το σημαντικό είναι να μην παραιτηθούμε, να μην σταματήσουμε, αλλά να συνεχίζουμε την προσευχή, χωρίς να υπολογίζουμε κόπο και πόνο.
Πρέπει να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε καλά εμείς οι χριστιανοί, ότι δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο, αγαθότερο, υψηλότερο, ανώτερο, γλυκύτερο και ερασμιώτερο από το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και επομένως δεν αξίζει τίποτε περισσότερο, από το να προσκολλώμαστε απερίσπαστα μέσω της προσευχής στο θεϊκό πρόσωπο του Κυρίου. Επομένως ακόμη κι αν κάποιες φορές δεν εισακούονται τα αιτήματά μας και μόνο το γεγονός ότι επιμένουμε στην προσευχή, δηλαδή στην προσκόλληση και τη συνεχή παραμονή στην ένωση με το άκρως εφετόν και επιθυμητόν, που είναι ο Χριστός, αυτό από μόνο του, προξενεί τεράστια ωφέλεια στην ψυχή μας, την ύπαρξή μας και τη ζωή μας και μας κληροδοτεί την μέλλουσα Βασιλεία της αθανασίας και της θεϊκής αγάπης, που δεν έχει τέλος. Εάν βεβαίως εισακουόμαστε, όταν προσευχόμαστε για άλλους, δεν πρέπει να υπερηφανευόμαστε, διότι η πίστη αυτών ενήργησε, ώστε να εισακουσθεί η προσευχή μας.
Τελειώνοντας με τους λόγους του αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου, μένουμε σε αυτό που λέγει, ότι είναι βαρύ να αρπάξεις το νερό από το στόμα του διψασμένου. Βαρύτερο όμως είναι να διακόψεις μια ψυχή, που προσεύχεται με κατάνυξη από την πολυπόθητη αυτή προσευχή της, πριν την τελειώσει. Θα πρέπει λοιπόν να προσέξουμε, όταν κάποιος από την οικογένεια στο σπίτι μας, προσεύχεται και μάλιστα με δάκρυα και κατάνυξη, να μην τον διακόψουμε κατ’ουδένα τρόπο, ούτε με την τηλεόραση, ούτε με άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες, ούτε με τους θορύβους του σπιτιού, αλλά να κάνουμε ησυχία, μέχρι να τελειώσει την προσευχή του, το μέλος που προσεύχεται, διότι συν τοις άλλοις δεν ξέρουμε εάν θα ξαναβρεθεί σε μία τέτοια κατάσταση κατανύξεως και δακρύων. Εάν το κάνουμε αυτό, έστω κι αν εμείς δεν είμαστε πολύ της προσευχής, το γεγονός ότι προσέξαμε και σεβαστήκαμε εκείνον που προσευχόταν, αυτό θα μετρήσει υπέρ μας.
Η προσευχή, αγαπητοί μου, είναι έργο ευεργετικό, όχι μόνον για τον προσευχόμενο, αλλά και για το περιβάλλον του, καθώς και για όλους για όσους προσεύχεται. Ιδιαίτερα οι προσευχές των αγίων είναι μεγίστης σημασίας για την ανθρωπότητα ολόκληρον. Οι προσευχές των ηγιασμένων ψυχών επηρεάζουν την ιστορία του κόσμου, προκαλώντας την πολλαπλή ευεργετική επέμβαση του Θεού στον ρουν της ιστορίας. Γι’αυτό και κάνουν πολύ μεγάλο λάθος, εκείνοι που θεωρούν αντικοινωνικούς τους μοναχούς, τους αναχωρητές και τους ανθρώπους που αφιερώνουν την ζωή τους στην προσευχή και αένναη δοξολογία του Θεού και ότι δήθεν δεν προσφέρουν τίποτα στην κοινωνία. Ίσα-ίσα δεν υπάρχει πιο κοινωνική και αλληλέγγυα εργασία και μεγαλύτερη προσφορά στο κοινωνικό σύνολο από την εργασία της προσευχής.
Η δύναμη της προσευχής και η δύναμη της φιλίας με τον Χριστό, των φίλων του Θεού, δηλαδή των αγίων, είναι τεράστια και μπορεί να μεταμορφώσει ψυχές και να αναμορφώσει την κοινωνία. Εκείνος μάλιστα που με την εδώ ζωή του, έγινε φίλος του Θεού και έτσι η ύπαρξή του εκτείνεται στην αθανασία, θα μπορεί να έχει ασύλληπτη και αδάπανη ευεργετικότητα για τον κόσμο ανά τους αιώνας, με την υπεραξία της ακοίμητης πρεσβείας και μεσιτείας του προς Κύριον. Οι πιστοί γνωρίζουν, ότι η τιμή των αγίων διαβαίνει στον Χριστό, γι’αυτό και τιμούν τους αγίους, τους σέβονται και προσεύχονται σε αυτούς επικαλούμενοι την μεσιτεία τους και έχοντας ελπίδα στην παρρησία, που έχουν οι άγιοι ενώπιον του θρόνου του Θεού.
Για χίλια έτη οι Ρωμηοί εκράτησαν δια μέσου μυρίων δεινών την ένδοξον Ορθόδοξον Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, που τους εχάρισε ο Χριστός και η Υπέρμαχος Στρατηγός, χάρις εις τας προσευχάς τους, τα Μοναστήρια και τις Εκκλησίες τους και χάρις εις τας πρεσβείας της Παναγίας και των Αγίων μας, τας οποίας επεκαλούντο αδιαλείπτως και ακαταπαύστως. Οι πρόγονοί μας εγνώριζαν καλώς την αναγκαιότητα της προσευχής, δια της οποίας καταφλέγεται ο διάβολος, μαζί με τα ολέθρια ψυχικά και σωματικά πάθη. Επιπλέον είχαν συνείδηση, ότι τα αγαθά έργα είναι καλά, αρκεί να εκπορεύονται από μία καρδιά ταπεινή και προσευχομένη. Εάν ελπίζουμε εις τα έργα μόνον, χωρίς την ταπείνωση και την καθαρότητα, που εκπηγάζουν από ταπεινή και καθαρή προσευχή, κινδυνεύουμε να ακούσουμε υπό του Κυρίου, το «ουκ οίδα υμάς».
Στο σημείο αυτό όμως ας δούμε και ολίγα τινά, από όσα λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος περί προσευχής. Ένα στοιχείο στο οποίο δίνει ιδιαίτερη σημασία ο άγιος, είναι η επιμονή κατά τη διάρκεια της προσευχής. Έστω κι αν δεν εισακουόμαστε αρχικά και πολυκαιρίζουμε στην προσευχή, δεν θα πρέπει να αποκάμουμε, αλλά να επιμείνουμε μέχρι να εισακουστούμε. Και αναφέρει την περίπτωση της Χαναναίας, η οποία τελικά ανταμείφθηκε και εισακούστηκε το αίτημά της από τον Κύριο, διότι δεν παραιτήθηκε, δεν απογοητεύθηκε, όταν αρχικά ο Κύριος δεν της έδινε σημασία ή της μιλούσε προσβλητικά, αλλά συνέχισε να τον παρακαλάει με ζήλο και θερμή πίστη και τελικά ο Χριστός της έκανε το χατήρι και θεράπευσε την κόρη της. (Εις την Γένεσιν ΛΔ΄, ΕΠΕ 3,428. PG 53,314).
Στο ζήτημα για το ποια πρέπει να είναι τα αιτήματά μας, ο άγιος απαντά πως είναι ανάξιο από τον τόσο γενναιόδωρο και παντοδύναμο Κύριο να ζητάμε αυτά που καταστρέφονται στην παρούσα ζωή και μεταβάλλονται και αλλάζουν συνέχεια. Διότι τέτοια είναι όλα τα ανθρώπινα πράγματα, είτε μιλήσεις για τον πλούτο, είτε για την εξουσία, είτε για την ανθρώπινη δόξα. Ας ζητάμε λοιπόν εκείνα που μένουν για πάντα, τα αιώνια, εκείνα που δεν γνωρίζουν μεταβολή. Και γνωρίζοντας την καλωσύνη του Κυρίου μας, ας μην κάνουμε λόγο για τα παρόντα, αλλά ας μεταφέρουμε τον ζήλο μας στην επιθυμία των επουρανίων αγαθών. (Εις την Γένεσιν ΝΔ΄, ΕΠΕ 4,374-378. PG 54,478-479).
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο να προσευχόμασθε υπέρ των εχθρών μας ή τουλάχιστον να μην προσευχόμασθε με μνησικακία και μίσος. Ζητάει η προσευχή μας να είναι ήρεμη και γαλήνια και να έχει χαρούμενο και ήπιο πρόσωπο. Τέτοια είναι η προσευχή, που γίνεται με πραότητα και όχι εναντίον των εχθρών. Όπως τονίζει ο άγιος, η γλώσσα που δεν λέει τίποτα το πικρό στην προσευχή, αλλά όσα λέει είναι ευχάριστα, αυτή είναι η γλώσσα των αγγέλων. Όταν έρχεται και προσεύχεται για εκείνους που την αδικούν και την βλάπτουν, τότε και οι άγγελοι στέκονται όρθιοι και την ακούν με πολλή ησυχία και όταν τελειώσει, δεν σταματούν να την χειροκροτούν, να την επαινούν και να την θαυμάζουν.
Είναι σημαντικό να προσευχόμασθε δίχως οργή και θυμό (εκτός κι αν τον στρέφουμε κατά των δαιμόνων και κατά της αδικίας που υπάρχει στον κόσμο γενικότερα), διότι ο διάβολος φοβάται περισσότερο αυτόν που συγκρατεί την οργή του και νικά τον θυμό του, παρά εκείνον που θεραπεύει δαιμονισμένους. Γιατί και τα πάθη αυτά είναι φοβερός δαίμονας και πρέπει περισσότερο να λυπούμαστε τους οργίλους και θυμώδεις και όχι τους δαιμονισμένους. Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει ο άγιος, το να είναι κανείς δαιμονισμένος δεν οδηγεί στην γέενα της κολάσεως, ενώ η οργή και η μνησικακία βγάζουν τον άνθρωπο έξω από την Βασιλεία των ουρανών. (Εις τον Δ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5,136-142. PG 55,44-45).
Ασφαλώς για να εισακουσθεί κανείς, θα πρέπει να είναι ταπεινός στην καρδιά, πτωχός στο πνεύμα και να έχει φρόνημα ταπεινό, διότι όχημα της προσευχής είναι η ταπεινοφροσύνη. Οπωσδήποτε απαραίτητη είναι η ευγνωμοσύνη και η ευχαριστιακή δοξολογία μετά την λήψη του αιτουμένου. Ο άγιος τονίζει, πως εκείνοι που παρακαλούν με πάρα πολύ μεγάλη προθυμία και επιμονή, πριν ακόμη λάβουν το δώρο, δηλαδή το αιτούμενο, έχουν την αίσθηση από την καθαρή και πολύ μεγάλη τους διάθεση με την οποία προσευχήθηκαν, ότι έλαβαν ήδη το δώρο, διότι από προηγουμένως έχει πλημμυρίσει η καρδιά τους από την ευφροσύνη της θείας χάριτος, που τους επισκέφτηκε κατά την διάρκεια της προσευχής τους. Αυτοί έχουν ήδη πετύχει του σκοπού της προσευχής των, έστω κι αν δεν έλαβαν, ακριβώς ό,τι ζήτησαν. (Εις τον ΙΒ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5,566. PG 56,152).
Είναι σημαντικό αυτό που λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, πως όταν βρεθούμε σε κάποια απρόσμενη συμφορά, δεν πρέπει να χάσουμε το θάρρος μας, αλλά αμέσως να δυναμώσουμε το φρόνημά μας και να τρέξουμε στο ακύμαντο λιμάνι και στον απόρθητο πύργο, την βοήθεια του Θεού. Βέβαια αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο για κανέναν μας εκείνες τις ώρες της μεγάλης συμφοράς και του δεινού πειρασμού, αλλά ο άγιος επισημαίνει, πως γι’αυτό ο Κύριος, επέτρεψε να πέσουμε στην συμφορά, για να τον καλέσουμε και μάλιστα με θέρμη και ζήλο και προθυμία πολλή. (Εις τον ΡΙΔ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 6,520-522. PG 55,315-316).
Πολλές φορές, λέει ο άγιος Ιωάννης, είδε γυναίκες να προσεύχονται από τα βάθη της καρδιάς τους για τον ξενιτεμένο σύζυγό τους και το άρρωστο παιδί τους, με τέτοιο τρόπο, και τόσα πολλά δάκρυα να χύνουν, ώστε να πετυχαίνουν τον σκοπό της προσευχής τους. Άλλο παράδειγμα που μας δίνει είναι η μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η Άννα, η οποία προσευχόταν από τα βάθη της καρδιάς της, έχυνε αμέτρητες πηγές δακρύων και με την προσευχή της υψώθηκε στον ουρανό. (Α΄ Βας 1,10-11). Εκείνος που προσεύχεται έτσι, βεβαιώνει ο άγιος, πριν ακόμη λάβει εκείνα που ζητά, κερδίζει από την προσευχή μεγάλα καλά. Διότι καταπραϋνει όλα τα πάθη, μαλακώνει τον θυμό, διώχνει τον φθόνο, διαλύει την επιθυμία, καταμαραίνει τον έρωτα για τα κοσμικά πράγματα, χαρίζει στην ψυχή του πολλή γαλήνη, και ανεβαίνει πλέον στον ίδιο τον ουρανό. Διότι όπως ακριβώς η βροχή που πέφτει μαλακώνει την σκληρή γη, ή η φωτιά το σίδερο, έτσι και η παρόμοια προσευχή, καταμαλακώνει και διαποτίζει την σκληρή από τα πάθη διάνοια, δυνατότερα από την φωτιά και περισσότερο από την βροχή. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι, μην ζητάς μόνον αυτό, δηλαδή πως να λάβεις εκείνο που αιτείσαι, αλλά και πως να κάνεις καλύτερη την ψυχή σου με την προσευχή αυτή. Διότι αυτό είναι και το έργο της προσευχής. Εκείνος που προσεύχεται με τον τρόπο αυτό, γίνεται ανώτερος από τα κοσμικά πράγματα, δίνει φτερά στην διάνοιά του, κάνει ανάλαφρη την σκέψη του και δεν κυριεύεται από κανένα πάθος. (Εις τον ΡΚΘ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 7,68-76. PG 55,373-376).
Εν κατακλείδι, αγαπητοί μου, εύχομαι με τις πρεσβείες της Οσίας Ειρήνης και των λοιπών αγίων, να μιμηθούμε την μεγάλη αγάπη που έτρεφαν οι ηγιασμένες ψυχές για την συνομιλία με τον Χριστό και να επιδοθούμε με ζήλο θεϊκό και ουράνιο πόθο στο θεάρεστο έργο της προσευχής, που τόσα καλά θα φέρει στην ζωή μας αυτή, αλλά κυρίως θα γίνει σε εμάς, πρόξενος της μελλούσης Βασιλείας, για να χαιρόμαστε εκεί αθανάτως, με τους αγγέλους του Θεού και πάντας τους αγίους, υμνούντες και δοξάζοντες ακαταπαύστως το πανάγιον όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν!