Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

Η απιστία της αδιάκοπης θαυματοθηρίας

Υπο του Θεοφιλεστάτου Πέτρας κ. Δαβίδ

            Διανύουμε αισίως την τέταρτη Κυριακή των Νηστειών. Στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής, βλέπουμε τον Κύριό μας να αποκαλεί την γενεά του άπιστον και διεστραμμένη. Όταν ο πατέρας της περικοπής έρχεται στον Χριστό και του ζητάει να θεραπεύσει τον υιόν του που έχει καταληφθεί από δαιμόνιον άλαλον και κωφόν, τότε ο Χριστός τον ρωτάει εάν πραγματικά πιστεύει ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.

            Πρωτύτερα ο πονεμένος πατέρας είπε στον Χριστό ότι ζήτησε και από τους μαθητές του να θεραπεύσουνε το παιδί του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Χριστός τότε είπε τον περίφημο λόγον: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μάρκ. Θ΄ 9). Η πρώτη εντύπωση που δίδεται εδώ είναι ότι ο Χριστός αναφέρεται στους μαθητές του, οι οποίοι λόγω της απιστίας τους δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από τον άρρωστο νεαρό.

Μέσω όμως των μαθητών του ο Κύριος καυτηριάζει την απιστία της γενεάς των Ιουδαίων, από την οποίαν προήρχοντο ασφαλώς και οι Απόστολοι του Χριστού. Οι Εβραίοι αν και είχανε τον ίδιο τον Χριστό μπροστά τους, να τους διδάσκει, να τους ευλογεί, να κάνει σημεία και τέρατα, αν και είχαν τη μαρτυρία του Προδρόμου και των Γραφών για το πρόσωπο του Μεσσία, εν τούτοις κατά βάθος δεν πίστευαν ότι Αυτός που είχαν ενώπιόν τους ήταν η πλήρωση του νόμου και των προφητών.

Τον Χριστό τον έβλεπαν μόνον ως έναν άνθρωπον, ξεχωριστόν ίσως, εκλεκτόν, που θα έπρεπε όμως κάθε φορά να ικανοποιεί τις ιδιοτροπίες τους για να εξαγοράζει προς καιρόν την εύνοιά τους. Τον ακολουθούσαν μόνον επειδή μέσω των θαυμάτων του, εθεραπεύοντο οι ανάγκες τους για «άρτον και θεάματα». Όταν ο Χριστός πολλαπλασίαζε τους άρτους και τους ιχθύες και τους έδιδε τροφή για να χορτάσουν την πείνα τους, τότε ήταν καλός και άγιος και άξιος πίστεως και σεβασμού.

Ο άρτος ο υλικός ήταν ευπρόσδεκτος, όταν όμως μιλούσε για τον άρτον τον ουράνιον, τότε άρχιζαν να δυσπιστούν, να δυσανασχετούν και να σκανδαλίζονται. Δεν ήθελαν στην ουσία έναν ουράνιο Μεσσία, έναν Υιόν του Θεού, αλλά έναν επίγειο βασιλέα και λυτρωτή, έναν εγκόσμιο Μεσσία που θα τους λύτρωνε από τη μιζέρια και τη φτώχεια τους.

Ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, διάφοροι κατακτητές πέρασαν διαδοχικά από τον τράχηλο του Ισραήλ χωρίς διάλειμμα. Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Μήδοι, Πέρσες, Έλληνες και Ρωμαίοι. Οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν ιδιαίτερα σκληροί απέναντι στους Εβραίους. Αυτό έκανε τους Ισραηλίτες που ήταν υπόδουλοι για επτακόσια ολόκληρα χρόνια, να ποθούν ελευθερία, αποκατάσταση και εκδίκηση. Τους έκανε να νοσταλγούν τις ημέρες του ένδοξου βασιλιά Δαυίδ και να περιμένουν με αγωνία πότε θα έλθει ο Μεσσίας, ο «υιός Δαβίδ», κατά τους προφήτες.

Παρερμήνευαν όμως το προφητικό πνεύμα, διότι φαντάζονταν τον Μεσσίαν ως προφήτην του Θεού μεν, αλλά με πολιτική και πολεμική διάσταση δε. Ως έναν πρίγκιπα δηλαδή, έναν επαναστάτη και πολεμιστή αδυσώπητο των εχθρών του Ισραήλ, ο οποίος θα έσφαζε και θα κατακτούσε τα έθνη, παίρνοντας εκδίκηση για λογαριασμό των βασανισμένων συμπατριωτών του. Πολύ περισσότερο δεν ήταν έτοιμοι να δεχθούν ότι ο Μεσσίας θα υπέφερε και μάλιστα θα καταδεχόταν να πεθάνει από τους συμπατριώτες του με ατιμωτικόν θάνατον, προκειμένου να τους λυτρώσει από την αμαρτία. Αλλά με αυτό το τελευταίο, δεν θα ασχοληθούμε εις το παρόν άρθρο.

Εκτός λοιπόν από την υποταγή όλων των βασιλειών της γης κάτω από την εξουσία του Ισραήλ, πίστευαν πως ο Μεσσίας θα παράσχει στον λαό «άρτους και Θεάματα», εκείνα τα οποία συνήθως επιζητεί ο όχλος, τον άρτον για να τραφεί και να ζήσει και τα θεάματα ως υποκατάστατα κάθε πνευματικής τροφής. Γι’ αυτό και όταν έγινε το θαύμα των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, είχαν ενθουσιαστεί πολύ με τον Χριστό που τους γέμισε τα στομάχια και ήθελαν να τον χρίσουν βασιλέα του Ισραήλ, διότι διαπίστωναν ότι έχει όλες τις προδιαγραφές που αυτοί θεωρούσαν απαραίτητες για το πρόσωπο του Μεσσία.

Έκαναν τη σκέψη πως αυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να εκπληρώσει και τα πιο τρελά τους όνειρα. Γι’ αυτό και τους λέγει ο Χριστός ότι: «…ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων και ἐχορτάσθητε» (Ἰωαν. στ΄, 26).«Δεν με αναζητείτε γιατί πιστεύσατε κατά βάθος σε μένα και είστε έτοιμοι να συσταυρωθείτε για την αγάπη μου, αλλά γιατί επιθυμείτε να έχετε από εμένα πρόσκαιρα και υλικά οφέλη.

Εγώ όμως δεν ήλθα για να γίνω ο επίγειος βασιλεύς του Ισραήλ και ολόκληρης της ανθρωπότητας, αλλά είμαι εδώ για να σας χαρίσω την ουράνια Βασιλεία, που είναι μένουσα και αθάνατη. Ο ρόλος μου δεν είναι να θεραπεύω ( = υπηρετώ ) την ιδιοτέλειά σας και να ανανεώνω την εμπιστοσύνη σας στο πρόσωπό μου κάνοντας θαύματα επί θαυμάτων. Αυτό που θέλω είναι μέσω των σημείων που επιτελώ να ελκύσω την προσοχή σας και να σας κάνω περισσότερον προθύμους στην ακρόαση, αλλά και την αποδοχή της διδασκαλίας μου».

Ο Κύριος ως καρδιογνώστης που είναι έβλεπε ότι ο πρώτος ενθουσιασμός, η πρώτη εκείνη πίστη του όχλου στο πρόσωπό του ήταν επιφανειακή και επιπόλαια. Διέκρινε ότι δεν ήταν γνήσια και αληθινή πίστη. Γι’ αυτό άλλωστε και γρήγορα μεταβλήθηκε σε απιστία ή μάλλον ήταν εξ’ αρχής μία κατά βάθος απιστία. Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος για τον οποίον μετ’ αγανακτήσεως αποκαλεί την γενεάν του άπιστον και διεστραμμένην.

Διερωτάται μάλιστα μέχρι πότε θα ευρίσκεται ανάμεσά τους για να προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να μεταθέσει τις επιθυμίες τους στον ουρανό και να ανυψώσει τον νουν τους στα πνευματικά χαρίσματα. Μέχρι πότε θα τους ανέχεται και θα αγωνίζεται να τους εμφυτέψει τον πόθο της αιωνίου ζωής, την αγάπη της ουρανίου και όχι της επιγείου Βασιλείας. Φανταστείτε ότι είχαν τον ίδιο τον Χριστό ενώπιών τους και όμως δεν επίστευαν.

Ο Κύριος τους χτυπούσε συνέχεια το καμπανάκι και τους έλεγε με τον τρόπο του σε κάθε ευκαιρία: «Ξέρετε αγαπητοί μου συμπατριώτες, δεν έχετε συνείδηση τι ακριβώς είπανε οι προφήτες, δεν συναισθάνεσθε ότι οι πατέρες σας απέβησαν προφητοκτόνοι και τώρα η ιστορία είναι έτοιμη να επαναληφθεί. Μόνο που αυτή τη φορά θα είναι χειρότερα. Θα ξεπεράσετε τα μέτρα των πατέρων σας στην κακία, διότι θα αποβείτε Θεοκτόνοι. Έχετε στις συναγωγές σας και στα σπίτια σας την Αγία Γραφή, αλλά ουσιαστικά η Αγία Γραφή είναι κάτι ξένο και αλλότριο για εσάς. Δεν γνωρίζετε και δεν ξέρετε να ερμηνεύετε σωστά το νόημά της. Διότι, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, δεν είστε παιδιά της Διαθήκης και της Θείας επαγγελίας».

Γι’ αυτό και όταν ήλθε να τον παρακαλέσει με θέρμη ο πονεμένος πατέρας λέγοντας το: «εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν» (Μάρκ. θ΄, 22),ο Χριστός του απάντησε με παρόμοιο τρόπο: «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι»(Μαρκ.θ΄,23). Ο πατέρας επικαλέσθηκε την θαυματουργόν δύναμη του Κυρίου και ο Κύριος από τη μεριά του επικαλέσθηκε τη θέρμη της πίστεως του πατέρα. Ο πατέρας δηλαδή «ρίχνει το μπαλάκι» στον Χριστό και ο Χριστός του το «επιστρέφει». Ουσιαστικά του λέει ο Κύριος ότι: «από σένα κρέμεται η σωτηρία του γιού σου, από τη δική σου πίστη εξαρτάται η θεραπεία του και όχι από τη δική μου δύναμη και χάρη».

Πράγματι απ’ ότι φαίνεται η τακτική αυτή του Κυρίου έχει εν τέλει κάποιο αποτέλεσμα στην καρδιά του πατέρα. Απαντάει ταπεινά πως: «Ναι, Κύριε πιστεύω πως είσαι ένας εκλεκτός άνθρωπος του Θεού, μία δυνατή πνευματική προσωπικότητα που μπορεί να θεραπεύσει τον γιό μου. Άλλωστε αυτό – το ότι εσύ μπορείς να κάνεις σημεία και τέρατα, – το έχουμε διαπιστώσει κατ’ επανάληψιν. Βοήθησέ με όμως σε παρακαλώ να σε γνωρίσω καλύτερα και να πιστεύσω τελειότερα και βαθύτερα σε Σένα. Θεράπευσέ μου την απιστία της αμφιβολίας και της επιφανειακότητος και οδήγησέ με μέσω της θεραπείας του υιού μου στην αληθινή πίστη που δε γνωρίζει ιδιοτέλεια και συμφέρον, αλλά εμπιστεύεται απόλυτα το Θείο θέλημα στο πρόσωπο του ουράνιου απεσταλμένου από τον Θεό Πατέρα, αυτού του Ιδίου του Θεού».

Το ζήτημα όμως της πίστης και της απιστίας είναι κάτι που πρέπει να απασχολεί όλους τους χριστιανούς. Άραγε εμείς που είμαστε μάλιστα και ορθόδοξοι, ζητάμε από τον Θεόν να βελτιώνει και να δυναμώνει την πίστη μας; Αγωνιζόμαστε στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα του πνεύματος της αθεΐας και αδιαφορίας απέναντι στα Θεία, να αποφύγουμε τον πειρασμό της απιστίας εις τον οποίον υπέκυψεν ως μάζα ο λαός του Ισραήλ; Μήπως κι εμείς με τον τρόπο μας θανατώνουμε τον Χριστόν ως ουράνιο Μεσσία και ζητάμε από Αυτόν να ικανοποιεί μόνον τις πρόσκαιρες ανάγκες και τα υλικά μας συμφέροντα;

Λέμε βεβαίως πολύ συχνά ότι εμείς τουλάχιστον πιστεύουμε στον Χριστό, αγαπούμε το Χριστό. Πολλοί άνθρωποι διαβεβαιώνουν ότι αν και δεν εκκλησιάζονται συχνά, εν τούτοις αγαπάνε την Εκκλησία και χαίρονται όταν η Εκκλησία παρουσιάζει φιλανθρωπικό έργο, τρέφοντας τους πεινασμένους, μεριμνώντας για τους πτωχούς και αδυνάτους και επιδεικνύοντας κοινωνική ευαισθησία, αγωνιζομένη για την ισότητα και τα πολιτικά δικαιώματα των ανθρώπων.

Θέλουν δηλαδή να βλέπουν την Εκκλησία να θεραπεύει και να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες της ζωής αυτής, να ανταποκρίνεται μόνο στην επίγεια διάσταση του ανθρώπου, ωσάν να μην έχει ο άνθρωπος αθάνατη ψυχή για την οποίαν χρειάζεται να μεριμνήσει πρωτίστως και να αγωνιστεί, αφήνοντας όλα τα άλλα σε δεύτερη μοίρα. Με γεμάτα τα στομάχια, όπως ο όχλος των Εβραίων στον καιρό του Χριστού, δέχονται πως η Εκκλησία είναι το καλύτερο φιλανθρωπικό και κοινωνικό ίδρυμα.

Εάν μάλιστα δουν και μερικά θαύματα, τότε θα θυμηθούν να επικαλεστούν και την υπερφυσικήν διάστασιν της Εκκλησίας, την θαυματουργόν δύναμιν και χάριν. Ακούμε συχνά πολλούς χριστιανούς να είναι ιδιαιτέρως εκστασιασμένοι από την θαυματουργική δύναμη κάποιας ιερής εικόνος ή ιερού λειψάνου ή από τα πολλά θαύματα που μπορεί να επιτελεί η Παναγία της Τήνου ή ο άγιος Ραφαήλ και άλλοι άγιοι.

«Δόξα τῷ Θεῷ – λένε – που γίνονται τόσα θαύματα για να πιστεύσει ο κόσμος». Δόξα τῷ Θεῷ βεβαίως μυριάδες φορές, που είναι τόσο εύσπλαχνος και φιλάγαθος και αγαπάει τόσο πολύ εμάς τους ανθρώπους, ώστε και τα υλικά αγαθά δεν μας στερεί για να έχουμε μία άνετη ζωή, αλλά και μας γιατρεύει από ανίατες αρρώστιες για να μην υποφέρουμε και θλιβόμαστε πάνω από τις δυνάμεις μας. Όλοι επιθυμούμε τη σωματική μας υγεία και όλοι δειλιάζουμε και θρηνούμε και αισθανόμαστε άσχημα ψυχολογικά, εάν αυτή χαθεί.

Για τον Θεόν όμως όλα αυτά είναι το δόλωμα που χρησιμοποιεί για να μας γλυκάνει, να μας δελεάσει και να μας οδηγήσει να αφεθούμε απόλυτα στην Πρόνοιά Του. Όταν όμως εμείς στεκόμαστε μόνο στα πρόσκαιρα και στα υλικά τότε από τον Θεόν θα επιζητούμε μια ζωή «άρτους και θεάματα». Θεραπείες ασθενειών, άνετη ζωή και πολλά, πολλά θαύματα – θεάματα. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε στη σημερινή εποχή να ευρίσκεται σε έξαρση η θαυματοθηρία.

Όλοι κυνηγούνε τα θαύματα και τα σημεία (κάτι που ίσως να δείχνει ότι ο σημερινός άνθρωπος είναι φυγόπονος και χαύνος και θέλει με ένα «μαγικό ραβδάκι» να του λύνονται όλα τα προβλήματα, χωρίς ο ίδιος να δυσκολευτεί και να κοπιάσει). Αυτή η αδιάκοπος θαυματοθηρία έχει αμβλύνει το κριτήριο πολλών χριστιανών στη συνάντησή τους με υποτιθέμενους αγίους του σήμερα.

   «Ο δείνα αγιορείτης – σου λένε – είχε φθάσει σε πνευματικά ύψη και έκανε πολλά θαύματα. Ο τάδε γέροντας είναι διορατικός και προορατικός, γνωρίζει το όνομά σου και τη ζωή σου με κάθε λεπτομέρεια. Αξίζει κανείς να τον επισκεφθεί». Και εννοούν βεβαίως ότι αξίζει να τον επισκεφθεί, όχι τόσο γιατί τους άγγιξε ο πατερικός ή ασκητικός λόγος του ασκητού, αλλά πολύ περισσότερο διότι σαγηνεύθηκαν από την προορατικότητα και θαυματοποιία του.

Λησμονούμε όμως ότι με τη στάση μας αυτή είναι σαν να λέμε στον Χριστόν, ό,τι και ο όχλος των Εβραίων: « Τί οὖν ποιεῖς συ σημεῖον, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι;» (Ἰωαν. στ΄ 30).Τί θαύματα μπορείς να παρουσιάσεις Χριστέ εσύ, οι άγιοί σου και η Εκκλησία Σου για να πιστεύσουμε σ’ εσένα; Είναι τα θαύματά σου ανώτερα των άλλων θρησκειών και διδασκάλων; Και εν τέλει θέλεις να συνεχίσουμε να πιστεύουμε σ’ εσένα; Ε, τότε συνέχισε κι εσύ τα θαύματα.

Όσοι όμως από εμάς σκεπτόμαστε έτσι, δεν στοχαζόμαστε ότι το πραγματικό και μεγαλύτερο θαύμα στη ζωή ενός ανθρώπου, είναι το θαύμα της ψυχικής νεκραναστάσεώς του. Το θαύμα της μετάνοιας, της αναγεννημένης καρδιάς που γνωρίζει εσωτερικά ότι μετά θάνατον ο άνθρωπος δεν παύει να υπάρχει, αλλά συνεχίζει να ζει αθανάτως και αιωνίως και ποθεί να βρεθεί για πάντα κοντά στο Χριστό και τους αγίους του.

Άραγε όσοι από εμάς αναζητούμε συνεχώς θαύματα και ασχολούμαστε αδιάκοπα με σημεία και τέρατα, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Θεανθρώπου Ιησού; Έχουμε καταλάβει το γιατί ιδρύθηκε και υπάρχει; Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι ένα κοινωνικό σωματείο και φιλανθρωπικό ίδρυμα ή έστω μία τράπεζα θαυμάτων, αλλά η κιβωτός της σωτηρίας αθανάτων ψυχών και η ενσάρκωσις της Βασιλείας Του Θεού επί της γης; Πιστεύουμε σε αιώνια κόλαση και ατελεύτητο Παράδεισο; Τολμούμε να σκεφθούμε ότι μήπως είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Χριστός για τη Συντέλεια των αιώνων και την Ημέρα της Κρίσεως;

Εάν λοιπόν δεν πιστεύουμε σε όλα αυτά κατά βάθος ή έχουμε αμφιβολία, τότε κατ’ ουσίαν βγάζουμε ψεύτη τον ίδιο τον Χριστό και την Εκκλησία Του που τα εδίδαξε. Για όσους λοιπόν από εμάς ισχύουν τα παραπάνω, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως πιστεύουμε σε κάποιον που κατά βάθος τον θεωρούμε ψεύτη. Επομένως για όλους αυτούς τους ανθρώπους ( για να κάνω χρήση γ΄ προσώπου ) ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός, διότι αν ήταν δε θα απέρριπταν τα λεγόμενά του ως ψεύτικα και μη έχοντα αντίκρισμα κανένα στη ζωή τους.

Από την άλλη όμως δέχονται τη δυνατότητα της Θείας χάριτος να θαυματουργεί. Δηλαδή παίρνουνε από τον Χριστό μόνο εκείνο που τους συμφέρει να πάρουνε. Τις εντολές του δεν τις δέχονται, διότι η εφαρμογή τους προϋποθέτει κόπους και θυσίες και θα έχει κόστος στη ζωή τους. Και αυτοί ό,τι τους κοστίζει το απορρίπτουν. Υποβιβάζουν όμως έτσι τον Χριστό από Υιό του Θεού και αληθινό Σωτήρα, σ’ έναν επίγειο Μεσσία που φέρνει ευημερία και ειρήνη στους ανθρώπους, ευθυγραμμιζόμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπον με τους Εβραίους που οραματίζονταν έναν επίγειο Χριστό.

Όταν όμως ο άνθρωπος ζει μέσα στην αμαρτία και την ηδονή ( «γενεὰ ἄπιστος και διεστραμμένη» ), μέσα στη ματαιότητα του κόσμου τούτου, δεν τον συμφέρει να πιστεύει σε ημέρα της Κρίσεως και αιώνια Κόλαση. Επιζητεί θαύματα για να περνάει καλά σ’ αυτήν εδώ την ζωή, λησμονώντας ότι τα θαύματα είναι για τους ασθενείς και αδυνάτους εις την πίστη, τους ολιγοπίστους, γιατί όχι και απίστους.

Όταν κάποιος ζητάει να «τρέφεται» συνέχεια με θαύματα, δείχνει ότι είναι άπιστος, διότι προκαλεί συνέχεια τον Θεό να εκδηλώνει με αισθητό τρόπο την παρουσία του. Γι’ αυτόν λίγη σημασία έχει το θαύμα της δημιουργίας με τα τόσο καταπληκτικά μυστήριά του ή το θαύμα της Προνοίας του Θεού για όλα τα πλάσματά του. Είναι σαν να λέγει εις τον Θεό: «Ξέρεις Χριστέ μου για να μην ξεχνιόμαστε ότι υπάρχεις κι εσύ, δείχνε μας κάθε τόσο σημεία, κάνε αισθητή την παρουσία σου». Αυτό σημαίνει όμως ότι ο Χριστός δεν έχει κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα στην καρδιά αυτών των ανθρώπων, η Θεία Χάρις δεν υπάρχει μέσα τους και γι’ αυτό την ψάχνουνε έξω από τον εαυτό τους.

Η πίστη όμως λέγεται πίστη γιατί πιστεύουμε σε κάτι που δεν βλέπουμε με τους σωματικούς μας οφθαλμούς. Εάν θα το βλέπαμε και θα το είχαμε συνέχεια μπροστά μας, τότε δεν θα έπρεπε να λεγόμαστε πιστοί, αλλά θεατές και φιλοθεάμονες. Ο Χριστός βεβαίως μακαρίζει τους οφθαλμούς των ανθρώπων εκείνων που έζησαν στα χρόνια του και εθαύμασαν, εγνώρισαν από κοντά τον ίδιο και τα μεγαλεία του.

Αναμφίβολα ήταν μεγάλη η ευλογία για τους μαθητές και Αποστόλους του Χριστού που ζήσανε με τον Κύριο. Όμως ο Χριστός μακαρίζει κυρίως εκείνους που δεν είδαν και επίστευσαν: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωαν. κ΄, 29).Άλλωστε οι Εβραίοι που είχανε δίπλα τους τον ίδιο τον Χριστό – το θαύμα των θαυμάτων – σε τίποτε δεν τους ωφέλησε αυτό, διότι εν τέλει παρέμειναν στην απιστία τους. Αυτοί που συνήθως ζητάνε θαύματα για να πιστεύσουνε, όταν τους μιλάς για Παράδεισο και Κόλαση σου λένε: «Ας έρθει κάποιος από την άλλη ζωή, ας επιστρέψει να μας το πει και τότε να το πιστεύσω».

Ο Χριστός όμως στον οποίον λένε ότι πιστεύουνε τους απαντά πως «ἔχετε Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας» (Λουκ. ιστ΄, 29). Δέστε τι λέγει το Ευαγγέλιο, διαβάστε τους πατέρες, ακούστε τι λένε οι παπάδες που τους περιφρονείτε. Οι ιερείς δεν έχουνε κανένα προσωπικό συμφέρον, όταν προειδοποιούν για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Την ψυχή σας θέλουνε να σώσουνε. Μόνο όμως αν το θέλετε κι εσείς. Με το ζόρι δεν γίνεται, «Ὅστις θέλει». Η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από οπαδούς.

Η Ορθοδοξία δε σκιάζεται ούτε εντυπωσιάζεται από τα αμέτρητα πλήθη. Αυτοί που προσέρχονται στην Εκκλησία δεν κάνουν χάρη στον Χριστό, αλλά σώζουν τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και η Ορθοδοξία είτε με λίγους είτε με πολλούς προχωράει και θα προχωράει μέχρι συντελείας των αιώνων. Εκείνοι που για να πιστεύσουν ψάχνουν συνεχώς σημεία και τέρατα και προβάλλουν τα θαύματα και τα «άφθαρτα» λείψανα (των υποτιθέμενων αγίων), θα πρέπει να προσέξουν καλά, γιατί παίζουν με τη φωτιά.

Σημεία και τέρατα μπορούν να κάνουν κατά παραχώρηση Θεού, οι ειδωλολάτρες και οι αιρετικοί και μάλιστα ιδιαιτέρως εντυπωσιακά και θεαματικά. Οι ψευδόχριστοι και οι ψευδοπροφήτες δεν χαρακτηρίσθηκαν τυχαία ως τέτοιοι από τον Κύριο. Θυμηθείτε την μικρή εκείνη κοπέλα που ακολουθούσε τον Απόστολο Παύλο και τον Σίλα και προφήτευε επί πολλάς ημέρας, έχουσα μέσα της πνεύμα Πύθωνος, πνεύμα δηλαδή μαντικόν. Ο δαίμονας που είχε μέσα της ασφαλώς γνώριζε το ποιόν του Παύλου και τη βοηθούσε να μαντεύει και να λέει στους ανθρώπους τα εξής: «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσὶν, οἵ τινὲς καταγγέλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας» (Πράξ. ιστ΄, 17).

Ο Απόστολος Παύλος όμως παρά το γεγονός ότι ήταν αληθινό αυτό που έλεγε ο δαίμονας μέσω αυτής της κοπέλας, δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Ήξερε ότι ο διάβολος στην προσπάθειά του να γίνει πιστευτός και αποδεκτός από τους ανθρώπους, λέει και πολλές αλήθειες για να μπορεί στη συνέχεια χωρίς κανένα πρόβλημα να επιτελεί το έργο της απωλείας. Και γι’ αυτό έβγαλε το δαιμόνιο από την παιδίσκη για να μην δοξάζεται μέσω αυτής ο Σατανάς.

Θαύματα έχουν καταγραφεί ακόμα και σε ναούς αιρετικών, όπως στην Παναγία της Λούρδης και αλλού. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Θεός δικαιώνει την πλάνη των παπικών, αλλά απλά ότι παρέχει την υγεία και την μακροζωία, όπως το κάνει καθημερινά και σε πάμπολλους άλλους ανθρώπους που δεν είναι Ορθόδοξοι. Υπάρχει μια ιστορία που μας την παραδίδει ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης για έναν μονοφυσίτη ιερέα που ενοχλείτο από τη σκιά ενός δένδρου εν ώρα λειτουργίας. Διέταξε λοιπόν το δένδρο να πάει παραπέρα κι αυτό ως άνθρωπος χωρίς καθυστέρηση του έκανε υπακοή και παραμέρισε.

Δέστε επίσης τους ιθαγενείς στη ζούγκλα που σε περίοδο ξηρασίας χορεύουν το χορό της βροχής και πολλές φορές ακολουθεί πράγματι βροχή που μπορεί να είναι και καταρρακτώδης. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Χριστός ευαρεστείται στις θρησκευτικές δοξασίες των ιθαγενών, αλλά ότι με αυτόν τον τρόπο δείχνει τη φροντίδα και τη μέριμνά του για όλα τα πλάσματά του για τα οποία προνοεί έστω κι αν πρόκειται για ειδωλολάτρες. Μήπως οι Μάγοι που κοινωνούν με τους δαίμονες δεν αποκτούν τη δυνατότητα να επιτελούν υπερφυσικά πράγματα;  

Αυτός ο ίδιος ο Αντίχριστος όταν έλθει θα έχει μέσα του όλη τη δύναμη του Σατανά. Με τη βοήθεια των δαιμόνων θα κινήσει γη και ουρανό. Θα σαλέψει τις ουράνιες δυνάμεις, ρίχνοντας φωτιά από τον ουρανό. Κατά παραχώρησιν Θεού και κατά δαιμονικήν επενέργεια θα αναστήσει νεκρούς και θα φέρει στη ζωή ανθρώπους που έχουν πάψει να υπάρχουν εδώ και αιώνες. Θα μαγέψει τους πάντες με το λόγο του και τη διδασκαλία του και πραγματικά θα φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων ως θεός επί της γης.

Θα εκπληρώσει τις επίγειες μεσσιανικές προσδοκίες όλων των ανθρώπων. Γιατί όλοι οι άνθρωποι ενδόμυχα και υποσυνείδητα με αυτή την προσδοκία ζούνε. Να ανατείλει ένας παγκόσμιος κυβερνήτης, ένας υπεράνθρωπος (Σούπερμαν), ο οποίος θα λυτρώσει την ανθρωπότητα από τη φτώχια και τη μιζέρια, θα μοιράσει απλόχερα υλικά αγαθά και πλούτον και θα φέρει επιτέλους την πολυπόθητον παγκόσμιον ειρήνην, δίνοντας άρτον και θεάματα.

Ό,τι δηλαδή ζήτησαν οι Εβραίοι και δεν το βρήκαν στο Χριστό, θα το βρούνε μαζί με όλα τα έθνη εις τον αντί του Χριστού ερχόμενον, τον Μεσσία της καρδιάς τους, τον εκλεκτόν του Εωσφόρου. Γι’ αυτό και όσοι προβάλλουνε διαρκώς τους πάσης φύσεως θαυματοποιούς και σημειοφόρους χωρίς να εξετάζουνε το βάθος της Ορθοδοξίας τους και αν αυτή υπάρχει, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να ρίχνουν νερό στον μύλο του Αντιχρίστου, καλλιεργώντας στους ανθρώπους την ανάγκη για θεάματα και θαύματα και συγκλονιστικά σημεία.

Αυτός που θα έλθει ως αυτόκλητος και ψεύτικος «υιός του Θεού», θα είναι πράγματι μοναδικός. Μεσσίας κεχρισμένος από τον ίδιο τον Εωσφόρο, θα γίνει ένα με αυτόν και θα συγκλονίσει ολόκληρη την ανθρωπότητα με τη σαγήνη της απίστευτης προσωπικότητάς του. Αυτή λοιπόν θα είναι συμπερασματικά η κατάληξη της αδιάκοπης θαυματοθηρίας μιας γενεάς άπιστης και διεστραμμένης.

Εάν έλαχε λοιπόν σ’ εμάς ο κλήρος των εσχάτων – αυτό δεν το ξέρουμε – ας παρακαλέσουμε το Χριστό να μας προστατεύσει, γιατί αλλιώς θα είναι ανθρωπίνως αδύνατον να μην πλανηθούμε, καθώς «εἰ δυνατόν πλανῆσαι καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» (Ματθ.κδ΄,24 ). Ας μη διαφεύγει από τη σκέψη μας ότι: «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄, 23), διότι είναι αληθής εκείνος με τη βοήθεια του οποίου μπορούμε να πετύχουμε αυτό που φαινομενικά μοιάζει και είναι ακατόρθωτο. Για να γλυτώσουμε έτσι μια και καλή από τις παγίδες του ματαίου τούτου κόσμου, μετέχοντες στην αγιότητα του Χριστού και στην άληκτον ευφροσύνην της Βασιλείας Του. Αμήν!

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ