Σχόλια επί των αποφάσεων της «Συνόδου» της Κρήτης 2016.
του Θεολόγου Ευάγγελου Ρωσσόπουλου
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έδωσε οδηγία και εντολή «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν» (Αʹ Θεσσαλ. εʹ 17 - Ματθ. κστʹ 41). Στα πλαίσια αυτής της εγρήγορσης και πειθόμενοι στα λόγια του Κυρίου οφείλουμε οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να διαφυλάττουμε την πίστη μας από αλλότριες διδασκαλίες και η λεγόμενη «Σύνοδος» της Κρήτης έκανε ακόμη ένα βήμα προς την αγκαλιά της πανεραινέσεως του οικουμενισμού. Είναι απορίας άξιον γιατί συνεκλήθη η «Σύνοδος» και ποιος ήταν ο σκοπός της; Στην ιστορία της Εκκλησίας συνεκαλούντο Σύνοδοι, όταν κάποια αίρεση μόλυνε την Ορθόδοξη πίστη. Οι Σύνοδοι καταδίκαζαν τις αιρέσεις και οι αιρετικοί αποκόπτονταν από το σώμα της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την «Σύνοδο» έγινε μία αντίθετη προσπάθεια. Ν’ απαλλαχθούν οι αιρετικοί από τις κατηγορίες που τους βάραιναν και να παρουσιαστούν ως χριστιανοί με χάρη και μυστήρια. Δηλαδή, στα κείμενα που υπέγραφαν τόσα χρόνια στο ΠΣΕ, να δώσουν μανδύα συνοδικής απόφασης και να τα κάνουν πράξη.
Εν περιλήψει:
- Γιατί και από ποιόν επελέγη η ονομασία «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» και δεν επελέγη ο όρος Οικουμενική Σύνοδος; Αγία δεν ήταν, διότι δεν καταδίκασε αιρέσεις, αλλά τις νομιμοποίησε. Απόδειξη ότι οι αιρετικοί - προσκεκλημένοι του Πάπα και των προτεσταντών - δεν εκάθοντο στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά ως επίσημοι παρατηρητές. Μεγάλη δεν ήταν διότι δεν συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των «εκκλησιών». Οικουμενική δεν την ονόμασαν, διότι όταν συνέρχεται μία Σύνοδος πρέπει να αναγνωστούν τα πρακτικά των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, όπου καταδικάζονται παπικοί και προτεστάντες, οπότε δεν θα έπρεπε να γίνει μνεία σε προηγούμενες αποφάσεις Συνόδων, που καταδίκαζαν αυτούς που ήθελαν να νομιμοποιήσουν. Η ονομασία όμως είχε ήδη προεπιλεγεί από την Δρ. Ελισάβετ Προδρόμου, η οποία αφ’ ενός μεν υπήρξε αντιπρόεδρος της επιτροπής διεθνών θρησκευτικών ελευθεριών της αμερικάνικης βουλής και επίσης μέλος και σύμβουλος της επιτροπής του Πατριαρχείου, αφ’ ετέρου δε μέλος της CIA. Σ’ ένα συνέδριο στο Ιλινόι των ΗΠΑ το 2007 με θέμα «ανάγκη για μία αγία και μεγάλη σύνοδο», έτσι την ονόμασε η κ. Προδρόμου εννέα χρόνια πριν την σύγκλιση της, μεταξύ άλλων είπε τα εξής: «Πρέπει να γίνει μία σύνοδος των ορθοδόξων α) για να κατανοήσουν, β) να συμβιβαστούν και γ) να συμμετέχουν ενεργά στην διαμόρφωση της πραγματικότητας της παγκόσμιας θρησκευτικής ετερότητας».
- Τι είναι αυτή η «Σύνοδος», μας το περιγράφει σαφέστατα ο Αλβανίας Αναστάσιος σε συνέντευξη του προ της συγκλίσεως. Λέει επί λέξει: «Είναι κάτι εντελώς νέο και πρωτόγνωρο, το οποίο έρχεται να εξυπηρετήσει την είσοδο της Ορθοδοξίας στη νέα εποχή». Θέλουν δηλαδή, νεοεποχίτικες πρακτικές και όχι Πατερικές. Και με ποιο δικαίωμα υιοθετούν κάτι εντελώς ξένο από την γραμμή της Ορθοδοξίας και το πνεύμα των Πατέρων; Με τα ανωτέρω αποδεικνύεται η αντι-Πατερική τους στάση και ο στόχος της «Συνόδου».
- Ο κ. Βαρθολομαίος διεκήρυξε ευθαρσώς (κατά τη λήξη των εργασιών) ότι βαδίζει την οδό πού χάραξε η Εγκύκλιος του 1920, του Καταστατικού Χάρτου του Οικουμενισμού, και εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για την οικουμενιστική παγχριστιανική ενότητα! Γι’ αυτό δεν δίστασε να ονομάσει τις κοινότητες των αιρετικών "ἀδελφές Ἐκκλησίες" και τους παρισταμένους στην έναρξη και λήξη των εργασιών της Συνόδου εκπροσώπους των,(πρωτοφανώς!) ως "ἐργάτας τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου". Δηλαδή, ο Άρειος, ο Νεστόριος, ο Μακεδόνιος και όλοι οι αιρετικοί δεν έπρεπε να καταδικαστούν, αλλά να ονομαστούν "ἐργάται τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου".
- Ένα επί πλέον ατόπημα της «Συνόδου» αυτής είναι η καθιέρωση της καινοτομίας των συνάξεων των προκαθημένων των «ορθόδοξων εκκλησιών». Δηλαδή, δεν συμμετέχουν όλοι οι επίσκοποι, αλλά μόνον οι ηγέτες των «εκκλησιών», π.χ. ότι ο αποφασίσει ο κ. Ιερώνυμος δεσμεύει όλη την «κρατούσα» εκκλησία και όλη την «σύνοδο» της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε πατριάρχης ή αρχιεπίσκοπος γίνεται ένας μικρός πάπας της εκκλησίας που ηγείται και ξεπερνούν τον σκόπελο των αντιδράσεων.
- Επίσκοποι <<ορθόδοξοι>> προσκλήθηκαν, αλλά ουσιαστικά χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δηλαδή, προσμετρούντο μόνο οι θετικές ψήφοι, οι αρνητικές ψήφοι απορρίπτοντο. Δικαίωμα αρνητικής ψήφου δεν υπήρχε. Η «Σύνοδος» επέτρεψε και μία άλλη καινοτομία. Οι διαφωνούντες μπορούσαν να παραμείνουν μέλη της εκκλησίας διατηρώντας την διαφωνία τους. Εν αντιθέσει η πάγια τακτική των Πατέρων ήταν όσοι δεν υπέγραφαν μία Σύνοδο εθεωρούντο αιρετικοί.
Αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης:
Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής.
Το 7ο κείμενο αναφέρει: «Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθετο ἅμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, καί ὅρια φιλανθρώπου οἰκονομίας τοῦ καθεστῶτος τῆς νηστείας. Διό καί προέβλεψε τήν δι’ ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἤ δι’ ἀδήριτον ἀνάγκην ἤ καί διά τήν χαλεπότητα τῶν καιρῶν ἀνάλογον ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας κατά τήν ὑπεύθυνον κρίσιν καί ποιμαντικήν μέριμναν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν».
Δηλαδή, επιτρέπει στον εκάστοτε επίσκοπο να ορίζει την νηστείαν «κατά την υπεύθυνον κρίσιν» του και όχι όπως ορίζονται οι αρχές της οικονομίας από τους κανόνες της εκκλησίας.
Το 8ο κείμενο αναφέρει: «Εἶναι γεγονός, ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται. Ἅπασαι ὅμως αἱ περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί, δέον ὅπως τυγχάνουν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός “οὐ θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν” (πρβλ. Ἰεζ. λγ΄,11), χωρίς ὅμως νά περιφρονῆται ἡ ἀξία τῆς νηστείας. Ὅθεν διά τούς ἔχοντας δυσκολίαν εἰς τήν τήρησιν τῶν ἰσχυουσῶν περί νηστείας διατάξεων εἴτε ἐκ λόγων ἀτομικῶν (ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ.) εἴτε γενικωτέρων (εἰδικαί συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἴς τινας χώρας ἀπό πλευρᾶς κλίματος, καθώς καί κοινωνικο-οἰκονομικαί ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστησίμων τροφῶν) ἐπαφίεται εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. «... Καλόν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ’ ὁ μή ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δὲ μᾶλλον, καὶ ἠπιότητι, καὶ λόγῳ ἅλατι ἠρτυμένῳ..» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν, 3. PG 95, 68B).
Δηλαδή, ορίζεται να μειωθεί η νηστεία γιατί είναι «στυφή» κατά το κείμενο «οπωσδήποτε δε επί το επιεικέστερον. Δηλαδή, καταστρατηγεί τις νηστείες και τις περικόπτει.
Το 9ο κείμενο αναφέρει: «Ἡ πρό τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἤ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τήν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν, συμφώνως καί πρός τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «… μ’ ὅλον ὁποῦ ἀπὸ τοὺς θείους Κανόνας νηστεία πρὸ τῆς Μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα, καλῶς ποιοῦσι» (Ἑρμηνεία εἰς τὸν κανόνα ιγ΄τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πηδάλιον, 191). Ὅμως, τό σύνολον τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά τηρῇ τάς ἱεράς νηστείας καί τήν ἀπό μεσονυκτίου ἀσιτίαν προκειμένου νά προσέρχηται τακτικῶς εἰς τήν θείαν Μετάληψιν, ἥτις εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος, νά ἐθισθῇ δέ ὥστε νά νηστεύῃ εἰς ἔνδειξιν μετανοίας, εἰς ἐκπλήρωσιν πνευματικῆς ὑποσχέσεως, πρός ἐπίτευξιν ἱεροῦ τινος σκοποῦ, εἰς καιρούς πειρασμοῦ, ἐν συνδυασμῷ πρός αἰτήματα αὐτοῦ παρά τοῦ Θεοῦ, πρό τοῦ βαπτίσματος (διά τούς προσερχομένους εἰς τό βάπτισμα ἐνηλίκους), πρό τῆς χειροτονίας, εἰς περιπτώσεις ἐπιτιμίων, κατά τάς ἱεράς ἀποδημίας καί εἰς ἄλλας παρομοίας περιστάσεις».
Δηλαδή, εισάγονται και στοιχεία προτεσταντικά. Δεν κάνει μόνο κάθε επίσκοπος ότι θέλει, αλλά και κάθε πιστός χωρίς την σύμφωνη γνώμη του πνευματικού του πατέρα αφού «επαφίεται εις την ευλάβειαν των πιστών».
Κωλύματα γάμου και εφαρμογή της οικονομίας.
«Περί τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως
i. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου)
ii. Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως νά ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».
Είναι απορίας άξιον αφού η 1η παράγραφος κωλύει τον γάμον ορθοδόξων με ετεροδόξους, η 2η παράγραφος τί νόημα έχει; Ουσιαστικά αναιρεί την 1η, αφού δίνει την δυνατότητα σε κάθε «Σύνοδο» να κάνει τις δικές της παραχωρήσεις «εν πνεύματι διακρίσεως», δηλαδή εδώ χρησιμοποιούν την διάκριση, για να καταστρατηγήσουν τους Κανόνες. Μάλιστα γίνεται μνεία στον 72ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλλω Συνόδου, αλλά όχι στο περιεχόμενο της. Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει: “Μη εξέστω Ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον” (Πρβλ. και 10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Επειδή σε κάποιες επαρχίες καταστρατηγούνται οι Κανόνες, όπως αυτοί στη 2η παράγραφο, υπάρχει και ο 14ος κανών, που απαγορεύει τις πρωτοβουλίες των επισκόπων. Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής ορίζει: “Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία Σύνοδος, μη εξείν αίτινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω Ορθοδόξω”. Ο 14ος κανών λοιπόν τους αφαιρεί το δικαίωμα να αυθεραιτούν σε κάθε επαρχία και ο <<επίσκοπος>> να λειτουργεί αυτοβούλως.
H αποστολή της ορθοδόξου εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον.
3 «Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισμόν».
Το ανωτέρω κείμενο αναφέρει ότι η συνεργασία των ανθρώπων πρέπει να στηριχθεί στην «υψίστη αξία του ανθρωπίνου προσώπου». Δηλαδή, οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται ανθρωποκεντρικές και όχι θεοκεντρικές κατά πως ορίζει ο Θεός. Η ύψιστη αξία δεν είναι ο θνητός και παθητός άνθρωπος, αλλά ο Θεός ο απαθής και ο αΐδιος. Βλέπουμε στο κείμενο να εισάγεται ένας «ουμανισμός» κατά τα πρότυπα του διαφωτισμού, που αμφισβητούσε την αξία του Θεού. Γνωστοποιεί ότι «οι ορθόδοξες εκκλησίες μπορούν να συμβάλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν». Πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτή η συνεννόηση, χωρίς η εκκλησία να δώσει την μαρτυρία της και χωρίς να καλέσει σε μετάνοια τους ανθρώπους, που έχουν εμπέσει στην αίρεση;
Το άλλο τραγελαφικό είναι ότι η αξία του «ανθρώπινου προσώπου» ως υψίστη αξία μπορεί να κατοχυρώσει μία «ειρηνική συνύπαρξη». Τί είδους ειρήνη επικαλείται ένα θεολογικό κείμενο χωρίς Θεό; Εκτός εάν είναι ένα καθαρά πολιτικό κείμενο.
Το τέλος περιλαμβάνει το αποκορύφωμα των πλανών που διακατέχεται το κείμενο: Απαγορεύεται «οιοσδήποτε θρησκευτικός συγκρητισμός». Δηλαδή, απαγορεύεται η μαρτυρία της ορθοδόξου εκκλησίας και του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Απαγορεύεται να επιστρέψεις έναν πλανεμένο και αιρετικό στην ορθή δόξα. Απαγορεύεται δηλαδή, η σωτηρία των ανθρώπων εγκαταλείποντάς τους στην αίρεση. Προς κατανόηση της λέξης «συγκρητισμός» σημαίνει δεν συγκρίνω την πίστη μου με την δική σου. Κατ’ αυτούς ο Χριστός που μάλωνε τους γραμματείς και φαρισαίους για την αλλοίωση της Παλαιάς Διαθήκης, έκανε λάθος. Και έκανε λάθος που έστειλε τους Αποστόλους στον κόσμο να ευαγγελίσουν τον κόσμο, διότι δεν πρέπει να γίνεται οποιαδήποτε σύγκρισις των πιστεύω.
Μέσα σ’ ένα κείμενο 5 σειρών κρύβονται άπειρες παγίδες οικουμενιστικές, ανορθόδοξες και αντιχριστιανικές. Αυτά δεν είναι κείμενα «εκκλησιαστικών ηγετών», αλλά πολεμίων του Ευαγγελίου και της εκκλησίας.
Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
4 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν.
5 Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν.
6 Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερές καί πολυμερές ἐπίπεδον καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
10 Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ’ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11 Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
16 Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς ἑτεροδόξους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.), τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.) καί τό Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν. Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι αὐτῶν ἰδίαν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
22 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
24 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της.
Η πρώτη ανάγνωσις του κειμένου στους αμύητους στην πανουργία τους, ίσως και τους αφήσει μια ευχάριστη αίσθηση. Αλλά πρόκειται περί ενός κειμένου πλήρους ενεδρών, ανακριβειών, ψευδών και θεολογικών ολισθημάτων. Αναφέρει το κείμενο ότι “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον”. Ας μας παρουσιάσουν οι οικουμενιστές πατέρες απ’ αυτήν την καλλιέργεια τους καρπούς της. Ένας διάλογος που διαρκεί από το 1920 έως σήμερα, πόσους αιρετικούς επέστρεψε στην ορθοδοξία; Γιατί καλλιεργούν έναν ατελέσφορο διάλογο, παρά την Ευαγγελική προσταγή του Απ. Παύλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»; Άρα αυτός ο διάλογος δεν είναι σύμφωνος με τις Ευαγγελικές επιταγές. Αντιθέτως, αν δούμε τον διάλογο υπό το πρίσμα της απαγόρευσης, που τίθεται ανωτέρω του θρησκευτικού συγκρητισμού, τότε προκύπτει το κάτωθι συμπέρασμα. Ερχόμαστε στον διάλογο, αλλά δεν σας νουθετούμε. Δεν επισημαίνουμε τις αιρέσεις σας, τις πλάνες σας και με ότι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, τον πνευματικό θάνατο.
Είναι πραγματικά δαιδαλώδης η ανίχνευση όλων των αιρετικών θέσεων του κειμένου. Αναφέρει ότι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, … ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων». Γιατί άραγε αναζητούν σύγχρονες, δηλαδή αντι-Πατερικές οδούς, αφού ήδη οι Πατέρες έθεσαν τα θεμέλια και τους κανόνες για το πως οδηγούμαστε στην ενότητα μετά των αιρετικών. Η λύση είναι μία και απλουστάτη. Τους καλούμε σε μετάνοια και άρνηση των αιρετικών τους πεποιθήσεων.
Εν συνεχεία το κείμενο αναφέρει ότι ένας από τους νέους τρόπους είναι η συμμετοχή της εκκλησίας στην οικουμενική κίνηση. Τι ειρωνεία! Για να συμμετέχει μια «εκκλησία» στην κίνηση αυτή, εκ των προτέρων δέχεται να συνομιλήσει με τους άλλους επί ίσοις όροις. Δηλαδή, η αλήθεια και η πλάνη επί ίσοις όροις. Απροκαλύπτως ψευδόμενο το κείμενο αναφέρει ότι η συμμετοχή του στην οικουμενική κίνηση «οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Αν η φύση και η ιστορία εξαντλείται στα τελευταία 96 έτη, ναι. Αν όμως η ιστορία της εκκλησίας είναι από της εποχής του Χριστού και προ των 96 τελευταίων ετών είναι παντελώς ξένη. Και μάλιστα καθώς λέγουν ότι «ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως», τότε κατ’ αυτούς έπρεπε να ζει ακόμη ο Απ. Παύλος και να κατηχεί ακόμη τους Φιλιππησίους.
Στην 5η παράγραφο το κείμενο συνεπές προς την πονηρίαν και την διπλωματίαν που το διακατέχει και όχι από Πνεύμα Άγιον και ευθές, άρχεται με τον όρο «διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι». Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην πολιτική και ιδίως μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών πχ αναφέρουμε διμερείς συμφωνίες για εξαγωγή προϊόντων. Δύο δηλαδή ίσα μέρη. Πώς γίνεται ξαφνικά από τη μια μεριά η «ορθόδοξη εκκλησία» και από την άλλη οι αιρετικοί να είναι ίσοι; Ο διάλογος αφού αποτελείται από δύο ίσους, τότε οφείλουν τα δύο διαλεγόμενα μέρη να κάνουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Ανερυθριάστως, συνεχίζει το κείμενο, ότι ο θεολογικός διάλογος στηρίζεται στην «Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Αφού καταπατούν κάθε Κανόνα των Συνόδων αυτών, δεν διστάζουν να τις επικαλεστούν, υποκρινόμενοι συμφωνία με το πνεύμα των Συνόδων, όταν στην καθημερινή τους πρακτική τις παραβιάζουν και τις καθυβρίζουν ως «τείχη του μίσους». Μία μικρή απόδειξις των πρακτικών τους που ακολούθησαν είναι οι δηλώσεις του "Μητροπολίτου" Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου μετά το πέρας της Συνόδου
"Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιµετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση µου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας µας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ µέ ψυχραιµία, νηφιαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν µποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές".
Στην 6η παράγραφο. Κατά την Πατερικήν Παράδοσιν η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι μία, όπως αναφέρουμε και στο Σύμβολο της Πίστεως μας, που συντάχθηκε από την 1η και 2η Οικουμενική Σύνοδο. Αυτοί ενώ κάνουν αυτή την αναφορά θέτουν το «Παρά ταῦτα». Δηλαδή, ανατρέπουν ότι αποφάσισαν οι Σύνοδοι. «Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Eίναι μια διαβλητή, έμμεση και σκολιά διατύπωση για να τους αποδεχθούν. Ας το επεξηγήσουμε έτι περαιτέρω. Προ του σχίσματος το 1054 υπήρχαν πέντε ορθόδοξα Πατριαρχεία και ένα εξ αυτών ήταν το Πατριαρχείο Ρώμης. Άρα αφού ιστορικά ονομάζετο Πατριαρχείο και ορθόδοξη Εκκλησία, μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την ίδια ονομασία, παρότι αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας και εισχώρησαν δεκάδες αιρέσεις στις διδασκαλίες τους.
«ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν». Από ποιά Πατερική διδασκαλία προκύπτει ότι οι ετερόδοξοι – κομψός πλέον ορισμός των αιρετικών – αφού αποσχισθούν από το σώμα της Εκκλησίας μπορούν να αποκαλούνται εκκλησίες; Η Πατερική διδασκαλία τις κατονομάζει συναγωγές του σατανά. Αυτό όμως ήταν το ποθούμενο αυτής της «Συνόδου». Να ονομασθούν εκκλησίες παρά τα διατεταγμένα υπό των Πατέρων.
«ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος». Κάθε καλοπροαίρετος θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί: η έως τώρα διδασκαλία της εκκλησίας δεν είναι Συνοδικά κατοχυρωμένη, δεν είναι αποσαφηνισμένη περί της διδασκαλίας των προτεσταντών και των παπικών; Έχουμε σαφείς και ξεκάθαρες θέσεις στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, που εδράζονται στη Σύνοδο επί Μ. Φωτίου και Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, όπου σαφώς καταδικάζονται και τα μυστήρια τους στερούνται παντελώς της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Χάριν συντομίας δεν παραθέτουμε τις αποφάσεις των Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, που καταδεικνύουν την αιρετική τους διδασκαλία. Και μόνον η στάση του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού που έλεγε «τον πάπα να καταράσθε», αρκεί. Αν ήταν εκκλησία, ο Αγ. Κοσμάς σε καμιά περίπτωση δεν θα τους καταδίκαζε με τόσο αυστηρό τρόπο. Άρα η οποιανδήποτε περαιτέρω συζήτησις περί μυστηρίων είναι περιττή. Για τους οικουμενιστές όμως που επιζητούν να ανατρέψουν την Πατερική διδασκαλία είναι επιθυμητή και απρόκλητη.
Στην 10η παράγραφο το κείμενο αναφέρει ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν αιτιολογούν διακοπή του διαλόγου. Δηλαδή, ακόμη και όταν οι αιρετικοί βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα με την διδασκαλία του Filioque «οι αντιπρόσωποι αυτών των εκκλησιών δεν δύνανται να διακόψουν τον διάλογο και μάλιστα μονομερώς». Τα κείμενα πλέον διαταράσσουν και την κοινή λογική. Δεν συμφωνείς με κάποιον, θέλεις να διακόψεις τον διάλογο, πρέπει να του ζητήσεις άδεια για να τον διακόψεις. Ας ενθυμηθούμε τη λέξη «διμερής». Συμπέρασμα: δεν επιτρέπεται διακοπή του διαλόγου, αν δεν συμφωνούν και οι δύο πλευρές. Προς κατανόηση του ανωτέρω ένα παράδειγμα: Διαφώνησες με κάποιον και σου υβρίζει την μητέρα σου ή οτιδήποτε άλλο που σέβεσαι. Δεν μπορείς να αποχωρήσεις, αν δεν συναινέσει και αυτός. Ο πιο ελαφρύς χαρακτηρισμός σχήμα οξύμωρον. Ο πιο αντικειμενικός παραλογισμός.
Στην 11η παράγραφο το κείμενο συνεχίζει τα ψεύδη και τους παραλογισμούς της προηγουμένης. Αναφέρει σχετικά «εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν». Ποια είναι αυτή η λύσις; Δεν λέγουν. Η έως τώρα πρακτική απαιτεί υποχωρήσεις εκ μέρους των "ορθοδόξων". Μέχρι και την Ουνία αποδέχθηκαν. Ενώ η Πατερική λύσις είναι μία. Καλείς τον αιρετικό σε μετάνοια. Συνεχίζοντας αναφέρει "εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων". Όταν προσέρχεται κάποιος σ' ένα διάλογο, προσέρχεται για να λύσει διαφορές, όχι για να κάνει ταξίδια αναψυχής κόστους χιλιάδων ευρώ, για να αναζητήσει κοινά στοιχεία. Προυποθέτουν οι διάλογοι "τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας". Πόσοι από το πλήρωμα της εκκλησίας είναι ενήμεροι για το τί αποφασίστηκε στο ΠΣΕ ή τα κείμενα που υπογράφησαν. Ακόμη και "συνοδικοί επίσκοποι" της κρατούσης εκκλησίας διαμαρτύρονται ότι αγνοούν το περιεχόμενο των κειμένων. Ή ακόμη και αυτοί που τα γνώριζαν, πότε ενημέρωσαν το πλήρωμα; Ένα πλήρωμα που θέλουν εσκεμμένως να το κρατήσουν στο σκοτάδι, φοβούμενοι μήπως αντιδράσει. Παράνοιας αποκορύφωμα είναι και η εξής διατύπωση: "Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς". Δηλαδή, ότι μας δημιουργεί προβλήματα, το αφήνουμε στην άκρη άλυτο και ασχολούμαστε με το επόμενο θέμα. Με αυτή την τακτική για όσα προβλήματα υπάρχει άρνηση προς επίλυση, θα παραμερίζονται.
Στην 16η παράγραφο χωρίς πλέον εντροπή καθιστούν το ΠΣΕ κύριο εκφραστή της ενότητας και το κατονομάζουν "διαχριστιανικόν σῶμα", δηλαδή "η ορθόδοξος εκκλησία" και οι εκκλησίες των πονηρευομένων συναποτελούν ένα κοινό σώμα. Τι μίξις των αμίκτων, το ψεύδος και η αλήθεια μαζί, ο Χριστός και ο σατανάς θα συνεργασθούν "διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου".
Στην 22α παράγραφο επισέρχεται και το δικτατορικό στοιχείο. Καταδικάζουν εκ προοιμίου κάθε "διάσπασιν τῆς ἑνότητος". Αλήθεια διασπάται η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία; Υπάρχει αυτή η δυνατότητα; Γιατί ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως ΜΙΑ Εκκλησία;
"ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας". Είναι προφανές ότι στο κείμενο υπάρχει έμμεση βολή εναντίον μας ως ΓΟΧ με την λέξη "γνησίας" και ότι δήθες προασπιζόμαστε την Ορθοδοξία. Σωστά, παρακάτω αναφέρεται στο κείμενο ότι "ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος", με την προυπόθεση ότι τηρείται και υφίσταται. Μόνο που οι ίδιοι καταπατούν το Συνοδικό Σύστημα από ένα σύστημα εκπροσώπων των κατά τόπους εκκλησιών και όχι όλων των επισκόπων. Στο ΠΣΕ δεν συμμετέχουν όλοι, αλλά οι ηγέτες των εκκλησιών ή οι εκπρόσωποι τους. Αυτό το ΠΣΕ το καθιστούν εγγυητή της ενότητας και όχι το συνοδικό σύστημα, το οποίο τελικά παραμερίζουν.
Στην 24η παράγραφο. Για ποιό λόγο "ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς"; Αφού ανωτέρω λέγουν ότι κυρίαρχο όργανο της εκκλησίας είναι το συνοδικό σύστημα, ποία η ανάγκη νέων μορφών αντι-Πατερικών και αντ-ορθοδόξων;
Ολοκληρώνοντας εν τάχει με λίγα και κατανοητά σχόλια για κάθε ευμενή βούληση. Στην ομιλία του ο κ. Βαρθολομαίος κατά το πέρας της "Συνόδου" αυτής δήλωσε ότι βαδίζει "την οδό που χάραξε η εγκύκλιος του 1920". Το ορθόδοξο πλήρωμα αντελήφθη από τότε ότι η εγκύκλιος του 1920 χάραξε την οικουμενιστική οδό, που βαδίζουν μέχρι και σήμερα. Τους απέκοψε από το σώμα της Εκκλησίας για τα ψεύδη, τις κακοδοξίες και τις πανουργίες τους. Και όχι για τις 13 μέρες που κατηγορούμεθα. Τα ανωτέρω αρνητικά στοιχεία είναι σαφή και ξεκάθαρα και επικυρώθηκαν στην ληστρική "Σύνοδο της Κρήτης".
"άρχοντος γαρ μηδέν τους αρχομένους ωφελούντος ουδέν αθλιότερον, βέλτιον εστάναι κάτω" (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος, εις τας πράξεις, ομιλία η΄).
Ρωσσόπουλος Ευάγγελος
Θεολόγος