Όρθρος Μ. Τρίτης (Μ. Δευτέρα Απόγευμα)
Υπό θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας Δαβίδ
Ο Χριστός ήταν ανέκαθεν επιεικής και πράος απέναντι στους αμαρτωλούς. Ακόμη και στις πιο ακάθαρτες γυναίκες και τους μεγαλύτερους εγκληματίες εφάνη εύσπλαχνος και συγχωρητικός. Αντιμετώπισε με ανοχή τους πάντες και δεν αποστράφηκε κανέναν, διότι ήρθε «ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» (Α΄ Τιμ. α΄, 15).
Καταδίκασε βέβαια, κάθε μορφή κακίας και αμαρτίας, χρησιμοποιώντας παραβολές ή διάφορους άλλους τρόπους, ποτέ όμως δεν καταδίκασε τον συγκεκριμένο αμαρτωλό που βρισκόταν μπροστά του έστω κι αν δεν έδειχνε διάθεση μετανοίας. Αντίθετα μάλιστα, στάθηκε με τρυφερότητα και συμπάθεια απέναντι στον κάθε αμαρτωλό.
Έτσι αντιμετωπίζει τον Ζακχαίο, την αμαρτωλή γυναίκα, την Σαμαρείτιδα που δεν έκανε καμιά δήλωση μετανοίας, αλλά ακόμη και τον πλούσιο νέο που δεν θέλησε να αποχωρισθεί τα πλούτη του, ο Χριστός «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν»
(Μάρκ. ι΄, 21). Υπάρχει όμως ένα είδος αμαρτωλού ανθρώπου τον οποίον ο Χριστός καταδίκασε άμεσα και προσωπικά. Μία αμαρτία που καυτηρίασε κατά αυστηρόν και απόλυτον τρόπον. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την υποκρισία και διπροσωπία των Γραμματέων και Φαρισαίων.
Το Ευαγγέλιον του όρθρου της μεγάλης Τρίτης, αναφέρεται δια μακρών στα «οὐαὶ» που απηύθυνε ο Κύριος στους ηγέτες του Ισραηλιτικού λαού. Δεν δίστασε μάλιστα να χρησιμοποιήσει εναντίον τους πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς και να τους προσάψει βαρύτατες κατηγορίες. Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, ήσαν οι άνθρωποι του νόμου, οι νομοδιδάσκαλοι της εποχής. Η ιθύνουσα θρησκευτική τάξη που οδηγούσε τον λαό και απελάμβανε πλείστα όσα προνόμια με αδιαμφισβήτητο κύρος και εξουσία.
Εάν, εμείς, ζούσαμε στην εποχή των Γραμματέων και Φαρισαίων, θα μέναμε έκπληκτοι από αυτό που θα αντικρίζαμε. Τώρα βέβαια τους αντιμετωπίζουμε κάτω από το πρίσμα των λόγων του Κυρίου. Εάν όμως δεν είχαμε υπόψιν τους λόγους του Χριστού, που μας ανοίγουν τα μάτια, θα είχαμε τελείως διαφορετική εικόνα για το ποιόν των αρχιερέων και Γραμματέων του λαού. Δεν υπήρχανε, πραγματικά, πιο καθαροί και άμεμπτοι άνθρωποι από αυτούς.
Ηθικά ανεπίληπτοι και αγνοί, σε σημείο που να αποστρέφονται σε υπερβολικόν βαθμόν την βδελυκτήν, όπως την ονόμαζαν και θεομίσητον αμαρτίαν της σαρκός. Την σαρκικήν εν γένει ηδονήν. Σεβάσμιοι εις την μορφήν, πολιοί με επιβλητικήν γενειάδα που ενέπνεε την εκτίμησιν και τον σεβασμόν. Τυπικοί κατά πάντα, με πύρινον ζήλον για τον Θεόν και τον νόμον του, έδειχναν στοιχεία απαράμιλλης ευλάβειας και αγίας συμπεριφοράς, χωρίς να δίνουν δικαίωμα για το παραμικρό σχόλιον.
Ήσανε μάλιστα μελιστάλαχτοι εις τους λόγους, γλυκείς στην συναναστροφή και πραότατοι εις το ήθος. Ο λαός κρεμότανε στην κυριολεξία από τα χείλη τους και ο λόγος τους ήτανε νόμος που δεν επιδεχότανε καμία αντίρρηση και ένσταση. Μάλιστα ήσανε ελεήμονες εις τους πτωχούς ή τουλάχιστον αυτό δείχνανε και είχανε ξεπεράσει κάθε όριο ευσεβείας και αρετής στην εποχή τους.
Ο Κύριος όμως ως καρδιογνώστης που είναι ετάζει καρδίας και νεφρούς, γνωρίζει τους διαλογισμούς και τα εσώτερα κινήματα της ανθρώπινης ψυχής. Διακρίνει ακόμα και τα αδιόρατα εκδηλώματα στην έκφραση του προσώπου και δεν σκιάζεται, ούτε ξεγελιέται από τις εξωτερικές εκδηλώσεις και την φανταχτερή ευσέβεια. Έβλεπε καθαρά ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήσαν άνθρωποι της επιφάνειας και των τύπων.
Κυριευμένοι από το πάθος της κενοδοξίας και της υπερηφανίας, έκαναν τα πάντα για το θεαθήναι τοις ανθρώποις. Φορούσαν το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης, ενώ ξεχείλιζαν από έπαρση και υψηλοφροσύνη. Προσευχόντουσαν εις τον Θεόν, ενήστευαν, εγκρατεύοντο, και ζούσαν ασκητικά, αλλά στην ουσία είχανε αρνηθεί τον Θεόν, γιατί ζούσαν με αυτάρκεια και ελάτρευαν περισσότερον την πλασματική εικόνα του εαυτού τους, παρά τον αληθινόν Θεόν.
Φαινόντουσαν εύσπλαχνοι και ελεήμονες, κατά βάθος όμως αγνοούσανε τι θα πει συμπάθεια και επιείκια και ως βασιλικότεροι του βασιλέως ήσανε άνθρωποι δικαστές και κριτές γεμάτοι πικρία και υπόκρισιν που έθεταν δυσβάστακτα φορτία στους ώμους των ανθρώπων. Ο Χριστός τους κατακεραυνώνει χωρίς κανέναν ενδοιασμό και τολμώ να πω με άμετρην αγανάκτησιν, διότι είχε απηυδήσει με την προσποιητήν ευσέβειάν τους και πονούσε η ψυχή του, βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους να οδηγούν τον λαόν στην απώλειαν παρασύροντάς τον, και κάνοντάς τον υιόν γεένης διπλότερον από τους ιδίους.
Όπως λέγει και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μεν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα, επιζητεί να αρέσει στους ανθρώπους κι όχι στον Θεόν. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Η νηστεία του κενόδοξου είναι χωρίς μισθό και η προσευχή του άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο.
Γι’ αυτό και ο Κύριος τονίζει εμφαντικά ότι: «οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. στ΄, 26). «Πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν» (Ματθ. κγ΄, 5). Μεγαλώνουνε τους χιτώνες και τα ράσα τους, για να φαίνονται επίσημοι και ιεροπρεπείς, φιλούσι δε (αγαπούνε) την πρωτοκλισίαν και τις πρωτοκαθεδρίες, τους ασπασμούς στις αγορές και το να καλούνται από τους ανθρώπους ραββί, ραββί.
Παριστάνουνε τον φιλόπτωχο και προστάτη των αδυνάτων, αφανώς όμως κάνουνε τα πάντα ώστε με διάφορες προφάσεις να κατεσθίουν τις οικείες των χηρών και τα σπίτια των ορφανών. Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, ήσαν σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου «οἱ διϋλίζοντες τὸν κώνωπα» (Ματθ. κγ΄, 24), λεπτολογούσαν δηλαδή για τα μικρά και ασήμαντα, «πνιγόντουσαν σε μια κουταλιά νερό», ενώ ήσαν σε θέση να καταπίνουν την κάμηλον, να κάνουν δηλαδή τα στραβά μάτια και να παραμελούν τα βαρύτερα και ουσιωδέστερα του νόμου «τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν» (Ματθ. κγ΄, 23). Σύμφωνα με τον Άγιον Ιωάννην της Κλίμακος, ο υπερήφανος μοιάζει με ρόδι σαπισμένο εσωτερικώς, που εξωτερικώς γυαλίζει το χρώμα του. Κατά παρόμοιον τρόπον, χαρακτηρίζει και τους Φαρισαίους ο Κύριος ως τάφους ωραίους και περικαλλείς απ’ έξω, που όμως έσωθεν γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας, δηλαδή μέσα τους υπάρχει δυσωδία και αποσύνθεση. Φαίνονται δίκαιοι στους ανθρώπους , ενώ η καρδιά τους είναι μεστή υποκρίσεως και ανομίας.
Δια τούτο και ο Χριστός τους επισημαίνει ότι το ποτήριον και το πιάτο πρέπει να τα καθαρίζουν εσωτερικά και τότε θα υπάρχει και εξωτερική εντύπωσις άψογος και ευχάριστος, χωρίς επιτήδευσιν και στολισμόν. «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. ν΄,12), αυτό ζητάνε οι γνήσιοι και αληθείς Ισραηλίτες, δηλαδή τα παιδιά του Χριστού, που δεν έχουν καμία σχέση με τους τυπικά και κατ’ όνομα μόνον ψευδείς Ισραηλίτες.
Οι Φαρισαίοι λόγω της υπερηφάνειάς τους, εκόμπαζαν εσωτερικά και δεν είχαν την διάθεση να σκύψουν το κεφάλι και να αποδεχθούν εν υπακοή τον Χριστόν Κυρίου, τον αληθινόν Μεσσίαν και Υιόν Του Θεού. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα αναζητούν έναν Μεσσίαν, που θα ταιριάζει στην υπόκρισιν και υψηλοκαρδίαν τους.
Πρέπει όμως όλοι μας να προσέξουμε, ο γράφων πρώτος, αλλά και όλοι οι χριστιανοί, γιατί σίγουρα δεν επιλέχθηκε τυχαία από την Εκκλησία στην Μ. Εβδομάδα η ανάγνωση της υπό του Κυρίου μαστιγώσεως της Φαρισαϊκής υποκρισίας. Οι Φαρισαίοι αισθάνθηκαν βαθύτατα το δριμύ μαστίγιο των λόγων του Κυρίου και γι’ αυτό ξέσπασε εναντίον Του με μανίαν η οργή και η αντίδρασή τους, εξαιτίας του ελέγχου που απηύθυνε κατ’ αυτών.
Δυστυχώς όμως η ασθένεια των Φαρισαίων είναι μεταδοτική και πολλές φορές δύσκολα ανιχνεύεται. Όσο πιο μεγάλη ανθρωπαρέσκεια έχουμε, τόσο πιο πολύ θα λυγίζουμε από το πνεύμα της κενοδοξίας και θα κάνουμε πράγματα για να αρέσουν στους άλλους, θα είμαστε άλλοι στα κρυφά και άλλοι στα φανερά. Ο Θεός μας θέλει ειλικρινείς και ακεραίους. Να φαινόμαστε, όπως πραγματικά είμαστε. Ντόμπροι και ευθείς.
Αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται ψυχική δύναμη και γενναιότητα εσωτερική. Και ίσως όλοι οι άνθρωποι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχουμε μέσα μας το πάθος της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας, που πολλές φορές μας ωθεί στο να κάνουμε πράγματα για να φανούμε στους άλλους. Βέβαια ο καθωσπρεπισμός και η κακώς εννοούμενη αξιοπρέπεια της κοινωνίας, πολλάκις μας κρατάνε εγκλωβισμένους σε στερεότυπες συμπεριφορές και κανόνες, που δεν αφήνουν περιθώριον δράσης στον πηγαίον αυθορμητισμόν και σε ειλικρινείς εκδηλώσεις της καρδιάς.
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει την καθοριστικήν αδυναμίαν να κρίνει την κατ’ όψιν κρίσιν, να βλέπει τα πράγματα και τα πρόσωπα επιφανειακά και να εντυπωσιάζεται από το περιτύλιγμα, οδηγεί πολλούς από εμάς στο να μην δίνουμε έμφαση στο περιεχόμενο, αλλά να είμαστε εύκολοι στις κρίσεις και τους χαρακτηρισμούς των άλλων, στο να βάζουμε δηλαδή ταμπέλες και ετικέτες στους ανθρώπους.
Επηρεαζόμαστε εύκολα από πρόσωπα και καταστάσεις, και νομίζω πως αυτή ακριβώς η νοοτροπία είναι το κόκκινο χαλί που στρώνουμε πολλές φορές, σε ανθρώπους σκοτεινούς και καιροσκόπους, που καμίαν σχέσιν δεν έχουν με τον Θεόν, αλλά εκμεταλλεύονται την δική μας αδυναμίαν για να εξυπηρετήσουν ιδιοτελείς σκοπούς και άνομα-ανομολόγητα σχέδια.
Όταν εμμένουμε στους τύπους και την εξωτερική συμπεριφορά, την ευσεβοφάνειαν, όταν δίνουμε υπερβολικήν σημασία στο τι θα πουν οι άλλοι και κάνουμε κάτι γιατί το κάνει ο κόσμος και με την σκέψη ότι αυτό είναι το σωστό και το κοινώς αποδεκτό, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δώσουμε την καρδιά μας στον Θεόν και να γίνουμε απροσωπόληπτοι, όπως Εκείνος.
Θα μας διαφεύγει ο κρυμμένος πλούτος των χαρισμάτων και αρετών που μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος που είναι κοινωνικά απορριπτέος ή φαντάζει στα μάτια μας ως άθλιος και αμαρτωλός. Τις ημέρες αυτές της Μεγάλης Εβδομάδος βλέπουμε να κατακλύζονται οι ναοί από κόσμον και να δημιουργείται το αδιαχώρητο. Παρατηρείται όμως το φαινόμενο, αμέσως μετά το τέλος της Εβδομάδος των Παθών, να αραιώνουν και πάλι οι Εκκλησίες και να μην πατούν το πόδι τους ξανά πολλοί από το εκκλησίασμα, μέχρι την επόμενη Μεγάλη Εβδομάδα.
Πού είναι όλοι αυτοί, πού χάνονται και γιατί έρχονται στην Εκκλησία μόνον τις ημέρες αυτές; Αν τους ρωτήσει κανείς, ενδέχεται να του απαντήσουν, ότι έτσι κάνει όλος ο κόσμος, τότε πηγαίνει στην Εκκλησία, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Είναι συνήθεια να κοινωνούμε την Μεγάλη Πέμπτη για το καλό της εορτής και να πηγαίνουμε το Πάσχα στην Εκκλησία να τσουγκρίσουμε το αυγό και να πούμε το Χριστός Ανέστη.
Τα κάνουμε δηλαδή αυτά γιατί έτσι είναι το κοινωνικώς παραδεκτό, γιατί έτσι κάνει ο κόσμος. Για να μην φανούμε τελείως άσχετοι με την Εκκλησία, αλλά ούτε και να δείξουμε ιδιαίτερα θρησκόληπτοι, έχοντας μια συνέπεια στον εκκλησιασμό.
Ο Χριστός όμως δεν αρέσκεται σε εξωτερικές εκδηλώσεις και τυπικές συμπεριφορές. Θέλει την καρδιά μας και την θέλει όλην για τον εαυτόν Του. Μόνον έτσι, ολόψυχα και εκ βάθους καρδίας θα μπορέσουμε να βιώσουμε τα Άχραντα Πάθη του Σωτήρος και να σκιρτήσουμε εν συνεχεία από χαρά για την Ανάστασιν του Θεανθρώπου, προσδοκώντας την ιδικήν μας μέλλουσαν ανάστασιν και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν!