ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ
Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ
Ὁ ἄνθρωπος στὴν ζωὴ αὐτὴ γεννιέται καὶ πεθαίνει μὲ δάκρυα. Τὸ βρέφος μὲ δάκρυα ὑποδέχεται τὸ φῶς τοῦ κόσμου καθὼς ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μητέρας του, καὶ πάλιν μὲ κλάματα ἐξόδια συγγενεῖς καὶ φίλοι τὸν ἀποχαιρετοῦν στὸ ὕστατο ταξίδι του γιὰ τὴν μήτρα τῆς αἰωνιότητος. Ὅλοι ἔχουμε γευθεῖ τὴν ὀδύνη τῆς ἀπωλείας. Εἶναι φυσικὸ νὰ πονέσουμε, ὅταν χάσουμε τοὺς γονεῖς μας, τὸν ἀδελφό μας, τὸν ἀγαπημένο μας φίλο. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ μᾶς συνέχῃ ἄμετρο καὶ ὑπερβολικὸ πένθος γιὰ τὸν νεκρό, καὶ ἀκοῦστε τὸ γιατί:
Ὅταν γεννήθηκε τὸ πρῶτο παιδὶ τοῦ βασιλέως Δαβὶδ ἀπὸ τὴν μοιχαλίδα Βηρσαβεέ, «ἔθραυσεν ὁ Κύριος τὸ παιδίον»46, καὶ ἀρρώστησε αὐτὸ βαριὰ κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔτσι ἐπέτρεψε νὰ δοκιμασθῇ ὁ Δαβὶδ γιὰ τὴν διπλή του ἁμαρτία (τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνον). Τότε ὁ Δαβὶδ νήστευσε, ξαγρύπνησε κατὰ γῆς καὶ ἱκέτευσε τὸν Κύριον γιὰ ἑπτὰ συνεχόμενες ἡμέρες. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σηκώσῃ ἀπὸ τὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ βάλῃ ἔστω μιὰ μπουκιὰ στὸ στόμα του. Ὅταν ἐν τέλει τοῦ ἀνακοίνωσαν τὴν ἕβδομη ἡμέρα – μὲ πολὺ δισταγμὸ καὶ φόβο – ὅτι τὸ παιδὶ ἀπέθανε, τότε ὁ Δαβὶδ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιό του, λούσθηκε, ἄλειψε τὸ σῶμα του μὲ ἀρώματα καὶ μῦρα, καὶ φορώντας ἐπίσημα ἐνδύματα εἰσῆλθε εἰς τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ προσεκύνησε τὸν Κύριο μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση. Ἔπειτα ἐπέστρεψε στὸ ἀνάκτορο καὶ ζήτησε νὰ φάῃ.
Ἔκπληκτοι τότε οἱ ὑπηρέτες του, τὸν ἐρώτησαν: «Βασιλεύ, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνεις; Ὅταν ζοῦσε τὸ παιδίον, νήστευες καὶ ἔκλαιγες καὶ τώρα ποὺ πέθανε, φόρεσες τὰ καλά σου καὶ ἦλθες νὰ φᾶς σὰ νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα;». «Ναι – τοὺς ἀπάντησε ὁ Δαβίδ – διότι ὅταν ζοῦσε τὸ παιδί, εἶπα ποιὸς ξέρει; Ἴσως μὲ εὐσπλαχνισθεῖ ὁ Κύριος καὶ τὸ κάνει καλά. Τώρα ὅμως ἀπέθανε καὶ ἔφυγε πλέον. Γιατὶ λοιπὸν νὰ νηστεύω καὶ νὰ θρηνῶ; Μήπως μπορῶ νὰ τὸ φέρω καὶ πάλι πίσω στὴ ζωή; Ὄχι! Ἀντιθέτως, ἐγὼ θὰ πάω κάποτε σ’ αὐτό, ἐκεῖνο δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσῃ σ’ ἐμένα, ὅσο κι ἂν ὀδύρομαι καὶ πονῶ».
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπισε ὁ Δαβὶδ τὸν θάνατον τοῦ παιδιοῦ του φανερώνει τὴν ἀπὸ μέρος του ταπεινὴ ἀποδοχὴ τῶν δικαίων ἀποφάσεων τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην του εἰς τὴν θείαν Πρόνοιαν. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς μὴν πενθοῦμε ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν σὲ Ἀνάσταση νεκρῶν, ἀλλ’ ὅπως ὁ Δαβίδ, μὲ πίστη εἰς τὴν μέλλουσα ζωή. Ὅπως γράφει εἰς τὴν «Κλίμακα» καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «τὸ κάλλος τοῦ πένθους δὲν τὸ κατέκτησε αὐτὸς ποὺ πενθεῖ γιὰ ὅ ,τι θέλει – αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ πενθεῖ γιὰ τὶς ἀνεκπλήρωτές του ἐπιθυμίες καὶ τὰ θέλω του (ὅπως γιὰ παράδειγμα ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μὴν πεθάνουν ποτὲ οἱ δικοί του ἄνθρωποι) – ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ πενθεῖ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει», θεαρέστως καὶ χριστοπρεπῶς.
Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν δύναμη ποὺ κρύβει μέσα του τὸ κατὰ Θεὸν πένθος καὶ τὸ τί μπορεῖ νὰ πετύχῃ κανεὶς μὲ αὐτό, συναντάμε στὸ πρῶτο βιβλίο τοῦ Ἔσδρα, στὸ ὄγδοο κεφάλαιο. Ἐκεῖ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν ζηλωτὴν Κυρίου, τὸν ἔξοχο σύμβουλο τοῦ Πέρση βασιλιὰ Ἀρταξέρξη, τὸν ἱερέα Ἔσδρα, ἄνθρωπον μὲ ἐξαίρετα χαρίσματα καὶ ὀργανωτικὲς ἱκανότητες. Ὅταν λοιπὸν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ βασιλέως ἐπέστρεψε μὲ μερικοὺς ἀκόμα Ἰουδαίους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἄρχισε νὰ ὀργανώνῃ τὴν θρησκευτικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τοῦ Ἰσραῆλ, κάτι ποὺ συνέβαινε γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν.
Ἐκεῖ τοῦ ἀνακοίνωσαν οἱ πρόκριτοι τῶν Ἰουδαίων ὅτι εἶχαν γίνει πολλοὶ μικτοὶ γάμοι μὲ γυναῖκες εἰδωλολάτρισες, κάτι ποὺ ἀπαγορευόταν αὐστηρὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Τότε ὁ Ἔσδρας ἔκλαυσε καὶ ἐθρήνησε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ δικά του ἁμαρτήματα. Διέρρηξε τὰ ἰμάτιά του, τράβηξε – «ἔτιλε» τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ πώγονός του καὶ συντετριμμένος ἀναγνώρισε τὶς πολλὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς Ἑβραίους, μὲ κορυφαία τὴν ἐπάνοδό τους εἰς τὴν πατρίδα τους. Ἐτόνισε μάλιστα ὅτι ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ντροπιασμένος καὶ κατησχυμένος ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ.
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι, συγκινημένοι ἀπὸ τὸ πένθος τοῦ Ἔσδρα, ταπεινώνονται ἐνώπιόν του, ὁμολογοῦν τὴν ἐνοχή τους καὶ ἐπανορθώνουν τὸ ἀτόπημά τους, διώχνοντας μακριὰ τὶς ξένες γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν μαζί τους. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτὸ
– ἐπίτευγμα τοῦ θεοφιλοῦς πένθους τοῦ Ἔσδρα – ὁ Θεὸς καθάρισε ἀπὸ τὸν μολυσμὸν καὶ τὴν ἐπιμειξίαν τὸν λαόν του.
Πρόσεξε, ἀγαπητέ ἀναγνώστα, τί θυσία ἔκαμαν οἱ Ἰουδαῖοι! Ἀπαρνήθηκαν τὴν ἴδια τους τὴν οικογένεια, τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιά τους, ἐπειδὴ ἡ συνύπαρξις μαζί τους προσέκρουε εἰς τὸ θεῖον θέλημα. Ποῖος ἀπὸ ἐμᾶς θὰ ἔβαζε τὸν Θεὸν πάνω ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, πάνω ἀπὸ τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, εἰς σημεῖον ὥστε νὰ χωρισθῇ διὰ παντὸς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ στερηθῇ ἰσοβίως τὴν παρουσία τους, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ τὸ ἤθελε ὁ Θεός;
Παρατηρεῖται καὶ στὴν ἐποχή μας μεγάλος ἀριθμὸς μεικτῶν γάμων ποὺ γίνεται μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων ἢ αἱρετικῶν. Ἡ οἰκογένεια ἀσφαλῶς εἶναι σημαντικὸ πρᾶγμα, εἶναι τὸ δομικὸ κύτταρο τῆς κοινωνίας, ἀλλ’ ἀσυγκρίτως σημαντικότερον καὶ σπουδαιότερον εἶναι ἡ πίστη μας εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ὅταν αὐτὴ ἀπειλεῖται, δὲν πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε τίποτε καὶ κανέναν.
Ὁ Κύριός μας τὰ ξεκαθαρίζει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια, λέγοντας: « Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος»47. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς συγγενεῖς του περισσότερον ἀπὸ τὸν Χριστόν, δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ τὴν Βασιλεία Του. Μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐδίστασε νὰ θυσιάσῃ τὸν μονάκριβό του υἱό, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε, ἐπειδὴ τοῦ τὸ ζήτησε ὁ Θεός.
Ἰδοὺ λοιπὸν δύναμις καὶ δυνατότης ἐξαγιασμοῦ! Τὸ μακάριον πένθος!
Καὶ τώρα ἔρχεται τὸ τέλος (τοῦ παρόντος ἄρθρου). Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ ἡ ἀρχή! Ὅπως στὸ γλυκοχάραμα τῆς δημιουργίας, στὴν ἀνατολὴ τῆς ζωῆς του, ὁ ἄνθρωπος δὲν γνώρισε τί θὰ πῇ δάκρυ, ἔτσι καὶ στὸ τέλος, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἄγγελος Κυρίου θὰ πῇ στοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἁγίους: «θρήνου ὁ καιρὸς πέπαυται· μὴν κλαίετε»47.
Στὴν ζωὴ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος κληρονόμησε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ τὸ σύνδρομο τοῦ «χαμένου Παραδείσου». Ἔχει γεμίσει ὁ κόσμος ἀπὸ «χαμένους παραδείσους», ἀνεκπλήρωτα ὄνειρα καὶ ἀπραγματοποίητες ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὶς ὁποῖες θρηνοῦν καὶ κλαῖνε μὲ δάκρυα λύπης, ἢ καὶ δάκρυα χαρᾶς ἀκόμη, ὅταν τύχει νὰ κάνουν πραγματικότητα τὴν λαχτάρα τους καὶ ἀπολαύσουν τὸν ὅποιον «χαμένο Παράδεισον»· αὐτὸν ποὺ ἡ καρδιά τους θεωρεῖ ὡς παράδεισον. Ὅλοι ὅμως αὐτοὶ οἱ ψεύτικοι παράδεισοι, ἔχουν μέσα τους τὴν παλαιότητα καὶ ματαιότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἀποτελοῦν ἐπαναλήψεις τῆς πρώτης ὑποσχέσεως τοῦ ἀρχαίου ἐχθροῦ γιὰ αὐτοθέωση τοῦ ἀνθρώπου. Συνιστοῦν πολλαπλασια-
σμό τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τοῦ ὁποίου συνέπεια εἶναι τὸ δάκρυ καὶ ὁ πόνος.
Ὁ ἀληθὴς ὅμως παράδεισος διακρίνεται ἀπὸ τοὺς ψεύτικους, διότι ἐν αὐτῷ «ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων) ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον»48.
Πέρασαν τὰ πρῶτα. Ἡ κακοπάθεια τῶν ἁγίων καὶ ἡ ἀλαζονεία τῶν ἀσεβῶν, τελείωσαν. Καὶ λέμε «τελείωσαν» σὲ παρελθοντικὸ χρόνο, διότι εἶναι τόσο βέβαιον ὅτι θὰ γίνει αὐτό – τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου μας τὸ ὑποσχέθηκε – ὥστε μποροῦμε νὰ τὸ λογαριάζουμε ὡς ἤδη τετελεσμένο. Ὅλες οἱ ἐπιπτώσεις ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ θὰ ἐξαλειφθοῦν μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα· οἱ πόλεμοι, οἱ συμφορές, οἱ ἀρρώστιες, οἱ λεηλασίες καὶ ἀδικίες τῶν δυνατῶν τῆς γῆς ἐπὶ τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων· ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὰ βλέπει ὁ δίκαιος καὶ κλαῖει ἀπὸ εὐσπλαχνία γιὰ ὅλους τοὺς σφαγμένους καὶ ἀδικημένους τῆς οἰκουμένης καὶ τὸν κατέχει ἡ ἀθυμία, ἀλλὰ καὶ ἱερὰ ἀγανάκτηση, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας τῆς νοητῆς Βαβυλῶνος.
Γνωρίζει ὅμως ὅτι· «ἐπιλήσονται τὴν θλῖψιν αὐτῶν τὴν πρώτην, καὶ οὐκ ἀναβήσεται αὐτῶν ἐπὶ τὴν καρδίαν»49. Αὐτοὶ ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πόλιν, τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλήμ, θὰ λησμονήσουν τὴν θλῖψιν τους, καὶ δὲν θὰ ἀνέβῃ πάλι στὴν καρδιά τους ὡς θλιβερὴ ἀνάμνησις, τίποτε ἀπὸ τὰ πρῶτα. Διότι καινούργιους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆν ἀναμένουμε, ἐκεῖ ὅπου ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ, «ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός»50 εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων· Ἀμήν.
46) Β΄ Βασ. ιβ΄, 15.
47) Ματθ. ι΄, 37.
48) Ἀποκ. κα΄, 4.
49) Ἠσ. ξε΄, 16.
50) Βλ. Νεκρώσιμον Τρισάγιον.