(Β΄ Τιμ. δ΄, 5-8) (Αποστο λικόν)
Η ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η σημερινή αποστολική επιστολή, αν τη προσέξουμε λεπτομερώς, θα δούμε ότι δείχνει, ως προς το περιεχόμενο, ξένη με την εορτή των Αγ. Θεοφανείων. Λίγο μας υποψιάζει μία λέξη «επιφάνεια» και συνειρμικά μας οδηγεί στη λέξη «Θεοφάνεια». Πραγματικά μία λέξη φτάνει να γίνει αφετηρία και υπόθεση εορτής, αντικείμενο μελέτης, διατυπώσεων, σκέψεων πρόκληση, θέμα ολόκληρο για ατέλειωτη συζήτηση. «Επιφάνεια» είναι η αρχαία ονομασία της εορτής, η οποία σχετίζεται με το αποστολικό σημερινό ακροτελεύτιο. Αν στη Γέννηση δεν έγινε σε όλους κατάδηλη η παρουσία του Θεού, στη Βάπτιση έχουμε τη πεντακάθαρη διακήρυξη του τριαδικού δόγματος (τη Βάπτιση του Υιού, την ομολογία της Πατρότητος από το Θεό, τη κάθοδο του Αγ. Πνεύματος με μορφή περιστεριού) και την αποκάλυψη του Υιού στο κόσμο μας. Επίσης και στον Απόστολο των Θεοφανείων υπάρχει η φράση «επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος» (Προς Τιτ. 2, 11).
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
Α) Η ΠΡΟ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
* Αρκετά πράγματα στη ζωή μας ή και καταστάσεις φανερώνονται μπροστά μας, χωρίς καν να έχουμε υπολογίσει την ύπαρξή τους. Μιά ξαφνική ασθένεια που προϋπήρχε γίνεται έκδηλη σ’ ένα τελευταίο στάδιο από τα έντονα συμπτώματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ευχάριστα, έτσι λ. χ. η μυστική εργασία ενός ερευνητή βλέπει μετά από χρόνια το φως της δημοσιότητας και γίνονται γνωστά τα ευρήματα της έρευνας. Επειδή δεν τα βλέπαμε δεν μπορούμε να πούμε ότι και δεν προϋπήρχαν.
* Και ο Θεός υπάρχει, αλλά τα «αδύναμα» μάτια των ανθρώπων δεν μπορούν να Τον δουν. Οι καρδιές χωρίς καθαρότητα, πίστη και καλή προαίρεση δεν έχουν κατάσταση για να τον «συλλάβουν» στην ύπαρξή τους. Και ο Υιός του Θεού υπήρχε πάντοτε, ξέχωρα ότι οι άνθρωποι δεν ήταν σε κατάλληλη θέση να δεχθούν την έλευσή Του και τη διδασκαλία Του.
* Ολόκληρη η π.Χ. χρονική περίοδος ήταν εποχή που κυριαρχούσε το σκότος της αγνωσίας για τα θεϊκά πρόσωπα. Ένα ψηλαφητό, παχύ σκότος του ανθρώπου, του φιλοσόφου, του στοχαστή, ώστε να λατρεύει πέρα από τους Θεούς των ειδώλων και κάποιον «άγνωστο Θεόν». Αλλά και ο «σπερματικός λόγος» κατά τους Θεολόγους Πατέρες ήταν τα ψήγματα της αλήθειας, που άνθρωποι του Πνεύματος κατέγραψαν με ασίγαστο πόθο για την έρευνα του θεϊκού στοιχείου, σε συνάρτηση πάντα με το θνητό και πεπερασμένο.
Β) Η ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ
* Ο Χριστός σαρκώνεται και λάμπει η παρουσία Του ως Φως στο κόσμο. Ο Χριστός υπήρξε πραγματικό και ιστορικό πρόσωπο. Η γέννηση Του συνετελέσθη μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, όταν ηγεμόνευε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Καίσαρας Αύγουστος και βασίλευε στην Ιουδαία ο Ηρώδης. Αυτό σημαίνει, ότι έλαβε σάρκα πραγματική και όχι κατά φαντασία. Η ιστορικότητα του γεγονότος δεν αίρει το μυστήριο, αλλά και το μυστήριο δεν καταργεί την ιστορικότητα.
* Ο Θεός με την υπερκόσμια φωνή Του «μαρτυρεί» τον εκλεκτό Του απεσταλμένο, ο οποίος έχει συγκεκριμένο έργο να επιτελέσει: τη φανέρωση του Τριαδικού Θεού στους ανθρώπους, τη χριστιανική διδασκαλία και τον τρόπο σωτηρίας τους. Γενεές περίμεναν μέσω της ιουδαϊκής διδασκαλίας τούτο το σπουδαίο Πρόσωπο.
* Ως Πρόσωπο έδωσε όχι μόνο λόγια αλλά και έργα. Όχι μόνο θεωρία αλλά και πράξη. «Ο εωρακώς Εμέ, εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14, 9) λέγει στον Φίλιππο λίγο πριν το Πάθος Του. Η «γνώση» του Χριστού οδηγεί στη «γνώση» του Τριαδικού Θεού. Είναι η σύνδεση και η σύμπνοια της Αγ. Τριάδος. Γι’ αυτό και οι Άγιοι αγωνίστηκαν να δείξουν με έργα την αγάπη τους στο Θεό. Τούτο λέει και ο Απόστολος στο μαθητή του και σ’ όλους τους χριστιανούς: «κακοπάθησον», αγωνίσου, πόνεσε, δούλεψε, κινδύνεψε γιατί τούτο έκανε για σένα ο Χριστός. Ο Θεοδώρητος Κύρου γράφει για τον Παύλο: «μεθ’ ηδονής τους υπέρ της ευσεβείας κινδύνους» υπέμεινε για την αγάπη του Χριστού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στο κόσμο του φωτός και της προόδου, στο «αψεγάδιαστο τεχνολογικά» παρόν, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που στερούνται τη «γνώση» του Χριστού. Γι’ αυτούς ο Χριστός παραμένει άγνωστος, κρυμμένος από τη λογική τους. Στη μία κατηγορία βρίσκονται αυτοί που ανήκουν σε άλλα δόγματα ή λατρεύουν «ψεύτικους θεούς» ή υλικά δεδομένα και δεν άκουσαν τη Φωνή Του, την αληθινή και μοναδική. Στη δεύτερη αυτοί που είναι συνειδητά αρνητές ή και πολέμιοι του Θεανδρικού Του Προσώπου. Για τους μεν πρώτους οφείλει η εκκλησία να έχει μέθοδο ιεραποστολής, μέριμνα για τον Ευαγγελισμό της ψυχής τους. Για τους δεύτερους όμως δεν υπάρχει δικαιολογία. Ζούν σε μία χώρα που κάθε πέτρα σιωπηλά λέει το όνομα του Χριστού και η εκκλησία, με τα όποια λάθη της, αγωνίζεται να σώσει τα τέκνα της. Οι εορτές του Αγ. Δωδεκαημέρου και όλες του χρόνου δίνουν αφορμή για έρευνα και πνευματικό προβληματισμό στο πρόσωπο του «επιφανέντος Χριστού».