Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Ἐπικήδειος λόγος ἐπὶ τῇ ἐκδημία τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου της Ι. Μ. Ἁγίας Τριάδος πατρὸς Διονυσίου Καλαργύρου.

Ὑπό τοῦ Θεοφισλεστάτου Ἐπισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ,

Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

 

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Μακάριε

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι Αρχιερείς

αγαπητοί συμπρεσβύτεροι.

Τεθλιμμένη χορεία των μοναζουσών της μον. αδελφότητος

της Αγίας Τριάδος

αγαπητά μου παιδιά, τρόφιμοι του ιερού τούτου καθιδρύματος

πενθηφορών λαέ

 

«Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ὁ μισθὸς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ»

(Σοφ. Σολ. ε΄,15).

 

          Σιωπή και πόνος βουβός. Πένθος και δάκρυα παντού. Έπαυσε πλέον να λάμπει ο πολύτιμος αδάμας του Ιερού ημών αγώνος. Έδυσεν από το νοητόν στερέωμα της Εκκλησίας ο ήλιος της θεοτερπούς ελεημοσύνης. Παρέδωκεν το πνεύμα εις χείρας Θεού Ζώντος ο άοκνος εργάτης της χριστομιμήτου φιλανθρωπίας. Εκρύβη από το προσκήνιον της Ιστορίας το καύχημα των πρεσβυτέρων. Εστερήθησαν οι πένητες τον βοηθόν, τα ορφανά τον πατέρα, οι μονάζουσες τον πνευματικό οδηγό. Η άφωνος θλίψη και η περιρρέουσα κατήφεια διακηρύττουν ότι «ἡγούμενος μέγας πέπτωκεν τῇ ἡμέρα ταῦτη ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Β΄ Βασ. γ΄, 38). Δακρύουσιν ήδη δια τούτον τον δυνατόν, ως πατέρα ποθούντες, ως ευεργέτην, ως γέροντα, ως αδελφόν, ως ενάρετον και γνήσιον τέκνον της Εκκλησίας και της πατρίδος.

          Τιμώσι τον προκείμενον νεκρόν, προσφέροντες ως σπονδήν το δάκρυον, τον ατίμητον δηλονότι μαργαρίτην της ψυχής. Κλαίουσι δήμοι εκχέοντες μετ’ ευγνωμοσύνης τον πόνον τους προ του σεπτού σκηνώματος του κοιμηθέντος. Η πολυπληθής και σεβασμία ταύτη ομήγυρις που συνέρρευσεν από παντού, θρηνεί για την απώλειαν εκείνου, του οποίου το φιλεύσπλαχνον της καρδίας ως ηδύφθογγος ωδή, έθελγε τα αγγελικά ωτία. Την σιγηράν και δάκρυσι νενοτισμένην αυτού νεκρικήν κλίνη, περιστέφει ως ίριδος τόξον η λαμπρότης των ποικίλων αυτού αρετών. Θάλλει εις των ζώντων τας ψυχάς, ακμαία και νεαρά, των μεγάλων αυτού κατορθωμάτων η μνήμη. Ώστε φόβος ουδείς μήπως τα κατορθώματά του σμικρυνθώσι εις τας μικροφυείς της εμής αδυναμίας εκφράσεις. Αλλά και ούτως επικαλούμαι τον τα ασθενή θεραπεύοντα και διδόντα λόγον εν ανοίξει του στόματος ημών.

          Εις τα ώτα ημών ηχεί το του αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν» (Ιακ. α΄,27). Και πράγματι ο κοιμηθείς συνέδραμεν εις παρηγορίαν των δυστυχούντων, διέθρεψε πεινώντων ψυχάς, «διῆλθεν εὐεργετῶν»
(Πραξ. ι΄, 38), διότι εγνώριζε πως «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄, 7). Ο σεβαστὀς γέροντας του ιερού τούτου καθιδρύματος πατήρ Διονύσιος Καλάργυρος ησθάνθη από την νεαράν αυτού ηλικίαν την μυστικήν έλξη δια τον ωραίο κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων. Από μικρός ηγάπησε τον Χριστόν και υπηρέτησε την Εκκλησίαν ολοψύχω σπουδή.

          Το ότι εγεννήθη πριν από σχεδόν έναν αιώνα, συνετέλεσεν ώστε να ζήσει απ’ αρχής τα μεγάλα γεγονότα που ηκολούθησαν την αλλαγή του εορτολογίου. Εβίωσε τη δυστυχία και την ανέχεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής. Είχε όμως την ιδιαιτέραν ευλογίαν να διατελέσει ιεροδιάκονος εις το πλευρό του αοιδίμου πρωθιεράρχου και ηγέτου του ιερού ημών αγώνος, πρώην Φλωρίνης κυρού Χρυσοστόμου. Μιας οσιακής μορφής και αδαμαντίνου προσωπικότητος, ενός συγχρόνου ομολογητού της Ορθοδοξίας, εκ του οποίου ήντλησεν έμπνευσιν και καθοδήγησιν και ο οποίος ενεποίησεν οπωσδήποτε μεγάλην εντύπωσιν και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του εις την ψυχήν του νεαρού τότε πατρός Διονυσίου.

          Τοιουτοτρόπως εξηγείται η χαλύβδινη θέλησή του να παραμείνει συνεπής εις τον Ιερόν ημών αγώνα, παρά τους πειρασμούς και τις σειρήνες που ηχούσαν εις τα ώτα του και επιχειρούσαν να τον δελεάσουν και να τον απομακρύνουν από την Εκκλησία του Χριστού. Ο πατήρ Διονύσιος διέκρινε τον κίνδυνο και οσάκις εχρειάσθη, έκλειε την θύραν εις «ἡμετέρους» και αλλοτρίους, ψευδαδέλφους και εχθρούς της αληθείας. Με συνέπεια και σταθερότητα ο σεπτός γέροντας, έμεινε μέχρι τέλους της ζωής του πιστός εις την Εκκλησίαν.

          Ο μακαριστός πατήρ Διονύσιος Καλάργυρος έλκει την καταγωγή του από την νήσον της Αντιπάρου. Από πολύ μικρός «κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος» έμεινεν ορφανός χάνοντας και τους δύο του γονείς. Διετέλεσεν τρόφιμος σε ίδρυμα εις το Τσοτύλι Κοζάνης και αργότερα του Παπαφείου ορφανοτροφείου της Θεσσαλονίκης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί εις την ψυχήν του μία ιδιαίτερη ευαισθησία δια τα ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Εις τα πρόσωπά τους έβλεπε τον ίδιο του τον εαυτό και εις την μοίρα τους εκαθρεφτίζετο η δική του μοίρα. Οι αγωνίες τους έγιναν και δικές του αγωνίες και τα όνειρά τους, προσωπική του επιδίωξη και επιθυμία. Ενώ ήρχισε εκ του μηδενός και δεν είχε τίποτα και ουδένα εις τον κόσμον, έθεσε ως στόχον εις την ζωήν του να βοηθήσει τα ορφανά, να τους προσφέρει μία καλύτερη ζωή, δια να μη χρειασθεί να περάσουν όσα πέρασε ο ίδιος.

          Ο Χριστός λοιπόν, ορών την μεγάλη του αγάπη για τα παιδιά, τον ηξίωσε να ιδρύσει το ιερόν τούτο καθίδρυμα, δια να ευρίσκουν καταφύγιον οι πληγωμένες από τις δυσκολίες και συμφορές της ζωής παιδικές ψυχές. Δια να έχουν τον προστάτη τους τα ορφανά με διαλυμένη ή και ανύπαρκτη οικογένεια. Και πράγματι το έργο που επιτελείται εις το ιερόν τούτο ίδρυμα της Αγίας Τριάδος, είναι θαυμαστό και καρποφόρο. Οι τρόφιμοί του ανατρέφονται εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

          Μαθαίνουν να έχουν φόβο Θεού και αγάπη δια τον Χριστόν και την Εκκλησία. Λαμβάνουν τις σωστές βάσεις και τα κατάλληλα εφόδια, ώστε να γίνουν έπειτα χρήσιμοι πολίτες εις την κοινωνίαν. Μαθαίνουν να έχουν σεβασμό και υπακοή, απέναντι εις τους μεγαλυτέρους εις την ηλικίαν. Όταν ήταν εν ζωή ο μακαριστός Γέροντας, εγεύοντο καθημερινώς εν τοις πράγμασι την μεγάλη αγάπη του πολιού λευίτου και δια τούτο έτρεφον ευγνωμοσύνη και ευλάβεια δια το πρόσωπόν του και δια την στοργή μετά της οποίας τα περιέβαλε. Εβίωναν τη στήριξη και τη συμπαράσταση που τους παρείχε, την ηθική, την πνευματική, αλλά και την υλική, όταν αργότερα άφηναν το ίδρυμα δια να ανοίξουν τα φτερά τους, εις το ξεκίνημα της νέας τους ζωής.

          Ως έμψυχα εκτυπώματα της αρετής του μακαριστού, ζώσες εικόνες της παιδικής αγνότητος που φώλιαζε και εις την ιδικήν του καρδιά, τα παιδιά αποτελούν ικανές αποδείξεις της κατά Θεόν μερίμνης, αγωνίας και επιμελούς φροντίδος που κατέβαλλε δι’ αυτά, αλλά και της εν Χριστώ αγωγής που ο ίδιος έλαβε και εφρόντισε να μεταδώσει και να διαπλάσει μετ’ αυτής μικρούς και μεγάλους. Εις την συνείδησιν των ορφανών ο κεκοιμημένος ήταν και είναι ο πατέρας τους. Έτσι τον αποκαλούσαν με όλη τους την αγάπη και το σεβασμό που απορρέει από μια τέτοια προσφώνηση.

          Εις την ψυχήν του πατρός Διονυσίου είχε αποτυπωθεί από πολύ ενωρίς το Κυριακό λόγιον: «Ἑὰν μὴ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μτθ. ιή, 3). Εάν δεν αποκτήσετε την αθωότητα των παιδιών, την αφελότητα της καρδίας του, δεν θα κληρονομήσετε την αιώνιον ζωήν που έχει ετοιμασθεί δια τους αθώους. Έτσι λοιπόν ο σεπτός νεκρός εγίνετο παιδί με τα παιδιά και παρέμεινε πάντοτε κατά βάθος ένα μικρό παιδί εις την ψυχήν. Δια τούτο ο Χριστός του εδώρησε πλούσια τα αγαθά του, τα οποία και αυτός με τη σειρά του, τα διέθετε πλουσιοπαρόχως και γενναιοδώρως δια τις ανάγκες των ορφανών, αλλά και όλων των απόρων και αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας, και κατέστη έτσι κατά το υμνογραφικόν ΄΄ τῶν δεομένων παροχεύς αφθονώτατος΄΄, αποδεικνύων τοιουτοτρόπως τον πλούτο της ανοικτής εις το έλεος του Θεού καρδιάς του.

          Διότι του ελέους του Θεού αξιώνεται η ψυχή που είναι ελεήμων και ευαίσθητη εις τας χρείας και τας ανάγκας των άλλων και ο πατήρ Διονύσιος δεν υστερούσε εις τούτο. Εγνώριζε ότι είναι «μακάριος ὁ ἐλεῶν ὄλην τὴν ἡμέραν» και αυτό έκαμε. Ελεούσε όλην την ημέραν, κάθε ημέραν, πνευματικώς και υλικώς εκ του περισσεύματος των ουρανίων θησαυρών της θεοχωρήτου καρδίας του, γενόμενος ΄΄ τῆς εὐποιίας ποταμός ἀέναος καί ἀνεξάντλητος΄΄.

          Πρέπον όμως κατά την παρούσα στιγμή να απευθύνω τον λόγον εις την αδελφότητα της ιεράς ταύτης μονής, τουτέστιν εις τον πατέρα Νεκτάριον, τον ακούραστόν τούτον συνοδοιπόρον του αειμνήστου πατρός, την Γερόντισσα Χριστονύμφη, τις μοναχές και όλους τους συνεργάτας και διακονητάς του ιερού τούτου ιδρύματος. Περίλυπος χορεία των εργατών της Αγίας Τριάδος. Εστερήθητε πατρός ηγαπημένου και πνευματικού κηδεμόνος, φροντίζων ανενδότως υπέρ της ψυχικής υμών σωτηρίας. Δια περισσότερον του ημίσεος αιώνος εταυτίσατε τις ζωές σας με τη ζωή του. Το θέλημά σας με το θέλημά του.

          Επιδείξατε πλήρην αφοσίωσιν εις το πρόσωπόν του και εζυμώθητε μετ’ αυτού εις την θλίψιν και την χαράν, εις την ευφροσύνην και την λύπην. Διεπιστώσατε εκ του σύνεγγυς την πλουσίαν καρδιά του. Μια καρδιά πλημμυρισμένη από αγνά συναισθήματα, βιώματα ορθόδοξα και θείες εμπειρίες. Μια καρδιά που προ παντός ήτο ευστεγής και ουρονοδόμητος θόλος, υποκρύπτων την μειλίχια μορφή του Ιησού.

          Πονάτε και συγκλονίζεσθε, θλίβεσθε ως άνθρωποι δια την ώραν της εκδημίας του πεφιλημένου πατρός εκ του ματαίου τούτου κόσμου. Η φυσική όμως και ανθρώπινη λύπη σας πρέπει να ελαττώνεται εκ της ελπίδος και της βαθείας πεποιθήσεως ότι μετέστη προς Κύριον και μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, από τα λυπηρότερα εις τα χρηστότερα και θυμηδέστερα, εις την αιωνία χαρά και απόλαυσιν. Χαρήτε λοιπόν ως γνήσιοι μαθητές του Κυρίου, διότι ο διδάσκαλος υμών αναπαύεται μετά των Αγίων, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, αλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Δε θα μπορούσα όμως να παραλείψω την αποστροφήν του λόγου την κρίσιμον ταύτην ώραν και εις τας τροφίμους του ιερού τούτου καθιδρύματος, που θρηνούν σεμνά και σιωπηλά. Αγαπητά μου παιδιά. Δύσκολη και δυσχερής η παρούσα συγκυρία. Τέτοιες στιγμές τα λόγια περιττεύουν. Τα χείλη πρέπει να σιωπούν και να ομιλεί μόνον η καρδιά. Όμως δύο λόγια παρηγορίας και ελπίδος είναι πάντοτε βάλσαμο για εκείνον που πενθεί για την απώλεια αγαπημένου προσώπου.

Είναι γεγονός ότι υπήρξατε για τον πατέρα το αλάτι που νοστίμιζε την καθημερινότητά του. Ομορφαίνατε τη ζωή του με το χαμόγελο και το τραγούδι σας. Παρηγορούσατε και ευφραίνατε τα γηρατειά του με τη δροσιά της παρουσίας σας. Κοντά σας έπαιρνε χαρά από τη χαρά σας, ζωή από τη ζωντάνια σας. Ήσασθε για εκείνον η χαρά της ζωής, τα αγαπημένα του ״μικρά״. Τώρα όμως έφθασεν η ώρα του αποχωρισμού. Ο πατέρας έφυγε δι’ έναν κόσμον αγγελικόν που αποπνέει την ανεξιχνίαστον ωραιότητα της φωτοφόρου δόξης του Θεού. Η ανάμνησις όμως της στοργικής του αγάπης θα σας συντροφεύει εσαεί εις την ζωήν σας ως ουράνιο φυλαχτό και οι αναρίθμητες ευεργεσίες του θα γλυκαίνουν με τη θύμησή του τις πονεμένες σας ψυχές.

Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία, μηδέ δειλιάτω. Μη φοβηθείτε το μέλλον χωρίς τον πατέρα, διότι εκείνος θα είναι πάντοτε μαζί σας, θα παρακολουθεί την εξέλιξίν σας από ψηλά και θα εύχεται προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην δια την κατά Θεόν πρόοδό σας. Κλείστε μέσα στην ψυχήν σας την διάπυρη και δυνατή αγάπη που ο ίδιος έτρεφε για τον Χριστόν και την Παναγία. Οραματισθείτε και λάβετε έμπνευσιν από τα ιερά όνειρά του, όνειρα φλεγόμενα από την επιθυμία για τα απαστράπτοντα αγαθά του Παραδείσου.

Βιώστε άγια, συναρπαστικά, ακατανόητα συναισθήματα άρρητης πνευματικής ομορφιάς και υπερκοσμίου κάλλους, που παρασύρουν την ψυχήν εις την αγγελοπόθητον και αγιοτόκον ένωσιν μετά του Ουρανίου Νυμφίου αυτής γλυκυτάτου Ιησού Χριστού. Κρατήσατε τη σεβασμία μορφή του πατέρα ως πολύτιμον θησαυρόν μέσα στην καρδιά σας και πορευθείτε αφόβως εις την ζωήν, διερχόμενα δια πυρός και ύδατος, με την ισχυράν πεποίθησιν και την ακλόνητον βεβαιότητα ότι θα εξαχθείτε εν τέλει εις θείαν αναψυχήν.

Πατέρα Διονύσιε, μακαριστέ Γέροντα· οι πάντες είμεθα ευγνώμονες δι’ όσα μας προσέφερες εσύ και το ίδρυμα της Αγίας Τριάδος, το δικό σου δημιούργημα, το σεβάσμιον καύχημα ενός ευλαβούς ιερέως. Σ’ ευχαριστούμε από καρδίας, διότι μας εισήγαγες εις έναν κόσμον εις τον οποίον εβιώσαμε την οικειότητα και την αγάπη, εγεύθημεν την άδολη χαρά και αγνότητα και επανεύρομεν την απωλεσθείσαν ημών παιδικότητα. Πάντα ταύτα εγένοντο δια της ευλογίας και χάριτος της Παναγίας Τριάδος, η οποία κατεσκεύασεν και διακρατεί το αόρατο νήμα που συνδέει τις ψυχές μας με το ευαγές τούτο ίδρυμα. Εφρόντισες ώστε το ορφανοτροφείο τούτο να είναι κάτι το μοναδικόν. Να καταστεί φάρος Ορθοδοξίας και πνευματικής καθώς και πολιτιστικής ακτινοβολίας. Ένα ξεχωριστό και τίμιο δια την Εκκλησία της Ελλάδος διάδημα, απαστράπτον κόσμημα που λάμπει και ακτινοβολεί την φωτοπάροχον αίγλη της Τρισηλίου Θεότητος.

Εις τον ιερόν τούτον χώρον εβιώσαμε άυλα, εσώτερα βιώματα κατά ανέκφραστον και απερίγραπτον τρόπον. Μας επλούτισες με τους ανεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς του αδαμαντίνου έργου σου. Μας εχάρισες πολλά και σημαντικά αγαθά με τη μοναδική σου – γέμουσα αυταπαρνήσεως – θυσιαστική προσφορά εις την Αγία Τριάδα, τον Χριστόν και την Εκκλησία. Καιόμενος υπό του θείου ζήλου της ευσεβείας ηγωνίσθης δια την κραταίωσιν της Ορθοδοξίας και την ενδυνάμωσιν του Ιερού ημών αγώνος.

Ως εκ τούτου ημείς οι περιλειπόμενοι έχομεν συνείδησιν της ευθύνης ημών έναντι της πνευματικής σου παρακαταθήκης. Με προεξάρχοντας τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. κ. Μακάριον και τον θεοφιλέστατον Επίσκοπον Καισαρείας κ. Τιμόθεον, τον αγαπητόν σου σύντροφον και συναγωνιστήν τα τελευταία έτη, γνωρίζομεν πως οφείλομεν να συνεχίσομεν το Θεάρεστον έργο σου. Να φυλάξουμε την Τριαδοκεντρική σου κληρονομιά. Να διατηρήσουμε το φως της άσβεστο ως καιομένης λαμπάδος που φωτίζει τα σκοτάδια του παρόντος αιώνος του απατεώνος.

Να μην δειλιάσομεν, όπως κι εσύ δεν εδειλίασες εις τας δυσκολίας και αντιξοότητας. Και στο επίκεντρο ταύτης της κληρονομιάς, ως εις περίβλεπτον θρόνον καθήμενη, η συμπάθειά σου δια τα ορφανά. Αυτά ήσαν πάντοτε οι πρωταγωνιστές εις την ζωήν σου, διότι δεν είχαν – όπως κι εσύ δεν είχες – την πολυτέλεια της μητρικής και πατρικής αγάπης και οικογενειακής θαλπωρής που απολαμβάνουν άλλα παιδιά της ηλικίας τους.

Σεπτέ Γέροντα Διονύσιε σημαίνεις πολλά δι’ ημάς. Είσαι ένα σύμβολο, σπάνιο και δυσεύρετο εις την εποχή μας. Ενσαρκώνεις την πατρική αγάπη και στοργή με την οποία περιβάλλει ο Χριστός τους μικρούς και καταφρονεμένους, τους ταπεινούς και εγκαταλελειμμένους καθώς και όλες τις ψυχές που χρήζουν θείας προστασίας και ουρανίου θαλπωρής.

Ως λειτουργός του Υψίστου ευρίσκεσαι πλέον εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον και ως πυρός φλόγα έχεις γίνει ένα με τους Αγίους, υμνών και δοξάζων τον Θεόν ακαταπαύστως. Ήδη προγεύεσαι την ανέσπερον αυγή της Θεοδμήτου Βασιλείας των πνευμάτων. Η επίγειος Εκκλησία προσωρινώς σε εστερήθη. Σε απολαμβάνει όμως πλέον η θριαμβεύουσα ως πρεσβευτήν δια τους έτι ζώντας, εις τον θρόνον της χάριτος του Θεού, εν τοις ουρανοίς, όπου κοσμείς τον χορόν των αγγελικών δυνάμεων της αιωνίου δόξης του Εσφαγμένου Αρνίου. Εκεί απερίσπαστος πλέον και απηλλαγμένος από τους κόπους και τα βάσανα της επιγείου ζωής, θα παρακαλείς τον Κύριο και θα προσεύχεσαι δι’ όλους ημάς.

Αιωνία σου η μνήμη μακαριστέ Γέροντα και να έχουμε την ευχή σου. Αμήν.

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ