Υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ
Ομιλία την Κυριακή της Ορθοδοξίας
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος
κ.κ. Μακάριε καί Ηγαπημένε μοι Γέροντα
Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς
Εκλεκτά μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Σεπτόν Πρεσβυτέριον
Τιμιώτατοι Μοναχοί και Μοναχαί
Ηγαπημένε του Κυρίου Λαέ
Ιδού και πάλιν έφθασε η ημέρα, η μεγάλη και αγία! Η Κυριακή, όπου εορτάζει σύμπασα η Ορθοδοξία, τους διαχρονικούς θριάμβους και τις λαμπρές νίκες, που κατήγαγε ενάντια στην πλάνη και το ψεύδος, η Εκκλησία του Χριστού, αύτη η φωτοπάροχος κιβωτός της Αθανάτου Αληθείας.
Η συγκυρία αυτή συμπίπτει χρονικά με την κρίσιμη καμπή στην οποία έχουν περιέλθει τα εκκλησιαστικά πράγματα, κυρίως όσον αφορά την κρατούσα «Εκκλησία». Οι εξελίξεις τρέχουν, εξελίξεις που όμως δεν αφήνουν εντελώς ανέπαφο και ανεπηρέαστο και τον δικό μας χώρο. Πολύς λόγος συνεχίζει να γίνεται για την περιλάλητον σύνοδο της Κρήτης. Η σύνοδος αυτή χώρισε τους νεοημερολογίτες σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Σ΄ αυτούς των οικουμενιστικών φρονημάτων που αποδέχονται ανεπιφύλακτα τις αποφάσεις της και σ΄ εκείνους που δεν τις ασπάζονται και τις πολεμούν. Οι μεν πρώτοι είναι οι πρόδηλα οικουμενιστές, ενώ οι δεύτεροι εμφανίζονται ως οι παραδοσιακοί και συντηρητικοί του νέου ημερολογίου.
Ασφαλώς ο πόλεμος αυτός δεν ξέσπασε τώρα. Υφίστατο ως πραγματικότητα και τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τώρα φαίνεται να λαμβάνει σοβαρότερη τροπή. Οι λεγόμενοι «παραδοσιακοί» ομιλούν πλέον, ακόμη και για διακοπή μνημοσύνου των Οικουμενιστών Επισκόπων. Εμείς εδώ δεν θα ασχοληθούμε με τους «προοδευτικούς» και «εκσυγχρονιστές» της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν αποκρύπτουν τα οικουμενιστικά τους φρονήματα και είναι λίαν εκδηλωτικοί και δραστήριοι. Ως εκ τούτου, γνωρίζουμε τι να περιμένουμε από αυτούς. Εκεί που τα πράγματα περιπλέκονται και παρουσιάζονται περισσότερον ομιχλώδη και συνεσκιασμένα, είναι στην περίπτωση των «παραδοσιακών».
Στην παρούσα ομιλία, θα ασχοληθούμε με τους τελευταίους, όχι μόνον τους πιο πρόσφατους, αλλά και παλαιότερους, από τα χρόνια ακόμη της εισαγωγής του νέου εορτολογίου. Θα δούμε τη στάση που τήρησαν και τηρούν διαχρονικά, απέναντι στα αιρετίζοντα ανοίγματα των πνευματικών τους αδελφών, καθώς και τη στάση τους έναντι του πατρίου εορτολογίου. Για να διαπιστώσουμε τοιουτοτρόπως, τα στοιχεία που απαρτίζουν την εικόνα τους και κατά πόσον αυτά ανταποκρίνονται στη φήμη τους ως παραδοσιακών.
Εισαγωγικώς και για να αρχίσουμε να μπαίνουμε στο κλίμα, να εγκλιματισθούμε, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά σε δύο-τρεις από αυτούς. Ο π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ιδρυτής της εφημερίδος «Ορθόδοξος τύπος», ο οποίος συνέγραψε το περίφημο σύγγραμμα «Ο οικουμενισμός χωρίς μάσκα», αγωνίσθηκε με ιδιαίτερο σθένος, κατά των αντικανονικών ανοιγμάτων του οικουμενικού πατριαρχείου προς τους αιρετικούς. Κι ενώ έδιδε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμος για το μεγάλο βήμα, όταν ήρθησαν τα αναθέματα από Αθηναγόρα και Πάπα, περιορίσθηκε μόνο σε φραστικές καταγγελίες, δίχως να κάνει τίποτε περισσότερον και πιο δραστικό. Όπως γράφει σε διαφωτιστικό του άρθρο ο δικηγόρος Αθανάσιος Σακαρέλλος, ο παπα – Χαράλαμπος συμφωνούσε απόλυτα μαζί του, ότι οι παπικοί ενεργούν σε βάρος της Ορθοδοξίας και ότι οι διάφορες δηλώσεις και ενέργειες του Αθηναγόρα ήταν απαράδεκτες.
«Τον ρώτησα –λέγει ο Σακαρέλλος – τι έπρεπε να γίνει. Μου απάντησε: - Ένα βήμα να κάνουν ακόμα, και θα δεις τι έχει να γίνει! Εγώ το πίστεψα και ηρέμησα. Περίμενα ένα βήμα να κάνει ακόμα ο Αθηναγόρας. Ήμουνα βέβαιος ότι θα χάλαγε ο κόσμος από τις αντιδράσεις μας. Σε λίγο γινότανε το επόμενο “ένα βήμα”, χωρίς παραδόξως να γίνει τίποτε! Έτρεχα πάλι στον παπα – Χαράλαμπο και του έλεγα τα νέα κατορθώματα του Αθηναγόρα. Ο παπα – Χαράλαμπος μου έδινε πάλι την ίδια απάντηση. Εγώ ηρεμούσα και περίμενα το επόμενο βήμα! Και πάλι η ίδια ιστορία, η ίδια απάντηση! Ώσπου, απελπίστηκα και έπαψα να περιμένω… Το 1990 επειδή δεν έβλεπα να γίνεται κανένα βήμα απ’ όσα υπόσχονταν τότε όλοι οι γεροντάδες, αναγκάστηκα να το κάνω εγώ. Αποτειχίσθηκα από την “Εκκλησία των πονηρευομένων”. Αποτειχισμένος έμεινα οκτώ χρόνια, οπότε απέκτησα “κοινωνία״ με την Εκκλησία του παλαιού ημερολογίου. Σε κάποια συζήτηση, που είχα με τον μακαριστό παπα – Χαράλαμπο, τον ρώτησα για τους παλαιοημερολογίτες. Μου είπε: - Καλοί είναι! Αυτοί έχουν δίκιο. Όχι εμείς! Τον ξαναρώτησα: - Τότε, πάτερ μου, γιατί δεν είσαι με τους παλαιοημερολογίτες; Μου απάντησε, αμήχανα: - Δεν μπορώ, δεν μπορώ!.....». (Από το άρθρο του Σακαρέλλου: «Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και οι σύγχρονοι γεροντάδες»).
Στο ίδιο μήκος κύματος εκινήθη και ο γνωστός σε όλους μας Αυγουστίνος Καντιώτης, ο οποίος όταν ήταν ιεροκήρυκας εν Αθήναις, καλούσε τους Αρχιερείς των Νέων Χωρών (στη Βόρειο Ελλάδα) να διακόψουν το μνημόσυνο του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ωστόσο, αργότερα, όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος των Νέων Χωρών, στη μητρόπολη Φλώρινας, έκανε ότι και οι άλλοι, τουτέστιν μνημόνευε κανονικά τον Πατριάρχη.
Σε αυτούς που τον ρωτούσαν, γιατί δεν διακόπτει το μνημόσυνο του Πατριάρχη τώρα που έγινε μητροπολίτης στη Βόρειο Ελλάδα, απαντούσε: «Εξακολουθώ να πιστεύω, ότι πίστευα και τότε. Δεν εφαρμόζω όμως τον κανόνα αυτόν, όχι διότι φοβούμαι. Διακινδύνευσα ήδη τον θρόνον μου κατ’ επανάληψιν για την εφαρμογή ιερών κανόνων. Αλλ’ ενώ έχω την απόφαση να τον εφαρμόσω, τρέμω και ιλλιγγιώ, εμπρός στην ευθύνη απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους, για μία ενέργεια που θα έχει χαρακτήρα δονήσεως μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ερευνώ λοιπόν και βασανίζω το πράγμα βαθύτερα και περιμένω πληροφορία της συνειδήσεώς μου, η οποία ισχυρώς να με πείθει ότι ήγγικεν η ώρα. Παρακολουθώ με προσοχή και αγωνία την εξέλιξη της καταστάσεως. Βλέπω ότι και άλλοι αρχιερείς ανησυχούν και διερωτώνται που πάμε. Κάτι φοβερό εγκυμονούν οι καιροί μας. Συνεχώς προετοιμάζω την ψυχή μου και το ποίμνιό μου για την κρίσιμη ώρα της Ορθοδοξίας. Είθε ο Κύριος να αποτρέψει από εμάς το πικρό ποτήριο… Εν πάση όμως περιπτώσει, το πότε και πως θα εφαρμόσω τον ανωτέρω κανόνα, δεν θα μου το υποδείξουν ανεύθυνα πρόσωπα, αλλά η συνείδηση μου, ακούγοντας και τη φωνή του λαού εκείνου, που αγωνίσθηκε μαζί μου σε ημέρες σκληρής δοκιμασίας… Η κατάσταση εκτραχύνεται. Το σκάνδαλο παίρνει διαστάσεις. Το γόητρο του Πατριαρχείου πέφτει. Πλησιάζει κάποια τρομακτική διάσπασις της ενότητος του Ορθοδόξου κόσμου. Θα επακολουθήσει πνευματικός όλεθρος… Ο διάλογος είναι πονηρή παγίδα του Παπισμού για να διαλύσει την Ορθοδοξία… Ίσως ο Πατριάρχης προ του κινδύνου καταδίκης του να ανανήψει» (Από την 1η ομιλία του π. Θ. Ζήση περί διακοπής μνημοσύνου στον Ι. Ναό του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης 6-11-2016).
Η καταδίκη αυτή βεβαίως στην οποία αναφέρεται ο Αυγουστίνος Καντιώτης δεν ήλθε ποτέ. Και πως να έλθει άλλοστε, από αρχιερείς που ενώ διεπίστωναν ότι οι καιροί εγκυμονούν φοβερό πνευματικό όλεθρο, με το σκάνδαλο να παίρνει τρομακτικές διαστάσεις και την κατάσταση να εκτραχύνεται, παρόλα αυτά δεν εδέχοντο από την συνείδηση τους πληροφορία (γιατί άραγε;), που να τους πείθει ισχυρώς ότι θα έπρεπε επιτέλους να εξέλθουν από τα χαλάσματα της κατεστραμμένης οικίας – «εκκλησίας» του νέου ημερολογίου. Και ενώ επικαλούνταν τη συναίσθηση της ευθύνης τους απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους, την ίδια στιγμή κατεδίκαζαν το ποίμνιό τους να παραμένει εσαεί μέσα στις διαλυτικές για την Ορθοδοξία παγίδες των οικουμενιστών και του Πάπα.
Το τι κατάφεραν οι τοιούτοι, το επισημαίνει πολύ εύστοχα σε σχετικό του άρθρο ο π. Βασίλειος από την Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εν Βοστώνη, αγωνιστής κληρικός της Εκκλησίας του Χριστού: « Που είναι σήμερα οι Επιφάνιοι Θεοδωρόπουλοι, οι Βασιλόπουλοι, οι Καντιώτηδες και λοιποί ταγοί του νεοημερολογιτισμού; Πέθαναν και θάφτηκαν μέσα στην αίρεση την οποίαν πολεμούσαν. Δεκαετίες ολόκληρες αναλώθηκαν σε μια ομολογιακή εκστρατεία, που τους έφερνε σε αδιέξοδο. Έχασαν τα χρόνια και την ενεργητικότητά τους μέσα στις αναθυμιάσεις των οικουμενιστικών αιρέσεων» (Από το άρθρο του: «Το βάπτισμα και ο τρελός παλαιοημερολογίτης παπάς», εκ του περιοδικού «Ορθόδοξο Πατερικό Σάλπισμα» τεύχος109 [Ιούλ.-Αύγ.2014],σελ.513).
Ένας άλλος – σύγχρονος αυτή τη φορά – «παραδοσιακός» του νέου ημερολογίου, ο οποίος μάλιστα πρωτοστατεί στον αντι-οικουμενιστικό αγώνα, είναι ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ομότιμος πλέον καθηγητής του Α.Π.Θ. Ο π. Θεόδωρος διετέλεσε και δικός μου καθηγητής. Τον σέβομαι και τον τιμώ ως καθηγητή μου, τον υπολήπτομαι, διότι με τη σοβαρή παρουσία του και τον πατερικό, παραδοσιακό του λόγο, μου έμαθε πολλά και αποτελούσε έναν από τους λόγους για τους οποίους χαιρόμουν να ευρίσκομαι στο πανεπιστήμιο.
Ωστόσο ο σεβασμός και η τιμή προς το πρόσωπό του δεν είναι τέτοια, ώστε να με κάνουν να αποσιωπήσω εκείνα που θεωρώ πως δεν έπρεπε να πράξει ως κληρικός, ο οποίος ανάλωσε τον βίον του στην μελέτη των πατέρων. Ο π. Θεόδωρος μετά τον ερχομό του Πάπα, πρωτοστάτησε στη διοργάνωση συνεδρίων και ημερίδων όπου κατήγγειλε τον τότε αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, γιατί δέχθηκε τον Πάπα στην Ελλάδα. Αργότερα ωστόσο έκανε στροφή 180 μοίρες, έβαλε μετάνοια και ζήτησε συγνώμη από τον Χριστόδουλο. Προσωπικά, ήμουν παρών σε κάποια από αυτές τις συνάξεις, στο τέλος καθεμιάς από τις οποίες, το καταληκτικό συμπέρασμα, το οποίο έγινε σύνθημά τους, ήταν ένα και μοναδικό: (Το ανεγίνωσκε ο Ζήσης). «Θα αγωνισθούμε παραμένοντας εντός της εκκλησίας. Δεν θα σχίσουμε την εκκλησία όπως έκαναν οι παλαιοημερολογίτες».
Αυτό νομίζουμε, ότι από μόνο του κάτι δείχνει. Τόσα και τόσα συνέδρια για τον Πάπα, φωνές, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, χαλασμός Κυρίου, για να καταλήξουνε εν τέλει στο επιμύθιο ότι οι παλαιοημερολογίτες είναι σχισματικοί. Αυτό ήταν το καταστάλαγμα των αντι-παπικών συνάξεων. Την απάντηση σε αυτό, την δίδει ο ίδιος ο π. Θεόδωρος, ο οποίος σε πρόσφατο κείμενό του, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Θα αφήσουμε λοιπόν τους αιρετικούς οικουμενιστάς να μας τρομοκρατούν με τον δήθεν κίνδυνο σχίσματος και μένοντας ενωμένοι μαζί τους, θα είμαστε μέσα στην Εκκλησία; Τότε και με τους Παπικούς, τους Προτεστάντες και τους Μονοφυσίτες, ενωμένοι είμασθε μέσα στην Εκκλησία».
Αυτό όμως δεν έκαναν οι πιστοί του πατρίου εορτολογίου, τους οποίους οι «παραδοσιακοί» του νέου ημερολογίου, στιγματίζουνε ως σχισματικούς; Δεν αποτειχίσθηκαν από τους Οικουμενιστές Πατριάρχες και Επισκόπους και μέσω αυτών από τους πάσης φύσεως αιρετικούς; Γιατί αυτό που δεν αποδέχονται για τον εαυτό τους – τον χαρακτηρισμό του σχισματικού – τον προσάπτουνε στους γνησίους ορθοδόξους; Μέχρι πότε θα συνεχίσουνε (οι παραδοσιακοί του νέου) να διαμαρτύρονται, «εντός» – όπως λένε – της Εκκλησίας; Αυτή η «Εκκλησία» πια, μετά από παρέλευσιν τόσων ετών, κοινωνίας με την αίρεση του οικουμενισμού, δεν έπαυσε πλέον να είναι εκκλησία; Διότι ως γνωστόν, όταν η εκκλησία δεν κατέχει την αλήθεια, αλλά είναι σε κοινωνία με το ψέμα και την αίρεση, παύει να είναι εκκλησία. Άλλοστε και πάλι ο π. Θεόδωρος Ζήσης ,τονίζει σε ανοικτή επιστολή του προς τον νεοημερολογίτη μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο, ότι η διακοπή του μνημοσύνου αιρετικού Επισκόπου, «μόνο από τους αδιάβαστους και αμελέτητους ή σκοπίμως και ψευδώς χαρακτηρίζεται ως σχίσμα.».
Πρέπει δε, να σημειώσουμε, ότι στην περί ου ο λόγος αντι-παπική σύναξη, είχε ομιλήσει και ο π. Θεόφιλος Ζησόπουλος – που δε ζει πια – γέροντας της αδελφότητος της «Λυδίας», ο οποίος είπε τα εξής αποκαλυπτικά: «Επικοινωνούν μαζί μας σκανδαλισμένοι πιστοί από τα Βαλκάνια και ολόκληρο τον κόσμο και μας λένε ότι αισθάνονται προδομένοι, ότι δεν μπορούν να καθησυχάσουν τη συνείδησή τους. Μας ρωτάνε τι να πράξουν. Καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια, προκειμένου να τους συγκρατήσουμε, διότι πολλοί από αυτούς είναι ένα βήμα πριν από την προσχώρησή τους στον χώρο του παλαιού ημερολογίου». Μπορεί λοιπόν εύκολα να αντιληφθεί κανείς, γιατί ήταν αναγκαίο στο τέλος της σύναξης, το σύνθημα ότι «οι παλαιοημερολογίτες είναι σχισματικοί». Διότι εάν δεν υπήρχαν οι «παραδοσιακοί» για να συγκρατήσουν τους ανησυχούντες πιστούς, πολλοί από αυτούς, εάν όχι όλοι, θα επέστρεφαν ενδεχομένως στην αληθή και ακαινοτόμητον Εκκλησία του πατρίου εορτολογίου. Επομένως εφώναζαν κατά του ερχομού του Πάπα, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για να μην γίνουν «παλαιοημερολογίτες» οι προβληματισμένοι πιστοί τους.
Ένας ακόμη παράγοντας της κρατούσης «Εκκλησίας», που έχει τη φήμη μεγάλου και θαρραλέου αγωνιστού, είναι ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ. Ο οποίος έχει επιτεθεί κατά καιρούς με θαυμαστή παρρησία κατά του Οικουμενικού Πατριάρχου, την ίδια στιγμή που ο ραδιοφωνικός σταθμός της μητροπόλεώς του, φιλοξενεί εκπομπές, οι οποίες εγκωμιάζουν τον πατριάρχη από πρωΐας μέχρι νυκτός. Και ενώ το 2014, απέστειλε καταγγελτική επιστολή-καταπέλτη 72 σελίδων κατά του Βαρθολομαίου, στην οποία του καταμαρτυρούσε, μύριες όσες κατηγορίες για τα οικουμενιστικά του ανοίγματα, μη φειδόμενος χαρακτηρισμών μειωτικών για το πρόσωπο του Πατριάρχη, ολίγον χρόνο μετά λησμονώντας τα πάντα, ωσάν να επρόκειτο για άλλο πρόσωπο, εκθείασε υπερβαλλόντως μέχρι τρίτου ουρανού τον Βαρθολομαίο, στην πανήγυρη της Ι. Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους, την ημέρα του Ευαγγελισμού με το πάτριον εορτολόγιον.
Είναι αλήθεια ότι στις τάξεις ημών των γνησίων Ορθοδόξων, κυκλοφορεί ευρέως η άποψη ότι οι «παραδοσιακοί» και «συντηρητικοί» νεοημερολογίτες, μας προέκυψαν όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να κρατούν εγκλωβισμένους, όσους από τους πιστούς τους προβληματίζονται, για το πού βαδίζουν οι ταγοί τους, όσους αφυπνίζονται και αρχίζουν σταδιακά να βλέπουν την αλήθεια για το πού τους οδηγούν οι επίσκοποί τους. Είναι αυτοί που απορροφούν τους κραδασμούς από τις αντιδράσεις του ποιμνίου και προλαμβάνουν τις διαρροές προς τον χώρο του πατρίου εορτολογίου, την αληθή Εκκλησία του Χριστού.
Από την άλλη θα μπορούσαν ίσως να ισχυρισθούν ορισμένοι ότι για κάποιο λόγο επιτρέπει ο Θεός να υπάρχουν και αυτές οι φωνές, κάτι καλό μπορεί να εξάγει και από αυτές. Για εμάς όμως τους γνησίους ορθοδόξους που δυνάμεθα συν Θεώ, να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη δράση και τα κίνητρά τους, το να φωνάζουν και να παραμένουν εν τέλει στον χώρο του νέου ημερολογίου, το οποίο γεννήθηκε στη μήτρα του οικουμενισμού, αυτό δεν είναι αρκετό. Ο αγώνας τους παραμένει ημιτελής. Στη θεωρία γνωρίζουν την Ορθοδοξία πολύ καλά. Ωστόσο «χάσμα μέγα εστήρικται» μεταξύ θεωρίας και πράξεως. «Έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Β΄ Τιμ. γ΄, 5), λέγει ο Απ. Παύλος, για εκείνους που είναι μορφωμένοι θεολογικά, έχουν το εξωτερικό σχήμα της ευσεβείας, αρνούνται όμως στην πράξη την εσωτερική της δύναμη και χάρη.
Οι παραδοσιακοί του νέου, θα μπορούσαν πάντως υπό προϋποθέσεις να αποτελέσουν το προγύμνασμα, το πρώτο στάδιο και την πρώτη βαθμίδα, για εκείνους που δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα και ερευνώντας, ακούγοντας, μαθαίνουν από αυτούς, αρκετές αλήθειες περί Οικουμενισμού, με την προοπτική όμως οι τοιούτοι να καταλήξουν εν τέλει στο πάτριο εορτολόγιο και να μην παραμείνουν εσαεί στον νεοημερολογιτισμό, προκειμένου να μάθουν όλη την αλήθεια.
Εκ προοιμίου επισημαίνουμε πως γνωρίζουμε καλώς, ότι ορισμένα από τα πρόσωπα που θα φέρουμε εις το μέσον, αποτελούν αξίες και σημεία αναφοράς, καθώς και μεγάλα κεφάλαια της ιστορίας του νέου ημερολογίου, καταξιωμένες προσωπικότητες που τυγχάνουν του σεβασμού, ακόμη και εις τον ιδικόν μας χώρον. Η επίδραση των παραδοσιακών του νέου ημερολογίου, σε ορισμένες των περιπτώσεων, εξαπλώνεται και σε μερίδα των μελών της Εκκλησίας μας. Πρέπει όμως να εξετάσουμε – απροκαταλήπτως κατά το δυνατόν – χωρίς να εξαντλήσουμε το θέμα, την ορθότητα ή μη της συντηρητικής στάσεως των ως άνω παραγόντων ή έστω να λάβωμε μία γεύση, μία ιδέα αυτής.
Έχω υπόψιν μου, ότι πολλοί αδελφοί μας δεν είναι ανυποψίαστοι. Γνωρίζουν πολλά και δια τούτο το πιθανότερο είναι ότι γι’ αυτούς θα «κομίσω γλαύκας εις Αθήνας». Ωστόσο, υπάρχουν και εκείνοι που επηρεάζονται λιγότερο ή περισσότερο και δεν έχουν ίσως αναπτύξει την ικανότητα να διακρίνουν πράγματα, που ούτως ή άλλως είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα και νεφελώδη. Επιδίωξή μας είναι να βοηθήσουμε αυτούς τους αδελφούς να πάνε λίγο παραπέρα στον τρόπο θέασης των προσώπων και των πραγμάτων.
Ο π. Θεόδωρος εδήλωσε προσφάτως, πως έχει μάθει να λειτουργεί με μαθηματικό τρόπο και ό,τι λέγει να στηρίζεται σε κείμενα και όχι σε λόγια του αέρος. Θέλοντας να ακολουθήσω την μέθοδο του πολύπειρου καθηγητού μου, θα βασισθώ δια την παρούσα μου ομιλία, κατά παρόμοιον τρόπον σε κείμενα και ομιλίες, γραφόμενα και λεγόμενα τρίτων. Απλώς όπου μπορώ και όπου χρειάζεται θα προσθέτω τα δικά μου σχόλια. Θα δώσω τον λόγο κυρίως στους παραδοσιακούς του νέου. Ας ακουσθούν αυτοί. Θα βασισθούμε κυρίως σε δικά τους λόγια. Για να δείτε, ότι λένε, αλλά δεν πράττουν. Για να διαπιστώσετε την ασυνέπεια, ανάμεσα στα λόγια και τα έργα τους. Τις αντιφάσεις στις οποίες περιπίπτουν, λέγοντες και αναιρούντες ή ανακαλούντες.
«Εκ του λόγου σου κρίνω σε», λέγει ο Κύριος «Εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση» (Μτθ. ιβ΄,37). Ας ακουσθεί ιδιαιτέρως ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ο οποίος έχοντας αναλάβει ηγετικό ρόλο στην αντι-οικουμενιστική μερίδα των νεοημερολογιτών, θα έχει σήμερα εδώ την τιμητική του. Ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίον θα επικαλούμασθε πολλάκις τα λεγόμενα και γραφόμενα υπό των αντι-οικουμενιστών της κρατούσης «Εκκλησίας», είναι διότι όταν οι ίδιοι στιγματίζουν με τα μελανότερα χρώματα την πνευματική κατάπτωση και αποστασία της νεοημερολογιτικής παρασυναγωγής, «τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Μτθ. κστ΄, 65). Έχει ιδιαίτερη αξία τούτο, διότι δεν τα λέμε εμείς οι «φανατικοί» - κατ’ αυτούς – «παλαιοημερολογίται», αλλά τα πιο επίσημα και προβεβλημένα στελέχη τους.
Ξεκινώντας, με την αναφορά μας εις την σύνοδον της Κρήτης, λέγεται ότι αυτή προκάλεσε σεισμόν, δια του οποίου διεδονήθησαν τα θεμέλια της οικουμενιστικής εν Ελλάδι Ορθοδοξωνύμου «Εκκλησίας». Ή τουλάχιστον, αυτό αφήνουν να εννοηθεί, οι συντηρητικοί της κύκλοι . Ξαφνικά άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο της διακοπής μνημοσύνου. Πολύ νωρίς το θυμήθηκαν! Εάν αντιδρούσαν δυναμικά όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν θα είχαμε καν φθάσει
στην σύνοδο της Κρήτης. Τώρα βοά το διαδίκτυον για την περίφημη διακοπή μνημοσύνου.
Φέρουν δε, εις το μέσον τον ιε΄ κανόνα της Α΄Β΄ (πρωτοδευτέρας) Συνόδου, που διαλαμβάνει τα περί της διακοπής μνημοσύνου και τον ερμηνεύει ο καθένας κατά το δοκούν. Ορισμένοι μάλιστα συγχέουν τον κανόνα αυτόν, με τους δύο προηγουμένους της ιδίας Συνόδου και εξάγουν το συμπέρασμα, ότι δεν επιτρέπεται η διακοπή μνημοσύνου του αιρετικού επισκόπου, πριν από τη συνοδική του καταδίκη. Οι κανόνες όμως είναι σαφείς. Ο ιγ΄ και ο ιδ΄ της Α΄Β΄ Συνόδου, μαζί με την πρώτη παράγραφο του ιε΄ κανόνος, ομιλούν για ηθικά και άλλα προσωπικά αμαρτήματα του Επισκόπου. Ουδείς κληρικός επιτρέπεται πριν από συνοδική απόφαση-καταδίκη να διακόψει το μνημόσυνο του επισκόπου του για εγκλήματα, όπως η πορνεία, η ιεροσυλία, η σιμωνία κ.ά., έστω κι αν αυτά είναι αληθή, διότι στην περίπτωση αυτή προκαλεί σχίσμα στην Εκκλησία. Εξαίρεση αποτελεί η κατεγνωσμένη αίρεση που κηρύττουν οι ψευδεπίσκοποι. Όταν ο επίσκοπος «γυμνή τη κεφαλή», τουτέστιν παρρησία, δημοσίως και αναισχύντως κηρύττει επ’ εκκλησίας αίρεσιν, η οποία έχει καταδικασθεί από Συνόδους ή Πατέρες της Εκκλησίας. Η διακοπή μνημοσύνου τότε, δεν δημιουργεί σχίσμα στην Εκκλησία. Αντιθέτως ελευθερώνει την Εκκλησία από τα σχίσματα και την αίρεση του ψευδεπισκόπου.
Η παρ. 2 του ιε΄ καν. της Α΄Β΄ Συνόδου, μας λέγει ρητώς, ότι δεν οφείλουμε υπακοή στους κακοδόξους επισκόπους, αντιθέτως έχουμε δικαίωμα και καθήκον να απομακρυνόμεθα της κοινωνίας αυτών και να τους αποκηρύσσουμε, εάν θέλουμε να είμασθε ορθόδοξοι χριστιανοί και όχι αιρετικοί, ως «αιρετικόν περιποιούμενοι», κατά τον Δοσίθεον Ιεροσολύμων. Εκείνοι που αποκόπτονται από τον αιρετικό επίσκοπο, όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρούνται, «ουχ υπόκεινται τη κανονική επιτιμήσει», αλλά «και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται». Θα πρέπει να τιμώνται και να επαινούνται ως γνήσιοι αγωνιστές της Ορθοδοξίας. Και δικαιολογεί ο κανόνας, γιατί πρέπει να συμβαίνει τούτο. «Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν». Διότι δεν κατεδίκασαν επισκόπους αληθινούς, καθώς εκείνος που κηρύσσει αίρεσιν δεν είναι επίσκοπος, αλλά ψευδεπίσκοπος και ψευδοδιδάσκαλος. «… και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών, την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι». Δεν έκαναν σχίσμα, αλλά φρόντισαν να γλιτώσουν την Εκκλησία από τα σχίσματα, τα οποία προκαλούν εκείνοι που κηρύσσουν αίρεση, καθώς η αποτείχιση, είναι αποτείχιση από την αίρεση και όχι από την εκκλησία, από τους ψευδεπισκόπους και όχι από τους αληθινούς επισκόπους. Γι’ αυτό και οι γνήσιοι Ορθόδοξοι, όταν αποτειχίσθηκαν από τους Οικουμενιστές Επισκόπους το 1924, φρόντισαν να καλύψουν το κενό που άφησε η εκπεσούσα Ιεραρχία του νέου ημερολογίου, χειροτονώντας δικούς τους Επισκόπους.
Έτσι ερμηνεύουν τον κανόνα όλοι οι άγιοι και οι μεγάλοι κανονολόγοι της Εκκλησίας (Ζωναράς, Βασλαμών, Αριστηνός), καθώς και ο άγιος Νικόδημος. Ο ιε΄ κανόνας της Α΄Β΄ Συνόδου, είναι κατά πάντα σύμφωνος με την προ αυτού Αποστολική και Πατερική Παράδοση, που εφαρμοζόταν άνευ κανόνος, μέχρι το έτος 861 μ.Χ., όταν συνεκλήθη η Α΄Β΄ Σύνοδος επί Μ. Φωτίου. Βεβαίως, προ αυτής της Συνόδου υπήρχε ο λα΄ Αποστολικός κανόνας που έχει παραπλήσιο περιεχόμενο. Σε αυτόν όμως θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν και οι παρερμηνείες του ιε΄ κανόνος, οι οποίες προτείνονται – όπως ευκόλως αντιλαμβάνεται κανείς – από τους υπηρέτες του οικουμενισμού, είτε φανερούς, είτε κρυπτοοικουμενιστές, εργαζομένους για την διάδοση της συγκρητιστικής πανθρησκείας του Αντιχρίστου. Σύμφωνα με την πρώτη παρερμηνεία, απαγορεύεται η αποτείχιση από τον κηρύσσοντα αίρεση κατεγνωσμένη επίσκοπο, προ συνοδικής καταδίκης του, κάτι που βεβαίως, έρχεται σε ευθεία αντίθεση και σύγκρουση με τον επίμαχο κανόνα, ο οποίος επιβάλλει σε κλήρο και λαό την αποτείχιση της κοινωνίας «προς τον καλούμενον επίσκοπον» - προς αυτόν που καλείται, αλλά δεν είναι εν τοις πράγμασι επίσκοπος – «προ συνοδικής διαγνώσεως.».
Η δεύτερη – πιο ύπουλη από την πρώτη – είναι η λεγομένη δυνητική ερμηνεία. Κατ΄ αυτήν ο ιερός κανόνας είναι δυνητικός και ουχί υποχρεωτικός. Δεν απαιτεί δηλαδή απαραιτήτως από τους κληρικούς να παύσουνε το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου προ της καταδίκης αυτού, αλλά απλώς παρέχει σε αυτούς την δυνατότητα. Όποιος θέλει, μπορεί προ συνοδικής διαγνώσεως να διακόψει το μνημόσυνο. Αυτός όχι μόνο δεν παρανομεί, αλλά μάλλον είναι και άξιος επαίνου. Αν όμως έτερος κληρικός, χωρίς να ασπάζεται τις αιρετικές διδασκαλίες του επισκόπου του, συνεχίζει το μνημόσυνο αυτού, αναμένοντας συνοδική διάγνωση, ουδαμώς κατακρίνεται υπό του κανόνος.
Δεινός υπέρμαχος της δυνητικής ερμηνείας του κανόνος, ήταν ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος με σφοδρότητα υπεραμύνετο – τουλάχιστον αρχικώς - της κοινωνίας και του μνημοσύνου, του Αθηναγόρα. Και παρά την δυνητικότητα της ερμηνείας του, ήταν ευεπίφορος σε οργή προς τους πάσης φύσεως αντιφρονούντες. Τόσοι άγιοι και σοφοί κανονολόγοι έζησαν μετά την θέσπιση του κανόνος, το 861 μ.Χ. και κανείς δεν φαντάσθηκε, ούτε και υιοθέτησε ποτέ μία τέτοια ερμηνεία. Αν υπήρχε έστω και μία πατερική μαρτυρία, οι οικουμενιστές θα την είχαν κάνει λάβαρο και σημαία τους.
Ο π. Αυγουστίνος Αγιοβασιλειάτης, λογιώτατος αγιορείτης μοναχός, ο οποίος έχει εκπονήσει εξαιρετικά συγγράμματα, επισημαίνει πολύ ορθώς ότι η δυνητική ερμηνεία του π. Επιφανίου και των ομοίων του, είναι αγενεαλόγητος, διότι όταν την επικαλούνται δεν αναφέρουν – ως οφείλουν να πράξουν – τον πατέρα αυτής. Γιατί; Την απάντηση στο ερώτημα δίδει ο π. Αυγουστίνος με τα εξής χαρακτηριστικά: «Ο π. Επιφάνιος εγνώριζεν ότι εις την αναζήτησιν του πατρός της, θα συναντούσε ή έναν λατινίσαντα Βέκκον, ή άλλον εξωμότην, πνευματικόν εκείνου υιόν Βησσαρίωνα, ή τέλος, κανέναν επίσημον καρδινάλιον… και το σκευώρημα θα ανετρέπετο! …» (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΑΥΤΟΙΣ ΙΕ΄ ΙΕΡΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΑΓΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. ΕΚΔΟΣΙΣ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΓΙΟΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΙΤΗΣ» ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 1993, σελ. 48-49).
Ας δούμε όμως τι λέγει σχετικώς ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ως απάντηση στις σκόπιμες παρερμηνείες του ιερού κανόνος της Α΄Β΄ Συνόδου: «Το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου είναι μόλυνση της πίστεως. Άλλοι έγιναν αιρετικοί και χάθηκαν, άλλοι παρέμειναν Ορθόδοξοι, αλλά χάθηκαν, γιατί είχαν εκκλησιαστική επικοινωνία με αιρετικούς». Πολύ ωραία τοποθετείται στο θέμα και ο σεβαστός παπά-Σάββας από τον Βόλο, ο οποίος σε ό,τι αφορά τους συγχρόνους γέροντες που νουθετούν αντίθετα από τις επιταγές των ιερών κανόνων, φέρει εις το μέσον τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει τα εξής: «Όταν ομιλούν τα ιερά κείμενα διαβάζουμε βασιλικά γράμματα. Και όταν διαβάζουμε βασιλικά γράμματα, τους παρακατιανούς δεν τους έχουμε ανάγκη». Μάλιστα ο π. Σάββας υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι Σύνοδοι και οι Πατέρες ήταν από την πρώτη στιγμή καταδικαστικοί για τις αιρέσεις και διερωτάται γιατί να υπάρξει ένας τέτοιος κανόνας, εάν έχει δυνητικό χαρακτήρα. Όπως λέγει πολύ σωστά, «είναι αδιανόητο να έχεις έναν ψευδεπίσκοπο και ψεδοδιδάσκαλο στην Εκκλησία και να μην απορρέει από τους χαρακτηρισμούς αυτούς η υποχρέωση της διακοπής μνημοσύνου και εκκλησιαστικής κοινωνίας προς τον επίσκοπο αυτόν». (Ιστολόγιο: Ορθόδοξη Αντεπίθεση).
Με φωτισμένο τρόπο ερμηνεύει τον κανόνα ο Αγιορείτης π. Καλλίνικος ο Ησυχαστής, ολίγον μετά από την εισαγωγή του νέου εορτολογίου. Επειδή έρχονταν πολλοί σε αυτόν και του έλεγαν ότι ο κανόνας δεν προβλέπει τιμωρίες για εκείνους που συνεχίζουν το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου προ συνοδικής καταδίκης του, ο γέρων Καλλίνικος τους απεκρίνατο τα εξής: «Είναι απάτη δαιμονική η τοιαύτη επινόησις, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν λέγει “Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται” (Μτθ. ε΄,9), αποσιωπά τους ταραχοποιούς, ουχί ότι αυτοί είναι εκτός ευθύνης, άπαγε! Αλλ’ ότι μόνον περί ειρηνοποιών είναι ο λόγος εδώ. Όταν δε, εις άλλο χωρίον ο αυτός Κύριος, ομιλήσει δια τους ταραχοποιούς και ταραξίας, τότε εκφωνεί το ουαί και τας φρικώδεις αράς και επιτιμίας και καταποντισμούς εις το πέλαγος. Κατά παρόμοιον τρόπον και οι Άγιοι Πατέρες εις τον κανόνα τούτο, μόνο δια τους αποκόπτοντας το μνημόσυνον ομιλούσιν. Όταν εις άλλον κανόνα οι αυτοί Άγιοι Πατέρες ομιλούσιν δια τους μη αποκόπτοντας τελείως το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν του “γυμνή τη κεφαλή” κηρύσσοντος την αίρεσιν, τότε εκφωνούσιν αράς και φρικώδεις επιτιμίας και καθαιρέσεις» (αυτόθι, σελ.43).
Αυτά έλεγε ο ζηλωτής π. Καλλίνικος ο Ησυχαστής, αλλά και τα πάμπολλα παραδείγματα που έχουμε διαθέσιμα από την εκκλησιαστική ιστορία, δεν δίδουν χώρα εις οιανδήποτε παρερμηνεία. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τον Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή που μόνος σχεδόν κράτησε την Ορθοδοξία όταν και τα πέντε Πατριαρχεία είχαν κατακρημνισθεί στην αίρεση του Μονοθελητισμού! Και μάλιστα τότε ακόμη, όταν ο Άγιος καταφερόταν κατά του Μονοθελητισμού, δεν ήταν «κατεγνωσμένη» από Σύνοδο, καταδικασμένη δηλαδή αίρεση. Ήταν όμως κατεγνωσμένη στη συνείδηση του Αγίου. Να θυμηθούμε επίσης τους Αγίους πατέρες την μακράν περίοδο της εικονομαχίας, οι οποίοι δεν είχαν καμία επικοινωνία με τους εικονομάχους επισκόπους, πριν ακόμη οι τελευταίοι καταδικασθούν από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος έπαυσε το μνημόσυνο του Βαρλααμίτου πατριάρχου Ιωάννη Καλέκα προ συνοδικής αποφάσεως και υποστήριζε ότι παρόλο που ο Πατριάρχης Καλέκας δεν είχε καταδικασθεί επίσημα από Σύνοδο, ήταν ήδη χωρισμένος από την Εκκλησία του Χριστού. (Αναίρεσις εξηγήσεως τόμου Καλέκα,13 , Ε.Π.Ε. τόμος 3, σελ. 670). Τον κλήρο και τον λαό της Κων/πόλεως που εξήλθε εκ του ναού, επειδή ο Νεστόριος εσιώπησε στις φοβερές βλασφημίες κατά της Θεοτόκου του ασεβούς Δωροθέου και συλλειτούργησε μετ’ αυτού! Δεν ανέμεναν να συνέλθει Σύνοδος και να καταδικάσει τον Νεστόριο, διότι τότε ίσως να ήταν πολύ αργά.
Επίσης τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που μόνος απέναντι στο διοικητικώς οργανωμένο και πανίσχυρο πατριαρχικό συγκρότημα των Αρειανών, είχε στη διάθεσή του, μόνο ένα μικρό εκκλησάκι. Μήπως όλοι αυτοί οι Άγιοι ήταν εκτός Εκκλησίας, λόγω της απείθειάς τους εις την εκάστοτε διοικούσα «Εκκλησία»; Για τους υποστηρίζοντας δε, την δυνητική εφαρμογή του ιε΄ κανόνος της Α΄Β΄ Συνόδου, δεν υπάρχει καλύτερος ερμηνευτής του κανόνος, από τον ίδιο τον πρόεδρο της Συνόδου που τον εξέδωσε. Λέγει λοιπόν ο Μέγας Φώτιος: «Αιρετικός είναι ο ποιμήν; Τότε είναι λύκος. Να φεύγετε από αυτόν αστραπιαία, ακόμα κι αν σας φαίνεται πράος. Να μην έχετε κοινωνία μαζί του, όπως αποφεύγετε το δηλητήριο του φιδιού… Ορθόδοξος είναι ο ποιμένας και δεν ακολουθεί την αιρετική φατρία; Υποταχθείτε σε αυτόν σαν να κάθεται στη θέση του Χριστού».
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε την επιταγή του αγίου να φεύγουμε αστραπιαία από τον αιρετικό λυκοποιμένα. Δεν μας δίδει το περιθώριο, εάν θέλουμε να φύγουμε, ούτε να περιμένουμε σύνοδο να αποφασίσει. Εξάλλου εάν είναι δυνητικός ο χαρακτήρας του ως άνω κανόνος, τότε γιατί να θυσιάσουν τη ζωή τους οι επί Βέκκου μαρτυρήσαντες Αγιορείτες Πατέρες, προκειμένου να μην έχουν ουδεμία κοινωνία προς τον Λατινόφρονα πατριάρχη; Και γιατί από την άλλη να υπάρχουν οι τυμπανιαίοι ιερομόναχοι της Μεγίστης Λαύρας (φρικτή θεοσημία), οι οποίοι συνέχισαν να μνημονεύουν τον αιρετικό Ιωάννη Βέκκο;
Και επειδή οι Θεολόγοι του νέου ημερολογίου, ομιλούν για οικονομία «άχρι καιρού», δηλαδή παντοτεινή και αόριστον, θα πρέπει να ακούσουν από τα χείλη των Αγίων (βλ. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, Θεοφύλακτος Βουλγαρίας κ.λπ.), ότι η οικονομία δεν είναι άπειρη χρονικά. Σε κάθε περίπτωση έχει μέτρα και όρια, μία χρονική διάρκεια και προθεσμία. Κανένας σοβαρός κανονολόγος, δεν ομιλεί για οικονομία ως προς την εφαρμογή του ιε΄ καν. της Α΄Β΄ Συνόδου. Αντιθέτως οι πάντες ομιλούν για υποχρεωτική τήρησή του. Άλλωστε τα τόσα χρόνια που πέρασαν εντός της οικουμενιστικής παναιρέσεως, δεν απεκάλυψαν ότι το κακό είναι αθεράπευτο και δεν επιδέχεται άκαιρες και επιζήμιες «οικονομίες»;
Ας ακούσουν τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος ορίζει κατηγορηματικά, ότι δεν επιτρέπεται να φθείρουμε δια της «οικονομίας» την πίστη μας, προσλαμβάνοντες την κακοδοξία των άλλων, διότι αυτό είναι ίδιον κακών οικονόμων. Το λέγει στο εγκώμιόν του προς τον Μέγαν Αθανάσιον, ως εξής: «Ικανώς οικονομήσωμεν, μήτε το αλλότριον προσλαμβάνοντες και το ημέτερον φθείροντες, ό κακόν όντως εστίν οικονόμων» (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ…, σελ. 54). Ας λάβουν δε υπόψιν τους (οι θεολόγοι του νέου), ότι οι Άγιοι Πατέρες έδιδαν μικράς διαρκείας προθεσμία στους εκάστοτε αιρεσιάρχες και αιρετικούς, προκειμένου να μετανοήσουν. Ολίγας ημέρας μόνον ή εβδομάδας το πλείστον και όχι χρόνους ατελείωτους και όταν διέβλεπαν την αμετανοησία τους, τους απέκοπταν τελείως από το Σώμα της Εκκλησίας.
Αυτά όμως είναι τα αποτελέσματα της δυνητικής ερμηνείας. Επιπλέον! Στο «εν πρώτοις μνήσθητι», όπου μνημονεύεται ο ορθοτομών επίσκοπος (ο επίσκοπος δηλαδή που καθοδηγεί σωστά, που διδάσκει και ερμηνεύει σωστά τα ορθόδοξα δόγματα), μπορούν να ψεύδονται ενώπιον της Αγίας Τραπέζης οι υπέρμαχοι της δυνητικής ερμηνείας, ότι ο αιρετικός επίσκοπος ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας. Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος είχε και επ’ αυτού έτοιμη την απάντηση. Με το «εν πρώτοις μνήσθητι» - λέγει – δεν χορηγούμε βεβαιώσεις για την ορθοδοξία του επισκόπου, αλλά απλώς ευχόμεθα να ορθοτομεί. «Ον χάρισαι ορθοτομούντα», λέμε. Ευχόμεθα να τον φωτίσει ο Θεός και να ορθοτομήσει κάποια στιγμή. («Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου ημών τάδε, ον χάρισαι ταις Αγίαις σου Εκκλησίαις εν ειρήνη, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της σης αληθείας»).
Δε μας λέγει ωστόσο ο π. Επιφάνιος το εξής. Αν ευχόμεθα απλά για τον αιρετικό επίσκοπο, προκειμένου να τον φωτίσει ο Χριστός και δεν παρέχουμε διαβεβαιώσεις και πιστοποιητικά ορθοδοξίας, τότε τι μας εμποδίζει να κάνουμε το ίδιο και για τον Πάπα; Αιρετικός ο ένας, αιρετικός και ο άλλος. Ας ευχόμεθα και για τον Πάπα, να τον φωτίσει ο Χριστός, να γίνει Ορθόδοξος και να ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας. Έπειτα είναι και το άλλο. Στο «εν πρώτοις μνήσθητι» λέμε «του πατρός και αρχιεπισκόπου ημών τάδε». Είναι δυνατόν να δεχόμεθα ως αρχιεπίσκοπό μας, τουτέστιν ως κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, τον ψευδεπίσκοπο και ψευδοδιδάσκαλο και να αποκαλούμε πατέρα μας, τον αιρετικό λύκο με δορά προβάτου, τον λυμεώνα της ορθής πίστεως και της υγιαινούσης διδασκαλίας, που κατεργάζεται την φθορά και τον όλεθρο των λογικών προβάτων του Χριστού;
Ἀλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν οι επίσκοποι εκφωνούν το «Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε, της Ιεράς ημών Συνόδου, της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας», δεν εύχονται, αλλά θεωρούν δεδομένη και βεβαία την ορθοδοξία των Ιεραρχών που συναποτελούν την μνημονευθείσα Σύνοδο. (Ούτε βεβαίως μπορούν οι επίσκοποι στην Μεγάλη Είσοδο, να εύχονται την ουράνια Βασιλεία για έναν Πατριάρχη ή Αρχιεπίσκοπο, που δεν ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. «Του Αρχιεπισκόπου ημών τάδε μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων»). Και δεν είναι «ψιλή ευχή», άνευ σημασίας η μνημόνευση του επισκόπου στο «εν πρώτοις μνήσθητι», όπως θέλουν να μας πείσουν οι του νέου ημερολογίου.
Διότι ως γράφουν οι Αγιορείτες Πατέρες οι επί Βέκκου μαρτυρήσαντες στην πεφωτισμένη και δογματικοτάτη επιστολή τους προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον: «εάν απλώς το να χαιρετίσεις τον αιρετικόν επίσκοπον σε καθιστά κοινωνό των πονηρών του έργων, πόσο μάλλον η επ’ έκκλησίας μνημόνευση του ονόματός του και τούτο ενώπιον του φρικτού θυσιαστηρίου, προκειμένων επ΄ αύτού, των αχράντων και επουρανίων του Χριστού μυστηρίων» (αυτόθι, μτφρ.από σελ. 70). Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος συνέταξε τη λειτουργική αυτή ευχή, δεν δεχόταν εις κοινωνία και μνημόνευση ουδένα αρχιερέα που δεν παρείχε διαβεβαίωση ορθοδόξου πίστεως. Άρα λοιπόν η ορθή ερμηνεία του «εν πρώτοις μνήσθητι», μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι ευχόμεθα για ορθόδοξο και μόνον επίσκοπο, να συνεχίσει να ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας.
Για να επανέλθουμε στις δηλώσεις των παραδοσιακών, ο π. Θεόδωρος Ζήσης, είχε πει πως αν η Ιεραρχία της «Εκκλησίας» τους δεν απορρίψει τουλάχιστον το επίμαχο κείμενο της συνόδου της Κρήτης, όπου οι αιρέσεις αποκαλούνται «εκκλησίες», τότε θα έχουμε μεγάλο, σοβαρό, δογματικό πρόβλημα. Οι επίσκοποί τους επικύρωσαν τα κείμενα της συνόδου της Κρήτης, ως έχουν. Οπότε και η «Εκκλησία» εν Ελλάδι του νέου ημερολογίου, ανεγνώρισε εκκλησιαστικότητα στις ποικιλώνυμες αιρέσεις.
Σ΄ εκείνους που του γράφουν ότι: «εμείς δεν αποτειχιζόμασθε, δίνουμε τον αγώνα μέσα στην Εκκλησία», απαντάει ως εξής: «Αυτό όμως δεν κάνουμε τόσα χρόνια αναβάλλοντας την κατασκευή του τείχους;». Εδώ βεβαίως θα μπορούσε κανείς να απαντήσει, ότι εάν περιμέναμε από τους νεοημερολογίτες την κατασκευή του τείχους, μέχρι τώρα ο εχθρός θα είχε αλώσει χίλιες φορές την πόλη, δηλαδή την Ορθοδοξία. Και συνεχίζει ο Ζήσης: «Και δεν πρέπει τώρα βλέποντας ότι ο εχθρός κατέλαβε ακόμη και το τελευταίο θεσμικό προπύργιο που διαθέτουμε, το συνοδικό σύστημα με την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, να βελτιώσουμε την στρατηγική μας, να προσαρμόσουμε τα επιτελικά μας σχέδια, να χρησιμοποιήσουμε τον οπλισμό που μας προμήθευσαν με Αγιοπνευματικές αποφάσεις οι Άγιοι Πατέρες;». Εδώ ο π. Θεόδωρος παραδέχεται ότι μέχρι τώρα δεν χρησιμοποιήσανε όπως πρέπει τον αγιοπνευματικό οπλισμό των πατέρων.
Ας κάνουμε όμως μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, τότε που οικουμενικός πατριάρχης ήταν ο πολύς στις βλασφημίες και μεγάλος στην προδοσία της πίστεως, αλλά παραδοσιακός στις τρίχες της κεφαλής και του πώγωνος Αθηναγόρας. Τότε λοιπόν ήρε τα αναθέματα κατά των Παπικών, τους κοινωνούσε, συμπροσευχόταν μαζί τους, έκανε βλάσφημες δηλώσεις, μνημόνευε το όνομα του Πάπα στη Θεία Λειτουργία και προέτρεπε τους νεοημερολογίτες κληρικούς του εξωτερικού, να κοινωνάνε τους αιρετικούς. Όλες οι μονές του Αγίου Όρους ανάστατες διέκοψαν το μνημόσυνο του Αθηναγόρα. Αντιθέτως, σήμερα όλες, εκτός από μία, παρά τις όποιες κατά καιρούς αντιδράσεις τους, μνημονεύουν κανονικά τον πολύ χειρότερο του Αθηναγόρα, Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Ας δούμε όμως με ποιον τρόπο έπαυσαν το μνημόσυνο του Αθηναγόρα οι Μονές του Αγίου Όρους.
Ο αγιορείτης π. Χαρίτων είναι διαφωτιστικός επ’ αυτού: «Επί Αθηναγόρου, ιερομόναχοι από τις Μονές Μεγίστης Λαύρας και Σταυρονικήτα, ενώ μνημόνευαν τυπικά, ευγενικά στο Καθολικό, οι ίδιοι ιερομόναχοι στα παρεκκλήσια δεν μνημόνευαν». (Η κοροϊδία και η θεομπαιξία σε όλο τους το μεγαλείο. Μνημόνευαν στο καθολικό, δεν μνημόνευαν στα παρεκκλήσια.) «Η διακοπή μνημοσύνου γινόταν κατά μίμηση των παλαιών αγιορειτών πατέρων, επί εποχής του φιλοπαπικού, ενωτικού πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου, ως έντονη και ιεροκανονική διαμαρτυρία με βάση τον λα΄ Αποστολικό κανόνα και τον ιε΄ της Α΄Β΄ Συνόδου» (από την 3η ομιλία του π. Θ. Ζήση περί διακοπής μνημοσύνου στον Ι. Ναό του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης 20-11-2016).
Εδώ θα έπρεπε να απαντήσει κανείς εις τον π. Χαρίτωνα, ότι εκείνοι οι αγιορείτες πατέρες – οι επί Βέκκου – υπέφεραν τα πάνδεινα, έδωσαν μέχρι και την ζωή τους, μαρτύρησαν δια πελέκεως, ξίφους, αγχόνης, πυρός και μυρίων άλλων βασάνων, ενώ οι αγιορείτες του 20ου αι. εκ του ασφαλούς – με την δίβουλη και υποκριτική στάση τους – εξορίζουν τον Πατριάρχη δια της κεντρικής θύρας και τον επαναφέρουν δια της πλαγίας (δια να μην είπω και το αντίστροφον). Και συνεχίζει ο γέρων Χαρίτων: «Διέκοψαν λοιπόν τώρα το μνημόσυνον του Πατριάρχη, αλλά χωρίς ίδρυση σχιματικής παρατάξεως ή προσχώρηση σε προϋπάρχουσες ζηλωτικές παρατάξεις – εκκλησίες». Προφανώς εννοεί ο π. Χαρίτων, ότι διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχη, αλλά συνέχισαν να έχουν κοινωνία με την διοικούσα «εκκλησία» του νέου ημερολογίου – παρέμειναν εντός των κόλπων της – η οποία δεν έπαψε εν συνόλω να συνδέεται εκκλησιαστικώς και να μνημονεύει τον Πατριάρχη.
Και πάνω που θα έλεγε κανείς ότι ο π. Χαρίτων λησμόνησε τους Εσφιγμενίτες, λέγει παρακάτω: «Η Μονή Εσφιγμένου είναι η μόνη που σήμερα δεν μνημονεύει, αλλά δυστυχώς έχει προσχωρήσει στους σχισματικούς Ζηλωτές». Την απάντηση επ’ αυτού στον π. Χαρίτωνα, δεν θα τη δώσουμε εμείς. Ας ακούσει καλύτερα με προσοχή τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή να του απαντά ως εξής: «Αν αυτός που λέγει (αυτός που ακολουθεί), όσα διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι πατέρες, σχίζει την Εκκλησία, τι θα αποδειχθεί ότι διαπράττει εις βάρος της Εκκλησίας, αυτός που αναιρεί τα δόγματα των Αγίων, άνευ των οποίων δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η ίδια η Εκκλησία;». Εάν, εμείς, οι «Ζηλωτές» όπως μας ονομάζουνε, που ακολουθούμε κατά πόδας την Γραφή και τους Πατέρας, είμασθε σχισματικοί, τότε τι μπορεί να πει κανείς για τους νεοημερολογίτες, που αναιρούνε τα δόγματα και τους κανόνες των αγίων και καταργούνε την εκκλησία με την αίρεση του οικουμενισμού;
Αλλά δυστυχώς αγαπητοί μου, το σύγχρονο Άγιον Όρος δεν θυμίζει σε τίποτε το αρχαίον του κάλλος και την προπτωτική – προ της πτώσεως του οικουμενισμού- κατάστασή του. Τα πρώτα παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Θεωρείται φάρος Ορθοδοξίας, προπύργιο παραδοσιακότητας και τηρητής των παραδόσεων, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος, για το εάν είναι όντως έτσι. Ας μην μας ξεγελάει το γεγονός ότι κράτησε το πάτριο εορτολόγιο. Δεν είναι δικό του κατόρθωμα. Και ακούσθε το γιατί. Μετά την αλλαγή του εορτολογίου, εισήλθε εν Αγίω Όρει ο πατριαρχικός έξαρχος Μαρωνείας Άνθιμος προκειμένου να πείσει τους Αγιορείτες να δεχθούν το νέο ημερολόγιο και να συνεχίσουν το μνημόσυνο του Πατριάρχη. Στην απόρρητη έκθεσή του προς το πατριαρχείο Κων/πόλεως, έγραφε τα εξής: «Μη θεωρείται αναγκαία η επιβολή της μεταρρυθμίσεως και εν Αγίω Όρει, το οποίον δύναται να χαρακτηρισθεί ως εκκλησιαστική όασις και μουσείον, εν ώ διατηρούνται ανέπαφα τα πάτρια και αρχαΐζοντα» (ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ…, σελ. 48).
Ας αφήσουμε το Άγιον Όρος – λέγει ο Άνθιμος – να κρατήσει το πάτριον εορτολόγιον, δεν μας πειράζει. Ας είναι ένα μουσείο στο οποίον διατηρούνται ανέπαφα τα πάτρια και αρχαΐζοντα. Για όσους θεωρούν ότι το Άγιον Όρος είναι μια όαση πνευματική και εκκλησιαστική, ιδού η απάντησις. Από τότε – το 1924 κ.ε. – υπήρχε το σχέδιο να διατηρηθεί ως μια μουσειακή όασις. Στο μουσείο βλέπεις και θαυμάζεις τα αρχαία εκθέματα, ως μνημεία και ενθύμια του παρελθόντος, αυτά όμως δεν αποτελούν πλέον μέρος της ζωής σου. Δεν διατηρείς ζώσα σύνδεση με αυτά, ούτε και έχουν θέση και χώρο στην πραγματικότητά σου. Το άγιον Όρος είναι φάρος της Ορθοδοξίας μόνον στον τύπο και το σχήμα. Θυμίζει ίσως κάτι από το ένδοξο παρελθόν του, κατ’ ουσίαν όμως έχει απομείνει σκιά του εαυτού του. Οι Αγιορείτες πατέρες στην πλειονότητά τους, έχουν απωλέσει την ουσία που είναι η καθαρότητα της πίστεως και η ακεραιότητα του ορθοδόξου φρονήματος. Φαίνονται, αλλά δεν είναι πατερικοί. Μοιάζουν αλλά δεν είναι παραδοσιακοί. Έχουν το σχήμα του ορθοδόξου, αλλά το καταργούν οι ίδιοι με τη στάση τους.
Ασκητεύουν, προσεύχονται, αγωνίζονται, αλλά ορθοπραξία χωρίς ορθοδοξία δεν μπορεί να υπάρξει. Όταν φθείρεται η πίστη, τότε αλλοιώνεται και το ήθος, ο τρόπος ζωής του χριστιανού. Ακούσθε τι λέγει για τους μνημονευτές αγιορείτες, ο προαναφερθείς π. Αυγουστίνος και αυτός αγιορείτης μοναχός: «Οι λύκοι εφόρεσαν τον κόθορνον της υποκρισίας. Όπως οι υποκριταί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είχον έν υπόδημα προσαρμοζόμενον κατ’ άμφω και εις τους δύο πόδας. Το αυτό δε και οι δι’ αυτών απατηθέντες εις το μνημόσυνον. Προσαρμόζονται και με τους νεοημερολογίτας και με τους παλαιοημερολογίτας!...» (αυτόθι, σελ. 43). Οι υποκριτές, οι ηθοποιοί στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, φορούσαν ένα υπόδημα, τον κόθορνο που ταίριαζε τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξί πόδι. Το ίδιο και οι μνημονευτές, που προσαρμόζονται και με τους νεοημερολογίτες και με τους παλαιοημερολογίτες. Για τους μνημονευτές Αγιορείτες το πάτριο εορτολόγιο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στην ζωή τους, αφού στην πράξη εορτάζουν τις εορτές και τις μνήμες των αγίων τόσο με τον πάτριο όσο και με το νέο, και με τα δύο εορτολόγια, όντες σε πλήρη κοινωνία προς την κρατούσα «Εκκλησία».
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι το εορτολόγιο από μόνο του, δεν εξασφαλίζει την παραδοσιακότητα και την ορθοδοξία. Και απόδειξη τούτου είναι οι επίσημες «Εκκλησίες», που δεν δέχθηκαν το νέο ημερολόγιο και κράτησαν το πάτριο. Οι μόνες που προέβησαν στην μεταρρύθμιση αρχικά, με πρώτο και καλύτερο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν οι Εκκλησίες της Ελλάδος, της Κύπρου και της Ρουμανίας. Όλες μαζί, δεχθείσαι και μη δεχθείσαι την καινοτομία, με την ένοχη σιωπή τους συγκατατέθηκαν στην εισαγωγή του νέου, στις προαναφερθείσες τοπικές εκκλησίες και δεν απαλλάσσονται της ευθύνης των ανόμων. Διότι αντήλλαξαν τους ιερούς κανόνες με την βλάσφημον και αιρετικόν εγκύκλιο που εξέδωκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920, της οποίας τα ένδεκα σημεία, τα ένδεκα βήματα προς την παναίρεση του οικουμενισμού, τα έκαμαν καταστατικό τους χάρτη. Και μπορεί μεν οι Εκκλησίες που δεν δέχθηκαν την καινοτομία να διαμαρτυρήθηκαν φραστικά κατά της πραξικοπηματικής ενέργειας, με την οποία έγινε η εισαγωγή του νέου ημερολογίου στις ως άνω εκκλησίες, συνέχισαν όμως να έχουν πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία μετ’ αυτών.
Ας παύσουν λοιπόν να πιστεύουν ορισμένοι από τους πιστούς μας, ότι επειδή σε κάποιες χώρες οι εκκλησίες διατήρησαν το παλαιό, πως αυτό σημαίνει ότι βαδίζουνε σωστά. Όλες μαζί από το 1920 κ.ε. υποστηρίζουν την αδογμάτιστον ένωση με τις αιρέσεις, τις οποίες θεωρούν «συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ», σύμφωνα με την πατριαρχική εγκύκλιο. Αμνηστεύουν τους αιρετικούς και τους αντιμετωπίζουν ουχί ως ξένους και αλλοτρίους εν τη πίστει, αλλά ως συγγενείς και οικείους εν Χριστώ. Και το πατριαρχείο των Ιεροσολύμων και οι εκκλησίες της Ρωσίας και της Σερβίας και όπου αλλού υπάρχει επίσημη «Εκκλησία» με το παλαιό, είναι βουτηγμένες μέχρι το μεδούλι, μέχρι μυελού οστέων, στην αίρεση του οικουμενισμού και δεν διαφέρουν σε τίποτε από αυτές του νέου ημερολογίου.
Αλλά ας επιστρέψουμε δι’ ολίγον στην εποχήν του Αθηναγόρα, όταν διέκοψαν το μνημόσυνόν του, τρεις επίσκοποι των Νέων Χωρών, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος και ο Παραμυθίας Παύλος. Ο Αυγουστίνος Καντιώτης είχε πει κάποια στιγμή σχετικά με την διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας προς τους οικουμενιστές επισκόπους: «… Όσο αυξάνεται η αγιοπατερική ύστατη και μαρτυρική αντίδραση του ποιμνίου της Εκκλησίας, δηλαδή η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετίζοντες οικουμενιστές, τόσο αυξάνεται και η οργή τους, μη όντες ικανοί να αποδεχθούν, ότι υπάρχουν ακόμα – παρόλη την προεργασία και την πλύση εγκεφάλου που έκαναν – ορθόδοξα ανακλαστικά στο ποίμνιο. Το τελευταίο επιχείρημα που έχουν ανακαλύψει, αφού η προσπάθειά τους να ανακηρύξουν τον 15ο κανόνα δυνητικό απέτυχε, είναι ότι τάχα οι αποτειχιζόμενοι βρίσκονται εκτός εκκλησίας, αλλά και ότι τάχα ανακηρύττουν έτσι τον εαυτόν τους εκκλησία… Γιατί οι κανόνες μας προστάζουν και ότι ο κοινωνών ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω και ότι δεν επιτρέπεται ένας πιστός να διακόψει το μνημόσυνο του δικού του επισκόπου και να πάει σε άλλον» (Ιστολόγιο: Σύναξη Ορθοδόξων Κρητών).
Το πρώτο λάθος που κάνει εδώ ο Καντιώτης είναι ότι λέγει πως ο «κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος έστω». Δεν είναι «έστω» προστακτική, δεν μας προτρέπουν απλώς οι κανόνες να τον καταστήσουμε ακοινώνητον, δεν λέγουν «ας είναι ακοινώνητος», αφήνοντας σ΄εμάς το περιθώριο, εάν θέλουμε να τον κοινωνήσουμε, αλλά είναι «έσται», «θα είναι ακοινώνητος», ούτως ή άλλως, όποια στάση και αν τηρήσουμε εμείς απέναντί του – είτε κοινωνήσουμε με αυτόν, είτε όχι – αυτός θα είναι ακοινώνητος για τον Θεό.
Έπειτα αφού ο Αυγουστίνος Καντιώτης θεωρεί – και έτσι είναι – ότι ο 15ος κανόνας της Α΄Β΄ Συνόδου δεν έχει δυνητικό χαρακτήρα, αλλά υποχρεωτικό, τότε (με όλο τον σεβασμό), γιατί δεν αποτειχίσθηκε από την αίρεση του οικουμενισμού, αλλά πέθανε εντός αυτής; Εν συνεχεία, λέγει ότι όσοι αποτειχίζονται, δεν ανακηρύττουν κατ΄ αυτόν τον τρόπον τον εαυτόν τους εκκλησία. Όσοι όμως αποτειχίζονται από αιρετικούς επισκόπους, γιατί το πράττουν; Δεν το πράττουν γιατί θέλουν να συνεχίζουν να ευρίσκονται εντός της εκκλησίας; Να συνεχίσουν να είναι εκκλησία; Και ποιος κανόνας απαγορεύει στους παύοντες το μνημόσυνο των αιρετικών ψευδεπισκόπων να μνημονεύουν και να έχουν κοινωνία με άλλους επισκόπους, γνησίους και αληθινούς, ορθόδοξα φρονούντες; Διότι, όπως ακούσατε θεωρεί ότι «δεν επιτρέπεται ένας πιστός να διακόψει το μνημόσυνο του δικού του – αιρετικού εννοείται – επισκόπου και να πάει σε άλλον».
Όσοι όμως αφίστανται της κοινωνίας των αιρετικών επισκόπων, δεν αποτελούν μία απλή κοινότητα ενισταμένων. Αλλά έχουν πλήρη συνείδηση και επίγνωση ότι αποτελούν την γνησία και αληθινή εκκλησία του Χριστού. Θα επιμείνουμε λίγο σ΄αυτό το σημείο, διότι υπάρχουν αρκετοί νεοημερολογίτες που συμμερίζονται την άποψη του Αυγουστίνου Καντιώτη και τη χρησιμοποιούν ως επιχείρημα εναντίον ημών των γνησίων Ορθοδόξων. Μας λέγουν ότι «εντάξει αποτειχισθήκατε, αλλά μέχρις εδώ, μην χειροτονείτε δικούς σας επισκόπους, μην έχετε άλλους επισκόπους. Πως όμως θα γίνει ανεκτό, ο αιρετικός ψευδεπίσκοπος να αφεθεί μόνος του, ως αποκλειστικός και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος μιας επαρχίας και επισκοπής; Το ορθόδοξο ποίμνιο που αποτειχίζεται από τον αιρετικό επίσκοπο, δε θα πρέπει να έχει τον δικό του πνευματικό και εκκλησιαστικό ηγέτη; Θα πρέπει να μείνει ανεπίσκοπο και απροστάτευτο, έρμαιο στις διαθέσεις του λυκοποιμένα, του ληστή και του κλέπτη κατά το Κυριακό λόγιο; Θα αφήσουμε λοιπόν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα;
Η θεωρία όμως του Αυγουστίνου Καντιώτη και των ομοίων του, προέρχεται από παρερμηνεία -ηθελημένη ή όχι- του λα΄ Αποστολικού κανόνος. Εκεί γράφει ότι: «Εί τις πρεσβύτερος καταφρονήσας του ιδίου Επισκόπου, έτερον θυσιαστήριον πήξει, καθαιρείσθω ως φίλαρχος». Ο ιερεύς που θα καταφρονήσει τον επίσκοπό του και θα κτίσει άλλην εκκλησίαν, έτερον θυσιαστήριον, όπου θα συνάζει τους χριστιανούς και θα λειτουργεί χωρίς την άδεια του επισκόπου του, αυτός να καθαιρείται ως φίλαρχος, φίλος της αρχής και της εξουσίας. Πότε όμως να καθαιρείται; Όταν πράττει τα παραπάνω, «μηδέν κατεγνωκώς του επισκόπου, εν ευσεβεία και δικαιοσύνη».Όταν δηλαδή χωρίζεται από τον Επίσκοπό του, χωρίς να μπορεί να τον κατηγορήσει σε θέματα πίστεως ή δικαιοσύνης. Οι γνήσιοι ορθόδοξοι όμως – εάν κτίζουν έτερο θυσιαστήριο, έτερο και ξεχωριστό από τους νεοημερολογίτες, δεν το κάνουν για λόγους φιλαρχίας, αλλά για λόγους ευσεβείας και ορθοδοξίας. Άλλωστε κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας, αποδεικνύεται ότι οι Ορθόδοξοι καταφρονούσαν την παρουσία αιρετικού επισκόπου και εκεί που αυτός υπήρχε, χειροτονούσαν δικό τους επίσκοπο, όταν βεβαίως οι συνθήκες το επέτρεπαν.
Ας αναφέρουμε δύο-τρία παραδείγματα για να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές. Κατά το δεύτερο μισό του τετάρτου αιώνα, τα χρόνια της κυριαρχίας των Αρειανών, μετά την πατριαρχεία του δικού τους Ευδοξίου, χειροτονήθηκε νέος πατριάρχης ο αρειανός Δημόφιλος. Οι Ορθόδοξοι χωρίς να υπολογίσουν ότι στον θρόνο υπήρχε άλλος πατριάρχης – που ήταν όμως αιρετικός – χειροτόνησαν δικό τους ορθόδοξο, τον Ευάγριο. Την χειροτονία εποίησε εν κρυπτώ, ο μέχρι τότε εξόριστος επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, διερχόμενος εκ Κων/πόλεως. Μπορεί κάποιοι ακούγοντας αυτό, να θεωρήσουν υπερόρια την χειροτονία ( Επίσκοπος από άλλη επαρχία – την Αντιόχεια - χειροτόνησε τον Κων/πόλεως), αλλά μία τέτοια ενέργεια ως λύση ανάγκης είναι κατά πάντα νόμιμος, όταν η εκκλησία τελεί εν διωγμώ και είναι εμπερίστατος. Όπως καθ΄ όλα νόμιμες ήταν και οι χειροτονίες των γνησίων ορθοδόξων από τους Ρώσους της Διασποράς, αν και υπερόριες, δια τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό του πατριαρχείου της Νικαίας, που εσυστάθη μετά την άλωση της Κων/πόλεως από τους Φράγκους, στην αυτοκρατορία της Νικαίας, που ήταν η διάδοχος κατάσταση της Ρωμανίας (Βυζαντίου). Μετά την ενθρόνιση στην Κων/πολη λατίνου ψευδοπατριάρχου και την φυγή του ορθοδόξου, οι Ορθόδοξοι συνέχισαν την κανονική χειροτονία Πατριαρχών Κων/πόλεως στην Νίκαια. Ο Πατριάρχης Νικαίας δηλαδή ήταν ταυτοχρόνως και Κων/πόλεως. Αν περίμεναν την απελευθέρωση της Πόλεως, προκειμένου να χειροτονήσουν ορθόδοξο πατριάρχη, δε θα υπήρχε ίσως σήμερα Ορθοδοξία.
Το συμπέρασμα από τη θεωρία αυτή των νεοημερολογιτών (Καντιώτη, Τρικαμηνά κ.ά.), ότι οι αποτειχισμένοι από αιρετικό επίσκοπο δεν μπορούν να χειροτονούν και να έχουν ορθόδοξο επίσκοπο, είναι ότι οι χαρακτηριζόμενοι και υπ΄αυτών ακόμη (των παραδοσιακών του νέου) ως ψευδεπίσκοποι και ψευδοδιδάσκαλοι, εκλαμβάνονται ως νόμιμοι διεκδικητές των ορθοδόξων, νόμιμοι διεκδικητές του ορθοδόξου ποιμνίου, άρα ως ισόνομοι και ισότιμοι των ορθοδόξων Επισκόπων. Δηλαδή μόνον στα λόγια, τους ονομάζουν ψευδεπισκόπους. Ας διαβάσουν ωστόσο τι έγραφε ο δικός τους Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος μεταξύ των άλλων ήταν εκκλησιαστικός ιστορικός. Αναφερόμενος στην κατάκτηση της Αθήνας υπό των Λατίνων και την εγκατάσταση δικού τους επισκόπου, θεωρεί πως το ορθόδοξο ποίμνιο της πόλης ήταν αποίμαντο, ότι δεν είχε ποιμένα και επίσκοπο .(Μέχρι και ο καινοτόμος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, που εισήγαγε το νέο ημερολόγιο στην εκκλησία, αγνόησε τον αιρετικό λατίνο ψευδεπίσκοπο των Αθηνών). Και μιας και έγινε αναφορά στους Λατίνους, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι στα εδάφη που κατακτούσαν αυτοί, κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας-φραγκοκρατίας, ουδέποτε ελάμβαναν υπόψη τους, εάν υπήρχε ορθόδοξος επίσκοπος, αλλά τελείως συνεπείς στην εκκλησιολογία τους, εγκαθιστούσαν δικούς τους επισκόπους, σαν να επρόκειτο για παρθένα ιεραποστολικώς εδάφη.
Ας κοιτάξουν δε, οι παραδοσιακοί του νέου, την κατάσταση που επικρατεί σε Αμερική και Ευρώπη, όπου η κάθε εθνότητα έχει τον δικό της επίσκοπο. Άλλον το πατριαρχείον Κων/πόλεως, έτερον το Πατριαρχείον Μόσχας, ξεχωριστόν οι Ρώσοι της Διασποράς, τον δικό τους τα πατριαρχεία Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Αντιοχείας και ούτω καθεξής. Στην ίδια πόλη, στην ίδια εκκλησιαστική περιφέρεια, υπάρχουν περισσότεροι του ενός «Ορθόδοξοι» επίσκοποι, οι οποίοι ανήκουν και υπάγονται εις διάφορον εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, είναι όμως κοινωνικοί προς αλλήλους. Στην ίδια πόλη υπάρχει και Έλληνας και Ρώσος και Βούλγαρος και Ρουμάνος επίσκοπος κ.λπ. και όλοι αυτοί έχουν κοινωνία μεταξύ τους σαν να πρόκειται για επισκόπους που ο καθένας έχει διάφορον εκκλησιαστικήν επαρχίαν. Είναι λοιπόν νόμιμο ιεροκανονικώς και εκκλησιολογικώς – για λόγους εθνοφυλετικούς – να εδρεύουν σε μία επισκοπή, περισσότεροι του ενός ορθόδοξοι, επίσκοποι και αποτελεί παράβαση των ιερών κανόνων, να χειροτονείται και να υπάρχει ορθόδοξος επίσκοπος, εκεί όπου τον θρόνο κατέχει αιρετικός λυκοποιμένας;
Επειδή όμως, αγαπητοί μου, σας υποσχέθηκα ότι θα ανατρέξουμε ακόμη και στα πρώτα χρόνια μετά την αλλαγή του εορτολογίου, ιδού φέρομεν εις το μέσον, έναν ονομαστό και περίφημο γέροντα, ο οποίος έζησε τα χρόνια εκείνα και προβάλλεται υπό των «παραδοσιακών» του νέου ως ομολογητής και αγωνιστής της Ορθοδοξίας, τυγχάνει δε, εκτιμήσεως και σεβασμού και στον δικό μας χώρον. Αυτός δεν είναι άλλος από τον γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Ως οδηγό μας θα έχουμε το σχετικό βιβλίο – αφιέρωμα στον Ζερβάκο του π. Θεοδώρου Ζήση.
Γράφει λοιπόν ο π. Θεόδωρος: «Ο Γέροντας Φιλόθεος επί πολλά έτη και παρά τις πιέσεις που του ασκούσε ο επιχώριος μητροπολίτης, εξακολουθούσε στην Μονή της Λογγοβάρδας στην Πάρο να τηρεί το παλαιό ημερολόγιο, όπως έπρατταν και πράττουν μέχρι σήμερα το Άγιον Όρος και πολλές αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αγωνιζόταν και έγραφε να αντιμετωπισθεί γρήγορα το θέμα, για να αποφευχθεί το σχίσμα. Όταν διεπίστωσε ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική διορθώσεως, αλλά παγιωνόταν η χρήση του νέου ημερολογίου… άλλαξε στάση, δέχθηκε κατ’ οικονομίαν το νέο ημερολογιο… εξακολούθησε όμως να πιστεύει και να γράφει ότι αυτή η κατ’ οικονομίαν αποδοχή του νέου ημερολογίου δεν πρέπει να παρατείνεται, αλλά οφείλει η Εκκλησία να επανέλθει στην ακρίβεια με την επαναφορά του παραδοσιακού εκκλησιαστικού παλαιού ημερολογίου» (Θεοδώρου Ζήση, Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ, ὡς ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ ἀναφορές στήν ἐπικαιρότητα. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 81-82).
Τι παρατηρούμε εδώ, αγαπητοί μου; Ότι τη στιγμή που διεπίστωσε ότι παγιωνόταν η χρήση του νέου ημερολογίου και δεν υπήρχε προοπτική διορθώσεως, θα ήταν εύλογο και λογικό να εντείνει και να κλιμακώσει τον αγώνα του και όχι μόνο να διατηρήσει το πάτριο εορτολόγιο, αλλά και να αποκόψει το μνημόσυνο και την κοινωνία προς τον επιχώριο μητροπολίτη. Αντιθέτως, εκείνη ακριβώς την στιγμή εδέχθη «κατ’ οικονομίαν» το νέο ημερολόγιο που όπως ο ίδιος έλεγε αποτελούσε «απρομελέτητον, άσκοπον, άκαιρον και διαβολικήν καινοτομίαν» και εισήχθη «αντικανονικώς, αυθαιρέτως και παρανόμως». Έκανε δηλαδή ο γέροντας Ζερβάκος ισόβια «οικονομία», στην αντικανονικότητα, την αυθαιρεσία και την παρανομία.
Ο π. Φιλόθεος αρχικώς ακολουθούσε το πάτριον εορτολόγιον, αλλά μνημόνευε τον νεοημερολογίτη επίσκοπο. Και ενώ πολλοί γνήσιοι αγωνιστές, εδιώκοντο, διότι δεν επιθυμούσαν να έχουν καμία κοινωνία με τους νεοημερολογίτες Ιεράρχες, αυτός μετά από παράκλησή του στον οικείο μητροπολίτη, έλαβε την άδεια και απήλαυε της ανέσεως να εορτάζει με το πάτριο. Αυτό φέρει στην σκέψη μας, ένα πρόσφατο παράδειγμα που αφορά τους ναούς που έχουν οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια και στους οποίους οι ιερείς τους εορτάζουν με το παλαιό, αλλά την ίδια στιγμή μνημονεύουν τους επισκόπους της κρατούσης «εκκλησίας», τους νεοημερολογίτες δηλαδή επισκόπους. Η απάτη αυτή βεβαίως ουδένα άλλο σκοπό έχει από το να εξαπατήσει και να αγρεύσει πολλούς από τους ανυποψίαστους πιστούς που ακολουθούν το πάτριο εορτολόγιο.
Ο Ζήσης γράφει ότι ο Ζερβάκος θεωρούσε πως η εισαγωγή του νέου ημερολογίου «έσχισε και διήρεσε την εκκλησία και αγωνίζεται για την επαναφορά του παλαιού, ακόμη και όταν κατ’ οικονομίαν αποφάσισε και αυτός για το πνευματικό καλό των χριστιανών και των πνευματικών του τέκνων, προς αποτροπήν μείζονος κακού, δηλαδή του σχίσματος, να ακολουθήσει το νέο» (αυτόθι, σ.96). Δέστε παροιμιώδεις αντιφάσεις! Θαυμάστε σκεπτικό πανεπιστημιακών διδασκάλων και γερόντων «ομολογητών» του νέου. Από τη μία, λέγει, ότι το νέο ημερολόγιο διήρεσε καί έσχισε την Εκκλησία και από την άλλη, ότι για να αποτρέψει το μείζον κακό, δηλαδή το σχίσμα, ακολούθησε το νέο. Τελικά, ας αποφασίσουν. Ποιοι έσχισαν την Εκκλησία; Οι εισάγοντες και ακολουθούντες το νέο ημερολόγιο ή οι εμμένοντες εις το πάτριο; Δεν μπορούνε ανάλογα με το τι τους βολεύει κάθε φορά να υποστηρίζουνε πότε το ένα και πότε το άλλο. Αλλά αυτή θαρρώ είναι λίγο-πολύ η τακτική όλων των «παραδοσιακών» του νέου ημερολογίου. Στρεψόδικη και μεσοβέζικη. Θεωρητική – διότι μένει μόνο στη θεωρία – και γλυκανάλατη, χωρίς δυναμισμό και αποφασιστικότητα.
Σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καντιώτη ο π. Φιλόθεος έγραφε τα εξής: «Επειδή το νέον είναι καινοτομία παπικής και μασονικής προελεύσεως, όσοι καταφρονούν το παλαιόν εορτολόγιον και ακολουθούν το νέον είναι υποκείμενοι τω αναθέματι. Κάθε πρόφασις και δικαιολογία είναι αδικαιολόγητος και “πρόφασις εν αμαρτίαις”. Μη νομίζομεν ως μηδαμινόν, το ότι ακολουθούμεν το παπικόν εορτολόγιον. Είναι παράδοσις και ως παράδοσιν οφείλομεν να την φυλάξωμεν, διότι υποκείμεθα εις ανάμεθα. “Ει τις πάσαν παράδοσιν έγγραφον ή άγραφον αθετεί, ανάθεμα״, ορίζει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο… Λοιπόν δεν είναι καιρός να σιωπάτε πλέον… μην αναβάλλετε, σπεύσατε» (αυτόθι σσ.99-100). Ο ίδιος μάλιστα περιγράφει με ζωηρά χρώματα, τα συναισθήματα που τον κατέκλυσαν, όταν μετά από θερμή προσευχή όπως υποστηρίζει, δέχθηκε αποκάλυψη εκ Θεού που του υπαγόρευε να επιλέξει το πάτριον εορτολόγιον στην τέλεση των ακολουθιών εν τω μοναστηρίω αυτού. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τοιαύτην συγκίνησιν, τοιαύτην χαράν, τοιαύτην ελπίδα, τοιαύτην ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν ησθάνθην την στιγμή εκείνην, οίαν σπανίας στιγμάς ησθάνθην εις όλην μου την ζωήν» (αυτόθι, σ.100).
Αργότερα όμως όλα άλλαξαν. Εφύσηξε άνεμος σαρωτικός – άγνωστο πόθεν κινηθείς – και ανέτρεψε τα πάντα. Σε πνευματικά του τέκνα που σκανδαλίσθηκαν και θεώρησαν ότι από ανθρωπαρέσκεια και ανθρωποφοβία δέχθηκε το νέο εορτολόγιο, απαντά ο ίδιος με «αδικαιολόγητες δικαιολογίες και προφάσεις εν αμαρτίαις». «Αφού εμελέτησα από όλας τας πλευράς το ζήτημα και ηρεύνησα εις τα βιβλία της Εκκλησίας, το ιερόν ευαγγέλιον, εις τας επιστολάς των Αγίων Αποστόλων, των Διδασκάλων και Αγίων Πατέρων μας, δεν εύρον να γράφουν ότι θα μας σώσουν τα ημερολόγια, ούτε ότι η Ορθοδοξία είναι το παλαιόν ημερολόγιον, ως διατείνονται οι φανατικοί παλαιοημερολογίται, οι οποίοι απερισκέπτως και ανοήτως λέγουν . ήλλαξε το εορτολόγιον, εχάθη η Ορθοδοξία» (αυτόθι, σσ.96-97).
Τα σχόλια νομίζουμε πως είναι περιττά. Ενώ αρχικώς αναθεμάτιζε ευκαίρως - ακαίρως το νέο ημερολόγιο, εν συνεχεία υποτίμησε το θέμα, κηρύττοντας ότι δεν χάθηκε κι ο κόσμος που άλλαξε το εορτολόγιο .Ήξερε δε, πολύ καλά ότι εμείς δεν υποστηρίζουμε πως η Ορθοδοξία είναι μόνον το πάτριο εορτολόγιο. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να δικαιολογήσει και να κατοχυρώσει αγιοπνευματικά την αιφνίδια μεταστροφή του, δια τούτο και ρίπτει τις ευθύνες αλλού. Αλλά για να ολοκληρωθεί η εικόνα του «παραδοσιακού» κατά τα άλλα Φιλοθέου Ζερβάκου, ακούστε και κάτι τελευταίο. Σε επιστολή του προς κάποιον κ. Χαραλάμπην έγραφε το χειμώνα του 1931 τα εξής: «Μου γράφεις αγαπητέ μου, δια να ενωθώμεν με τους ζηλωτάς και να εργασθώμεν εναντίον των εχθρών της Εκκλησίας. Αυτοί αγαπητέ μου, εκτός ολίγων, οι πλείστοι είναι ανισόρροποι, φανατικοί, συκοφάνται, υβρισταί, αδιάκριτοι. Δικαίως εις ενάρετος πνευματικός που ονομάζει ζουρλωτάς, διότι δεν γνωρίζουν τι κάμουν… Από τους παλαιοημερολογίτας πρόσεχε, περισσότερον εμπιστοσύνην να έχεις εις τους εργάτας της “Ζωής״, καθ΄ ότι περί μερικών εκ των παλαιοημερολογιτών ηκούσθησαν πολλά έκτροπα».(αυτόθι,σελ.258)
Βλέπετε, αγαπητοί μου; Τι ωραία μας τα λέγει ο γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος! Αποκαλύπτεται βαθμηδόν! Συμβουλεύει το πνευματικό του τέκνο να μην έχει εμπιστοσύνη στους παλαιοημερολογίτες, αλλά να εμπιστεύεται τους εργάτες της προτεσταντικής εμπνεύσεως και επινοήσεως αδελφότητος της «Ζωής». Οι οποίοι σύμφωνα με την γνώμη εκείνων που γνωρίζουν, συνετέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια στην καταστροφή της διοικούσας «Εκκλησίας» με την ευσεβιστική τους στάση, την ακατάσχετη ηθικολογία και τη μέθοδο της «έξωθεν καλής μαρτυρίας», η οποία εφαρμόσθηκε με δόλιο τρόπο για την σπίλωση και ηθική εξόντωση εντίμων και ικανών κληρικών και ιεραρχών που δεν ανήκαν στη «Ζωή», καθώς και την ανάδειξη των «καθαρών» «ημετέρων» της αδελφότητος. Και όλοι αυτοί οι «Ζωικοί» ιεράρχες, κληρικοί και θεολόγοι, μαζί με εκείνους τους εργάτες της αδελφότητος που κατέληξαν μοναχοί στο Άγιον Όρος, ακολουθούν μέχρι σήμερα μία συνεπή φιλοπατριαρχική συμπεριφορά, με πρώτο και καλύτερο τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη, ο οποίος το 1972 είχε χαρακτηρίσει τον Αθηναγόρα ως «προφηταπόστολο»!
Την εποχή εκείνη η – κατά πολλούς – σημαντικότερη ίσως μορφή του αγιορείτικου μοναχισμού ήταν ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. Τα συγγράμματά του είναι πράγματι περισπούδαστα. Ειδικά, το περίφημο βιβλίο του «Μεταξύ Ουρανού και γης», έγινε αιτία πολλοί νέοι να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να στραφούν προς την μοναχική ζωή.
Ας ακούσουμε όμως τον Αθ. Σακαρέλλο που τον γνώρισε προσωπικώς να μας διηγείται τα περί του προσώπου του: «Άλλος όμως ήταν ο π. Θεόκλητος τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας και άλλος, δυστυχώς, ο μετέπειτα. Τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας ο π. Θεόκλητος εξέφραζε αρκετά την Πατερική Παράδοση. Ήταν ένας αντι-παπικός και ανθενωτικός μοναχός.Τα πρώτα αυτά χρόνια της γνωριμίας μας ο π. Θεόκλητος ασκούσε οξύτατη κριτική στον Αθηναγόρα. Τον θεωρούσε αιρετικό. Τον αποκαλούσε “στόμα του Άδη״! Δεν ήταν ευχαριστημένος από τους (παλαιούς) αγιορείτες μοναχούς, οι οποίοι αδυνατούσαν να συλλάβουν τις απόψεις του. Ακόμα ούτε με τον γέροντά του, τον π. Γαβριήλ… ήταν ευχαριστημένος … Εν τω μεταξύ ο π. Θεόκλητος άρχισε ο ίδιος να μεταλλάσεται. Άρχισε να συμφιλιώνεται με το Πατριαρχείο. Έφτασε στο σημείο να γίνει ο έμπιστός του στο Άγιον Όρος. Ο ίδιος δε, αποκήρυξε τα πρώτα άρθρα του, με τα οποία στρέφονταν εναντίον του Αθηναγόρα. Τα θεωρούσε πλέον ως προϊόντα νεανικού ενθουσιασμού, που έπαυσαν πλέον να τον εκφράζουν. Ακόμα και τις κακόδοξες δηλώσεις του Αθηναγόρα, τις θεωρούσε ως απλές εκφράσεις, που ειπώθηκαν από τον Πατριάρχη στα πλαίσια των κοινωνικών του σχέσεων! Έπαυσε πλέον να οσφραίνεται κανένα κίνδυνο για την Ορθοδοξία. Ο π. Θεόκλητος δεν είχε εκτίμηση και σε ορισμένους καταξιωμένους αγιορείτες γεροντάδες, τους οποίους άκουσα να αποκαλεί ψευτοαγίους. Μεταξύ αυτών συγκατέλεγε και τον π. Παϊσιο. Σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτά τα έλεγε μάλλον από κάποια ζηλοτυπία. Καλύτερη γνώμη είχε αρχικά για τους “Ζηλωτές” του Αγίου Όρους, δηλαδή τους Παλαιοημερολογίτες. Γρήγορα όμως άρχισε να καταφέρεται και κατ’ αυτών…» (Αθ. Σακαρέλλου, ενθ’ ανωτ.).
Εδώ τελειώνει η αναφορά μας στον π. Θεόκλητο τον Διονυσιάτη, τον οποίον θα συναντήσουμε και κατωτέρω. Παρατηρούμε πάντως και εδώ, ότι οι λεγόμενοι «παραδοσιακοί» δεν διακρίνονται για συνεπή και αξιόπιστη πορεία. Ενώ αρχικά αποκαλούσε τον Αθηναγόρα «στόμα του Άδη», έξαφνα άλλαξε τελείως πλεύση και θεώρησε ότι οι βλάσφημες δηλώσεις του, ειπώθηκαν στα πλαίσια της ασκήσεως διπλωματίας από μέρους του, ενώ γνώριζε πολύ καλά, ότι στα της πίστεως δεν χωρεί διπλωματία. Πως λοιπόν να εμπιστευθεί κανείς γεροντάδες ωσάν τον π. Θεόκλητο, που άλλα λέγουν το «πρωί» και άλλα το «βράδυ» και που αλλάζουν τα πιστεύω τους, πιο γρήγορα από ότι αλλάζουν τα ενδύματά τους;
Ένας άλλος ξακουστός «παραδοσιακός» γέροντας του νέου ημερολογίου, που αναφέραμε ανωτέρω, σφοδρός πολέμιος των «παλαιοημερολογιτών», ήταν ο πολύς π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Αυτός είναι, μεταξύ των άλλων, γνωστός για το περιβόητο σύγγραμμά του «Τα δύο άκρα: Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός», το οποίο οι νεοημερολογίτες έχουν κάνει σημαία τους. Ο π. Επιφάνιος βεβαίως πολέμησε τον Ζηλωτισμό και προτίμησε το «άλλο άκρο», τον Οικουμενισμό, κάνοντας λάβαρό του την υπέρ του δέοντος χρήση οικονομίας σε θέματα πίστεως, στα οποία δεν χωρεί οικονομία. Στην παρουσίαση των πεπραγμένων του θα έχουμε και πάλι ως οδηγό τον Αθ. Σακαρέλλο που γνώρισε τα πράγματα και τα πρόσωπα από κοντά.
Γράφει λοιπόν ο Σακαρέλλος: «Για το θέμα του παπισμού, που εγώ τότε ενδιαφερόμουνα ιδιαίτερα, ο π. Επιφάνιος δεν ανησυχούσε, όπως όλοι οι πνευματικοί την εποχή εκείνη.» (Η ταυτόχρονη ένοχη σιωπή των πνευματικών). «Πίστευε ότι ήταν “νεφύδριο״, όπως έλεγε ο Μέγας Αθανάσιος για τον Αρειανισμό. Νόμιζε ότι τα πράγματα θα άλλαζαν γρήγορα, όταν θα πέθαινε ο Αθηναγόρας!... Παρά ταύτα… έγραφε εναντίον του παπισμού, του οικουμενισμού, του Αθηναγόρα και όλων των φιλενωτικών! Και σ’ αυτό διέφερε από τους άλλους πνευματικούς της εποχής εκείνης. Αργότερα άρχισε να πιστεύει, ότι ο Αθηναγόρας και ορισμένοι επίσκοποι του Φαναρίου υπερέβησαν τα όρια ασφαλείας από έναν Ορθόδοξο. Γι’ αυτό, το 1970, υποστήριξε τη διακοπή του μνημοσύνου του ονόματος του Αθηναγόρα. Δεν συμφωνούσε όμως και με την παύση της “κοινωνίας”, με όσους μνημόνευαν τον Αθηναγόρα, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα αποκόπτονταν κάποιος από την Εκκλησία.». (Αθ. Σακαρέλλου, αυτόθι).
Τώρα πως μπορεί να ευσταθεί θεολογικώς και εκκλησιολογικώς η άποψη, ότι αποκόπτεται από την Εκκλησία, εκείνος που παύει να έχει κοινωνία με τους μνημονεύοντες αιρετικό επίσκοπο, αυτό μόνον ο π. Επιφάνιος και οι ομόφρονές του μπορούν να μας το εξηγήσουν. Παύουμε δηλαδή το μνημόσυνο του ψευδεπισκόπου, αλλά αυτό που δεν πράττουμε εμείς, το πράττουν οι άλλοι για εμάς – οι πνευματικοί μας αδελφοί – (εμείς δεν μνημονεύουμε, αυτοί μνημονεύουν) και έτσι η αίρεση και ο μολυσμός της πίστεως, συνεχίζουν να παραμένουν εντός των τειχών.
Σχετικώς με την διακοπή μνημοσύνου αιρετικού επισκόπου ο π. Επιφάνιος λέγει στο βιβλίο του, «Τα δύο άκρα», μεταξύ των άλλων, τα εξής: «Τουτο όμως (η διακοπή μνημοσύνου) είναι το έσχατο βήμα, εις το οποίον δύναται να προχωρήσει, εάν θέλει να μην ευρεθεί εις σχίσματα και ανταρσίας. Παύων δηλαδή το μνημόσυνον, δεν θα μνημονεύει ετέρου επισκόπου (αυτό είναι που τους καίει)… αλλά θα αναμένει μετ’ ηρέμου συνειδήσεως την κρίσιν Συνόδου.». Και πάλι το «προ συνοδικής διαγνώσεως» του ιέ κανόνος της Α΄Β΄(Πρωτοδευτέρας) Συνόδου δεν λαμβάνεται υπόψιν.
Παρακάτω ο Σακαρέλλος λέγει, ότι ο π. Επιφάνιος, ήταν εκείνος που εξώθησε τον Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο να σταματήσει το μνημόσυνο του Αθηναγόρα. Το παράδειγμα του Αμβροσίου ακολούθησαν λίγο αργότερα ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης και ο Παραμυθίας Παύλος Καρβέλης. «Διατήρησαν όμως “κοινωνία”, με όσους εξακολουθούσαν να μνημονεύουν τον Αθηναγόρα. Έτσι, η διακοπή αυτή του μνημοσύνου, ήταν “κολοβή” και φαιδρή, γιατί σε μια γιορτή που μπορεί να συλλειτουργούσε ένας από τους τρεις αυτούς Μητροπολίτες, με κάποιον άλλο Μητροπολίτη των Νέων χωρών, ο μεν ένας δεν μνημόνευε τον Αθηναγόρα, τον μνημόνευε όμως ο άλλος στην ίδια λειτουργία! Οπότε μια τέτοια διακοπή του μνημοσύνου, που την εισηγήθηκε ο π. Επιφάνιος, δεν ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τον Αθηναγόρα. Μάλλον, οι πονηροί φαναριώτες θα γελούσαν σε βάρος μας!... Το πρόβλημα με τον π. Επιφάνιο ήταν, αφενός μεν, η θεολογία την οποία εξέφραζε, και κυρίως η εκκλησιολογία του, και αφετέρου, ο λεγόμενος αντι-παλαιοημερολογιτισμός του... κατέστη ο περισσότερο γνωστός αντι-παλαιο-ημερολογίτης. Σ’ αυτό τον βοήθησαν όχι μόνο οι πολλές γνώσεις του, αλλά και οι πολλές του ικανότητες, ώστε με λογικά επιχειρήματα να μπορεί να επιβάλλει τη γνώμη του και εκεί ακόμα που τυχόν δεν είχε δίκιο.» (Αθ. Σακαρέλλου, αυτόθι).
Εξαιτίας αυτής του της θεολογίας, ερχόταν σε αντιπαράθεση ακόμη και με εξέχουσες θεολογικές προσωπικότητες, όπως τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, του οποίου η θεολογία ήταν καθαρά πατερική. Σε μία κατ’ οίκον συνάντηση στην Αθήνα, προκλήθηκε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ π. Ιωάννη Ρωμανίδη και π. Επιφανίου. Ακούμε τον ίδιο τον Σακαρέλλο να εξιστορεί το περιστατικό: «Στη συνάντηση αυτή συζητήθηκε το θέμα του παλαιού ημερολογίου. Ο π. Επιφάνιος υποστήριζε, όπως πάντα, ότι οι παλαιοημερολογίτες είναι σχισματικοί και εκτός Εκκλησίας! Αντίθετη γνώμη είχε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Την τεκμηρίωνε με αδιάσειστα πατερικά θεολογικά επιχειρήματα.Πίστευε ότι είχαν και έχουν δίκιο. Το “ημερολογιακό״ έλεγε είναι “κανονικοδογματικό ζήτημα”!... Ο π. Ιωάν. Ρωμανίδης, έξω φρενών μου είπε την επομένη ημέρα για τον π. Επιφάνιο: -Τι είναι αυτά που λέει αυτός ο άνθρωπος! Αυτός είναι ο Επιφάνιος, που μου επαινείς; Και μου εξιστόρησε όλη τη συζήτησή τους, εκφράζοντας την απόλυτη αντίθεσή του με τις θεολογικές απόψεις του.».( Αθ. Σακαρέλλου,αυτόθι). Ο π. Επ. Θεοδωρόπουλος λοιπόν , όπως τονίζει ο Σακαρέλλος, «θεωρούσε τους παλαιοημερολογίτες σχισματικούς, ακόμα και αιρετικούς! Θεωρούσε την παύση της κοινωνίας με τους κακοδόξους επισκόπους, μόνο ως δικαίωμα των πιστών και όχι ως υποχρέωσή τους (υπέρμαχος της δυνητικής ερμηνείας). Δεν ήθελε να ακούσει για παύση “κοινωνίας״, με όσους “κοινωνούν” με αιρετικούς!» (Αθ. Σακαρέλλου, αυτόθι).
Σε απαντητική του επιστολή σε αγιορείτες μοναχούς και πνευματικά του τέκνα που τον ερωτούν σχετικώς, δέχεται μεν την παύση του μνημοσύνου του Αθηναγόρα, αρνείται όμως την προσχώρηση στους «Ζηλωτές» με ισχυρισμούς και επιχειρήματα, που είναι ανιστόρητα και αθεολόγητα, κατά τον Σακαρέλλο.Η επιστολή αυτή, αν και ανερμάτιστη θεολογικά, διαφημίστηκε τόσο πολύ, ώστε έγινε το εντρύφημα κάθε νεοημερολογίτη. Είναι πάντως γεγονός ότι οι απόψεις του πατρός Επιφανίου, απαράδεκτες από πλευράς Πατερικής Παραδόσεως, λόγω της φήμης και του κύρους του ανδρός, επηρέασαν και επηρεάζουν πολύ κόσμο, θεολόγους, κληρικούς, ιεράρχες και μοναχούς.
Και συνεχίζει ο Σακαρέλλος: «Όταν σε κάποια συζήτησή μας έκρουσα τον κώδωνα του κινδύνου της Ορθοδοξίας από τους Λατινόφρονες Πατριάρχες, μου είπε: - Αχ, να μην υπήρχαν αυτοί οι παλαιοημερολογίτες και θα έβλεπες, τι θα έκανα! Έκπληκτος, του απάντησα: - Πάτερ μου, υπόθεσε, πως δεν υπάρχουν οι παλαιοημερολογίτες. Γιατί δεν κάνεις αυτό που προστάζουν οι κανόνες και οι πατέρες; Και όχι μόνο αυτό, αλλά πολεμάς όσους έκαμαν αυτό, που λένε οι Πατέρες; Μετά από αυτά, δεν δόθηκε άλλη συνέχεια στη συζήτησή μας. Μια άλλη φόρα, ο “Ορθόδοξος Τύπος״ είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με φοβερά στοιχεία για τη διάβρωση της Ορθοδοξίας από τον Οικουμενισμό. Ο π. Επιφάνιος έτυχε να λάβει γνώση του φύλλου της εφημερίδας αυτής μια μέρα προ της κυκλοφορίας της. Ανησύχησε πολύ από το δημοσίευμα αυτό. Φοβήθηκε, μήπως το εκμεταλλευτούν οι παλαιοημερολογίτες. Έπεισε τους υπευθύνους της εφημερίδας αυτής να πολτοποιήσουν το τεύχος αυτό και ανέλαβε τα έξοδα για την εκτύπωση νέου, χωρίς το επίμαχο δημοσίευμα!Από την άλλη μεριά, ο π. Επιφάνιος εκμεταλλεύονταν ορισμένες άστοχες ενέργειες παλαιοημερολογιτών, για να πλήξει την Εκκλησία τους. Είχαν όμως και δικαιολογία οι άνθρωποι αυτοί, γιατί βρίσκονταν σε διωγμό από τους επισκόπους της κρατικής Εκκλησίας. Ακόμα, πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι οι παλαιοημερολογίτες, πολλες φορές, δεν είχαν και την καλύτερη εκπροσώπηση. Αυτό έδωσε πολλές φορές ευκαιρίες στον π. Επιφάνιο για οξεία κριτική σε βάρος τους. Εγώ, όμως αν και δεν ήμουνα παλαιοημερολογίτης την εποχή εκείνη, τους βοηθούσα, όσο μπορούσα. Αυτό ενοχλούσε τον π. Επιφάνιο. Γι’ αυτό σε μια συζήτηση μου είπε: - Θα πας στην κόλαση, γιατί γίνεσαι αιτία η μισή Ελλάδα να είναι με το παλαιό! Του απάντησα: - Ευτυχώς, πάτερ μου, γιατί η άλλη μισή Ελλάδα, εξαιτίας σου, είναι με τον… πάπα!» (Αθ. Σακαρέλλου, αυτόθι).
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει το μένος του π. Επιφανίου κατά των «παλαιοημερολογιτών», ένα μένος αδικαιολόγητο και εντελώς ατεκμηρίωτο. Δεν τον ενδιέφερε τόσο, το να κατηχήσει τον λαό στις αλήθειες περί Οικουμενισμού και να τον προστατεύσει από την ψυχόλεθρον επίδραση της συγκρητιστικής πλάνης, όσο το να πολεμήσει με κάθε μέσο – θεμιτό και αθέμιτο – και με κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, τους «παλαιοημερολογίτες» και να εμποδίσει με όλες του τις δυνάμεις την πρόοδο και την προαγωγή του έργου της Εκκλησίας των γνησίων Ορθοδόξων, έστω και αν αυτή του η στάση, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια του Χριστού και τη σωτηρία των ανθρώπων. Κάτι που ο ίδιος το γνώριζε πολύ καλά. Μάλιστα απολύτως συνειδητά δεν έπραττε ό,τι επιττάσουν οι ιεροί κανόνες, προκειμένου, όπως ο ίδιος έλεγε, να μην επωφεληθούν οι «παλαιοημερολογίτες».
Στο σημείο αυτό, ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, δεν θα μπορούσαμε να λησμονήσουμε μία σύγχρονη αγιορείτικη μορφή, που δεν είναι πλέον εν ζωή και που πολλοί την κατατάσσουν μεταξύ των αγίων. Αυτή η μορφή δεν είναι άλλη από τον π. Παΐσιο τον αγιορείτη. Ο π. Παΐσιος εθεωρείτο κατά γενική ομολογία ένας ενάρετος μοναχός, που έδιδε σοφές και ευφυείς συμβουλές. Επί πατριαρχείας Αθηναγόρα, έγραφε στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, για τα πρωτοφανή τότε ανοίγματα του Πατριάρχη προς τον Πάπα τα εξής: «Τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος για την γραμμή και την κοσμική αγάπη δυστυχώς, του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται αγάπησε μίαν άλλη γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται παπική “Εκκλησία”. Διότι η ορθόδοξος μητέρα μας δεν του κάμνει καμία εντύπωσιν επειδή είναι πολύ σεμνή. Ενώ θα έπρεπε να δείξει αγάπη πρώτα σε εμάς τα παιδιά του, και την μητέρα μας Εκκλησία, αυτός δυστυχώς έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύσει μεν όλα τα κοσμικά παιδιά και να κατασκανδαλίσει όμως όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα που έχουν φόβο Θεού. Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική, ούτε φλοιό. Ξέρουν όμως να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεό, διότι δεν τον έχουν αγαπήσει… Επίσης ας γνωρίσομε καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμία έλλειψη» (το λέγει τούτο, διότι ο Πάπας θεωρεί πως μόνο αν αναγνωρίσουμε το πρωτείο του, θα είμασθε πλήρεις ως Ορθόδοξοι και θα πάψουμε να είμασθε ελλειπείς). Και συνεχίζει ο π. Παΐσιος: « Η μόνη έλλειψις που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ιεραρχών και ποιμένων με πατερικές αρχές». (Από την 3η ομιλία του π. Θ. Ζήση περί διακοπής μνημοσύνου στον Ι. Ναό του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης 20-11-2016). Αυτά έγραφε τότε για τον Αθηναγόρα ο π. Παΐσιος.
Ποια ήταν ωστόσο η γνώμη του για τον σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, που από πολλούς θεωρείται πολύ χειρότερος του Αθηναγόρα; Όταν ο Βαρθολομαίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος το 1992, ο π. Παΐσιος του έβαλε μετάνοια, φωτογραφήθηκε μαζί του και δήλωσε τα εξής: «Ο Θεός σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, οικονόμησε για την Εκκλησία του, τον καλύτερο Πατριάρχη που θα μπορούσαμε να έχουμε!». (Γι’ αυτό και ο Βαρθολομαίος για να τον ανταμείψει, προχώρησε προσφάτως στην αγιοποίησή του).
Ποιος είναι όμως στην πραγματικότητα ο «καλύτερος Πατριάρχης» του πατρός Παϊσίου; Ας δούμε κάποια σημεία της διδασκαλίας του. Είναι εκείνος που κηρύττει ότι και οι μουσουλμάνοι θα πάνε στον παράδεισο και χαρακτηρίζει το πολεμοχαρές κοράνιο «ιερό»! Είναι εκείνος που υποστηρίζει ότι και οι άλλες θρησκείες σώζουν τον άνθρωπο! Εκείνος που αμνηστεύει τους αμετανόητους σταυρωτές του Χριστού, με την ανεκδιήγητον βλασφημία, ότι και ο Θεομάχος Ιουδαϊσμός είναι ευλογημένος! (Γι’ αυτό και είναι τιμώμενο πρόσωπο στις συναγωγές των Εβραίων). Εκείνος που θεωρεί, ότι και οι λεσβίες παπαδίνες, καθώς και οι ομοφυλόφιλοι ιερείς των αιρετικών Αγγλικανών, ενεργούν τα μυστήρια!
Είναι εκείνος που τόλμησε να ξεστομίσει την κορυφαία ασέβεια, ότι οι προπάτορές μας, δηλαδή οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, υπήρξαν ατυχή θύματα του «αρχεκάκου όφεως» (του διαβόλου), διότι όπως λέει, κληροδότησαν σε εμάς την διάσπαση και τον χωρισμό, επειδή πολέμησαν μέχρι «τελικής πτώσεως» τους αιρετικούς και δεν τους επέτρεψαν να σκορπίσουν τον όλεθρο και την καταστροφή στο σώμα της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Βαρθολομαίο το γεγονός, ότι οι Άγιοι Πατέρες εξοβέλισαν τον Πάπα και τους λοιπούς αιρετικούς από την Εκκλησία, αποτελεί ασυγχώρητο έγκλημα για το οποίο θα δώσουν λόγο εν ημέρα κρίσεως, ενώπιον του Δικαιοκρίτου Θεού! (Ποιόν θεό εννοεί, άραγε; Διότι εάν εννοεί τον Χριστό, θα ευρεθεί προ μεγάλης και οδυνηράς εκπλήξεως εν εκείνη τη ημέρα. Πιο οδυνηράς δεν γίνεται!!!). Μάλιστα με απαράμιλλο θράσος, αιτείται το έλεος του Θεού υπέρ των Πατέρων της Εκκλησίας, «παρακαλεί» τον Θεό να λυπηθεί την ψυχή τους και επιλέγει ότι «οφείλομεν ενώπιον Αυτού, όπως επανορθώσομεν τα σφάλματα εκείνων.»!
Αυτός είναι ο Βαρθολομαίος, ο «καλύτερος Πατριάρχης» του π. Παϊσίου, ο οποίος θα «επανορθώσει τα σφάλματα» των Αγίων προμάχων της Παναχράντου και Παναμώμου Ορθοδοξίας μας, την οποία έχει, ως μοναδικό σκοπό της ζωής του, να μολύνει και να δηλητηριάσει με τον μολυσμό και το δηλητήριο του συγκρητιστικού Οικουμενισμού και της ισοπεδωτικής πανθρησκείας του Αντιχρίστου, ακολουθώντας πορεία αντίθετη από αυτή των θείων Πατέρων. Αλλά για να μην θεωρηθεί ότι εκφέρουμε προσωπικές μας κρίσεις, ας ακούσουμε τι γνώμη έχει για τον σημερινό Πατριάρχη, ο π. Θεόδωρος Ζήσης. Έχει βαρύνουσα σημασία η γνώμη του, διότι, εκτός των άλλων, ο π. Θεόδωρος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Βαρθολομαίο. Επομένως δεν έχει κανένα λόγο, να είναι προκατειλημμένος ή να έχει αρνητική προδιάθεση απέναντι στο πρόσωπο του Πατριάρχη.
Λέγει λοιπόν ο π. Θεόδωρος: «Αναλογικά θα έπρεπε σήμερα να έχουμε κόψει το μνημόσυνο του Πατριάρχη χίλιες φορές, διότι αυτά που κάνει σήμερα ο Βαρθολομαίος, είναι πολύ χειρότερα και πολύ πιο τολμηρά από εκείνα που διέπραξε τότε ο Αθηναγόρας. Αλλά ποιός γνωρίζει; Ποιος ενημερώνεται για όλα αυτά; Και πως εμείς σήμερα εξακολούθουμε να μην έχουμε την ευαισθησία που είχαν αυτοί; Οι αγιορείτες τότε, έκοψαν το μνημόσυνο του Αθηναγόρα με μικρότερα εκκλησιαστικά ανοίγματα και παραπτώματα.» (Από την1η ομιλία του π. Θ. Ζήση περί διακοπής μνημοσύνου στον Ι. Ναό του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης 6-11-2016).
Ο π. Θεόδωρος κάνει επίσης αναφορά στον Ελευθερούπολεως Αμβρόσιο, ο οποίος ανακοίνωσε τη διακοπή μνημοσύνου του Αθηναγόρα, λέγοντας μεταξύ των άλλων ως εξής: «Το Φανάρι πλήττει θανασίμως την Ορθοδοξία. Εξαντλήθηκε η υπομονή μου και σταματώ πλέον το μνημόσυνο του Πατριάρχου». Αυτά εγίνοντο τότε επί Αθηναγόρα. Τώρα όμως με τον πολύ χειρότερο Βαρθολομαίο, όχι μόνο δεν εξαντλείται η υπομονή ιεραρχών, κληρικών και μοναχών, αλλά χαρακτηρίζεται ως ο καλύτερος Πατριάρχης από ανθρώπους που έχουν τη φήμη μεγάλων αγίων της εποχής μας.
Κάποιοι ίσως να σπεύσουν να προβάλλουν την ένσταση, ότι όταν έκαμε την επίμαχη δήλωση ο π. Παΐσιος, δεν είχε ακόμη πράξει ο Βαρθολομαίος, όλα όσα έπραξε στη συνέχεια. Τι καλό όμως πρόλαβε να διαπιστώσει ο αγιορείτης ασκητής στον Βαρθολομαίο, ώστε να τον χαρακτηρίσει ως τον «καλύτερο Πατριάρχη της εποχής μας»; Ένας χαρακτηρισμός που εκφεύγει από τα όρια μιας μετρημένης και συγκρατημένης, θετικής έστω δήλωσης. Εάν υποθέσουμε ότι δεν είχε προλάβει να δει κάτι αρνητικό, ούτε όμως και κάτι θετικό είδε, ώστε να δικαιολογείται αυτή η υπερβολική εξύμνηση του Πατριάρχη.
Αντιθέτως ο Βαρθολομαίος από την πρώτη στιγμή κατέθεσε τα διαπιστευτήριά του, δηλώνοντας κατά την ημέρα της ενθρονίσεώς του ότι θα πορευθεί με συνέπεια πάνω στη γραμμή που χάραξαν οι προκάτοχοί του, ακολουθώντας τα βήματά τους και επαγγελόμενος την υλοποίηση των οραμάτων του Οικουμενισμού. Έπειτα ο «προφητικότατος» και «χαρισματικός» Παΐσιος δεν μπορούσε να προβλέψει τη μελλοντική πορεία των εκκλησιαστικών πράγματων; Ως «άγιος» δεν κατάφερε να διαγνώσει την εξέλιξη και τις προθέσεις που θα εκδήλωνε ο «καλύτερος Πατριάρχης»;
Όλοι οι Άγιοι ήταν φοβεροί διώκτες και αμείλικτοι πολέμιοι των αιρέσεων. Αγαπούσαν τους αιρετικούς ως τα πλανηθέντα πρόβατα, αλλά αποστρέφονταν τις αιρέσεις και τις πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Δυστυχώς, ο Βαρθολομαίος όχι μόνο δεν είναι ο καλύτερος Πατριάρχης της εποχής μας, αλλά δίχως αμφιβολία είναι ο χειρότερος Πατριάρχης όλων των εποχών. Αυτό ο π. Παΐσιος ως «άγιος», θα έπρεπε να το γνωρίζει και όχι μόνο να μην τον μνημονεύει, αλλά ούτε και να έχει «κοινωνία» προς εκείνους που τον μνημονεύουν.
Αλλά και στο θέμα του εορτολογίου, ο π. Παΐσιος τήρησε με συνέπεια τη στάση όλων των μνημονευτών πατέρων του Αγίου Όρους. Συμβούλευε τους παλαιοημερολογίτες να επιστρέψουν στο νέο ημερολόγιο για το «καλό» της οικογένειάς τους (βάζοντας την αγάπη για τους συγγενείς, πάνω από την αγάπη του Χριστού) και κατόρθωσε, ώστε μερικές ενορίες των γνησίων Ορθοδόξων στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη να ενωθούν καθ’ υπόδειξή του με την κρατούσα «Εκκλησία», κρατώντας το παλαιό ημερολόγιο. Έλεγε μεταξύ των άλλων: «Καλό θα ήταν να μην υπήρχε αυτή η εορτολογική διαφορά, αλλά δεν είναι θέμα πίστεως».
Στις ενστάσεις ότι το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας, απαντούσε: «Το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας και το παλιό ειδωλολάτρης», εννοώντας τον Ιούλιο Καίσαρα. Βεβαίως, εδώ διαφεύγει από τον π. Παΐσιο, ότι το ημερολόγιο του ειδωλολάτρη Ιουλίου Καίσαρα αποτέλεσε για τους Πατέρες της Α΄Οικουμενικής Συνόδου την βάση επί της οποίας καθιέρωσαν το εορτολόγιο της Εκκλησίας και καθόρισαν τον εορτασμό του Πάσχα.
Για τον π. Παΐσιο εντός Εκκλησίας είναι μόνο οι παλαιοημερολογίτες που έχουν «κοινωνία» με τα Πατριαρχεία και τις επίσημες εκκλησίες. Οι υπόλοιποι είναι κατ’ αυτόν «ξεκομμένοι» από την Άμπελο του Κυρίου, αν και θεωρούσε πως οι περισσότεροι από τους «Ζηλωτές» και «ευλάβεια έχουν και ακρίβεια και αγωνιστικότητα και ζήλο Θεού.» Μόνο που όπως λέει είναι «αδιάκριτος, ου κατ’ επίγνωσιν». («Βίος γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ, 2004- ιστολόγιο: Αγία Ζώνη). Εάν εννοεί εδώ ο π. Παΐσιος, ότι έχουν ακρίβεια σε θέματα πίστεως, τότε δεν είναι «ξεκομμένοι» από την Άμπελο του Κυρίου οι γνήσιοι Ορθόδοξοι, αλλά ο ίδιος και οι ομόφρονές του.
Σε ότι αφορά την γνωστή «καραμέλα» των παραδοσιακών του νέου (και των μνημονευτών του Αγίου Όρους), ότι οι παλαιοημερολογίτες έχουν ζήλο χωρίς επίγνωση, έχουμε να απαντήσουμε, ότι «όσα δεν φθάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Πολύ θα ήθελαν να έχουν τον αγνό και διάπυρο ζήλο των γνησίων ορθοδόξων για τον Θεό και την Ορθοδοξία, αλλά δεν μπορούν να τον πλησιάσουν ούτε κατά διάνοια. Και όχι μόνο να τον πλησιάσουν, αλλά ούτε και να τον κατανοήσουν μπορούν.
Διότι οι ίδιοι είναι χλιαροί και νερόβραστοι στα θέματα της πίστεως. Ισχύει στην περίπτωσή τους, εκείνο το οποίο λέγει ο Κύριος στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει, ούτε ζεστός. όφελον ψυχρός ης ή ζεστός. Ούτως ότι χλιαρός ει και ούτε ζεστός, ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου» (Αποκ.γ’,15-16). Βεβαιώνει ο Χριστός τον Επίσκοπο της Εκκλησίας της Λαοδικείας, ότι «γνωρίζω καλά τα έργα σου, ότι δηλαδή ούτε ψυχρός είσαι στην πίστη και τον ζήλο, ούτε ζεστός και θερμός. Καλύτερα να ήσουν ή ψυχρός και τελείως παγωμένος (διότι τότε θα υπήρχε μεγαλύτερη ελπίδα να μετανοήσεις κάποτε και να περάσεις στο άλλο άκρο, να γίνεις ζηλωτής) ή να ήσουν θερμός και ζεστός με διάπυρο ζήλο. Έτσι, επειδή είσαι χλιαρός και δεν είσαι ούτε ζεστός, ούτε ψυχρός, θα σε ξεράσω από το στόμα μου.».
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει κανείς να είναι των άκρων. Η μέση κατάσταση δεν είναι καλή, διότι το να είναι κανείς χλιαρός σε θέματα πίστεως, προκαλεί αηδία και αναγούλα και στον ίδιο τον Κύριο και αποδοκιμάζεται από τον Χριστό. Στο περιοδικό «Αγιορείτης», κατηγορείται ο π. Παΐσιος, όπως και όλοι οι σύγχρονοι Γέροντες, γιατί ποτέ δεν συμβούλευσαν, «κάτι που να προστατεύει τους πιστούς από τας αντορθοδόξους ενεργείας του Οικουμενικού Πατριάρχου και των δορυφόρων του. Ουδέποτε! Δια θέματα πίστεως ετήρουν σιγήν, σιγήν ένοχον και κατάκριτον κατά τους Αγίους Πατέρας» («Αγιορείτης»- Ιστολόγιο: Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου).
Και θα συμπληρώναμε εδώ, εκείνο το οποίο λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι: «Η σιωπή για την πίστη είναι αθεΐα». Διότι αθεΐα δεν είναι μόνο το να αρνείσαι τον Θεό. Εξίσου άθεος γίνεσαι και όταν είσαι ορθόδοξος, αλλά δεν αγωνίζεσαι για τα ορθόδοξα δόγματα. Ο Άγιος Γρηγόριος δηλαδή, αποκαλεί αθέους, εκείνους που προκειμένου να μην δυσαρεστήσουν κάποιους, αποσιωπούν κάποια δόγματα περί Θεού (Επιστ. Προς μοναχό Διονύσιο, Ε.Π.Ε. 4, 404). Όσον αφορά τα περιβόητα χαρίσματα για τα οποία ήταν φημισμένοι ο Παΐσιος και άλλοι Γέροντες, αυτά δεν αποτελούσαν - κατά τον συντάκτη του «Αγιορείτη» - κριτήριο Ορθοδοξίας, αλλά «είχον γίνει παίγνιον του πονηρού, αφού τίποτα από τα λεγόμενά τους δεν εναρμονίζεται προς τον πατερικόν, αντι-αιρετικόν λόγον, γενόμενοι αιτία να παραμένουν τόσαι ψυχαί εις την κοινωνίαν της αιρέσεως». Αυτό συμφωνεί πλήρως με εκείνο το οποίο λέγει ο ηγούμενος της Ι. Μονής του Δοχειαρίου στο βιβλίο του «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» για τον π. Παΐσιο: «Περισσότερο ηθικοπλαστικά βοήθησε, αλλά δογματικά σιώπησε μπροστά και σε μικρούς και σε μεγάλους.».
Στο σημείο αυτό αφήνοντας τον Παΐσιο, θα θέλαμε να κάνουμε μια σύντομη αναφορά σ’ έναν κληρικό, που από πολλούς θεωρείται ο κορυφαίος θεολόγος του εικοστού αιώνος. Αυτός δεν είναι άλλος από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, πρώην καθηγητή της δογματικής στο Α.Π.Θ, τον οποίον συναντήσαμε και πιο πάνω και που έφυγε από την ζωή το 2001. Σύμφωνα με τον Αθ. Σακαρέλλο, ο π. Ιωάν. Ρωμανίδης «κατά λάθος της ιστορίας, γεννήθηκε στην εποχή μας. ‘Επρεπε ο άνθρωπος αυτός να είχε γεννηθεί τον τέταρτο ή πέμπτο αιώνα, τον “χρυσό αιώνα” της Εκκλησίας. Τότε που έζησαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Υπήρξε μαθητής του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ… Θεωρούσε τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ ως τον μεγαλύτερο Ορθόδοξο θεολόγο. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ πολέμησε τον Παπισμό και τον Οικουμενισμό, κόβοντας κάθε “κοινωνία״ με όλα τα Πατριαρχεία και τις νεοημερολογίτικες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Σύμφωνα με πληροφορίες, που δεν μπόρεσα μέχρι σήμερα να επαληθεύσω, ο π. Γ.Φλωρόφσκυ, όταν πέθανε, δεν βρέθηκε παπάς να τον κηδεύσει, επειδή δεν είχε με καμιά Εκκλησία “κοινωνία!”». (Αθ. Σακαρέλλου, ένθ.’ ανωτ.).
Για όσους δεν γνωρίζουν, ο π. Ιωάν. Ρωμανίδης είναι εκείνος, στον οποίον οφείλεται εν πολλοίς η επιστροφή της συγχρόνου Ορθοδόξου θεολογίας εν Ελλάδι στις πηγές της Πατερικής σκέψεως και Παραδόσεως. Ο Ρωμανίδης έζησε για πολλά χρόνια στην Αμερική. Πίστευε ότι οι Ορθόδοξοι στην Ελλάδα δεν καταλαβαίνουν και πολλά πράγματα, όταν τους μιλάει κάποιος για την Ορθοδοξία. Θεωρούσε ότι ενθουσιάζονται προς στιγμήν, αλλά μετά ξεχνιούνται και βάζουν όλα όσα άκουσαν στο «ντουλάπι», για να τα ξαναθυμηθούν, όταν θελήσουν να κάνουν επίδειξη των γνώσεών τους σε τρίτους. Άρα μιλούσε για επιφανειακή σχέση των Ελλαδιτών με την Ορθοδοξία.
Εάν αυτή η διαπίστωση του Ρωμανίδη έχει πραγματικό έρεισμα, τότε ίσως και να εξηγείται- εν μέρει τουλάχιστον – το γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων παραμένει στον χώρο του νέου ημερολογίου. Διότι εάν καταλάβαιναν τι θα πει Ορθοδοξία, δεν θα συμβιβάζονταν ούτε λεπτό παραπάνω με τις εκπτώσεις στα θέματα της Πίστεως, που συνεπάγεται η παραμονή τους εντός της Οικουμενιστικής «Εκκλησίας» της Ελλάδος. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Σακαρέλλος, απέναντι στα συνταρακτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα επί πατριαρχείας Αθηναγόρα, η μεγάλη μάζα των Ορθοδόξων Ελλήνων, «μάλλον παρέμεινε αδιάφορη και ανυποψίαστη, γιατί δεν υπήρξε παρακίνηση των τότε πνευματικών τους οδηγών, στους οποίους έκαναν τυφλή υπακοή. Αυτό έκανε αργότερα τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη να λέει, ότι όποιος κάνει σήμερα υπακοή σε τέτοιους γεροντάδες, πάει κατ’ ευθείαν στην κόλαση!».
Όσον αφορά τις θέσεις του στο θέμα του εορτολογίου, αναφερθήκαμε και ανωτέρω. Μας αγαπούσε πολύ τους «παλαιοημερολογίτες» και θεωρούσε πως το δίκιο είναι με το μέρος μας και ότι η Εκκλησία μας έχει χάρη και μυστήρια. Διατηρούσε καλές σχέσεις με επισκόπους και κληρικούς του πατρίου εορτολογίου και αισθανόταν ιδιαίτερα οικείος μαζί τους. Μάλιστα δεν δίσταζε, όταν συναντούσε κάποιους από αυτούς να τους βάζει μετάνοια και να ασπάζεται το χέρι τους. Βεβαίως είναι αλήθεια, ότι ούτε και ο Ρωμανίδης έκανε το μεγάλο βήμα. Παρά την αγάπη του για το πάτριο εορτολόγιο και τους πιστούς του, δεν προσήλθε στις τάξεις των γνησίων Ορθοδόξων. Έμεινε μέχρι τέλους της ζωής του στο νέο ημερολόγιο και εκοιμήθη όπως και τόσοι άλλοι «παραδοσιακοί» σε κοινωνία με την αίρεση του Οικουμενισμού.
Ας αφήσουμε όμως τώρα τους παλαιούς και ας περάσουμε να δούμε τι στάση τηρούν και ορισμένοι σύγχρονοι κληρικοί και μοναχοί, ανησυχούντες για τις αποφάσεις της συνόδου της Κρήτης. Σε όλα τα Βαλκάνια υπάρχουν εκείνοι που εξεγείρονται προ του γεγονότος της επικυρώσεως της συνόδου από τις εκκλησιαστικές τους αρχές. Στη Ρουμανία είναι αρκετοί αυτοί που ομιλούν για διακοπή μνημοσύνου. Σε μία επιστολή που απεστάλη σε έλληνες κληρικούς και ιεράρχες από την αδελφότητα γυναικείου μοναστηριού της χώρας, γίνεται αναφορά στις φωνές Ιεραρχών, κληρικών και μοναχών της Ρουμανίας, που είναι αντίθετοι με τη σύνοδο της Κρήτης και στο πολύ σοβαρό ζήτημα που ανέκυψε εντός των κόλπων της τοπικής εκκλησίας, ένεκα των αποφάσεων της συνόδου.
Μεταξύ των άλλων στην επιστολή γράφονται τα εξής: «Αλλά το πιο σοβαρό είναι ότι εκτός από αυτές τις φωνές, ακούγονται ήδη και οι φωνές φυγοκέντρων ομάδων, οι οποίες επιθυμούν και αγωνίζονται για το σχίσμα στην εκκλησία. Φωνές οι οποίες δύνανται να βρουν πολλούς ακροατές. Είναι προφανές ότι η απόρριψη της συνόδου της Κρήτης είναι η πιο αποτελεσματική και ξεκάθαρη θεραπεία αυτών. Σας παρακαλούμε απορρίψτε τη σύνοδο της Κρήτης» (Από ομιλία του π. Θεοδώρου Ζήση περί διακοπής μνημοσύνου).
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε αγαπητοί μου για μία ακόμη φορά, ότι τους νεοημερολογίτες δεν τους ενδιαφέρει τόσο το να αντιδράσουν στα κακώς κείμενα της εκκλησίας τους, με πρώτο και χειρότερο τον οικουμενισμό, αλλά αυτό που πραγματικά τους ανησυχεί, που τους καίει θα έλεγα, είναι να μην δυναμώσει ο χώρος του πατρίου εορτολογίου. Να μη βγει η Εκκλησία του Χριστού κερδισμένη από όλες αυτές τις αντιδράσεις. Γιατί ποιους άλλους εννοούν οι Ρουμάνες μοναχές, όταν γράφουν για φυγόκεντρες ομάδες που αγωνίζονται για το σχίσμα στην εκκλησία, παρά εμάς που είμεθα κάρφος «εις τους οφθαλμούς των»;Αλλά ποια είναι ακριβώς η διαφορά, ώστε οι μεν να είναι καθ’ όλα νόμιμες φωνές, ζητούντες την διακοπή μνημοσύνου, ενώ οι δε που ζητούν ακριβώς το ίδιο, να προκαλούν «και να αγωνίζονται για το σχίσμα στην εκκλησία»; Μήπως γιατί οι πρώτες διατηρούν την «εκκλησιαστική τους νομιμότητα», επειδή δεν αποκόπτονται τελείως από τις επίσημες εν εκάστη χώρα «Ορθόδοξες Εκκλησίες», αλλά συνεχίζουν να κινούνται με τρόπο που να ευνοεί ανά πάσα στιγμή την επάνοδό τους εις τους κόλπους αυτών;
Εν συνεχεία, ένας ακόμη «παραδοσιακός» κληρικός του νέου ημερολογίου είναι ο π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς από τη Θεσσαλία. Αυτό που τον διαφοροποιεί σε σχέση με τους λοιπούς αντι-οικουμενιστές, είναι ότι αυτός έχει σταματήσει εδώ και χρόνια να μνημονεύει τον επιχώριο μητροπολίτη του νέου. Δεν μνημονεύει κανέναν, ακολουθεί το νέο ημερολόγιο και δεν είναι κοινωνικός με καμία από τις συνόδους του πατρίου. Όπως εδήλωσε σε συλλείτουργό του στη Σερβία με τον επίσκοπο Ράσκας Αρτέμιο, περιμένει να συγκληθεί Ορθόδοξος σύνοδος (από την «Εκκλησία» του νέου) και να επιλύσει το πρόβλημά του, καταδικάζοντας τον οικουμενισμό.
Ας δούμε όμως την έμμεση απάντηση που του δίδει ο π. Θεόδωρος Ζήσης, γράφων το 2014 τα εξής: «Εγγίζουμε στο σημείο αν δεν έχουμε ήδη φθάσει να μην εκλέγεται κανείς επίσκοπος, αν δεν έχει οικουμενιστική νοοτροπία και ταυτότητα. Φεύγουν οι παλαιοί παραδοσιακοί αρχιερείς και πολύ σύντομα η σύνθεση της ιεραρχίας σε όλες τις τοπικές εκκλησίες, θα έχει αλλοιωθεί. Υπάρχουν τοπικές εκκλησίες, που αυτό σχεδόν έχει επιτευχθεί, γι’ αυτό και έχει σιωπήσει εκεί παντελώς ο ορθόδοξος, προφητικός και πατερικός λόγος… Αλλού είναι τόσο αυστηρή η οικουμενιστική τυραννία, ώστε μόλις τολμήσει κανείς να αντιδράσει… αντιμετωπίζει εκκλησιαστικά δικαστήρια και μάλιστα με επίκληση των ιερών κανόνων, τους οποίους ασύστολα παραβαίνουν και εξευτελίζουν καθημερινά, αυτοί που τους επικαλούνται» (Θεοδώρου Ζήση, ένθ’ ανωτ. σσ. 220-221).
Ποιος λοιπόν θα συγκαλέσει την ορθόδοξη σύνοδο; Έμεινε και κανένας ορθόδοξος; Ας ακούσει ο Τρικαμηνάς με προσοχή τι βεβαιώνει ο Αυγουστίνος Καντιώτης, από την εποχή του ακόμη: «Για να γίνεις επίσκοπος πρέπει … ο μέντοράς σου να είναι μασόνος ή αλλιώς οικουμενιστής»! (Ανοικτή επιστολή υποστήριξης προς τον π. Νικόλαο Μανώλη από τον σύλλογο «Στρατηγός Μακρυγιάννης» στην Πτολεμαΐδα 22 Φεβρουαρίου 2017). Ακούτε αδελφοί μου; Για να γίνει κανείς επίσκοπος στο νέο ημερολόγιο, πρέπει ο μέντοράς του να είναι μασόνος ή οικουμενιστής. Δεν το λέμε εμείς. Το λέει ο Καντιώτης που έγινε επίσκοπος και ως εκ τούτου κάτι παραπάνω γνώριζε. Και εάν αυτό ισχύει για τους μέντορες των επισκόπων, φαντασθείτε τι μπορεί να ισχύει για τους ίδιους τους επισκόπους του νέου. Περιμένει ο π. Ευθύμιος να συγκαλέσει την αγιοπατερική σύνοδο, η οικουμενιστική «εκκλησία» του νέου ημερολογίου! Δε θα περιμένει πολύ… μόνο μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία!
Εκτός όμως από τον Τρικαμηνά, υπάρχει και πρόσφατο παράδειγμα διακοπής μνημοσύνου. Ο πατήρ Νικόλαος Μανώλης, εφημέριος στον Άγιο Σπυρίδωνα Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, διέκοψε το μνημόσυνο του Ανθίμου για τα οικουμενιστικά του φρονήματα και για το ότι επικύρωσε μαζί με την πλειοψηφία της ιεραρχίας των, την σύνοδο της Κρήτης. Εκείνο που μας φάνηκε περίεργο είναι ότι εξέφρασε την πρόθεση να συνεχίσει να λειτουργεί στον Άγιο Σπυρίδωνα. Μάλιστα δήλωσε στο εκκλησίασμα ότι: «Παύω να μνημονεύω τον Άνθιμο για λόγους πίστεως, αλλά θα συνεχίσω να ιερουργώ εδώ και να διαμαρτύρομαι εντός της εκκλησίας και μόνον ο στρατός δια της βίας, μπορεί να με διώξει από τον άγιο Σπυρίδωνα. Δεν κάνω σχίσμα στην εκκλησία. Δεν μνημονεύω άλλον επίσκοπο. Παραμένω κληρικός και μέλος της εκκλησίας της Ελλάδος και δεν έχω γίνει, ούτε και θα γίνω, όπως με συκοφαντούν φανατικός παλαιο- ημερολογίτης». (19-2-2017 στον Ι. Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας εν Θεσσαλονίκη).
Προσωπικά μένω με την απορία. Έπαυσε η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος να υπάγεται στην πνευματική και εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Ανθίμου; Έπαυσαν οι συνεφημέριοι και συλλειτουργοί του π. Νικολάου να μνημονεύουν τον Άνθιμο; ΟΧΙ! Επομένως ποιο το όφελος, όταν έτσι αντιλαμβάνονται τη διακοπή μνημοσύνου; Ο π. Νικόλαος μίλησε για μολυσμό της πίστεως που επιφέρει η μνημόνευσις του ονόματος του οικουμενιστού Ανθίμου. Η λειτουργία στο ίδιο θυσιαστήριο στο οποίο λειτουργούν και οι μνημονεύοντες και η όποια συμπροσευχή μαζί τους δεν μεταδίδει τον μολυσμό; Έπειτα είναι και το αντιμνήσιο. Σε τι αντιμνήσιο λειτουργεί; Δεν είναι του Ανθίμου; Αλλά έστω ότι είναι κάποιου άλλου επισκόπου. Αυτός ο επίσκοπος δεν είναι σε κοινωνία με τον Άνθιμο; Φαίνεται λοιπόν πως οι νεοημερολογίτες ιερείς ακόμη και όταν παύουν τη μνημόνευση των επισκόπων τους, παραμένουν εντός των τειχών της διοικούσας εκκλησίας. Δεν καταφεύγουν στην πλήρη εκκλησιαστική ακοινωνησία, όπως θα έπρεπε και όπως είναι το θεολογικώς και ιεροκανονικώς λογικό, διότι η ακοινωνησία κοστίζει.
Απάντηση όμως για όλα τα παραπάνω ζητήματα, δίδει ο γνωστός και ονομαστός στη Θεσσαλονίκη ιατρός Αλέξανδρος Καλόμοιρος, σε θαυμάσια επιστολή του, που απέστειλε σε δημοσιογράφο της εφημερίδος «Εκκλησιαστικός Αγών» στη Θεσσαλονίκη το Πάσχα του 1972. Ήταν η εποχή επί πατριαρχείας Αθηναγόρα, τότε που οι τρεις μητροπολίτες των Νέων Χωρών (Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Φλωρίνης Αυγουστίνος και Παραμυθίας Παύλος), διέκοψαν προσωρινά το μνημόσυνο του πατριάρχου. Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ομίλησε τότε για «ακραίους τύπους» και ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος κατεφέρθη εναντίον του π. Θεοκλήτου, νομίζοντας ότι ως «ακραίους τύπους» εννοούσε τους τρεις μητροπολίτες που διέκοψαν το μνημόσυνο του Αθηναγόρα. Ο Καλόμοιρος εξηγεί στο δημοσιογράφο τι εννοούσε ο π. Θεόκλητος και λύει την παρεξήγηση. Εξ αυτής της αφορμής τονίζει ότι συνεπής εκκλησιολογική στάση είναι κοινωνία και μνημόσυνο και όχι κοινωνία χωρίς μνημόσυνο, διότι εκείνος που διακόπτει την μνημόνευση του αιρετικού επισκόπου, θα πρέπει να είναι έτοιμος για πλήρη εκκλησιαστική ακοινωνησία προς αυτόν και προς τους κοινωνούντες μετ΄αυτού.
Παράλληλα απαντά στους «παραδοσιακούς» της τότε εποχής που διεχώριζαν τον οικουμενισμό από το νέον ημερολόγιο, υποστηρίζοντας ότι είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Κατά τον Αλέξανδρο Καλόμοιρο, η εμμονή των όψιμων κατά του οικουμενισμού νεοημερολογιτών αγωνιστών εις τον διαχωρισμό της αιρέσεως του οικουμενισμού και της καινοτομίας του νέου εορτολογίου, ως δύο εντελώς διαφορετικών δήθεν πραγμάτων, δίδει την εντύπωση εσκεμμένης παραποιήσεως της αληθείας και ελλείψεως καλής πίστεως. Τονίζει δηλαδή την ασυνέπεια των παραδοσιακών του νέου, που πολεμούνε τον οικουμενισμό, αλλά εσκεμμένα αγνοούν, ότι το νέο ημερολόγιο, εντός του οποίου ευρίσκονται, είναι το νεογνό και η ρίζα-όπως λέγει-του οικουμενισμού εν Ελλάδι.
Γράφει λοιπόν στην επιστολή του μεταξύ των άλλων: «Ποιος εμελέτησε την πρόσφατον εκκλησιαστικήν ιστορίαν και δεν γνωρίζει ότι η αλλαγή αυτή (του ημερολογίου), ήτο το πρώτον συγκεκριμένο βήμα του οικουμενισμού εις τον ελληνικόν χώρον; … Αυτό που επεδιώκετο ήτο η επίτευξις εορτολογικής ενότητος μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των αιρετικών “εκκλησιών” της Δύσεως.Επεδιώκετο η “ένωσις των εκκλησιών” τουλάχιστον εις τον εορτολογικόν τομέα και τούτο ως πρώτον βήμα. Η τακτική των οικουμενιστών είναι πρόοδος διά βαθμίδων. Η πρώτη βαθμίς ήτο η εορτολογική ένωσις των εκκλησιών. Στο προγραμμα ήτο να επακολουθήσουν συν τω χρόνω, όσα επηκολούθησαν και όσα θα επακολουθήσουν… Φθάνει να αναγνώσει κανείς την εγκύκλιον του οικουμενικού πατριαρχείου του 1920, δια να πεισθεί πλήρως. Η εγκύκλιος αυτή προτείνει ως πρώτον λίθον του οικουμενιστικού οικοδομήματος την φιλικήν προσαρμογήν της Ορθοδοξίας προς τας “εκκλησίας” της Δύσεως, “δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου”… Εις την εγκύκλιον αυτήν παραπέμπει και ο Θυατείρων Αθηναγόρας, γράφων προσφάτως ότι: “Η Ορθόδοξος Εκκλησία εξήλθε των τοιχωμάτων αυτής” (άρα το πάτριον εορτολόγιο, ήτο ένα τοίχωμα, ένα τείχος ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τις αιρέσεις) “και εδημιούργησε σχέσεις και επεδίωξε συνεργασίαν ήδη από του 1920 δια της περιφήμου εγκυκλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πόλεως, συνετέλεσεν εις την έναρξιν της οικουμενικής κινήσεως και την ίδρυσιν του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών”…Όπως βλέπετε ο Οικουμενισμός δεν ενεφανίσθη μόλις σήμερον με τον Αθηναγόραν. Εγεννήθη εις την Ελλάδα το 1924 και ανδρούται έκτοτε εντός των κόλπων της κρατικής Εκκλησίας. Δεν επιτρέπεται λοιπόν, καλής πίστεως αγωνισταί, ως υμείς να αγνοείτε την αλήθειαν αυτήν, ότι (το πρώτον προγεφύρωμα του Οικουμενισμού εις την Ελλάδα, υπήρξε η καινοτομία του ημερολογίου). Αυτός ήτο ο λόγος δια τον οποίον οι παλαιοημερολογίται αντιμετώπισαν εξαρχής το θέμα ως δογματικόν, ασχέτως εάν δεν εχρησιμοποιείτο τότε ευρύτερα ο όρος «οικουμενισμός». Η συνείδησις του ορθοδόξου λαού είχε ταυτίσει από της πρώτης στιγμής την εορτολογικήν μεταρρύθμισιν με το εκ-φραγκισμόν. Ημερολογιακόν και οικουμενισμός δεν είναι λοιπόν δύο διαφορετικά και ανεξάρτητα θέματα, αλλά ένα και το αυτό και ο αγών κατά του οικουμενισμού, εάν είναι συνεπής, δεν είναι δυνατόν να περιορισθεί εις τα σύγχρονα κατορθώματα της παναιρέσεως αυτής, αλλά είναι υποχρεωμένος να ανασκάψει τας ρίζας της και να συνθλίψει επί της πέτρας τα νεογνά της (δηλαδή το νέον ημερολόγιον).Νομίζω ότι παρεξηγήσατε τον π. Θεόκλητο, όσον αφορά εις το ποίους εννοεί δια της φράσεως “ακραίοι τύποι״. Σίγουρα δεν εννοεί τους τρεις Μητροπολίτας, τους διακόψαντας το μνημόσυνον του Αθηναγόρα. Δεν έχει, όπως λέει και ο ίδιος, πράγματι κανένα λόγο να τα βάλει μαζί των, εφ΄ όσον ούτοι έχουν, ως και πρότερον, πλήρη εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, μετά πάντων των Αρχιερέων, “αφού πέραν της διακοπής του μνημοσύνου, ουδέν μετεβλήθη εις τας σχέσεις των μεθ΄ όλης της Εκκλησίας”, εννοεί της οικουμενιστικής εκκλησίας Αθηνών, Κων/πόλεως, Μόσχας κ.λπ. Η παρατήρησις του π. Θεοκλήτου είναι οξυδερκεστάτη και είναι πνευματικό συμφέρον σας, να την προσέξετε.Πράγματι, ποίαν σημασίαν έχει η διακοπή του μνημοσύνου, όταν παραμένει η εκκλησιαστική κοινωνία;» (διέκοψαν το μνημόσυνο του πατριάρχη, αλλά μέσω των λοιπών αρχιερέων της κρατικής “εκκλησίας”, συνέχισαν να έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με τον Πατριάρχη). «Όταν η διακοπή μνημοσύνου δεν σημαίνει διακοπήν κοινωνίας είναι πράξις χωρίς νόημα, είναι μία καθ’ αυτό στρουθοκαμηλική ενέργεια, αποσκοπούσα εις την καθησύχασιν της ιδίας συνειδήσεως και της συνειδήσεως των οπαδών. Δεν αποχωρούν οι τρεις μητροπολίται από της φλεγομένης υπό της αιρέσεως του οικουμενισμού οικίας. Κλείνουν μόνον τους οφθαλμούς, δια να μη βλέπουν τας φλόγας και διδάσκουν τους οπαδούς των να κάμουν το ίδιο.Διατί λοιπόν να καταφερθεί ο π. Θεόκλητος εναντίον των; Δεν διακηρύττουν και αυτοί, όπως και εκείνος, ότι “ουκ επέστη ο καιρός” δια την εγκατάλειψιν του καταποντιζομένου πλοίου; Η διαφορά μεταξύ του π. Θεοκλήτου και των τριών μητροπολιτών είναι μόνον εις ζητήματα τακτικής. Ουδεμία διαφορά μεταξύ των υπάρχει εις ζητήματα ουσίας. Κατά τη γνώμη μου η τακτική του π. Θεοκλήτου - κοινωνία και μνημόσυνον – είναι συνεπής.Δεν είναι δυνατόν όμως να λεχθεί το ίδιον και δια τήν τακτικήν των τριών μητροπολιτών - κοινωνία χωρίς μνημόσυνο. Ο π. Θεόκλητος έχει κατανοήσει τελευταίως ότι κριτική του οικουμενισμού και των οικουμενιστών με παράλληλον συνέχισιν εκκλησιαστικής κοινωνίας μετ’ αυτών, συνεπάγεται απαράδεκτον και αυτόχρημα γελοίαν ασυνέπειαν. Αυτός νομίζω ότι είναι και ο λόγος δια τον οποίον διέκοψε την κατά του οικουμενισμού δημοσιογραφίαν, εφ’ όσον είχε αποφασίσει – δια λόγους που ο Θεός γνωρίζει – να μη διακόψει την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά των οικουμενιστών. Η συνέπεια και η σοβαρότης απαιτεί ένα από τα δύο: ή σιωπή και κοινωνία μετά των οικουμενιστών ή αγώνα και διακοπή κοινωνίας. Δεν υπάρχει μέση κατάστασις, εάν σεβόμεθα τους εαυτούς μας. Μην κατηγορείτε λοιπόν τον άνθρωπον αδίκως. Δεν κατεφέρθη κατά των τριών μητροπολιτών. Άλλους είχεν εις τον νουν του. “Ακραίοι τύποι” είμεθα ημείς, ο γράφων και οι όμοιοί μου, που δεν ηρκέσθημεν εις διακοπάς μνημοσύνων, αλλά προχωρήσαμεν και εις διακοπήν κοινωνίας και εγίναμε παλαιοημερολογίται». (Ιστολόγιο: Πηδάλιο Ορθοδοξίας).
Νομίζω αγαπητοί μου, ότι ο κ. Καλόμοιρος θέτει το ζήτημα στη σωστή του βάση και συμφωνεί με τα όσα καταθέσαμε ανωτέρω. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να ακούσουμε τις δηλώσεις των τριών, θαρρώ, κορυφαίων στελεχών της σύγχρονης αντι-οικουμενιστικής μερίδος των νεοημερολογιτών, δηλώσεις που αφορούν τους γνησίους ορθοδόξους χριστιανούς, διότι η άποψη και η στάση τους απέναντι στους πιστούς του πατρίου εορτολογίου, είναι καθ’ ημάς κριτήριο για το πόσο παραδοσιακοί είναι.
Πρώτα ο Σεραφείμ Πειραιώς, ο οποίος έχει δηλώσει πως οι παλαιοημερολογίτες είναι άνθρωποι πιστοί, ευσεβείς, που αγαπάνε την Ορθοδοξία και τον Θεόν, αλλά έχουν ζήλο χωρίς επίγνωση. Θεωρεί πως είναι εκτός εκκλησίας, πολεμούν την εκκλησία και θα πρέπει να μετανοήσουν. (Ιστολόγια: Βήμα Ορθοδοξίας-Ορθοδοξία κ.α.). Επειδή λοιπόν εδώ κάνει λόγο περί μετανοίας, με όλο το σεβασμό θα του υπενθυμίσουμε την 10η Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ το 2013 στο Πουσάν της Ν. Κορέας. Το τελικό κείμενο της Συνελεύσεως υπέγραψαν και «Ορθόδοξοι» Ιεράρχες, με τους οποίους είναι κοινωνικός ο Σεραφείμ.
Το κείμενο αυτό καλούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία να μετανοήσει μαζί με όλους τους αιρετικούς για τη διάσπαση και διαίρεση του χριστιανικού κόσμου. Θεωρώντας συνυπεύθυνους τους Ορθοδόξους τους καλεί να πενθήσουν και να μετανοήσουν γιατί δεν βλέπουνε το πρόσωπο του Χριστού στους αιρετικούς. Και να εκφράσουνε τη λύπη τους, γιατί κλείνονται στις δικές τους παραδόσεις και δεν εμπλουτίζονται από τις εμπειρίες και τις δωρεές των αιρετικών. Κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον, ο «κοινωνών τοις ακοινωνήτοις» και ενωμένος με τους αιρετικούς οικουμενιστές Σεραφείμ, ζηλώνοντας (=ζηλεύοντας) το κείμενο του Πουσάν, καλεί τους Ορθοδόξους παλαιοημερολογίτες να μετανοήσουν. Ας μετανοήσει λοιπόν δια τούτο ο κ. Σεραφείμ και οι όμοιοί του, που είναι παραδελφοί εκείνων που υπογράφουνε τέτοια επαίσχυντα και προδοτικά για την Ορθοδοξία κείμενα και ας αφήσει στην ησυχία τους, τους «παλαιοημερολογίτες». Τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, οι γνήσιοι Ορθόδοξοι χριστιανοί, μετανοούν για τις αμαρτίες τους κ. Σεραφείμ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥΣ!!!
Ο π. Θεόδωρος Ζήσης από τη μεριά του έκανε μια δήλωση, η οποία θεωρείται ευνοϊκή για εμάς και είναι η εξής: «Δημιουργήσαμε σχίσματα στην Εκκλησία, δημιουργήσαμε τους παλαιοημερολογίτες…». (Το προοίμιο, όπως ακούτε, δεν προδιαθέτει για ευνοϊκή δήλωση). «Από τότε αρχίζει ο οικουμενισμός…» (εννοεί από το 1924), «εγώ θαυμάζω τον ζήλο των παλαιοημερολογιτών… υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουμε και άλλο σχίσμα… εξ’ αιτίας των κακών μας ανοιγμάτων προς τον Πάπα και προς τους προτεστάντες, ορθώς διαμαρτυρόμενοι και ενιστάμενοι (οι παλαιοημερολογίτες), διεχώρισαν την θέση τους από την επίσημη εκκλησία! Δεν τους κατακρίνουμε, τους σεβόμαστε. Η εορτολογική ενότητα πρέπει να επανέλθει». (Εκπομπή Εγνατία TV «για αιρέσεις»).
Δε θα σχολιάσω την ως άνω δήλωση του καθηγητού μου, απλά σας μεταφέρω σχόλιο αναγνώστου της δηλώσεως: «Δεν χρειαζόμεθα τον σεβασμό του πολυομιλούντος π. Θεοδώρου, του ουδέποτε διωκομένου δια την δήθεν ομολογία του. Να σεβασθεί πρωτίστως τα όσα λέγει, διαπιστώνει και ομολογεί ως κληρικός και γνώστης της παναιρέσεως του οικουμενισμού. Διότι οι άγιοι ομολογηταί της Εκκλησίας μας, δεν εδίδαξαν σε έδρανα και σε μικρόφωνα με κάμερες… ουδέ καθηγηταί εκλήθησαν… αλλ’ εδίδαξαν εν φυλακαίς, εν εξορίαις, εν διωγμοίς, υφιστάμενοι παντοίας κακώσεις και εξευτελισμούς, δια τα όσα εκήρυττον. Και δη χαίροντες έπασχον δια την Ορθοδοξίαν και όχι δια τον έπαινον προς τους ιδίους.Εάν πιστεύει τα ομολογηθέντα εκ του στόματός του… ας παύσει και το μνημόσυνο του πατριάρχου και τα συλλείτουργα μετά των μνημονευτών. Τότε αρχίζει ο αγών της πίστεως, όσα μας λέγει τα γνωρίζουμε. Όσα υφιστάμεθα, δεν υφίσταται, συμπράττων μετά των καταγγελμένων οικουμενιστών. Επαναλαμβάνεται δηλαδή η αυτοπροβολή του πνευματικού ήρωος».
Σήμερα μόλις πληροφορήθηκα ότι ο π. Θεόδωρος διέκοψε το μνημόσυνο του Μητροπολίτη του. Επειδή όμως, με τους νεοημερολογίτες, δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος, ας περιμένουμε να δούμε ποια μορφή θα λάβει η διαμαρτυρία του αυτή και εάν είναι έτοιμος για πλήρη εκκλησιαστική ακοινωνησία προς τους μνημονευτές. Ο ίδιος πάντως ζήτησε από τον Άνθιμο – έναν επίσκοπο που τον αποκαλεί αιρετικό και οικουμενιστή – την άδεια να συνεχίσει να ιερουργεί και να διδάσκει στον ναό του Αγίου Αντωνίου. Ζητώντας όμως άδεια από τον Άνθιμο, δεν δείχνει ότι συνεχίζει να τον αναγνωρίζει ως Προϊστάμενό του και Ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή; Και μήπως οι Άγιοι Πατέρες όταν διέκοπταν το μνημόσυνο του Νεστορίου, του Ευτυχούς, του Διοσκόρου και των λοιπών αιρετικών, ζητούσαν έπειτα από αυτούς την άδεια για την επιτέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων;
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσέξουμε καλά. Ας μην γλυκοκοιτάνε οι πιστοί μας τους νεοημερολογίτες που διακόπτουν ή θα διακόψουν το μνημόσυνο των επισκόπων τους εις το μέλλον. Διότι όλο αυτό το κίνημα των αποτειχισμένων, ίσως και να κρύβει κάποιες παγίδες για εμάς τους γνησίους ορθοδόξους. Καθώς εμάς, δεν μας αποδέχονται ως Εκκλησία (οι αποτειχισμένοι του νέου). Απορρίπτουν τους επισκόπους μας και περιμένουν. Τώρα τι είναι αυτό που περιμένουν, ο Θεός και η ψυχή τους… Ίσως να προσδοκούν μεταξύ των άλλων τον προσεταιρισμό κάποιων από τους δικούς μας πιστούς.
Συνεχίζοντας την καταγραφή δηλώσεων των νεοημερολογιτών, για τους γνησίους ορθοδόξους, δε θα μπορούσαμε ασφαλώς να λησμονήσουμε τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, που αποτελεί εκλεκτό στέλεχος των «παραδοσιακών». Λέγει λοιπόν ο παπα-Γιώργης σε ένα σύμπλεγμα δηλώσεών του, τα εξής: «Ξέρετε ότι αυτούς που κοροϊδευτικά εμείς οι έξυπνοι τους ονομάζουμε παλαιοημερολογίτες, σήμερα αρχίζουμε να κατανοούμε πόσο τους αδικήσαμε; Διότι εμείς δεν κρατήσαμε Θερμοπύλες όπως αυτοί, οι τόσο λίγοι. Εμείς υποχωρήσαμε και υποχωρούμε συνέχεια. Ο διάβολος μας κλέβει σιγά-σιγά και με μαστοριά. Έγιναν τόσα βήματα (δηλ. άρση αναθεμάτων, αναγνώριση μυστηρίων, αποδοχή αρχιερωσύνης και πρωτείο της τιμής), με ξεκάθαρο τον στόχο της ένωσης μεταξύ Ορθοδόξων, Παπικών κ.λπ. Και ορίστε σήμερα ενώπιον του κοινού ποτηρίου και του παπικού πρωτείου εξουσίας, ο λαός του Θεού κοιμάται.Και το πιο λυπηρό είναι, αυτοί που εχθρεύονται τους φιλότιμους και ειλικρινείς παλαιοημερολογίτες, νομίζοντας ότι έτσι σαπουνίζουν την σπιλωμένη και προδομένη πίστη τους. Ο χρόνος όμως θα νουθετήσει αυτούς και τότε μαζί με όλους τους συντηρητικούς κληρικούς του νέου ημερολογίου, θα κατανοήσουν ότι ο αγώνας υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως που θα ξεκινήσουν τόσο αργά, δεν είναι άλλος, παρά ο αγώνας που έχουν αρχίσει, εδώ και τόσα χρόνια οι παλαιοημερολογίτες παππούδες μας…». (Ιστολόγιο: Ορθοδοξία ή θάνατος).
Τις δηλώσεις του Μεταλληνού μέχρι αυτό το σημείο τις καταγράφουμε με επιφύλαξη, διότι σε κάποια ιστολόγια φέρεται ο ίδιος να τις έχει διαψεύσει (εγγράφως και όχι μέσω μαγνητοφωνημένης ομιλίας). Πάντως παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο, ότι ουκ ολίγες φορές, έχει μιλήσει και έχει γράψει υπέρ του πατρίου εορτολογίου. Επί παραδείγματι βλ. το βιβλίο του «Φώτα και Φως», καθώς επίσης και στο ιστολόγιο «Κρυφό σχολειό», επιστολή του ιδίου προς τον π. Θεοδώρητον Μαύρον, όπου εγκωμιάζει τον αγώνα των «Ζηλωτών» –στο πρόσωπο του π. Θεοδωρήτου - ως γνησίων προμάχων της Ορθοδόξου Πίστεως.
Και συνεχίζει ο Μεταλληνός:«Φθάσαμε στην ψευδένωση. Ζούμε την παρατεταμένη ψευδοσύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας. Είμασθε πλέον ουνίτες. Αποδεχθήκαμε τον θεσμό της Ουνίας και την λειτουργία του. Δεν ενταχθήκαμε επίσημα μέσα στην Ουνία, αλλά με την τακτική που ακολουθούμε γίναμε ουνίτες… Μου λένε γιατί δεν φεύγεις, γιατί δεν πας με τους παλαιοημερολογίτες; Αλλά και πού να πάω; Σωστά ξεκίνησαν, για την εγκύκλιο του 1920,από εκεί είναι το πρόβλημα, αλλά σήμερα είναι πολυδιασπασμένοι σε πολλές αρχιεπισκοπές, που η μία έχει αφορίσει την άλλη. Θα είμαι σε μια παράταξη και θα είμαι αφορισμένος από όλες τις άλλες. Θα είναι σα να μπαίνεις στην Πύλη του Ανδριανού και πάλι βγαίνεις έξω… Επομένως τους αγαπώ, τους συμπαθώ για τον αγώνα τους, έχουν τις υπερβολές τους, όπως μπορεί κάπου κι εγώ να έχω υπερβολές, αλλά δεν αστοχούνε. Αυτά που λένε για τον Οικουμενισμό είναι απολύτως σωστά… Δεν φεύγω, μένω εδώ και διαμαρτύρομαι εδώ που είμαι. Θα με καθαιρέσουν; Μικρό το κακό. Θα είναι αυτοί καθηρημένοι…». (Βλ. youtube – «Ο π. Γ. Μεταλληνός υπερασπίζεται τους παλαιοημερολογίτες»).
Προσέξτε αγαπητοί μου. Τα τόσα θετικά που ανέφερε για τον χώρο των γνησίων ορθοδόξων, και τα τόσα αρνητικά που περιέγραψε με μελανά χρώματα για το νέο ημερολόγιο, δεν στάθηκαν αρκετά για να τον οδηγήσουν να λάβει τη μεγάλη απόφαση. Προτιμά να συνεχίσει να μένει εντός του οικουμενισμού, στην «ουνιτική ψευδένωση και την παρατεταμένη ψευδοσύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας», παρά να ενταχθεί σε μία εκ των συνόδων του πατρίου εορτολογίου.
Επομένως όσα λέγει, πίπτουν στο κενό, αφού εν τη πράξει, θεωρεί τον μολυσμό από την παναίρεση του οικουμενισμού, μικρότερο κακό από τον κατακερματισμό του πατρίου εορτολογίου. Έχουν λοιπόν άδικο, εκείνοι που χαρακτηρίζουν ως κρυπτοοικουμενιστές, τους λεγομένους συντηρητικούς νεοημερολογίτες; Το μόνο θετικό από τις όποιες κατά καιρούς ευνοϊκές δηλώσεις τους για εμάς, είναι ότι αποκαθιστούν, έστω και εν μέρει την σπιλωθείσα αλήθεια περί πατρίου εορτολογίου, όταν βεβαίως, δεν την αναιρούν και αυτή, έργω τε και λόγω.
Όσον αφορά αυτό το οποίον λέγει ο Μεταλληνός για τις πολλές παρατάξεις στις οποίες είναι κατακερματισμένος ο χώρος του πατρίου εορτολογίου, θα θέλαμε να του θυμίσουμε κάτι το οποίο ήδη γνωρίζει καλύτερα από εμάς. Υπήρχαν και άλλοτε εποχές, κατά τις οποίες η εκκλησία βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση. Επί παραδείγματι, στα χρόνια του Μ. Βασιλείου υπήρχαν διχοστασίες και μερισμοί, λόγω ιδιορρυθμίας πολλών ορθοδόξων και η ενότητά τους ήταν σχετική και εύθραυστη. Σε επιστολή του προς τον Ευσέβιο επίσκοπο Σαμοσάτων, ο μεγάλος ιεράρχης έγραφε τα εξής: «Όταν μεν είμαι παρών, με σέβονται και υπόσχονται πάντοτε τα πρέποντα, αλλ’ όταν με αφήνουν, τρέχουν πάλιν εις την ιδικήν τους γνώμην…» (Επιστ.141η, ΕΠΕ, τόμ. 1ος, σελ. 279). «Η εκκλησία δεν έχει μόνον υπό των αιρετικών κομματιασθεί, αλλά διασπάται και από εκείνους, όπου βεβαιώνουν, ότι είναι ομόφρονες… (τους ορθοδόξους δηλαδή), το ΝΑ ΕΝΩΣΕΙ ΔΕ, ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΕΡΗ και να συναγάγει πάλιν εις αρμονίαν ενός πνεύματος, ανήκει εις εκείνον μόνον, όπου με την ανέκφραστον δύναμίν του, χαρίζει πάλιν και εις τα ξερά οστά ακόμη, νεύρα και σάρκα» (Επιστ.67η, ΕΠΕ, τόμ.1ος, σελ. 369).
Συμπληρωματικά θα απαντούσαμε στον παπά-Γιώργη τον Μεταλληνό, ότι η διάσπαση αποτελεί σημείο των καιρών. Είναι πολυτέλεια στην εποχή που ζούμε, εποχή παγκοσμιοποίησης και επικείμενης ελεύσεως του τελικού Αντιχρίστου, να θέλουμε να βρούμε το τέλειο, να απαιτούμε την τελειότητα, την τελεία και απόλυτον ενότητα των ορθοδόξων δυνάμεων. Η ενότητα άλλωστε υπάρχει οντολογικά στην φύση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία του Χριστού το θεανθρώπινο σώμα του Κυρίου, ουδόλως δύναται να χαρακτηρισθεί διηρημένο και διεσπασμένο, διότι αν το υποστηρίξουμε αυτό, τότε ταυτιζόμεθα με τους υπηρέτες του οικουμενισμού, που ομιλούν για διηρημένο και διεσπασμένο χριστιανικό κόσμο.
Ας κάνει λοιπόν ο παπά-Γιώργης το πρώτο βήμα και αν η καρδιά του είναι ειλικρινής και ευθεία μετά του Κυρίου, θα τον φωτίσει ο Κύριος και θα πληροφορηθεί ποια από τις Συνόδους του πατρίου εορτολογίου, ταυτίζεται με την Εκκλησία του Χριστού. Άλλως τε οι αντι-οικουμενιστές του νέου εν συνόλω, στο βαθμό που εμφανίζονται ως παραδοσιακοί να τάσσονται υπέρ του πατρίου εορτολογίου, με την αποχώρησή τους από τον οικουμενισμό, δεν θα έχουν κανένα λόγο να μην προσέλθουν στον δικόν μας χώρον.
Τι φοβούνται όμως οι «παραδοσιακοί» του νέου ημερολογίου και δεν κάνουν το επόμενο βήμα; Επ’αυτού έχουν ακουσθεί πολλές απόψεις κατά καιρούς. Φοβούνται να μην τους καθαιρέσουν, να μη χάσουν το μισθό τους, μήπως παύσουν να απολαμβάνουν τιμές και αξιώματα. Ο εγωισμός, η φιλοδοξία, η ανθρωπαρέσκεια, η δειλία, όλο αυτά στέκονται εμπόδιο, που ορθώνουν εμπρός τους, τείχος που για πολλούς φαντάζει ανυπέρβλητο. Επιπλέον δεν προσέρχονται στον χώρο του πατρίου εορτολογίου, διότι κατ’αυτούς, οι «παλαιοημερολογίτες» επιδεικνύουν συμπεριφορά που τους περιθωριοποιεί ή ακόμη και όταν οι τελευταίοι απέχουν από τέτοιου είδους συμπεριφορές και είναι σοβαροί και αξιόλογοι, αυτό δεν τους είναι αρκετό. Στον χώρο του πατρίου, οι παραδοσιακοί του νέου θα αισθάνονταν το «μεγαλείο» τους να σμικρύνεται και ο ζωτικός χώρος, γι’αυτούς να συρρικνώνεται. Η δική μας η Εκκλησία δεν έχει την λάμψη, τη δύναμη και την προβολή που απολαμβάνει η κρατική «Εκκλησία». Η απόφαση δεν είναι εύκολη.
Ξέρουν ότι σε περίπτωση ένταξής τους στην αληθή Εκκλησία του Χριστού, θα τεθούν στο περιθώριο. Και το περιθώριο τους φοβίζει, όπως τον διάολο το λιβάνι. Συμπράττοντες μεθ’ ημών, θα διεπίστωναν εμπειρικά την μεγέθυνση της περιφρόνησης και της χλεύης, με τη ρετσινιά του «σχισματικού», να τους ακολουθεί σε κάθε τους βήμα. Άλλοστε δεν θα τους ήταν εύκολο να ενταχθούν σε έναν χώρο, τον οποίον κάποιοι από αυτούς – για να μην πούμε όλοι – τόσο πολύ τον πολέμησαν και τον εχλεύασαν.
Επιπλέον θα δοκίμαζαν ενδεχομένως την έλλειψη δημοσιότητας, κάτι που για ορισμένους εξ’αυτών, θα ήταν παρόμοιο με την έλλειψη οξυγόνου. Έχουν μάθει να τυγχάνουν καθολικής αναγνώρισης υπό πάντων και να απολαμβάνουν το σεβασμό των πολλών και όταν αυτό το γευθεί κανείς, δεν είναι εύκολο να το θυσιάσει και να το στερηθεί. Με ένα λόγο, δεν αντέχουν χωρίς κόσμο – λαό και κλήρο πολύ – να τους ακολουθούν. «Ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον, ήπερ την δόξαν του Θεού» (Ιωαν. Ιβ΄,43). Το είπε ο Μεταλληνός, μιλώντας για 1000 και 2000 κληρικούς που θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Βέβαια ο ίδιος θα ισχυριζόταν ενδεχομένως, ότι σκέπτονται κατ’αυτόν τον τρόπο, διότι τους ενδιαφέρει το καλό της εκκλησίας. Γι΄αυτό και δεν αποφασίζουν μεμονωμένα να διακόψουν το μνημόσυνο και την εκκλησιαστική κοινωνία. Όπως λέγει «τον Ζήση και τον Μεταλληνό μόνους τους, εύκολα θα μπορούσαν οι οικουμενιστές να τους απομονώσουν και να τους θέσουν στο περιθώριο. Εάν όμως τους ακολουθούσαν 500, 1000, 2000 κληρικοί, τα πράγματα δε θα ήταν τόσο εύκολα για τους οικουμενιστές».
Εμείς απλά θα θυμίσουμε στον παπά-Γιώργη, ότι ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής μόνος, μονότατος διεξήγαγε τον αγώνα του, απέναντι στην πανίσχυρη πανστρατιά των αιρετικών Μονοθελητών που είχαν καταλάβει όλες τις θέσεις στην διοίκηση της Εκκλησίας και είχαν όλους τους κληρικούς και όλον τον κόσμο με το μέρος τους. Δεν περίμενε να τον ακολουθήσουν 1000 και 2000 κληρικοί, αλλά έκανε τον αγώνα του και στο τέλος νίκησε και δικαιώθηκε. Προσωπικά δεν γνωρίζω τι φοβούνται οι συντηρητικοί του νέου και εάν φοβούνται κάτι. Θα επαναλάβω όμως τον λόγον του π. Θεοδώρου Ζήση, τον οποίον απηύθυνε στους θεωρούμενους παραδοσιακούς της Ιεραρχίας των, επειδή θεώρησε πως δεν αντέδρασαν όπως και όσο θα έπρεπε κατά των αποφάσεων της συνόδου της Κρητης: «Τί φοβούνται επιτέλους; Τον Θεόν δεν τον φοβούνται; Τους αγίους δεν τους φοβούνται;»
Πάντως είτε φοβούνται κάτι, είτε όχι, υπάρχουν εκείνοι που προβληματίζονται για τον ρόλο των συντηρητικών και τα βαθύτερα κίνητρά τους. Η άποψη που κερδίζει έδαφος ολοένα και περισσότερο, είναι ότι οι αντι-οικουμενιστές του νέου υπάρχουν, για να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση, ότι η ελπίδα για κάτι καλό (για μία ανόρθωση, για μία αναγέννηση εκκλησιαστική), εξακολουθεί να είναι ενεργής και ζώσα και να έχει πραγματικό έρεισμα στον χώρο του νέου ημερολογίου.
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο ρόλος τους είναι να αναβάλουν άχρι απροσδιορίστου καιρού την εφαρμογή της ακρίβειας των Ιερών Κανόνων και να παρατείνουν εσαεί την νεοπατερικού και μεταπατερικού τύπου οικονομία που έχουν επινοήσει, μητέρα της πνευματικής αναισθησίας και εχθρό της εσωτερικής φυλακής και εγρηγόρσεως. Διότι όταν δεν σου επισημαίνουν ακριβώς το μέγεθος και το ποιόν του κινδύνου, όταν δεν γνωρίζεις καλά τους εχθρούς σου, τους εχθρούς της πίστεως εν προκειμένω, δεν μπορείς να προφυλαχθείς και καταλαμβάνεσαι εξ’ απήνης από τις επιθέσεις τους. Οι «παραδοσιακοί» με την ως άνω διαρκή αναβλητικότητα και την παρατεταμένη ανοχή τους, συντελούν στην άμβλυνση του ορθοδόξου αισθητηρίου και στην μείωση των υγειών ανακλαστικών του λαού και εν τέλει στην εμπέδωση της αιρέσεως του οικουμενισμού, με την χαλαρή και νωθρή αντιμετώπισή του, από τους ίδιους και τα πνευματικά τους τέκνα.
Αυτό που καταφέρνουν τελικά, είναι να κερδίζουν χρόνο για την εξάπλωση της πλάνης και να προσφέρουν υπηρεσίες σ’ εκείνους, τους οποίους υποτίθεται ότι πολεμούν. Κατέχουν ακριβώς τη θέση που πρέπει, προκειμένου να καλύπτουν το κενό που υπάρχει στον χώρο της επισήμου «εκκλησίας», κενό αληθινών ομολογητών της Ορθοδοξίας, έτσι ώστε να μην αντιληφθεί εύκολα κανείς, ότι πρόκειται κατ’ ουσίαν για μία αχανή και απέραντη έρημο, την έρημο του νέου ημερολογίου, που είναι «σαρξ εξ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων της παναιρέσεως του οικουμενισμού». Μία έρημο άγονη και ξηρά, δίχως ικμάδα πνευματική, από την οποίαν δεν είναι δυνατόν να αναμένομεν ουδεμία αγιοπνευματική καρποφορία και πάντως όχι ολοκληρωμένα και άρτια αποτελέσματα. Δίοτι οι «εξ’ ημισείας ορθόδοξοι» (Αγ. Θεόδωρος Στουδίτης) -αυτοί που είναι και δεν είναι ορθόδοξοι και ευρίσκονται με το ένα πόδι στον Θεό και με το άλλο στον Βάαλ, κατά τον προφήτη Ηλία- προσφέρουν εξ’ ημισείας λύσεις.
Δια τούτο ο λόγος τους, φαντάζει δια τους έχοντας γνώση, ασθενικός και αδύναμος ως επί το πλείστον, νηπιώδης άλλοτε, αποπροσανατολιστικός ενίοτε και αυτοαναιρούμενος σχεδόν πάντοτε, διότι λέγουν πολύ καλώς, γνωρίζουν ακόμα καλύτερα, αλλά δεν πράττουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να μην έχει ο λόγος τους την επίδραση και την δραστικότητα, που θα έπρεπε να έχει ένας πατερικός, παραδοσιακός λόγος και να μην μπορεί να νικήσει και να μεταβάλλει, να μην μπορεί να μεταμορφώσει την εκοσμίκευση και αδιαφορία του ποιμνίου τους. Διότι δεν έχει βαθιές ρίζες που να ποτίζονται από το ύδωρ της αγνής και άδολης πίστεως, η οποία αναπτύσσεται και θάλλει σε αγνή και άδολη καρδιά, που είναι ευθεία και ειλικρινής απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.
Αλλά γι’ αυτό το τελευταίο, περισσότερον αρμόδιος να μιλήσει, είναι ένας γνήσιος ζηλωτής της Ορθοδοξίας, μια προφητική και πατερική φωνή που έζησε τον 19ο αι. και υπέστη διώξεις, εξορίες, φυλακίσεις, βασανισμούς και εν τέλει θάνατον μαρτυρικόν από τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος. Είναι εκπληκτικό πραγματικά, το πόσο πολύ ισχύουν για την εποχή μας, εκείνα τα οποία γράφει από τότε. Ο Κοσμάς Φλαμιάτος που από πολλούς θεωρείται οσιομάρτυρας της Εκκλησίας, ομιλεί για την αγγλομασονική επιβουλή – όπως την ονομάζει – για τους μασόνους που έχοντας, όπως θεωρεί, ως βιτρίνα την πολιτική της Αγγλίας, από τότε κατηύθυναν παρασκηνιακά και υποχθόνια τις εξελίξεις στην Ελλάδα και τον κόσμο γενικότερα. Η βασική θέση που διατρέχει τα κείμενά του, είναι πως τα όργανα της επιβουλής χωρίζονται κατ’ ουσίαν σε δύο κατηγορίες. Τα φανερά, αυτά που θα μπορούσες εύκολα να καταλάβεις τον ρόλο τους και τα εν τῷ κρυπτῷ δρώντα, τους υποκριτές που παριστάνουν τον ορθόδοξο και φιλόπατρι αγωνιστή και δεν είναι εύκολο να τους αντιληφθείς.
Το απόσπασμα που θα ακούσουμε, αρχίζει με αναφορά στα κρυφά όργανα της επιβουλής. Απλά διευκρινίζουμε για καλύτερη κατανόηση της λέξεως, ότι «επιβουλή» σημαίνει το σχέδιο ενεργειών που καταστρώνεται έπειτα από μυστική προετοιμασία και καταφέρεται δολίως εναντίον κάποιου. Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να τονίσουμε, για όσους δεν γνωρίζουν τον Κοσμά Φλαμιάτο, ότι θεωρείται τόσο σημαντικός, ώστε και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, έκανε ομιλία, στην Θεσσαλονίκη το 2008 με θέμα το έργο και την προσωπικότητα του Κοσμά Φλαμιάτου, στην οποία μάλιστα ήταν παρών και ο π. Θεόδωρος Ζήσης. Ωσάν τον Άγ. Κοσμά τον Αιτωλό ήταν και ο Φλαμιάτος διδάχος του Γένους.
Λέγει λοιπόν μεταξύ των άλλων ο Κοσμάς Φλαμιάτος (ακολουθούν τα λόγια του και σύντομη επεξήγηση): «Τινές εκ των τοιούτων υποκρινόμενοι τον ορθόδοξον και εχθρόν τάχα και τον αντίπαλον, κατά των όσων η πλάνη και η κοινή προδοσία υπάρχουσι, συγγράφουσι φιλολογικώς και βιβλία εις υπεράσπισιν και απολογίαν της Εκκλησίας». (ΚΟΣΜΑ ΜΟΝΑΧΟΥ ΦΛΑΜΙΑΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ἤτοι Φωνὴ Ὀρθόδοξος περὶ τῶν μελλόντων καθὼς καὶ Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει πατέρας, σελ. 251). Κάποιοι – λέγει – από τα κρυφά όργανα της επιβουλής, που υποκρίνονται τον ορθόδοξο και ότι εχθρεύονται και πολεμούν όσα συνιστούν προδοσία της πίστεως και της πατρίδος, συγγράφουνε και βιβλία, στα οποία υπερασπίζονται δήθεν την Εκκλησία. «Εκ τούτου διαθρυλλούνται ως άνδρες σοφοί, μεγάλοι επίσημοι και ζηλωταί και επομένως γίνονται οδηγοί και διδάσκαλοι των αληθεία ορθοδόξων και ζηλωτών και απαγορεύουσιν και παύουσιν αυτοίς υπό άλλους απατηλούς λόγους, οποιονδήποτε έργον εκ των όσων τείνουσιν εις ασφάλειαν και οικοδομήν της Εκκλησίας». (αυτόθι, σελ. 251).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαφημίζονται παντού ως άνδρες σοφοί, μεγάλοι, επίσημοι και ζηλωτές των πατρικών μας παραδόσεων και γίνονται αυτοί οι πλαστοί και ψεύτικοι αγωνιστές της Ορθοδοξίας, οδηγοί, καθηγητές και διδάσκαλοι των αληθινών και γνησίων ορθοδόξων και ζηλωτών. Μάλιστα δε, με τους πανούργους και δολίους λόγους τους και με τη δηλητηριώδη διδασκαλία τους, της οποίας το δηλητήριο είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς, ακυρώνουν και εμποδίζουν οποιαδήποτε αγαθή δράση, οποιοδήποτε αγαθό έργο, θα μπορούσε να προέλθει από τους γνησίους αγωνιστές προς οικοδομήν της Εκκλησίας.
«… συνιστώσι δε εις το κοινόν ως ορθοδόξους και ζηλωτάς, πολλά άλλα κεκρυμμένα όργανα της ξένης επιβουλής, ενεργούντα εν υποκρίσει την κατάργησιν της ορθοδόξου πίστεως, την οικοδομήν της ανομίας και της πλάνης» (αυτόθι, σελ. 251). Οι υποκριτές αυτοί παρουσιάζουν, προβάλλουν και υποδεικνύουν στο κοινόν, ως ορθοδόξους αγωνιστές και ομολογητές της πίστεως, πολλά άλλα κρυφά όργανα της μασονικής επιβουλής, τα οποία εργάζονται κατ’ ουσίαν για την κατάργηση της ορθοδόξου πίστεως και την εμπέδωση της ανομίας και της πλάνης. Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο της ανακύκλησης των δήθεν αγωνιστών, καθώς συστήνουν και προβάλλουν ο ένας τον άλλο και ο κόσμος ανταποκρίνεται στους λόγους τους, διότι έχουν αποκτήσει την εμπιστοσύνη του, με τους δήθεν αγώνες τους υπέρ της ορθοδοξίας, όλα τα προηγούμενα χρόνια.
«Οι τοιούτοι συγχρόνως επιφέρουσι πολλάς διαβολάς και συκοφαντίας κατά των όσων ειλικρινώς και γνησίως αγωνίζονται υπέρ της Εκκλησίας και του κοινού συμφέροντος, επί σκοπώ ίνα μη ευρίσκη ο λόγος αυτών χώραν εις τους πιστούς…» (αυτόθι, σελ. 251). Οι ίδιοι υποκριτές διαβάλλουν και συκοφαντούν εκείνους, που ειλικρινώς και γνησίως αγωνίζονται υπέρ της Εκκλησίας και της πατρίδος, με σκοπό να μην επιδρά στους πιστούς ο λόγος των αληθινών αγωνιστών, διότι οι πιστοί θα έχουν επηρεασθεί από τις διαβολές και τις συκοφαντίες των υποκριτών και την απαξίωση των ανθρώπων του Θεού, από εκείνους που έχουν στη διάθεσή τους τα μέσα, με τα οποία χειραγωγούν την κοινή γνώμη και την οδηγούν στην περιφρόνηση των γνησίων αγωνιστών.
Όταν επί παραδείγματι οι νεοημερολογίτες κληρικοί, ιεράρχες και θεολόγοι, οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους όλα τα μέσα, μας διαβάλουν και μας συκοφαντούν συνεχώς, αποκαλώντας μας φανατικούς, τρελούς και σχισματικούς παλαιοημερολογίτες, είναι λογικό ο λόγος μας να μην ευρίσκει χώραν στους πιστούς και να μην έχει την επίδραση που θα έπρεπε στον πολύ λαό, που δεν γνωρίζει πολλά και επηρεάζεται με ευκολία από τις συνεχείς κατηγορίες και τους χαρακτηρισμούς, που ακούει να εκτοξεύονται από χείλη επίσημα και προβεβλημένα.
«Ενίοτε δε, στηλιτεύουσι μικρά τινά έργα και ασήμαντα της επιβουλής, επί σκοπώ ίνα συσκιάζωσι και αποκρύπτωσι τα μεγάλα» (αυτόθι, σελ. 59). Κάποιες φορές επικρίνουν με δριμύτητα, ορισμένα μικρά και ασήμαντα έργα της επιβουλής, με σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση και να αποκρύψουν τα πιο μεγάλα και σοβαρά ζητήματα. «Έν ελάχιστον μέρος εκ του εαυτής προσηλυτισμού, η επιβουλή κινεί και γίνεται φανερόν, έπειτα εν άλλο μέρος εκ των υποκριτών, κινεί και αντιφέρεται πλαστώς κατ’ αυτού και δεικνύει κατ’ αρχάς όλα τα δείγματα του πατριωτισμού και του υπέρ της πίστεως ζήλου, δι’ έργου, δια λόγου και γραφής» (αὐτόθι, σσ. 54-55). Καταθέτοντας ένα υποθετικό παράδειγμα – μπορεί και να μην είναι έτσι – για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα, τι λέγει εδώ ο Κοσμάς ο Φλαμιάτος, είναι σαν να έχουμε τους φανερούς οικουμενιστάς, που εργάζονται φανερά για τους σκοπούς της συγκρητιστικής μασονίας και από την άλλη, τους αντι-οικουμενιστές – κάποιους έστω από αυτούς – να αντιφέρονται πλαστώς κατά των πρώτων, να αντιτάσσονται και να εναντιώνονται σκηνοθετημένα κατά των οικουμενιστών, με έργα, με λόγια και με τα συγγράμματά τους.
«Τούτους υποκρίνεται η αρχή ότι αποστρέφεται και καταδιώκει, ώστε ενίοτε αποστέλλει τινάς εξ’ αυτών εις πλαστάς εξορίας» (αυτόθι, σελ. 55). Αυτούς τους κάλπικους αγωνιστές, η αρχή, δηλαδή η μασονία υποκρίνεται ότι τους αποστρέφεται και τους καταδιώκει με πλαστές εξορίες, πλαστές διώξεις, πλαστές καθαιρέσεις και ούτω καθεξής. Θυμηθείτε αγαπητοί μου τις λίστες με τους μασόνους αρχιερείς, κληρικούς, πολιτικούς και άλλους, που δημοσιοποιεί κατά καιρούς η Μασονία, αφήνοντας όμως απ’ έξω όλα τα κρυφά όργανά της, τους δήθεν αγωνιστές, για να πεισθεί το κοινό, ότι όντως αυτοί δεν είναι μασόνοι. Προβαίνει σε αποκαλύψεις και δημοσιοποιήσεις, εκεί όπου δεν ζημιώνεται από αυτές, αλλά αντιθέτως (με τις αποκαλύψεις) οικοδομείται και προάγεται το έργο της.
Και έτσι ο λαός νομίζει, όπως λέγει ο Φλαμιάτος, ότι «έχει κηδεμόνας της Εκκλησίας και υπερασπιστάς της ορθοδόξου πίστεως δι’ ειλικρινούς ζήλου» (αυτόθι, σελ. 55), αλλά εν τέλει πολλοί από αυτούς τους υποκριτές, τους δήθεν αγωνιστές της Ορθοδοξίας, προκαλούν πολλά σκάνδαλα στον λαό, διότι «αναιρούσι και ανατρέπουσι εν έργω και λόγω, όσα εσύστησαν κατ’ αρχάς ως θεία και αληθή» (αυτόθι, σελ. 55). Εκείνα που αρχικά προέβαλλαν και υπέδειξαν ως άγια και αληθινά, στη συνέχεια τα αναιρούν και τα ανατρέπουν με τις πράξεις και με τα λόγια τους.
Αυτά είναι μερικά από τα όσα λέγει ο Κοσμάς ο Φλαμιάτος. Το τι μπορεί να ισχύει από όλα αυτά, για τους σύγχρονους φερομένους αγωνιστές και ομολογητές της Ορθοδοξίας, δεν είμασθε σε θέση να το γνωρίζουμε. Αυτό μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Διότι εκείνος είναι ο καρδιογνώστης, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», ο οποίος δεν βλέπει κατά πρόσωπον (είναι απροσωπόληπτος) και δεν κρίνει την κατ’ όψιν κρίσιν. Εκείνο το οποίο μπορούμε να διαπιστώσουμε μετά βεβαιότητος, είναι ότι οι «παραδοσιακοί» του νέου ημερολογίου, παρουσιάζουν διαχρονικά μια συνεπή πορεία ασυνέπειας, πλέουν σε μια σταθερή ρότα παλινδρομήσεως, αμφιταλαντεύσεως και αντιφατικότητας.
Αυτό που ξέρουν να λέγουν συνεχώς, είναι ότι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται εντός της εκκλησίας και δε θα γίνουν «παλαιοημερολογίτες». Διότι οι παλαιοημερολογίτες κατ’ αυτούς κινούνται σ’ έναν χώρο που ευρίσκεται εκτός της Εκκλησίας. Και πράγματι έχουν δίκιο. Είμεθα εκτός Εκκλησίας! ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥΣ «Εκκλησίας» και είμεθα υπερήφανοι, καυχώμεθα εν Κυρίῳ, δια τούτο. Διότι έχουμε υπόψη μας τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο που βεβαιώνει ότι είναι «μακάριος ὁ ἀφορισθεῖς, συναγωγῆς πονηρευομένων» (Ιωαν. Χρυσ. PG 59,549). Μακάριος εκείνος που αφορίζει, διαχωρίζει τη θέση του, αποτειχίζει τον εαυτό του από συναγωγή πονηρευομένων, όπως είναι η συναγωγή του νέου ημερολογίου.
Και για να συμπληρώσουμε την ερμηνεία του λόγου του ιερού Χρυσοστόμου, μακάριος είναι επιπλέον εκείνος που θα αφορισθεί και θα καθαιρεθεί από συναγωγή πονηρευομένων, διότι για να τον αφορίσουν οι πονηρευόμενοι, αυτό μπορεί να σημαίνει ενδεχομένως, ότι έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον διαφοροποιούν από αυτούς και ότι ενεργεί αντίθετα προς τα πονηρά σχέδιά τους. Εάν οι νεοημερολογίτες μας θεωρούν σχισματικούς, καθηρημένους ή ο,τιδήποτε άλλο, αυτό είναι προς τιμή μας. Διότι όπως λέγει και ο Κύριος: «Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Μτθ.έ,11). Είμεθα μακάριοι όταν μας ονειδίσουν και μας διώξουν χάριν του Χριστού. Και το να μας αποκαλούν σχισματικούς, είναι και αυτό ένας ονειδισμός, ένα ψεύδος και μία δίωξη, τα οποία υφιστάμεθα χάριν του Χριστού και της Εκκλησίας Του. Παραμένοντας πιστά τέκνα της Εκκλησίας, υφιστάμεθα τις συνέπειες. Διότι «οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται». (Β΄Τιμ.γ΄12)
Τελειώνοντας ,θα θέλαμε να αναφερθούμε στους οραματισμούς ορισμένων εκ των γνησίων ορθοδόξων, σύμφωνα με τους οποίους κάποια στιγμή, η εκκλησία του νέου θα γυρίσει με το παλαιό και θα ενωθεί μαζί μας. Αυτούς τους πιστούς μας που ονειρεύονται την επιστροφή εν καιρώ ευθέτω – της κρατούσας «Εκκλησίας» στο πάτριο εορτολόγιο, τους παραπέμπουμε στην Ημερίδα διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε τον Μάρτιο του 2016, κατά της επικείμενης τότε συνόδου της Κρήτης.
Για να μην τρέφουμε αυταπάτες για τις διαθέσεις των «παραδοσιακών» του νέου, όσον αφορά την επαναφορά του πατρίου εορτολογίου και την διατήρηση του πασχαλίου των πατέρων της Εκκλησίας, σας μεταφέρουμε εκείνο το οποίο μαρτύρησε ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ο οποίος μετέσχε στην Ημερίδα και δήλωσε ότι θέλησε να καταπιασθεί με το θέμα του εορτολογίου και του πασχαλίου – αυτό ήταν το θέμα της ομιλίας του – διότι όλοι οι άλλοι σύνεδροι αρνήθηκαν απρόθυμα να ασχοληθούν με το ζήτημα, αν και γνώριζαν πολύ καλά, ότι διακυβεύεται ακόμη και ο εορτασμός του Πάσχα, το οποίο ο Βαρθολομαίος και οι περί αυτού, θέλουν να εορτάζουν με τους παπικούς, γιατί όχι και με τους Εβραίους. Κανείς λοιπόν στην Ημερίδα δεν ήθελε να έχει ως θέμα της εισηγήσεως του το εορτολόγιο και το πασχάλιο.
Και μιλάμε για ένα θέμα, το οποίο λίγο πριν αρχίσει η σύνοδος της Κρήτης ήταν το πρώτο, στη λίστα των προς συζήτηση και επίλυση θεμάτων της συνόδου. Παρόλα αυτά απερρίφθη, τόσο από τους οικουμενιστές, όσο και από τους παραδοσιακούς νεοημερολογίτες. Οι τελευταίοι πάντως συνεχίζουν να παραμένουν εντός των κόλπων της επισήμου «Εκκλησίας», μην λαμβάνοντας υπόψη τις τρεις Πανορθοδόξους Συνόδους επί Πατριάρχου Κων/πόλεως Ιερεμίου του Τρανού (1583,1587,1593), οι οποίες κατεδίκασαν και αναθεμάτισαν το νέο ημερολόγιο. Ακόμη δε και όταν μνημονεύουν τις Συνόδους αυτές οι «παραδοσιακοί», δεν φαίνεται να τους ανησυχούν οι αναθεματισμοί και η κατηγορηματική και αυστηρή καταδίκη του «νέου μηνολογίου».
Δεν ξέρω αν σε κάτι ωφέλησε η παρούσα ομιλία. Στόχος της ήταν να θέσει ερωτήματα και προβληματισμούς, κυρίως σε εκείνους που τρέφουν χρηστές ελπίδες, ότι μπορούν να περιμένουν και να οραματίζονται την πραγμάτωση και επίτευξη σπουδαίων και μεγάλων κατορθωμάτων υπέρ της πίστεως και της πατρίδος από τους αντι-οικουμενιστές του νέου ημερολογίου.
Αντί επιλόγου, θα δώσουμε τον λόγο σε δύο μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας, γνησίους αγίους και αληθινούς προμάχους και υπερασπιστές της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν δεχόταν πιέσεις πανταχόθεν, να έλθει σε εκκλησιαστική κοινωνία με τον αιρετικό (Μονοθελήτη) πατριάρχη Κων/πόλεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος θα υπέγραφε ορθόδοξη ομολογία πίστεως, απάντησε ότι ούτε τότε θα «κοινωνούσε» μαζί του, διότι αυτός μνημονεύει στα δίπτυχα τους αιρετικούς προκατόχους του Πατριάρχες. Δια τούτο ο άγιος Μάξιμος αποκρίθηκε σ’ εκείνους που τον επίεζαν τα εξής: «Ακόμη κι αν γίνετε ορθόδοξοι, δεν κοινωνώ μαζί σας, επειδή έχετε κοινωνία με τους ακοινωνήτους».
Επομένως έστω κι αν κάποιοι σας ορκίζονται ότι είναι ορθόδοξοι, έστω κι αν υπογράφουν με το αίμα τους, ορθόδοξη ομολογία πίστεως, εφόσον κοινωνούν και μνημονεύουν αιρετικούς πατριάρχες και επισκόπους και συναγελάζονται με τους προδότες του Χριστού – όποια δικαιολογία κι αν προβάλλουν – μην τους πιστεύσετε! Μην δώσετε την καρδιά σας σε αυτούς. Υποκρίνονται ότι είναι πρόβατα, αλλά κατά βάθος είναι λύκοι που έρχονται, «ἵνα θύσουν καὶ ἀπολέσουν».
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός το λέγει ρητώς και κατηγορηματικώς, με τρόπον σύντομο και σαφή, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησιν: «Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να παρουσιάζει άλλη πίστη, από την πίστη που όρισαν οι Άγιοι Πατέρες… Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι Σύνοδοι, πάσαι θείαι Γραφαί, φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτόν κοινωνίας διίστασθαι», έτσι ώστε να είναι πάντοτε μεθ’ ημών ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Πανάγιος Τριαδικός Θεός, «ὧ πρέπει πάσα δόξα, τιμή καὶ προσκύνησις» εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.