Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη
Είπαν ότι εάν όλα τα Ευαγγέλια είχαν χαθεί και σώζονταν οι δύο παραβολές.
Που αναφέρονται μόνον στο Ευαγγέλιο του Λουκά.
--του καλού Σαμαρείτη και του ασώτου υιού --.
Θα ήταν δυνατόν από τα δύο αυτά πολύεδρα διαμάντια.
Να γινόταν φανερό ότι ὅ Θεός είναι Πατέρας και όχι άγνωστο και απρόσωπο Όν.
Είναι η Αγάπη και όχι ο τιμωρός, ότι ἠ φύσις του είναι Αγάπη.
Ότι ὅ πατέρας αυτός από εκστατική αγάπη για εμάς έγινε άνθρωπος.
Ότι ήρθε να σώσει τα παιδιά του και να αποδώσει την τιμή πού τούς πρέπει, την πρώτη στολή.
Να σημειώσουμε ότι το Ευαγγέλιο του Λουκά, είναι το κατά Παύλο Ευαγγέλιο.
Κατά την παραβολή ένας νομικός πού την εποχή εκείνη οι νομικοί είχαν την βεβαιότητα τής υπεροχής τους.
Απέναντι στους φτωχούς και αγραμμάτους συμπατριώτες τους.
Αυτός λοιπόν ὁ νομικός απευθύνει ερώτηση στον Κύριο
‘’ εκπειράζων αὐτόν καί λέγων ‘’.
διδάσκαλε ‘’ τι ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω ‘’;
Ρωτά για την αιώνια ζωή, την ωραιότερη και σημαντικότερη αγωνία που μπορεί και πρέπει να έχει ο άνθρωπος.
Ποιος όμως μπορεί να μας δόση την αιώνια ζωή;
Ασφαλώς μόνο κάποιος που είναι ζωοδότης, που είναι ο ίδιος πηγή της ζωής και ζωής χορηγός.
Αυτός είναι μόνο ένας και λέγετε Οδός , λέγετε Αλήθεια και ἡ Ζωή.
Αυτός δίνει την αιώνια ζωή δωρεάν, την δίνει από αγάπη προς τα παιδιά του.
Το μόνο πού θέλει είναι δύο πράγματα.
Ἡ αναγνώριση της Πατρότητας του από τα παιδιά του με όλο τους το είναι.
‘’ Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ τῆς διανοίας σου’’.
Και ἡ αγάπη των παιδιών του μεταξύ τους.
‘’ καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ‘’
Το ερώτημα αυτό τού νομικού είναι επίκαιρο σε όλους τούς αιώνες.
Ὁ άνθρωπος δεν εξαντλείται μόνο με την παρουσία του πάνω στη γη αλλά έχει συνέχεια. Είναι γιος του Θεού.
Ο Πατέρας και δημιουργός μας, όπως και κάθε δημιουργός είναι αδύνατο να δεχθούμε ότι θέλει και κάνει δημιουργήματα.
Που πεθαίνουν, πού χάνονται, πού έχουν χρόνο λήξεως.
Αλλιώς δεν θα ερχόταν στη γη για να σταυρωθεί.
Θα μας άφηνε στην τύχη μας βλέποντας από ψηλά να σβήνουμε.
Ὁ Χριστός όμως κατέβητε στη γη για να ανεβούμε εμείς.
Πτώχευσε για να πλουτίσουμε, μπήκε στο χωροχρόνο για να γίνουμε αιώνιοι .
Αυτή την αιωνιότητα πρέπει με αγωνία να αναζητούμαι όχι όμως νομικά.
Αγαπήσεις τον Θεό και τον πλησίον δεν σημαίνει απλά να κάνουμε καλές πράξεις.
Πολλές φορές αυτές γίνονται επειδή μας φέρνουν τιμή, για το θεαθήναι.
Για να ακουστούμε, να προβληθούμε όπως το βλέπουμε στους κοσμικούς.
Αλλά πρέπει να ‘’ σπλαχνιστούμε ‘’ τον πλησίον.
Να φέρουμε τον εαυτό μας στη θέση εκείνου.
Όπως θα θέλαμε όταν υπάρχει δική μας ανάγκη κάποιος να μας λυπηθεί, να σταθεί, να μας παρηγορήσει να μας βοηθήσει.
Πολλές φορές όχι με υλική προσφορά, αλλά με τον καλό λόγο την παρηγοριά, την συζήτηση.
Την υπομονή να ακούσουμε τον πόνο του, την αστοχία του, να δείξουμε την υποστήριξη μας στο πρόβλημα του.
Ακόμη την προσευχή μας, το κερί μας, τρεις μετάνοιες, λίγη νηστεία για την ανάγκη του.
Πράγματα που δεν κοστίζουν πολύ, αλλά είναι φορέας ελέους από τον Κύριο.
Χαίρετε να βλέπει και να ακούει τα παιδιά του να ενδιαφέρονται για τα άλλα και να αγαπιούνται.
Ὁ Ιησούς παίρνει την ευκαιρία από το ερώτημα του νομικού και διδάσκει την ωραιότατη παραβολή Του.
Ὁ νομικός νομίζει πώς θα τον παγιδεύσει, θα τον παρασύρει, να πει πράγματα που θα ήταν ενάντια στον νόμο.
Ὁ Ιησούς γνωρίζει την πονηρία του νομικού και τον υποχρεώνει να δώσει ὁ ίδιος την απάντηση που ζητά.
Στη συνέχεια τον ελέγχει ότι ενώ γνωρίζει την απάντηση δεν την εφαρμόζει αν και είναι η πρώτη υποχρέωση του νόμου.
Ἡ απάντηση του νομικού είναι ἡ αναφορά σε δύο βασικές εντολές της Παλαιάς Διαθήκης.
Αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και του πλησίον.
Το γνωστό σε όλους τους Εβραίους ‘’ άκουε Ισραήλ’’ .
Μια προσευχή πού απήγγειλε καθημερινά κάθε Ιουδαίος δύο φορές την ημέρα, το πρωί και το απόγευμα.
Ὁ νομικός προσβεβλημένος από την κατάληξη θέλει να δικαιωθεί
για την υποβολή μιας τέτοιας κοινότατης ερώτησης.
Την απάντηση της οποίας όλοι γνώριζαν αφού είναι το θέμα της καθημερινής τούς προσευχής.
Έτσι υποβάλλει δεύτερη ερώτηση.
‘’ καί τίς ἐστί μού πλησίον’’;
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολλές απόψεις στην Ιουδαία για το ποιος είναι ὁ πλησίον.
Οι νομικοί θεωρούσαν ως πλησίον μόνο τους όμοιους τούς στην μόρφωση και την αρετή.
Οι Φαρισαίοι δεν θεωρούσαν πλησίον τον φτωχό και αγράμματο λαό, παρά μόνον τους ανθρώπους της τάξεώς τους.
Οι Εσσαίοι θεωρούσαν αδελφούς και πλησίον μόνον αυτούς πού ήταν εντός της κοινότητός τους.
Κήρυτταν όμως το μίσος εναντίον κάθε αλλού ανθρώπου όχι Εσσαίου.
‘’ Θέλει να δικαιώσει τον εαυτό του’’, μια παγίδα στην οποία σκαλώνουν και οι Χριστιανοί.
Ο πεσμένος άνθρωπος σπεύδει και προσπαθεί να δικαιωθεί.
Θυμηθείτε τον Αδάμ ‘’ η γυναίκα που μου έδωσες αυτή με εξαπάτησε ‘’
δηλαδή εσύ Θεέ μου, διότι εσύ μου την έδωσες.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Πατέρας μας δεν μας προτρέπει σε πράγματα ανέφικτα, σε έργα που δεν μπορούν να γίνουν.
Ότι μας ζητά είναι για την σωτηρία μας και μόνο.
Εντούτοις προβάλλουμε πολλές φορές δικαιολογίες για την ανυπακοή μας θέλοντας να δικαιολογούμε τα λάθη μας.
Αδέλφια μου ποτέ δικαιολογίες αλλά πάντα γενναίες αποδοχές των λαθών μας.
Κατά την διήγηση της παραβολής κάποιος ταξίδευε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ.
Στο δρόμο έπεσε θύμα ληστών οι οποίοι αφού τον κακοποίησαν αλύπητα τον άφησαν μισοπεθαμένο.
Κατά συγκυρία ένας Ιερέας διερχόμενος από τον ίδιο δρόμο τον είδε και τον προσπέρασε.
Μετά από λίγο ένας Λευίτης πού περνούσε και αυτός από εκεί ήλθε τον είδε και τον προσπέρασε και αυτός.
Βέβαια γεννάται το ερώτημα γιατί ὁ Ιησούς παρουσιάζει τούς Ιερείς και τούς Λευίτες τόσο αδιάφορους και σχεδόν άσπλαχνους.
Μάλιστα μπροστά σε ένα καταπληγωμένο και μισοπεθαμένο άνθρωπο.
Από την διήγηση δεν δίνεται κάποια εξήγηση.
Μήπως φοβήθηκαν ενδεχομένως ότι μπορούσαν και αυτοί να πάθουν τα ίδια από τούς ελλοχεύοντες ληστές;
Μήπως ἡ ερημιά του χώρου δεν ήταν ὁ κατάλληλος τόπος για ένα θρησκευτικό ηγέτη των Εβραίων να ελεήσει.
Αφού κανείς δεν θα έβλεπε την πράξη του γιά να τον θαυμάσει.
Το τρίτο πρόσωπο πού έρχεται στη σκηνή της διήγησης δεν ήταν Ιουδαίος, άλλα ήταν Σαμαρείτης.
Φυσικά στο άκουσμα και μόνο Σαμαρείτης οι ακροατές τού ως Εβραίοι θα είχαν αγανακτήσει.
Γνωρίζουμε καλά ότι ‘’ δέν συγχρῶντε Ἰουδαῖοι Σαμαρεῖτες’’.
Αυτός έρχεται τον μισοπεθαμένο και δυστυχισμένο άνθρωπο και μόλις τον βλέπει τον ‘’εὐσπλαχνίστηκε’’.
Είναι ένα ρήμα πού χρησιμοποιούν οι Ευαγγελιστές για να περιγράψουν τα αισθήματα του Ιησού.
Μπροστά σε ασθενείς τούς οποίους επρόκειτο στη συνέχεια να θεραπεύσει.
Ὁ Σαμαρείτης περιποιείται τα τραύματα του ανθρώπου επί τόπου ‘’ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον ‘’.
‘’επιχέων’’, δεν τσιγκουνεύεται το έλεος, δεν το λογαριάζει, είναι πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος.
Το λάδι και το κρασί ήταν απαραίτητα εφόδια και φάρμακα κάθε οδοιπόρου.
Σε περίπτωση τραυματισμού κατά την διάρκεια του ταξιδιού του.
Το κάνει αυτό χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο πού διέτρεχε από τούς ληστές πού μπορεί να καραδοκούσαν κρυμμένοι.
Βάζει τον πληγωμένο στο υποζύγιο του και τον μεταφέρει με πολλή προσοχή σε ένα πανδοχείο ενώ αυτός πεζοπορεί.
Εκεί προσωπικά φροντίζει τον μισοπεθαμένο και την επόμενη μέρα δίνει χρήματα στον πανδοχέα.
Με εντολή να φροντίσει ότι το περισσότερο χρειαστεί ὁ τραυματίας.
Μετά ακολουθεί το ερώτημα του Ιησού προς τον νομικό.
Ποιος από αυτούς τούς τρεις θεωρείς εσύ ότι έγινε πλησίον σε αυτόν πού έπεσε στους ληστές;
Ὁ Κύριος αλλάζει το ερώτημα, ρωτά ποιος από τούς τρεις ενήργησε ως πλησίον.
Ο νομικός ρωτούσε ποιος είναι ὁ πλησίον;
Απάντηση στο ερώτημα του δεν πήρε, αναγκάστηκε όμως να ομολογήσει.
Μετά από την ερώτηση του Ιησού, ότι ὁ πραγματικός πλησίον είναι
‘’ ὁ ποιήσας τό ἔλαιος μετ’ αὐτού ‘’,
Αποφεύγοντας να αναφέρει το όνομα Σαμαρείτης πού ήταν για τούς Ιουδαίους βδελικτό.
Ο Ιησούς του κάνει και τις αποστομωτικές υποδείξεις που θέλουν πράξεις και όχι παχιά λόγια.
‘’ πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως’’ ,’’ τούτο ποίει καί ζήσει’’.
Κάθε άνθρωπος μάλιστα όταν βρίσκεται σε ανάγκη είναι ο πλησίον μας.
Δεν πρέπει να βάζουμε όρια σ΄ αυτό ούτε, την φυλή, το έθνος, η την θρησκεία.
Αρετές των πρώτων χριστιανών που θαύμαζαν οι εθνικοί και βαπτιζόταν.
Ὁ πλησίον πάντα είναι το πρόσωπο πού φέρνει ο Θεός μπροστά μας.
Όχι ενδιαφέρον για την ανθρωπότητα γενικά και αόριστα, διότι ἡ αγάπη σε συγκεκριμένο πρόσωπο έχει κόστος και θυσία .
Ὅ Σαμαρείτης επιμελήθηκε αυτοπροσώπως τον δυστυχισμένο, δεν τον αναθέτει σε κάποιο φιλόπτωχο σωματείο.
Ούτε σε μία οργανωμένη πρόνοια. Τον φροντίζει σαν πρόσωπο και συνάνθρωπο.
Αυτό είχε συνέπεια, ότι καθυστέρησε μία ή δύο ημέρες το ταξίδι του.
Ότι διαθέτει το δικό τού μεταφορικό μέσο για τον τραυματισμένο.
Ότι αυτός βαδίζει με τα πόδια αργά και προσεκτικά διότι γίνεται μεταφορά πολυτραυματία.
Ακόμη στο πανδοχείο τον περιποιείται προσωπικά, τον αλλάζει, τον φροντίζει, τον καθαρίζει.
Ἡ αγάπη πού του δείχνει είναι ισχυρότερη και του θανάτου.
Ο Σαμαρείτης αψηφά με την αγάπη του και τον φόβου του θανάτου εξαιτίας του κινδύνου πού διατρέχει και ὁ ίδιος από τούς ληστές.
Αλλά και του θανάτου που μπορούσε να συμβεί στο δυστυχισμένο και μισοπεθαμένο άνθρωπο.
Οι Πατέρες όμως δίνουν και την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής.
Ὁ άνθρωπος, ἡ ανθρώπινη φύση μετά την πτώση του Αδάμ κατέβαινε τα σκαλοπάτια της εμπάθειας και της κτηνώδους ζωής.
Χωρίς Θεό στον οπτικό του ορίζοντα έγινε παιχνίδι στα χέρια των ληστών δαιμόνων.
Το μίσος τους έγινε γνωστό με τον αφανισμό των 2.000 γουρουνιών που τα αφάνισε σε μια στιγμή.
Στα χέρια τούς ὁ άνθρωπος κακοπάθησε φρικτά από τα θανατηφόρα κτυπήματα της αμαρτίας και έγινε όλος ένα τραύμα μια πληγή.
Τον ξεγύμνωσαν από τα πάντα και θεωρώντας σίγουρο τον επερχόμενο θάνατό του τον άφησαν έρημο από βοήθεια και αρωγή.
Μέσα στην δυστυχία του και την ανημποριά του ὁ άνθρωπος θα πέθαινε.
Ὁ Κύριος έδωσε τον νόμο και τους προφήτες τον Ιερέα και τον Λευίτη.
Μπορεί να ήθελαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο αλλά δεν είχανε δύναμη σωτηρίας.
Να προσέξουμε τις λέξεις του Ευαγγελίου.
Το πέρασμα των δύο ιερωμένων ήταν ‘’ κατά συγκυρία ‘’ δηλαδή έτυχε.
Ο Σαμαρείτης όμως ήλθε στοχευμένα ‘’ ήλθε κατ΄ αυτόν ‘’
Ήλθε για εμάς, με σκοπό την σωτηρία μας, την γιατρειά μας, όχι τυχαία.
Ήλθε να εκπληρώσει την προαιώνια βουλή του Πατρός, να κάνει τα πάντα καλά λίαν.
Οι πληγές ήταν ανίατες και ανίκητες για την ανθρώπινη δύναμη.
Ὁ Απόστολος το διευκρινίζει λέγοντας.
‘’ Τό αἵμα τῶν ταύρων καί τράγων δεν μποροῦσε νά συγχωρέσῃ ἁμαρτίες ‘’
Ὁ σοφός Δημιουργός, ὁ Κύριος της δόξης πού οι Ιουδαίοι κοροϊδευτικά τον έλεγαν Σαμαρείτη.
Ήλθε ὁ Ίδιος με στόχο εμάς, δεν έστειλε ούτε άγγελο ούτε αρχάγγελο για να σώσει τον μισοπεθαμένο.
Ήλθε ὁ Ισχυρός και πήρε στα χέρια του την σωτηρία μας.
Πήρε επάνω τού την φύση μας για να μην μπορεί πλέον ὁ εχθρός ὁ παμπόνηρος να την πειράξει.
Με το πλούσιο λάδι της ευσπλαχνίας του και το γλυκό κρασί της συγχωρητικότητας που καίει τις αμαρτίες μας.
Περιποιείται και ζωντανεύει τον άνθρωπο.
Τον μεταφέρει με ασφάλεια στο πανδοχείο πού είναι ἡ Εκκλησία.
Στα πανδοχεία πήγαιναν οι άνθρωποι με τα ζώα τους.
Στην Εκκλησία έρχονται οι άνθρωποι με τα πάθη τους και εκεί θεραπεύονται και αποκτούν την υιοθεσία.
Εκεί μεταλαμβάνουν το σώμα και το αίμα Του. Εκεί απολαμβάνουν την ευσπλαχνία και την αγάπη Του.
Αυτός έπηξε την Εκκλησία, Αυτός επιμελείται προσωπικά όλα τα τραύματά μας.
Τα πήρε στο σώμα Του, τραυματίστηκε ὁ ίδιος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.
Παραμένει επί του σταυρού με ανοικτά τα χέρια του περιμένοντας κάθε πονεμένο, τραυματισμένο, δυστυχισμένο.
Δίνει εντολή στον πανδοχέα, τους Αποστόλους, τους Ιερείς και διδασκάλους να επιμεληθούν τον τραυματία.
Τους δίνει προς τούτο τα εφόδια τα δύο δηνάρια την Παλαιά και Καινή Διαθήκη επαγγελλόμενος την πολλαπλή μισθαποδοσία.
ΠΡΟΣΟΧΗ
‘’ ἐν τῶ ἐπανέρχεσθέ με’’
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗ.
Ἀθανάσιος Κατσίκης
ἀρχιτέκτων