Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Λόγος επί τη εορτή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

 εκφωνηθείς εν έτει 2014 υπό του τότε Αρχιμανδρίτου νυν Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας κ. Δαβίδ

 

            Και πάλιν ήγγικεν η ημέρα της μεγάλης εορτής και επετείου. Και πάλιν ανέτειλε η μνήμη του γρήγορου νου της Θεολογίας. Και πάλιν η εκκλησία φόρεσε τα γιορτινά της για να υποδεχθεί με λαμπρότητα τον μεγάλο Ιεράρχη. Αναλογιζόμενος όλα τα παραπάνω, σκέφτομαι ότι θα ήταν ίσως τολμηρό από μέρους μου να αρθρώσω λόγον, να επιχειρήσω να ομιλήσω, έχοντας ενώπιόν μου την γλυκύτατη μορφή του ανεπανάληπτου Θεολόγου Γρηγορίου. Γι’ αυτό και δεν θα το κάνω. Όχι χωρίς να φέρω εις το μέσον τον ίδιον τον Γρηγόριον. Θα αφήσω εκείνον να με οδηγήσει. Εκείνον να κατευθύνει τον λόγον μου και να φωτίσει την σκέψη μου. Στην πραγματικότητα δεν θα σας μιλήσω εγώ. Αλλά ο ίδιος ο Γρηγόριος αυτοπροσώπως. Τους δικούς του λόγους θα επικαλεστώ. Την δική του σκέψη θα καταθέσω.

            Ξεκινώντας λοιπόν από τον Άγιο, ο Γρηγόριος ήταν ένας Ιεράρχης πράος και ειρηνικός. Ένας άνθρωπος που τον έθελγε η ησυχία και η μόνωση, αλλά επιθυμούσε παράλληλα την ειρήνη και την ομόνοια μέσα εις τον χώρο της Εκκλησίας. Δεν του άρεσαν καθόλου, μάλιστα δε, ετάραζαν την ευαίσθητη ψυχή του οι διχόνοιες και τα σχίσματα. Γι’ αυτό και πάντοτε, όσο περνούσε από το χέρι του, όταν υπήρχε μια διαμάχη εις τον χώρο της εκκλησίας, αγωνιζόταν για την ειρήνευση και συμφιλίωση των διεστώτων μερών. Ήθελε πάντοτε, επισκόπους, ιερείς, κληρικούς και λαϊκούς να τους βλέπει όλους μονιασμένους και  αγαπημένους, ενώ-μένους εν τη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μέσα εις τους κόλπους της Εκκλησίας.

Ο ίδιος συνέταξε τους τρεις περίφημους ειρηνικούς του λόγους, στους οποίους καταθέτει όλη του την αγωνία για την ειρήνευση και άρση των διαφόρων εκκλησιαστικών σχισμάτων και ταραχών και όπου εγκωμιάζει την ειρήνη ως μέγιστο αγαθό. Οι λόγοι του αυτοί είναι πολύ σύγχρονοι και επίκαιροι, αν σκεφτεί κανείς το πάγκοινο αίτημα των γνησίων ορθοδόξων πιστών για ενότητα (και ένωση) και αν αναλογιστεί ότι καθημερινά γινόμαστε δέκτες του αγωνιώδους ερωτήματος από την πλευρά του λαού, για το πότε επιτέλους θα επέλθει η ποθητή ειρήνευση και ομόνοια εις τον χώρο του πατρίου εορτολογίου.

Ας ακούσουμε τι λέει ο ίδιος ο Άγιος εις τους λόγους του αυτούς: «Ώ ειρήνη αγαπητή, όνομα και πράγμα γλυκύ… η διαρκής φροντίς και το καύχημά μου, η οποία όπως λέγεται και ανήκει εις τον Θεόν και ο Θεός ανήκει εις αυτήν… Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Ώ ειρήνη αγαπητή, το αγαθόν το οποίον επαινείται μεν από όλους, αλλά διαφυλάσσεται μόνον από ολίγους» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ειρηνικός δεύτερος, Λόγος κβ΄, Ε.Π.Ε., εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1975, τ. 1, σελ. 329). (Βλέπε άγιε Γρηγόριε και εις τον χώρον του πατρίου εορτολογίου, όπου πολλοί ομιλούν για ένωση και ενότητα, αλλά είναι έτοιμοι να χωριστούν από τους αδελφούς τους με την παραμικρή αφορμή και δικαιολογία ή όπως θα έλεγε ο λαός μας για
¨ψύλλου πήδημα¨). Και συνεχίζει ο Άγιος για την ειρήνη: «Πού μας έχεις εγκαταλείψει και έχει περάσει ήδη τόσος χρόνος από τότε; Και πότε θα μας ξαναέλθεις;» (Αυτόθι, σελ. 329). (Μήπως αυτό, αγαπητοί μου, δεν αναρωτιούνται και πολλοί αδελφοί μας, βλέποντας και διαπιστώνοντας με οδύνη τον κατακερματισμό του πατρίου εορτολογίου σε πολλές παρατάξεις και συνόδους; Πού πήγε δηλαδή, η ειρήνη και η ενότητα των παλαιοημερολογιτών;) Και τελειώνοντας ο άγιος διερωτάται: «Διά ποίον λόγον εμείς οι οποίοι ανήκομεν εις την αγάπην και μισούμε και μισούμεθα; Και εμείς οι οποίοι ανήκομεν εις την ειρήνην διεξάγομεν έναν ακήρυκτον και ακατάπαυστον πόλεμον; (Αυτόθι, σελ. 355). (Βεβαίως σε κάποιον άλλον λόγον του τονίζει ο άγιος ότι: «κρείσσων επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης από Θεού.»).

Αυτές, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι οι ανησυχίες του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Ανησυχίες και αγωνίες τις οποίες συμμερίζεται πλήρως και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπός μας Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Μακάριος, του οποίου την δεκάτην επέτειον από την ανάρρησιν εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον, εορτάζομεν σήμερα. Ο Μακαριώτατός μας γνωρίζει καλά, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος ότι η ένωση των πάντων μέσα εις την Εκκλησία θα είχε ως αποτέλεσμα να βασιλεύει η ειρήνη, αλλά και το αντίστροφο. Ότι η ειρηνική διάθεση και ειρήνευση των πάντων θα έφερνε ως συνέπεια την ένωση των διεστώτων. Γνωρίζει ότι η ένωση και ενότητα των πάντων είναι επιθυμία θεϊκή, αλλά και αίτημα του ταλαιπωρημένου και κουρασμένου από τις πολλές διαιρέσεις λαού. Πονά για την εκκλησία και οδυνάται για την κατάσταση του πατρίου εορτολογίου.

Είναι υπέρμαχος της ενώσεως των πάντων μέσα εις την Εκκλησίαν και έχει αγωνιστεί γι’ αυτήν. Ήδη από τότε που ήταν ιερεύς, έχει κάνει προσεγγίσεις με κληρικούς διαφόρων παρατάξεων για να εξετάσει και να συμβάλλει εις το εφικτόν του εγχειρήματος της ενώσεως. Μάλιστα το 1990 ήταν μέλος της επιτροπής στο διάλογο της Εκκλησίας μας με τους Ματθαιϊκούς. Και ως Ιεράρχης έχει συναντηθεί με Ιεράρχες παρατάξεων και συνοδικών σχημάτων του παλαιού ημερολογίου. Πάντοτε όποτε βρίσκει την ευκαιρία, προσπαθεί να εξαντλήσει και την παραμικρή πιθανότητα για ειρήνευση και ομόνοια. Έχει γράψει και σχετικό σύγγραμμα περί συμβολής εις το αίτημα για ενότητα, όπου καταγράφει αρκετές από τις κινήσεις και ενέργειες που έχει κάνει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Δεν είναι όμως διατεθειμένος σε καμία περίπτωση να κάνει ένωση εις βάρος της αληθείας, δηλαδή ένωση με όποιο κόστος και πάση θυσία, όταν το κόστος και η θυσία που πρέπει να γίνει είναι η ακεραιότητα της πίστεως. Δεν προτίθεται επομένως να κάνει εκπτώσεις και να φανεί υποχωρητικός εις τα θέματα της πίστεως. Γνωρίζει πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε προδοσία του Ιερού ημών αγώνος και θα ήταν καθαρή εκκλησιομαχία. Δεν επιθυμεί λοιπόν επ’ ουδενί να φέρει τους λύκους μέσα εις την Εκκλησίαν.

Έχει υπόψιν του τους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Δεν ειρηνεύουμε κατά του λόγου της αληθείας, υποχωρούντες σε κάτι (εις την πίστη δηλαδή) για λόγους πραότητος, διότι δεν θηρεύουμε το καλό με κακό τρόπο». (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος μβ΄, Συντακτήριος, «Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος», Αποστολική Διακονία, Έκδοση Α΄ 1991, σελ. 138). Δεν ενδιαφέρει τον Μακαριώτατό μας μια ειρήνη και ένωση που θα προσβάλλει την αλήθεια, προκειμένου ο ίδιος να φανεί ευγενικός και πράος, ο ειρηνοποιός που θα φέρει την καταλλαγή εις την Εκκλησίαν. Δεν τον απασχολεί η δημόσια εικόνα του, αλλά όταν κινδυνεύει η ορθόδοξος πίστη και ακρίβεια είναι έτοιμος και την εικόνα του να θυσιάσει και πολύ περισσότερα.

Άλλοστε μπορεί να είναι υπέρμαχος της ενότητος του πατρίου εορτολογίου όσο κανείς, αλλά δεν ξεχνά και πάντοτε κηρύττει την διδασκαλία της εκκλησίας μας για “το ευλογημένο λείμμα της χάριτος”. Το λείμμα της χάριτος, είναι ο περιούσιος του Κυρίου λαός, τα γνήσια και πιστά μέλη της εκκλησίας, που θα υπάρχουν πάντοτε και σε κάθε εποχή, όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες και αντίξοες οι περιστάσεις.

Μάλιστα όπως τονίζει ο Μακαριώτατός μας, όσο πλησιάζουμε προς τα έσχατα, μπορεί το λείμμα αυτό να λιγοστεύει, όμως γίνεται ποιοτικότερο. Πολλοί μπορεί να φύγουν και να χωριστούν από την Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη ούτε από ποσότητα, ούτε από οπαδούς. Ο συνειδητά πιστός που θα μείνει σταθερός μέχρι τέλος, θα κερδίσει τον στέφανο της υπομονής. Σε κάθε εποχή ο Χριστός κοσκινίζει τους ανθρώπους της Εκκλησίας του και έτσι ξεχωρίζει το άχυρο από το σιτάρι. Το άχρηστο υλικό, το ξύλο, την καλάμη, από το πολύτιμο, τον χρυσό και τον άργυρο.

Ο Μακαριώτατος, λοιπόν, δεν είναι διατεθειμένος να κάνει σπασμωδικές κινήσεις, που θα οδηγούσαν σε μία υποτιθέμενη και νομιζόμενη ένωση, προκειμένου να φαίνεται ο ίδιος δυνατός προς τα έξω, με πολλούς ναούς και πολύ πλήθος κόσμου και κληρικών να τον ακολουθούν. Για να καταλάβουν όμως οι ακροατές μας ότι η ένωση δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, ούτε και να γίνεται πάση θυσία, χωρίς δηλαδή τις απαραίτητες προϋποθέσεις και επ’ αγαθώ της εκκλησίας, θα αναφέρω το παράδειγμα των παπικών.

Και με τους παπικούς είμαστε χωρισμένοι. Δεν μπορούμε όμως να ενωθούμε μαζί τους, εάν πρώτα δεν μετανοήσουν και δεν αποκηρύξουν όλες τις πλάνες και τις κακοδοξίες που έχουν αποδεχτεί όλα αυτά τα χρόνια από το 1054 και μετά. Αν μιλάμε για μια τέτοια απροϋπόθετη ένωση με τους λοιπούς παλαιοημερολογίτες, σε τί διαφέρουμε από τους οικουμενιστάς που επιζητούν κοινωνία και ένωση με τους παπικούς – κάτι πού ήδη έχουν πραγματώσει στην πράξη – χωρίς προηγούμενη αποκήρυξη από μέρους των παπικών των πλανών και των κακοδοξιών τους, οδηγώντας έτσι σε ένωση και κοινωνία με την αίρεση.

Μάλιστα ομιλούν για τους δύο πνεύμονες της εκκλησίας τον Δυτικό της Παπικής Εκκλησίας, όπως την αποκαλούν και τον Ανατολικό της Ορθοδόξου. Θεωρούν ότι η Εκκλησία είναι διηρημένη και διεσπασμένη και ότι βαίνει σε ενότητα. Τί λιγότερο όμως λέγουν, εν τη αφελεία τους ενδεχομένως και από τη μεγάλη τους λαχτάρα για την ένωση, οι αγαπητοί μας αδελφοί, γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί, που ομιλούν για κομματιασμένη εκκλησία εις τον χώρον του παλαιού, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να ενώσει τα κομμάτια της για να πάψει να είναι διηρημένη.

Η Εκκλησία, αγαπητοί μου, δεν χρήζει καμίας ενώσεως. Η ενότητα υπάρχει και ανήκει στην φύση της εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας. Το σώμα του Χριστού δεν είναι κατακερματισμένο, μη γένοιτο να ειπωθεί κάτι τέτοιο, γιατί ο Χριστός που είναι η Εκκλησία παραμένει ακέραιος και αναλλοίωτος εις τους αιώνας:  “Ιησούς Χριστός, χθες καὶ σήμερον ὁ Αὐτός και εἰς τοὺς αἰώνας”. (Εβρ., ιγ΄, 8). Επομένως η Αυτή και εις τους αιώνας παραμένει και η Εκκλησία. Πάντοτε ακεραία και αναλλοίωτος.

Άλλοστε το διαβεβαίωσε και το αψευδές στόμα του Κυρίου: «Πύλαι Ἇδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς». (Ματθ., ιστ΄, 18). Οι σκοτεινές δυνάμεις, οι δυνάμεις του Άδου, πολεμούν και θα πολεμούν πάντοτε λυσσαλέα την Εκκλησία. Αλλά δεν θα κατισχύσουν αυτής. Δεν θα μπορέσουν να την καταβάλλουν γιατί Αυτή έχει ως πανοπλίαν την άμαχον και αόρατον προστασία του Ιδρυτού της, Θεανθρώπου Ιησού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία διέρχεται δια πυρός και ύδατος, μέσα από πολλούς πειρασμούς και θλίψεις και στεναχωρίες, αλλά δεν λυγίζει. Πολεμείται, αλλά δεν νικάται, διότι όπως λέει και ο Ιερός Χρυσόστομος, πολεμουμένη νικά, και πάντοτε εξέρχεται δυνατή από τις δοκιμασίες και λαμπροτέρα καθίσταται.

Η Εκκλησία είναι Μία, Αγία και Αδιαίρετη εις τους αιώνες. Η εσωτερική ενότητα της εκκλησίας, φαίνεται και εξωτερικά ως ενότητα στην πίστη, την Λατρεία με τη συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, αλλά και στη διοίκηση με κέντρο τους επισκόπους. Έναν Αρχιεπίσκοπο και έναν Μητροπολίτη σε κάθε Μητροπολιτική περιφέρεια. Στη συνείδηση του σώματος της Εκκλησίας, η ενότητά της είναι δεδομένο οντολογικό, συνυφασμένο δηλαδή με την ύπαρξή της, απολύτως και αμετακλήτως διασφαλισμένο από την κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστόν δια της συνεχούς παρουσίας του Παρακλήτου Πνεύματος σ’ αυτήν, ήδη από της Πεντηκοστής.

Δεν υπάρχει επομένως το παραμικρό περιθώριο και η παραμικρή δυνατότητα να διασπαστεί η ενότητα της Εκκλησίας. Η έκπτωση και η αποκοπή από το Σώμα της Εκκλησίας ενός πρώην μέλους της ή μιας μερίδας ανθρώπων ή ακόμη και μιας χώρας ή ενός ολόκληρου έθνους δεν παραβλάπτει καθόλου την ενότητα της Εκκλησίας η οποία είναι αυτονόητη. Είναι δηλαδή – η ενότητα – πράγμα δεδομένο και όχι ζητούμενο. Δεν επιζητούμε δηλαδή την ενότητα που υποτίθεται  ότι δεν υπάρχει, διότι η ενότητα στην Εκκλησία είναι υπαρκτή και δεδομένη. Γι’  αυτό και η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα μία και διηρημένη, διότι τότε θα ήταν πολλές και όχι μία εκκλησία.

Η ενότητα και η κατά Θεόν ένωση δεν επιτυγχάνεται με τεχνητές και εξωτερικές συρραφές, με πρόχειρες συγκολλήσεις. Άλλοστε στη Θεία Λειτουργία δεν ευχόμαστε υπέρ της ειρήνης των εκκλησιών, διότι δεν υπάρχουν πολλές εκκλησίες διηρημένες  και χωρισμένες από αλλήλων. Απλά ευχόμαστε υπέρ ευσταθείας των αγίων Του Θεού εκκλησιών, δηλαδή να διατηρεί ο Θεός σταθερές στην ομολογία της πίστεως τις ορθόδοξες εκκλησίες, για να συνεχίσουν να παραμένουν ορθόδοξες. Ευχόμαστε επίσης υπέρ της των πάντων ενώσεως, δηλαδή υπέρ της ενώσεως πάντων των ανθρώπων, μέσα εις τον χώρον της Μίας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας. Πρόκειται επομένως για ένωση προσώπων και όχι εκκλησιών. Αλλιώς θα λέγαμε υπέρ της των πασών (των εκκλησιών δηλαδή) ενώσεως και όχι υπέρ της των πάντων.

Επανερχόμενος όμως, αγαπητοί μου, εις το πρόσωπον του Μακαριωτάτου μας και εις την αγωνίαν του για την ομόνοια των Επισκόπων και την ειρήνη της Εκκλησίας, θα ήθελα να επισημάνω εις την αγάπην σας ως τρανή απόδειξη της αγωνίας του αυτής και της φροντίδος του για την ένωση, το πολύ μεγάλο και ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα προσφάτως εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ευλογημένη και κατά Θεόν ένωση της Ιεράς ημών Συνόδου μετά της εν Αμερικής τοιαύτης με προεξάρχοντα τον Μητροπολίτη Βοστώνης Εφραίμ.

Όλοι οι ειλικρινώς επιθυμούντες την ενότητα γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί χαρήκαμε με ουράνια χαρά, βλέποντας να συντελείται εις τους δύσκολους αυτούς καιρούς που ζούμε ένα τέτοιο γεγονός επ’  αγαθώ της Εκκλησίας. Αυτή είναι η απόδειξη ότι η Ιερά ημών Σύνοδος, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με επικεφαλής της, τον Μακαριώτατό μας, επιθυμεί την καταλλαγή και συμφιλίωση με κάθε υγειώς φρονούντα γνήσιο ορθόδοξο χριστιανό.

Και το λέω αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, διότι η ένωση αυτή με τους Αμερικάνους δεν έγινε αβασάνιστα, ούτε εική και ως έτυχε. Η Ιερά ημών Σύνοδος και ιδιαίτερα ο Μακαριώτατός μας, εργάστηκαν αόκνως εξετάζοντας επισταμένως και ερευνώντας μετ’  ακριβείας, όλα εκείνα τα θέματα που μπορεί στο παρελθόν να κρατούσαν σε απόσταση από αλλήλων τις δύο Ιερές Συνόδους. Ιδιαιτέρως εξέτασαν το φρόνημα και την ακρίβεια εις την πίστιν των Αμερικανών Ιεραρχών και κατέληξαν ότι υπάρχει σύμπνοια και ομοφροσύνη εις τα θέματα της πίστεως, μεταξύ των δύο Συνόδων. Οι Αμερικανοί Ιεράρχες απάντησαν και εις τα φλέγοντα ερωτήματα που τους ετέθησαν, και η απάντηση που έδωσαν είναι σύμφωνη με την Ορθόδοξη παράδοση και πίστη.

Έτσι ο Μακαριώτατός μας και σύνολη η Ιερά ημών Σύνοδος, αφού διαπίστωσαν την σταθερή εμμονή των Αμερικανών εις την πατρώαν ευσέβειαν, και είδαν ότι υπάρχει ενότητα εις την πίστη, προχώρησαν και εις την πλήρη κοινωνίαν και ένωσιν μετ’  αυτών. Συνέταξαν μάλιστα από κοινού ομολογία πίστεως, την οποίαν υπέγραψαν ανεπιφύλακτα οι Αμερικάνοι Ιεράρχες, κάτι που ικανοποίησε πλήρως τον Μακαριώτατο και την Ιερά ημών Σύνοδον και κάλυψε τους όποιους δισταγμούς μπορεί να υπήρχαν από πρίν για το εγχείρημα της ενώσεως.

Μάλιστα ο Μακαριώτατός μας στην επίσκεψή του στην Αμερική, διεπίστωσε έκπληκτος, ότι οι Αμερικανοί πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, είχαν υψηλό δείκτη πνευματικότητας και κατά Θεόν ζήλου, και ότι σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπο και παράδειγμα εν Χριστώ ζωής για εμάς τους εν Ελλάδι διαβιούντας. Ιδιαιτέρως δε συγκίνησαν τον Μακαριώτατό μας, οι εκδηλώσεις αγάπης και θερμής διάθεσης των Αμερικανών και τα φιλόξενα αισθήματα προς το πρόσωπό του και την συνοδεία του.

Και ενόσω «εὐφραθήναι δὲ καὶ χαρήναι ἕδει (Λκ. 15,32), ενόσω δηλαδή θα έπρεπε να ευφρανθούνε και να χαρούνε οι πάντες, κάποιοι δεν είδαν με καλό μάτι την αγαπητική προσέγγιση και κοινωνία των δύο κατά τόπους Εκκλησιών. Δεν τους κάθισε καλά στο στομάχι, ότι δύο υγιείς χώροι του πατρίου εορτολογίου ήλθαν σε επαφή και συνέσφιξαν τους δεσμούς τους. Ο διάβολος ο εφευρετής της κακίας και της διχόνοιας έφριξε και τρίζει τους οδόντας, επειδή οι δύο αυτές Ιερές Σύνοδοι συνενώθησαν εις έν και αποτελούν την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία Του Χριστού. Έβαλε λοιπόν εκείνους που ομιλούν συνέχεια για την ένωση και την ενότητα, εκείνους που τους ενδιαφέρουν μόνον οι με συνοπτικές διαδικασίες πρόχειρες συγκολλήσεις και συρραφές, να συκοφαντήσουν και να διαβάλλουν την ευλογημένη αυτή και κατά Θεόν ένωση.

Οι τοιούτοι άρχισαν να διασπείρουν ζιζάνια, να χύνουν σαν την οχιά το δηλητήριό τους, αποκαλώντας τους Αμερικανούς αιρετικούς και το Μακαριώτατό μας, ότι ήλθε σε κοινωνία με την αίρεση. Τους κατηγορούσαν δε για πράγματα στα οποία είχαν ήδη απαντήσει οι Αμερικάνοι και ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχαν καμία σχέση με αυτά.

Οι Ιεράρχες της εν Αμερική Ορθοδόξου Εκκλησίας έκαναν και δεύτερη ομολογία πίστεως, στην οποία και πάλιν ετόνιζαν μετ’ εμφάσεως ότι σε όλα τα ζητήματα που τους κατηγορούσαν, ήσαν σύμφωνοι και επόμενοι της Ορθοδοξίας των Αποστόλων και των πατέρων της Εκκλησίας. Όμως και πάλι τα απύλωτα στόματα του Άδου δεν έπαψαν να βυσσοδομούν, κατά της Νύμφης του Χριστού, Αγίας Εκκλησίας. Με θεολογήσεις αθεολόγητες και με δοκησισοφίες επιχείρησαν να προσβάλλουν την αλήθεια.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο κατ’ εξοχήν Θεολόγος, κάποτε στιγμάτισε το φαινόμενο αυτό στην εποχή του, το να θέλουν δηλαδή οι πάντες να θεολογούν μέσα στην Εκκλησία, ευκαίρως ακαίρως, είτε είναι, είτε δεν είναι αρμόδιοι και ικανοί για να το κάνουν. Ας δούμε τι λέγει επ’ αυτού:  «Όταν ίδω την τωρινή μανιώδη πολυλογία και τους εφήμερους σοφούς και τους αυτόκλητους θεολόγους που τους φθάνει μόνο το να θελήσουν για να γίνουν σοφοί, ποθώ την πιο ασκητική ζωή και επιδιώκω το πιο απόμακρο ερημικό κατάλυμα και επιθυμώ να βρεθώ μόνος με τον εαυτό μου». (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος κ΄, Περί δόγματος και καταστάσεως Επισκόπων, «Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος», Αποστολική Διακονία, Έκδοση Α΄ 1991, σελ. 52 και του αυτού, Ε.Π.Ε., τ. 4, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 257). Τί θα έλεγε άραγε ο άγιος σήμερα, εάν θα έβλεπε ακόμα και ρασοφόρες γυναίκες να επιχειρούν να θεολογήσουν με τον πλέον ανάρμοστο και ανεύθυνο τρόπο και να θέλουν να κατευθύνουν εκεί που επιθυμούν τα Θεολογικά πράγματα, ορίζοντας τα όρια της Εκκλησίας κατά το δοκούν και διεκδικώντας για τον εαυτό τους τα ηνία της εκκλησιαστικής εξουσίας;

Αλλά και πόσο μεγάλη ευθύνη, έχουν όλοι αυτοί που αντί να ακούσουν και να εμπιστευθούν τον Μακαριώτατό μας, που ποτέ δεν έδωσε αφορμή και λαβή για να κατηγορηθεί για έλλειψη φρονήματος υγιούς και ορθοδόξου, προτιμούν να εμπιστευθούν μια καλόγρια που έχει σκοπό να κάνει άνω κάτω την Εκκλησία;

Δεν παραδειγματίζονται καθόλου από εκείνον τον κληρικόν της Εκκλησίας μας, που μόλις ήλθαν στα αυτιά του οι διάφορες κατηγορίες περί αιρέσεως, έσπευσε αμέσως να απαντήσει ότι “αφού ο Μακαριώτατος πρωτοστατεί σε μια τέτοια ένωση, αυτό σημαίνει ότι οι κατηγορίες είναι αβάσιμες και αναληθείς. Διότι αλλιώς ποτέ δεν θα προχωρούσε σε μία τέτοια ένωση και αναγνώριση. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο φρόνημα του Μακαριωτάτου και ξέρω πως σε κάθε περίπτωση θα πράξει το σωστό και το δέον.”

Δεν ακούνε λοιπόν οι τοιούτοι; Δεν ντρέπονται και δεν έρχονται σε συναίσθηση; Ας ακούσουν και πάλι τον άγιον Γρηγόριον να τους λέει τα εξής: «Όλοι πρέπει να ειρηνεύουν, όλοι να ομολογούν την πίστη και να προσεύχονται, αλλά λίγοι να θεολογούν. Μόνο εκείνοι που έχουνε το χάρισμα, εκείνοι που έχουν το διακόνημα τούτο στην Εκκλησία. Αλλιώς χορεύει ο διάβολος και αναποδογυρίζει τα πάντα».

Αλλά το καλόν και καρποφόρον δένδρον είναι αυτό που βάλλεται από παντού. Το σαπρόν και άκαρπον το αφήνουν οι πάντες στην ησυχία του. Και άνθρωποι που μέχρι χθες ήταν εν Χριστώ αδελφοί, σήμερα γίνονται οι χειρότεροι εχθροί και τα όργανα του αρχεκάκου όφεως στην προσπάθειά του να πλήξει την Εκκλησία. Ας δούμε όμως, αδελφοί μου, τελειώνοντας τί λέγει ο Άγιος για εκείνους που αποσχίζονται από την εκκλησία, δήθεν για λόγους πίστεως: «Εις ημάς όμως δεν υπάρχουν όρια εις το να κτυπά και να κτυπιέται κανείς, όχι μόνον εν σχέση προς τους αλλοδόξους, οι οποίοι διαφέρουν ως προς τα δόγματα της πίστεως (διότι αυτό θα ήταν ολιγότερον κακόν και ο ζήλος δι’ επαινετά πράγματα αποτελεί επαρκή αιτιολογίαν, όταν περιορίζεται μέσα εις ορισμένα όρια), αλλά και προς τους ομοδόξους, οι οποίοι πολεμούν επίσης τους αλλοδόξους και αγωνίζονται για τα ίδια πράγματα. Αυτό δε ακριβώς είναι το χειρότερο και το πιο φοβερό». (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος κβ΄, Ειρηνικός δεύτερος, Ε.Π.Ε., τ. 1, σελ. 335-337). (Ενοεί εδώ ο Άγιος ότι πολλές φορές πολεμούμε όχι τους αιρετικούς, αλλά τους ίδιους τους ορθοδόξους αδελφούς μας, για λόγους ορθοδοξίας).

Και συνεχίζει ο άγιος: «Και πια είναι η αιτία; Ορισμένες φορές η αγάπη για την εξουσίαν ή ο φθόνος ή το μίσος ή η υπερηφάνεια ή κάτι από εκείνα που δεν βλέπουμε να παθαίνουν και αυτοί ακόμα οι άθεοι. Και το πιο αστείο είναι η μεροληπτική και ευμετάβλητος κρίσις. Και όταν συλληφθούμε από αυτά τα πάθη, είμεθα ευσεβείς και ορθόδοξοι (εμφανιζόμαστε να κάνουμε δήθεν τα πάντα για την ευσέβεια και ορθοδοξία) και καταφεύγουμε ψευδώς εις την αλήθεια, ωσάν να διαφωνούσαμε τάχα χάριν της πίστεως… Ώ διεστραμμένε νου και πολυμήχανε, θα ημπορούσε να πει κανείς και δημιούργημα του πονηρού και εφευρέτου της κακίας, όποιος και αν είσαι εσύ ο οποίος έχει πάθει αυτό το πράγμα, ή δια να είπωμεν πιο καθαρά την αλήθειαν, ώ ανοητότατε· αυτός που ήταν χθες δι’ εσέ ευσεβής, σήμερα πώς είναι ασεβής, χωρίς να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει τίποτα, ούτε με λόγον, ούτε με πράγμα, αλλά παραμένων εις τα ίδια πράγματα… Αλλά και σήμερα είναι και πόρνος δι’ εσέ ο χθεσινός Ιωσήφ ο πάγκαλος… και σήμερα είναι Ιούδας ή Καϊάφας εκείνος ο οποίος ήτο χθες Ηλίας ή Ιωάννης». (Αυτόθι, σελ. 337).

Και λέει σε κάποιο άλλο σημείο ο άγιος: «Ακόμα και τα πάντα είμεθα πρόθυμοι να συγχωρήσουμε προς πάντας δι’ ένα και μόνον λόγον, για να μπορούμε να παραλογιζόμεθα μαζί τους». Εάν δηλαδή δεν συναινέσουμε στον παραλογισμό τον δικό τους, τότε είναι δυνατόν να γίνουμε οι χειρότεροι εχθροί τους, ενώ αν συμβαδίζουμε μαζί τους και τους κάνουμε τα χατίρια, γινόμαστε κανόνες ορθοδοξίας και στύλοι ακριβείας.

Εύχομαι εν τέλει εις τον Μακαριώτατον να συνεχίσει να είναι το ίδιο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος εις το κακόν μέχρι τέλους της ζωής του και να συνεχίσει με τις πρεσβείες του Αγίου Γρηγορίου, να έχει την διάκρισιν να διακρίνει την καλήν από την κακήν ένωσιν, το αγαθόν από το πονηρόν, επ’ αγαθώ της Εκκλησίας και των πιστών μελών της. Αμήν.   


ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ